Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος για τη διακοπή μνημοσύνου και την αποτείχιση από τους οικουμενιστές



Ο αείμνηστος αγωνιστής Ιεράρχης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος (+1984), υπήρξε ο πρώτος, εκ των νεοημερολογιτών Επισκόπων της Ελλάδος, που είχε διακόψει το μνημόσυνο του ονόματος του αιρετικού πατριάρχου Αθηναγόρα. Αυτό συνέβη το 1970. Όπως και σήμερα πολεμούνται οι αποτειχιζόμενοι από τους οικουμενιστές ψευδοποιμένες, από δήθεν αδελφούς ορθοδόξους και μάλιστα "αντιοικουμενιστές", έτσι και ο Μητροπολίτης Αμβρόσιος πολεμήθηκε την εποχή εκείνη, τόσο από την τότε Ιερά Σύνοδο της κρατούσης Εκκλησίας, όσο και από "θεολόγους" και "επιστήμονες" της εποχής. Ένας από αυτούς, ο Ιωάννης Παναγόπουλος, δικηγόρος, γνώστης τάχα και του κανονικού δικαίου της Εκκλησίας και φίλος του Αθηναγόρα, επέκρινε σφοδρότατα τον Αμβρόσιο, αλλά και τους άλλους δύο Επισκόπους που αποτειχίσθηκαν από τον Αθηναγόρα (Φλωρίνης Αυγουστίνο και Παραμυθίας Παύλο), χαρακτηρίζοντας τη διακοπή του μνημοσύνου ως αντικανονική και απαιτώντας την τιμωρία τους. Παραθέτουμε από την απάντηση του Μητροπολίτου Αμβροσίου (δημοσιεύθηκε στον "Ορθόδοξο Τύπο" στις 15-4-1971) ορισμένα αποσπάσματα προς ωφέλεια των αδελφών μας που έχουν πειστεί από τους σημερινούς πολέμιους της αποτείχισης ότι με τη διακοπή της κοινωνίας με τους οικουμενιστές ψευδεπισκόπους δήθεν τιθόμαστε εκτός Εκκλησίας. Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί να υπάρχει τέτοια πολεμική ενάντια στην Αποτείχιση. Η απάντηση είναι απλή. Αποτείχιση και διακοπή μνημοσύνου σημαίνει για τον κληρικό που θα την τολμήσει καθαίρεση και στέρηση του κρατικού μισθού, για τον λαϊκό, όνειδος και περιφρόνηση. Οι "συντηρητικοί" "αντιοικουμενιστές" ελεγχόμενοι από την συνείδησή τους ως κοινωνούντες με τους οικουμενιστές, προσπαθούν να πείσουν τους ορθοδόξους χριστιανούς, μα περισσότερο τον ίδιο τους τον εαυτό, ότι η Αποτείχιση είναι άκρο, η διακοπή του μνημοσύνου παρεκτροπή από την "βασιλική οδό" που τάχα αυτοί βαδίζουν. Η εκκλησιαστική ιστορία και οι πράξεις των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας βοούν, όμως αυτοί στην καλύτερη περίπτωση κωφεύουν , αν δεν θεωρούν την προβαλλόμενη στάση των Πατέρων ως παλαιοημερολογιτικό τέχνασμα. Αφού δεν ακούν τους Πατέρες, ας ακούσουν έναν δικό τους Επίσκοπο, από τους λίγους αγωνιστές που έβγαλε η επίσημη Εκκλησία.

Γράφει ο αείμνηστος Αμβρόσιος:

"...Διατί αγνοεί ο γνωμοδοτήσας ότι εν τη εκκλησιαστική ζωή και ιστορία επανειλημμένως η ευθιξία των Ορθοδόξων συνειδήσεων ωδήγησεν εις διακοπήν μνημοσύνου όχι μόνον προ Συνοδικής καταδίκης του ενόχου, αλλά και προ της διά ρητού Κανόνος παροχής τοιούτου δικαιώματος; Αναφέρω μίαν συγκεκριμένην περίπτωσιν. Όταν ο Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος απέρριψε τον όρον "Θεοτόκος", πολλοί των υπ' αυτών Κληρικών έπαυσαν αμέσως το μνημόσυνόν του, καίτοι ακόμη ούτε ο Νεστόριος είχε δικασθή, ούτε ο όρος αυτός είχε δογματισθή δι' επισήμου Συνοδικής αποφάσεως, ούτε καν υπήρχεν ο 15ος Κανών της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο δίδων δικαίωμα της παύσεως μνημοσύνου διά κηρυσσόμενα  αιρετικά φρονήματα. Οι Κληρικοί ούτοι κατεδικάσθησαν Συνοδικώς υπό του Νεστορίου, ως αντικανονικώς ενεργήσαντες (αυτό ακριβώς ζητεί και δι' ημάς ο γνωμοδοτών!). Τί συνέβη μετά ταύτα; Πρώτον: Ο Άγιος Κύριλλος και ολόκληρος η Εκκλησία Αλεξανδρείας ηγνόησαν τελείως την καταδίκην των εν λόγω Κληρικών, επήνεσον αυτούς δι' ό,τι έπραξαν και εδέχοντο αυτούς εις εκκλησιαστικήν κοινωνίαν. Δεύτερον: Η μετ' ολίγον συνελθούσα Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, εξετάσασαν την διδασκαλίαν του Νεστορίου και ευρούσα αυτήν μη Ορθόδοξον, κατεδίκασεν μεν αυτόν, εδικαίωσε δε όσους είχον παύσει το μνημόσυνόν του προ Συνοδικής καταδίκης, ως ορθώς ενεργήσαντας. Και ταύτα επαναλαμβάνομεν αιώνας όλους πριν υπάρξει επίσημον κανονικόν θέσπισμα (ο 15ος Κανών της Πρωτοδευτέρας) το οποίον να παρέχει ρητώς δικαίωμαν παύσεως μνημοσύνου "προ Συνοδικής διαγνώσεως"! Τα αγνοεί αυτά ο γνωμοδοτήσας;
...Ο 15ος Κανών της Πρωτοδευτέρας δεν αξιοί να έχη καταδικασθή υπό Οικουμενικής Συνόδου μία διδασκαλία ως αίρεσις, ίνα θεμελιωθή δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου του κηρρύσοντος ταύτην. Λέγει απλώς: "Δι' αίρεσιν τινά παρά των αγίων Συνόδων ή Πατέρων  κατεγνωσμένην...". Αρκεί λοιπόν και η γνώμη των επί μέρους Πατέρων! (Άλλωστε ουκ ολίγα Δόγματα φέρονται εν τη ζωή και τη πράξει και τη διδασκαλία της Εκκλησίας και δεν έτυχον διατυπώσεως παρ' ουδεμιάς Οικουμενικής Συνόδου).
...Με ερωτά ο γνωμοδοτών: Έπρεπεν ο Πατριάρχης να ηρωτήση προηγουμένως εμέ αν ενέκρινον τα διάφορα διαβήματά του; Βεβαίως όχι! Ποίος είμαι εγώ ώστε να με ερωτήση ο Πατριάρχης; Θα ήτο τραγική δι' εμέ τοιαύτη αξίωσις! Είχον όμως μίαν άλην αξίωσιν: Να ερωτήση τας Συνόδους του 867, του 879, του 1009, του 1054, του 1341, του 1347, του 1351, του 1440, του 1441, του 1443, του 1450, του 1484, του 1722, του 1727, του 1838, του 1848, του 1895, να ερωτήση τους αγίους Πατέρας και τους σοφούς Διδασκάλους της Εκκλησίας, να ερωτήση τον άγιον Φώτιον, τον ιερόν Θεοφύλακτον, τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν, Συμεών τον Θεσσαλονίκης, τον άγιον Μάρκον Ευγενικό, τον Ευγένιον Βούλγαριν, τον Νικηφόρον Θεοτόκην, τον άγιον Νικόδημον, τον άγιον Νεκτάριον και λοιπούς και λοιπούς και λοιπούς, να ερωτήση πολλώ μάλλον, τας σεπτάς και θεοκινήτους Οικουμενικάς Συνόδους, αι οποίαι διά των αγίων και ιερών Κανόνων των απαγορεύουν, επί ποινή καθαιρέσεως, (ή όχι κ. Παναγόπουλε;), πάσαν συμπροσευχήν μετά αιρετικών, σχισματικών ή και ακοινωνήτων, και αν όλοι ενέκρινον τα διαβήματά του, τας δηλώσεις του, τας συμπροσευχάς του, τους εν γένει τρόπους του, τότε μάλιστα! Ουδείς θα είχε δικαίωμα να διαφωνήση, ουδείς να διαμαρτυρηθή, ουδείς να εμποδίση. Όταν όμως ο Παναγιώτατος ενεργή αντιθέτως προς Συνόδους, προς Πατέρας, προς Κανόνας, ως εάν πάντες αυτοί να μη είχοναληθινήν αγάπην και να μη ενδιεφέροντο διακαώς διά την πλήρωσιν του Κυρίου "ίνα πάντες εν ώσιν", αλλά να ήσαν πλήρεις μίσους και αδιαφορίας, τότε και ημείς δικαιούμεθα (δικαιούμεθα ή υποχρεούμεθα, εκόντες άκοντες;) να ενεργήσωμεν αντιθέτως προς τον Παναγιώτατον! Δι' ημάς υπέρ πάντα Πατριάρχην κείνται οι άγιοι Πατέρες, αι σεπταί Σύνοδοι, οι ιεροί Κανόνες. Και, ευρισκόμενοι τυχόν προ θλιβερών διλημμάτων υπακοής, θα προτιμήσωμεν (και ήδη προτιμώμεν) την υπακοήν προς τους Πατέρας, τας Συνόδους, τους Κανόνας! Λυπηρά και συγκλονιστικά τα οιαδήποτε διλήμματα, αλλ' όταν τίθενται, κάποια φευ! Η εκλογή πρέπει αφεύκτως να γίνη! Και δι' ημάς ερρίφθη ήδη ο κύβος! Ο Θεός μεθ' ημών!"


ΠΗΓΗ ''ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ''

(ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΜΑΣ BLOG)

Αυγουστίνος Καντιώτης: Πως φθάσαμε στην διακοπή του μνημοσύνου του πατριάρχου Αθηναγόρα το 1970


Τί προηγήθηκε (Φεβρ. 1970).




Μόλις ἔγινα ἐπίσκοπος ὡρισμένοι παλαιοημερολογῖται μὲ κατηγοροῦσαν, ὅτι δὲν ἔπαυσα τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ποὺ δὲν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, καὶ δὲν τὸν ἀπεκήρυξα ὡς αἱρετικό.


