ὑπό τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ (Ζήση)
Σημείωμα ἑλληνικῆς μεταφράσεως: Παραδίδουμε μέ χαρά στό ἐκκλησιαστικό ἀναγνωστικό κοινό τήν ἑλληνική μετάφραση ἀνακοινώσεώς μας πού ἐγράφη στά ἀγγλικά πρό ὀλίγων μηνῶν  μέ τόν τίτλο «Μερικές προκαταρκτικές σημειώσεις περί τῆς ἐπιδράσεως τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ ἐπί τοῦ πρωίμου ἑλληνικοῦ Οἰκουμενισμοῦ» καί ἀπέσπασε εὐμενεῖς κριτικές ἀπό ξένους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν τήν δημοσίευσή της (https://www.geopolitica.ru/en/article/influence-freemasonry-early-greek-ecumenis). Ἰδίως στούς Σέρβους, φαίνεται ὅτι τό χρησιμοποιούμενο στό ἄρθρο  παράθεμα τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς κατά τῆς Μασονίας, ἐφάνη ἰδιαιτέρως χρήσιμο, ἐπειδή εἶχε προηγηθεῖ διαπραγμάτευση γιά τήν ἐχθρική πρός τήν Μασονία στάση τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ἀχρίδος (http://www.carsa.rs/ekskluzivno-nepoznata-izjava-vladike-nikolaja-o-masoneriji/). 
Ὅπως καί τά λοιπά σχετικά μέ τήν Μασονία κείμενά μας, ἔτσι καί τό παρόν ἀποσκοπεῖ στό νά καταδείξει (δέν θά κουρασθῶ νά τό τονίζω) ὅτι ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν ἀποτελεῖ προσωρινή καί περιθωριακή ἰδεολογική περιπέτεια λίγων ἐκκλησιαστικῶν προσώπων οὔτε «καρπό καθυστερημένης ἀφυπνίσεως τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης», ἀλλά τήν ἀπολύτως ἀπαραίτητη θρησκευτική πλευρά τῆς Παγκοσμιοποιήσεως· ὁ Οἰκουμενισμὸς μεθοδεύεται ἀπό τούς μηχανισμούς τῆς Παγκοσμιοποιήσεως καί τήν Μασονία, μείζονα μεταξύ τῶν μηχανισμῶν αὐτῶν, μέ διείσδυση στίς θρησκεῖες καί ἐσωτερική ἀλλοίωση τῶν δογμάτων, τῶν κανόνων, τῆς ἑρμηνευτικῆς καί ἄλλων ἐκφάνσεων τῆς θεολογίας καί θρησκευτικότητός τους, ἐξαιρέτως ὅμως μέ τήν «κάμψη» τῆς ἐκκλησιαστικῆς (ἤ θρησκευτικῆς) ἀποκλειστικότητός τους (“exclusiveness”). Τελικός σκοπός, νά διευκολυνθεῖ ἡ ἑδραίωση μιᾶς κοινῆς πλατφόρμας θρησκευτικότητος, ἀπαραίτητης γιά τήν ἕνωση τῶν θρησκειῶν, ὅπως διακηρύσσει τήν ἕνωση αὐτή ἡ Μασονία καί ἡ συγγενής της Θεοσοφία, ἐδῶ καί αἰῶνες. Ἡ ἐν λόγῳ διείσδυση καί ἀλλοίωση ἐπιτυγχάνεται, καθώς φαίνεται ἀπό τά στοιχεῖα πού ἡ Μασονία δημοσιεύει, ἀπό μία ὀργανωμένη σειρά συνεργαζομένων καί κατά διαδοχήν ἐπεκτεινομένων Μασόνων καί Θεοσοφιστῶν Κληρικῶν καί Θεολόγων, προδοτῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς Θεολογίας Της.
Ἐκφράζω τίς θερμότατες εὐχαριστίες μου σέ ὅσους συνέβαλαν μέ διαφόρους τρόπους, προαιρετικῶς ἤ ἀθελήτως, στή συλλογή τοῦ ὑλικοῦ καί τήν περάτωση τῆς ὀκταετοῦς ἐρεύνης μας, ἕνα ἐλάχιστο, προκαταρκτικό, μέρος τῆς ὁποίας παρουσιάζεται ἐδῶ.
Tό κείμενο αὐτό σέ pdf (ἑλληνικό): βλέπε ἐδῶ.
Tό αυθεντικό κείμενο σέ pdf (ἀγγλικό): βλέπε ἐδῶ.
Εἰσαγωγή
Στούς σύγχρονους καιρούς μας, ὅλοι βιώνουμε τήν ἀθρόα, ἐπιβεβλημένη πρόοδο τῆς Παγκοσμιοποιήσεως στίς διάφορες μορφές της. Θά ἦταν δυνατόν, ὅμως, παγκόσμιοι μηχανισμοί τόσο εὐμεγέθεις καί περίπλοκοι ὅσο ἐκεῖνοι ὄπισθεν τῆς Παγκοσμιοποιήσεως νά παραθεωρήσουν τήν θρησκεία, ἡ ὁποία συμφώνως πρός ὅλες τίς ἐκτιμήσεις εἶναι ὁ πλέον ἀποφασιστικός παράγων, ὁ καταλύτης, στίς κοινωνικές σχέσεις καί πλοκές; Ἔχει ἤ ὄχι σχέση μέ τήν Παγκοσμιοποίηση ὁ Οἰκουμενισμός, ὡς μία θρησκευτική κίνηση ἡ ὁποία σταδιακῶς – μολονότι πολύ σταθερῶς - ἀναμειγνύει θρησκεῖες καί ὁμολογίες σέ ἕνα σχεδόν ὁμοιόμορφο σύνολο μέσῳ τῆς σαθροποιήσεως τῆς δογματικῆς αὐτοσυνειδησίας πολύ διαφορετικῶν θρησκευτικῶν ὁμάδων;
Οἱ μυστικές ἑταιρεῖες, ἰδίως ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός ὡς ἡ ἐπικρατοῦσα μεταξύ αὐτῶν, ἔχουν ἀρχίσει νά δημοσιοποιοῦν πλούσιες πληροφορίες γιά τήν συμμετοχή σέ αὐτές, ἔγγραφα πού προηγουμένως ἦταν αὐστηρῶς διαβαθμισμένα. Χάρις σέ αὐτή τήν ἐξέλιξη, μποροῦμε νά ἀναγάγουμε τήν δραστηριότητα μερικῶν πολύ ἐπιφανῶν Οἰκουμενιστῶν Κληρικῶν καί θεολόγων, ἐντός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἑκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στήν μασονική τους ἰδιότητα καί φιλο-μασονική προδιάθεση. Μέσῳ τῆς συγκρίσεως μερικῶν χαρακτηριστικῶν ὄψεων τῆς σκέψεως καί «ἐπί τοῦ πεδίου» δραστηριότητός τους, μέ ἐπίσημες μασονικές ἐκτιμήσεις καί ἀξιώματα οἱ ὁποῖες λ.χ. ὑποτιμοῦν τά ἐκκλησιαστικά δόγματα, διακηρύσσουν μιά ἐπικείμενη ἑνοποίηση τῶν θρησκειῶν κ.ο.κ., φαίνεται ὅτι ἡ ὑπό ἰσχυρισμό ἰδιότητα ἐκείνων τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν ὡς Τεκτόνων καί Θεοσοφιστῶν, μπορεῖ πλήρως νά ἐπιβεβαιωθεῖ. Αὐτή ἡ μελέτη ἑστιάζει ἰδιαιτέρως στίς περιπτώσεις τῶν πασιγνώστων Ἑλλήνων Πατριαρχῶν Ἰωακείμ Γ΄ ΚΠόλεως (1878-1884 καί 1901-1912) καί Μελετίου Δ΄ (ΚΠόλεως 1921-1923 καί Ἀλεξανδρείας 1926-1935) καί τῶν διασήμων Ἑλλήνων Καθηγητῶν τῆς Θεολογίας Νικολάου Λούβαρι (1887-1961), Δημητρίου Μπαλάνου (1877-1959) καί Ἁμίλκα Ἀλιβιζάτου (1887-1969). Σκιαγραφεῖ τήν ἄμεση ἤ ἔμμεση συνεισφορά τους στόν Οἰκουμενισμό καί ἐκθέτει τήν τακτική πού χρησιμοποίησαν πρός ἐπίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Ἡ ἐποχή τους, οἱ πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰ., σηματοδοτήθηκε ἀπό μία σθεναρή καί παγκόσμια Μασονική καί Θεοσοφιστική προσπάθεια γιά προώθηση ὄχι μόνον τοῦ διαθρησκειακοῦ καί διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ πιό ἀξιοσημείωτη ἔκφραση τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε τό «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν», ἀλλά καί μιᾶς ἐμβρυακῆς Παγκοσμίου Διακυβερνήσεως (Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν). Ἄν καί ἡ μελέτη αὐτή περιγράφει ἐξελίξεις πού ἀφοροῦν μόνο στίς ὑποθέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, ὁ γράφων ἔχει συναντήσει τεκμήρια σχετικά ἐπίσης μέ τήν Ρωσσική Θεολογία καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, πεδία μιᾶς ἐνδεχομένης μελλοντικῆς ἐρεύνης.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, πίσω στό ἔτος 1930, κατά τή διάρκεια μιᾶς Πανορθοδόξου Διασκέψεως στή Μονή Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού συνεκαλεῖτο ὡς προπαρασκευαστική γιά μιά ἀναμενόμενη, ἤδη σέ ἕνα τόσο πρώιμο στάδιο, Ὀρθόδοξη Οἰκουμενική Σύνοδο, προέβη σέ μία - ἄγνωστη στούς περισσοτέρους ἀνθρώπους – ἐκπληκτική ἐκτίμηση τῆς ἀπειλῆς τήν ὁποία συνιστᾷ ἡ μυστική ἑταιρεία τῶν Ἐλευθεροτεκτόνων γιά τήν Ἐκκλησία· δήλωσε: «Τό ζήτημα τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ. Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς ΚΠόλεως σημείωσε στόν κατάλογό της ὀνομαστικῶς κάποιες αἱρέσεις, ὅπως τήν Οὐνία, τόν Χιλιασμό κ.τ.λ., ἀλλά ὁ Μασονικός κίνδυνος τούς ὑπερβαίνει ὅλους, καί δυστυχῶς ἀρκετοί ἀπό τούς διανοουμένους εἶναι συνδεδεμένοι μέ αὐτόν. Αὐτός εἶναι ὁ νέος Ἀρειανισμός· καί ἐνώπιόν μας βρίσκεται μεγάλος ἀγώνας, τόν ὁποῖον ὀφείλουμε χωρίς φόβο νά ἀναλάβουμε στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος στόν κόσμο γιά τόν Χριστιανισμό δέν εἶναι ὁ Μπολσεβικισμός ἤ κάτι ἄλλο, ἀλλά ὁ Τεκτονισμός, διότι εἶναι ἐχθρός ἐξωτερικός καί ἐσωτερικός. Ἐμεῖς λέμε ὅτι ἡ Χριστιανική Θρησκεία εἶναι ἡ Θρησκεία, ἡ μόνη Θρησκεία, καί ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ἡ μόνη ἀληθινή· αὐτοί ὅμως ἀρνοῦνται τό Εὐαγγέλιο καί τόν Χριστό, θέτοντάς Τον σέ ἴση θέση πρός τόν Μωϋσῆ, τόν Βούδδα, τόν Μωάμεθ»[1]. Σέ συμφωνία μέ αὐτά, ἡ Διάσκεψη ἐπανειλημμένως κατονόμασε τίς τάσεις τοῦ ἀθεϊσμοῦ, τῆς Μασονίας, τῆς Θεοσοφίας καί τοῦ Πνευματισμοῦ ὡς θέματα πού πρέπει νά ἀντιμετωπισθοῦν μέσῳ μιᾶς διορθοδόξου συνεργασίας[2].
Ἄν καί ἡ προειδοποίηση τοῦ ἁγίου Νικολάου τελικῶς περιφρονήθηκε καί ἔτσι δέν ἐλήφθη ὑπ’ ὄψιν ἐκ μέρους τῶν μεταγενεστέρων προκαταρκτικῶν Διασκέψεων τῶν δεκαετιῶν 1960 καί 1970, ὅμως ταυτοχρόνως ἕνας Ταξίαρχος τῆς Ἑλληνικῆς Χωροφυλακῆς, ὁ Ἀλέξανδρος Δρεμπέλας, μεταξύ πολλῶν ἄλλων ἐρευνητῶν, ἐπιβεβαίωσε τά λόγια τοῦ ἁγίου Νικολάου μέσῳ τῆς διαζωγραφήσεως τοῦ σοβαροτάτου μασονικοῦ κινδύνου πού ἐπικρέμαται στήν Ἑλληνική Ὀρθοδοξία καί τό Ἑλληνικό Κράτος· στό βιβλίο του Τὸ Ἑλληνικὸν Ἀστυνομικὸν Πρόβλημα ὁ Ταξίαρχος Δρεμπέλας κατέθεσε τήν δική του μαρτυρία: «Στόν Τεκτονισμό ἀνήκουν πλεῖστοι διανοούμενοι, πολιτικοί, δικαστικοί, ἀνώτεροι κρατικοί λειτουργοί, ἀξιωματικοί, οἰκονομικοί παράγοντες, ὅλοι οἱ εὔποροι Ἑλληνοαμερικανοί καί ἀρχιερεῖς ἤ θεολόγοι. Αὐτοί οἱ τελευταῖοι, ἀφοῦ ἔγιναν Τέκτονες ὡς ἰδιῶτες θεολόγοι, προωθήθηκαν ἐπιμελῶς στήν Ἱεραρχία τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὑπῆρξαν οἱ χειρότεροι ἐθνικοί καταστροφεῖς. Ἡ Στοά Ἀθηνῶν μέχρι τό 1963 εἶχε ὡς Μέγα Διδάσκαλο τόν Πρύτανη τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί Καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καί στή συνέχεια ἕνα πρώην δικηγόρο»[3].
Ἀντιμετωπίζουμε, λοιπόν, ἀκόμη μία θεωρία συνωμοσίας ἤ ὑπάρχουν τώρα «σκληρά» ἀποδεικτικά στοιχεῖα γιά νά ὑποστηρίξουν τέτοιους ἰσχυρισμούς; Σποραδικές ἀναφορές στή μασονική ἰδιότητα ἐξεχόντων Προκαθημένων καί θεολόγων τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχουν περιστασιακῶς ἀναδυθεῖ ἀπό αὐθεντικές μασονικές πηγές, ἀντιμετωπίζονταν στό παρελθόν κατά κύριο λόγο καί κατά συρροήν μέ καλοπροαίρετη ἀμφισβήτηση, ὑποθετικῶς ὡς μέσο μασονικοῦ αὐτο-επαίνου[4] ἤ ἀκόμη ὡς ὑπονομευτική προπαγάνδα Ἑλλήνων Παλαιοημερολογιτῶν (Γ.Ο.Χ.), γιά νά διασύρουν ἐπισήμους ἐκκλησιαστικούς θεσμούς[5].
Φαίνεται, ὡστόσο, ὅτι ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός καί οἱ συγγενικές του ἑταιρεῖες, ἐπιτέλους ἐλεύθεροι ἀπό μακραίωνας διωγμούς ἀπό Βασιλεῖς καί Πάπες, ἔχουν στίς μέρες μας τήν ἀνεμελιά νά ἀποκαλύπτουν ὅλο καί περισσότερα ἀπό τά κάποτε ἑρμητικῶς σφραγισμένα μυστικά τους, ὡς πρός τήν διείσδυσή τους σέ ποικίλες κοινωνικές, πολιτικές, οἰκονομικές, πολιτιστικές καί θρησκευτικές δομές. Γιά παράδειγμα, τό βιβλίο τοῦ Μάνφρεντ Ἀγκέτεν, Ἡ Μυστική Ἑταιρεία καί ἡ Οὐτοπία, μία λεπτομερής ἔρευνα ἀναφορικῶς μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ σχεδίου τῶν Ἰλλουμινάτι στό τέλος τοῦ 18ου αἰ. νά καταλάβουν τό γερμανικό κράτος, εἶναι ἐνδεικτική αὐτῆς τῆς νέας, ἀναθεωρημένης προσεγγίσεως τῶν ἱστορικῶν γεγονότων[6]. Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα εἶναι ὁ μασονικός θεσμός COMALACE (Contribution des Obédiences Maçonniques Adogmatiques et Libérales A la Construction Européenne), ἕνας σύνδεσμος στρατευμένων μασονικῶν δικαιοδοσιῶν, πού λειτουργεῖ στίς παροῦσες ἡμέρες στήν αὐλή τῆς ΕΕ[7]. Συνεπῶς, ἐνσαρκώνει μέ πολύ ἐπίσημο τρόπο τόν κυρίαρχο ρόλο πού ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός ἀναμένεται νά διαδραματίσει στίς μελλοντικές ἐξελίξεις στήν Εὐρώπη, μέ στόχο τήν ἐκκοσμίκευση τῶν πρώην χριστιανικῶν κοινωνιῶν τῆς Ἠπείρου μας.
Τό πρωτογενές μῖσος τῶν μυστικῶν ἑταιρειῶν κατά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δόγματος
Ἐπί θεωρητικοῦ ἐπιπέδου, ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός, ἡ Θεοσοφία καί ὁ Ροδοσταυρισμός ἔχουν πάντοτε προωθήσει τήν περιφρόνησή τους γιά τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, σκοπεύοντας στό νά ἐγκαθιδρύσουν ἀντ’ Αὐτῆς ἕνα φιλοσοφικό ἤ Γνωστικό Χριστιανισμό, μέ ἄλλα λόγια ἕνα ἀποκαλούμενο «ἐσωτερικό» καί «ἀνεκτικό» Χριστιανισμό, ὥστε νά ταιριάζει στόν δικό τους θρησκευτικό σχετικισμό (πρόκειται περί τοῦ παλαιοῦ μασονικοῦ μοτίβου περί «τοῦ καλοῦ, ἀγαπῶντος, ταπεινοῦ Ἰησοῦ» ἔναντι τῆς «μισούσης, ὑπερηφάνου, μή ἀνεκτικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κληρικῶν»[8] ἤ ὅπως λέχθηκε ἀλλιῶς: «περισσότερος Χριστιανισμός καί λιγότερη Ὀρθοδοξία»[9]).
