Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Η ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (+ΒΙΝΤΕΟ)


Ἡ ἀγιότητα δέν προσδιορίζεται μέ τά κριτήρια τοῦ ὀρθολογικοῦ Προτεσταντισμοῦ τῆς ἐκπεσμένης δύσης, ἀλλά μέ τήν διαχρονική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος στήν καθ' ἡμᾶς ἀνατολήν δέν ἐπιβάλλεται διά τῆς ἀνακηρύξεως ἀπό τήν διοίκηση τῆς ἐκκλησίας, ἀλλά καθιερώνεται ἀπό τήν ὁμόφωνη ἀναγνώριση τοῦ ἀλάνθαστου κριτήριου τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία Του.


Καί μόνον ἡ σύγκληση τῆς ἁγίας Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο καί ἡ καταδίκη τῆς ἀντιθέου αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἀπό τούς ἁγίους 318 θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας θά ἀρκοῦσε γιά τήν τιμή του ὡς μεγίστου ἁγίου.

Μέ τήν ἀμέριστη συμπαράσταση καί τήν οἰκονομική στήριξη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου χτίστηκαν ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη 330 ἱεροί ναοί στούς Ἁγίους Τόπους, ἐκεῖ ὅπου ἔλαβαν χώρα ὅλα τά ζωοποιά γεγονότα τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἄλλαξαν τόν ροῦν τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, στήν Ναζαρέτ, στήν Βηθλεέμ, στόν Γολγοθά καί στόν Πανάγιο Τάφο. Ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη βρέθηκε ὁ Τίμιος καί ζωοποιός Σταυρός τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μας.

Τά ἀνθρώπινα δικαιώματα πού μόλις τόν 19ο αἰῶνα ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται στήν δύση,
ὑπῆρξαν πρωταρχική μέριμνα τοῦ Μεγάλου βασιλέως, μετά τούς ἀπάνθρωπους διωγμούς τῶν Δεκίων καί τῶν Διοκλητιανῶν πού λατρεύονταν σάν θεοί. Πολλές ἀπό τίς διατάξεις τῆς ποτισμένης ἀπό τήν χριστιανική φιλανθρωπία νομοθεσίας τοῦ Μεγάλου Στρατηγοῦ, ὅπως τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς ἀνεξιθρησκείας στά Μεδιόλανα, τό 313,  περιέχονται σχεδόν αὐτολεξεί καί στά σύγχρονα Συντάγματα τῆς ὄψιμα παρουσιαζόμενης, μετά ἀπό 1600 χρόνια, ὡς "πολιτισμένης" δύσης.

«βαθύς ἀνθρωπισμὸς καὶ μέριμνα διὰ τὴν δικαιοσύνην χαρακτηρίζουν τὰ νομοθετικὰ κοινωνικὰ μέτρα, ἅτινα ἔλαβεν ὁ Κωνσταντῖνος μετὰ τὴν Σύνοδον τῆς Νικαίας. Διάκειται δυσμενῶς πρὸς τὴν παλλακείαν καὶ ἀπηγόρευσε τὸ βάρβαρον ἔθιμον τῶν ἀγώνων τῶν μονομάχων. Δὲν ἐπιτρέπει νὰ χωρίζουν τάς οἰκογενείας τῶν δούλων, ὅταν τὰ πωληθέντα κρατικὰ κτήματα, εἰς ἃ μέχρι τότε διεβίουν, διενέμοντο μεταξὺ τῶν νέων δικαιούχων. Κατήργησε τὸν διὰ σταυροῦ θάνατον, ἀπηγόρευσε τὸν στιγματισμὸν εἰς τὸ πρόσωπον καὶ ἐθέσπισεν, ὅπως οἱ κρατούμενοι εἰς τὰς φυλακὰς δικαιοῦνται καθ’ ἐκάστην νὰ βλέπουν τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Χαρακτηριστικός τῆς ἐνδελεχοῦς φροντίδος τοῦ αὐτοκράτορος διὰ τὴν ἐπιβολὴν τῆς ἠθικῆς τάξεως εἶναι ὁ νόμος ὁ κολάζων τὴν ἀπαγωγὴν παρθένου καὶ ὁ νόμος ὁ ἀξιῶν παρὰ τοῦ ἐπιτρόπου, ὅπως σεβασθῆ τὴν παρθενίαν τῆς ὑπ’ αὐτοῦ
ἐπιτροπευομένης νεάνιδος».

Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐξαγόραζε ὁ ἴδιος καὶ ἀπελευθέρωνε αἰχμάλωτους στρατιῶτες τοῦ ἐχθροῦ, τοὺς ὁποίους εἶχαν συλλάβει οἱ στρατιῶτες του! Προσθέτω σ’ αὐτὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς παλλακείας γιά τοὺς ἔγγαμους, (τῆς συνύπαρξης δηλ. συζύγου καὶ παλλακίδας, δηλ. «ἐπίσημης ἐρωμένης»), καὶ τὸ ἐξαιρετικὰ φιλολαϊκὸ μέτρο τῆς καθιέρωσης τῆς Κυριακῆς ὡς ἀργίας «διὰ τὸν ἀστικὸν πληθυσμόν», ἐνῶ «οἱ κάτοικοι τῆς ὑπαίθρου ἀφίενται ἐλεύθεροι νὰ ρυθμίζουν τὰς ἀγροτικάς ἀσχολίας των ἀναλόγως τῶν καιρικῶν συνθηκῶν». 

Σύμφωνα μὲ τοὺς Χριστιανούς, ἡ ἁγιότητα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου δὲν εἴναι τιμητικὸς τίτλος, ποὺ τοῦ ἀποδόθηκε λόγῳ «τῆς καθοριστικῆς ὑποστήριξης καὶ τῆς προσφορᾶς του πρὸς τὴν Ἐκκλησία», ἀλλὰ γεγονὸς ἐπιβεβαιωμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ θαύματα· ὄχι μόνο μὲ τὴν περίφημη θεοσημεία τοῦ Σταυροῦ («Ἐν τούτῳ νίκα»), ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅραμα ἀγγέλου, ποὺ τὸν καθοδηγοῦσε κατὰ τὴν  χάραξη τῶν ὁρίων τῆς Κωνσταντινούπολης, μὲ τήν μυροβλυσία κατὰ τὸ θάνατό του, μὲ πλῆθος ἰάσεων στὸν τάφο του, ἀλλὰ καὶ μέ πολλά μεταγενέστερα θαύματα.


