Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΜΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ



Η πρώτη εξαετία (1948-1954)
 Η στάση της Ιεραρχίας της Ε.τ.Ε. απέναντι στο Π.Σ.Ε.


Η Συνέλευση του Άμστερνταμ έδωσε αφορμή για έντονο προβληματισμό στους κόλπους της Ιεραρχίας της Ε.τ.Ε., καθώς το Π.Σ.Ε. αποτελούσε πλέον γεγονός και αυτή καλούνταν να καθορίσει με σαφήνεια τη στάση της απέναντι του. Τόσο οι καθηγητές των Θ.Σ. που πήραν μέρος στη Συνέλευση όσο και οι ιεράρχες επιχειρούν μέσα από δημοσιεύματα στον τύπο και εισηγήσεις προς την I. Σύνοδο να επηρεάσουν την απόφαση της Ιεραρχίας της Ε.τ.Ε. προς την κατεύθυνση είτε της συνέχισης της συμμετοχής και συνεργασίας με το Π.Σ.Ε. είτε της διακοπής της.

Ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζει το γεγονός ότι μέσα από το σχετικό προβληματισμό επανεξετάζονται από την αρχή όλα τα σχετικά με τη συμμετοχή της Ε.τ.Ε στην οικουμενική κίνηση ζητήματα, παρά το γεγονός ότι έχει προηγηθεί μια μακρά περίοδος επαφών και συνεργασίας μαζί της. Στο σημείο αυτό διαπιστώνεται το εξής παράδοξο, ότι ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν η πρώτη που κατέθεσε συγκροτημένο και ολοκληρωμένο σχέδιο για ίδρυση “Κ.τ.Ε.”, τη στιγμή ακριβώς που φαίνεται ότι αυτό βρίσκει ανταπόκριση στη Δυτική Χριστιανοσύνη, δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι χαίρει της ίδιας αποδοχής από το σύνολο των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και αυτοκεφάλων Εκκλησιών [1]. Το παράδοξο αυτό δικαιολογείται ως ένα βαθμό από το γεγονός ότι με την ίδρυση του Π.Σ.Ε. αλλάζει η μορφή της οικουμενικής κίνησης, η οποία έως εκείνη τη στιγμή εκφραζόταν μέσα από τις δύο κινήσεις Π.Τ. και Ζ.Ε., με συγκεκριμένες και αυτόνομες θεματικές η καθεμιά. Όπως φάνηκε, έλληνες ιεράρχες και θεολόγοι μετείχαν πριν από την ίδρυση του Π.Σ.Ε. στα συνέδρια των δύο κινήσεων, χωρίς αυτό να προκαλεί αντιδράσεις ή τουλάχιστον έντονα προβλήματα. Αυτό οφειλόταν στο ότι η συμμετοχή στα συνέδρια και στα διοικητικά όργανα της μιας οργάνωσης δεν συνεπαγόταν και συμμετοχή στα αντίστοιχα της άλλης, γεγονός το οποίο δεν τους δημιουργούσε δεσμεύσεις. Αντίθετα, με τη συνένωση των δύο κινήσεων σε έναν οργανισμό, όπως το Π.Σ.Ε. προκύπτει σειρά προβλημάτων, καθώς δημιουργείται η εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, συμμετέχοντας αναλαμβάνει εκκλησιαστικές και δογματικές δεσμεύσεις [2]. Η κατάσταση επιδεινώνεται από τη διατύπωση του άρθρου-βάσης, που όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ένας από τους πρωταγωνιστές της εποχής, ο καθηγητής Κονιδάρης, τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε: «διά τού καταστατικού τής νέας όργανώσεως μετεβάλλετο ό από τού 1920 μέχρι τού 1948 καθιερωμένος τρόπος σχέσεως προς τούς έτεροδόξους, ήτοι έπαφής προς συζήτησιν των δογματικών (οργ. Faith and Order) καί συνεργασίας καί συμπράξεως εις τά τού Πρακτικού Χριστιανισμού, διά τής συνδέσεως (όχι απλής συμμετοχής) έπί ατελούς βάσεως δογματικής (1ον άρθρον) καί έκκλησιολογικής ακαθορίστου» [3].

