Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμῶνα:

        «Εἰ γάρ μή δι’ ἐγκληματικήν αἰτίαν, ἀλλά δι’ αἳρεσιν χωρίσῃ τις ἑαυτόν ἀπό τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ ἢ τοῦ Μητροπολίτου ἢ τοῦ Πατριάρχου ὡς ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος ἀνερυθριάστως διδάγματά τινα ἀπηλλοτριωμένα τοῦ ὀρθοῦ δόγ­ματος, ὁ τοιοῦτος καί πρό ἐντελοῦς δια­γνώσεως, πολλῷ δέ πλέον καί μετά διά­γνωσιν, ἐάν ἑαυτόν ἀποτειχίσῃ ἢγουν χωρίσῃ ἀπό τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ, οὐ μόνον τιμωρηθή­σεται, ἀλλά καί τιμηθήσεται ὡς ὀρθόδοξος· κ.τ.λ

        Ἡ μετάφραση τοῦ π. Γερασίμου:

«...ἐάν ὃμως ὂχι δι’ ἐγκληματικήν αἰτίαν, ἀλλ’ ὡς εἲπομεν δι’ αἳρεσιν καταδικασθεῖσαν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἢθελε χωρισθῇ τις ἀπό τόν ἀνώτερόν του, ἐκκόπτων τό μνημόσυνον αὐτοῦ, ὃστις ἀνερυθριάστως δι­δάσκει διδάγματα ἀλλότρια τοῦ ὀρθοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τόν τοιοῦτον ἐπιτρέπεται ἐάν θέλῃ νά ἀποχωρισθῇ ἀπό τῆς συγκοινωνίας τοῦ ἀνωτέρου του, καί πρίν ἢ ἐκδοθῇ συνοδική καταδικαστική ἀπόφασις, πολλῷ μᾶλλον καί μετά ταύτην· ὁπότε ὁ τοιοῦτος ὂχι μόνον δέν τιμωρεῖται διά καθαιρέσεως... ἀλλά θά τιμηθῇ μάλιστα κ.τ.λ.». Καί συνεχίζει ἐπεξηγῶν ὁ ἲδιος τόν ἑαυτό του: «τό “ἐάν ἑαυτόν ἀποτειχίσῃ, ἢγουν χωρίσῃ ἀπό τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ”, ση­μαίνει τήν προαίρεσιν ἢτοι ἐάν θελήσῃ, καί οὐχί ἐπιβολήν ἐκκοπῆς τοῦ μνη­μοσύνου. Ἑπομένως ἐν περιπτώσει αἱρέσεως ἒνθα ἀφίεται εἰς τήν προαίρεσιν ἑκάστου, ὁ ἀκολουθῶν τόν γενικόν κανόνα ἢτοι ὁ μνημονεύων μέχρις ἐκδόσεως Συνοδικῆς ἀποφάσεως ἐν τάξει εἶναι, καί ὁ ἀποκόπτων τό μνημό­συνον χωρίς νά ἀναμένῃ τήν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας ἢτοι πρίν ἐκδοθῇ ἀπόφασις Συνοδική καί οὖτος ἐν τάξει εἶναι, μάλιστα ὁ τελευταῖος οὖτος καί τιμῆς ἂξιος εἶναι» (οἱ ὑπογραμμίσεις δηλώνουν τήν προσθήκη).      
       Ἀπαντῶντες λέγουμε τοῦτο. Ἑρμηνεύοντες δυνητικά τούς ἱερούς κα­νό­νες οὐδέποτε θά εὑρεθεῖ κάποιος νά διακόψει τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ πρό συνοδικῆς καταδίκης. Οὒτε θά ὑπῆρχαν στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἃγιοι Ὁμολογητές καί Μάρτυρες. Ὁ ἀορίστως ἀναφερόμενος ὡς «γενικός κανόνας» εἶναι ἀνύπαρκτος καί ἀκατανόητος. Μήπως ὀνομάζει ὡς «γενικόν κανόνα» τήν γενικῶς καί ἀδιακρίτως ἐπικοινωνία τῶν περισσοτέρων (συνήθως) μέ τούς αἱρετίζοντες ποιμένες τους;  Ἀλλά ἂς μᾶς ἑρμηνεύσουν παρομοίως καί τόν λόγο τοῦ Κυρίου· «Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκαν­δαλίζει σε, ἒξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ· καλόν σοι ἐστί μονόφθαλμον εἰς τήν ζωήν εἰσελθεῖν, ἢ δύο ὀφθαλμούς ἒχοντα βληθῆναι εἰς τήν γέενναν τοῦ πυ­ρός». Ποῖος νοεῖται ὡς ὀφθαλμός ἐδῶ μᾶς ἑρμηνεύει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος·«Βα­δίζοντες τήν ἀπλανῆ καί ζωηφό­ρον ὁδόν, ὀφθαλμόν μέν ἐκκόψωμεν σκαν­δαλίζοντα, μή τόν αἰσθητόν ἀλλά τόν νοητόν. Οἷον ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύ­τερος οἱ ὂντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφωνται καί σκανδαλί­ζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἐστιν ἂνευ αὐτῶν συνα­θροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ’ αὐτούς ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἂννα καί Καϊάφα εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός».