ΕΙΣ ΜΙΑΝ ΑΓΙΑΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ


Δὲν θὰ πραγματευθοῦμε τὶς παρακάτω θέσεις μας ἀπὸ τὶς θολὲς βιβλιογραφικὲς πηγὲς τῆς Δύσης, ὅσον ἀφορᾶ τὴν προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου μας, ποὺ πολλὲς φορὲς στάζουν χολὴ καὶ ἱστορικὸ δηλητήριο μὲ στόχο νὰ ἀπομειώσουν τὸ παγκόσμιο κῦρος του, ἀλλὰ θὰ καταθέσουμε τὰ νάματα τῶν πηγῶν τῆς Ἑλληνικῆς καρδιᾶς καὶ τῆς Ρωμαίικης παράδοσης, ποὺ ξέρει νὰ τὸν τιμάει ἐδῶ καὶ πάνω ἀπό χίλια ἑξακόσια χρόνια μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικὲς! Σὲ πεῖσμα τῶν Καρλομάγνειων ἐργατῶν Προτεσταντῶν "θεολόγων" καί τῶν νεκρῶν πνευματικά ἱστορικῶν τῆς ἀνέραστης ἀπὸ ΘΕΙΑ ΑΓΑΠΗ  σημερινῆς προσπάθειας γιά παγκοσμιοποίηση, ἀποδεικνύεται καί μέσα ἀπό ἀδιαμφισβήτητες ἱστορικές πηγές ἡ ἁγιότητα τοῦ πλέον λαοφιλοῦς ἁγίου τῆς Ρωμηοσύνης!
            Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ ἡ Ἁγία Ἑλένη, ἡ μητέρα του, ἀποτελoῦν τὸ κατεξοχὴν γεωπολιτικὸ δίδυμό τῆς παγκόσμιας ἱστορικῆς ἀνατροπῆς , ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἀπελθοῦσα ἱστορία ἀλλὰ κυρίως γιὰ τὶς δικές μας ἡμέρες.
            Πόσες μεταγενέστερες Αὐτοκρα-τορίες - Δυνάστες καὶ Τύραννοι προσπά-θησαν νὰ τοὺς μιμηθοῦν μέχρι καὶ σήμερα, ὅλες ὅμως γκρεμίζονται στὰ τάρταρα τῆς παραφροσύνης καὶ τοῦ ἑωσφορικοῦ ἐγωισμοῦ τουςû καὶ αὐτὸ γίνεται γιατί δὲν ἀναγνώρισαν τὸ Μυστήριο τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ καὶ τὸ Παγκόσμιο Γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πού ἀναγνώρισε καί προσκύνησε ὁ Μέγας βασιλεύς καί ἅγιος.
            Ἡ ὡραία Ἑλένη τῆς Σπάρτης πῆρε τὸν ἐκλεκτό τῆς σαρκικῆς καρδιᾶς της, τὸν Πάρι,  καὶ  τράβηξε πρὸς τὴν Τροία. Τὸ ἴδιο αὐτὸ  Ἑλληνικὸ ὄνομα, ποὺ ἀκούγεται  στὰ Ὁμηρικὰ Ἔπη τῆς Ἰλιάδας, φέρει ἡ Ἁγία Ἑλένη, ἐνδεικτικό τῆς ἀδιάσπαστης ἱστο-ρικῆς συνέχειας καὶ γενετικῆς συνάφειας τοῦ  λαοῦ μας, μὲ τὴν μόνη διαφορὰ ὅτι ἡ  Ἰσαπόστολος Ἁγία Ἑλένη παίρνει τὸν ἀγαπημένο υἱὸ της τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο καὶ συμβαδίζουν στὸν δρόμο πρὸς τὴν ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΑΝΑΤΟΛΗΝ, ποὺ τοὺς χάραξε ὁ Ἐκλεκτός της Καρδιᾶς τους, μὲ θεοσημεῖα, δηλ. ὁ Ἐσταυρωμένος καὶ Ἀναστημένος Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
            Μὲ μία ἁπλῆ κίνηση καὶ εὐλογημένη τίναξαν τότε στὸν ἀέρα τὸ παγκόσμιο μυστήριο τῆς ἀνομίας καὶ θεμελίωσαν μιά τέτοια κρατικὴ ὑπόσταση Αὐτοκρατορίας, ὅπου στὸ διάβα τῶν αἰώνων αὐτὴ "χώνεψε" μὲ συναλληλία, ἰσοτιμία καὶ σεβασμὸ, λαούς, φυλὲς καὶ γλῶσσες μὲ τὸ Μυστήριο τῆς ΟΜΟΟΥΣΙΟΥ καὶ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.
            Ἡ Ἁγία Ἑλένη, παρά τὸ προ-χωρημένο τῆς ἡλικίας της, συνέχισε τὴν γεωπολιτική της εἰρηνικὴ ἐκστρατεία στὴν Παλαιστίνη καὶ ΘΕΙᾼ ΝΕΥΣΕΙ ἔφερε στὴν παγκόσμια ἐπιφάνεια τοῦ πλανήτη μας τὰ ἀδιάψευστα ΠΕΙΣΤΗΡΙΑ τῆς πνευματικό-τητας τῆς Νέας Ρωμαϊκῆς  Αὐτοκρατορίας.
            Ο ΣΤΑΥΡΟΣ καὶ ἡ ΑΝΑΣΤΑΣΗ  ἀπὸ τότε ἦταν τὰ φυλακτήρια "τῆς τότε πρώτης πνευματικῆς παγκοσμιοποίησης" τῶν Λαῶν, ποὺ ἔφερνε τὸ Ὑπὲρ Πᾶν Ὄνομα τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ μας καὶ ὁριοθετοῦσε τὰ σύνορά της στὶς πορεῖες ποὺ χάραξαν "οἱ ὡραῖοι πόδες τῶν Εὐαγγελιζόντων τὴν ΕΙΡΗΝΗΝ " Ἀποστόλων, καὶ κυρίως, ἐπὶ τῶν  διαδρομῶν τοῦ Παμμεγίστου Ἀπο-στόλου Παύλου.
            Τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἡ ἐπίσημη γλῶσσα  ἦταν τὰ λατινικὰ, δὲν ἀποστερεῖ τὴν οὐσιαστικῆς σημασίας  συμβολὴ τῆς Ἑλληνίδας μητέρας του Ἁγίας Ἑλένης  στὴν ἐπίγνωση  ἐκ μέρους τοῦ Αὐτοκράτορα  τῶν στρα-τηγικῶν-πολιτισμικῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἄλλου Μεγάλου της Ἱστορίας μας, τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
            Μετὰ τὸ παγκόσμιας ἱστορικῆς σημασίας διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦσαν στὴν ΚΑΘ' ΗΜΑΣ ΑΝΑΤΟΛΗΝ, ὅπου ἀναδυόταν ἡ Νέα Ρώμη καὶ ταυτόχρονα, δυστυχῶς, στὴν Δύση κάποιοι ἔσπερναν σπόρους φθόνου καὶ διχόνοιας, γιὰ νὰ ἀναρριχηθοῦν ἀργότερα οἱ νοητὲς τσουκνίδες μὲ τὰ δηλητήρια τῶν ἀντιθέων αἱρέσεων τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τῶν δολοφονικῶν σταυ-ροφοριῶν καὶ ἄλλων μέχρι σήμερα ἐνεργειῶν, ποὺ δείχνουν ἀπύθμενο μίσος κατά τῆς μοναδικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας τῆς φιλτάτης Ὀρθοδοξίας μας καὶ τήν ἑωσφορική τους ἰδιοτέλεια.
            Ἀναρωτηθήκαμε, ἂν στὴν αἱρετίζου-σα Δύση, ὅπου κατὰ ρηματικὴ ἔκφραση κάποιου πολιτικοῦ τῶν πάλαι ποτὲ χρόνων τῆς δύσμοιρης μεταπολίτευσης "ἀνήκομεν",  πόσοι Ἱεροὶ Ναοὶ εἶναι ἀφιερωμένοι στὴν μνήμη καὶ τὴν τιμὴ τῶν Ἁγίων καὶ Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης;
            Πόσοι δυτικοὶ φίλοι μας φέρουν τὸ ὄνομα αὐτό;
            Γιατί στὴν Ρωμαίικη Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια εἶναι τόσο πνευματικὰ δημοφιλεῖς αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι;
            Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλῆ.
            Οἱ πρόγονοί μας γνώριζαν πολὺ καλὰ ποιοὶ ἦταν οἱ στυλοβάτες τῆς Ρωμηοσύνης καὶ θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτοὺς τους πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου.
            Παράλληλα γνώριζαν, γιατί ὑπέφε-ραν στὸ διάβα τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὸ κόμπλεξ τῶν δῆθεν Σταυροφόρων τῆς Δύσης,  ποὺ μόνο καταστροφὲς καὶ προδοσίες τοὺς "χάριζαν", καὶ αὐτοὶ, σὰν ἀντίδοτο τῆς δυτικῆς μοχθηρῆς ζηλο-τυπίας, ἔσπειραν καὶ ἀνήγειραν ἑκατοντά-δες πανάλευκα ἐκκλησάκια καί μεγαλο-πρεπεῖς Ναούς στὴν μνήμη αὐτῶν τῶν δύο Ἁγίων σὲ ὅλη τὴν ἐνδοχώρα τῆς ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ, δίνοντας μάλιστα τὸ ὄνομα αὐτῶν τῶν Ἁγίων στὰ παιδιά τους.  
            Μάλιστα στὰ χρόνια τῆς Τουρκο-κρατίας τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος ἦταν συνυφασμένο μὲ τὸ ΠΟΘΟΥΜΕΝΟ τοῦ σκλαβωμένου γένους μας! Ἂν ἐκεῖνα τὰ χρόνια εἴχαμε Φραγκοκρατία τὸ ὄνομα αὐτὸ θὰ ἦταν παντελῶς ἐξαφανισμένο σήμερα!!!
            Ἡ προσωπικὴ ζωὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου δὲν ἦταν ρόδινη. Τὸν πολέμησαν ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές,  ἀλλὰ δὲν τὸν σάλεψαν ἀπὸ τὴν Πίστη του. Ἄλλωστε τὸ ὄνομά του στὰ Ἑλληνικὰ σημαίνει ΕΥ-ΣΤΑΘΙΟΣ, δηλ καλὰ σταθερὸς, καὶ αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε σὲ ὅλη τὴν βιωτὴ του προ-ασπίζοντας τὸ Δόγμα τῆς ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ μὲ τοὺς Ἅγιους Θεοφόρους καὶ Οἰκουμενικοὺς Πατέρες τό 325 μ.Χ.! Καθιερώνοντας μάλιστα τὴν ἀνάγκη σύγκλησης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅταν διακινδύνευσε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς "βαρεῖς λύκους" τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως.
            Εἶναι δυνατὸν καὶ ἐμεῖς σὰν παιδιὰ τῆς γνήσιας Ρωμηοσύνης τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου νὰ περάσουμε καλὰ στὰ χέρια τῆς σημερινῆς Παναίρεσης τῶν Νεοποχιτῶν, ποὺ ζήλεψε τὴν Νέα Ρώμη καὶ στὴν θέση τῆς βάλθηκε νὰ φτιάξει τὴν Νέα Ἐποχὴ, διασαλεύοντας τὰ θεμέλια τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ μὲ ἑκατόμβες ἀθώων θυμάτων!!!
            Ὅλες οἱ σημερινὲς κρίσεις ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν διαφημιζόμενη  Παναίρεση τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ ὅλες οἱ λύσεις θὰ δοθοῦν, ὅταν ξεφτίσει τὸ πνευματικό της ὑπόβαθρο, γιατί ἀδυνατεῖ νὰ δώσει καθαρὲς ἀπαντήσεις στὴν χειμαζόμενη ἀνθρωπότητα τῶν καιρῶν μας.
            Νὰ, λοιπὸν, γιατί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος σήμερα εἶναι τόσο ἐπίκαιρος περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά !!!
           
ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΡΔΑΚΑΣ[1].



Η ΚΑΤΑΦΑΝΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΠΟΥ ΕΝΟΧΛΕΙ ΣΦΟΔΡΑ ΤΟΥΣ ΓΡΑΙΚΥΛΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΜΑΧΟΥΣ !


Τοῦ Θ. Ἰ. Ρηγινιώτη[2]

            Θὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσουμε νηφάλια ὅτι ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντί-νος  Α΄, κόκκινο πανὶ γιὰ τοὺς κάθε εἴδους πολέμιους τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι καὶ Μέγας καὶ Ἅγιος.
            Ἡ παύση τῶν διωγμῶν καὶ οἱ ἀποφάσεις περὶ  ἀνεξιθρησκείας, γεγονότα τεράστιας ἱστορικῆς καὶ ἀνθρωπιστικῆς σημασίας, ἀρκοῦν γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τοῦ λόγου τό ἀληθές· ἐπειδὴ ὅμως τὸ ὄνομά του ἔχει περιβληθεῖ μὲ διάφορους ἀντιχριστιανικοὺς μύθους, ἂς ἐξετάσουμε τὴν περίπτωσή του ἐκτενέστερα μέ βάση καί τά ἱστορικά στοιχεῖα ἀπό ἀδιαμφισβήτητες ἐκκλησιαστικές καί ἱστορικές πηγές.
            Δὲν ὑπάρχει καμμιά ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ ἀπόφαση ποὺ νὰ ἀνα-κηρύσσει ἅγιο τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, οὔτε καὶ σημειώνεται κάπου ἡ ἀρχὴ τῆς ἀπόδοσης τιμῆς ἁγίου πρὸς αὐτόν.
            Μὲ τὸν μεγάλο σύγχρονό του Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας Μέγα Ἀθανάσιο ἦρθε σὲ σύγκρουση, λόγῳ μίας ὄψιμης ὑποστήριξης πρὸς τον  Ἄρειο, ὁ δὲ ἱστορικὸς καὶ βιογράφος του Εὐσέβιος Καισαρείας δὲν εἶχε τὸ  κῦρος ποὺ θὰ τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἐπιβάλει κατὰ κανένα τρόπο μία «ἁγιοποίηση» τοῦ Κωνσταντίνου. Τέλος, οἱ διάδοχοί του πολέμησαν νὰ γκρεμίσουν αὐτὰ πού ὁ ἴδιος εἶχε ὀνειρευτεῖ·
            Ὁ Κωνστάντιος, ὁ γυιός του, ὑπο-στήριξε τὸν Ἀρειανισμό, κατάργησε τὴν πίστη τῆς Συνόδου τῆς Νίκαιας καὶ δίωξε τοὺς Ὀρθόδοξους! 
            Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ ἀρειανός αὐτοκράτορας Οὐάλης, ἐνῶ ἀνάμεσά τους ὁ Ἰουλιανὸς, ἐπίσης, ὑπέσκαψε τήν Ἐκκλησία μὲ κάθε τρόπο (καὶ μὲ αἷμα) [1], προσπαθῶντας νὰ παλινορθώσει τὴν ἐθνικὴ θρησκεία τῆς εἰδωλολατρικῆς θεουργίας καὶ τῶν ἀναρίθμητων θυσιῶν.[3] 
            Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, λοιπὸν, ἁγιοποιήθηκε ἀπὸ τὸν λαό.
            Τὸ φανερώνει τὸ  πλῆθος τῶν Χριστιανῶν ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του. Ὁ Εὐσέβιος καταγράφει ὅτι, ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατό του, ὁ στρατὸς ξέσπασε σὲ θρήνους, ἀπὸ τόν τελευταῖο ὁπλίτη μέχρι τοὺς ἀνώτερους ἀξιωματικούς, γιὰ «τὸν σωτῆρα, τὸν φύλακα, τὸν εὐεργέτη… τὸν ἀγαθὸ ποιμένα», ἐνῶ παρόμοιες ἦταν οἱ ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ, ὅταν τὸ σκήνωμά του μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη[4].
            Καὶ ἦταν φυσικό, ἐφόσον :
            «βαθύς ἀνθρωπισμὸς καὶ μέριμνα διὰ τὴν δικαιοσύνην χαρακτηρίζουν τὰ νομοθετικὰ κοινωνικὰ μέτρα, ἅτινα ἔλαβεν ὁ Κωνσταντῖνος μετὰ τὴν Σύνοδον τῆς Νικαίας. Διάκειται δυσμενῶς πρὸς τὴν παλλακείαν καὶ ἀπηγόρευσε τὸ βάρβαρον ἔθιμον τῶν ἀγώνων τῶν μονομάχων. Δὲν ἐπιτρέπει νὰ χωρίζουν τάς οἰκογενείας τῶν δούλων, ὅταν τὰ πωληθέντα κρατικὰ κτήματα, εἰς ἃ μέχρι τότε διεβίουν, διενέμοντο μεταξὺ τῶν νέων δικαιούχων. Κατήργησε τὸν διὰ σταυροῦ θάνατον, ἀπηγόρευσε τὸν στιγματισμὸν εἰς τὸ πρόσωπον καὶ ἐθέσπισεν, ὅπως οἱ κρα-τούμενοι εἰς τὰς φυλακὰς δικαιοῦνται καθ’ ἐκάστην νὰ βλέπουν τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Χαρακτηριστικός τῆς ἐνδελεχοῦς φρον-τίδος τοῦ αὐτοκράτορος διὰ τὴν ἐπιβολὴν τῆς ἠθικῆς τάξεως εἶναι ὁ νόμος ὁ κολάζων τὴν ἀπαγωγὴν παρθένου καὶ ὁ νόμος ὁ ἀξιῶν παρὰ τοῦ ἐπιτρόπου, ὅπως σεβασθῆ τὴν παρθενίαν τῆς ὑπ’ αὐτοῦ ἐπι-τροπευομένης νεάνιδος».[5] 

