Η εκτίμηση των ελλήνων οικουμενιστών ήταν ότι η επιδίωξη της Una Sancta είναι “ιερόν καθήκον παντός χριστιανού και έργον πάσης ενσυνειδήτως υφιστάμενης χριστιανικής Εκκλησίας” [1]. Στο προκαταρκτικό συνέδριο της Π.Τ. στη Γενεύη το 1920 συμμετείχαν για πρώτη φορά αντιπροσωπείες Ορθοδόξων Εκκλησιών σε οικουμενική συνάντηση με αντικείμενο δογματικά ζητήματα. Η Εκκλησία της Ελλάδος εκπροσωπήθηκε από τον αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο και τον καθηγητή Α. Αλιβιζάτο [2].
 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το προκαταρκτικό αυτό συνέδριο της Π.Τ. κυρίαρχη ήταν η αίσθηση ότι επρόκειτο για επίσημη συμμετοχή και εκπροσώπηση των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και όχι μεμονωμένων ατόμων ή προσωπικοτήτων τους. Εξάλλου, ήταν οι Εκκλησίες τους που τους είχαν αποστείλει μετά την αποδοχή της πρόσκλησης που τους απηύθυναν οι οργανωτές της κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του 1919. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του προέδρου του συνεδρίου επισκόπου Charles Brent, ο οποίος καλωσόρισε “τους επίσημους αντιπροσώπους” των Ορθοδόξων Εκκλησιών [3]. Αυτή ήταν και η αίσθηση των ορθοδόξων αντιπροσώπων, οι οποίοι παρουσιάστηκαν ως ενιαίο σύνολο, πραγματοποιώντας κατ’ ιδίαν συνεδριάσεις και ακολουθώντας ενιαία γραμμή [4].



Το πρώτο διεθνές συνέδριο της κίνησης πραγματοποιήθηκε στο διάστημα από 3 έως 21 Αυγούστου 1927 στη Λωζάννη. Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης ήταν: α) κλήση προς ένωση, β) διάγγελμα της Εκκλησίας προς τον κόσμο, γ) η φύση της Εκκλησίας, δ) το κοινό σύμβολο Πίστης της Εκκλησίας, ε) το υπούργημα της Εκκλησίας, στ) τα μυστήρια, ζ) η ενότητα της Χριστιανοσύνης και η σχέση των υφισταμένων Εκκλησιών προς αυτή [5].
Αισθητή στο συνέδριο υπήρξε η συμμετοχή των ορθοδόξων αντιπροσώπων. Ειδικότερα, η Εκκλησία της Ελλάδος εκπροσωπήθηκε από τον μητροπολίτη Ναυπακτίας Αμβρόσιο και τους καθηγητές Κ. Δυοβουνιώτη, Α. Αλιβιζάτο και Δ. Μπαλάνο [6]. Συγκεκριμένα, την τρίτη ημέρα του συνεδρίου (5 Αυγούστου), κατά την οποία εξετάστηκε το σχετικό με τη φύση της Εκκλησίας θέμα, παρουσιάστηκε εισήγηση του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου. Ο αρχιεπίσκοπος στην εισηγητική του έκθεση αναφέρθηκε στην ίδρυση της Εκκλησίας από τον Ιησού και την εξάπλωσή της από τους αποστόλους, καθώς και στα γενικά χαρακτηριστικά της κατά την ορθόδοξη αντίληψη, αναλύοντας τα ειδικά γνωρίσματα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής και κατέληξε με την ευχή για ταχεία ευόδωση της ενότητας των Εκκλησιών [7]. Για την ορθόδοξη περί ενότητας αντίληψη μίλησε στη Λωζάννη ο καθηγητής Δ. Μπαλάνος [8] , ο οποίος, δηλώνοντας ότι δεν θεωρούσε δυνατή την ένωση των Εκκλησιών με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, δηλαδή «τής ταυτότητος τής διδασκαλίας καί των κυρίων σημείων τού διοικητικού καί τού τελετουργικού συστήματος, τουλάχιστον διά τήν σύγχρονον ανθρωπότητα», υποστήριξε, παρ’ όλα αυτά, ότι θα ήταν δυνατή η ίδρυση μιας “Κοινωνίας των Εκκλησιών”, που θα στηριζόταν στην κοινή πίστη στον Χριστό ως σωτήρα του κόσμου, ώστε να συντελέσει μελλοντικά στην πραγμάτωση της ένωσης και την επικράτηση των “χριστιανικών αρχών”. Ο καθηγητής κατέληξε με τη διαβεβαίωση ότι «ή Ελληνική Εκκλησία θά παράσχη προθυμοτάτην τήν συνδρομήν της, ώς ήδη τω 1920 διεκήρυξεν ό σεπτός πρωθιεράρχης τής ’Ορθοδοξίας, ό τότε οικουμενικός Πατριάρχης» [9].