Ὁ Μάνλυ Πάλμερ Χώλ (1901-1990), μέγας μάγος καί ἑωσφοριστής, καί ἐπίσης ὀνομαστός Μασόνος, ἔγραψε σέ ἕνα ἀπό τά περισσότερο ἀναγνωρισμένα βιβλία του: «Ὁ ἀληθής Μασόνος δέν εἶναι δεσμευμένος ἀπό σύμβολα πίστεως. Ἀναγνωρίζει μέ τόν θεῖο φωτισμό τῆς στοᾶς του, ὅτι, καθότι εἶναι Μασόνος, ἡ θρησκεία του πρέπει νά εἶναι παγκόσμια: Χριστός, Βούδδας ἤ Μωάμεθ, τό ὄνομα ἔχει μικρή σημασία, διότι ἀναγνωρίζει μόνον τό φῶς καί ὄχι τόν φορέα. Λατρεύει σέ κάθε προσκύνημα, γονατίζει ἐνώπιον κάθε βωμοῦ, εἴτε σέ ναό, τζαμί ἤ Καθεδρικό, ἀναγνωρίζοντας μέ τήν ἀληθέστερη κατανόησή του τήν ἑνότητα ὅλης τῆς Πνευματικῆς Ἀληθείας. Ὅλοι οἱ ἀληθεῖς Μασόνοι γνωρίζουν ὅτι οἱ μόνοι ἐθνικοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ ἔχουν σπουδαῖα ἰδανικά, δέν ζοῦν σύμφωνα μέ αὐτά. Γνωρίζουν ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι μία ἱστορία εἰπωμένη μέ πολλούς τρόπους γιά λαούς τῶν ὁποίων τά ἰδανικά διαφέρουν, ἀλλά τῶν ὁποίων ὁ σπουδαῖος σκοπός εὑρίσκεται σέ ἁρμονία μέ τά μασονικά ἰδανικά»[10].
Ἡ ἴδια θέση ὅσον ἀφορᾷ στήν Ἐκκλησία ὑποστηρίζεται καί ἀπό τούς Ροδοσταύρους (οἱ ὁποῖοι ἐκπροσωποῦνται κυρίως ἀπό τό Ἀρχαῖο καί Μυστικό Τάγμα τοῦ Ρόδινου Σταυροῦ, AMORC), μία μυστική ἑταιρεία τῆς ὁποίας ἡ ἱστορία ἀλληλοπλέκεται μέ ἐκείνην τῶν Ἐλευθεροτεκτόνων[11]. Σέ φυλλάδιό τους τοῦ 1942 τιτλοφορούμενο «Κάνε τίς δικές σου προφητεῖες» (ὅπου οἱ Ροδόσταυροι προβλέπουν ἀκόμη καί τήν ἀνάπτυξη τῆς σημερινῆς “εἰκονικῆς [ψηφιακῆς] πραγματικότητος”[12]) τό AMORC ἐπίσης «προβλέπει» τήν ἐγκαθίδρυση μιᾶς ὁμοιομόρφου παγκοσμίου θρησκείας ἤ ἐκκλησίας: «Τί, λοιπόν, προβλέπει τό μέλλον γιά τή θρησκεία; Προβλέπουμε ἕνα μυστικιστικό πανθεϊσμό ὡς τή θρησκεία τοῦ αὔριο. Ἡ κεντρική διδασκαλία τῆς θρησκείας αὐτῆς θά εἶναι ὅτι μία Παγκόσμια Νόηση, ὡς μία σειρά ἤ ἁλυσίδα αἰτιῶν, δημιουργική καί τέλεια στήν ὁλότητά της, διαπερνᾶ παντοῦ καί τά πάντα. Μολονότι ἀπολύτως ἀπρόσωπη, μέ τήν τελειότητά της παρέχει στόν ἄνθρωπο μία ἐνέργεια, μέσῳ τῆς ὁποίας μπορεῖ νά ἀντλήσει ἀπό αὐτήν γιά νά ἀποτρέψει καί ἀπομακρύνει ὁποιαδήποτε δυσαρμονία ἐντός ἑαυτοῦ ἤ ἀπό τίς σφαῖρες τῶν δραστηριοτήτων τοῦ βίου του. [...] Δέν θά εἶναι μόνο μία πίστη στήν ἀδελφωσύνη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μία ἀδελφωσύνη τῆς ὑπάρξεως [...] Δέν θά ὑπάρχουν ἐκκλησίες, ἀλλά μία ἐκκλησία. Δέν θά ὑπάρχουν αἱρέσεις, ἀλλά βαθμοί καί διαβαθμίσεις κατανοήσεως. Ἀπό τή μία στήν ἄλλη θά προοδεύει ὁ ἄνθρωπος, καθ΄ ὅν βαθμό ἀποδεικνύει ἑαυτόν ἱκανό. Κανείς ἄνθρωπος δέν θά ἔχει ἀπόλυτη κατάληψη τῆς Παγκοσμίου Νοήσεως, διότι θά ἔπρεπε νά εἶναι γνώστης ὅλων ἐκείνων τῶν πραγμάτων πού αὐτή συνθέτει. Παρομοίως, γιά τό λόγο αὐτό, κανείς ἄνθρωπος δέν θά ἔχει ἐσφαλμένη κατάληψή της διότι κάθε κατάσταση συνειδητότητος, θά σχετίζεται μέ τό προσωπικό κατόρθωμα τοῦ ἀτόμου»[13]. Εἶναι πασίδηλο ὅτι ἐδῶ οἱ Ροδόσταυροι διακηρύσσουν τήν ἐπικείμενη κατάργηση τῶν δογμάτων καί τῶν συμβόλων πίστεως, ἀκόμη καί τίς ἔννοιες τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς αἱρέσεως, καί τήν ἀπόλυτη ἐπικράτηση μιᾶς νεοεποχικῆς, βουδδίζουσας πίστεως σέ ἕνα ἀπρόσωπο «θεό».
Αὐτές οἱ ἴδιες προοπτικές τῶν Μυστικῶν Ἑταιρειῶν, ἀπειλητικές γιά ὅλα τά καθιερωμένα σύμβολα πίστεως, προωθήθηκαν ἀπό τήν Ἀλίκη Μπέηλυ (1880-1949), τό πρόσωπο μέ τήν μεγαλύτερη ἐπιρροή ἐντός τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τήν Θεοσοφική Ἑταιρεία. Ἡ ἀγάπη της γιά τήν Μασονία καί ἡ ἀπέχθεια πρός τήν Ἐκκλησία εἶναι ἐκφρασμένη στά ἴδια τά λόγια της: «Εἶναι αὐτά τά μυστήρια τά ὁποῖα ὁ Χριστός θά ἀποκαταστήσει μέ τήν ἐπανεμφάνισή του, ἀναζωοποιώντας ἔτσι τίς ἐκκλησίες σέ μία νέα μορφή, καί ἀποκαθιστώντας τό κεκρυμμένο Μυστήριο πού ἀπό καιρό ἔχουν ἀπολέσει μέσῳ τῆς ὑλοφροσύνης τους. Ἡ Μασονία ἔχει ἐπίσης ἀπολέσει τήν ἀληθῆ ζωτικότητα πού κάποτε κατεῖχε, ἀλλά στίς μορφές καί τά τυπικά της ἡ ἀλήθεια ἔχει διατηρηθεῖ καί μπορεῖ νά ἀνακτηθεῖ. Αὐτό θά τό κάνει ὁ Χριστός [...] Ἡ παρουσίαση τῆς θρησκευτικῆς ἀληθείας στό παρελθόν ἔχει σταματήσει τήν ἀνάπτυξη τοῦ θρησκευτικοῦ πνεύματος· ἡ θεολογία ἔχει φέρει τήν ἀνθρωπότητα στίς ἴδιες τίς πύλες τῆς ἀπογνώσεως· τό εὐαίσθητο ἄνθος τοῦ Χριστοῦ ἔχει ὑποχρεωθεῖ σέ ὑπανάπτυξη καί ἐγκλωβισθεῖ στά σκοτεινά σπήλαια τῆς σκέψεως τοῦ ἀνθρώπου· ἡ φανατική προσκόλληση σέ ἀνθρώπινες ἑρμηνεῖες ἔχει πάρει τή θέση τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς· ἑκατομμύρια βιβλίων ἔχουν ἀποσβέσει τά ζῶντα λόγια τοῦ Χριστοῦ· τά ἐπιχειρήματα καί οἱ συζητήσεις τῶν ἱερέων ἔχουν σβέσει τό φῶς πού ἔφερε ὁ Βούδδας· καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύφθηκε ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἔχει λησμονηθεῖ, ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μαλώσει πάνω σέ σημασίες, πάνω σέ φράσεις καί λέξεις»[14].
Οἱ πρακτικές ἐπιπτώσεις μιᾶς τέτοιας ἀποκρυφιστικῆς προσεγγίσεως στήν θρησκευτική ὄψη τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, ἡ ὁποία στρατευμένα ὑπονομεύει τήν βάση τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως, μποροῦν τώρα νά φωτισθοῦν κάπως καλύτερα, χάρις στήν ἀφθονία τῶν σχετικῶν πηγῶν· αὐτές ἀποχαρακτηρίσθηκαν [«were declassified»] ἐξ αἰτίας τοῦ αἰσθήματος ἀσφαλείας τοῦ ὁποίου ἀπολαύουν σήμερα οἱ ἀποκρυφιστικές ἑταιρεῖες.
Ἐλευθεροτέκτονες Πατριάρχες καί θεολόγοι ἐμβληματικοί τῆς μασονικῆς ὑπονομεύσεως
Πρόσφατη ἔρευνα ἐνδεικνύει ὅτι κάποια πολύ σημαντικά πρόσωπα στίς ἑλληνόφωνες Ἐκκλησίες, δηλ. στά Πατριαρχεῖα τῆς Ἐγγύς Ἀνατολῆς καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἐξ ἴσου Ἱεράρχες καί θεολόγοι, ὑπῆρξαν στήν πραγματικότητα κεκαλυμμένοι Ἐλευθεροτέκτονες. Ἐδῶ ἀποκαλύπτουμε γιά πρώτη φορά κάποιες περισσότερες πληροφορίες, ἰδιαζόντως σημαντικές, κατά τήν ταπεινή ἄποψη τοῦ γράφοντος:
Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ΄ τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1878-1884 καί 1901-1912)· ἀναφέρεται ὡς Μασόνος σέ διάφορες μασονικές πηγές· ἐπί παραδείγματι στόν ἐπίσημο ἱστοχῶρο τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος[15], στό (δίτομο) ἔργο τοῦ Μιχάλη Φυσεντζίδη Ἐπιφανεῖς καί Διάσημοι Ἕλληνες Ἐλευθεροτέκτονες[16] καί ἐπίσης στήν Ἐγκυκλοπαιδεία τῆς Ἐλευθέρας Τεκτονικῆς τοῦ Νέστορος Λάσκαρι (1951), ἐπανεκδοθεῖσα ὡς Τό Μαῦρο Λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς Μασονίας ἀπό τόν πρώην Ἐλευθεροτέκτονα καί ἀργότερα ἀντι-Μασόνο συγγραφέα καί δημοσιογράφο, κυρό Βασίλη Λαμπρόπουλο[17]. Αὐτά πού θεωρῶ ἀδιαμφισβήτητα ἀποδεικτικά στοιχεῖα στή συνάφεια αὐτή, ὅμως, εἶναι κατά πρῶτον μία πολύ μικρή ἀναφορά στήν ἰδιότητα μέλους τοῦ Ἰωακείμ Γ΄ στή Στοά «Πρόοδος», σημειωμένη ἀνάμεσα σέ προσωπικά στοιχεῖα ἡμερολογίου τοῦ πασιγνώστου Ἕλληνος μαθηματικοῦ Κωνσταντίνου Καραθεοδωρῆ (ὁ Φυσεντζίδης συμφωνεῖ ὡς πρός τήν συμμετοχή τοῦ Ἰωακείμ στήν ἴδια αὐτή Στοά[18]). Ὁ Καραθεοδωρῆ (1873-1950) πιστεύεται ἀπό πολλούς ὅτι ὑπῆρξε ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἀλβέρτου Ἀινστάιν. Τό ἡμερολόγιό του δημοσιεύθηκε ὡς παράρτημα ἐντός μιᾶς μονογραφίας γραμμένης ἀπό τήν Μαρία Γεωργιάδου[19]. Ὁ τηρῶν τό ἡμερολόγιο, ὁ Καραθεοδωρῆ, πιθανῶς ἐπίσης Μασόνος ὁ ἴδιος, ἐφόσον γνώριζε τήν ἔνταξη συν-Μασόνων του σέ συγκεκριμένες Στοές, μαρτυρεῖ μέσῳ τοῦ ἡμερολογίου αὐτοῦ, περί τῆς μασονικῆς ἰδιότητος - μεταξύ ἄλλων – τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ Γ΄, ἐπίσης τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Θεολογίας Δημητρίου Μπαλάνου (βλ. κατωτέρω) καί τοῦ ἐπιφανοῦς Ἕλληνος πολιτικοῦ Ἐλευθερίου Βενιζέλου. Αὐτό πού θεωρῶ σημαντικό στίς ἡμερολογιακές αὐτές σημειώσεις, δημοσιοποιημένες περίπου 60 ἔτη μετά τόν θάνατο τοῦ Καραθεοδωρῆ, εἶναι ὅτι δέν θά μποροῦσαν νά εἶναι τμῆμα μιᾶς σχεδιασμένης, παραπλανητικῆς γραμμῆς τῆς μασονικῆς προπαγάνδας. Εἶναι ἐμπιστευτικές σημειώσεις γιά προσωπική χρήση καί, συνεπῶς, οὐσιώδεις ἀποδείξεις γιά τό ἐν λόγῳ θέμα. Θά μποροῦσε κάποιος ἐπίσης νά σημειώσει τό γεγονός ὅτι ὁ Καραθεοδωρῆ ἦταν ἐκεῖνος πού προσφώνησε καί ἐξύψωσε τόν Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ΄ μέ μία ἐπαινετική ὁμιλία ἐπί τῇ δευτέρᾳ ἐνθρονίσει του στίς 11 Ἰουνίου 1901[20].
Τό δεύτερο σημαντικότερο ἀποδεικτικό στοιχεῖο εἶναι μία μασονική ἐπιγραφή σέ κοινή θέα τῶν Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιά τά τελευταῖα 130 χρόνια. Εἶναι τά μασονικά «Τρίγωνο καί Διαβήτης», ἀνάγλυφα σέ ἕνα ἀπό τά θωράκια τοῦ Πύργου τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς στήν Κωνσταντινούπολη. Τό μασονικό σύμβολο διακοσμεῖ τό ὄνομα τοῦ ἀρχιτέκτονος πού ἔκτισε τήν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, τοῦ Κωνσταντίνου Δημάδη, καί τήν ἔνδειξη 1881 (ἡ Σχολή τελείωσε τό 1882). Ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ἄλλωστε, ἀνοικοδομήθηκε μέ ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ Γ΄ καί ὑπό τήν αἰγίδα Του[21]. Ἀποκλείεται τό ὅτι ἡ ἐπιγραφή αὐτή θά μποροῦσε ποτέ νά ἔχει διαφύγει τῆς προσοχῆς τοῦ Πατριάρχου Ἰωακείμ Γ΄ μέχρι τόν θάνατό του, 28 ἔτη ἀργότερα[22]. Δεδομένου ὅτι Αὐτός ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πατριάρχες μέ τήν μεγαλύτερη ἐπιρροή στούς τελευταίους αἰῶνες καί θά μποροῦσε μέ μία μικρή χειρονομία νά διατάξει νά ἀφαιρεθεῖ ἡ ἐπιγραφή, δέν εἶναι παρά μόνον εὔλογο νά ὑποθέσουμε ὅτι ἐξεδήλωσε τήν ρητή ἤ σιωπηρή συγκατάθεσή του γι΄ αὐτήν.
Ἡ δευτέρα θητεία τοῦ Ἰωακείμ (1901-1912) χάραξε μιά καθώς φαίνεται ἀνεξίτηλη γραμμή μεταξύ τοῦ παρελθόντος καί τοῦ μέλλοντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὅσον ἀφορᾷ στόν Οἰκουμενισμό. Ἡ οἰκουμενιστική προσέγγιση τοῦ Ἰωακείμ στή διαίρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐπαινέθηκε ἀπό τούς συγχρόνους του· σύμφωνα μέ τήν νεκρολογία τῆς Φιγκαρό ἐπί τῷ θανάτῳ τοῦ Πατριάρχου «“ἡ μεγαλύτερη ἔγνοια του ἦταν μιά κατά τό δυνατόν στενότερη προσέγγιση μεταξύ τῶν τριῶν μεγάλων κλάδων τῆς Χριστιανοσύνης, δηλαδή τῶν Ὀρθοδόξων, τῶν Καθολικῶν καί τῶν Διαμαρτυρομένων. Ἐν ὀλίγοις, ἤδη ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς δεύτερης πατριαρχείας του ἀνέλαβε τόν ρόλο τοῦ γενικοῦ εἰρηνοποιοῦ μεταξύ τῶν χριστιανικῶν δογμάτων, βασίζοντας τίς ἐλπίδες του στήν ἐπιταγή Ἐκείνου πού εἶπε, “ὅσοι πιστεύουν σ΄ ἐμένα πρέπει νά ἀγαπῶνται σάν ἀδελφοί”»[23]. Ἀπό τήν δευτέρα ἐνθρόνισή του τό 1901, ποτέ πλέον ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός ἤ κάποια ἄλλη μυστική ἑταιρεία δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, οὔτε κάποια ἀπό τίς αἱρετικές χριστιανικές ὁμολογίες, σέ ἀντίθεση πρός προηγούμενες ἀποφάσεις, ἐκδεδομένες ἀπό κοινοῦ ἀπό τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς[24].