            Ἡ ἀπαγόρευση τοῦ στιγματισμοῦ στὸ πρόσωπο, μέτρο εὐνοϊκὸ κυρίως γιὰ τοὺς δούλους, ἀπὸ ἐπίδραση τῆς χριστιανικῆς ἰδέας γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὡς πλασμένον κατ’ εἰκόνα Θεοῦ,  καθὼς καὶ ἡ μέριμνα γιὰ τὶς οἰκογένειες τῶν δούλων, σημαίνουν ὅτι ὁ δοῦλος ἀντιμετωπίζεται πλέον ὡς ἄνθρωπος, ὄχι ὡς ἀντικείμενο, πρᾶγμα ποὺ ἀνατρέπει ἐντελῶς τήν καθιερωμένη ὀπτικὴ τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, γιὰ νὰ φτάσουμε στὸν ἅγιον Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, σχεδὸν ἕνα αἰῶνα μετά, ποὺ θὰ ἐπιχειρηματολογήσει ὑπὲρ τῆς ἀδελφό-τητας κυρίων καὶ δούλων![6]

            Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐξαγόραζε ὁ ἴδιος καὶ ἀπελευθέρωνε αἰχμάλωτους στρατιῶτες τοῦ ἐχθροῦ, τοὺς ὁποίους εἶχαν συλλάβει οἱ στρατιῶτες του![7]
            Προσθέτω σ’ αὐτὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς παλλακείας γιά τοὺς ἔγγαμους, (τῆς συνύπαρξης δηλ. συζύγου καὶ παλλακίδας, δηλ. «ἐπίσημης ἐρωμένης»), καὶ τὸ ἐξαι-ρετικὰ φιλολαϊκὸ μέτρο τῆς καθιέρωσης τῆς Κυριακῆς ὡς ἀργίας «διὰ τὸν ἀστικὸν πληθυσμόν», ἐνῶ «οἱ κάτοικοι τῆς ὑπαίθρου ἀφίενται ἐλεύθεροι νὰ ρυθμίζουν τὰς ἀγροτικάς ἀσχολίας των ἀναλόγως τῶν καιρικῶν συνθηκῶν» [2].

            Σύμφωνα μὲ τοὺς Χριστιανούς, ἡ ἁγιότητα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου δὲν εἶναι τιμητικὸς τίτλος, ποὺ τοῦ ἀποδόθηκε λόγῳ «τῆς καθοριστικῆς ὑποστήριξης καὶ τῆς προσφορᾶς του πρὸς τὴν Ἐκκλησία», ἀλλὰ γεγονὸς ἐπιβεβαιωμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ θαύματα· ὄχι μόνο μὲ τὴν περίφημη θεοσημεία τοῦ σταυροῦ («Ἐν τούτῳ νίκα»), ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὅραμα ἀγγέλου, ποὺ τὸν καθοδηγοῦσε κατὰ τὴν  χάραξη τῶν ὁρίων τῆς Κωνσταντινούπολης, μὲ τήν μυροβλυσία κατὰ τὸ θάνατό του, μὲ πλῆθος ἰάσεων στὸν τάφο του, ἀλλὰ καὶ μέ πολλά μεταγενέστερα θαύματα.

            Ἀκόμη κι ἂν τὰ παραπάνω τεκμήρια θεωρηθοῦν μῦθοι, πρέπει νὰ τονίσω ὅτι ἕνας λαὸς δὲν πλάθει μύθους θαυμάτων καὶ ἁγιότητας γιὰ ἕνα βασιλιά, ἂν δὲν τὸν θεωρεῖ γεμᾶτο ἀγάπη καὶ διαποτισμένο ἀπὸ τὴ θεία χάρη.

            Γιὰ τὴν ἱστορία, ἂς ἀναφέρουμε ὅτι ὁ ἅγιος δὲν ἀπαγόρευσε τήν εἰδωλολατρία, οὔτε ἀναγόρευσε τὸ Χριστιανισμὸ σὲ ἐπίσημη θρησκεία τῆς αὐτοκρατορίας, (αὐτὴ τὴ θέση συνέχισε νὰ τὴν κατέχει ἡ ἀρχαία θρησκεία, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος ἦταν ἀνώτατος ἀρχιερέας, κατὰ τοὺς θεοκρατι-κούς ρωμαϊκοὺς θεσμούς), δὲν ἔκλεισε τοὺς ἀρχαίους ναούς, ἐκτὸς ἀπὸ λίγους, στοὺς ὁποίους ἐκπορνεύονταν κορίτσια, ὅπως τῆς Ἀστάρτης στὰ Ἄφακα τῆς Φοινίκης, καὶ ἕνα δεύτερο πάνω στὸν Πανάγιο Τάφο, γιὰ εὐνόητους λόγους. 
            Ἀντίθετα, ἵδρυσε στὴ νεογέννητη Κωνσταντινούπολη καὶ ναοὺς τῆς Ρέας καὶ τῆς Τύχης, μεταφέροντας στὸν πρῶτο τὸ πανάρχαιο ξόανο τῆς θεᾶς ἀπὸ τὸ ὄρος Δίδυμο, καὶ στὸν δεύτερο, τὸ ἅγαλμα τῆς Τύχης ἀπὸ τὴν παλαιὰ Ρώμη.  Ἀπαγόρευσε μόνο τὴν μυστική, ἰδιωτικὴ ἄσκηση τῆς μαντείας, ἀκολουθῶντας τὰ βήματα τοῦ ἐθνικοῦ Ὀκταβιανοῦ, ὄχι γιὰ θρησκευτικοὺς λόγους, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀποτελοῦσε πρόφαση συνωμοτικῶν ἐνεργειῶν [3].

            Συκοφαντεῖται ὁ Μέγας βασιλεύς ὡς δῆθεν ἀδίστακτος, ἂν καὶ τόσο φιλάν-θρωπος, ἐπειδὴ δῆθεν διέταξε τὴν ἐκτέλεση τοῦ γιοῦ του, τοῦ Κρίσπου, -(ἂν ὄντως τὸ ἔκανε!, γιατὶ ὑπάρχουν ὑπόνοιες πὼς ὁ νέος δολοφονήθηκε στὴ φυλακὴ ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς μητριᾶς του Φαύστας!),- ὅμως αὐτὸ, ἄν εἶναι ἀλήθεια, εἶναι μᾶλλον ἀπόδειξη τῆς ἀρετῆς του· ὁ Κρίσπος κατηγορήθηκε, (ἄδικα, ὅπως ἀποδείχτηκε!), γιὰ βιασμὸ τῆς Φαύστας καὶ ὁ πατέρας του ἔπρεπε νὰ ἐπιλέξει, ἂν θὰ ἐφάρμοζε τὸ νόμο καί στὸν ἴδιο τὸ γυιό του ἢ θὰ τὸν ἀποδείκνυε αὐθαίρετα ὑπεράνω τοῦ νόμου. Ἐπέλεξε τὸ πρῶτο, μετά ἀπό δίκη πού ἔγινε μέ χαλκευμένες κατηγορίες καί ψεύτικες ἀποδείξεις κατά τούς περισσότερους ἱστορικούς, ὅσο ὀδυνηρὸ κι ἂν ἦταν σίγουρα γι’ αὐτόν. Ἴσως αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος πού, ἂν καὶ εἶχε ζήσει ἐφαρμόζοντας ὅσο μποροῦσε τὴν οὐσία τῆς χριστιανικῆς διδα-σκαλίας, δέχτηκε τὸ βάφτισμα μόνον ὅταν ἤξερε ὅτι εἶχε ἀσθενήσει πρὸς θάνατον, ὑποβληθείς σὲ ἰσόβια μετάνοια, πιθανὸν ἀπὸ τόν ἅγιο Οσιο Κορδούης, ὄχι ἐπειδὴ ἐφάρμοσε τὸ νόμο, ἀλλὰ ἐπειδὴ καταδίκασε ἕναν ἀθῶο, πάντως μέ βάση τήν ἀπόφαση τοῦ δικαστηρίου καί τίς ψευδεῖς καί χαλκευμένες, ὅπως ἀποδείχτηκε ἐκ τῶν ὑστέρων, ἀποδείξεις!