Οι σχετικές δυσκολίες είχαν διαφανεί αρκετά νωρίς, καθώς ήδη από το 1938, με αφορμή το Συμβουλευτικό Συνέδριο της Ουτρέχτης, ο ορθόδοξος πρωτεργάτης της οικουμενικής κίνησης, μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανός, είχε επισημάνει ότι δεν υπήρχαν στον ορίζοντα εγγυήσεις για τη συμμετοχή των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στον υπό ίδρυση οργανισμό [4]. Πράγματι, δέκα χρόνια αργότερα εκδηλώθηκαν σε όλες τους τις διαστάσεις οι διαφορετικές εκτιμήσεις τους και σημειώθηκε ρήξη ανάμεσά τους, καθώς η Εκκλησία της Ρωσίας μαζί με άλλες που συμμετείχαν στους εορτασμούς της πεντακοσιοστής επετείου του αυτοκεφάλου της (Μόσχα 8-10 Ιουλίου 1948) κατέληξε στην καταδίκη του Π.Σ.Ε. και σε καυστικά αρνητική στάση απέναντι του, καλώντας τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να μην συμμετέχουν στην ιδρυτική Συνέλευσή του [5]. Έτσι, διαμορφώθηκαν δύο κυρίαρχες γραμμές απέναντι στη νέα μορφή της οικουμενικής κίνησης, μία τελείως αρνητική, από την πλευρά των σλαβικών Εκκλησιών [6], και μια άλλη, θετική, από τις ελληνόφωνες Εκκλησίες. Αυτό σήμαινε ότι η Ε.τ.Ε. αναλάμβανε μαζί με τις Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως και Κύπρου το βάρος της εκπροσώπησης στο Π.Σ.Ε. ολόκληρης της Ορθοδοξίας.

Μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας στην Ελλάδα, οι συχνά αντικρουόμενες εισηγήσεις των μελών της προς την I. Σύνοδο προκαλούν τη λήψη αντικρουόμενων μεταξύ τους αποφάσεων. Συγκεκριμένα, στις 3 Νοεμβρίου 1948 υποβάλλεται στην I. Σύνοδο έκθεση της πλειοψηφίας των μελών της αντιπροσωπείας της Ε.τ.Ε. από τη Συνέλευση στο Άμστερνταμ. Στην έκθεση αυτή καθορίζεται ως μοναδικός σκοπός της οικουμενικής κίνησης η συνεργασία επί πρακτικών ζητημάτων για τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου κατά των δυνάμεων που απειλούν τα χριστιανικά ιδεώδη,αποκλείονται οποιεσδήποτε περί ένωσης συζητήσεις μεταξύ των αντιπροσώπων ως ανώφελες και άσκοπες, συνιστάται η αποφυγή επίσημης συμμετοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην επιτροπή Π.Τ. του Π.Σ.Ε. και αντιπροτείνεται η ανεπίσημη συμμετοχή μόνο λαϊκών θεολόγων με αποκλειστικό σκοπό τη γνωστοποίηση της ορθόδοξης διδασκαλίας στους ετεροδόξους.

Κατά τη συνεδρίαση της I. Συνόδου που πραγματοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1948, υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, παρουσιάστηκε μακροσκελές υπόμνημα από το μέλος της αντιπροσωπείας της Ε.τ.Ε. στο Άμστερνταμ, μητροπολίτη Σάμου Ειρηναίο. Μετά από εκτενή συζήτηση, αποφασίστηκε ο ορισμός Συνοδικής Επιτροπής, προκειμένου να μελετήσει το υπόμνημα και να εισηγηθεί σχετικά στην I. Σύνοδο [7]. Στη συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 1949, υπό την προεδρία του νέου αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα, η I. Σύνοδος αποφάσισε τη μη συμμετοχή της στα συνέδρια του Π.Σ.Ε. δι’ αρχιερέων, αλλά διά των καθηγητών των δύο Θ.Σ., Α. Αλιβιζάτου, Π. Μπρατσιώτη και Β. Ιωαννίδη [8]. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξε ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος, ο οποίος, εκτός από το προαναφερθέν υπόμνημά του, υπέβαλε στη Σύνοδο και άλλη έκθεση, αποσαφηνιστική εκείνης που ο ίδιος είχε απευθύνει στο Οικ. Πατριαρχείο, η οποία διαβάστηκε κατ’ ιδίαν από τα μέλη της I. Συνόδου [9].