Ελευθ. & Ζωσα Εκ..μΤὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου στὴν θ. λειτουργία, τὸ «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, … ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον,  ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, δὲν ἔχει τὴν ἔννοια βεβαιώσεως ὅλων αὐτῶν· ἐκφράζει εὐχή, ὁ Κύριος νὰ χαρίζῃ στὸν ἐπίσκοπο ἢ στὸν πατριάρχη ψυχικὴ εἰρήνη, σωματικὴ ὑγεία, ἀγαθὴ φήμη, καὶ διδασκαλία κατὰ πάντα ὀρθόδοξη.
Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας χωρὶς ἀμφιβολία εἶχε προβῆ σὲ ἐνέργειες, ποὺ τὸν ἔφεραν μακριὰ ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα· μοῦ ζητοῦσαν λοιπὸν νὰ τὸν κηρύξω γι᾿ αὐτὲς αἱρετικό, νὰ τὸν διαγράψω ἀπὸ τὰ δίπτυχα καὶ νὰ παύσω τὸ μνημόσυνό του.
Τοὺς ἀπήντησα, ὅτι ὡρισμένες ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου ἦταν παραβάσεις ἱ. κανόνων πού, ἂν ἀποδειχθοῦν ἀληθινές, συνεπάγονται καθαίρεσι. Ἀλλὰ ποιός θὰ τοῦ ἐπιβάλῃ τὴν καθαίρεσι; Τὸ ἁρμόδιο ὄργανο γιὰ κληρικοὺς εἶνε ἡ Σύνοδος, καὶ γιὰ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν κατέστη ὑπόδικος ἐνώπιον αὐτῆς, καὶ ἔτσι παρέμενε στὸ θρόνο.
Ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῶν παλαιοημερολογιτῶν, ἡ καθαίρεσι καὶ ὁ ἀφορισμὸς διακρίνονται σὲ «δυνάμει» καὶ σὲ «ἐνεργείᾳ». Κληρικὸς ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, μέχρις ὅτου κριθῇ ἀπὸ Σύνοδο, μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ δυνάμει καθῃρημένος· ἐνεργείᾳ καθῃρημένος καθίσταται μόνο μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ κρίσι. Τὸ ίδιο λέει καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Πηδάλιο (Ἀθῆναι 19829, σ. 4-5).
Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου. Γιὰ παραβάσεις δηλαδὴ ἱ. κανόνων ἐθεωρεῖτο δυνάμει καθῃρημένος, δὲν ἦταν ὅμως καὶ ἐνεργείᾳ. Ἀλλ᾿ ὑπῆρχαν καὶ ἐνέργειές του ποὺ ἔθιγαν δόγματα. Καὶ στὴν περίπτωσι αὐτή, ἀφοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει διδασκαλίες ἀντορθόδοξες, δὲν ἀπαιτεῖται προηγουμένως ἀπόφασι καθαιρέσεως ἀπὸ ἁρμόδιο συνοδικὸ δικαστήριο· ἡ καθαίρεσις ἐπέρχεται αὐτομάτως κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τὸν ὁποῖο καὶ ἐγὼ ὡς ἱεροκῆρυξ εἶχα μνημονεύσει καὶ εἶχα ζητήσει ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Β. Ἑλλάδος νὰ τὸν ἐφαρμόσουν καὶ νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη. Γιατί τώρα, μὲ ρωτοῦσαν, ποὺ γίνατε ἐπίσκοπος τῆς Βορείου Ἑλλάδος, δὲν ἐφαρμόζετε ὁ ίδιος τὸν κανόνα καὶ δὲν διακόπτετε τὴν πνευματικὴ σχέσι μὲ τὸν πατριάρχη;
Ἀπάντησις. Ἐξακολουθῶ νὰ πιστεύω ὅ,τι πίστευα καὶ τότε. Δὲν ἐφαρμόζω ὅμως ἀκόμη τὸν κανόνα αὐτόν, ὄχι διότι φοβοῦμαι· διεκινδύνευσα ἤδη τὸ θρόνο κατ᾿ ἐπανάληψιν γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ ἱ. κανόνων. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἔχω τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἐφαρμόσω, τρέμω καὶ ἰλιγγιῶ ἐμπρὸς στὴν εὐθύνη ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ μία ἐνέργεια ποὺ θὰ ἔχῃ χαρακτῆρα δονήσεως μέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Ἐρευνῶ λοιπὸν καὶ βασανίζω τὸ πρᾶγμα βαθύτερα, καὶ περιμένω πληροφορία τῆς συνειδήσεώς μου, ἡ ὁποία ἰσχυρῶς νὰ μὲ πείθῃ ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα. Παρακολουθῶ μὲ προσοχὴ καὶ ἀγωνία τὴν ἐξέλιξι τῆς καταστάσεως. Βλέπω, ὅτι καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνησυχοῦν καὶ διερωτῶνται· ποῦ πᾶμε; Κάτι φοβερὸ ἐγκυμονοῦν οἱ καιροί μας. Συνεχῶς προετοιμάζω τὴν ψυχή μου, τὸ ποίμνιό μου, καθὼς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν φίλων ἀναγνωστῶν, γιὰ τὴν κρίσιμη ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Είθε ὁ Κύριος ἀποτρέψῃ ἀπὸ μᾶς τὸ πικρὸ ποτήριο. Είθε νὰ μὴ διασπασθῇ ἡ ἑνότης διὰ τῆς πραγματοποιήσεως ἐνδομύχων πόθων ὡρισμένων οἰκουμενιστῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώσει τὸ πότε καὶ πῶς θὰ ἐφαρμόσω τὸν ἀνωτέρω κανόνα, δὲν θὰ μοῦ τὸ ὑποδείξουν ἀνεύθυνα πρόσωπα, ἀλλὰ ἡ συνείδησί μου, ἀκούγοντας καὶ τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἐκείνου ποὺ ἀγωνίσθηκε μαζί μου σὲ ἡμέρες σκληρᾶς δοκιμασίας (Ἡ κανονικότης τῆς ἐκλογῆς καὶ χειροτονίας μου, Ἀθῆναι 1990, σσ. 144-151).

* * *

 παῦσις ἔγινε πλέον (Μάρτιο 1970). 

Ἐπικροτῶ τὴν πρᾶξι τοῦ μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, ποὺ ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἐξ αἰτίας καὶ νεωτέρων δηλώσεών του περὶ κοινοῦ ποτηρίου, πρωτείου, ἀλαθήτου καὶ φιλιόκβε. Ἡ παῦσις ὁπωσδήποτε θὰ ἐπεκταθῇ. Καὶ ἄλλοι ἱεράρχαι  ἑτοιμάζονται νὰ διαμαρτυρηθοῦν. Ἡ κατάστασι ἐκτραχύνεται. Τὸ σκάνδαλο παίρνει διαστάσεις. Τὸ γόητρο τοῦ Πατριαρχείου πέφτει. Πλησιάζει κάποια τρομακτικὴ διάσπασις τῆς ἑνότητος τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου· θὰ ἐπακολουθήσῃ πνευματικὸς ὄλεθρος. Νά τ᾿ ἀποτελέσματα τοῦ διαλόγου ποὺ ἄρχισαν πάπας καὶ πατριάρχης. Ὁ διάλογος εἶνε πονηρὴ παγίδα τοῦ παπισμοῦ γιὰ νὰ διαλύσῃ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ Διαρκὴς Ἱ. Σύνοδος, ὅπως παρετήρησαν καὶ ἄλλοι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ τὴν κατάστασι. Εἶνε ἀνάγκη νὰ συγκληθῇ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία στὸ κεφαλαιῶδες τοῦτο ζήτημα εἶμαι βέβαιος ὅτι μὲ θαυμαστὴ ἑνότητα θὰ στηλιτεύσῃ τὶς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ θ᾿ ἀπευθύνῃ διάγγελμα πρὸς ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο, ποὺ εἶνε ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς ἀντικανονικὲς καὶ ἀντορθόδοξες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἴσως ὁ πατριάρχης, πρὸ τοῦ κινδύνου καταδίκης του ἀπὸ ὅλη τὴν Ἱεραρχία, ν᾿ ἀνανήψῃ.
Ἡ Διαρκὴς Ἱ. Σύνοδος, ἀμέσως μετὰ τὴ δημοσίευσι τῶν φρικωδῶν δηλώσεων τοῦ πατριάρχου περὶ πρωτείου, ἀλαθήτου τοῦ πάπα καὶ φιλιόκβε, θὰ ἔπρεπε νὰ συγκληθῇ σὲ ἔκτακτη συνεδρίασι, ν᾿ ἀπευθύνῃ ἐρώτημα στὸν πατριάρχη ἂν εἶνε ἀκριβεῖς ἢ ὄχι οἱ δηλώσεις, καὶ νὰ καθησυχάσῃ τὸν ὀρθοδόξου λαοῦ. Ἱεράρχαι ποὺ διαμαρτυρήθηκαν ἢ καὶ ἔπαυσαν τὸ μνημόσυνο, ὄχι μόνο ἀπαλλάσσονται ἀπὸ εὐθύνη, ἀλλὰ εἶνε καὶ ἄξιοι ἐπαίνου, διότι ἑρμήνευσαν ὀρθὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Δημιουργήθηκε σοβαρὸ ζήτημα πίστεως καὶ κρίσεως τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, τὸ ὁποῖο μόνο ἡ Ἱεραρχία μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ. Τὶς τυχὸν ἐναντίον διαμαρτυρομένων ἱεραρχῶν φωνὲς ἀπίστων, ἀθέων,  πνευματιστῶν, μασόνων, οἱ ὁποῖοι εἶνε ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι καὶ ληξιαρχικῶς μόνο ἀνήκουν στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρέπει νὰ περιφρονήσουμε σὰν γαυγίσματα μικρῶν σκύλων, ὅπως διδάσκουν ἀείμνηστοι πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς ἀκούσουμε τὰ πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ ὁποῖα ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς Ἑλλάδος στρέφουν ἐναγωνίως τὰ βλέμματά τους πρὸς τοὺς ποιμένας, ζητώντας ῥωμαλέα ὑπεράσπισι τῆς πατροπαραδότου εὐσεβείας (Ἀπολογισμὸς μιᾶς 4ετίας, Ἀθῆναι 1971, σσ. 123-125).