            Ὁ ἱστορικὸς Ζώσιμος, παγανιστὴς καὶ προκατειλημμένος κατὰ τοῦ Μεγά-λου Κωνσταντίνου, μετὰ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰῶνα, ἔγραψε, πὼς ἀργότερα ἡ Φαύστα θανατώθηκε στὸ λουτρὸ της μέσα σὲ βραστὸ νερό, ὅμως οἱ πηγὲς τῆς ἐποχῆς δὲν κάνουν λόγο γιὰ κάτι τέτοιο – καί, ἀλήθεια, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲ θὰ παρέλειπαν νὰ καταδικάσουν μία τέτοια πράξη, ὅπως ἀργότερα ἔκανε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος καί καταδίκασε τὴ σφαγὴ στόν ἱππόδρομο τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸ Μέγα Θεοδόσιο!
            Ὁ ἅγιος Ὅσιος Κορδούης, ὁ Μ. Ἀθανάσιος κ.π.ἄ., ἀκόμη καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου, θὰ τὸ εἶχαν ἀναφέρει τοὔλάχιστον σὲ κάποια ἐπιστολή.
            Ἀντίθετα, ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος (366-419 μ.Χ.), πολὺ πιὸ κοντινὸς στὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν Ζώσιμο, γράφει πὼς ἡ Φαύστα πέθανε τρία ἢ τέσσερα χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Κωνσταντίνου[8]

            Ἡ σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν ἕνα μεγαλόπνοο σχέδιο, ποὺ φανέρωνε πόσο δημοκρατικὸ θεω-ροῦσε ὁ Κωνσταντῖνος τὸν Χριστιανισμό. Στήν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ ἴδιος, (τυπικὰ εἰδωλολάτρης καὶ ἀνώτατος ἀρχιερέας τῆς ἐθνικῆς θρησκείας), παρευρέθηκε χωρὶς νὰ παρέμβει καθόλου στίς ἐργασίες της. Δὲν ἦταν οὔτε πρόεδρος, θέση ποὺ μᾶλλον εἶχε ἀναλάβει ὁ Εὐστάθιος Ἀντιοχείας.[9]
            Οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἱστορικοὶ Εὐσέ-βιος Καισαρείας, Θεοδώρητος Κύ-ρου, Φιλοστόργιος καὶ Σωκράτης συμφω-νοῦν πὼς ὁ ἅγιος δὲν παρενέβη καθόλου στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει καμμία ἀρχαία μαρτυρία γιὰ τὸ ἀντίθετο. Ὁ Κωνσταντῖνος δὲν γνώριζε τὴν χριστιανικὴ θεολογία, δὲν ἔκανε καμμία πρόταση στὴ Σύνοδο, δὲν ἐπέβαλε καμμία ἰδέα, περίμενε ἁπλῶς νὰ δεῖ, τί θὰ ἀποφασίσουν οἱ ἐπίσκοποι καὶ αὐτὸ ποὺ κυρίως τὸν ἐνδιέφερε ἦταν ἡ ὁμόνοια στὴν αὐτοκρατορία, ποὺ ταρασσόταν ἀπὸ τὸν Ἀρειανισμό.
            Ἐξυπακούεται ὅτι οἱ ἀρνούμενοι τὴν ἁγιότητα τοῦ Μεγίστου βασιλέως Κωνσταντίνου, καὶ  μάλιστα οἱ ἐθνικοί, οἱ κυρίως πολέμιοί της, στό παρελθόν, θεωροῦν ἀπάτη πρὸς παραπλάνηση τῶν μαζῶν τόν ἰσχυρισμό του γιὰ τὸ ὅραμα τοῦ Σταυροῦ.   
            Ἡ ἄποψή τους αὐτή καί πάλι σήμερα ὀφείλεται στήν ὑποταγὴ τῆς Ἱστορίας στὰ ἑρμηνευτικὰ καὶ ἰδεολογικὰ μοντέλα τῆς νεωτερικότητας, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα τὰ γεγονότα ἔχουν μόνο πολιτικὰ καὶ οἰκονομικά, καὶ ὄχι πνευματικά, αἴτια καί κριτήρια.

            Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δὲν ἐξαπάτησε τὸν λαό· ὑποστήριξε τὸ Χριστιανισμὸ, γιατί τὸν πίστεψε. Οἱ χριστιανοὶ, κατὰ τὴ μεταστροφή του, δὲν ἦταν παρὰ τὸ ἕνα δέκατο τοῦ πληθυσμοῦ τῆς αὐτοκρατορίας – δὲ μποροῦσε νὰ στηριχτεῖ σ’ αὐτοὺς, γιὰ πολιτικοὺς λόγους. Τὸ ὅτι δὲν ἔθετε τὴν δημόσια εἰκόνα του πάνω ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις του φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἄρνησή του νὰ τελέσει τὴν καθιερωμένη θυσία στὸ Καπιτώλιο τὸ 326, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε ἀντιδράσεις τῶν ἐθνικῶν καὶ θραύση τῶν ἁγαλμάτων του.
            Ἡ σοφὴ ἀντιδρασὴ του στὴν προτροπὴ τῶν συμβούλων του γιὰ ἀντίποινα εἶναι γνωστή, ἄγγιξε τὸ πρόσωπό του καὶ εἶπε χαριτολογῶντας
            «δὲ βλέπω νὰ ἔχει σπάσει τίποτα».
            Ἐπιπλέον, ποτὲ δὲ διαφήμισε τὸ ὅραμά του, οὔτε τὸ ἐκμεταλλεύτηκε γιὰ νὰ παραστήσει τὸν ἅγιο, ἂν καὶ τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία ἀμέτρητες φορές, τόσο κατὰ τὴν Σύνοδο τῆς Νίκαιας, ὅσο καὶ ἀργότερα, στήν ἀντιπαράθεσή του μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο· τὸ ἐκμυστηρεύθηκε ἰδιωτικὰ στούς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχονται καὶ οἱ δύο ἀναφορὲς σ’ αὐτό, τοῦ Εὐσέβιου καὶ τοῦ Λακτάντιου.

            Ἂς σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ἀνάλογη ἐμπειρία εἶχε καὶ ὁ Λικίνιος, λίγο μετὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων, πρὶν τὴ μάχη ἐναντίον τῶν πολλαπλάσιων δυνάμεων τοῦ (ἐπιτιθέμενου) Μαξιμίνου στὴν Ἀδριανού-πολη:
            ὁ ἴδιος διέταξε τὸ γραμματέα τοῦ ἐπὶ τῶν ἀπορρήτων νὰ καταγράψει μιά προσευχή, ποὺ τοῦ ὑπαγόρευσε ἄγγελος Κυρίου στὸν ὕπνο του· ἡ προσευχὴ αὐτὴ διανεμήθηκε στὸ στρατὸ καὶ ἐκφωνήθηκε ὁμαδικὰ πρὶν τὴν ἔναρξη της μάχης.
            Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση καὶ παρέβη τὶς ἀποφάσεις τῆς ἀνεξιθρησκίας μὲ νέο διωγμό, γιὰ νὰ ἡττηθεῖ τελικὰ ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο τὸ 324 στὴν Χρυσούπολη. Τότε μόνο, καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔγινε μονοκράτορας. Ὁ Λικί-νιος, (γαμπρὸς τοῦ Κωνσταντίνου), δὲν θανατώθηκε, ἀλλὰ τέθηκε σὲ περιορισμὸ στὴ Θεσσαλονίκη· ἐκτελέστηκε ὅμως ἀργότερα μαζὶ μὲ τὸ συνεργάτη τοῦ Σέξτο Μαρτινιανό, ὅταν προσπάθησε νὰ ὑποκινήσει ἐξέγερση.

