(Πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου, ''Περί του ζητήματος του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου)



«Η Ἐκκλησία καθ’ ἥν ἐποχήν μετέθετε τάς ἀνωτέρω ἑορτάς δέν ἦτο ἀκόμη πλήρως κατηρτισμένη καί δέν εἶχεν ὁλοκληρώσει διά τῶν ἐπτά Οἱκουμενικῶν Συνόδων τό καθεστώς αὐτῆς. Ἀφ’ ἧς ὅμως ἐθέσπισε τό καθεστώς αὐτῆς καί ἀφοῦ καταρτισθεῖσα πλήρως «τό τέλειον εἴληφεν» ὡς λέγει ἡ Συνοδική πρᾶξις τοῦ Ἱερεμίου, καί ἀφοῦ ὕψωσεν ὡσεί δόγμα τάς παραδόσεις καί τάς συνηθείας αὐτῆς καί ἀνεθεμάτισε πάντα νεωτερισμόν καί πᾶσαν παράβασιν αὐτῆς, οὐδεμίαν ἀπολύτως ἐπέφερε μεταβολήν εἰς τάς ἑορτάς. Καί διά τοῦτο τό ἑορτολόγιον τῆς Ἐκκλησίας προσηρμοσμένον εἰς τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον ἔμεινεν καί κατά τούς δ΄ καί ε΄ αἰῶνας ἀναλλοίωτον, διότι οὐδείς ἄνευ νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἶχε τήν τόλμην νά κάμνη μεταθέσεις ἑορτῶν, ὑποπίπτων ὡς νεωτεριστής εἰς τάς ἀπαγορεύσεις καί τά ἀναθέματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Λέγει ἀκόμη ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ὅτι ἀπό αἰῶνος, ὅτε ἐγένοντο αἱ ἀνωτέρω μεταθέσεις ἑορτῶν τινῶν, μέχρι τῆς ἐποχῆς καθ’ ἤν ἔληξαν καί αἱ περί τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα διαφωνίαι, οὐδείς ἐτόλμησε νά εἴπη ὅτι ἀνετράπη ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Λέγει δέ τοῦτο, διότι οἵ τε Ζηλωταί Ἁγιορεῖται καί πάντες οἱ χριστιανοί οἱ μή δεχθέντες τήν καινοτομηθεῖσαν τελευταίως ἡμερολογιακήν ἀνατροπήν καί διά τοῦτο εὐλόγως καί δικαίως κληθέντες Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι, κατήγγειλαν καί κατεδίκασαν τήν διά τῆς αὐθαιρέτου εἰσαγωγῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου ἐπελθοῦσαν διαίρεσιν τῶν Ἐκκλησιῶν καί διάσπασιν τῆς ἑνότητος αὐτῶν. ‘Αλλά καί ἐν τῶ κεφαλαίῳ τούτῳ δέν λέγει τήν ἀλήθειαν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν σοφιστευόμενος καί παραπλανῶν τούς ἀναγνώστας του. Διότι ἀείποτε μέριμνα τῶν Πατέρων ἦτο νά μή ἀνατραπῆ ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. ‘Ακριβῶς δἐ διά τήν ἐνότητα ταύτην ἐμερίμνησε ἡ πρώτη ἐν Νικαία Οἰκουμενική Σύνοδος, ἵνα ὡς διεκήρυξεν αὕτη: «Οἱ ἀνά πᾶσαν τήν Οἰκουμένην Χριστιανοί τόν αὐτόν ἑορτάζουσι χρόνον» καί διότι – ὡς γράφει εἰς τήν Συνοδικήν ἐπιστολήν του, ὀ Βασιλεύς Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας – εἶναι δεινόν καί ἀπρεπές «κατά τάς αὐτάς ἡμέρας ἐτέρους μέν ταῖς νηστείαις σχολάζειν, ἑτέρους δέ συμπόσια συντελεῖν…».
Πῶς λοιπόν λέγει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅτι οὐδείς ἐτόλμησε νά εἴπη εἰς τήν παλαιάν ἐποχήν ὅτι ἀνετρέπετο ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐκ τῆς μεταθέσεως διαφόρων ἑορτῶν; Δέν διεμαρτύροντο οἱ Πατέρες ἀπό τοῦ τετάρτου ἀκόμη αἰῶνος διά τάς διαφοράς καί διαφωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐξ’ αἰτίας τῶν ἐν διαφόροις ἡμέραις τελουμένων ἑορτῶν καί νηστειῶν ὑπό ἐκάστης Ἐκκλησίας; Δέν διεμαρτύρετο ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὀ ἅγιος ‘Επιφάνιος Ἐπίσκοπος Κύπρου, ὀ Μακάριος Θεοδώρητος, ὁμιλοῦντες περί τῆς «χλεύης διά τήν ἐν τῆ Ἐκκλησία διαφωνίαν» περί τοῦ «ἐπικινδύνου καί ὀλεθρίου τῆς πρός τόν Θεόν άπειθείας ἐν τῆ πρός ἀλλήλους διαστάσει» καί περί τόσων ἄλλων ἐκδηλούντων διαμαρτυρίαν διά τήν καθημερινήν τότε ἀνατροπήν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας; Βεβαίως δέ ἀφοῦ ἔληξαν αἱ περί τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα διαφωνίαι καί ἀφοῦ μετά τάς Οἰκουμενικάς Συνόδους καί τήν πλήρη κατάρτισιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπαγιώθη ἠ Ἐκκλησιαστική ἑνότης ἐν τῆ Ὀρθοδοξίᾳ καί ἀπηγορεύθη δι’ ἀναθέματος πᾶσα καινοτομία, καί συνεπῶς πᾶσα μετάθεσις ἑορτῶν, οὐδεμία ἐδόθη πλέον ἀφορμή νά καταγγείλῃ τις τήν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλ’ ἀφοῦ μετά τόσων αἰώνων ἑνότητα ἡ νεωτεριστική μανία ἡ καταλαβοῦσα καί τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί εἰσαγαγοῦσα ἄνευ κοινῆς συμφωνίας ἁπασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τήν Γρηγοριανήν μεταρρύθμισιν διέσπασε τήν ἑνότητα ταύτην καί διήρεσε τούς Χριστιανούς εἰς τά τῆς λατρείας αὐτῶν» 