        Προτρέπει λοιπόν φανερά ὁ θεῖος λόγος νά ἐκβάλλω ἐγώ πρωτύτερα τόν σκανδαλίζοντα ὀφθαλμό (εἲτε ἐπίσκοπον, εἲτε πρεσβύτερον). «...ἒξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ». Πῶς ὃμως; Μέ τήν ἀποτείχιση ἢ τήν συνοδική ἀπόφαση; Τήν πρώτη τήν ἀντιλαμβάνομαι γιατί εἶναι πράξη ἐφικτή ὑπ’ ἐμοῦ καί νόμιμη. Τήν δεύτερη δέν τήν ἀντιλαμβάνομαι διότι βέβαια δέν μπορῶ. Ἡ συνοδική ἀπόφαση εἶναι ἒργο τῆς συνόδου τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν θέλησή μου. Νά περιμένω τήν συνοδική ἀπόφαση; Ἀλλά ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ προτρέπει σαφέστατα νά ἀποτειχισθῶ ἂμεσα. Καί ὂχι μόνο. Μέ προτρέπει καί ὑποδεικνύει νά ἐπιλέξω ἀπό τήν ζωή ἢ τήν γέεννα τοῦ πυ­ρός, τό συμφέ­ρον, τό «καλόν». Τί ἀπομένει λοιπόν, ἀφοῦ ὁ ἐπίσκοπός μου ἢ ὁ πρε­σβύτερος μέ σκανδαλίζουν μέ τήν «περί τήν πίστιν κακή ἀναστροφή» τους; Ἢ μήπως τό «ἒξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ» εἶναι καί αὐτό δυνη­τικό; Ὃτι δηλαδή (κατά τόν δεινό μας ἑρμηνευτή), ἐάν δέν ἀποδέχομαι τά αἱρετικά διδάγματα τοῦ ἐπισκόπου, δέν εἶμαι ὑποχρεωμένος νά «ἐκβάλλω αὐτόν» ἀποτειχιζόμενος ἐξ αὐτοῦ; Ἐάν δέν θέλω βέβαια νά βρεθῶ μαζί μέ αὐτόν «εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός», «ὡς μετά  Ἂννα καί Καϊάφα». Ὡς πρός τήν ἐπιλογή μου αὐτή εἶναι ἀλήθεια ὃτι δέν μέ ὑποχρεώνει κανένας. Οὒτε ὁ ἲδιος ὁ Θεός! Τοῦτο εἶναι πού «ἀφίεται εἰς τήν προαίρεσίν μου», ἀλλά βέβαια «πάντα μοι ἒξεστι, ἀλλ’ οὐ πά­ντα συμφέρει». Διότι ἐφ’ ὃσον τό «ἐάν ἑαυτόν ἀποτειχίσῃ» τοῦ Βαλσαμῶνος, «σημαίνει (γιά τόν π. Γεράσιμο) τήν προαίρεσιν ἢτοι ἐάν θελήσῃ, καί οὐχί ἐπιβολήν ἐκκοπῆς τοῦ μνημοσύνου», τότε πῶς συμβιβάζεται τό «ἒξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ» μέ τό «ὁ μνημονεύων μέχρις ἐκδόσεως Συνοδικῆς ἀποφάσεως ἐν τάξει εἶναι» ἢ μέ τό «οὐδαμῶς κα­τακρίνεται» τῶν δυνητικῶν ἑρμηνευτῶν; Ἢ γιά νά εἶμαι πιό σαφής, πῶς συμβιβάζεται τό «ἒξελε αὐτόν κ.τ.λ.» μέ τό «ἐάν θέλῃς μή ἐξέλῃς αὐτόν καί μή βάλῃς ἀπό σοῦ, ἀλλά μήν ἀποδέχεσαι τά αἱρετικά διδάγ­ματα (τοῦ ἐπισκόπου) καί δέν θά κατακριθῇς», πρᾶγμα πού εἶναι ἓνα καί τό αὐτό μέ τήν κα­κο­δαίμονα ρήτρα, «ἂν ἓτερος κληρικός δέν θέλῃ νά παύσῃ τό μνημόσυ­νον, καί χωρίς νά ἀποδέχηται τά αἱρετικά διδάγματα τοῦ ἐπισκόπου... οὐδαμῶς κατακρίνεται»;  Καί ἐάν δέν κατακρίνεται πῶς συμβιβάζεται πάλι αὐτό μέ τό «καλόν σοι ἐστι μονόφθαλμον εἰς τήν ζωήν εἰσελθεῖν ἢ δύο ὀφθαλμούς ἒχοντα βληθῆναι εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός»;  Δηλαδή μαζί μέ τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο;

