Η συμμετοχή των θεολόγων μελών της Εκκλησίας της Ελλάδος στα διάφορα όργανα και επιτροπές της Ζ.Ε. υπήρξε καθ’ όλο το διάστημα από τη Στοκχόλμη (1925) ως την Οξφόρδη (1937) έντονη. Συγκεκριμένα, ο καθηγητής Α. Αλιβιζάτος υπήρξε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ζ.Ε. καθώς και Γραμματέας του Ορθοδόξου Τμήματος. Σε συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στο Cambridge το 1931, ο καθηγητής Α. Αλιβιζάτος, αν και απούσιαζε από τη σχετική συνεδρίαση, εκλέχθηκε μέλος της Youth Commission.

Το β' συνέδριο της Ζ.Ε., το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Οξφόρδη στο διάστημα από 12 έως 26 Ιουλίου 1937 [1], φιλοδοξούσε στην ανταπόκριση όλων των Εκκλησιών στο κάλεσμα για τη συγκρότηση κοινού χριστιανικού μετώπου κατά των δυνάμεων που απειλούσαν την ανθρωπότητα [2] .

Άσχημη εντύπωση και δυσαρέσκεια προκάλεσε η “συγκρητιστική”, όπως χαρακτηρίστηκε, λειτουργία, η οποία τελέστηκε την τελευταία ημέρα του συνεδρίου, όταν κλήθηκαν να κοινωνήσουν «έκ του αυτού ιερού ποτηριού πάντες οί βεβαπτισμένοι, άδιακρίτως δογματικής άποχρώσεως» [3].

Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός δεν επηρέασε τη γενικότερη θετική τοποθέτηση των ορθοδόξων αντιπροσώπων απέναντι στο β' συνέδριο της Ζ.Ε. στην Οξφόρδη το 1937, στο οποίο εκδηλώνεται για μιαν ακόμη φορά η προτίμηση και η προθυμία τους απέναντι στη διεκκλησιαστική συνεργασία επί πρακτικών ζητημάτων. Ακόμη και ο πιο αυστηρός επικριτής της Π.Τ., αρχιμανδρίτης Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, σύμφωνα με τον οποίο οι δογματικές συζητήσεις είναι «τελείως ανωφελείς διά τόν εύρύτερον τής ένώσεως σκοπόν», παραδέχεται ότι δεν αποτελούν εμπόδιο ούτε απαλλάσσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία από το καθήκον της να διατηρήσει επαφές με τους μη ορθοδόξους με πνεύμα χριστιανικής αγάπης, για ζητήματα πρακτικού χριστιανισμού, με τα οποία ασχολείται η κίνηση Ζ.Ε. [4]. Ανάλογα, θετικός εμφανίζεται και ο καθηγητής Μπρατσιώτης, ο οποίος μάλιστα προτρέπει σε συμμετοχή στην κίνηση Ζ.Ε. «έπί τω όρω τής κατά πόδας παρακολουθήσεως όχι μόνον των παγκοσμίων συνεδρίων, ώς άχρι τούδε συμβαίνει, αλλά καί πάσης τής προκαταρκτικής εργασίας, σύν τή φροντίδι πρός διαφώτησιν τής ελληνικής κοινής γνώμης έπί των σχετικών αποφάσεων τής ήνωμενης Χριστιανοσύνης» [5].

Τα συνέδρια των δύο κινήσεων αποτελούν σταθμό στην ιστορία της οικουμενικής κίνησης και προσδιορίζονται ως οικουμενικά, λόγω της συμμετοχής των αντιπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας τόσο κατά το στάδιο της οργάνωσης και προπαρασκευής τους όσο και της διεξαγωγής τους. Η ανταπόκριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο διάστημα 1920-1937 στο κάλεσμα των δύο κινήσεων ήταν σαφώς θετική. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν η πρώτη που είχε ολοκληρωμένη και συγκροτημένη πρόταση για τη διαμόρφωση και το έργο της οικουμενικής κίνησης, απευθύνοντας προς «τάς απανταχού ’Εκκλησίας τού Χριστού» τη γνωστή εγκύκλιο του 1920 και προτείνοντας τη δημιουργία “Κοινωνίας των Εκκλησιών”.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της απόδοσης προτεραιότητας στις συζητήσεις επί πρακτικών θεμάτων από την πλευρά των ελληνικών αντιπροσωπειών, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη, την οποία εκφράζει ο καθηγητής Δ. Μπαλάνος, κατά τη διάρκεια συζήτησής του το 1940 με ένα από τα στελέχη της οικουμενικής κίνησης της εποχής, τον αγγλικανό Fr. House. Ο καθηγητής εκτιμούσε ότι στις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών θα έπρεπε να κυριαρχεί η χριστιανική αγάπη, και να μην πέφτει το βάρος στις δογματικές διαφορές από την αρχή. Πολλές από τις διαφορές μεταξύ των Εκκλησιών είχαν προκληθεί από ιστορικές περιστάσεις και κυρίως υπό την πίεση του εθνικιστικού αισθήματος. Γι’ αυτό ήταν πιθανό ότι, όταν επιτυγχανόταν η ένωση για πρακτικούς σκοπούς, θα ακολουθούσε τελικά και η επίτευξη της δογματικής ενότητας ως αποτέλεσμα της συνεργασίας επί πρακτικών ζητημάτων. Από αυτή την άποψη, η κίνηση Ζ.Ε. θεωρούνταν πιο σημαντική και πιο πολλά υποσχόμενη από την Π.Τ. Από την άλλη, ο ίδιος εκτιμούσε ότι στο μέλλον θα πρέπει να υπάρχει ένα minimum δογματικής βάσης ως αφετηρία, και στην πράξη “η αποδοχή του Ιησού Χριστού ως Κυρίου και Σωτήρα” φαινόταν η μόνη πιθανή [6], τοποθετούμενος έτσι θετικά απέναντι στο άρθρο-βάση του υπό ίδρυση Π.Σ.Ε. Ανάλογη, άλλωστε, ήταν και η θέση του Οικ. Πατριαρχείου, το οποίο έδινε έμφαση στη συνεργασία των Εκκλησιών στον ηθικό και κοινωνικό τομέα, αποφεύγοντας τα δογματικά ζητήματα, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις Εκκλησίες σε ατέρμονες συζητήσεις και πιθανότατα σε περαιτέρω διαφωνίες, καταλήγοντας έτσι σε μεγαλύτερη διάσταση [7].

Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί, καθώς έχει μεγάλη σημασία για την αξιολόγηση των αντιδράσεων των μελών των αντιπροσωπειών της Ε.τ.Ε., στο ότι τόσο τα συνέδρια της Π.Τ. όσο και εκείνα της Ζ.Ε. δεν είχαν νομοθετική εξουσία και οι αποφάσεις τους δεν ήταν δεσμευτικές για τις συμμετέχουσες Εκκλησίες. Τουναντίον, οι αποφάσεις αυτές υποβάλλονταν στις Εκκλησίες, τις μόνες αρμόδιες να έχουν λόγο για την αποδοχή ή την απόρριψή τους, κάτι που επανειλημμένα τονίζει ο συντονιστής των ορθοδόξων αντιπροσώπων στα συνέδρια, Θυατείρων Γερμανός.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τον τρόπο που οι δύο κινήσεις είδαν την ορθόδοξη συμμετοχή θα πρέπει να τονιστεί για μιαν ακόμη φορά ότι τα αρμόδια όργανά της κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να εξασφαλίσουν την παρουσία της στα συνέδρια. Το αρχειακό υλικό πείθει ότι η συμμετοχή της Εκκλησία της Ελλάδος θεωρούνταν μεγάλης σπουδαιότητας για την επιτυχία της προσπάθειας που είχε ξεκινήσει.

                                                                                                              ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ





[1] Tα θέματα που είχαν οριστεί ήταν τα εξής: 1. Η Εκκλησία και το'Εθνος, 2. Η Εκκλησία καιτο Κράτος, 3. Η Εκκλησία, το Έθνος και το Κράτος εν τη σχέσει αυτών προς την οικονομικήν τάξιν, 4. Η Εκκλησία, το Έθνος και το Κράτος εν τη σχέσει αυτών προς την αγωγήν, 5. Η Οικουμενική Εκκλησία (Una Sancta) και η διεθνής τάξις. βλ. Θυατείρων Γερμανός, Τα δύο παγχριστιανικά συνέδρια τον παρόντος έτους, στην “Ο”, Ιαν. 1937, σ.47-50, εδώ σ. 47-48. Κάποια στοιχεία και στο V.’t Hooft, The Genesis and the Formation, σ. 43-47.
[2] Ο γραμματέας της Z.E. Henrioil έγραφε στον καθηγ. Αλιβιζάτο ότι η παρούσα κατάσταση στον κόσμο είναι κρίσιμη και επικρατεί αβεβαιότητα όπως ποτέ πριν. Γι’ αυτό θεωρούσε αναγκαιότητα το να ανταποκριθούν οι χριστιανοί και οι Εκκλησίες στην αξιόλογη ευκαιρία που τους δίνεται με τη σύγκληση του συνεδρίου στην Οξφόρδη να μελετήσουν από κοινού κάποια ςιοτικής σημασίας ζητήματα. Βλ. 15.6.1937: Henriod προς A. Αλιβιζάτος: ό.π./37.
[3] Π. Μπρατσιώτης, Περί τα Συνέδρια, σ. 76
[4] Μ. Κωνσταντινίδης, Πόρισμα, σ. 67
[5] Π. Μπρατσιώτης, Περί τα Συνέδρια, σ. 84.
[6] Conversations with certain Greek Professors and Ecclesiastics and Ecclesiastics, concerning relations with the Anglican Church, recorded by fr House, February 1940, Dossier 280(495) A, 1/49.
[7] Την παραπάνω ερμηνεία συνοψίζει ο π. Γ. Τσέτσης. Γ. Τσέτσης, Η συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ίδρυση του Π.Σ.Ε., σ. 195.





ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ






0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top