Ο μητροπολίτης Σάμου, χαρακτηρίζοντας το άρθρο-βάση του Π.Σ.Ε. ως «δογματικήν φράσιν, κατ’ αφαίρεσιν της 'Αγίας Τριάδος σχηματισθείσαν», κατέληγε στο ότι «ό όρος τής προσχωρήσεώς μας δέν δύναται να γίνη δεκτός, διότι προδίδει τήν πίστιν μας, τά δόγματά μας, πού είναι διατυποιμένα είς τό Σύμβολον τής πίστεώς μας καί είς τούς δογματικούς όρους των Οικουμενικών Συνόδων» [10]. Ο Φθιώτιδος Αμβρόσιος αντέτεινε ότι το ζήτημα «δέν έξικνείται μέχρι τού πεδίου τής πίστεως καί τού δόγματος είς τά είρημένα συνέδρια», αλλά ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων έθεσε τελικά τέρμα στη συζήτηση με το αιτιολογικό ότι «τό άνακινηθέν δέν είναι θέμα προς συζήτησιν έν τή Ιεραρχία καί τοιούτον ζήτημα δέν υπάρχει κάν» [11].

Οι παραπάνω εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο παρακολουθούνται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κάποια ανησυχία από τους οικουμενικούς κύκλους του εξωτερικού [12].  Το Π.Σ.Ε. θορυβήθηκε και επεδίωξε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την υπέρβαση της, καθώς το διάστημα αυτό ήταν καθοριστικό για την εξέλιξη του Π.Σ.Ε., αλλά και για τη συνεργασία της Ε.τ.Ε. και κατ’ επέκταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την οικουμενική κίνηση. Για το σκοπό αυτό ο ίδιος ο Γ.Γ., Visser’ t Hooft πραγματοποίησε επίσκεψη στην Ελλάδα στο διάστημα μετά τη λήψη της περιοριστικής απόφασης του Ιουνίου 1949, κατά τη διάρκεια της οποίας επικοινώνησε με όλους τους ενδιαφερομένους. Πραγματοποιήθηκε, μάλιστα, σύσκεψη υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Αθηνών, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι υπήρχε διαφωνία ως προς «τήν άντίληψιν καί τήν θέσιν των θεμάτων μεταξύ των θεολόγων καθηγητών τού Πανεπιστημίου λεγομένων συντηρητικών, καΐ τών άλλων τών θεωρουμένων τάχα ως προοδευτικών». Μάλιστα, ο Γ.Γ. ζήτησε από τον κύριο εκπρόσωπο της αντιοικουμενικής τάσης, τον μητροπολίτη Σάμου Ειρηναίο, προσωπική συνάντηση, κατά την οποία ο μητροπολίτης του ανέπτυξε τις απόψεις του, ότι, δηλαδή, η συμπόρευση της Ε.τ.Ε. με το Π.Σ.Ε. στην αναζήτηση της Una Sancta ισοδυναμεί με άρνηση του εαυτού της, το άρθρο-βάση του Συμβουλίου υποκρύπτει άρνηση της Αγίας Τριάδος, γεγονός που καθιστά αδύνατη την συμπαρεδρία σε αυτό ορθοδόξων Ιεραρχών και ότι η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ενιαία και επομένως δεν μπορεί να γίνεται διάκριση σε δόγματα στα οποία συμφωνούν οι Εκκλησίες μεταξύ τους και πρέπει βάσει αυτών να επιχειρείται προσέγγιση, και σε δόγματα στα οποία διαφωνούν και τα οποία πρέπει να παραθεωρούνται [13].