        Ἀλλά γιά νά τό προχωρήσουμε, τότε γιατί νά μήν ἑρμηνεύονται δυ­νη­τικά καί ἂλλοι κανόνες, ὃπως οἱ με΄, μστ΄, μζ΄, ἀποστολικοί, ἀλλά καί ὃσοι δέν ἀναφέρονται σέ ζητήματα πίστεως; Φαντασθεῖτε πόσα ἀτοπήματα θά ἐπέφερε ἡ κατ’ ἐπιλογήν δυνητική ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν κανόνων. Ἐάν δέν ὑπάρχει οὒτε μία Πατερική ἀναφορά περί δυνητικῆς ἑρμηνείας σέ ὁποιονδήποτε κανόνα, ὃπως καί δέν ὑπάρχει, τότε οὒτε καί ὁ ιε΄ εἶναι δυ­νη­τικός. Γιά ἓνα τόσο σοβαρό ζήτημα πού ἀφορᾶ τήν σχέση αἱρετικῶν καί ὀρθοδόξων ἢ ψευδεπισκόπου καί ὑφισταμένων κληρικῶν ἢ λαϊκῶν στό θέμα τῆς κοινωνίας, εἶναι ἀδιανόητο νά μήν εἶχε προ­βλέψει ὁ ἐκκλησιαστικός νομοθέτης, (δηλαδή κάποια Τοπική ἢ Οἰκουμενική σύνοδος), ὃτι οἱ μή ἀποτειχιζόμενοι εἶναι ἀνεύθυνοι. Ἀντιθέτως ὁ «αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μό­νον...», «εἰ τις κληρικός ἢ λαϊκός εἰσέλθοι εἰς συναγω­γήν Ἰουδαίων...», «ὁ δεχό­μενος βάπτισμα αἱρετικῶν...» καί ὃλες οἱ παρό­μοιες παρα­βάσεις, ἒχουν συ­γκεκριμένα ἐπιτίμια στά ὁποῖα δέν ἐμφιλοχωρεῖ καμμία ἀτιμωρησία, ὃπως ἀντινομοθετεῖ οὐτοπικῶς ἡ δυνη­τική ἑρμηνεία. Καί προχω­ρώντας ἒτσι ἡ ἱστορία τῶν οὐτοπιῶν δέν θά τε­λειώσει ποτέ.

         Ὃτι δέ ὁ ιε΄ κανόνας δέν ὁρίζει κάποιο ἐπιτίμιο γιά τούς μή διαστέλ­λο­ντες, ἐξηγεῖται ἀπό τό γεγονός ὃτι ἀναφέρεται μόνο στήν περίπτωση τῶν «δι’ αἳρεσιν» «τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας»ἀποτειχιζομένων, τούς ὁποίους ἀντί τοῦ συνηθισμένου ἐπιτιμίου τῶν κα­νό­νων γιά τίς παραβάσεις, ἐδῶ ἀντίθετα τούς ἐπαινεῖ. Τοῦτο μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ ὃτι ὁ μή ἀποτειχιζόμενος εἶναι ἀνεύθυνος. Ὃταν οἱ κανόνες γιά παράδειγμα ὁρίζουν καθαίρεση γιά τόν μετά αἱρετικῶν συμπροσευ­χόμενο ἐπίσκοπο, εἶναι αὐτονόητο καί τό ὃτι ὁ μνημονεύων αὐτόν (τόν ἐπίσκοπο) ἀμνηστεύει τήν παρανομία του καί ἐκ τούτου γίνε­ται κοινωνός αὐτῆς, ἆρα καί ὑπεύθυνος. Οἱ ὁμολογίες πίστεως διά προσωπικῶν ἐπιστολῶν πρός τόν Πατριάρχη καί οἱ πομπώδεις συ­νεδριακές ἐξαγγελίες κατά τοῦ οἰκουμενισμοῦ, οὐδόλως ἐναρμονίζονται μέ τήν μνημόνευση-κοινωνία τοῦ καταγγελομένου ἐπισκόπου καί μάλιστα ἐξάρχου τῆς παναιρέσεως. Τέτοιες ἐνέργειες οἱ «βαρεῖς λύκοι» (Πράξ. κ΄29) δέν τίς φοβοῦνται. Κατασιγάζουν ὃμως, τίς εὐαίσθητες συνει­δή­σεις στά θέματα τῆς πίστεως, συσσωρεύοντες (ἀλλοίμονο !!!), φοβε­ρές εὐθύνες.

        Ὣστε ἐάν ὁ «ἓτερος κληρικός δέν θέλῃ νά παύσῃ τό μνημόσυνον τοῦ σκαν­δαλίζοντος ἐπισκόπου» ἀναμένων τήν «ὑπό Συνόδου καταδίκην αὐτοῦ», ὂχι μόνο κατακρίνεται ὡς μή ποιήσας φρονίμως τό συμφέρον τῆς ψυχῆς του, ἀλλά διατρέχει δίκην Δαμοκλείου σπάθης τόν μέγα κίνδυνο τῆς αἰωνίου κατακρί­σεως.