Ἡ μεγίστη συμβολή του στήν Οἰκουμενική Κίνηση καί τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπῆρξε ἡ περίφημη Ἐγκύκλιός του τοῦ 1902, πού ἀναγνωρίζεται ὡς ἡ ἀφετηρία τους[25] · ἐκεῖ ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ καθαρῶς ἀπέδωσε ἐκκλησιαστικότητα ἐξ ἴσου στόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό, ὀνομάζοντάς τους «ἐκκλησίες» καί «ἀναδενδράδες» τοῦ Χριστιανισμοῦ, ταυτοχρόνως ἀποφεύγοντας πολύ κεκαλυμμένως νά προσδιορίσει τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ὡς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική. Ἀντί τούτου καί ἀντιθέτως πρός τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία[26], τοποθετεῖ περαιτέρω στό μέλλον τήν πραγμάτωση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, ὅτι θά ὑπάρξει «μία ποίμνη καί εἷς Ποιμήν» (Ἰω. 10, 16), ὅταν ὅλες οἱ χριστιανικές ὁμολογίες θά ἑνωθοῦν πρός ἄλληλες. Μέ τά ἴδια τά λόγια του: «Ἀκόμη, εἶναι θεοφιλές καί σύμφωνο μέ τό Εὐαγγέλιο τό νά ἀναζητήσουμε τίς ἀπόψεις τῶν ἁγιωτάτων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τίς τωρινές καί μελλοντικές σχέσεις μας μέ τίς δύο μεγάλες ἀναδενδράδες τοῦ Χριστιανισμοῦ, δηλαδή τήν δυτική Ἐκκλησία καί ἐκείνη τῶν Διαμαρτυρομένων [...] ἡ ἁγία Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε, εἶναι μία στήν πραγματικότητα [εὑρισκόμενη] σέ ταυτότητα Πίστεως καί ὁμοιότητα ἠθῶν καί ἐθίμων, σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καί μία ὀφείλει νά εἶναι, ἀλλά ὄχι πολλές πού νά διαφέρουν μεταξύ τους καί στά δόγματα καί στούς θεμελιώδεις θεσμούς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβερνήσεως [...] νά βροῦμε τά σημεῖα συναντήσεως καί ἐπαφῆς ἤ καί ἀμοιβαίων θεμιτῶν παραβλέψεων, μέχρι τήν ὁλοκλήρωση τοῦ συνολικοῦ ἔργου μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, μέ τήν ὁποία [ὁλοκλήρωση] θά ἐκπληρωθεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά μία ποίμνη καί ἕνα ποιμένα, μέ ἀποτέλεσμα τήν κοινή εὐφορσύνη καί ὠφέλεια»[27].
Ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ΄ὑπῆρξε παρομοίως ἕνας καινοτόμος μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια, καθώς σκόπευε νά ἀλλοιώσει παλαιά καί βεβαιωμένα ἐκκλησιαστικά ἔθη· παρά τήν παραμονή του στό Ἅγιον Ὄρος (1889-1901), τήν ὁποία οἱ θαυμαστές του τείνουν νά διαζωγραφοῦν ὡς ἀνάλογη μέ τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων[28], «ἐπιπλέον, πρότεινε τά ἀκόλουθα: νά ἐλαφρυνθοῦν οἱ νηστεῖες καί νά ἐπιτρέπεται ἡ ἀνάλωση αὐγῶν καί γάλακτος· νά περιοριστοῦν χρονικά οἱ ἀκολουθίες· νά ἀλλάξει ἡ ἐνδυμασία τῶν κληρικῶν· νά υἱοθετηθεῖ τό Γρηγοριανό ἡμερολόγιο· νά περιοριστοῦν τά κωλύματα τοῦ γάμου»[29].
Φαίνεται ὅτι καί ἡ ἐν γένει διαγωγή του, ὅπως ἐπίσης ἡ σκανδαλώδης, κακοήθης καί αὐταρχική συμπεριφορά τῶν ἀκολούθων καί συνεργατῶν του, τοῦ ἐξασφάλισαν τήν φήμη τοῦ Μασόνου μεταξύ τῶν ἐχθρῶν του, ὅπως προκύπτει ἀπό μία σχετική διήγηση[30].
Πατριάρχης Μελέτιος Δ΄ (Μεταξάκης), Μητροπολίτης Κιτίου τῆς Κύπρου (1910-1918)· Μητροπολίτης Ἀθηνῶν (1918-1920)· Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1921-1923) καί Ἀλεξανδρείας (1926-1935).
Ἡ περίπτωση τοῦ Μελετίου ἀποτελεῖ ἐξαιρέτως τήν πλέον χαρακτηριστική τῆς ἀμέσου διασυνδέσεως τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στά ἀρχικά του στάδια, καί ὅλων τῶν διασυνδέσεών της σέ διάφορα πεδία, ἰδιαιτέρως στήν πολιτική.
Ἡ φήμη τοῦ Πατριάρχου Μελετίου ὡς Μασόνου μέ ἐπιρροή ἐκυκλοφορεῖτο ἐνῶ ἀκόμη αὐτός ζοῦσε. Τό Λεξικό τῶν Ἐλευθεροτεκτόνων τῶν Αὐστριακῶν Ἐλευθεροτεκτόνων Εὐγενίου Λένχοφ καί Ὄσκαρ Πόζνερ, ἤδη στήν ἀρχική ἔκδοσή του τοῦ 1932 ἀναφέρεται στόν Μελέτιο ὡς σέ μία ἐμβληματική μορφή μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Κληρικῶν Ἐλευθεροτεκτόνων[31]. Εὑρίσκω σημαντικό ὅτι ἡ πληροφορία αὐτή δημοσιοποιήθηκε ἐνῷ ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ἦταν ἀκόμη ἐν ζωῇ καί μάλιστα ὄχι πολύ ἡλικιωμένος (γ. 1871 – θ. 1935). Περαιτέρω,  σέ μία νεκρολογία πού γράφτηκε τό 1967 ἀπό τόν φίλο του καί συν-Μασόνο Ἀλέξανδρο Ζερβουδάκη καί δημοσιεύθηκε στό ἐπίσημο περιοδικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ, ὁ Μελέτιος ἐπαινεῖται, ἐπειδή «... δέχθηκε καὶ τὸ τεκτ.·. [=τεκτονικό] φῶς κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1909. Παραμένει στὴν Πόλη ἕνα χρόνο ἀκόμη καὶ μελετᾷ μὲ πάθος τὴν τεκτ.·. διδασκαλία, ποὺ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ χαράξῃ μὲ πραγματικὰ τεκτ.·. τρόπο, ὅλες του τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια, ὅπως εἴδαμε κατὰ τὴ σύντομη ἐξιστόρηση τῆς δράσης του. Σὲ κάθε περίπτωση, ἡ δικαιοσύνη καὶ οἱ πραγματικὲς τεκτ.·. ἀρετές, θἄλεγε κανείς, φυσικὰ καὶ αὐθόρμητα τὸν ὡδηγοῦσαν τί νά πῇ καὶ πῶς νὰ ἐνεργήσῃ. Τρανὸ παράδειγμα τῆς ἐπίδρασης ποὺ ἔχει ὁ Τεκτ.·. [=Τεκτονισμός] στὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὸς ψυχικὰ εἶναι προετοιμασμένος νὰ δεχθῇ τὰ διδάγματά του, ὅταν δηλ. εἶναι γεννημένος τέκτων, ὅπως ἦταν ὁ Μελέτιος. Ὁ ἀδ.·. [=ἀδελφός] Μελέτιος, μετὰ τὴ μύησή του παρακολουθοῦσε τὶς ἐργασίες καὶ τὴ δράση τοῦ Τεκτ.·. παντοῦ ὅπου βρέθηκε στὴν πολυτάραχη ζωή του, καὶ οἱ περιστάσεις καὶ τὸ περιβάλλον τοῦ τὸ ἐπέτρεπαν»[32]. Ὁ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέρων Φιλόθεος Ζερβᾶκος τῆς Πάρου, στήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἐπανειλημμένως ἐπέρριπτε τό βάρος στόν Μελέτιο γιά τήν εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου σέ μερικές τοπικές Ἐκκλησίες (πού προκάλεσε πολλαπλᾶ ἐπακόλουθα σχίσματα μετέπειτα), καί δημοσίως τόν ἀπεκάλεσε Ἐλευθεροτέκτονα· σέ ἕνα ἐπιτιμητικό κείμενο, ἕνα ἄρθρο, ἀπευθυνόμενο πρός τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ Γέρων Φιλόθεος σημειώνει ὅτι κάποιος θά ἀνέμενε « ... παρομοίως ὅτι θά ἀναλαμβάνατε τήν μέριμνα νά ἐπαναφέρετε τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία μας, στήν ὁποία ἐπέφερε τήν διαίρεση καί τό σχίσμα ἡ ἀπρομελέτητη, ἄσκοπη, ἄκαιρη καί διαβολική καινοτομία, δηλαδή ἡ εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ (παπικοῦ) ἡμερολογίου ἀπό τόν Μασόνο προκάτοχό Σας Μελέτιο Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος παρέσυρε τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Παπαδόπουλο»[33].
Ἀληθῶς, ἡ υἱοθέτηση τοῦ Νέου Ἡμερολογίου χρησίμευσε ὡς μέσον προσεγγίσεως μέ τίς ὁμολογίες τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀκριβῶς ὅπως εἶχε διακηρύξει ἡ φημισμένη Ἐγκύκλιος τοῦ 1920, ἀπευθυνόμενη ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: «Μπορεῖ δέ ἡ φιλία αὐτή καί ἡ ἀγαθοῦ φρονήματος διάθεση πρός ἀλλήλους νά φανερώνεται καί νά τεκμηριώνεται πιό εἰδικά, κατά τήν γνώμη μας, ὡς ἑξῆς: α) μέ τήν παραδοχή ἑνιαίου ἡμερολογίου, γιά ταυτόχρονο ἑορτασμό τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες»[34]. Ὁ ἴδιος ὁ Μελέτιος, τρία ἔτη ἀργότερα, διεκήρυξε ὅτι: «Μεταξύ ὅμως τῶν ζητημάτων πού θά μᾶς ἀπασχολήσουν ἔχουμε καταγράψει καί ἐκεῖνα πού ἀφοροῦν στήν ἕνωση ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἰδιαιτέρως στήν ἕνωση τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας. Ἰδού γιατί χαιρετίζουμε μέ πολύ ἰδιαίτερη χαρά τήν Ὑμετέραν Σεβασμιότητα [τόν Τσάρλς Γκόρ, πρώην Ἐπίσκοπο Ὀξφόρδης] ὡς πρόεδρο τῆς ἐπιτροπῆς ἡ ὁποία ἐργάζεται στό Λονδίνο γιά τόν ἴδιο σκοπό»[35]
Ὅπως τεκμηριώνεται στά Πρακτικά αὐτοῦ τοῦ ἰδίου Πανορθοδόξου Συνεδρίου πού συγκλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1923, ὁ Μελέτιος διατηροῦσε τίς ἴδιες «προοδευτικές» ἰδέες πού εἶχαν ὑποστηριχθεῖ ἐπίσης ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ΄[36]. Ἐπί τῷ θανάτῳ του, στίς 27 Ἰουλίου 1935, οἱ The Church Times σχολίαζαν στήν νεκρολογία τους (στίς 2 Αὐγ 1935): «Ἄν τοῦ εἶχαν ἱκανοποιήσει τήν φιλοδοξία του, ἐκείνη νά γίνει Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, θά εἶχε συγκεντρώσει στό ἴδιο τό πρόσωπό του σχεδόν κάθε σπουδαῖο Θρόνο στήν ἀρχαία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Σέ κάθε πόστο δέν ἔκρυψε τίς ἀρχές του ὡς συντηρητικοῦ μεταρρυθμιστῆ ἀφίνοντας νά γίνει γνωστό στήν Ἀμερική ὅτι θά καλωσόριζε τόν γάμο τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι δέν θά ἔπρεπε νά λαμβάνονται μόνον ἀπό τήν ἐλλιπῆ δεξαμενή τῶν μοναστηριῶν, καί ὅτι θά μποροῦσε νά φαντασθεῖ κοντά μαλλιά καί “κληρική ἐνδυμασία”, ὡς ὑποκατάστατο γιά τό, ὄχι τόσο ἀρχαῖο, μοναστικό ζωστικό μέ τό ὁποῖο ἐνδύονται οἱ σύγχρονοι ὀρθόδοξοι ἱερεῖς [...] ... καί μπόρεσε νά κάνει τήν πρώτη μεγάλη ὑπέρβαση πρός τήν Ἀγγλο-ορθόδοξη διακοινωνία, μέσῳ τῆς ἐκ μέρους του ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως τῶν Ἀγγλικανικῶν Χειροτονιῶν ὡς “ἐξ ἴσου καλῶν μέ ἐκεῖνα τῆς Ρώμης”. Ἄν ἐπιθύμησε τόν Θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων, ἦταν ἐπειδή ἔνιωσε ὅτι θά μποροῦσε νά ξοδεύσει τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του φέροντας εἰς πέρας ἐκεῖ τίς ἀπαραίτητες καί ἀνεπιθύμητες μεταρρυθμίσεις»[37].
Μέ τόν ἴδιο τρόπο πού περίπου 25 χρόνια ἀργότερα ὁ Πατριάρχης Μάξιμος Ε΄ (1946-1948) θά ἐκθρονιζόταν ἀντικανονικῶς ἀπό τόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας Α΄, ἐπίσης Ἐλευθεροτέκτων, θά ἀνήρχετο στήν ἐξουσία βοηθούμενος ἀπό τόν «ἐν Μασονίᾳ ἀδελφό του» Πρόεδρο τῶν ΗΠΑ Χάρρυ Τροῦμαν (μέσῳ ψυχολογικῆς πιέσεως ἐξασκουμένης ἐπί τοῦ Μαξίμου ἀπό τίς Κυβερνήσεις Ἑλλάδος, Τουρκίας καί ΗΠΑ – γεγονότα πού κεῖνται πέραν τοῦ πεδίου τῆς παρούσης ἐρεύνης), ἡ ἄνοδος τοῦ Μελετίου στόν Πατριαρχικό Θρόνο σημαδεύτηκε ἐπίσης ἀπό μία σειρά κανονικῶν παραβάσεων καί πολιτικῆς παρεμβάσεως καί τῇ ἀληθείᾳ ἀποδείχθηκε ἕνα ἐκκλησιαστικό πραξικόπημα !
Τό ἑλληνικό ἐλευθεροτεκτονικό περιοδικό «Πυθαγόρας», ἐπίσημο ὄργανο τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος, ἔχει ἀποκαλύψει μερικές πολύ ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικῶς μέ τήν θέση τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ μεταξύ τῶν Ἑλλήνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ. «Παράλληλα ἐντύπωση προκαλεῖ καί ἡ εὐρεῖα συμμετοχή μελῶν τῆς Στοᾶς ἐκτός ἀπό τήν Ο.Κ. [Ὀργάνωση ΚΠόλεως] καί στό Δ.Ε.Μ.Σ (Διαρκές Ἐθνικό Μικτό Συμβούλιο), τήν κατά κάποιο τρόπο ἀνεπίσημη Κυβέρνηση τῆς Ρωμιοσύνης τῆς Πόλης πού ἦταν ὁ ἄμεσος συνεργάτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀναμφισβήτητα ὁ Προκαθήμενος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἀλλά καί οἱ περί αὐτόν, γνώριζαν τήν τεκτ. ἰδιότητα κάποιων ἀπό τά μέλη τοῦ Δ.Ε.Μ.Σ, ὡστόσο ἡ κοινωνική θέση τῶν ἀτόμων αὐτῶν δέν ἄφηνε περιθώρια γιά τυχόν ἀμφισβήτησή τους. Ἄλλωστε ἡ θέση τους στό Συμβούλιο ἦταν αἱρετή καί προέκυπτε μετά ἀπό ἐκλογές πού γίνονταν στίς κατά τόπους κοινότητες»[38].
Μέ τήν ἀνάλυση αὐτή, ἡ συμβολή τοῦ Διαρκοῦς Ἐθνικοῦ Μικτοῦ Συμβουλίου στήν ἄνοδο τοῦ Μελετίου στήν ἐξουσία λαμβάνει ἕνα ὅλως διαφορετικό νόημα. Ὁ διάσημος Ἕλλην Θεολόγος (καί δογματολόγος) Χρῆστος Ἀνδροῦτσος (1869-1935), φημισμένος ἐπίσης καί γιά τήν φιλοσοφική κατάρτισή του, λίγο μετά τήν ἐνθρόνιση τοῦ Μελετίου δημοσίευσε τήν δική του ἱεροκανονική ἀξιολόγηση τῆς ἐκλογικῆς διαδικασίας. Μεταξύ ἄλλων παραβάσεων, ὁ καθηγητής Ἀνδροῦτσος στιγμάτισε τήν ἀντι-κανονική ἐξαίρεση ἀπό τήν ἐκλογική διαδικασία πολλῶν νομίμων ἐκλεκτόρων πού διέμεναν στήν ὕπαιθρο, μέ πρόφαση τόν συνεχιζόμενο πόλεμο Ἑλλάδος καί Τουρκίας: «Οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς δέν ἐξελέγησαν ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς ἐπαρχίας τους σύμφωνα μέ τήν ἀνέκαθεν ἰσχύουσα τάξη σέ κάθε ἐπαρχία, ὅπως ἀπαιτοῦσε ἡ μνημονευθεῖσα ἐγκύκλιος τῆς Συνόδου, ἀλλά μεταξύ τῶν Χριστιανῶν πού εὑρίσκονταν στήν Κωνσταντινούπολη καί προέρχονταν ἀπό τίς ἐπαρχίες. Καί θά ἦταν τό πρᾶγμα ἀνεκτό, ἄν ἐκλέγονταν στήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν ἐπαρχιῶν πού βρίσκονταν ὑπό τήν κατοχή τοῦ Κεμάλ. Ἀλλά ἀντίθετα μέ κάθε λογική καί νόμο ἐξελέγησαν στήν Κωνσταντινούπολη οἱ ἀντιπρόσωποι καί τῶν ἄλλων ἐπαρχιῶν, χωρίς ἐκεῖνες νά συμμετέχουν καθόλου, μερικοί δέ ἐξελέγησαν ἀπό τήν ἴδια τήν [ἐκλεκτορική] συνέλευση»[39]. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τόν σχηματισμό ἐκλεκτορικῆς ἐπιτροπῆς μέ φιλο-Μελετιακά φρονήματα, ἐφ΄ ὅσον ἐξελέγησαν στήν Κωνσταντινούπολη ὑπό τήν ἐπιρροή τοῦ Διαρκοῦς Ἐθνικοῦ Μικτοῦ Συμβουλίου οἱ ἀντικαταστάτες ὅλων ἐκείνων τῶν ἀντιπροσώπων πού δέν εἶχαν κατορθώσει νά φθάσουν στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν ἡμέρα ἐκλογῆς. Συνεπῶς, ἡ σύνθεση τοῦ σώματος ἀλλοιώθηκε σέ μεγάλο βαθμό πρός χάριν τοῦ Ἐλευθεροτέκτονος Μελετίου. Συμφώνως πρός τούς Times: «Ὁ Μελέτιος εἶναι ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ὁ χαρακτήρας καί ἡ καριέρα κατευθύνουν τό ἐνδιαφέρον μας [...] ἔπειτα, τό 1921, ἦλθε ἡ κλήση γιά ἕνα ἀνώτερο ἀξίωμα, μέ τήν ἐκλογή του στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν ἐπίδραση Βενιζελικῶν ἀντιδραστικῶν»[40]. Αὐτή καί ὅλες οἱ ἄλλες κανονικές παραβάσεις ἐξετέθησαν καί καταδικάσθηκαν σέ συνέδριο στήν Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριο τοῦ 1921), πού συγκλήθηκε ἀπό «ἀποστάτες» Ἐπισκόπους[41], ἀλλ’ εἰς μάτην. Ὁ Πατριάρχης Μελέτιος ἐπρόκειτο νά παραμείνει Οἰκουμενικός Πατριάρχης μέχρι νά ὁλοκληρώσει τήν καταστροφική ἀποστολή του.