* * *

Μετὰ τὴν διακοπή (Φεβρ. 1973). 

Μᾶς κατηγοροῦν, ὅτι δὲν σεβόμεθα τὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὅλως αὐθαιρέτως διεκόψαμε τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου.
Ὄχι, ἀδικοῦν τὴν ἀλήθεια ὅταν λένε «ὅλως αὐθαιρέτως». Τὸ ἀληθὲς εἶνε τὸ τελείως ἀντίθετο. Ἐὰν ἀνοίξετε τὸ Πηδάλιο καὶ μελετήσετε τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τότε θὰ δῆτε ὅτι ὄχι «ὅλως αὐθαιρέτως» ἀλλὰ «ὅλως κανονικῶς» διεκόψαμε τὴ μνημόνευσι τοῦ πατριάρχου. Τὴν διεκόψαμε μετὰ ἀπὸ φρικώδεις δηλώσεις του περὶ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, περὶ φιλιόκβε κ.λπ.. «Γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» διεκηρύσσοντο, σὲ παγκόσμιο κλίμακα, ἀντορθόδοξες διδασκαλίες, ποὺ ἔχουν καταδικασθῆ ἀπὸ πλῆθος Συνόδους. Οἱ δὲ τρεῖς μητροπολῖται τῆς Βορείου Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μὲ πόνο ψυχῆς προχωρήσαμε στὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, μὲ ἔγγραφο πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο δηλώσαμε ὅτι, ἐὰν ὁ πατριάρχης διέψευδε τὶς σχετικὲς δηλώσεις, ἐμεῖς θὰ ἐπαναλαμβάναμε τὸ μνημόσυνο. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἐκεῖνος ἐπέμεινε στὶς πεπλανημένες ἀντιλήψεις του. Τὸ δὲ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἱ. Σύνοδος, παρ᾿ ὅλες τὶς πιέσεις ποὺ δέχθηκε, δὲν προχώρησε νὰ ἐπιβάλῃ κυρώσεις ἐναντίον μας, δείχνει ὅτι κατὰ βάθος ἀνεγνώριζε τὴν ὀρθότητα τῆς ἐνεργείας μας. Προσέφερε δὲ ἡ ἐνέργειά μας αὐτὴ ὑψίστη ὑπηρεσία στὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὑπῆρξε ἕνα φρένο στὸν πατριάρχη, ποὺ ἔσπευδε πυραυλοκινήτως πρὸς ἄκαιρον ἕνωσιν μὲ τοὺς παπικούς (Ἀπαντήσεις ἐπὶ ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, Ἀθῆναι 1973, σσ. 49-50).


† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος






ΠΗΓΗ ''Π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ''

(ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΜΑΣ BLOG)

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ''ΠΑΤΕΡΙΚΗ'' ΣΤΑΣΗ ΕΙΣ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ!


Ἀναγνώσαμε ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸ ἰστολόγιο ''ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ'', τὸ ὁποῖο ἀναφέρει σχετικὸ διάλογο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ καὶ τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς διὰ τὸ θέμα τῆς ἡμερίδος περὶ Ἀποτειχίσεως ποὺ θὰ ὀργανώσει ἡ Μητρόπολη.
Ἐμεῖς δὲν θὰ σχολιάσουμε τὸ ἄρθρο, ἀλλὰ θὰ ἐπικεντρωθοῦμε εἰς τὴν ''ὁμολογία'' ποὺ κάνει ἡ Μητρόπολη Πειραιῶς ἀναφέροντας ὅτι:


Δυστυχῶς, ἡ Μητρόπολη Πειραιῶς δὲν μᾶς λέγει ποιοὶ εἶναι οἱ ''παλαιοὶ πατέρες'' οἱ ὁποῖοι ''συμφωνοῦν'' μὲ τὰ πιστεύω τὰ δικά τους! Μάλιστα ἐτήρησαν καὶ διαφορετικὴ στάση σὲ σχέση μὲ τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἀποτειχίζονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς! Θὰ θέλαμε νὰ δοῦμε τὰ παραδείγματα αὐτῶν τῶν ''παλαιῶν πατέρων'', ποὺ δὲν διευκρινίζει ποιοὶ εἶναι αὐτοί, ποὺ μᾶς λέγει ἡ Μητρόπολη Πειραιῶς.

Ἀφοῦ ἀκολουθοῦν τούτη τὴν ''Πατερικὴ στάση'', τότε δυστυχῶς δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς εὐχηθοῦμε ''καλό ἀγώνα'', διότι ἡ στάση ποὺ ἀκολουθοῦν, οὔτε ἀγώνα περιέχει, οὔτε ὁμολογία ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ, ἀλλὰ ἕναν χαρτοπόλεμο λόγων καὶ ἰδεῶν χωρὶς κάποιο ὄφελος. Μᾶλλον ὑπάρχει ὄφελος τὸ ὁποῖο μόνο τους Οἰκουμενιστὲς ἱκανοποιεῖ.

Δεῖτε καὶ ὁλόκληρη τὴν ἐπιστολὴ



Ο ΦΟΒΟΣ (1ο ΜΕΡΟΣ)



Οι Πατέρες συμπεριλαμβάνουν στα πάθη τον φόβο και τις συγγενείς προς αυτόν καταστάσεις, που συνιστούν μορφές ή διαβαθμίσεις του, όπως τη φοβία, το δέος, τον τρόμο και επιπλέον το άγχος, την αγωνία, την αδημονία.