        Ἡ πράξη τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας διαψεύδει περίτρανα μία τέτοια δυνητική ἑρμηνεία τοῦ κανόνα. Ὁ ἃγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀποτειχίσθηκε ἀπό τούς μονοθελῆτες ἐπισκόπους του, μέ συνέπεια νά διωχθεῖ, νά ἐξορισθεῖ τρεῖς φορές καί τέλος νά ἀποθάνει δύο μῆνες μετά τήν τρίτη ἐξορία στόν Καύκασο. Ὃλα αὐτά τά ἒπαθε πρό συνοδικῆς καταδίκης τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων. Τίθεται ἐδῶ εὐλόγως τό ἀδυσώπητο ἐρώτημα. Γιατί δέν ἀνέμενε τήν συνοδική καταδίκη, ἀφοῦ κατά τούς δυνητικούς ἑρμηνευτές ἦταν στήν προαί­ρεσή του, ὁπότε θά ἦταν «ἐν τάξει» καί «οὐδαμῶς θά κατακρίνονταν»; Γιατί προτίμησε τήν ἀποτείχιση ἡ ὁποία τοῦ στοίχισε τίς φοβερές αὐτές συνέπειες καί τόν θά­νατο; Ἀσφαλῶς δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὃτι ἀπό τίς φοβερές συ­νέ­πειες, περισσότερο φοβήθηκε τήν Δεσποτική ἀπόφαση, «ἒξελε αὐτόν... καλόν σοι ἐστί μονόφθαλμον εἰς τήν ζωήν εἰσελθεῖν ἢ δύο ὀφθαλμούς ἒχοντα κ.τ.λ.».

        Ὃτι ὁ ιε΄ κανόνας δέν ὑπῆρχε τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Μαξίμου, τοῦτο δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἀντεπιχείρημα, ἀφ’ ἑνός γιατί πάντοτε οἱ Ὁμολογητές Πατέρες ἐφύλασσαν το αὐτό πνεῦμα τοῦ κανόνα σέ πλήρη ἁρμονία μέ τόν λα΄ ἀποστολικό, καί ἀφ’ ἑτέρου γιατί ἐδῶ προβάλλοντες τήν ἐπιτακτική ἀνάγκη γιά ἀποτείχιση πού εἰδοποιεῖ ὁ Δεσποτικός λόγος  «ἒξελε αὐτόν...»,καταρρίπτεται κάθε ἒννοια δυνητικότητας, εἲτε γιά τόν μεταγενέστερο ιε΄ κανόνα, εἲτε τυχόν γιά τόν λα΄ ἀποστολικό. Ἐνῶ οἱ δυ­νητικοί ἑρμηνευτές ἐμμέσως καταργοῦν τήν Δεσποτική ἀπόφαση, γεγο­νός πού συνιστᾶ βλα­σφημία κατά τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
        Ὁ ἃγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ὂχι μόνο δέν συναθροίζονταν «εἰς εὐκτήριον οἶκον» μέ τούς λατινόφρονες ἐπισκόπους, ἀλλά οὒτε καί σ’ αὐτή τήν κηδεία του δέν ἢθελε νά παραστέκονται. «Δεῖ γάρ παντάπασιν» ἒλεγε, «ἐκείνους εἶναι κεχωρισμένους ἡμῶν, μέχρις ἂν δῷ ὁ Θεός τήν καλήν διόρθωσιν καί εἰρήνην τῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ». Ἂν μή τι ἂλλο ὡς «καλήν διόρθωσιν καί εἰρήνην τῆς Ἐκκλησίας» ἐννοοῦσε, τήν διά συ­νόδου καταδίκη τῶν λατινοφρό­νων ὡς αἰτίων γενικοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν πιστῶν τῆς ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ ἐφησυχασμός 