Νικόλαος Λούβαρις, Καθηγητής τῆς Θεολογίας (1887-1961). Θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπό τούς σπουδαιοτέρους στοχαστές τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος[42]. Ἡ ἐλευθεροτεκτονική του ἰδιότητα ἐπιβεβαιώνεται ἀπό μία σειρά ἐγκρίτων μασονικῶν ἐκδόσεων[43].
Ὁ Νικόλαος Λούβαρις ἦταν ἀκόμη ἕνα ἀπό τά ἱδρυτικά μέλη μιᾶς ἑταιρείας πνευματιστῶν, πού ὀνομαζόταν Ἐπιτροπή Μελέτης Μεταψυχικῶν Φαινομένων[44], πρᾶγμα κάπως φυσικό βέβαια, ἄν ἀναλογισθεῖ κανείς ὅτι ἡ ἱδρύτρια τῆς συγχρόνου Θεοσοφίας, ἡ Ἕλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ καί ἀρκετοί ἄλλοι Θεοσοφιστές νωρίς στό πνευματικό τους ἐγχείρημα, δραστηριοποιήθηκαν ὡς πνευματιστές καί διάμεσοι (mediums)[45].
Ὁ Καθηγητής Λούβαρις, μεταξύ ἄλλων ἔργων του, ὑπῆρξε ἐπόπτης ἐκδόσεως ἑνός θεμελιώδους ἔργου τοῦ ἀποκρυφισμοῦ τοῦ 20οῦ αἰ., Οἱ Μεγάλοι Μύσται, πού συνετέθη ἀπό τόν Γάλλο συγγραφέα καί πρώην Θεοσοφιστή Ἐδουᾶρδο Συρέ (1841-1929), ἕνα Ἑωσφοριστή καί ἀφοσιωμένο μαθητή τοῦ Γερμανοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Ἀνθρωποσοφίας, Ροῦντολφ Στάινερ (πρώην Ροδοσταύρου· ὁ Στάινερ ἐπαίνεσε τό θεατρικό ἔργο τοῦ Συρέ Τά τέκνα τοῦ Ἑωσφόρου[46]). Στό συλλογικό αὐτό ἔργο (τῶν Ἐδ. Συρέ, Κ. Πόττερ, Κ. Μιμίκου, Ρ. Ρόλλαντ. Λ. Φίσσερ, Φούνκ καί Μπρεντάνο) οἱ ἱδρυτές ὅλων τῶν θρησκειῶν συλλήβδην ὀνομάζονται «μύστες» (οὔτε κἄν «μυητές») καί τίθενται στόν ἴδιο παρονομαστή, σάν νά ἦσαν νόμιμοι ἐκφραστές μιᾶς κοινῆς, παγκοσμίου, θρησκευτικῆς πνευματικότητος. Ἄν καί ὁ Λούβαρις ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τόν τρόπο πού στό βιβλίο αὐτό ἐκτίθεται ἡ ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τούς Ἐδ. Συρέ καί Κ.Φ. Πόττερ[47], δέν κάνει τό ἴδιο ὡς πρός τήν διήγηση τήν σχετική μέ τόν Μωυσῆ, μέσα στήν ὁποία ὁ Κ.Φ. Πόττερ εἰσήγαγε πολλά ἀποκρυφιστικά στοιχεῖα, ἀποδίδοντας μαγικές δυνάμεις στόν Μωυσῆ καί τόν Ἀαρών καί διαζωγραφώντας τήν μωσαϊκή θρησκεία ὡς ἕνα βελτιωμένο ἀμάλγαμα πρωτογόνων, βαρβαρικῶν ἐθίμων καί δεισιδαιμονιῶν[48].
Ὁ Λούβαρις ἐπίσης προλόγισε ἕνα ἀκόμη ἀπό τά ἔργα τοῦ Συρέ, Ἀπό τήν Σφίγγα στόν Χριστό· μία ἀπόκρυφη ἱστορία, ὅπου ὁ συγγραφεύς ἐπαινεῖ τήν συμβολή τοῦ Ἑωσφόρου στήν ἀνθρώπινη καί συμπαντική ἐξέλιξη. Γράφει ὁ Συρέ: «Στήν ἰουδαιο-χριστιανική παράδοση ἡ πάλη στόν οὐρανό καλεῖται “Πτώση τοῦ Ἑωσφόρου”. Αὐτό τό γεγονός, πού προηγήθηκε καί προκάλεσε τήν δημιουργία τῆς Γῆς, δέν ὑπῆρξε ἕνα τυχαῖο περιστατικό. Ἀποτελοῦσε μέρος τοῦ θείου σχεδίου, ἀλλά ἡ ἀπόφαση γι΄ αὐτό ἀφέθηκε στήν πρωτοβουλία τῶν Δυνάμεων [...] Ὁ Ἑωσφόρος δέν εἶναι ὁ Σατανᾶς, τό Πνεῦμα τοῦ κακοῦ, ὅπως τόν παρέστησε ἡ ὀρθόδοξη καί λαϊκή παράδοση [...] Θά δοῦμε ἀργότερα γιατί ὁ Ἑωσφόρος, Πνεῦμα τῆς Γνώσεως καί τῆς ἐλεύθερης Ἀτομικότητας, ἦταν ἐξ ἴσου ἀναγκαῖος στόν κόσμο, ὅσο καί ὁ Χριστός, Πνεῦμα τῆς Ἀγάπης καί τῆς Θυσίας· πῶς ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ἐξέλιξη προκύπτει ἀπό τόν ἀνταγωνισμό τους· πῶς, τέλος, ἡ τελική καί ἀνώτερη ἁρμονία τους ὀφείλει νά ἐπιστέψει τήν ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου στήν θεότητα»[49].
Παρά ταῦτα, στόν πρόλογό του σέ αὐτό τό ἴδιο βιβλίο ὁ Καθηγητής Λούβαρις ὁμιλεῖ περί τοῦ Ἐδουάρδου Συρέ, ὡς περί ἑνός «ἐμπνευσμένου κήρυκα τοῦ ὑπερπέραν [...] συμπαθοῦς φιλοσόφου καί ποιητοῦ [...] ἐκλεκτοῦ ραψῳδοῦ τῆς ποιήσεως καί τῆς λυτρώσεως, ἐνθουσιώδους ἑρμηνευτοῦ τῆς μεγάλης νοσταλγίας τῆς ἀνθρωπότητος»[50].
Ὁ Καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις ὑπερασπίσθηκε μέ ἔνθερμο ζῆλο τήν εἰσαγωγή τῶν θρησκειολογικῶν σπουδῶν, ἰδιαιτέρως τῆς ψυχολογίας τῆς θρησκείας, στό πρόγραμμα τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Ἑλλάδος[51] · εἶναι ἐμφανές στά γραπτά του ὅτι ὑπερασπιζόμενος τήν θρησκεία ἐπέλεξε νά χρησιμοποιήσει τίς θρησκευτικές σπουδές καί τήν ψυχολογία τῆς θρησκείας ἀντί γιά τά δόγματα καί τίς πατερικές διδασκαλίες. Εἶχε τήν πρόθεση νά ἐπιδείξει μέ ἕνα ἐπιστημονικῶς ἀποδεκτό τρόπο τόν παγκόσμιο χαρακτήρα τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου καί, συνεπῶς, τό ὀντολογικό του ἔμφυτον στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη· ἡ πρόθεσή του φανερῶς ἦταν νά ἐπιτεθεῖ στόν θετικισμό. Ὡστόσο, αὐτή ἡ ἐκ μέρους τοῦ Λούβαρι ἄνευ διακρίσεως ἐξύψωση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου (τό ὁποῖο φανερώνεται σέ διάφορες μορφές τοῦ μυστικισμοῦ), ἀλλά ἀνεξαρτήτως ἀπό ὁμολογιακές ἐντάξεις, κατά φυσικό λόγο θόλωνε τήν διάκριση μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως· σημείωνε: «Εἶναι ἀληθές ὅτι τήν χρήση τῆς ψυχολογίας στήν Θεολογία καί ἰδιαιτέρως τόν ὑπερτονισμό τῆς γνώσεως τῶν ψυχολογικῶν τύπων καί τῆς ποικιλίας τῶν θρησκευτικῶν τους ἐκδηλώσεων, τήν καυτηριάζουν πολλοί ὡς ὑπερβολή, ὡς ψυχολογιαρχία, ὡς μονομερῆ θεώρηση θρησκευτικῶν φαινομένων μόνον ἀπό τήν ὑποκειμενική, τήν ψυχολογική τους πλευρά. Αὐτό τό κάνει κυρίως ἡ διαλεκτική θεολογία. Παραβλέπει, ὅμως, ὅτι οἱ διαφορές τῆς θρησκευτικότητος εἶναι καί αὐτές ἔργο τοῦ Θεοῦ, καθώς καί τό ὅτι ἡ παραμέληση τῆς γνώσεως τῶν ψυχολογικῶν τύπων και τῆς ποικιλίας τῆς θρησκευτικῆς τους ἐκφράσεως ὁδηγεῖ σέ ἀκρότητες, ἄν καί [ἀκρότητες] ἀντίθετες ἀπό ἐκεῖνες πού προέρχονται ὡς ἀπειλή ἀπό τήν ψυχολογιαρχία»[52]. Μεταξύ τῶν πηγῶν πού χρησιμοποιεῖ ἡ ψυχολογία τῆς θρησκείας, ὁ Καθηγητής Λούβαρις ἀπαριθμεῖ: «τέταρτον, βιογραφίες ὑπέροχων θρησκευτικῶν φυσιογνωμιῶν, τῆς ποιότητος ἐκείνων πού ἔχουμε στά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στόν βίο τοῦ Πλωτίνου, τοῦ Πορφυρίου, στίς πηγές τοῦ βίου τοῦ Βούδδα, στήν ἁγιολογία τοῦ μεσαίωνος»[53]. Ἡ λυδία λίθος τοῦ Λούβαρι γιά τήν ἀποτίμηση τῶν θρησκευτικῶν φαινομένων δέν εἶναι τό πηδάλιον τοῦ πατερικοῦ «νοῦ», ἀλλά ... ἡ μοντέρνα ψυχολογία(!): «Ἔπειτα, ἐμπρός στήν ἱστορική θεολογία παρουσιάζεται μέγας πλοῦτος ἀπό ψυχικά γεγονότα καί φαινόμενα τῆς ἐσωτερικῆς ἐμπειρίας, ὄνειρα, ὁράσεις, προφητεῖες, ἀσκητικές κινήσεις, αἱρέσεις, μορφές ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος. Ἡ γνώση τῆς ψυχολογίας τῆς θρησκείας καί, κατά συνέπεια,  τῆς ἐσωτερικῆς νομοτέλειας τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς συμβάλλει στήν διάγνωση τῆς φύσεώς τους, τῶν ἐλατηρίων καί σκοπῶν τους, τά καθιστᾷ ἔτσι ἐρευνήσιμα ἀπό μέσα, καί προφυλλάττει ἀπό τόν κίνδυνο τῆς παραμελήσεώς τους, ἐπειδή δῆθεν εἶναι φαινόμενα μή ἐπιδεκτικά λογικῆς»[54].
Δέν μπορεῖ κανείς νά μή παρατηρήσει τό ὅτι  ἡ ἱδρύτρια τῆς μοντέρνας Θεοσοφίας, Ἕλενα Π. Μπλαβάτσκυ, ἐπίσης ἀντιλαμβανόταν τήν ψυχολογία, ὡς ὄργανο γιά τήν ἀπομύθευση καί ἐπανεκτίμηση τῶν θρησκευτικῶν ἀληθειῶν: «... ἡ διαφορά στά σύμβολα Πίστεως καί τήν θρησκευτική πρακτική ἦταν μόνον ἐξωτερική [...] Ἀπόκεινται στήν φιλολογία καί τήν ψυχολογία νά βροῦν τό τέρμα τοῦ νήματος. Ὅταν θά ἔχει γίνει αὐτό, τότε θά ἐπιβεβαιωθεῖ ὅτι, χαλαρώνοντας μία μεμονωμένη θηλειά τῶν παλαιῶν θρησκευτικῶν συστημάτων, ἡ ἁλυσίδα τοῦ μυστηρίου μπορεῖ νά ξεμπερδευθεῖ»[55].
Ἡ οἰκουμενιστική παρακαταθήκη τοῦ Λούβαρη ἔχει συνεχισθεῖ ἀπό τόν ἀγαπητό του μαθητή, Καθηγητή Εὐάγγελο Θεοδώρου (1921 -), ἐκ τῆς ἐμπροσθοφυλακῆς τοῦ ἑλληνικοῦ Οἰκουμενισμοῦ· νομίζω, ὅτι εἶναι ἀρκετά χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Καθηγητής Θεοδώρου (ἀνεπιγνώστως, ἐλπίζω) ἔχει κατά καιρούς προβάλει νεο-εποχικές συλλήψεις καί συνθήματα, ὅπως ἐπί παραδείγματι τό «ἑνότητα μέσα στήν ποικιλότητα»[56], τά ὁποῖα γιά πρώτη φορά εἰσήχθησαν στή Δύση ἀπό τήν Ἕ. Π. Μπλαβάτσκυ καί τούς πνευματικούς ἐπιγόνους της[57].
Δημήτριος Μπαλᾶνος, Καθηγητής τῆς Θεολογίας (1877-1959). Ἡ μασονική ἰδιότητα τοῦ Μπαλάνου παραμένει γενικῶς ἄγνωστη μέχρι σήμερα, καί γνωστοποιήθηκε στόν γράφοντα μόνον μέσῳ τῶν προαναφερθεισῶν ἡμερολογιακῶν σημειώσεων τοῦ Καθηγητοῦ Καραθεοδωρῆ[58]. Ἡ συγκεκριμένη ἐπιστημονική συμβολή τοῦ Μπαλάνου στόν Οἰκουμενισμό, ἐναπομένει νά ἐρευνηθεῖ ἐπαρκῶς· ἀναμφιβόλως «ὁ Μπαλᾶνος ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πρώτους πού ἀσχολήθηκαν μέ τά προβλήματα τῆς προσεγγίσεως τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί ὄχι μόνο συνέταξε σχετικές πραγματεῖες, ὅπως “ Ἡ Ἀνάγκη τῆς Συνεργασίας τῶν Ἐκκλησιῶν” (1932) καί “ Ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία καί αἱ Σχέσεις της πρός τάς ἄλλας Ἐκκλησίας” (1940), ἀλλά μετέσχε καί στά οἰκουμενικά συνέδρια Κοπεγχάγης, Στοκχόλμης, Λωζάννης καί Πράγας»[59].
Ὁ Καθηγητής Μπαλᾶνος ἐθεωρεῖτο ἀπό μερικούς περισσότερο συντηρητικούς Καθηγητές ὡς ἕνας ὀρθολογιστής, τοῦ ὁποίου «οἱ ἄλλες δογματικές ἐργασίες δέν περιέχουν τίποτε τό ἰδιαίτερο, διότι στηρίζονται σέ δυτικά πρότυπα. Ἐπειδή ἦταν ἐμφορούμενος ἀπό ὀρθολογιστικό πνεῦμα, δέν ἱκανοποιεῖτο καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν ἐνασχόληση μέ τήν Δογματική καί στράφηκε σέ ἄλλα πεδία [...] στερεῖται τῆς ἐμβαθύνσεως στό πνεῦμα τῶν Πατέρων καί τῆς ἀναγνωρίσεως προσώπων καί ἰδεῶν [...] Τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν οἰκουμενική κίνηση καί γιά τόν στενό σύνδεσμο τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν κόσμο ἦταν μεγάλο»[60]. Οἱ σχετικιστικές ἀπόψεις τοῦ Μπαλάνου ὅσον ἀφορᾷ στά ἐκκλησιαστικά δόγματα, μαρτυροῦνται ἀπό τό ὅτι ὑποτίμησε τήν σημασία τῆς περί τόν Παλαμᾶ ἀντιπαραθέσεως· κατά τά ἴδια του τά λόγια «Εἶναι ὄντως λυπηρό ὅτι χύθηκε τόση μελάνη καί ὅτι ἕνα ζήτημα “πού τόσο προσκρούει στήν λογική μας” ἀπασχόλησε τόσο πολύ σπουδαίους κατά τἆλλα ἄνδρες τῆς ἐποχῆς, καί μάλιστα μέ τόση ἐμπάθεια καί ἀπό τίς δύο πλευρές, σέ ἐποχή πού τό κράτος βρισκόταν σέ τόσο δυσχερεῖς συνθῆκες»[61].
Παρά ταῦτα, ἡ περίπτωσή του παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον σέ μᾶς γιά ἕνα πρόσθετο λόγο. Μᾶς βοηθεῖ νά κατανοήσουμε τούς ἀμυντικούς μηχανισμούς ἐντός τῆς μασονικῆς διεισδύσεως, τό προσεκτικά διατηρούμενο «ἀνοσοποιητικό σύστημά» της, ἐναντίον τῶν ἀντεπιθέσεων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Καθηγητής Μπαλᾶνος, μαζί μέ ἄλλους πέντε ἀκαδημαϊκούς θεολόγους (Ἀλιβιζᾶτο, Παπαμιχαήλ, Δυοβουνιώτη, Σωτηρίου καί Στεφανίδη) ἐξέδωσαν μία ἐκτενῆ «γνωμάτευση» σχετικῶς μέ τόν διαφιλονικούμενο θρησκευτικό χαρακτῆρα τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ. Ἡ γνωμάτευση, ἐκδοθεῖσα ἀπό τήν ἑξαμελῆ αὐτήν ἐπιτροπή, προεκλήθη ἀπό μία προηγηθεῖσα αἴτηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς  Ἑλλάδος (2530/1593 τῆς 04.11.1932) πρός τήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν. Ἡ Ἐπιτροπή ἀθώωσε τόν Ἐλευθεροτεκτονισμό, δηλώνοντας συμπερασματικῶς, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔχει κανένα λόγο νά ἔλθει σέ σύγκρουση μέ τόν Μασονισμό, ἀφοῦ μάλιστα τά περισσότερα τουλάχιστον ἀπό τά μέλη του εἶναι σέ ἀδιάρρηκτο δεσμό μέ τήν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας θέλουν νά εἶναι πιστά τέκνα»[62]. Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι τοὐλάχιστον τό ἕν τρίτο τῆς Ἐπιτροπῆς, δύο Καθηγητές, ἦταν στήν πραγματικότητα Μασόνοι (ὁ Ἀλιβιζᾶτος καί ὁ Μπαλᾶνος).