(Αρσενίου Κοττέα ''ΑΝΤΕΛΕΓΧΟΣ ΑΒΑΣΙΜΟΥ ΚΑΙ ΑΣΥΣΤΑΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ.ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΘΗΝΩΝ'').


«Η αντικανονικώς πραγματοποιηθείσα μονομερής εισαγωγή τού διορθωμένου Γρηγοριανού ημερολογίου εις τήν καθ’ ημάς αγιωτάτην Εκκλησίαν, μεθ’ όλων τών επί τρείς καί πλέον δεκαετηρίδας θλιβερών συνεπειών, παρέσχεν εις αυτήν καί έν πολυτιμότατον δίδαγμα. Τό δίδαγμα τού σεβασμού εις τάς παραδόσεις τής Εκκλησίας, διδασκόντων αυτών τών μή μετακινηθέντων από αυτάς παλαιοημερολογιτών.
Η Εκκλησία, είτε ως δόγμα, είτε ως λειτουργική παράδοσις, είτε ως ιδιάζουσα πνευματικότης, είτε ως γραπτή νομοθεσία, είτε ως άγραφος παράδοσις, αποτελεί από αιώνων έν ολοκληρωμένον σύνολον, μή υποκείμενον εις ουδεμίαν αλλοίωσιν εκ τής υποψίας, τάχα, ότι δείται τελειώσεως. Είναι εν Αγίω Πνεύματι πλήρης, κεκορεσμένη, ανενδεής εξ ανθρώπων. Ήδη είναι συντηρουμένη καί κατευθυνομένη υπό τού Αγίου Πνεύματος, εν τή πνευματική αυτής στρατεία πρός τάς αρχάς τού σκότους.
 
Η παράδοσις τής Εκκλησίας ευρίσκει έκφρασιν εν τώ συνδυασμώ τών Ι. Συνόδων καί τών Αγίων Πατέρων. Η διατυπωθείσα αλήθεια εν ταίς Ι. Συνόδοις καί η διδασκαλία τών αγίων πατέρων, συνιστούν τήν Παράδοσιν, τήν αλήθειαν τής Ορθοδοξίας.
  
Όσοι αποδέχονται τήν Παράδοσιν τής Εκκλησίας ως ισόκυρον μέ τάς Αγίας Γραφάς καί αγωνίζονται δι’ αυτήν, είναι μάρτυρες τή προαιρέσει. Διά τούτο φρονούμεν, ότι οι καλούμενοι παλαιοημερολογίται προσέφερον ανυπολόγιστον υπηρεσίαν εις τής Εκκλησίαν διά τής εμμονής αυτών εις τό παλαιόν εορτολόγιον. Τό ισχυρότερον επιχείρημα τών παλαιοημερολογιτών, είναι αυτή η αντικανονική εισαγωγή τού ημερολογίου εις τήν Εκκλησίαν, ήτις διέσπασε τήν εξωτερικήν ενότητα, πράξις υποκειμένη κατά τούς Ι. Κανόνας εις ποινήν, μήπω εισέτι λαβούσαν χώραν.

(ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ ''ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ''ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΙΤΗΣ'' ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1957)


0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top