Ὃσοι τοὐλάχιστον διαφεύγουν τήν δυνητική πλεκτάνητό μόνοἐπιχείρημα πού φέρουν (καί τό λέγουν δεκαετίες τώρα), εἶναι τό «οὓπωκαιρός ἐστιν» μέ τό πρόσχημα ὃτι πρέπει νά ἐνημερωθεῖ κατάλληλα ὁ λαόςκαί ὓστερα νά γίνει ἡ ἀποτείχιση ἀπό τούς ψευδοποιμένεςτοῦ οἰκουμενισμοῦ γιά νά μή δημιουργηθεῖλέγουνσχίσμα στήν Ἐκκλησία.
        Ἀλλά εἶναι ἀπορίας ἂξιο πῶς δέν ἀντιλαμβάνονται ὃτι τοῦτο εἶναι μίαἀπάτη καί ὑποβολιμιαῖο τέχνασμα πρός διαρκῆ ἀναβολή τῆς καλῆςὁμολογίαςὋτι εἶναι ἀνώφελο νά περιμένουν νά πληροφορηθεῖ ἡπλειοψηφία τοῦ λαοῦγιατί ὁ πλεῖστος λαός (ἐκτός ὀλίγων ἐξαιρέσεωνσέτέτοιου εἲδους ἐκκλησιαστικές κι­νήσεις πάντοτε θά πε­ριμένει τούςἡγήτορεςΠῶς ἐπίσης δέν ἀντιλαμβάνονται ὃτι τό «οὓπω και­ρός ἐστιν»,ὃσον ἀφορᾶ τήν Μοναδικότητα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ ὁποία κατέχειτόν θη­σαυρό τῆς ἀληθείαςἐπειδή ἀμφισβητεῖται ἀπροκάλυπτα πλέονδένἒχει κα­νένα Κανονικό ἒρεισμα ἒστω καί «κατ’ ἂκραν οἰκονομίαν»; Τίπερισσότερο πε­ριμένουν νά δοῦνκαί ἓως πότε θά ψευτοθεραπεύουν τήντύψη τῆς συνειδήσεώς τους μέ τόν «χαρτοπόλεμο»;
        Ἀλλά ποιός ἀμφιβάλλει στούς ἰσχυρισμούς τους ὃτι τό ἰδανικώτεροεἶναι νά προχωρήσει στήν ἀποτείχιση σύσσωμοςκλῆρος καί λαόςἰδιαίτεραὃλοι οἱ ἐπίσκοποιΜόνο ἒτσι θά ἀποφευχθοῦν οἱ δυσχερεῖς συνέπειες πούσυνήθως ἐπακολουθοῦν μετά ἀπό μία τέτοια ἀληθινή ὁμολογίαΜήπωςὃμως ἡ ἐπιχειρηματολογία γιά τό «ἂχρι καιροῦ» ἢ τήν δυνητικότητακρύβειμία λανθάνουσα δειλία ἀπέναντι στίς συνέπειες αὐτέςΟἱ ἃγιοι πατέρεςὃμως ἐπισημαίνουν ὃτι « ἀληθής πίστις ἀγνοεῖ τήν δειλίαν».
        Γιά νά εἲμαστε εἰλικρινεῖς, ὀρθώτερο εἶναι νά ποῦμε ὃτι γνωρίζουν τί πρέπει νά πράξουν, γνωρίζουν τίς δυσχερεῖς συνέπειες, γνωρίζουν ὃτι καί τό «οὓπω καιρός ἐστιν» εἶναι καταφύγιο ψευδοαπολογίας. Δέν γνωρίζουν ὃμως «τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα». Διά τοῦτο καί μόνο θά ἒπρεπε νά σπεύσουν πρῶτοι καί νά εἶναι βέ­βαιοι ὃτι οἱ εὐσεβεῖς καί καλοπροαίρετοι πιστοί θά τούς ἀκολουθήσουν. Γιά τούς ἀδιάφορους «χριστιανούς» δέν ἰσχύει οὒτε ἡ ἐνημέρωση, οὒτε τά ἒργα. Γι’ αὐτό κατά συντριπτική πλειοψη­φία δέν θά τούς ἀκολουθήσουν. Πολ­λοί δέ καί θά τούς πολεμήσουν. Περί τοῦ κλήρου ἐπίσης, ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μᾶς ὁδηγεῖ στή διαπίστωση ὃτι τοὐλάχι-στον μέχρι τήν καταδίκη τοῦ οἰκουμενισμοῦ, οἱ περισσότεροι θά ἀκολου-θήσουν τούς κα­τέχοντες τούς θρόνους, ὃποιοι καί ἂν εἶναι.
        Ἑπομένως σφάλλουν μεγάλως ὃσοι λέγουν ὃτι πρέπει νά πληροφορηθοῦν οἱ πιστοί καί μετά νά προχωρήσουν ὃλοι μαζί, κλῆρος καί λαός, στήν ἀποτείχιση. Πρός ἀποφυγή παρεξηγήσεων, δέν ἀρνούμαστε τά θετικά μιᾶς προσπαθείας γιά ἐνημέρωση, πλήν ὃμως τά ἀναφέραμε αὐτά γιατί πιστεύουμε ὃτι οἱ ἐνδιαφερόμενοι πιστοί εἶναι ἐνημερωμένοι καί ἀναμένουν πλέον νά δοῦν ἒργα, ἀπό τούς ποιμέ­νες, τούς ἡγουμένους, τούς θεολόγους, μάλιστα τούς Ἁγιορεῖτες μονα­χούς.
        Τέλος γιά τό ἐπιχείρημα ὃτι μέ τήν ἀποτείχιση ἐπέρχεται «σχίσμα» στήν Ἐκκλησία, ἒχουμε νά ποῦμε ὃτι ὁπωσδήποτε δέν ἐνέχονται. Ὁ ἲδιος ὁ ιε΄ κα­νόνας συντάχθηκε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, γιά νά ἀπαντήσει στούς τότε δυτικούς καί δυτι­κίζοντες (φιλενωτικούς) ἐπισκόπους πού κατηγοροῦσαν τούς ἀνατολικούς, ὃτι ἒσχιζαν τήν Ἐκκλησία. Διότι πῶς εἶναι δυνατόν ὁ κανόνας ἀφ’ ἑνός μέν, νά ἐπαινεῖ τούς «ἑαυτούς διαστέλλοντες» ἀπό τῆς «πρός τόν πρόεδρον κοινω­νίας», τοῦ «τήν αἳρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος», καί συγχρόνως νά τούς θεωρεῖ ὑπεύθυνους περί τοῦ σχίσματος;
        Νά διευκρινίσουμε ὃμως καί αὐτό πού ἀναφέραμε στό Β’ μέρος τῆς ἑνότητας ΕΣΧΑΤΗ ΩΡΑ, ὃτι οἱ μή ἀποτειχιζόμενοι ἐάν δέν δημιουργοῦν, τοὐλάχιστον ἑδραιώνουν σχίσματα. Ποιά εἶναι τά σχίσματα καί οἱ μερι­σμοί στά ὁποῖα ἀναφέρεται ὁ ιε΄ κανόνας ἀπό τά ὁποῖα οἱ ἀποτειχιζόμενοι σπουδάζουν νά ἐλευθερώσουν τήν Ἐκκλησία; Ἐπίσης πῶς νοεῖται τό ἀναφερόμενο γιά τούς ἀποτειχιζομένους ὃτι «...οὐ σχί­σματι τήν Ἐκκλησίαν κατέτεμον», δεδομέ­νου καί πάλιν ὃτι φαίνεται νά γίνεται πράγματι κατατομή καί κατά ἀλήθειαν σχίσμα;
        Ἀληθῶς ἡ φαινομένη ἀκεραιότητα τῆς διοικητικῆς καί συνοδικῆς δομῆς τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας ἀπό τό ἓνα μέρος, καί τό ὁρατό «σχίσμα» τῶν ἐνισταμένων ἀπό τό ἂλλο, ἒγιναν ἀφορμή καί αἰτία γιά μία παρανόηση ἡ ὁποία ἒπαιξε κα­θοριστικό ρόλο γιά τό σημερινό κατά­ντημα τῆς κοινωνίας τῆς οἰκουμενιστικῆς ἀποστασίας, ἀλλά καί τοῦ ἐφησυχασμοῦ.
        Οἱ ἑρμηνευτές ὃμως τοῦ ιε’ κανόνα δέν ἒδωσαν καμμία βαρύτητα στήν ἀκεραιότητα τῆς συνοδικῆς καί διοικητικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας, παρά μόνο στήν ἀπόκλιση ἐκ τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέ­ρων· ὃπως σαφῶς διαλαμβάνει καί ὁ κανόνας. Ἀποκαλοῦν καί αὐτοί τούς ἀποκλίνοντες ἐπισκόπους, ψευδοδιδασκάλους καί ψευδεπισκόπους γιατί ἀποσχίζονται ἐκ τῆς ἑνιαίας ὀρθοδόξου ἀληθείας, διδάσκοντες «τήν αἳρεσιν δημοσίᾳ», καί ἀσφαλῶς τοῦτο συνιστᾶ θεω­ρητικό σχίσμα, τό ὁποῖο ἐάν δέν ἀποκατασταθεῖ στή βάση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, θά ἐπιφέρει ἀργά ἢ γρήγορα καί τό πραγματικό σχίσμα, μᾶλλον σχίσματα. Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές ὑπενθυμίζουμε τό μεγάλο σχίσμα τῆς ἀνατολικῆς καί δυτικῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἒλαβε τήν ἀρχή ἀπό τήν αἱρετική καί βλά­σφημη διδασκαλία τοῦ filioque, θεωρητικά στήν ἀρχή καί πρα­κτικά καί τελεσίδικα ἀργότερα. Ἀκριβῶς αὐτό εἶχαν κατά νοῦν ὁ Μέγας φώτιος καί οἱ συνοδικοί πατέρες τῆς ΑΒ΄ οἰκουμενικῆς συνό­δου, οἱ ὁποῖοι ὃπως προαναφέραμε συνέταξαν τόν προκείμενο κανόνα.