Ἡ ἀθωωτική αὐτή ἀποτίμηση ἀπορρίφθηκε σταθερῶς ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, καί προτιμήθηκε ἡ ἀποτίμηση τοῦ Καθηγητοῦ Παναγιώτου Μπρατσιώτου (1889-1982), ἡ ὁποία ὑπεβλήθη ἀνεξαρτήτως καί υἱοθετήθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί στήν ὁποία ὁ Ἐλευθεροτεκτονισμός χαρακτηριζόταν ὡς θρησκεία ἀσύμβατη μέν μέ τόν Χριστιανισμό, ἡ ὁποία συνεχίζει ἀρχαῖα μυστηριακά κινήματα, ἐπιβλαβής δέ γιά τήν χριστιανική αὐτοσυνειδησία[63].
Ἡ μεταγενέστερη προσωπική μαρτυρία τοῦ Μπαλάνου γιά τόν ἀβλαβῆ χαρακτῆρα τῶν μασονικῶν διδαγμάτων καί τήν συμβατότητά τους μέ τόν Χριστιανισμό ἔγινε ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως ἀπό τήν ἐπίσημη Ἑλληνική Μασονία, γιά νά ἐξισορροπήσει ὄχι μόνον τήν σκληρή κριτική τοῦ Καθηγητοῦ Μπρατσιώτου κατά τῆς «Βασιλικῆς Τέχνης» (τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ), ἀλλ΄ ἐπίσης καί τήν συνακόλουθη καταδίκη της ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τό 1933 (12 Ὀκτωβρίου). Μεταξύ τῶν ἐγγράφων πού ὁ Ἑλληνικός Ἐλευθεροτεκτονισμός χρησιμοποίησε γιά νά καταρρίψει τίς κατηγορίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπῆρχε καί ἕνα ἄρθρο τοῦ Καθηγητοῦ Μπαλάνου, δημοσιευμένο στό χριστιανικό περιοδικό «Ἀνάπλασις» τόν Ἰούλιο τοῦ 1934, τό ὁποῖο ἐξέφραζε τήν γνώμη του ὅτι: «δέν ἐννοῷ γιατί θέλουμε νά κάνουμε τόν Τεκτονισμό θρησκεία μέ τό στανιό. Ἀκόμη κι ἄν ἡ Μασονία ἀξίωνε ὅτι εἶναι θρησκεία, καθῆκον τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Σχολῆς θά ἦταν νά ἀπέκρουε τέτοια ὁλωσδιόλου ἀστήρικτη καί παράλογη ἀξίωση, καθόσον ἡ Μασονία οὐδέν τῶν βασικῶν ὅρων περιέχει, ἐκ τῶν ὁποίων ἀποτελεῖται ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας»[64]. Ὁ Καθηγητής Μπαλᾶνος ἐκεῖνο τόν καιρό ὑποτίθεται ὅτι ἦταν ἕνας οὐδέτερος παρατηρητής τῆς ἀντιπαραθέσεως· ἔφθασε μάλιστα στό σημεῖο νά δηλώσει ὅτι: «Ὁμολογῶ ὅτι οὐδέποτε θά κατατασσόμουν σέ Σωματεῖο πού δέν ἐκθέτει σαφῶς καί πλήρως τά σχετικά μέ αὑτό, καί ὅτι ποτέ δέν αἰσθάνθηκα καμμία τάση ἤ κλίση πρός τίς ὑπερβολικῶς μυστικίζουσες καί ὑπερβολικῶς συμβολιστικές ἀρχές τῆς Μασονίας, τίς ὁποῖες - ἀπό ἄλλη πλευρά - δέν θεωρῶ συμβιβαζόμενες μέ τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, τό ὁποῖο ζητεῖ φῶς καί δημοσιότητα»[65] (!). Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ὑπῆρξε ἀκόμη ἕνα πιόνι στή μεγάλη αὐτή σκακκιέρα τῆς ἀποκρυφιστικῆς διεισδύσεως καί ὅτι θά πρέπει νά ἀποτελεῖ μία διαρκῆ ὑπόμνηση σέ μᾶς γιά τίς παραπλανητικές μεθόδους πού χρησιμοποιοῦν οἱ Μυστικές Ἑταιρεῖες γιά νά ἐπιτύχουν τούς ὑπονομευτικούς σκοπούς τους.
Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος (1887-1969), Καθηγητής τῆς Θεολογίας, βοηθός – σέ μεταγενέστερη περίοδο – τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου Α΄ τῆς Κωνσταντινουπόλεως (γ.1887 – θ.1972)  καί διακεκριμένη μορφή τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως.
Ἡ μασονική ἰδιότητα τοῦ Καθηγητοῦ Ἀλιβιζάτου ἔχει ἀποκαλυφθεῖ στό ἑλληνικό μασονικό περιοδικό Πυθαγόρας[66]. Ἀκόμη, ὁ πρώην Μέγας Διδάσκαλος (1981-1995) τῆς Μεγάλης Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος, κ. Χρῆστος Μανέας στήν πρώτη δημόσια ὁμιλία του, στήν Κύπρο τό 1990, ἐπιβεβαίωσε τήν φήμη ὅτι ὁ Καθηγητής Ἀλιβιζᾶτος ὑπῆρξε Ἐλευθεροτέκτων[67]. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι στά 1910 ὁ νεαρός θεολόγος Ἀλιβιζᾶτος ὑπηρέτησε ὡς βοηθός[68] τοῦ προαναφερθέντος Ἐλευθεροτέκτονος Μελετίου Μεταξάκη, τέως Μητροπολίτου Ἀθηνῶν (1918-1920) καί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καί Ἀλεξανδρείας, μαζί μέ τόν Ἀρχιδιάκονο Ἀθηναγόρα (Ἐλευθεροτέκτονα, ἐπίσης) πού ἀργότερα θά γινόταν Μητροπολίτης τῆς Ἑλληνικῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν στίς ΗΠΑ καί τελικῶς Οἰκουμενικός Πατριάρχης (1948-1972).
Ἡ συμβολή τοῦ Ἀλιβιζάτου στόν ἑλληνικό Οἰκουμενισμό εἶναι τόσο μεγάλη καί αὐταπόδεικτη, ὥστε ὁποιαδήποτε προσπάθεια νά τήν περιγράψει κάποιος μέ ἐπάρκεια θά ἀποδεικνυόταν χρονοβόρα καί ἄνευ νοήματος, ὅσο καί τό νά προσπαθεῖ κάποιος νά ἀποδείξει τόν ρόλο τοῦ Νέλσον Μαντέλα στήν κατάρρευση τοῦ Ἀπαρτχάιντ. Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ φίλου του (καί συν-Μασόνου) Μεθοδιστοῦ Ἐπισκόπου Γκ. Μπρόμλεϋ Ὄξναμ[69] (μέλους τῆς διοικήσεως τοῦ ΠΣΕ): «Ἡ ἐπιστημοσύνη του ἔχει προσφέρει μιά θεμελιώδη συμβολή στήν οἰκουμενική κίνηση καί ὁ διεισδυτικός νοῦς του ἔχει ἀποτελέσει ἕνα ἀποφασιστικό παράγοντα γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ἑνότητος πού χαρακτηρίζει τά μεγάλα χριστιανικά σώματα πού συνεργάζονται στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν [...] Ἡ ἐμπειρία του ὡς λογίου, πατριώτου καί Χριστιανοῦ τόν ἔχει καταστήσει μία ἀπό τίς μορφές ἐκεῖνες τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου πού ἀσκοῦν ἐπιρροή καί δίνουν ἔμπνευση»[70]. Σύμφωνα μέ μία ἄλλη μαρτυρία «μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος, οἰκουμενικῶς ἀναγνωρισμένος, θεολόγος καί παράγων τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῆς προβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα σέ αὐτήν»[71].
Ὁ Ἀλιβιζᾶτος κατέστη ὁ μέντωρ ἑνός ἄλλου ἀφοσιωμένου Οἰκουμενιστοῦ, τοῦ Καθηγητοῦ Σάββα Ἀγουρίδη (1921-2009), τοῦ πρώτιστου μεταξύ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἀλιβιζάτου, πού μέ τήν σειρά του κατηύθυνε μία πλειάδα (ἡγετική πλειοψηφία, τώρα) μοντερνιστῶν, ἀριστεριστῶν (τῆς Νέας Ἀριστερᾶς), «πολιτικῶς ὀρθῶν», ριζοσπαστικῶν καί «εἰκονοκλαστῶν» Οἰκουμενιστῶν, πολλοί ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι σήμερα θεολόγοι σέ ἑλληνικά πανεπιστήμια. Ἡ μεταστροφή τοῦ Καθηγητοῦ Ἀγουρίδη στή θρησκευτική κίνηση τοῦ Κορεάτη «μεσσία» Σάν Μιούνγκ Μούν (ἱδρυτοῦ τῆς «Ἐκκλησίας τῆς Ἑνώσεως»), πολλά ἔτη πρίν τόν θάνατο τοῦ Καθηγητοῦ (2009), καταδικάστηκε ἐπισήμως ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τό 1996. Ἐκ τῶν τεσσσάρων Τμημάτων τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, μόνον ἕνα, τό Τμῆμα Ποιμαντικῆς Θεολογίας τῆς Θεσσαλονίκης (μή ἀναφέροντας ὅμως τό ὄνομα τοῦ καθηγητοῦ) ἀνταποκρίθηκε στό αἴτημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά συμμερισθεῖ τήν ἐκ μέρους Της καταδίκη αὐτή[72].
Ἡ ἱστορική συνάφεια τῆς πρώιμης μασονικῆς διεισδύσεως
Ἡ ταυτόχρονη παρουσία καί δράση στόν ἑλληνικό χῶρο Ἱεραρχῶν καί θεολόγων μέ μασονικά καί οἰκουμενιστικά φρονήματα, συνέπεσε ἐπίσης καί μέ τήν ἔναρξη τῶν πρώτων διαδικασιῶν τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, στίς ὁποῖες ἡγοῦνταν ἄλλοι ἐπιφανεῖς καί μέ ἐπιρροή Ἐλευθεροτέκτονες καί Θεοσοφιστές. Περί τό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, λίγο πρίν ὁ Ἰωακείμ Γ΄ ἀνοίξει τήν πύλη στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική εὐλυγισία καί χαλαρότητα, τό Κοινοβούλιο τῶν Θρησκειῶν, πού συγκλήθηκε στό Σικάγο τοῦ Ἰλλινόι τό 1893, εἶχε προετοιμάσει τό ἔδαφος γιά τήν μεταγενέστερη διαθρησκειακή προσέγγιση· ἡ ἰσχυρή παρουσία Θεοσοφιστῶν ἐκεῖ ἦταν ὁλοφάνερη, καί ἐκεῖνοι ἐξέφρασαν δημοσίως τίς προσδοκίες καί τά σχέδιά τους: «Τό Κοινοβούλιο τῶν Θρησκειῶν ἐπισήμως ἀνοίγει τήν Δευτέρα, 11 Σεπτεμβρίου, καί ἐμεῖς προγραμματιζόμαστε γιά τήν ἑπομένη Παρασκευή καί τό Σάββατο, 15 καί 16 Σεπτεμβρίου 1893 [...] Οἱ ὁμιλητές μας ἔχουν εὐγλωττία, οἱ συγγραφεῖς μας εἶναι πειστικοί. Ποῦ μποροῦν νά βροῦν μία καλύτερη εὐκαιρία νά διασπείρουν τήν θεοσοφική ἰδέα, παρά ἐδῶ ἀκριβῶς, σέ αὐτό τό θαυμάσιο Κοινοβούλιο τῶν Θρησκειῶν, τό μέρος ὅπου συναντῶνται οἱ καλύτεροι νόες Εὐρώπης καί Ἀμερικῆς, τό κέντρο διανοήσεως πρός τό ὁποῖο θά στραφεῖ ὅλη τοῦ κόσμου ἡ κουλτούρα σέ αὐτό τό ἔτος τοῦ 1893; [...] τοῦ ὁποίου οἱ συνεδριάσεις θά διαμορφώσουν ἕνα τεράστιο ἱστορικό γεγονός, σηματοδοτώντας τήν ἀλλαγή ἀπό τήν παλαιά διαχείριση τοῦ σκότους καί τοῦ δογματισμοῦ στήν νέα ἐποχή τοῦ φωτός, τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψεως καί θρησκευτικῆς ἐκφράσεως, καί ὑπεράνω πάντων, τοῦ πνεύματος τῆς παγκοσμίου ἀδελφότητος μέ τό ὁποῖο ἐμψυχώνεται ἡ Θεοσοφική Ἑταιρεία καί τοῦ ὁποίου αὐτή εἶναι πράγματι ὁ μόνιμος φορεύς;»[73].
Ἡ πρώιμη οἰκουμενική δραστηριότητα ἐντός τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου, στοχεύουσα στήν καλύτερη διοργάνωση τῆς φιλανθρωπίας καί ἱεραποστολῆς, κέρδισε τεράστια ὑποστήριξη ἀπό τήν δυναστεία Ροκφέλλερ, ἡ ὁποία ἐπροτίθετο νά χειραγωγήσει τήν Οἰκουμενική Κίνηση καί, μέσῳ τοῦ ἔργου τοῦ Τζόν Μόττ, νά χρησιμοποιήσει ἐξ ἴσου κληρικούς καί θεολόγους μέ στόχο νά ἑνώσει «σέ κοινό σκοπό καί ἐργασία τούς μελλοντικούς ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους σέ ὅλες τίς χῶρες»[74]. Ὁ ρόλος-κλειδί τοῦ Μόττ, ἱδρυτοῦ τῆς Χ.Α.Ν., κυριαρχεῖ σέ αὐτήν τήν ἐποχή, καί ὄχι πρός μεγάλη μας ἔκπληξη, ὁ Μόττ ἦταν μέλος τῆς ἀδελφότητος Φί Βῆτα Κάππα, θεωρουμένης ὡς κλάδου τῶν Γερμανῶν Ἰλλουμινάτι[75]. Τό κῦρος τοῦ Μόττ μεταξύ τῶν Ἑλλήνων οἰκουμενιστῶν (τοῦ Ἀλιβιζάτου, ἐπί παραδείγματι[76]) ὑπῆρξε πρωτόγνωρο. Ἡ πρώιμη συνεργασία τους ἔφερε τήν ἀνάδυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν. Οὕτως ἤ ἄλλως, ἡ πρώτη ὁμολογία μέ τήν ὁποία οἱ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές καθιέρωσαν ἐκκλησιαστικές σχέσεις ὑπῆρξε ἐκείνη τῶν Ἀγγλικανῶν· ἀλλ’ ὁ Ἀγγλικανισμός εἶχε ἤδη ἀπό ἐνωρίς γίνει ἀντικείμενο διεισδύσεως τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ· μάλιστα σέ ἑλληνικό μασονικό ἄρθρο τοῦ 1934, οἱ Ἐλευθεροτέκτονες ἐκαυχῶντο ὅτι τά τρία τέταρτα τοῦ ἀγγλικανικοῦ κλήρου ἦταν τότε Μασόνοι[77].
Τά πρότυπα γιά τήν θρησκευτική Παγκοσμιοποίηση, δηλ. τόν Οἰκουμενισμό, καταστρώθηκαν μέσῳ τοῦ παραδείγματος τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν. Ὁ Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης ἐπροτίθετο νά ὑποστηρίξει τήν συνεργία τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν μέ τήν παγκόσμια Ὀρθοδοξία, καθώς ὑπονοοῦσαν τά λόγια του στό Συνέδριο τοῦ 1923, ὅπου ὁ Μελέτιος μέ ἔμμεσο τρόπο προσπάθησε νά ὑπαγάγει τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες στήν ἐξουσία τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν: «1) Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐρχόμενο πρῶτα σέ συνεννόηση μέ τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί ἔχοντας τήν γνώμη τους θά δηλώσει στήν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν προθυμία νά ἀποδεχθεῖ τό νέο ἡμερολόγιο πού πρόκειται νά ἐξευρεθεῖ, ἐφ΄ ὅσον αὐτό θά τό ἀποδέχονταν ὅλες οἱ χριστιανικές ἐκκλησίες. Ἐάν ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν θεωρεῖ τόν ἑαυτό της ἀναρμόδιο γιά νά δεχθεῖ τήν τέτοιου εἴδους δήλωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπαφίεται σέ αὐτό νά πράξει τό πρέπον»[78]. Καί οἰκουμενιστές ἱστορικοί ἐπίσης, στήν δική τους ἐξιστόρηση τοῦ πρωΐμου Οἰκουμενισμοῦ, συνήθως τονίζουν τήν θεμελιακή παρόρμηση τῶν δυτικῶν κοινωνιῶν μετά τόν Α΄ Π.Π. νά ἐμπεδώσουν τήν θρησκευτική ἀνεκτικότητα καί καταλλαγή καί ἔτσι νά ἀποφύγουν ἀκόμη ἕνα «πόλεμο πού θά τερματίσει ὅλους τούς πολέμους»[79]. Ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν κατά κοινή παραδοχή ἐπανδρωνόταν ἀπό Ἐλευθεροτέκτονες· ἡ ἑλληνική μασονική ἐπιθεώρηση «Πυθαγόρας» γράφει: «Ζωντανό παράδειγμα γιά ἐμᾶς τούς Ἕλληνες εἶναι ἡ Φιλική Ἑταιρεία καί, ἀπό τίς σύγχρονες τεκτονικές προσπάθειες, ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, τό Ἐτήσιο Διεθνές Συνέδριο Εἰρήνης, ἡ Near East Relief, ἡ Χριστιανική Ἀδελφότης τῶν Νέων, καί ἄλλοι ἀναρίθμητοι ἀνθρωπιστικοί καί ἐκπολιτιστικοί ὀργανισμοί»[80] · πράγματι, μέχρι σήμερα κατάλογοι Ἐλευθεροτεκτόνων διεκδικοῦν πολλά ἀπό τά μέλη τῆς Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν[81].