Σημειώσεις

[1] Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ θανατώθηκαν μὲ διαφορες προφάσεις, ἀλλὰ κατ’ οὐσίαν ὡς ἀντιφρονοῦντες, ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀρτέμιος, Ἰουβεντίνος, Μαξιμιανός, Μακεδόνιος, Τατιανός, Θεόδουλος, Βασίλειος  Ἀγκύρας κ.ἄ., ὁ Ἰουλιανὸς διεξήγαγε ἐπίσης ἀνθρωποθυσίες, πρᾶ γμα συνηθέστατο στὴν ἀρχαία θρησκεία: «Μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Ἰουλιανοῦ ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ συγκρουστεῖ μὲ τοὺς Πέρσες, βρέθηκαν στὸν ποτα-μὸ Ὀρόντη πτώματα ἀπὸ ἀνθρωποθυσίες" (Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου,  PG 35, 624).
            Λείψανα ἀνθρωποθυσιῶν ἀνακαλύ-φθηκαν καὶ στὰ ἀνάκτορά του μετὰ τὸ θάνατό του καὶ ἀνήκουν σὲ παιδιὰ καὶ παρθένες. (Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, PG 50, 555).
            Στὴν πόλη Κάρρα σφραγίστηκε ὁ ναὸς καὶ ἀπαγορεύθηκε τὸ ἄνοιγμά του, μέχρι τήν ἐπιστροφὴ τοῦ ἴδιου ἀπὸ τὴν ἐκστρατεία στὴν Περσία. Ὅταν ἀνοίχθηκε, ἀφοῦ ὁ Ἰουλιανὸς ποτὲ δὲν ἐπέστρεψε, βρέθηκε μία νεκρὴ γυναῖκα κρεμασμένη ἀπὸ τὰ μαλλιά, μὲ τὰ χέρια ἀνοιγμένα καὶ τὰ σπλάχνα της βγαλμένα. Κλασσικὴ περί-πτωση σπλαχνοσκοπίας, γιὰ νὰ μαντέψει ὁ θηριώδης Ἰουλιανός τὸ τέλος τοῦ πολέμου. (Θεοδωρήτου  Κύρου,  Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 3, 21,  PG 82, 1120).

            Ἐνίοτε ὁ εἰδωλολατρικὸς ὄχλος θανάτωνε τοὺς Χριστιανοὺς μὲ «εὐρημα-τικοὺς» τρόπους:
            "ἱερεῖς καὶ παρθένες στὴν Ἀσκάλωνα καὶ τὴν Γάζα συνελήφθησαν, τοὺς ἄνοιξαν τὴν κοιλιά, ἔριξαν μέσα κριθάρι καὶ ἀμόλυσαν γουρούνια ποὺ τοὺς ἔφαγαν ζωντανοὺς" (Θεοδωρήτου Κύρου,  Ἐκκλησι-αστική Ἱστορία, 3, 3).
            Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, κατὰ τὸ Σωζομενὸ (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, 5, 10), θανατώθηκαν παρθένες στὴν Ἡλιούπολη τοῦ Λιβάνου.
            {Συνεπῶς ἐπρόκειτο γιὰ μία συνήθη μέθοδο, ἕνα βάρβαρο καί σατανικό ἔθιμο, ἀφοῦ τόν σατανά ὑπηρετοῦσαν οἱ εἰδωλολάτρες ἐθνικοί, ὅπως καί ὁ μυημένος στήν μαγεία ἀπεχθής Ἰουλιανός ὁ παραβάτης. (Ἐπ' αὐτοῦ θά ἐπανέλθουμε σέ ἑπόμενη μελέτη μας, μέ βάση τίς συκοφαντίες καί τά ψεύδη τῆς "περίφημης", γραμμένης ἀπό φιλοεθνικούς καί φιλοτέκτονες συγγραφεῖς τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας τῆς "Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν".).}

[2]  Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι μία ἀναφορὰ σὲ βιβλίο ἑξαίρετου  κατά τά ἄλλα συγγραφέα, ὅτι ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ἔπνιξε στὸν Βόσπορο τούς λεπρούς τῆς Κωνσταντινούπολης, κατὰ τὴ γνώμη μου εἶναι ἐσφαλμένη, (ὄχι μόνο δέν ταιριάζει στὸ χαρακτῆρα του, ἀλλὰ καὶ δὲν τὴν ἔχω συναντήσει πουθενά σέ κανέναν ἄλλο ἔγκριτο ἱστορικό). 
            Ἀντίθετα, ὑπάρχει σχετικὴ μαρτυρία γιὰ τὸν Κωνστάντιο, γυιὸ καὶ διάδοχο τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ σκληρὸ βασιλιὰ (τὸν ἀναφέραμε πιό πάνω ὡς σκληρό φιλοαρειανό). Ὁ Κωνστάντιος θανάτωσε τὸν ἅγιο Ζωτικὸ τὸν Ὀρφανοτρόφο, (γιορτάζει 31 Δεκεμβρίου), σέρνοντάς τον δεμένο σέ  άλογα ποὺ κάλπαζαν, ἐπειδὴ ἀθέτησε τὴν διαταγή του καί, ἀντὶ νὰ σκοτώσει τοὺς λεπρούς, τοὺς περιέθαλπε. Πιστεύω ὅτι στὸν Κωνστάντιο ἀναφερόταν στὴν πραγματικότητα ἡ πληροφορία αὐτὴ, (στὴν πηγὴ τοῦ συγγραφέα μας), καὶ ἀπὸ λάθος γράφτηκε «Κωνσταντῖνος».

[3]  Βλ. λεπτομέρειες στὸ ἔργο τῆς Πολύμνιας Ἀθανασιάδη, «To λυκόφως τῶν θεῶν στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Στοιχεῖα ἀνάλυσης γιὰ τρεῖς ἐπιμέρους περιοχές», περιοδικό Ἑλληνικά, τόμ. 44, τεύχ. 1, Ἐταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Θεσ-σαλονίκη 1994.
            Γιὰ τὸ ὅτι ἡ θέση τοῦ Τάφου τοῦ Χριστοῦ ἦταν γνωστὴ καὶ δὲν ἀποτελοῦσε ἐφεύρημα τοῦ Κωνσταντίνου, βλ. Ἀρχι-επισκόπου Ἰορδάνου Τ. Π. Θεμελῆ, Ἡ αὐθεντικότητα τοῦ Γολγοθᾶ καὶ  τοῦ Παναγίου Τάφου, περιοδικό Ἁγία Σιών, τόμ. Δ΄, 1928, σελ. 193 ἑξ. (καὶ στὸ διαδίκτυο http://www.impantokratoros.gr/9FF1E5AB.el.aspx).
            Γιὰ τὴν θρησκευτικὴ νομοθεσία τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου γενικότερα βλ. σχετικὸ ἄρθρο τοῦ καθηγητῆ Σπύρου Ν. Τρωιάνου στά Ἱστορικά τῆς Ἐλευθερο-τυπίας, 135, 23 Μαΐου 2002, σελ. 43 – 49, καὶ Βασιλείου Στεφανίδου,  Ἐκκλησιαστικη Ἱστορία, Ἀθῆνα 1998, σελ. 142-144.




[1] Ἡ εἰσαγωγή καί ὁ πολυτονισμός τοῦ κειμένου, μαζί μέ πολλές ἄλλες διορθώσεις καί προσθῆκες διευκρινιστικές, ἔγιναν μέ δική μας φροντίδα καί ἐπιμέλεια. Δρ.Ν. π. Νικόλαος Δημαρᾶς.

[2] Ὁ πολυτονισμός καί αὐτοῦ τοῦ κειμένου, μαζί μέ πολλές διορθώσεις καί προσθῆκες διευκρινιστικές, ἔγιναν καί πάλι μέ δική μας φροντίδα καί ἐπιμέλεια. Δρ.Ν. π. Νικόλαος Δημαρᾶς.