Γενικά, ο φόβος προκαλείται από τον κίνδυνο στέρησης ή πόνου/δοκιμασίας, μέσω της ιδέας ή του αισθήματος ότι θα χάσουμε ή ενδεχομένως θα χάσουμε αυτό, που επιθυμούμε ή αυτό στο οποίο είμαστε προσκολλημένοι.

Ωστόσο, ο φόβος, -που ορίζεται κατ' αυτό τον τρόπο- είναι δυνατόν ν' αποτελεί αρετή παρά πάθος. 

Σημειώνει σχε­τικά ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας: «Ει και πάθος ο φόβος, ως βούλονταί τινες, ότι φόβος εστί πάθος, ουχ ο πας φόβος πά­θος». 

Πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε δύο είδη φόβου.

1) Το πρώτο είδος φόβου, που ο Θεός ενέβαλε στον άν­θρωπο κατά τη δημιουργία του, -συνεπώς ανήκει στην αν­θρώπινη φύση-, έχει διπλή μορφή.

α) Η πρώτη του μορφή είναι μια δύναμη, που συνδέει τον άνθρωπο με την ίδια την ύπαρξή του και τον κάνει να φο­βάται για την απώλεια της ίδιας της ψυχής και του σώματός του. Μέσω αυτού του φόβου στις στοιχειωδέστερες εκδηλώσεις του, ο άνθρωπος προσαρμόζεται στη ζωή και το είναι, ενώ φοβάται ο,τιδήποτε θα ήταν δυνατόν να τα διαβρώσει και να τα καταστρέψει [Σ.τ.μ.: Τη ζωή και το είναι]. 

Επιπλέ­ον αποστρέφεται το μη-είναι και την ανυπαρξία, όπως το εξηγεί ο Άγιος Μάξιμος, που υπογραμμίζει ότι η συγκεκρι­μένη ροπή είναι φυσική, δηλαδή ανήκει στην ίδια τη φύση του ανθρώπου: «Ει γαρ εξ ουκ όντων τα όντα γενόμενα, και του όντος, ου του μη όντος, έχουσι ανθεκτικήν δύναμιν· ταύτης δε κατά φύσιν ίδιον η προς τα συστατικά ορμή, και προς τα φθαρτικά αφορμή»· μετέχει των λόγων, «των δημιουργικώς αυτή [Σ.τ.μ.: «Τη ανθρωπίνη φύσει»] παρ' α(Α)υτού εντεθέντων». Και ο ίδιος γράφει σε άλλο σημείο: «Εστί γαρ και κατά φύσιν και παρά φύσιν δειλία [Σ.τ.μ.: Φόβος]· και κατά φύσιν δειλία εστί, δύναμις κατά συστολήν του όντος ανθεκτι­κή».

Ακριβώς με την ίδια έκφραση, «δύναμιν κατά συστολήν του όντος ανθεκτικήν», χαρακτηρίζει το φόβο, ο Αγιος Ιω­άννης Δαμασκηνός και συμπληρώνει ότι θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αντιστοιχεί στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, την ορμή της ζωής, την έμφυτη ροπή ότι οφείλουμε να παρα­μείνουμε στο είναι και να διαιωνίσουμε την ύπαρξή μας. Ιδιαίτερα εκδηλώνεται ως φόβος του θανάτου που συνιστά φυσική ροπή, καθώς ο Δημιουργός μας έδωσε τη ζωή για να τη διατηρήσουμε και η φθορά και ο θάνατος αποτελούν φαινόμενα αντίθετα στη φύση.

β) Η δεύτερή του μορφή είναι ο «φόβος του Θεού», που στην αρχική βαθμίδατου είναι ο φόβος της θείας τιμωρίαςκαι στην ανώτερη βαθμίδα του ο φόβος της απομάκρυνσης και του αποχωρισμού από το Θεό. Η δεύτερη μορφή φόβου συνδέεται φυσικά με την προηγούμενη: ο προσκολλημένος στη ζωή και το είναι του άνθρωπος, φοβούμενος την απώλειά τους, εάν γνωρίζει την πραγματική φύση τους, τρέμει πιθανόν τον χωρισμό από το Θεό, που είναι η αρχή και το τέλος τους, η πηγή και το νόημά τους. Ακόμη υψηλότερα από τη βιολογική ζωή, για τον άνθρωπο που συνειδητοποιεί το θεμέ­λιο της πραγματικότητας, βρίσκεται η εν Χριστώ ζωή, για την απώλεια της οποίας φοβάται. Να γιατί στον πνευματικό άνθρωπο, ο φόβος του Θεού και ο φόβος αυτών που είναι δυ­νατόν να τον χωρίσουν από τον Θεό, -της αμαρτίας και του Πονηρού που οδηγούν στο θάνατο της ψυχής (πρβλ. Ματθ. 10, 28. Λουκ. 12, 5)-, εξαφανίζουν το φόβο του θανάτου. Ο θάνατος της ψυχής είναι ο μόνος, που οφείλει να φοβάται ο άνθρωπος, καθώς του στερεί οριστικά όλη τη ζωή, ενώ ο βιολογικός θάνατος μόνο πρόσκαιρα χωρίζει την ψυχή από το σώμα και αποσυνθέτει μόνο τη γήινη και φθαρτή μορφή της ύπαρξης.

Το πρώτο είδος του φόβου, που μόλις παρουσιάσαμε στις δύο μορφές του, συνιστά αρετή, που κατείχε ο Αδάμ στην προπτωτική κατάστασή του. 

Πράγματι, ο προορισμός του Αδάμ ήταν να γίνει κατά χάρη αθάνατος, αλλ' ήταν επιδεκτι­κός θανάτου εξαιτίας της ελεύθερης βούλησής του, εάν μέσω αυτής ερχόταν σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Να για­τί ο Θεός λέγει στον Αδάμ και την Εύα: «Από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ' αυτού· η δ' αν ημέρα φάγητε απ' αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2, 17). Ο φόβος, (συγχρόνως, του θανάτου και του χωρισμού από το Θεό),ήταν ένα από τα μέσα που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, για να τον βοηθήσει να τηρεί την εντολή Του και να προφυλάσσεται από τ' αποτελέσματα της παράβασής της.