        Ἑπομένως ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ψευδοδιδασκάλουςὑποσκάπτει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἑνότητα κατά κύριον λόγο, συ­νίσταται στήν καθολική ἀποδοχή τῶν δογμάτων τῆς ἀληθείας, μή ἐπιδεχόμενη ξένα καί ἀλλότρια διδάγματα ἀπό τήν ἱερά Παράδοση. Ἒτσι ἒβλεπε τά πράγματα καί ὁ πολύς ἃγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὃταν ἒγραφε γιά τούς κοινωνοῦντες τήν αἳρεση ὃτι· «...οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογι-σμοῖς οὐ κατεποντίσθη­σαν, ὃμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυ­νται» (1), καί δέν ἧταν καθόλου ὑπερβολικός.
        Ἐνῶ τό φαινόμενο «σχίσμα» τῶν ἀποτειχιζομένων, ὃχι μόνο δέν ὑποσκάπτει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὂχι μόνο δέν εἶναι κατακριτέο, ἀλλά εὒκολα κατανοεῖ κανείς πλέον μετά τήν ἒκθεση τῶν παραπάνω ἐξηγήσεων, γιατί ὃλοι οἱ ἑρμηνευτές τό θεωροῦν ἐπαινετό καί σωτήριο.
        Πι­στεύουμε ὃτι «ἡ ὣρα ἢδη παρῆλθεν» καί ὃτι τό «οὓπω καιρός» δέν ἒχει θέση σή­μερα. Ἀλλά οὒτε καί εἶχε ποτέ θέση ὃταν κηρύσσονταν ἀπρο-κάλυπτα ἡ αἳρεση. «Στενά» λοιπόν «πανταχόθεν σφόδρα» γιά τούς λέγοντες τό «οὓπω καιρός ἐστιν» καί ματαία καί ψυχοφθόρος γι’ αὐτούς ἡ ἀναμονή μέχρι νά ἐνημερωθοῦν ὃλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί.
        Μᾶς εἶναι ἀδύνατο ὃμως νά ἀντιπαρέλθουμε μία σχετικά πρόσφατη δήλωση τοῦ Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ἀπό ἓνα σχόλιο στήν εἰσήγηση ἐν ὂψει τῆς Μεγάλης Συνόδου, τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στις 29-8-2015 πρός τούς ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Γιά τόν ἀκατάσχετο κατήφορο τοῦ Πατριάρχου, ὃσοι παρακολουθοῦν τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα, καί γνωρίζουν, καί δέν ἐκπλήσσονται πλέον. Γιά δέ τήν δήλωση τοῦ Πειραιῶς, κυριολεκτικά πέσαμε ἀπό τά σύννεφα. Ἒτσι ἀναγκάζεται κανείς νά ἀναθεωρήσει πρόσωπα καί πράγματα στά ὁποῖα εἶχε ἐναποθέσει κάποιες ἐλπίδες. Ἡ δήλωση  εἶναι ἡ ἑξῆς:
        «Τό θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μεταξύ Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, πού πρόκειται νά ἐξετάσει ἡ Μεγάλη Σύνοδος, εἶναι κολοσσιαίας σημασίας, διότι μία σύνοδος, ὃπως τήν προσδιορίζει ὁ Παναγιώτατος, μέ οἰκουμενιστικές προδιαγραφές καί προϋποθέσεις, δέν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί συγκεκριμένως τῆς Ἁγίας Α’ Οἰκου-μενικῆς Συνόδου τῶν ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων. Ἂν αὐτό συμβεῖ, τότε νά προετοιμαζόμεθα γιά νέο παλαιοημερολογητικό σχίσμα, πού θά ἒχει δυστυχῶς καί κανονική θεμελίωση. (ὑπογρ. ἡμ.)
        Δέν μποροῦμε νά ὑποθέσουμε κάτι ἂλλο παρά μόνον ὁ,τι, ὁ  Πειραιῶς εἶναι συνειδητά ταγμένος στήν ὑπηρεσία τοῦ «νά κατασιγάζει τούς δικαιολογημένους φόβους» τῶν καλοπροαιρέτων πιστῶν. Νά τί γράφει ἡ Καθηγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων σέ κάποια ἐπιστολή της πρός τόν ἲδιο. «Ἡ παρέμβαση ἑνός Ἱεράρχου, καί μάλιστα τοῦ δικοῦ Σας ἐγνωσμένου κύρους, ἒχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, διότι κατασιγάζει τούς δικαιολογημένους φόβους, μέ τήν αἲσθηση ὃτι οἱ ταγοί τῆς Ἐκκλησίας καί φύλακες τῆς Ἀληθείας ἀγρυπνοῦν...».  Βαυκαλίζεται ὃτι ἒτσι ὑπηρετεῖ τήν Ἐκκλησία ἐνῶ οὐσιαστικά καταφέρεται κατά τῆς Ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας καί γίνεται ἒτσι ὁ καλύτερος συνήγορος τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Κρίνοντες αὐτόν μέ βάση τά διαλαμβανόμενα περί ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ἐντάσσεται στούς «ἐν γνώσει», κατ᾿ ἀπόλυτη ἒννοια, κοινωνοῦντες τήν αἳρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, μέ ὃσες ἀρνητικές πνευματικές προεκτάσεις συνεπάγεται αὐτό. Τι ἒχει νά φοβηθεῖ ὁ οἰκουμενισμός ἀπό τέτοιους Ἱεράρχες; Πράγματι ἂλλα τά λόγια καί ἂλλο ἡ πράξη. Ἀείμνηστε Κορναράκη πόσο δίκαιο εἶχες !
        Βέβαια ἀπευχόμεθα τήν δημιουργία ἑνός νέου παλαιοημερολογητικοῦ σχίσματος, ἐννοοῦμε νέας παρατάξεως (2), ἀκριβῶς διότι ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα, ἐάν ἐπιτευχθεῖ, ὂχι μόνο δικαιώνει τίς ἀνησυχίες τῶν ἢδη ἐνισταμένων ἀπό τό 1924, καί ὡς ἐκ τούτου δέν ὑφίσταται ἀνασύσταση νεοενισταμένων, ἀλλά «δυστυχῶς» γιά τόν Πειραιῶς ἡ de facto καί ἐμφανέστατη πλέον «Κανονική θεμελίωση» τῶν παλαιοημ/τῶν (ἀφοῦ προσπέρασε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ τήν ἀντικανονικότητα τῆς ἡμερολογιακῆς ἀλλαγῆς) θά τοῦ γίνει μεγάλος πονοκέφαλος. Τώρα τό πῶς μποροῦν νά συνυπάρχουν καί νά συμβιβάζονται οἱ ὃροι «σχίσμα» (ὃπως τό ἐννοεῖ) καί«Κανονική θεμελίωση», μόνο ὃποιος δέν θέλει νά δεῖ τήν ἀλήθεια κατάματα, δέν μπορεῖ νά κατανοήσει. Διότι ὃταν οἱ Κανόνες καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν γιά ἑπαινετό καί σωτήριο «σχίσμα» ἀποτειχιζομένων, αὐτοί κωφεύουν. Περιττεύει δέ νά ἀναφέρουμε ὃτι ἐάν δέν ὑπῆρχαν οἱ ἐνιστάμενοι παλαιοημ/τες, ὡς ἂλλη τροχοπέδη, ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα, καί ὂχι μόνο, θά εἶχε συντελεσθεῖ πρό πολλοῦ.