Στη δήλωση της ορθόδοξης αντιπροσωπείας αναφέρεται χαρακτηριστικά: «διαβεβαιούμεν το Συνέδριον, ότι μεγάλως ενταύθα ένισχύθημεν εις τήν έσωτερικήν πεποίθησιν, ότι είμεθα πάντες ηνωμένοι έν τη εις τον΄Ενα Σωτήρα Χριστόν πίστει. Δηλούντες δέ ότι καί έφεξής δεν θά παύσωμεν ενδιαφερόμενοι καί έργαζόμενοι υπέρ της ολονέν στενωτέρας προσεγγίσεως των ’Εκκλησιών προσθέτομεν ότι ή ’Εκκλησία ημών θερμάς απευθύνει πρός τόν Θεόν ευχάς, όπως διά τάς οδηγίας τού Αγίου Αυτού Πνεύματος άρη τάς έπιπροσθούσας δυσχερείας και όδηγήση ημάς είς τήν ένότητα εκείνην, υπέρ ής ηύχήθη ό 'Ιδρυτής καί Κυβερνήτης τής ’Εκκλησίας Χριστός πρός  τόν Ουράνιον Αυτού Πατέρα “ίνα πάντες έν ωσι καθώς ήμείς εν έσμέν» [10]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Ορθόδοξοι εξέφραζαν την προθυμία τους για παραμονή και συνεργασία, ενώ τέσσερα από τα μέλη της αντιπροσωπείας, μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής Αλιβιζάτος από πλευράς της Εκκλησίας της Ελλάδος [11], εκλέχθηκαν στις 18 Αυγούστου 1927, μέλη της Συνεχιστικής Επιτροπής, η οποία συγκροτήθηκε με σκοπό την εξέταση των απαντήσεων των Εκκλησιών στη Λωζάννη και την προαγωγή των σκοπών του συνεδρίου της, καθώς και την προετοιμασία της επόμενης συνάντησής της, αν και όταν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό. Στα μέλη της Συνεχιστικής Επιτροπής παραχωρήθηκε το δικαίωμα να προσθέσουν και άλλα μέλη, τακτικά και αντεπιστέλλοντα, οπότε συμπεριλήφθηκε από την Εκκλησία της Ελλάδος και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος [12].
Το συνέδριο της Λωζάννης μπορεί να χαρακτηριστεί σταθμός στην ιστορία της οικουμενικής κίνησης, όχι επειδή έλυσε κάποιο πρόβλημα (από την άποψη αυτή μάλλον απέτυχε [13]), αλλά επειδή για πρώτη φορά αντιπροσωπείες διάφορων χριστιανικών ομολογιών «παρεκάθησαν είρηνικώτατα καί εύαγγελικώτατα έπί τό αυτό καί μετ’ ήρεμίας καί τουτ’ αυτό χριστιανικής διαθέσεως συνεζήτησαν έπί των υφισταμένων διαφορών» [14].
Παρ’ όλα αυτά, η Ορθοδοξία στην πρώτη της αυτή εμφάνιση στην οικουμενική κίνηση δεν κατόρθωσε να παρουσιαστεί με ενιαία άποψη, καθώς οι ρώσοι και οι βούλγαροι αντιπρόσωποι έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση και προτίμηση στις δογματικές συζητήσεις, ενώ οι έλληνες τις αντιμετώπισαν με επιφυλακτικότητα και απαισιοδοξία, επιλέγοντας να ενισχύσουν με τη στάση τους τη συνεργασία με τις Εκκλησίες της Δύσης σε πρακτικά ζητήματα. Αυτή η διαφορά απόψεων θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ως ενδεικτική των δυσκολιών που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Οι αναφερόμενες στο συνέδριο της Λωζάννης απόψεις των ρώσων και των ελλήνων έπαιξαν αργότερα σημαντικό ρόλο στη Διάσκεψη της Μόσχας (1948), αλλά και στις ζυμώσεις που επακολούθησαν στον ελλαδικό χώρο μετά το Άμστερνταμ. Γενικότερα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι έλληνες θεολόγοι ένιωθαν άβολα στο πλαίσιο της Π.Τ., για λόγους που θα φανούν στη συνέχεια, και γι’ αυτό επιζητούσαν τη συνεργασία στα πρακτικά μόνο ζητήματα, επιμένοντας στην κατά γράμμα ερμηνεία της πατριαρχικής εγκυκλίου του 1920 και προτείνοντας ίδρυση “Κ.τ.Ε.”, που να ανταποκρίνεται πλήρως στην πατριαρχική περιγραφή.