2) Το δεύτερο είδος φόβου, το οποίο οι Πατέρες θεωρούν ως πάθος, αποτελεί συνέπεια του προπατορικού αμαρτήμα­τος. Εκδηλώνεται πάντα με τη μορφή αποστροφής, που νιώθει ο άνθρωπος έναντι αυτού που είναι δυνατόν να φθεί­ρει και να καταστρέφει την ύπαρξή του· ο όρος ύπαρξη δεν αναφέρεται όμως στο κατά Θεόν είναι του ανθρώπου, αλλά στο πεπτωκός είναι του, στο οποίο προσκολλάται με τη φιλαυτία. Εμφανίζεται πάντα πριν από κάθε φόβο θανάτου, αλλά πλέον για διαφορετικό λόγο σε σχέση με την πρώτη μορφή. Λαμβάνει πολυποίκιλες μορφές, και θα ήταν κουρα­στικό να τις απαριθμήσουμε στο σημείο αυτό. Θ' αναφέρου­με μαζί με τον Αγιο Μάξιμο, για να χαρακτηρίσουμε το συγκεκριμένο φόβο ότι συμμετέχει στα πάθη που οφείλονται στη στέρηση της ηδονήςκαι έρχεται όπως εκείνα ως αποτέ­λεσμα αυτού που η φιλαυτία κατεργάζεται μέσω της οδύνης ψυχής και σώματος: ο άνθρωπος φοβάται μήπως χάσει ένα αισθητό αντικείμενο, η κατοχή του οποίου (πραγματική ή φανταστικά πρόωρη) του παρέχει συγκεκριμένη αισθητή απόλαυση. Φοβάται επίσης και την αιτία της πιθανής απώ­λειας του αντικειμένου. Η ιδέα ή η αίσθηση της πιθανής αυτής απώλειας γεννά στην ψυχή του κατάσταση δυσφορίας και ταραχής, των οποίων τις συνέπειες υφίσταται και στο σω­ματικό πεδίο εξίσου: «Ποτέ μεν η ψυχή, ποτέ δε το σώμα προεδειλίασε, και τω ετέρω του πάθους μετέδωκεν», σημει­ώνει ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος.

Σε όλες τις περιπτώσεις ο φόβος-πάθος αποκαλύπτει πρόσδεση και αγάπη στον κόσμο τούτο: στα αγαθά του, στην αισθητή ηδονή τους, καθώς επίσης και στο συγκεκριμένο τρόπο ζωής, καθώς αυτή η ζωή κατανοείται ως προϋπηρεσία για να φτάσει κάποιος στην απόλαυση. Από τότε είναι δυνα­τόν να επανασυνδέσουμε στη συγκεκριμένη μορφή φόβου, κάθε φόβο θανάτου, που δεν υπήρχε πριν για παράδειγμα, όπως στο πλαίσιο του φυσικού φόβου μπορούμε να συνά­ψουμε το φόβο απώλειας της ζωής, ο οποίος αναγνωρίζεται: 

α) ως αγαθό που προσφέρεται από το Θεό και προϋπηρεσία για να ενωθούμε μαζί Του,
β) ως απώλεια των αισθητών ηδονών του κόσμου, τις οποίες η ζωή επιτρέπει ν' απολαύ­σουμε. Η βασική αυτή σχέση του πάθους του φόβου και της κοσμικής ζωής, -που κατανοείται και βιώνεται σαρκικά-, αξιολογείται συχνά στο πλαίσιο της διδασκαλίας των Πατέ­ρων. 

Ο Άγιος Ισαάκ γράφει: «Ότε [άνθρωπος] εν τη γνώ­σει και τη πολιτεία του σώματος ίσταται, εκ του θανάτου πτο­είται». Ένα απόφθεγμα αναφέρει: «Ρωτήθηκε ένας Γέροντας: "Γιατί φοβάμαι όταν περπατώ στην έρημο;» Και απάντησε: «Γιατί εξακολουθείς να ζεις"!». Και ένα ακόμη: «Αδελφός ρώτησε ένα Γέροντα: "Γιατί με καταλαμβάνει φό­βος όταν μου τυχαίνει να βγαίνω μόνος τη νύκτα;" Και ο Γέ­ροντας απαντά:«Γιατί η ζωή τού κόσμου εξακολουθεί να έχει αξία για σένα»».

Ενώ το πρώτο είδος του φόβου είναι «κατά φύσιν», το δεύτερο, που συνιστά κακό πάθος, είναι «παρά φύσιν» και «παρά λόγον». Οφείλεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος απομάκρυνε το διπλό σκοπό του φόβου, -φυσιολογικό και φυσικό-, που τον συνέδεε με το αληθινό είναι του και το Θεό, για να τον καταστήσει φόβο απώλειας του πεπτωκότος είναι τού αποχωρισμού από τον αισθητό κόσμο, και απώλειας της εμπαθούς ζωής και της αντίστοιχης, προς αυτή, ηδονής. Αντί να φοβάται ό,τι απειλεί την ύπαρξή του και ιδιαίτερα την πνευματική του ύπαρξη, ο άνθρωπος αρχίζει να φοβάται ό,τι θέτει σε κίνδυνο το αισθητό είναι του και τις απολαύσεις, που καρπώνεται απ' αυτό.

Στο σημείο αυτό φαίνεται ότι ο κατά Θεόν φόβος και ο «κοσμικός» φόβος δε συνιστούν δύο διαφορετικές στάσεις εκ φύσεως, αλλά ουσιαστικά την ίδια διάθεση και στάση, προσανατολισμένη προς δύο διαφορετικούς σκοπούς. Τούτο προκύπτει από τις πατερικές διδασκαλίες, όπου οι δύο σκοποί παρουσιάζονται ως αποκλείοντες ο ένας τον άλλο: αν φο­βόμαστε κάποιο πράγμα του κόσμου αυτού, τούτο συμβαίνει γιατί δε φοβόμαστε το Θεό· αντίστροφα, όποιος φοβάται το Θεό, δεν έχει τίποτε να φοβηθεί: «ο δούλος Κυρίου γενόμενος τον οικείον Δεσπότην και μόνον φοβηθήσεται· ο δε τούτον ούπω φοβούμενος, την εαυτού σκιάν πολλάκις πεφόβηται», γράφει για παράδειγμα ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Για το λόγο αυτό εξάλλου οι Πατέρες αναφέρουν ότι ο φόβος-πάθος ευνοείται από την ακαρπία της ψυχής, εξαι­τίας της απώλειας της θείας παρουσίας σ' αυτήν: «Εφοβήθην ότι γυμνός ειμί», εξομολογείται ο Αδάμ, μετά το αμάρτη­μά του (Γεν. 3, 10).

Όπως όλα τα υπόλοιπα πάθη, ο φόβος παρουσιάζεται από τους Πατέρες ως νόσος. Κύριος λόγος, που μόλις πα­ρουσιάσαμε είναι η διαστροφή της ενάρετης φυσικής διάθε­σης και στάσης σε παρά φύση πάθος. Δευτερεύοντα λόγο συνιστούν οι ταραχές που γεννά ο φόβος.