Ἐπίλογος
Μέ τήν σκιαγράφηση τῆς διασυνδέσεως μεταξύ Οἰκουμενισμοῦ, Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ καί πολιτικῆς, σαρκωμένης σέ μερικούς πολύ σημαντικούς ὑπερασπιστές τοῦ οἰκουμενιστικοῦ σκοποῦ (μολονότι ἡ ἀνακοίνωσή μας ἔχει περισσότερο ἀποσπασματικό χαρακτήρα, διότι ἡ ἔρευνά μας εἶναι ἐν ἐξελίξει), ἐπιθυμοῦμε νά ἐγχαράξουμε στόν νοῦ τοῦ ἀναγνώστου ἐπίσης τό γεγονός ὅτι ἡ ἀνεκτικότητα, ὅπως οἱ Ἐλευθεροτέκτονες τήν ἀντιλαμβάνονται, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐγκολπώσεως ὅλων τῶν θρησκειῶν[82], εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ τῆς νοοτροπίας τους: «Ἡ σύλληψη τοῦ ὑποθετικοῦ χαρακτῆρος ὅλων τῶν ἀληθειῶν, ἀπεικονίζει τό ἀπελευθερωτικό μοτίβο παραλλήλως μέ τήν ἐλευθεροτεκτονική ἰδέα τῆς ἀνεκτικότητος [...] Τό πιό σημαντικό καθῆκον τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ εἶναι, μέσῳ τῆς ἐκπαιδεύσεως, πρωτίστως ἐκπαιδεύσεως τῶν ἰδίων τῶν μελῶν του, νά φέρει τήν ἀνεκτικότητα στίς ἐξελίξεις πού ἀφοροῦν στίς μάζες, οἱ ὁποῖες εἶναι καθεαυτές μή ἀνεκτικές, μαστιζόμενες ἀπό ἀνεύθυνους ἡγέτες. Μέσῳ αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς συμμετέχει αὐτός [ὁ Τεκτονισμός] – μέ ἕνα ἐξαίρετο τρόπο – στήν πνευματικοποίηση καί εἰρηνοποίηση τῶν κοινωνικῶν ἀλλαγῶν καί καλεῖται μέ τήν ἔννοια αὐτή νά ἀποτελέσει ἕνα περισσότερο σημαντικό παράγοντα κουλτούρας, ἄν πρόκειται νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἀποστολή του. Συνεπῶς, ἡ Στοά δέν ἔχει σπουδαιότερο καθῆκον ἀπό τήν ἐκπαίδευση γιά ἀνεκτικότητα»[83].
Ὁ ὁλοφάνερος ζῆλος μέ τόν ὁποῖον ὁ οἰκουμενιστικός κλῆρος καί ἡ οἰκουμενιστική διανόηση ἔχουν μέχρι τώρα προωθήσει τό πρόγραμμά τους καί συνεχίζουν νά τό ὠθοῦν κατεδαφίζοντας τά πάντα, ἀνεξαρτήτως ὅλων τῶν ἐμποδίων πού συναντοῦν, ἴσως εἶναι ἕνα σοβαρό σημεῖο γιά τό ὅτι ἡ ἀνάμειξη τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ καί τῶν παγκοσμιοποιητῶν στίς ὑποθέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι κάθε ἄλλο παρά παρελθόν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
1. Πρακτικὰ τῆς Προκαταρκτικῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς συνελθούσης ἐν τῇ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ τοῦ Βατοπεδίου (8-23 Ἰουνίου 1930), ἐν Κωνσταντινουπόλει 1930, σ. 73· « 3) Τὸ ζήτημα τοῦ Ἐλευθέρου Τεκτονισμοῦ. Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ἐσημείωσεν ἐν τῷ Καταλόγῳ αὐτῆς αἱρέσεις τινὰς ὀνομαστί, ὡς τὸν Οὐνιτισμόν, Χιλιασμόν, κ.τ.λ., ἀλλ΄ ὁ Μασωνικὸς κίνδυνος ὑπερβαίνει πάντας, καὶ δυστυχῶς ἱκανοὶ τῶν διανοουμένων εἶνε συνδεδεμένοι μετ΄ αὐτοῦ. Οὗτος εἶνε ὁ νέος Ἀρειανισμὸς καὶ ἐνώπιον ἡμῶν πρόκειται μέγας ἀγών, ὃν ὀφείλομεν ἄνευ φόβου νὰ ἀναλάβωμεν ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ. Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐν τῷ κόσμῳ δὲν εἶνε ὁ Μπολσεβικισμὸς ἢ ἄλλο τι, ἀλλ΄ ὁ Τεκτονισμός, διότι εἶνε ἐχθρὸς ἐξωτερικὸς καὶ ἐσωτερικός. Ἡμεῖς λέγομεν ὅτι ἡ Χριστιανικὴ Θρησκεία εἶνε ἡ Θρησκεία, ἡ μόνη Θρησκεία, καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἡ μόνη ἀληθής, αὐτοὶ δ’ ἀρνοῦνται τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὸν Χριστόν, θέτοντες αὐτὸν ἐν ἴσῃ γραμμῇ πρὸς τὸν Μωϋσῆν, τὸν Βούδδαν, τὸν Μωάμεθ» (ἀπόσπασμα τῶν πρακτικῶν τῆς 3ης Συνεδρίας, 10 Ἰουνίου 1930, ἐντός τῶν Προτάσεων τῆς Σερβικῆς Ἀποστολῆς).
2. Πρακτικὰ τῆς Προκαταρκτικῆς, αὐτόθι, σσ. 121.127.128.144.
3. ΑΛ. ΔΡΕΜΠΕΛΑΣ, Τὸ Ἑλληνικὸν Ἀστυνομικὸν Πρόβλημα, Ἀθήνα 1970. Παραπομπή ληφθεῖσα ἀπό τό Κ. ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ, Η Μασονία στην Ελλάδα, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2012, σ. 78: «Εἰς τεκτονισμὸν ἀνήκουν πλεῖστοι διανοοούμενοι, πολιτικοί, δικαστικοί, ἀνώτεροι κρατικοὶ λειτουργοί, ἀξιωματικοί, οἰκονομικοί παράγοντες, ὅλοι οἱ εὔποροι Ἑλληνοαμερικανοὶ καὶ ἀρχιερεῖς ἢ θεολόγοι. Οἱ τελευταῖοι, καταστάντες τέκτονες ὡς ἰδιῶται θεολόγοι, προωθήθηκαν ἐπιμελῶς εἰς ἱεραρχίαν Ὀρθοδοξίας καὶ ὑπῆρξαν οἱ πλέον ἐθνικοὶ καταστροφεῖς. Ἡ Στοὰ Ἀθηνῶν μέχρι τὸ 1963 εἶχε Μέγαν Διδάσκαλον τὸν πρύτανιν τοῦ Πανεπιστημίου καὶ καθηγητὴν Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ στὴ συνέχεια πρώην δικηγόρον».
4. Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Μασσωνισμός, ἐκδ. Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19865, σσ. 250-252.
5. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ (Μητροπολίτης Δημητριάδος), Ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ θεώρησις τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Ζητήματος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, ἐκδ. Ἐκκλ. Βιβλιοθήκη Ἱ. Μητρ. Δημητριάδος, σσ. 168.169. Ἐπί παραδείγματι στήν σ.169 «... μαρτυρεῖ τήν αὐθαίρετον ἀλλ’ οὐχὶ καὶ ἄδολον συσχέτισιν τῶν δύο τούτων ὑποθέσεων, τῆς “διορθώσεως” δηλονότι καὶ τῶν σκοτίων δυνάμεων, πρὸς τὸν σκοπὸν δημιουργίας ὑπὲρ αὐτῶν ἐντυπώσεων [...] Ἀλλ’ ἡ ἀπὸ τοῦ 1924 διαρρεύσασα μεγάλη χρονικὴ περίοδος, ἀπέδειξεν ὅτι ἡ γενομένη “διόρθωσις” τοῦ ἡμερολογίου δὲν εἶχε σχέσιν τινὰ πρὸς τὸν Οἱκουμενισμόν, ἐνῷ ἀναπόδεικτα παραμένουσι τὰ περὶ τῆς τεκτονικῆς ἰδιότητος τῶν δύο Πρωθιεραρχῶν».
6. Ὁ Ἀγκέτεν, ἐνῷ στήν πραγματικότητα ὑποβαθμίζει, νομίζω, τήν σύνολη δυνατότητα τῆς Ἑταιρείας τῶν Ἰλλουμινάτι νά καταλάβει κρατικούς θεσμούς ἤ νά τούς ἀνατρέψει ἐπαναστατικῶς, ὡστόσο ἐπιβεβαιώνει πολλούς ἀπό τούς μυστικούς σκοπούς της καί τίς πραγματικές ἐπιτυχίες της: «Insbesondere an diese “Funktionselite zwischen Bürgertum und Adel” knüpfte sich im Orden [d.h. im Illuminatenbund] die Hoffnung auf die innere Absorbierung des Staates – ein Programm, das zwar durch das jesuitisch vorgebildete Prinzip des ,unus ex nostris’ verschwörerischen Anstrich bekam, das aber, reduziert auf seinen relativ bescheidenen Kern, nichts anderes bedeutet, als die der Aufklärung insgesamt geläufige Vorstellung von praktischer Reformarbeit aus öffentlichen Ämtern heraus […] Nach Weishaupts Vorstellung sollten in der Ordensgemeinschaft eine neue Moral, Politik und Religion geschaffen werden. Dazu mußte man die Mitglieder zunächst den Ordnungen der alten Welt entziehen, mußte sie nach der Art sektiererischer Bewegungen in Konventikeln für ihre historisch-politische Rolle vorbereiten, die Elite der Zukunftsgesellschaft zu sein und den Durchbruch in die neue Ethik zu schaffen» (M. AGETHEN, Geheimbund und Utopie. Illuminaten, Freimaurer und deutsche Spätaufklärung, R. Oldenbourg Verlag, München 1984, σσ. 297.300. Τό βιβλίο τοῦ Ἀγκέτεν προλογίσθηκε ἀπό τόν Χάιντς Λόττ, Σεβάσμιο τῆς Στοᾶς Ἐρεύνης “Οἱ Τέσσαρες Ἐστεμμένοι” Νο. 808, τῶν Ἡνωμένων Μεγάλων Στοῶν τῆς Γερμανίας).
8. V. STAUFFER,  New England and the Bavarian Illuminati (submitted in partial fulfilment of the requirements for the degree of Doctor of Philosophy in the Faculty of Political Science) Columbia University, New York 1918, σ. 159: «[Μέσῳ τοῦ ἔργου τῶν Ἰλλουμινάτι] The pure religion of Christ, which, doctrinally conceived, had degenerated into asceticism and, from the institutional standpoint, had become a school of fanaticism and intolerance, was pronounced a doctrine of reason, converted into a religion for no other purpose than to make it more efficacious».
9. J. D. BUCK, The Nature and Aim of Theosophy, Robert Clarke & Co., Cincinnati 1889, σσ. 53.54: «But, it may be said, Christians are striving in the same direction; then what is the need of Theosophy and the Society? The answer is that so-called Christianity is altruism plus orthodoxy”, that is, creeds, rites, ceremonies and litanies, and very often the ceremony serves only to obscure the altruism. Theosophy makes altruism only essential, and claims for each and every individual absolute liberty and perfect freedom to formulate any intellectual belief, or to repudiate all creeds, as seemeth to him best. With the warring sects of Christendom, as with other great religions, orthodoxy is considered essential […] Theosophy, therefore, means more Christianity and less orthodoxy; more altruism, more liberty, and less ceremony; more genuine worship of the Simple Truth, and fewer shams».
10. M. HALL, The Lost Keys of Freemasonry. The Legend of Hiram Abiff, Hall Publishing Company, Los Angeles 1924, σ. 94ἑ.: «The true Mason is not creed-bound. He realizes with the divine illumination of his lodge that as a Mason his religion must be universal: Christ, Buddha, or Mohammed, the name means little, for he recognizes only the light and not the bearer. He worships at every shrine, bows before every altar, whether in temple, mosque, or cathedral, realizing with his truer understanding the oneness of all Spiritual Truth. All true Masons know that the only heathen are those who, having great ideals, do not live up to them. They know that all religions are one story told in many ways for peoples whose ideals differ but whose great purpose is in harmony with Masonic ideals».
11. G. STEINMETZ, The Lost Word. Its Hidden Meaning, Macoy Publishing and Masonic Supply Company, New York 1953, σ. 14ἑ: «The similarity of Modern Masonic and Rosicrucian Philosophy is so marked that their mutual source is obvious to the student of symbolism and philosophy. There is ample reason to suspect that modern Freemasonry was profoundly influenced by, if not actually the outgrowth of, Rosicrucianism and Bacon’s Secret Society. “Its symbolism is undoubtedly permeated with Bacon’s two great ideals; universal education and universal democracy”».
12. R. M. LEWIS, Make Your Own Prophecies, Leisure Hour series, AMORC, San Jose CA 1942, σ. 13: «In other words, man will be put en rapport with a place in space, without moving from his armchair. He will enjoy as complete emotional and psychic response to the projected impressions he receives as if his immediate surroundings had been transformed into them […] What we now experience as radio and added to it what the imagination can conceive as accurate color television pictures can only provide us with a very crude idea of this future miracle we now predict».
13. R. M. LEWIS, αὐτόθι, σ. 4. «What, then, does the future hold for religion? We predict a mystical pantheism as the religion of tomorrow. The central doctrine of this religion will be that a Universal Intelligence as a series or concatenation of causes, creative and perfect in its whole, pervades everywhere and everything. Though it be absolutely impersonal, it provides in its perfection a faculty in man through which he can draw upon it to prevent and remove any discordance within himself or the spheres of his life’s activities […] It will not alone be a faith in the brotherhood of man, but a brotherhood of being. […] There will not be churches, but a church. There will not be sects, but degrees and grades of comprehension. From one to another will man advance as he proves himself competent. No men will have absolute comprehension of this Universal Mind, for they would have to be aware of all of those things which it comprises. Likewise, therefore, no man will have a wrong conception of it, for each state of consciousness will be related to the individual’s personal attainment».
14. AL. A. BAILEY, The Reappearance of the Christ, Lucis Publishing Company, New York  1964, σσ. 122.142. «It is these Mysteries which Christ will restore upon His reappearance, thus reviving the churches in a new form, and restoring the hidden Mystery which they long have lost through their materialism. Masonry has also lost the true livingness it once possessed but, in its forms and rituals, the truth is preserved and can be recovered. This the Christ will do. […] The presentation of religious truth in the past has blocked the growth of the religious spirit; theology has brought mankind to the very gates of despair; the delicate flower of the Christ has been stunted and arrested in the dark caves of man’s thinking; fanatical adherence to human interpretations has taken the place of Christian living; millions of books have obliterated the living words of Christ; the arguments and discussions of priests have put out the light which the Buddha brought, and the love of God as revealed by the life of Christ has been forgotten whilst men have quarreled over meanings, over phrases and words».
16. Μ. ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗΣ, Επιφανείς και Διάσημοι Έλληνες Ελευθεροτέκτονες 1800-1970, τόμ. 1, ἐκδ. «Βογιατζή», Αθήνα 2008, σσ. 165-169.
17. Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, Τὸ Μαῦρο Λεξικὸ τῆς Ἑλλληνικῆς Μασονίας, μέρος β΄, ἐκδ. Βασδέκης, Ἀθήνα 2001, σ. 170· «Ἰωακείμ ὁ Γ΄. Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, 1834, †1912. Εὐρυτάτης μορφώσεως καὶ ἀντιλήψεως ἱεράρχης, ἐπηδαλιούχησε μετὰ πραγματικῆς σωφροσύνης καὶ παραδειγματικοῦ θάρρους τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας ἐν μέσῳ δεινῶν σκοπέλων. Μυηθεὶς εἰς τὸν Τεκτ. ἐφήρμοσεν ἐμπράκτως τὰς ἀρχάς του ἐπιδείξας ψυχικὴν ρώμην ἀξιοθαύμαστον». 
18. Μ. ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 169. 
19. Μ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ, Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή. Ένας μαθηματικός υπό τη σκέπη της εξουσίας, Ιστορία της Επιστήμης, Αθήνα 2007, σ. 913 (Παράρτημα VI.Δ). [σημ. ἑλλ. μτφρ.: εὐχαριστῶ θερμότατα τόν φίλο θεολόγο κ. Ἰωάννη Δεκλιώμη γιά τήν ὑπόδειξη τοῦ ἡμερολογίου τοῦ Κ. Καραθεοδωρῆ].
20. Ἱστορικαὶ σελίδες. Δευτέρα Πατριαρχεία Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄, 1901-1906, σ. 11ἑ.  
21. Θ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, Ὁ μεγάλος Πατριάρχης Ἰωακείμ Γ΄ στόν Μυλοπόταμο, ἐκδ. Μοναχός Ἐπιφάνιος ὁ Μυλοποταμινός, Ἅγιον Ὄρος 2012, σ. 26ἑ.
23. Θ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 55· «Σύμφωνα μέ τήν νεκρολογία του στήν ἐφημερίδα Φιγκαρό, “ἡ μεγαλύτερη ἔγνοια του ἦταν ...» κ.λπ.. Βλ. ἐπίσης τίς σσ. 43.44.
24. Γιά μιά ἀνάλυση αὐτοῦ βλ. ΠΡΩΤΟΠΡ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε; Φίλη Ὀρθοδοξία 14, ἐκδ. «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 23-48. Ὁ Καθηγητής π. Θεόδωρος ἀναλύει τόν πολεμικό χαρακτήρα μιᾶς σειρᾶς Πατριαρχικῶν Ἐγκυκλίων (1836, 1838, 1848, 1868, 1895) ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τίς συγκρίνει μέ μεταγενέστερες οἰκουμενιστικές διακηρύξεις.
25. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. 2, Akademische Druck-u. Verlagsanstalt, Graz- Austria 1968, σ. 946γ [1034]: «... κυρίως δι΄ αὐτῶν τε [τ.ἔ. τῶν Ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καί 1904] καὶ τῶν παραλειπομένων ἐνταῦθα ἀπαντήσεων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατήρξατο ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνησις ἤδη ἀρχομένου τοῦ ἐνεστῶτος αἰῶνος ἀπὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ᾗ ἠκολούθησε μικρὸν ὕστερον ὁ Προτεσταντισμός».
26. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἐπί τοῦ θέματος τούτου εἶναι εὐκρινέστατη, ὅτι αὐτή ἡ ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου ἔχει ἐκπληρωθεῖ χάρις στίς δωρεές τῆς Πεντηκοστῆς στήν Ἐκκλησία: Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην 82, 2 PG 59, 444· «Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό, φησί; Καὶ σφόδρα ἤνυσεν. Ἅπαντες γὰρ οἱ διὰ τῶν ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν͵ εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διεσπάσθησαν».  
27. Ἡ περὶ τῶν σχέσεων τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ περὶ ἄλλων γενικῶν ζητημάτων Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ 1902, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1904, σ. 8ἑ.· «Θεοφιλὲς ἔτι καὶ εὐαγγελικόν ἐστι ἐπιζητῆσαι τὰ δοκοῦντα ταῖς ἁγιωτάταις αὐτοκεφάλοις Ἐκκλησίαις περὶ τῶν ἐν τῷ παρόντι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι σχέσεων ἡμῶν μετὰ τῶν δύο μεγάλων τοῦ χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς δυτικῆς δηλονοῦν καὶ τῆς τῶν διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας [...] ἡ ἁγία, λέγομεν, Ἐκκλησία μία ἐστὶ πράγματι ἐν ταὐτότητι πίστεως καὶ ὁμοιότητι ἠθῶν καὶ ἐθίμων συνῳδὰ ταῖς ἀποφάσεσι τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ μία ὀφείλει εἶναι, ἀλλ’ οὐ πολλαὶ καὶ διαφέρουσαι πρὸς ἀλλήλας κατά τε τὰ δόγματα καὶ τοὺς θεμελιώδεις θεσμοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβερνήσεως [...] ... ἐξευρεῖν τε σημεῖα συναντήσεως καὶ ἐπαφῆς, ἢ καὶ ἀμοιβαίων θεμιτῶν παροράσεων, μέχρι τῆς διὰ τοῦ χρόνου τοῦ ὅλου ἔργου τελειώσεως, δι’ ἧς πληρωθήσεται πρὸς κοινὴν εὐφροσύνην καὶ ὠφέλειαν ἡ περὶ μιᾶς ποίμνης καὶ ἑνὸς ποιμένος ρῆσις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
28. Θ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 83-97.102-113.
29. Θ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, αὐτόθι, σ. 52.
30. Γ. ΛΟΥΚΑΣ, Σύντομος ἱστορία τῶν παρὰ τοῦ πρῴην πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ γ΄. ἀπεσταλμένων δύο κακούργων ἐξάρχων, εἰς ἅπαντα τὰ ἐν ἁπάσῃ Θεσσαλικῇ περιφερείᾳ ἱερὰ Μοναστήρια, διαπεπραγμένων, μικρὸν πρὸ τῆς προσαρτήσεως αὐτῆς παντοίων κακουργημάτων, ἐν Θεσσαλίᾳ 1885, σ. 12: «... ἀγκαλά οὐ μόνον οὐδὲ ποσῶς ἠρώτα αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ἔπραττε πᾶν ὅ,τι καὶ ἂν ἤθελεν ὁ ἀκέφαλος ἀθέμιτον καὶ ἀνόσιον, ὡς οὐκ εἶχεν ἄλλην παρὰ τοῦ μασόνου ἐκείνου πατριάρχου Ἰωακεὶμ τοῦ γ΄. ἐπὶ τῶν ἱερῶν ἐκείνων μονῶν ἐντολήν, εἰμή, ἵνα κλέψῃ, θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ! ... ὤ! Κύριε! Σῶσον δή!».
31. E. LENNHOFF & O. POSNER, Internationales Freimaurer-Lexikon (unveränderter Nachdruck der Ausgabe 1932), Amalthea Verlag, Wien-München 1975, στ. 584.585: «4. Griechisch-orthodoxe” G. [Geistliche] Zahlreiche Priester und Bischöfe, auch mehrere Patriarchen gehörten, bezw. gehören dem Bunde an. So der Griechische Nationalheld Erzbischof Germanos (s.d.) von Patras, der 1820 den griechischen Freiheitskampf vorbereitete und dann der provisorischen Regierung angehörte, und in der Gegenwart der Patriarch von Alexandrien, Meletius, der frühere ökumenische Patriarch von Konstantinopel».
32. ΑΛ. Ι. ΖΕΡΒΟΥΔΑΚΗΣ, «Διάσημοι Τέκτ.·. Μελέτιος Μεταξάκης», Τεκτονικὸν Δελτίον. Ὄργανον τῆς Μεγ.·. Στ.·. τῆς Ἑλλάδος 71 (Ἰαν. – Φεβρ. 1967) 49ἑ.
33. «Ἡ ἕνωσις τῶν ἐκκλησιῶν», στό Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ Οὐρανοδρόμος Ὁδοιπόρος 1884-1980, τόμ. 1, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 288:  «Θὰ προσεδόκει τις ὡσαύτως ὅτι θὰ ἐλαμβάνετε τὴν φροντίδα νὰ ἐπαναφέρητε τὴν ἑνότητα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡμῶν, ἐν τῇ ὁποίᾳ  τὴν διαίρεσιν καὶ τὸ σχίσμα ἐπέφερεν ἡ ἀπρομελέτητος, ἄσκοπος, ἄκαιρος καὶ διαβολικὴ καινοτομία, ἤτοι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ (Παπικοῦ) ἡμερολογίου ὑπὸ τοῦ Μασώνου προκατόχου Σας, Μελετίου Μεταξάκη, παρασύραντος τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Χρυσόστομον Παπαδόπουλον». Πρβλ. ἐπίσης ΠΡΩΤΟΠΡ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ὁ Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας· μὲ ἀναφορὲς στὴν έπικαιρότητα, ἐκδ.  Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 78ἑ.
34. Διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» στό ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 958ἑ. [1056ἑ.]: «Δύναται δὲ ἡ φιλία αὕτη καὶ ἀγαθόφρων πρὸς ἀλλήλους διάθεσις ἐκφαίνεσθαι καὶ τεκμηριοῦσθαι εἰδικώτερον, κατὰ τὴν γνώμην ἡμῶν, ὡς ἑξῆς: “α’) διὰ τῆς παραδοχῆς ἑνιαίου ἡμερολογίου πρὸς ταυτόχρονον ἑορτασμὸν τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπὸ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν”».
35. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου 1923), ἐν Κωνσταντινουπόλει (ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου) 1923, σ. 84ἑ: «Μεταξὺ ὅμως τῶν ζητημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς ἀπασχολήσωσιν, ἔχομεν καταγράψῃ καὶ τὰ ἀφορῶντα εἰς τὴν ἕνωσιν ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὴν ἕνωσιν τῆς Ὀρθοδόξου καὶ τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας. Ἰδοὺ διατί χαιρετίζομεν μὲ ἰδιαιτέραν ὅλως χαρὰν τὴν Ὑμ. Σεβασμιότητα ὡς πρόεδρον τῆς ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία ἐργάζεται ἐν Λονδίνῳ πρὸς τὸν αὐτὸν σκοπόν».
36. Ριζοσπαστικές καί καινοτόμες (ἀντικανονικές) ἀλλαγές πού ἐπέκειντο, ἔθιγαν ζητήματα σημαντικά ὡς ἡ μοιχεία, ἡ νηστεία, ἡ κληρική ἐνδυμασία, τά κωλύματα γάμου, ἡ μοναχική κουρά (ὁ ἀνεξάλειπτος χαρακτήρας της), τό ὅριον ἡλικίας γιά Κληρικούς κ.λπ. Βλ. ἀντιστοίχως Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις, αὐτόθι, σσ. 174.173.172(158). 162.155.154.
37. «Death of Patriarch Meletios, peasant born Prince of Christendom» (by Our Special Correspondent), The Church Times (2.8.1935), στό Α. ΤΗΛΛΥΡΙΔΗΣ, «Μελέτιος Μεταξάκης. Ἀνέκδοτα κείμενα», Texts and Studies. A Review for Hellenism in Diaspora 7 (1988) 284: «Had his ambition been granted him, that of becoming Patriarch of Jerusalem, he would have held in his own person almost every great see in the ancient Orthodox Church. In every post he made no secret of his principles as a conservative reformer, letting it be known in America that he would welcome a married episcopate, that would not have to be drawn only from the failing reservoir of the monasteries, and that he could envisage short hair and “clerical dress” as a substitute for the not very ancient monastic robe worn by the Orthodox priests of to-day […] and was able to take the first great over step towards Anglo- Orthodox intercommunion by his official recognition of Anglican Orders, as “fully as good as those of Rome”. If he desired the Throne of Jerusalem, it was because he felt that he could spend the last years of his life in carrying out the necessary and unwelcome reforms there».
38. ΙΩ. ΣΑΜΑΡΑΣ, «Ιστορία  της Στοάς “Αρμονία” υπ΄ αριθ. 44 εν Ανατ. Κωνσταντινουπόλεως», Πυθαγόρας 101 (2011) 156.
39. ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ, Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Μητροπολίτου Μελετίου Μεταξάκη κανονικῶς καὶ κατὰ τοὺς Γενικοὺς Κανονισμοὺς ἐξεταζομένη, ἐκδ. «Προμηθεύς», ἐν Ἀθήναις 1921, σ. 29: «Οἱ πλεῖστοι τούτων δὲν ἐξελέγησαν ὑπὸ τῶν ἐπαρχιωτῶν αὐτῶν κατὰ τὴν ἀνέκαθεν ἐπικρατοῦσαν ἐν ἑκάστῃ ἐπαρχίᾳ τάξιν, ὡς ἀπῄτει ἡ μνημονευθεῖσα ἐγκύκλιος τῆς Συνόδου, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκ τῶν ἐπαρχιῶν προερχομένων Χριστιανῶν. Καὶ ἂν μὲν ἐξελέγοντο ἐν Κωνσταντινουπόλει οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Κεμαλοκρατουμένων ἐπαρχιῶν, τὸ πρᾶγμα θὰ ἦτο ἀνεκτόν. Ἀλλὰ παρὰ πάντα λόγον καὶ νόμον ἐξελέγησαν ἐν Κωνσταντινουπόλει οἱ ἀντιπρόσωποι καὶ τῶν ἄλλων ἐπαρχιῶν, μηδαμῶς συμμετεχουσῶν αὐτῶν, τινὲς δὲ καὶ ἐξελέγησαν ὑπ΄ αὐτῆς τῆς συνελεύσεως».
40. «Meletios II, Orthodox Patriarch of Alexandria» (from a Correspondent), The Times (13.6.26) στό Α. ΤΗΛΛΥΡΙΔΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., 176: «Meletios is a man whose character and career command our interest […] then, in 1921, came a call to higher office, with his election, under the influence of Venizelist partisans, to the Patriarchate of Constantinople».
41. ΜΗΤΡ. ΔΡΑΜΑΣ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ, Τὸ Πατριαρχικὸν Ζήτημα. Ἡ ἐκλογὴ τοῦ Μεταξάκη. Τὸ Ἀρχιερατικὸν ἐν Θεσ/νίκῃ Συνέδριον 16-22 Δεκεμβρίου 1921, Δράμα 1922.
42. Π. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία, τόμ. Β΄, ἐκδ. Κυρομᾶνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 533: «Ὁ Νικόλαος Λούβαρις (1885-1961) εἶναι ὁ μεγαλύτερος θρησκευτικὸς στοχαστὴς τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος».
43. Ἐπί παραδείγματι Μ. ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 83-87 (οἱ ὁποῖες εἶναι λῆμμα γιά τόν Λούβαρι) καί Β.Α. ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., μέρος α΄, ἐκδ. Βασδέκης, Ἀθήνα 2001, σ. 237· ἐδῶ, στό λῆμμα «Βραχμανισμός» γίνεται ἀναφορά στόν Καθηγητή Λούβαρι ὡς σέ συνάδελφο Μασόνο («ἀδελφό»): «Βραχμανισμός. Ἡ ὀρθόδοξος θρησκεία τῶν Ἰνδῶν. Κατά τόν ἀδ. Ν. Λούβαρην, ὁ βραχμανισμός εἶναι βαθμίς τῆς ἐξελίξεως ἐν τῇ Ἰνδικῇ θρησκείᾳ, ἡ διαδεχθεῖσα τήν βεδικήν».
44. Κ.Ν. ΑΝΤΩΝΑΚΕΑΣ, Κοσμικοὶ κύκλοι· θέματα μεταψυχικῆς Νίκου Ἀ. Ἀντωνακέα, Ἀθῆναι 1967, σ. 106.
45. Δ. ΜΑΓΚΡΙΩΤΗΣ, Θεοσοφία. Ἡ διδασκαλία καὶ αἱ πλάναι της, Ἀθῆναι 1967, σσ. 48-51.
46. R. STEINER, Der Orient im Lichte des Okzidents – Die Kinder des Luzifer und die Brüder Christi, Gesamtausgabe Vorträge, Rudolf Steiner Verlag, Dornach / Schweiz 1982, σ. 21: «Nur das Kreuz ist es, das dem richtigen Verständnis Lebensmut und Lebensglauben gibt; der Stern aber ist es, der Stern, den einstmals Luzifer, der Lichtträger, inne-hatte, der aber diesem verlorengegangen und an das Christus-Prinzip übergegangen ist, der Stern, der uns in jedem Augenblicke erleuchten kann, wenn wir uns ihm hingeben, über die Richtigkeit, über das Unbezweifelbare unseres geistigen Inhaltes».
47. Οἱ Μεγάλοι Μύσται, Βιβλιοθήκη Βιβλιογραφιῶν, ἐπιμελητὴς τῆς ὕλης Ν. Λούβαρης, Καθηγητὴς Πανεπιστημίου, ἐπιμελητὴς ἐκδόσεως Μιχ. Γ. Πετρίδης, ἐκδ. «Δέλτα», Ἀθῆναι, σ. 249.
48. Οἱ Μεγάλοι Μύσται, αὐτόθι, σ. 62: «... καὶ ὅλοι παρακολούθησαν τὰ μαγικὰ παιχνίδια ποὺ ἔκαναν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἀαρών» καί σ. 41: «Παραδέχτηκε καὶ ἀνέχτηκε πολλὲς δεισιδαιμονίες καὶ στοιχεῖα τῆς πρωτόγονης θρησκείας, ὅπως τὴ λατρεία τοῦ φιδιοῦ, τῶν φετίχ, τὴν ἀποδεικτικὴ δοκιμασία μὲ τὰ βασανιστήρια, γιὰ νὰ ἐξακριβώσῃ τὴν ἐνοχὴ ἑνὸς κατηγορουμένου, τὴν πολυγαμία, τὶς προσφορὲς τῶν μαλλιῶν, τὶς ξένες εὐχές, τὴν πίστη στὰ κακοποιὰ πνεύματα, τὴ μαγεία, τὴ θυσία τῶν πουλιῶν καὶ τῶν ζώων, τὴ φαλλικὴ λατρεία».
49. ΕΔ. ΣΥΡΕ, Ἡ θεία ἐξέλιξις· ἀπὸ τῆς Σφιγγὸς μέχρι τοῦ Χριστοῦ, Βιβλιοθήκη Ξένων Κλασσικῶν 2, εἰσαγωγὴ Ν. Λούβαρι, μτφρ. Ἐπ. Μπούφαλι, ἐκδ. «Φάρος», Ἀθῆναι 1948, σσ. 66.67: «Εἰς τὴν ἰουδαιοχριστιανικὴν παράδοσιν ἡ πάλη εἰς τὸν οὐρανὸν καλεῖται “Πτῶσις τοῦ Ἑωσφόρου”. Αὐτὸ τὸ γεγονός, ποὺ προηγήθη καὶ προεκάλεσε τὴν δημιουργίαν τῆς Γῆς, δὲν ὑπῆρξε ἓν τυχαῖον περιστατικόν. Ἀπετέλει μέρος τοῦ θείου σχεδίου, ἀλλ’ ἡ περὶ αὐτοῦ ἀπόφασις ἀφέθη εἰς τὴν πρωτοβουλίαν τῶν Δυνάμεων [...] Ὁ Ἑωσφόρος δὲν εἶναι ὁ Σατανᾶς, τὸ Πνεῦμα τοῦ κακοῦ, ὅπως τὸν παρέστησε ἡ ὀρθόδοξος καὶ λαϊκὴ παράδοσις [...] Θὰ ἴδωμεν βραδύτερον διατί ὁ Ἑωσφόρος, Πνεῦμα τῆς Γνώσεως καὶ τῆς ἐλευθέρας Ἀτομικότητος, ἦτο ἐξ ἴσου ἀναγκαῖος εἰς τὸν κόσμον, ὅσον καὶ ὁ Χριστός, Πνεῦμα τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Θυσίας· πῶς, ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπίνη ἐξέλιξις προκύπτει ἐκ τοῦ ἀνταγωνισμοῦ των· πῶς, τέλος, ἡ τελικὴ καὶ ἀνωτέρα ἁρμονία των ὀφείλει νὰ ἐπιστέψῃ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν θεότητα».
50. ΕΔ. ΣΥΡΕ, αὐτόθι, σ. 16: «Τοιουτοτρόπως ἀπέβη ἐμπνευσμένος κήρυξ τοῦ Ὑπερπέραν [...] ... πρὸς τὸ ἱερὸν Γράλ, ὁ συμβολισμὸς τοῦ ὁποίου καταυγάζει καὶ τὴν τέχνην καὶ τὸ περιεχόμενον τῆς πλουσίας συγγραφικῆς δημιουργίας τοῦ συμπαθοῦς φιλοσόφου καὶ ποιητοῦ. Εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς ραψῳδὸς τῆς ποιήσεως καὶ τῆς λυτρώσεως, ἐνθουσιώδης ἐρμηνεὺς τῆς μεγάλης νοσταλγίας τῆς ἀνθρωπότητος».
51. Μ. ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 85.