Στο μεταξύ, ανάλογες εξελίξεις σημειώνονται και στο Οικ. Πατριαρχείο, το οποίο, έχοντας λάβει τα υπομνήματα του Θυατείρων, καθώς και εκείνα που υποβλήθηκαν στην I. Σύνοδο της Ε.τ.Ε., τα παρέπεμψε στην ειδική επί των σχέσεων με τις ξένες Εκκλησίες Επιτροπή της I. Συνόδου του [14]. Ακολούθησε η έκδοση εγκυκλίου με ημερομηνία 31 Ιανουάριου 1952, στην οποία ο Οικ. Πατριάρχης Αθηναγόρας, λαμβάνοντας υπόψη τον προβληματισμό που είχε αναπτυχθεί και υιοθετώντας πολλές από τις θέσεις της έκθεσης που η ελλαδική αντιπροσωπεία είχε υποβάλει στην I. Σύνοδο της Ε.τ.Ε., συνιστούσε, μεταξύ άλλων, την αποφυγή εμπλοκής των Ορθοδόξων σε δογματικές συζητήσεις, προβάλλοντας την άποψη ότι η συνεργασία με τους ετεροδόξους θα πρέπει να αφορά μόνο σε πρακτικά ζητήματα. Ακόμη, προέτρεπε τις Εκκλησίες να συστήσουν μόνιμες συνοδικές επιτροπές επί της οικουμενικής κίνησης, προκειμένου να μελετήσουν σε συνεργασία με τους καθηγητές των Θ.Σ. τα σχετικά προβλήματα και να καθορίσουν τη στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας [15]. Η εγκύκλιος αυτή επέτεινε τη σύγχυση που επικρατούσε στους κόλπους της ελλαδικής Ιεραρχίας, καθώς έδωσε αφορμή σε όσους αντιδρούσαν στη συμμετοχή της Ε.τ.Ε. στην οικουμενική κίνηση να σκληρύνουν τη στάση τους.

Επιστρέφοντας στον ελλαδικό χώρο, ένα περίπου μήνα μετά την έκτακτη συνεδρίαση της Ιεραρχίας, νέα Σύνοδος διαφορετικής σύνθεσης [16] από εκείνη της 24ης Ιουνίου 1949, η οποία συνήλθε στις 3 Μαρτίου 1952, ανέτρεψε την προηγούμενη απόφαση για μη συμμετοχή ιεραρχών στο Π.Σ.Ε. και, χωρίς, όπως φαίνεται, να λαμβάνει υπόψη της την πρόσφατη πατριαρχική εγκύκλιο, αποφάσισε να εκπροσωπηθεί η Ε.τ.Ε. στο προσεχές συνέδριο της Π.Τ. στη Λούνδ από τους μητροπολίτες Φθιώτιδος Αμβρόσιο και Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα, και τους καθηγητές Α. Αλιβιζάτο και Ιω. Καρμίρη της Θ.Σ. Αθηνών, και Β. Ιωαννίδη της Σχολής της Θεσσαλονίκης [17]. Ύστερα από πρόταση του Μεσσηνίας Χρυσοστόμου έγινε δεκτό το να τεθεί η νέα απόφαση υπό την έγκριση της Ιεραρχίας. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 13 Μαρτίου 1952, σε νέα έκτακτη συνεδρίαση της I. Συνόδου, αποφασίστηκε και η ίδρυση, προφανώς κατ’ εφαρμογήν της πρόσφατης εγκυκλίου του Οικ. Πατριαρχείου, μόνιμου ειδικού Γραφείου για τις σχέσεις της Ε.τ.Ε. με το Π.Σ.Ε. και ορίστηκε Συνοδική Επιτροπή με έργο την ενασχόληση με ζητήματα σχετικά με το Π.Σ.Ε. και τον τρόπο συμμετοχής σε αυτό. Στην ίδια συνεδρίαση διαβάστηκε έγγραφο του Π.Σ.Ε. σχετικό με τα θέματα που επρόκειτο να συζητηθούν κατά το γ' συνέδριο της Π.Τ. στη Λούνδ [18]. Μέλη της Συνοδικής Επιτροπής ορίστηκαν οι μητροπολίτες Φθιώτιδος Αμβρόσιος (μέλος της Κ.Ε. του Π.Σ.Ε.), Θεσσαλονίκης Παντελεήμων (επίσης μέλος της Κ.Ε.), Σύρου Φιλάρετος και Καλαβρύτων Αγαθόνικος και οι καθηγητές Α. Αλιβιζάτος (μέλος της Κ.Ε.), Ιω. Καρμίρης και Β. Ιωαννίδης.