Κατά πρώτον, ο φόβος αποκαλύπτει παθολογική σχέση του ανθρώπου προς το Θεό. Ο άνθρωπος αποστρέφεται το Θεό, την πηγή της ζωής του, την αρχή και το τέλος τού είναι του, το νόημα της ύπαρξής του και τοποθετεί το κέντρο των μερίμνων του στην αισθητή πραγματικότητα που γίνεται γι' αυτόν το Απόλυτο: φοβούμενος την απώλεια κάποιου αγαθού του κόσμου και κάποιας αισθητής ηδονής, αντί να φοβάται την απώλεια του Θεού και συνεπώς του ίδιου του εαυτού του, απομακρύνεται τελικά από το Θεό. Όλη η διαδι­κασία του προπατορικού αμαρτήματος, εντοπίζεται και πάλι στη συγκεκριμένη στάση, όπως βλέπουμε μαζί με όλες τις συ­νέπειές της προφανώς.

Ο έμφοβος, όμως δεν έχει λησμονήσει το Θεό μόνο ως αρχή και τέλος τού είναι και του βίου, αλλά και ως νόημα και κέντρο της ύπαρξης: Τον έχει εξίσου απαρνηθεί και αγνοή­σει· έχει αρνηθεί την Πρόνοια και την προστασία, με την οποία περιβάλλει κάθε ύπαρξη. Ο φόβος αποκαλύπτει την παραίσθηση, την οποία έχει ο παραδομένος στον εαυτό του άνθρωπος: να μη μπορεί ή να μη πρέπει να βασίζεται στις δι­κές του δυνάμεις, να αποστερείται της βοήθειας του Θεού. «Ρώτησαν ένα Γέροντα: «Γιατί φοβάμαι διασχίζοντας την έρημο;» Και αυτός απάντησε: «Γιατί νομίζεις ότι είσαι μόνος και δε βλέπεις το Θεό δίπλα σου». Η διδασκαλία του ίδιου του Χριστού έρχεται ν' ακυρώσει και να διαλύσει την ψευδαίσθηση, υπενθυμίζοντας στον άνθρωπο ότι ο Θεός προνοεί αδιάκοπα γι' αυτόν (Ματθ. 10, 29-31. Λουκ. 12, 6-7). Ακόμη ο φόβος είναι τεκμήριο και σημείο απώλειας της πίστης στη Θεία Πρόνοια: «Τί δειλοί εστε ούτω; πώς ουκ έχετε πίστιν;» λέγει ο Χριστός στους κατατρομαγμένους από τη θύελλα μα­θητές του (Μάρκ. 4, 36-40). 

Επιπλέον, ο φόβος εκφράζει απώλεια πίστης και στα πνευματικά αγαθά. Διότι αν ο άνθρωπος είχε συνδεθεί μ' αυτά, μόνο αυτά θα φοβόταν μή­πως χάσει: «μίαν οδύνην ειδώς, την τούτων [θείων] αποτυχίαν», αναφέρει σχετικά ο Αγιος Μάξιμος. Τα θεία αγαθά είναι πραγματικά τα μόνα, τα οποία έχουν για τον άνθρωπο απόλυτη αξία και ζωτική σημασία. Ο άνθρωπος, που έχει εμπιστοσύνη στο Θεό, γενόμενος μέτοχος της Αναστάσεως του Χριστού και της θείας ζωής, οφείλει να μη φοβάται καμιά επίθεση κατά της ψυχής ή κατά του σώματός του, ούτε ακόμη την επίθεση του θανάτου που σκοτώνει προσωρινά το σώμα, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο (Ματθ. 10, 28. Λουκ. 12, 4). Όποιος ενώνεται με το Θεό, βρίσκει σ' Αυτόν την πληρότητα των αγαθών και δε φοβάται μήπως στερηθεί κάποιου αισθητού αγαθού.

Βεβαίως, ο φόβος δεν αφορά μόνο στην έλλειψη πίστης προς τα πνευματικά αγαθά, τα μόνα αληθινά. Ο ίδιος αποδίδει μάταιη πίστη στα αισθητά αγαθά, των οποίων η πραγμα­τικότητα είναι απατηλή και η παρουσία σύντομη όπως του άνθους και της χλόης. Αποτελούν θησαυρούς, που αφανί­ζουν η αποσύνθεση και ο σκόρος και κλέβουν οι κλέφτες (Ματθ. 6, 19. Λουκ. 12, 33). Ο άνθρωπος, αργά ή γρήγορα, χάνει τα αισθητά αγαθά, εξαιτίας του πρόσκαιρου και παρο­δικού χαρακτήρα τους ή λόγω του θανάτου του. Μαζί τους χάνεται και η συνδεδεμένη μ' αυτά ηδονή, η οποία άλλωστε όπως έχουμε δει, είναι πενιχρή σε σύγκριση με την απόλαυση των αγαθών της Βασιλείας του Θεού. Για το λόγο αυτό ο πεπτωκώς άνθρωπος σφάλλει ως προς την αληθινή ουσία των πραγμάτων και των αισθητών ηδονών στις οποίες προσκολλάται. Μάλιστα είναι δυνατόν ο ίδιος να κατέχεται από φό­βο: αν γνώριζε τη φύση των αγαθών, η ενδεχόμενη απώλειά τους θα του ήταν αδιάφορη.

Το γεγονός ότι συνολικά ο φόβος είναι ανωφελής συνιστά ένα ακόμη λόγο εξαιτίας του οποίου παρουσιάζεται ως ασύ­νετη και παράλογη στάση. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να εμπο­δίσει με το φόβο ο,τιδήποτε του συμβαίνει ούτε ν’ αποφύγει τον κίνδυνο ή τη στέρηση που φοβάται, αν υποθέσουμε ότι πράγματι θα επισυμβούν: «Τις εξ υμών μερίμνων δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα;» (Ματθ. 6, 27). 

Ο Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στον αναποτελεσματικό φό­βο και την ατελέσφορη μέριμνα, τους οποίους ο Χριστός κατηγορεί με τους λόγους Του, αντιπαραθέτει την ενεργή [Σ.τ.μ.: Ή αποτελεσματική] αμεριμνησία αυτού, που αποθέ­τει τον εαυτό του για τα πάντα στη θεία Πρόνοια.

Η παθολογία του φόβου εμφανίζεται και στο, περισσότε­ρο ή λιγότερο σημαντικό, τμήμα της φαντασίας, το οποίο τον δέχεται γενικά. Με τη φαντασία του ο άνθρωπος παραμορ­φώνει την πραγματικότητα, της αποδίδει διαστάσεις που δεν έχει, μεγεθύνοντας για παράδειγμα τους κινδύνους ή θεωρώ­ντας επικείμενη την απώλεια κάποιου αντικειμένου. Η φα­ντασία όμως προβάλλει και ανύπαρκτες πραγματικότητες: κατασκευάζει, προδικάζει ή και οδηγεί στην αποδοχή ως βέβαιον, -στο παρόν ή το εγγύς μέλλον- γεγονότων που δεν έχουν συμβεί και για τα οποία κανένας αντικειμενικός λόγος δεν εγγυάται την πραγματοποίησή τους. 