 
                                              
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
«Εἰς τήν φράσιν ὃτι ὁ Κανών ἒχει δυνητικόν καί ὂχι ὑποχρεωτικόν χαρακτῆρα, ὑπάρχουν τρία σφάλματα: ἓν θεολογικόν, ὃτι ὁ Κανών εἶναι δῆθεν δυνητικός, τό ὁποῖον ἒχει ἀποδειχθῆ ὃτι εἶναι πρωτίστως σφάλμα κατανόησης τοῦ κανόνος· ἓν λεκτικόν, διότι ἡ φράσις στερεῖται συγκεκριμένου νοήματος· καί ἓν λογικόν, καθότι...» οἱ δυνητικοί νεοπατέρες «ἀπό τήν μίαν πλευράν ἀποκαλοῦν τούς Ὀρθοδόξους τοῦ π.ἑ. “σχισματι­κούς” καί ἀπό τήν ἂλλη ἀναφέρονται εἰς τό “δυνητικόν” τοῦ Κανόνος. Ἐφόσον,» γράφουν καί λέγουν ὃτι δέν τούς «καλύπτει ὁ ΙΕ΄ Κανών τῆς Α΄καί Β΄ Συνόδου, ἐννοοῦντες προφανῶς ὃτι δέν κη­ρύσσεται καμμία κατεγνωσμένη αἳρεσις, τί νόημα ἒχει νά συνεχί­ζουν μέ τήν ἀντιθετικήν πρότασιν ὃτι “ἒχει δυνητικόν καί ὂχι ὑποχρεωτικόν χαρακτῆρα;”»