Η αλλαγή στάσης της I. Συνόδου δεν έμεινε χωρίς αντιδράσεις. Ιεράρχες και καθηγητές της Θ.Σ. Αθηνών επιχειρούν να παρέμβουν στην I. Σύνοδο, προκειμένου να αλλάξει και πάλι η απόφαση. Συγκεκριμένα, ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος με νέο υπόμνημά του προς την I. Σύνοδο, την 1η Απριλίου 1952, επανέρχεται στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της 11ης Φεβρουάριου 1952, κατηγορώντας τον αρχιεπίσκοπο ότι δεν επέτρεψε να ακουστεί η φωνή «πεντήκοντα καί πλέον, πλήν δύο ή τριών» ιεραρχών, οι οποίοι «έξεδήλωσαν διά βοής τήν γνώμην των περί μή αποστολής αρχιερέων εις το Οικουμενικόν Συμβούλων των Εκκλησιών». Επίσης, τον κατηγορεί ότι συγκάλεσε εκτάκτως την I. Σύνοδο στις 13.3.1952, για να ληφθεί «έκ συναρπαγής» η απόφαση για την ίδρυση του Γραφείου μελέτης των ζητημάτων που αφορούσαν τις σχέσεις με το Π.Σ.Ε., αποσκοπώντας στην αποστολή αρχιερέων στα συνέδρια και τις Συνελεύσεις του Συμβουλίου [19]. Θεωρεί ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν ήταν ομόφωνη, υποδεικνύοντας ότι το σχετικό με το συνέδριο της Λούνδ έγγραφο του Π.Σ.Ε. θα έπρεπε να έχει επιδοθεί στους αρχιερείς, ώστε να το μελετήσουν και να εκφράσει ο καθένας τη γνώμη του, ώστε να αποδειχθεί αν και κατά πόσο το ενδεχόμενο αποστολής αντιπροσωπείας από ιεράρχες και λαϊκούς καθηγητές της Θεολογίας έβρισκε σύμφωνη την πλειοψηφία της Ιεραρχίας [20]. Τέλος, προειδοποιεί τον αρχιεπίσκοπο ότι «ή φωνή αυτή τής Ιεραρχίας θά έκμηδενίζη τήν έγκυρότητα κάθε αντιθέτου άποφάσεως ώς προς τό ζήτημα τούτο». Τη συμφωνία του με τις θέσεις του μητροπολίτη Ειρηναίου διατύπωνε και ο καθηγητής Κονιδάρης [21], διαφοροποιούμενος μόνο στο σημείο της ίδρυσης του προαναφερθέντος Γραφείου, για το οποίο παραδέχεται ότι ήταν επιβεβλημένη απόφαση, παρ’ όλα αυτά “ατελής”, όπως ατελείς θεωρεί και τις μέχρι εκείνη τη στιγμή σχετικές μελέτες, καθ’ όσον εκκρεμούσε συνέδριο σπουδών, το οποίο θα προετοίμαζε θεολογικώς τις αποφάσεις της Ιεραρχίας σε ό,τι αφορούσε τις σχέσεις με το Π.Σ.Ε..