52. Ν.Ι. ΛΟΥΒΑΡΙΣ, «Ἡ ψυχολογία τῆς θρησκείας καὶ ἡ σχέσις αὐτῆς πρὸς τὴν Θεολογίαν», Θεολογία 23 (1952) 194: «Εἶναι ἀληθὲς ὅτι τὴν χρησιμοποίησιν τῆς ψυχολογίας εἰς τὴν θεολογίαν καὶ ἰδίᾳ τὴν ἔξαρσιν τῆς γνώσεως τῶν ψυχολογικῶν τύπων καὶ τῆς ποικιλίας τῶν θρησκευτικῶν των ἐκδηλώσεων, καυτηριάζουν πολλοὶ ὡς ὑπερβολήν, ὡς ψυχολογιαρχίαν, ὡς μονομερῇ θεώρησιν θρησκευτικῶν φαινομένων ἀπὸ τῆς ὑποκειμενικῆς μόνον, τῆς ψυχολογικῆς των πλευρᾶς. Τοῦτο πράττει πρὸ πάντων ἡ Διαλεκτικὴ Θεολογία. Παρορᾷ ὅμως ὅτι αἱ διαφοραὶ τῆς θρησκευτικότητος εἶναι καὶ αὐταὶ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ὡς καὶ ὅτι ἡ παραμέλησις τῆς γνώσεως τῶν ψυχολογικῶν τύπων καὶ τῆς ποικιλίας τῆς θρησκευτικῆς των ἐκφράσεως ὁδηγεῖ εἰς ἀκρότητας, εἰ καὶ ἀντιθέτους πρὸς τὰς ἐκ τῆς ψυχολογιαρχίας ἀπειλουμένας».
53. Ν.Ι. ΛΟΥΒΑΡΙΣ, αὐτόθι, Θεολογία 23 (1952) 33: «Τέταρτον, βιογραφίαι ὑπερόχων θρησκευτικῶν φυσιογνωμιῶν, οἵας ἔχομεν εἰς τὰ βιβλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς, εἰς τὸν βίον τοῦ Πλωτίνου, τοῦ Πορφυρίου, εἰς τὰς πηγὰς τοῦ βίου τοῦ Βούδδα, εἰς τὴν ἁγιολογίαν τῶν μέσων αἰώνων».
54. Ν.Ι. ΛΟΥΒΑΡΙΣ, αὐτόθι, Θεολογία 23 (1952) 62.63: «Ἔπειτα εἰς τὴν ἱστορικὴν θεολογίαν πρόκειται μέγας πλοῦτος ψυχικῶν γεγονότων καὶ φαινομένων τῆς ἐσωτερικῆς ἐμπειρίας, ὄνειρα, ὁράσεις, προφητεῖαι, ἀσκητικαὶ κινήσεις, αἱρέσεις, μορφαὶ ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος. Ἡ γνῶσις τῆς ψυχολογίας τῆς θρησκείας καὶ κατ΄ ἀκολουθίαν τῆς ἐσωτερικῆς νομοτελείας τοῦ θρησκευτικοῦ βίου τῆς ψυχῆς συμβάλλει εἰς τὴν διάγνωσιν τῆς φύσεως αὐτῶν, τῶν ἐλατηρίων καὶ τῶν σκοπῶν, καθιστᾷ οὕτω ἐρευνητὰ αὐτὰ ἐκ τῶν ἔνδον καὶ προφυλάττει ἀπὸ τὸν κίνδυνον τῆς παραμελήσεως αὐτῶν ὡς δῆθεν μὴ δεκτικῶν λόγου φαινομένων».
55. H.P. BLAVATSKY, Isis Unveiled; A master-key to the Mysteries of Ancient and Modern Science and Theology, vol. 1 (Science), ed. J.W. Bouton, New York 1877, σ. 38· «… the difference in creeds and religious practice was only external […] It is for philology and psychology to find the end of the thread. That done, it will then be ascertained that, by relaxing one single loop of the old religious systems, the chain of mystery may be disentangled».
56. Βλ. τό ἄρθρο του, ΕΥ.Δ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Ἡ χριστιανικὴ ἑνότης μέσα στὴν ποικιλομορφία», Προβλήματα Θεολογικὰ-Φιλοσοφικά 26 (Ἰανουάριος 1978) 5-19 (ἐκδ. Μονὴ Πατέρων Ἰησουϊτῶν).    
57. K. HILLARD, An Abridgement of The Secret Doctrine by Helena Petrovna Blavatsky, The Quarterly Book Department, New York 1907, σ. 555: «To the first of the two queries the answer is: We believe it because the first law in nature is uniformity in diversity, and the second-analogy». Ἐπίσης, βλ. «The essential truth of Christianity» (by a Christian and a Theosophist), The Theosophical Path 5 (July-December 1913) 234: «Theosophy does not seek to make men all of one pattern; unity is only possible if there is diversity».
58. Μ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 905 (Παράρτημα VI): «Δημήτριος Σ. Μπαλάνος, θεολόγος, πρύτανης Πανεπ. Αθηνών 1946, ακαδημαϊκός, Στοά Πυθαγόρας».
59. Π. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, «Μπαλᾶνος Δημήτριος», ΘΗΕ 9 (1966) στ. 146· «Ὁ Μπαλᾶνος ὑπῆρξεν ἐκ τῶν πρώτων τῶν ἀσχοληθέντων μὲ τὰ προβλήματα τῆς προσεγγίσεως τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, ὄχι δὲ μόνον συνέταξε σχετικὰς πραγματείας, ὡς ἡ Ἀνάγκη τῆς Συνεργασίας τῶν Ἐκκλησιῶν (1932) καὶ Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία καὶ αἱ Σχέσεις της πρὸς τὰς ἄλλας Ἐκκλησίας (1940), ἀλλὰ καὶ μετέσχε τῶν οἰκουμενικῶν συνεδρίων Κοπεγχάγης, Στοκχόλμης, Λωζάννης καὶ Πράγας».
60. Π.Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 522: «Αἱ ἄλλαι δογματικαὶ ἐργασίαι του δὲν περιέχουν τίποτε τὸ ἰδιαίτερον, διότι στηρίζονται εἰς δυτικὰ πρότυπα. Ἐπειδὴ ἐνεφορεῖτο ὑπὸ ὀρθολογιστικοῦ πνεύματος, δὲν ἱκανοποιεῖτο καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἐνασχόλησιν μὲ τὴν δογματικὴν καὶ ἐστράφη πρὸς ἄλλα πεδία [...] στερεῖται τῆς ἐμβαθύνσεως εἰς τὸ πνεῦμα τῶν πατέρων καὶ τῆς καταξιώσεως προσώπων καὶ ἰδεῶν [...] Τὸ ἐνδιαφέρον του διὰ τὴν οἰκουμενικὴν κίνησιν καὶ διὰ τὸν στενὸν σύνδεσμον τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν κόσμον ἦτο μέγα».
61. Δ.Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΣ, Οἱ Βυζαντινοὶ Ἐκκλησιαστικοὶ Συγγραφεῖς ἀπὸ τοῦ 800 μέχρι τοῦ 1453, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1951, σ. 145· «Εἶναι ὄντως λυπηρὸν ὄτι τόση ἐχύθη μελάνη καὶ τόσον ἀπησχόλησε σπουδαίους κατὰ τὰ ἄλλα ἄνδρας τῆς ἐποχῆς, καὶ δὴ μετὰ τόσης ἑκατέρωθεν ἐμπαθείας, εἰς ἐποχὴν καθ΄ ἣν τὸ κράτος εὐρίσκετο εἰς τόσον δυσχερεῖς συνθήκας, ζήτημα “τόσον προσκροῦον εἰς τὴν ἡμετέραν λογικήν”». Αὐτή ἡ ἄποψή του ἔχει ἐπικριθεῖ ἀπό τόν Πρωτοπρεσβύτερο Καθηγητή Θεόδωρο Ζήση, ΠΡΩΤΟΠΡ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Θεολόγοι τῆς Θεσσαλονίκης, Πατερικὰ 4, ἐκδ. «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2013, σ. 113.
62. Στό Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 201: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εὐτυχῶς, οὐδέποτε διατρανώσασα τοιαύτας τάσεις, οὐδένα ἔχει λόγον νὰ ἔλθῃ εἰς σύγκρουσιν πρὸς τὸν Μασωνισμόν, ἐφ΄ ὅσον μάλιστα τὰ πλεῖστα τοὐλάχιστον τῶν μελῶν του εἶναι ἐν ἀδιαρρήκτῳ συνδέσμῳ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἧς θέλουσι νὰ εἶναι πιστὰ τέκνα».
63. Στό Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, αὐτόθι, σσ. 203-224.
64. Σέ παραπομπή (σ.18) σέ προσωπικό γράμμα τοῦ Ἐλευθεροτέκτονος Νικολάου Βουργίδη (ἀργότερα Μ. Διδασκάλου τῆς Μ. Στοᾶς τῆς Ἑλλάδος) ἀπευθυνόμενο στόν Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερο Καθηγητή Γεώργιο Μεταλληνό στίς 25 Ἀπριλίου 2012, εὐγενῶς γνωστοποιηθέν στόν γράφοντα ἀπό τόν παραλήπτη του. Τό ἄρθρο αὐτό καταρρίφθηκε ἀπό τόν ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΝ, Ἡ Μασωνία ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, ἐκδ. Ἱ.Μ. Κεχαριτωμένης, Ἀθῆναι 19937, σσ. 110-112.
65. Στό ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦ. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, αὐτόθι, σ. 111: «Ὁμολογῶ ὅτι οὐδέποτε θὰ κατετασσόμην εἰς Σωματεῖον τὸ ὁποῖον δὲν ἐκθέτει σαφῶς καὶ πλήρως τὰ καθ΄ ἑαυτό, καὶ ὅτι οὐδεμίαν ᾐσθάνθην ποτὲ τάσιν ἢ κλίσιν πρὸς τὰς ὑπερμυστικιζούσας καὶ ὑπερσυμβολικιζούσας τῆς Μασωνίας ἀρχάς, ἃς ἄλλως δὲν θεωρῷ συμβιβαζομένας πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ὅπερ ζητεῖ φῶς καὶ δημοσιότητα».
66. Πυθαγόρας 31 (1990) 22; σέ παραπομπή στό ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΒΕΡΚΙΟΣ, «Αἱ σχέσεις Παπισμοῦ-Μασονίας κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνας (Γ΄)», Ὀρθόδοξος Τύπος 2119 (03.06.2016) 5.
67. Τί είναι η Μασωνία; (Ιστορική διάλεξη Χρήστου Μανέα, 1990) https://www.youtube.com/watch?v=OtBs0XAW4gc (βλ. μετά τό 1:10:00).
68. Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, «Ἀλιβιζᾶτος Ἁμίλκας», ΘΗΕ 2 (1963) στ. 161.162: «Κατὰ τὴν αὐτὴν ἐποχὴν (1918) μετέσχε τῆς ὑπὸ τὸν Μελέτιον ἀποστολῆς εἰς Ἀμερικήν […] Συνδεθεὶς ἐν Ἀμερικῇ μετὰ τῆς Χριστιανικῆς Ἀδελφότητος τῶν Νέων καὶ τοῦ John Mott, ἐγένετο ἐν Ἑλλάδι ἐκ τῶν ἱδρυτῶν τῆς εἰρημένης ὀργανώσεως ἐν Ἀθήναις καὶ Θεσσαλονίκῃ».
69. Βλ. ΜΟΝ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ἡ Μασονία καὶ οἱ Πατριάρχες. Ἡ μασονικὴ προώθηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», http://www.impantokratoros.gr/741CE610.el.aspx (ἡ σημείωση 66 ἀναφέρεται στόν G. Bromley Oxnam).
70. Βλ. τό γράμμα τοῦ B. Oxnam στό Εὐχαριστήριον. Τιμητικὸς τόμος ἐπὶ τῇ 45ετηρίδι ἐπιστημονικῆς δράσεως καὶ τῇ 35ετηρίδι τακτικῆς Καθηγεσίας Ἁμίλκα Ἀλιβιζάτου, Ἀθῆναι 1958, σσ. λγ΄. λδ΄.
71. Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., στ. 163· «Ἕνεκα τούτων δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος οἰκουμενικῶς ἀνεγνωρισμένος θεολόγος καὶ παράγων τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καὶ τῆς ἐν αὐτῇ προβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας»
72. «Ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ Καθηγητοῦ Σάββα Ἀγουρίδη», Παρακαταθήκη 64 ( Ἰανουάριος-Φεβρουάριος 2009) 12ἑ.
73. W. JUDGE, «Information for members of the T.S.» στό The Theosophical Congress held by the Theosophical Society at the Parliament of Religions (World’s Fair of 1893, at Chicago, Ill., September 15, 16, 17) I Report of Proceedings and Documents, American Section Headquarters T.S., New York 1893, σ. 7.
74. A History of the Ecumenical Movement, 1517-1968, ed. R. Rouse and St.C. Neil, WCC, Geneva 19934, σ. 341· «Surely there has been no more hopeful development towards a real spiritual union of Christendom than the ... Federation [i.e. the World’s Student Christian Federation], which unites in common purpose and work the coming leaders of the Church and State in all lands». Βλ. ἀκόμη FR. PETER A. HEERS, The Missionary Origins of Modern Ecumenism; Milestones Leading up to 1920, Uncut Mountain Press, Greece 2007, σσ. 21-25.
75. Περί τῆς συνδυασμένης δράσεως τῶν Ροκφέλλερ, Τζόν Μόττ καί διαφόρων Οἰκουμενικῶν Ὀργανισμῶν, ὅπως ἐπίσης καί περί τῆς ἀδελφότητος Φί Βῆτα Κάππα, βλ. ΜΟΝ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ἔνθ’ ἀνωτ., σημειώσεις 42 ἕως 63.
76. Γ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ, ἔνθ’ ἀνωτ., στ. 162 (βλ. καί τήν ὑποσημείωση 68 τοῦ παρόντος ἄρθρου).
77. «Ἄδικος ἐπίκρισις τοῦ περὶ Τεκτ.·. ὑπομνήματος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς» Πυθαγόρας-Γνώμων (ἐπίσημον ὄργανον τοῦ Ὑπάτου Συμβουλίου τοῦ 33ου καὶ τῆς Μεγάλης Ἀνατολῆς τῆς Ἑλλάδος) Γ3 (Μάρτιος 1934) 89.
78. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις, ἔνθ’ ἀνωτ, σ. 89: «1) Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον συνεννοούμενον προηγουμένως μετὰ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἔχον τὴν γνώμην αὐτῶν θὰ δηλώσῃ εἰς τὴν Κοινωνίαν τῶν Ἐθνῶν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προθύμως ἔχει ὅπως ἀποδεχθῇ τὸ μέλλον νἀ ἐξευρεθῇ νέον ἡμερολόγιον, ἐφ΄ ὅσον τοῦτο ἤθελον ἀποδεχθῇ πᾶσαι αἱ χριστιανικαὶ ἐκκλησίαι. Ἐὰν δὲ ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν ἐθεώρει ἑαυτὴν ἀναρμοδίαν ὅπως δεχθῇ τὴν τοιαύτην δήλωσιν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπαφίεται εἰς αὐτὸ νά πράξῃ τὸ δέον».
79. Πρβλ. ΑΝ. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ, «Η γένεση της οικουμενικής κίνησης του 20ου αιώνα και η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας» στό Ιστορία της Ορθοδοξίας 8 (Η Ορθοδοξία σε διάλογο), σ. 236 : «Έτσι, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και τα επακόλουθά του, ο κόσμος που αναζητούσε νέο προσανατολισμό, η ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών (1919), η αναμέτρηση με τα ολοκληρωτικά συστήματα, ειδικά με το φασισμό, ενίσχυσαν την άποψη ότι οι εκκλησίες έπρεπε να βγουν από τη θεσμική τους απομόνωση και να κάνουν την οικουμενική υπόθεση δική τους [...] για τον N. Söderblom αυτό ήταν ένα πνευματικό ερώτημα που αφορούσε στην αξιοπιστία των εκκλησιών και της μαρτυρίας τους».
80. Πυθαγόρας 8 (Ἰανουάριος 1930) 13: «Ζωντανὸν παράδειγμα δι΄ ἡμᾶς τοὺς Ἕλληνας εἶναι ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, καὶ ἐκ τῶν συγχρόνων τεκτονικῶν προσπαθειῶν, ἡ Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, τὸ Ἐτήσιον Διεθνὲς Συνέδριον Εἰρήνης, ἡ Near East Relief, ἡ Χριστιανικὴ Ἀδελφότης τῶν Νέων, καὶ ἄλλοι ἀναρίθμητοι ἀνθρωπιστικοὶ καὶ ἐκπολιτιστικοὶ ὀργανισμοί».
81. Βλ. λ.χ. E. LENNHOFF & O. POSNER, ἔνθ’ ἀνωτ., στ. 213: «Bourgeois, Léon Victor Auguste, französischer Staatsmann, Pazifist und Verfechter der Menschenrechte […] ständiges Mitglied des Haager Schiedsgerichthofes, 1919 Erster Vorsitzender des Völkerbundrates». Λεξικό Ελληνικής Μασονίας, τόμ. 1 (A-K), ἐκδ. Βιβλία για Όλους, Κύπρος, σ. 21: «Αλεξανδρόπουλος Π. Ιωάννης ( ; - 1929): Διπλωμάτης, υπηρέτησε ως πρέσβης της Ελλάδος στη Σερβία το 1910 και αργότερα στην Πράγα. Ήταν ο πρώτος αντιπρόσωπος της Ελλάδος στην Κοινωνία των Εθνών».
82. T. PAINE, «Rights of Man. Being an answer to Mr. Burke’s attack on the French Revolution (part I)» στό The Political and Miscellaneous Works of Thomas Paine, vol. 1, London 1819, σσ. 56.57 [531.532]: «Toleration is not the opposite of Intoleration, but the counterfeit of it. Both are despotisms. The one assumes to itself the right of withholding Liberty of Conscience, and the other of granting it […] Who, then, art thou, vain dust and ashes! By whatever name thou art called, whether a king, a bishop, a church, or a state, a parliament, or any thing else, that obtrudest thine insignificance between the soul of man and his Maker? Mind thine own concerns. If he believes not as thou believest, it is proof that thou believest not as he believeth, and there is no earthly power can determine between you».
83. E. LENNHOFF & O. POSNER, ἔνθ’ ἀνωτ., στ. 1585: «Die Einsicht in die Bedingtheit aller Wahrheiten bildet bei der freimaurerischen Toleranzidee das auslösende Motiv. […] Die wichtigste Aufgabe der Freimaurerei ist, in das an sich unduldsame, von verantwortungslosen Führern aufgepeitschte Massengeschehen durch Erziehung, vor allem ihrer eigenen Glieder, T. zu tragen. Durch diese Mission wirkt sie an der Vergeistigung und Befriedung der sozialen Wechselbeziehungen in hervorragender Weise mit und ist in diesem Sinne berufen, ein wichtiger Kulturfaktor zu sein, wenn sie ihrer Sendung gerecht wird. Die Loge hat keine wichtigere Aufgabe, als die Erziehung zur Duldsamkeit».

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top