Έτσι ο Άγιος Ιω­άννης της Κλίμακος δίνει για το φόβο τον εξής ορισμό: «Φό­βος εστί προμελετώμενος κίνδυνος [...], σύντρομος αίσθησις καρδίας περί αδήλων συμφορών κλονουμένη και ασχάλλουσα» [Σ.τ.μ.: Αγωνιώδης]. Παρατηρεί επιπλέον πως ο φόβος θέτει ερωτηματικά και για τα πλέον βέβαια πράγματα (στο όνομα του αντικειμένου του) και το ρόλο που αναλαμβάνει η φαντασία στο σημείο αυτό: «Φόβος εστί πληροφορίας [Σ.τ.μ.: Η ακλόνητη βεβαιότητα για κάποιο θέμα με την επίνευση της Θείας Χάρης] στέρησις». Και ακολουθούν τα πα­θολογικά σημεία του παραληρήματος: παραμόρφωση της πραγματικότητας, όχι αντίληψη του συμβαίνοντος ή του γε­γονότος, αντίληψη ανύπαρκτης πραγματικότητας. Από τον τρόπο, που το πραγματικό γίνεται αντιληπτό και βιώνεται, ο φόβος αποκαλύπτει πάντα ότι η φαντασία δίνει το βήμα και στις υπόλοιπες δυνάμεις και επιβάλλει τις παραστάσεις της σ' αυτές. 

«Κατάπληξις δε φόβος εκ μεγάλης φαντασίας», παρατηρεί ο Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Ενώ ο φόβος και η κατάπληξις μόνο μερικώς διεγείρονται από αντικειμενι­κούς λόγους, αποτελούν συχνότατα ισχυρό τμήμα τής φαντα­σίας. Οι περισσότερες όμως από τις υπόλοιπες μορφές φό­βου, και ιδιαίτερα το άγχος και η αγωνία, χαρακτηρίζονται από την απουσία αντικειμενικών λόγων θεμελίωσης· στο άτομο που είναι υποχείριο του φόβου σημαντικό ρόλο ασκεί η επιρροή του παραλόγου. Στον έμφοβο άνθρωπο, μοιά­ζουν κατεσταλμένες οι δυνάμεις, που θα του επέτρεπαν να εκτιμά τα πράγματα και τα γεγονότα στις ακριβείς τους δια­στάσεις. Ο συγγραφέας του βιβλίου Σοφία Σολομώντος αναφέρει: «ουθέν γαρ εστι φόβος ει μη προδοσία των από λογισμού βοηθημάτων» (17, 11).

Ενδεχομένως, η γέννηση και η ανάπτυξη του φόβου, υπο­κινούνται ή εννοούνται από διάφορα πάθη. Στην πρώτη θέ­ση, η υπερηφανία, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με το φό­βο. Συναφής είναι η παρατήρηση του Αγίου Ισαάκ: «Ο ταύ­της [της ταπεινώσεως] ελλείπων, ελλιπής εστι και από της τελειώσεως· και ο από ταύτης ελλιπής, αεί περίφοβός εστι». 

Ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος συμπληρώνει σχετικά: «Υπερήφανος ψυχή, δειλίας δούλη· εφ' εαυτή πεποιθυΐα, και κτύπους κτισμάτων και σκιάς δεδοικυΐα». Ο Άγιος Συ­μεών ο Νέος Θεολόγος υπενθυμίζει ότι ο φόβος συνδέεται προφανέστατα και με το πάθος τής δειλίας.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ο φόβος είναι δυνατόν να γεννάται από την αμαρτία: «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν» (Ρωμ. 2, 9). 

Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος επισημαίνει: «Οι εν αμαρτίαις όντες και φόβω συζώσι διηνεκεί· και καθάπερ οι δια νυκτός ασελήνου βαδίζοντες τρέμουσι, καν μηδείς ο φοβών παρή, ούτω και οι την αμαρτίαν εργαζόμενοι, θαρρείν ουκ έχουσι, καν μηδείς ο ελέγχων η· αλλά πάντα δεδοίκασι, και υποπτεύουσιν, υπό του συνειδότος κεντούμενοι, και πάντα αυτοίς δέους και αγωνίας εστί μεστά, πάντα περιβλέπονται, πάντα φοβούνται».Οι συγκε­κριμένες θέσεις φαίνεται ότι δεν πρέπει να αναφέρονται μό­νο σ' όσους υποκρίνονται ότι ζουν σύμφωνα με τις εντολές ή ότι τουλάχιστον τις γνωρίζουν, ενώ τις έχουν παραβεί και κα­τά συνέπεια υφίστανται τον έλεγχο της συνείδησής τους. Πρέπει να εφαρμόζονται και σε όσους, ενώ ζουν έξω από την πίστη, αγνοώντας τους κανόνες και τις εντολές της, έχουν εντούτοις κάποια αόριστη και ασαφή αίσθηση της αμαρτωλότητάς τους. Φαίνεται ακόμη ότι η ισχύς της αμαρτητικής κατάστασης που υποκινεί το φόβο με τη μορφή του άγχους και της αγωνίας είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο το υποκείμενο δεν έχει συνειδητοποιήσει σαφώς το ελάττωμα και το σφάλ­μα του. 

Υπενθυμίζοντας «την της ψυχής δειλίαν της εαυτών κακίας» ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής συμβουλεύει το χριστια­νό να επαγρυπνεί και να φροντίζει την εξομολόγηση ιδίως των ακουσίων αμαρτημάτων του και μάλιστα των ασυνείδη­των από την πρώτη στιγμή. Πάλι ο ίδιος γράφει: «εάν γαρ μη πρεπόντως και περί αυτών [των ασυνειδήτων] εξομολογησώμεθα, δειλίαν τινα άδηλον [...] ευρήσομεν εν εαυτοίς».

Όπως και τα υπόλοιπα πάθη, ο φόβος έχει άμεσα μερίδιο στη δαιμονική ενέργεια, συνδεδεμένος με τους δαίμονες, οι οποίοι συμβάλλουν στην εμφάνισή του, και επωφελούνται πολύ από την παρουσία του, καθώς συνιστά ιδιαίτερα ευνοϊ­κό έδαφος για τη δράση τους. Βρίσκουν στο φόβο το σύμμα­χό τους, παρατηρεί ο Άγιος Διάδοχος υπενθυμίζοντας σύνδεση φόβου και αμαρτίας. 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