Ο αρχιεπίσκοπος φροντίζει να μην διακόψει τις σχέσεις της Ε.τ.Ε. με το Π.Σ.Ε. και για το λόγο αυτό στέλνει επιστολή προς το Γραμματέα του συνεδρίου αιδ. Oliver Tomkins, στην οποία αναφέρει τα εξής: «’Επιθυμώ να σάς βεβαιώσω δτι ή απουσία ’Αντιπροσωπείας τής ’Εκκλησίας τής Ελλάδος από τό έν Lund Συνέδριον κατ’ ούδένα τρόπον έχει τήν έννοιαν αλλαγής είς τήν τακτικήν τής Εκκλησίας ήμών ή τής συμμετοχής αυτής, ώς μέλους τού Παγκοσμίου Συνεδρίου των Εκκλησιών καί τών διαφόρων Επιτροπών, είς τάς όποιας έχουν διορισθή μέλη έξ Ελλάδος ουδέ έχει τήν έννοιαν, ότι ή συνεργασία ήμών έχει έλαττωθή. " Εσχομεν μακράν καί αποτελεσματικήν επαφήν μέ τάς συνεργάτιδας ’ Εκκλησίας είς τό Παγκόσμιον Συνέδριον τών ’Εκκλησιών καί διά τών σχέσεων αϋτών έγνωρίσαμεν περισσότερον καί καλλίτερον τάς συνεργάτιδας ’Εκκλησίας, ή δέ Ελληνική Εκκλησία έγινε περισσότερον γνωστή καί απολαύει έκτιμήσεως μεταξύ των πολλών Εκκλησιών μελών αυτού» [22].

Παράλληλα, μεγάλη μερίδα των ιεραρχών φαίνεται να αντιδρά στις φιλοοικουμενικές πρωτοβουλίες του αρχιεπισκόπου, ενώ καθηγητές των Θ.Σ. συνεχίζουν να αρθρογραφούν υπέρ ή κατά της συμμετοχής αυτής. Έτσι, κατά τη συνεδρίαση της I. Συνόδου της 22ας Σεπτεμβρίου 1952, ο αρχιεπίσκοπος αναγκάζεται να ξαναθέσει το θέμα, συνιστώντας τη μελέτη του από όλους του ιεράρχες, ώστε να συζητηθεί ενώπιον της I. Συνόδου της Ιεραρχίας της Ε.τ.Ε. «μόνης αρμόδιας προς λήψιν άποφάσεως έπί τής τηρητέας έναντι τού ζητήματος στάσεως τής καθ’ημάς Εκκλησίας» [23].