                                                                                                           ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ





[1] Α. Αλιβιζάτος, Η προσπάθεια του Amsterdam, σ. 21
[2] Β. Σταυρίδης, Ιστορία, σ. 56-57
[3] V.T Istavridis, The work of Germanos..., ό. π., σ. 291-299 (296)
[4] V.T Istavridis, The work of Germanos..., ό. π., σ. 291-299 (294)
[5] Β. Σταυρίδης, Ιστορία, σ. 60-61
[6] Β. Σταυρίδης, Ιστορία, σ. 59-60
[7] Επειδή ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος δεν μπόρεσε όμως να παραστεί την εισήγησή του παρουσίασε ο Α. Αλιβιζάτος. Βλ. Η φύσις της Εκκλησίας, στο “Ε” 5 (1927), αριθ. 35 σ. 271-273 και 36, σ. 279-281. Βλ. επίσης, Έκθεσις της αντιπροσωπείας του Οικουμ Πατριαρχείου, 1927 World Conference on Faith and Order (Παγκόσμιον Συνέδριον περί Πίστεως και Διοικήσεως), Έκθεσις της αντιπροσωπείας του Οικουμ. Πατριαρχείου, εν Λονδίνω, 5 Οκτωβρίου 1927, (υπογράφεται από τους Θυατείρων Γερμανό και τους αρχιμανδρίτες Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, Θεολόγο Παρασκευαίδη και Κωνσταντίνο Βαλιάδη), στο “Ο”, 2 (1927-28), σ. 304-317 (307).
[8] Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου το βράδυ στον Καθεδρικό Ναό της Λωζάννης, ενώπιον μεγάλου ακροατηρίου και θέμα “περί της ανάγκης της ενώσεως του χριστιανικού κόσμου χάριν της κοινωνικής δράσεως της Εκκλησίας”. Έκθεσις της αντιπροσωπείας του Οικουμ. Πατριαρχείου, 1927, σ. 315.
[9] Ανακοινώσεις και ομιλίαι εν τω θρησκευτικό Συνεδρίω της Λωζάννης (1-21 Αυγούστου 1927), Αθήναι 1927, σ. 12-13, 21, πρβλ και σ. 18, παρά I. Καρμίρης, Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία, σ. 45, υποσ. 1 (στις σ. 45-46). Έκθεσις της αντιπροσωπείας του Οικουμ. Πατριαρχείου, 1927, σ. 315.
[10] World Conference on Faith and Order ..., ό.π., “O”, 2 (1927-28), σ. 304-317, εδώ η Δήλωση των Ορθοδόξων αντιπροσώπων βλ. σ. 310-313.
[11] Οι άλλοι ήταν: ο μητροπ. Θυατείρων Γερμανός, ο μητροπ. Σόφιας Στέφανος Georgiev από τη βουλγαρική Εκκλησία και ο επίσκοπος Νόβισαντ Ειρηναίος Ciric. βλ. World Conference on Faith and Order..., ό.π., “0”, 2/1927-28, σ. 304-317, εδώ 315. Θυατείρων Γερμανός, Η κίνησις της Λωζάννης, σ. 120. John Madey, Ecumenism, Ecumenical Movement and Eastern Churches, σειρά: Oriental Institute of Religious Studies, India No. 105, Paderborn 1987, σ. 54. Έχει ειπωθεί ότι η σπουδαιότητα της Επιτροπής αυτής μόνον από λίγους έχει γίνει αντιληπτή. Σε μικρογραφία αποτέλεσαν μια Λωζάννη και ένα Εδιμβούργο, βλ. Rouse & Neill, History, σ. 425.
[12] World Conference on Faith and Order ..., ό.π., “O”, 2/1927-28, σ. 304-317, εδώ σ. 315. [Για τα υπόλοιπα ορθόδοξα μέλη της Συνεχιστικής Επιτροπής βλ. Β. Σταυρίδης, Ιστορία, σ. 62.
[13] Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο καθηγ. Α. Αλιβιζάτος, πολλοί από τους συμμετέχοντες, οι οποίοι είχαν θεωρήσει τη σύσκεψη ως νέα συνάθροιση της Πεντηκοστής, ένιωσαν πίκρα και απογοήτευση διαπιστώνοντας τις δυσκολίες αλληλοκατανόησης και ανοχής. Α. Αλιβιζάτος, Σύγχρονοι ενωτικαί προσπάθειαι, σ. 5.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top