( Ὀρθοδοξία πολεμουμένη. Θεοδωρήτου Ἱερ/χου. σελ.55.)  

(1)  Θεοδώρου Στουδίτου. «Ἐπιστολαί». Ἑλληνική Πατρολογία Migne. Τόμος 99ος – 1164Α.
(2)  Γιά τόν παραταξιασμό τῶν παλαιοημ/τῶν ἒχουμε νά ποῦμε ὁτι, προῆλθε κυρίως ἀπό τήν ἀκραία θέση πού φρονοῦσαν καί φρονοῦν πολλοί ὁτι τά μυστήρια τῶν νεοημ/τῶν εἶναι ἂκυρα. Εἰδικά ἡ πρώτη παράταξη τῶν Ματθαιϊκῶν ἀποσχίσθηκε ἀπό τόν ἃγιο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο. Πράγματι ἡ πλάνη αὐτή ὑπῆρξε ἡ «ἀχίλλειος πτέρνα» τοῦ παλαιοημερολογητισμοῦ καί ἐξ αἰτίας της ἀμαυρώθηκε ὁ δίκαιος ἀγώνας του καί ἒτσι ἡ ἒνστασή του κατά τῆς ἑορτολογικῆς μεταρρυθμίσεως, δέν ἀπέδωσε τούς ἐκκλησιολογικούς καρπούς πού ὑπόσχονταν. Περί τοῦ θέματος τούτου ὃμως θά ἐπανέλθουμε.               
 
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
 
Δ.Μ.



ΠΗΓΗ: ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ



ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top