[1] Πρβλ. Γερ. Κονιδάρης, ‘ ‘Κοινωνία των Εκκλησιών” (του Amsterdam), σ. 429.
[2] Πρβλ. Ιω. Καλογήρου, Η Ορθόδοξος Εκκλησία εις την Οικουμενικήν Κίνησιν κατά την Πατριαρχικήν Εγκύκλιον Αθηναγόρου A ' (31 Ιανουάριου 1952), (Ανάτυπον εκ του τόμου "Αθηναγόρας Οικουμενικός Πατριάρχης ο Ηπειρώτης”, εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών. Ιωάννινα 1975. σ. 247.
[3] Γερ. Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών (του Amsterdam), σ. 431. Ο καθηγ. Γ. Κονιδάρης δίνει ιδιαίτερη σημασία στη χρήση των όρων “επαφή”, “συμμετοχή”, “σύνδεση”, θέμα για το οποίο θα γίνει ειδικός λόγος παρακάτω.
[4] Θυατείρων Γερμανού, Το εν Ουτρέχτη Συμβουλευτικόν Συνέδριον, σ. 162-163
[5] Βλ. ενδεικτικά Γ. Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών (του Amsterdam), σ. 430, υποσ. 1. [Το συνέδριο καλούσε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να μην συμμετάσχουν στην οικ. κίνηση, υπό την παρούσα μορφή της. Ο καθηγ. Ιωαννίδης αποδίδει τη στάση και τις κατηγορίες στην άγνοια, την έλλειψη ελευθερίας και τη γενικότερη πολιτική κατάσταση των χωρών αυτών, εκφράζοντας επιφυλάξεις για το ποια πραγματικά ήταν η γνώμη του ίδιου του ορθοδόξου πληρώματος της Εκκλησίας αυτής. Προς επίρρωση της θέσης του αυτής παραπέμπει στην περίπτωση των Εκκλησιών των χωρών Πολωνίας. Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Αλβανίας, οι οποίες ενώ πριν τον β' παγκόσμιο πόλεμο συμμετείχαν' ενεργά στην οικ. κίνηση, μετά την αλλαγή των πολιτικών καθεστώτων και το πέρασμά τους στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, άλλαξαν στάση και ήταν αυτές που υπέγραψαν την απόφαση του συνεδρίου της Μόσχας. Βλ. Basil Ioannidis, The Orthodox Church at Evanston, Issues confronting the 1954 World Council Assembly-IV, 18 Νοεμ. 1953, σ. 1321-1323 (1322)] Β. Σταυρίδης, ' Ιστορία τής Οικουμενικής Κινήσεως, Αθήνα 1964, σ. 73-74. Για τους λόγους βλ. επίσης, Γ. Τσέτσης, Οικουμενικά Ανάλεκτα, σ. 26-27],
[6] Με τη γραμμή αυτή συντάχθηκαν στο συγκεκριμένο συνέδριο και οι Εκκλησίες Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας, αν και αρχικά είχαν δηλώσει συμμετοχή στη Συνέλευση του Άμστερνταμ [βλ. Β. Σταυρίδης, Ιστορία, σ. 74],
[7] Μέλη της Επιτροπής ορίστηκαν οι: Σάμου Ειρηναίος, ο Σερρών Κωνσταντίνος, ο Μαντινείας Προκόπιος (μετέπειτα Κορινθίας), ο Ζακύνθου Χρυσόστομος και ο Αττικής Ιάκωβος. Βλ. Γερ. Κονιδάρης, ό.π., σ. 431, υποσ. 4).
[8] Τη Σύνοδο αποτελούσαν, εκτός από τους μητροπολίτες-μέλη της Συνοδικής Επιτροπής (Σάμου. Σερρών, Μαντινείας, Ζακύνθου και Αττικής), και οι: Ξάνθης Ιωακείμ, Αλεξανδρουπόλεως Ιωακείμ. Διδυμοτείχου Ιωακείμ, Ελασσόνος Καλλίνικος, Τρίκκης και Σταγών Χερουβείμ, Ηλείας Γερμανός. Φωκίδος Αθανάσιος, ενώ ήταν παρών και ο Βασιλικός Επίτροπος καθηγ. της Δογματικής και Συμβολικής Ιωάννης Καρμίρης. Βλ. Γ . Κονιδάρης, ό.π., σ. 431-432, υποσ. 4.
[9] Σάμου Ειρηναίος, 'Εκθεσις περί της έν ’Αμστερνταμ Γενικής Συνελεύσεως τού Οικουμενικού Συμβουλίου των Εκκλησιών, ’Αθήναι 1950, στο Του ιδίου. Μείγματα I. σ. 67-"0 (70).
[10] Παρενθετικά αξίζει να σημειωθεί ότι είναι χαρακτηριστική η σύμπτωση ότι. όταν 40 χρόνια αργότερα τέθηκε ζήτημα εκκλησιαστικής περιουσίας από το Νόμο 1700/87, η Ε.τ.Ε. κατέφυγε για βοήθεια στο Π.Σ.Ε., τη συμμετοχή της στο οποίο ο μητρ. Ειρηναίος θεωρούσε ολέθρια για την ίδια.
[11] Θεόκλ. Στράγκας, ’Εκκλησίας Έλλάδος Ιστορία εκ  Πηγών αψευδών 1917-1967, τόμ. Δ', 1972, σ. 2688-2689. Βλ. Report of Η.b. the Archbishop to the general Assembly of the Ierarchy of the Church of Greece, Dossier 280(495) A, 2/28.
[12] Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το Π.Σ.Ε. παρακολουθεί με ενδιαφέρον και ανησυχία τα όσα συμβαίνουν στον ελλαδικό χώρο, όπως προκύπτει από το κείμενο της ομιλίας του αρχιεπισκόπου προς την Ιεραρχία της Ε.τ.Ε., το οποίο είναι μεταφρασμένο στα αγγλικά που βρίσκεται στο αρχείο του Π.Σ.Ε. και αναφέρεται στα όσα διαδραματίστηκαν κατά την τελευταία συνεδρίαση της Ιεραρχίας [βλ. ό.π.].
[13] Ειρηναίου Σάμου, Περί τό Χριστιανικόν Συνέδριον του Άμστερνταμ, Δύο Υπομνήματα, στο Του ιδίου, Μελετήματα I, σ. 95-119 (114-115).
[14] Τα παραπάνω προκύπτουν από τη μελέτη του Γ . Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών ' ' (του Amsterdam), σ. 197-198 (197).
[15] Για το κείμενο της εγκυκλίου του 1952 βλ. Β. Σταυρίδης, Ιστορία, σ. 131-134.
[16] Τη νέα Σύνοδο αποτελούσαν οι μητροπολίτες Κασσανδρείας Καλλίνικος, Εδέσσης Παντελεήμων (μετέπειτα Θεσσαλονίκης), Μαρωνείας Βασίλειος, Πολυανής και Κιλκισίου Ιωακείμ, Παραμυθίας Δωρόθεος (μετέπειτα Τρίκκης), Ιερισσού και Αγίου Όρους (μετέπειτα Εδέσσης) Διονύσιος. Αργολίδος Χρυσόστομος, Καρυστίας Ανανίας, Παροναξίας Αμβρόσιος, Κέρκυρας Μεθόδιος Ναυπακτίας Χριστόφορος και Μεσσηνίας Χρυσόστομος. Βλ. Γ. Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών” (του Amsterdam), σ.431- 432, υποσ. 4.
[17] Από αυτούς παραιτήθηκαν ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων για λόγους “ήττονος σημασίας” και ο I. Καρμίρης επικαλούμενος λόγους αρχής, τους οποίους εξέθεσε στην I. Σύνοδο. Βλ. Γ. Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών ’’ (του Amsterdam), σ. 431-432, υποσ. 4.
[18] Σάμου Ειρηναίος, Ή ’Ορθόδοξος Εκκλησία καί τό Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών, στο “Εν” Ζ71952, τ. 138/25.6.1952, σ. 132-133, (132).
[19] Γ . Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών ’’ (του Amsterdam), σ. 434.
[20] Σάμου Ειρηναίου, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλων των Εκκλησιών, στο “Εν” Ζ71952, τ. 138/25.6.1952, σ. 132-133 (132).
[21] Ο ο Γερ. Κονιδάρης παραθέτει σε εκτενές άρθρο του αποσπάσματα από το υπόμνημα του μητροπολίτη Ειρηναίου. Βλ. Γ . Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών'’ (του Amsterdam), σ. 434-435. Χαρακτηριστικό της αντίδρασης του καθηγ. Κονιδάρη προς τη στάση της I. Συνόδου είναι το γεγονός ότι δεν διστάζει στο παραπάνω άρθρο του να αφήσει υπονοούμενα για πολιτικές δεσμεύσεις τόσο του Οικ. Πατριαρχείου όσο και της Ε.τ.Ε. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στις δηλώσεις του Πατριάρχη Αντιόχειας Αλεξάνδρου Γ' στην εφημερίδα Πράβδα της Μόσχας, που αναδημοσιεύτηκαν στο “Ε” [29/1952, σ. 105, από τη στήλη Εκκλησία Αντιόχειας, επίσημοι δηλώσεις της Α.Θ.Μ. του Πατριάρχου Αντιόχειας. Εν τω επισήμω “Περιοδικό του Πατριαρχείου Μόσχας, αρ. 9, Σεπτέμβριος 1951, σ. 4-6], Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πατριάρχη Αντιόχειας, που απορρέουν από πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, η Ε.τ.Ε. δεν πρόκειται να εκδηλωθεί υπέρ του έργου της ειρήνης λόγω των δωρεών που λαμβάνει κάθε χρονιά από τους αμερικάνους. Στο ίδιο δημοσίευμα ο Αλέξανδρος Γ' εκφράζει την πεποίθησή του ότι. ούτε ο Οικ. Πατριάρχης Αθηναγόρας θα εκφραστεί υπέρ της ειρήνης, μολονότι την επιθυμεί, διότι “έλαβε τόν πατριαρχικόν θρόνον τη βοήθεια των αμερικανικών κυβερνητικών κύκλων”. Οι προβλέψεις επεκτείνονται και στον τομέα των σχέσεων με το Βατικανό, απέναντι στο οποίο θα είναι επίσης θετικός ο πατριαρχικός θρόνος, μολονότι αυτό είναι ένας εκ των πρωτοβούλων του πολέμου.
[22] Γ . Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών ” (του Amsterdam), σ. 193-194.

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top