[3] Βλ. γι τν ουλιανὸ τόν παραβάτη τὴν μονογραφία το ωάννη Κ. Τσέντου,  Ἰουλιανός Παραβάτης, κδ. Τνος, θωνας 2004.
[4] P.G. 20, 1220-1224.
[5] Ακατερίνης Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντιν στορία, Α΄, 324-610, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 135.
[6] P.G. 62, 711.
[7] Εσεβίου, Ες τν βίον το μακαρίου Κωνσταντίνου το βασιλέως, Λόγος Β΄,ΙΓ΄, P.G. 20, 992.
[8] Κώστα Β. Καραστάθη,  γιος Κωνσταντνος Μέγας κα ναντίον του πολεμική, Μπαρ-τζουλιάνος, θήνα, Μάιος 2006, σελ. 35-41.
{Σύμφωνα μέ ἄλλες μαρτυρίες καταδικάστηκε καί αὐτή σέ θάνατο, ὅταν ἀποδείχτηκε ἡ σκευωρία της κατά τοῦ διαδόχου τοῦ θρόνου πρώτου γυιοῦ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, γιά νά ἀνεβεῖ στόν θρόνο ὁ δικός της γυιός.}
[9] Βλ. Βλασίου Ι. Φειδᾶ, κκλησιαστικ στορία, Α΄, σελ. 437. {Ἄφησε τόν θρόνο τοῦ προέδρου κενόν, πού ἀνήκει κατά τόν Μέγαν Ἅγιο μόνον στόν ἀληθινό Δεσπότη καί Κύριο τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ἀπό τόν Εὐσέβιο ἀναφέρεται ὅτι εἰσερχόμενος ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στήν Σύνοδο, ἔσκυβε καί μετά δακρύων καταφιλοῦσε τά κεκομμένα μέλη τῶν ἀθλητῶν τῆς εὐσεβείας, τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως, πού συγκρότησαν τήν Ἁγίαν Πρώτην Οἰκουμενικήν Σύνοδον. Γιαὐτό διήρκεσε πολλή ὥρα ἡ εἴσοδος τοῦ Μεγάλου Βασιλέως στήν Σύνοδο καί ἡ ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν της.}



ΠΗΓΗ ''ΑΓΙΟΙ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ'' ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2012


Ἡμερίδα ἀπό τήν Μητρόπολη Πειραιῶς μέ θέμα: «Τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.). Ἀπό τήν Χριστιανική στήν ἀποχριστιανιζομένη Εὐρώπη»



Πειραιεύς 24 Ὀκτωβρίου 2013
Δ Ε Λ Τ Ι Ο   Τ Υ Π Ο Υ
Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς διοργανώνει τήν Πέμπτη 7η Νοεμβρίου ἐ.ἔ. καί ὥρα 9.00 π.μ. στό Πνευματικό Κέντρο τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πειραιῶς (κάτωθεν τοῦ Ἱ. Ναοῦ) Ἡμερίδα κοινωνικοῦ-θεολογικοῦ προβληματισμοῦ,  μέ θέμα:
«Τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.). Ἀπό τήν Χριστιανική στήν ἀποχριστιανιζομένη Εὐρώπη» μέ εἰσηγητές τούς:
1. Αἰδεσιμ. Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Μεταλληνό, Ὁμότιμο Καθηγητή Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μέ θέμα: «Οἱ ἀποφάσεις τῶν Μεδιολάνων καί ἡ σημασία τους γιά τόν χριστιανικό κόσμο».
2. Αἰδεσιμ. Πρωτοπρεσβύτερο Θεόδωρο Ζήση, Ὁμότιμο Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μέ θέμα: «Ὁ σημερινός Ἑλληνισμός καί ἡ κληρονομία τοῦ Μ. Κωνσταντίνου».
3. Ἐλλογιμώτατο κ. Δημήτριο Ἀποστολίδη, Δικηγόρο μέ θέμα: «Ἡ ἀρνητική κριτική γιά τόν Μ. Κωνσταντῖνο στό παρελθόν καί στό παρόν καί ἡ ἀξιοπιστία της».

4. Ἐλλογιμώτατο κ. Γεώργιο Παπαθανασόπουλο, Δημοσιογράφο, μέ θέμα: «Ἀπό τήν ἀνεξιθρησκεία τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων στήν ἀνεξιθρησκεία στή σημερινή Εὐρώπη».
Θά ἀκολουθήσει συζήτηση καί θά ἐκδοθοῦν Πορίσματα καί Ψήφισμα.
Ἡ παρουσία σας θά συντελέσῃ στήν ἐνδυνάμωση τῆς πίστεως καί τῆς ἀληθείας τῆς  Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ἡ εἴσοδος εἶναι  ἐ λ ε ύ θ ε ρ η.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ ΕΙΣ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ






τοῦ Ἱερομονάχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ


ς γνωστόν καί προκειμένου νά διερευνήσωμε τήν ἀλήθεια εἰς τό θέμα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου εἴχαμε θέσει μία ἐρώτησι εἰς τούς ἀδελφούς τοῦ Π. Ἡμερολογίου. Ἐδόθη τελικά μία ἀπάντησι εἰς αὐτήν, ἡ ὁποία μοῦ ἀπεστάλη σέ φωτοαντίγραφο ἀπό τό προαναφερθέν ἱστολόγιο, τήν ὁποία στά βασικά της σημεῖα εἶμαι ὑποχρεωμένος νά σχολιάσω χάριν τῆς ἀληθείας, ὥστε νά διασαφηνισθοῦν κάποια θέματα καί νά ἐνημερωθοῦν οἱ μή γνωρίζοντες ἐπαρκῶς τήν ὑπόθεσι, διά νά δυνηθοῦν νά τοποθετηθοῦν ἐν γνώσει καί ὄχι νά τοποθετηθοῦν ἐπειδή ἀκολουθοῦν τό Παλαιό ἤ τό Νέο ἀντιστοίχως ἡμερολόγιο.
Εἶμαι ὑποχρεωμένος λοιπόν νά τονίσω τίς διολισθήσεις ἐκ τῆς ἀληθείας εἰς τήν δοθεῖσα ἀπάντησι καί πρός τοῦτο θά ἀναφερθῶ εἰς τό ποῦ ἑστιάζουν τό πρόβλημα οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης Χρυσόστομος καί Νικόδημος Ἁγιορείτης καί πού τό τοποθετοῦν οἱ ἀπαντήσαντες ἀδελφοί εἰς τό ἱστολόγιο «Ἐν Τούτῳ Νίκᾳ».
Ὁ Ἅγ. Νικόδημος λοιπόν γιά νά δείξη ὅτι ἀπαγορεύονται οἱ ἀποσχίσεις γιά θέματα ἡμερολογιακά, ἑορτολογικά, νηστείας κλπ., διότι προφανῶς αὐτά δέν εἶναι θέματα πίστεως, χρησιμοποιεῖ μία ὁμιλία τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία ἀριθμεῖται ὡς τρίτη εἰς τούς κατά Ἰουδαίων λόγους του καί ἐπιγράφεται: «Εἰς τούς τά πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας». Οἱ τά πρῶτα Πάσχα νηστεύοντες ἦταν αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποσχισθῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι ἤθελαν νά κρατοῦν μία παλαιά συνήθεια μέ βάσι τήν ὁποία ἑώρταζαν τό Πάσχα μαζί μέ τούς Ἑβραίους κατά τήν δεκάτη τετάρτη (14η) ἡμέρα τῆς σελήνης (πανσέληνος) τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας, καί σέ οἱαδήποτε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἐτύγχανε αὐτή ἡ πανσέληνος. Αὐτοί οἱ αἱρετικοί ὀνομάστηκαν Πρωτοπασχίται ἤ Τεσσαρακεδεκατίται.
Εἰς τήν ὁμιλία του αὐτή ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπό τήν ἀρχή θά λέγαμε μέχρι τό τέλος ὁμιλεῖ γιά τήν ἑνότητα τήν ἐκκλησιαστική καί καταδικάζει μέ βαρύτατους χαρακτηρισμούς οἱοδήποτε σχίσμα γίνεται γιά τέτοιους λόγους. Τήν ἑνότητα τήν ἐκλαμβάνει πάντοτε ὡς ἑνότητα ἐκκλησιαστική καί τό σχίσμα ὡς ἀπόσχισι κάποιων ἀπό τούς ὑπολοίπους ἀδελφούς.
Θά ἀναφέρω πρός κατανόησι κάποια τμήματα ἀπό αὐτήν τήν ὁμιλία τοῦ Χρυσορρήμονος διά νά κατανοήσωμε τό ποῦ ὁ ἅγιος ἑστιάζει τήν ἑνότητα καί τό σχίσμα, ὥστε νά ἀντιληφθοῦμε τήν διολίσθησι σήμερα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Εἰς τήν ἀρχή ὁ ἅγιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οὕτω καὶ στρατηγὸς ἄριστος οὐχὶ τὰ μηχανήματα ἀποκρούεται μόνον, ἀλλὰ πρὸ τούτων τὴν πόλιν στασιάζουσαν πρὸς ἑαυτὴν συνάγει, εἰδὼς ὅτι τὸ πλέον οὐδὲν ἔσται τῆς ἔξωθεν νίκης, ἕως ἂν οἱ ἔνδοθεν ἐμφύλιοι μένωσι πόλεμοι. Καὶ ἵνα μάθῃς, ὅτι στάσεως καὶ φιλονεικίας ἴσον οὐδὲν εἰς καθαίρεσιν, ἄκουσον τί φησιν ὁ Χριστός· Βασιλεία μερισθεῖσα ἐφ' ἑαυτὴν οὐ σταθήσεται» (ΕΠΕ 34,160,14).
Καί ὀλίγο κατωτέρω: «Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἀσθένειαν ἐργάζεσθαι πέφυκεν, ὡς φιλονεικία καὶ ἔρις· ὥσπερ οὐδὲν οὕτως ἰσχὺν καὶ δύναμιν, ὡς ἀγάπη καὶ ὁμόνοια. Ὅπερ οὖν καὶ ὁ Σολομὼν συνιδών, ἔλεγεν· Ἀδελφὸς ὑπ' ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά, καὶ μεμοχλευμένη βασιλεία. Εἶδες ὅση τῆς ὁμονοίας ἡ ἰσχύς; ὅση τῆς φιλονεικίας ἡ βλάβη; Βασιλεία στασιάζουσα καταλύεται, δύο δὲ ἐπὶ ταὐτὸ ὄντες, καὶ συνδεδεμένοι μετ' ἀλλήλων, παντός εἰσιν ἀρραγέστεροι τείχους» (ΕΠΕ 34,162,2).
Χρησιμοποιῶν ἐπίσης τήν διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει: «Καὶ καθάπερ ἰατρὸς ἄριστος τὸν πυρετὸν πρῶτον σβέσας, τότε τὰ ἕλκη καὶ τὰ ρήγματα διορθοῦται· οὕτω καὶ Παῦλος ἐποίησε, πρότερον τὴν διάστασιν ἀνελών, τότε τὰ καθ' ἕκαστον μέλος ἐθεράπευσε τραύματα. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπὲρ τούτου διαλέγεται πρὸ τούτων, μηδὲ στασιάζειν πρὸς ἀλλήλους, μηδὲ οἰκείους ἄρχοντας ἐπιγράφεσθαι, μηδὲ εἰς πολλὰ κατατεμεῖν μέρη Χριστοῦ τὸ σῶμα» (ΕΠΕ 34, 168,5).
Παντοῦ λοιπόν σέ ὅλη τήν ὁμιλία ὁ ἅγιος διδάσκει ὅτι δέν πρέπει νά διασπᾶται ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα γιά θέματα ἑορτολογικά.
Ἐν συνεχείᾳ στήν ὁμιλία του ἀναφέρει αὐτό τό ἐπιχείρημα τῶν Πρωτοπασχιτῶν, ὅτι δηλαδή αὐτοί ἀκολουθοῦσαν τήν παλαιά συνήθεια τῆς νηστείας καί τῆς ἐπιτελέσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα: «Ἀλλὰ τίς ὁ σοφὸς αὐτῶν λόγος, ὅταν ταῦτα αὐτοῖς ἀντιλέγωμεν; Ὑμεῖς, φησίν, οὐ ταύτην ἐνηστεύετε τὴν νηστείαν πρότερον; Τοῦτο οὐ σόν ἐστιν εἰπεῖν πρός με, ἀλλ' ἐμὲ δίκαιον ἂν εἴη πρὸς σὲ λέγειν, ὅτι καὶ ἡμεῖς οὕτως ἐνηστεύομεν πρότερον, ἀλλ' ὅμως προετιμήσαμεν τὴν συμφωνίαν τῆς τῶν χρόνων παρατηρήσεως» (ΕΠΕ 34,168,25).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι ἄλλαξαν τή παλαιά συνήθεια τῆς νηστείας, ἐπειδή ἔτσι ἀποφασίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία καί πρός τόν σκοπό νά συμφωνήσουν ὅλοι καί νά μήν ὑπάρχουν σχίσματα. Τά σχίσματα ἐννοοῦνται πάντα ὡς ἀπόσχισι κάποιων ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα γιά θέματα τά ὁποῖα δέν ἅπτοντο τῆς πίστεως.
Ἀκολούθως γιά νά δείξη ὁ ἅγιος ὅτι δέν ἔχει καμία σημασία ἡ παρατήρησις τοῦ χρόνου, ἀλλά τό νά ἀκολουθοῦμε τήν Ἐκκλησία, χρησιμοποιεῖ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «Ἐγὼ γὰρ τοὐναντίον δείκνυμι, ὅτι οὐ μόνον οὐκ ἐκέλευσε παρατηρεῖν ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ ἀπέλυσεν ἡμᾶς τῆς ἀνάγκης ταύτης. Ἄκουσον γοῦν τί φησιν ὁ Παῦλος· ὅταν δὲ τὸν Παῦλον εἴπω, τὸν Χριστὸν λέγω· ἐκεῖνος γάρ ἐστιν ὁ τὴν Παύλου κινῶν ψυχήν. Τί οὖν οὗτός φησιν; Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς. Φοβοῦμαι ὑμᾶς, μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς. Καὶ πάλιν, Ὁσάκις ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον, καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε. Ὁσάκις δὲ εἰπών, κύριον ἐποίησε τὸν προσιόντα, πάσης ἡμερῶν παρατηρήσεως ἀπαλλάξας αὐτόν» (ΕΠΕ 34,176,4).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος μᾶς ἀνάγει στόν πνευματικόν ἑορτασμόν καί εἰδικά στήν συμμετοχή στή Θ. Κοινωνία. Ὅταν δέ, συμμετέχωμε στή Θ. Κοινωνία μετά καθαροῦ συνειδότος, τότε ἐπιτελοῦμε τήν ἑορτήν τοῦ Πάσχα: «Τεσσαρακοστὴ μὲν γὰρ ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ γίνεται, πάσχα δὲ τρίτον τῆς ἑβδομάδος· ἔστι δ' ὅτε καὶ τέταρτον, μᾶλλον δὲ ὁσάκις ἂν βουλώμεθα· πάσχα γὰρ οὐ νηστεία ἐστίν, ἀλλ' ἡ προσφορὰ καὶ ἡ θυσία ἡ καθ' ἑκάστην γινομένη σύναξιν. Καὶ ὅτι τοῦτό ἐστιν, ἄκουσον τοῦ Παύλου λέγοντος, Τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός· καί, Ὁσάκις ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον, καὶ τὸ ποτήριον πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε. Ὥστε ὁσάκις ἂν προσίῃς μετὰ καθαροῦ συνειδότος, πάσχα ἐπιτελεῖς, οὐχ ὅταν νηστεύῃς, ἀλλ' ὅταν τῆς θυσίας ἐκείνης μετέχῃς» (ΕΠΕ 34,176,15).
Ἀπεναντίας ὅταν δέν προσερχώμεθα μετά καθαροῦ συνειδότος, τότε δέν ἐπιτελοῦμε τό Πάσχα: «Ἀλλά κἂν ἐν αὐτῷ τῷ Σαββάτῳ προσέλθῃς μετὰ πονηροῦ συνειδότος, ἐξέπεσες τῆς κοινωνίας, ἀπῆλθες οὐκ ἐπιτελέσας τὸ πάσχα· ὥσπερ οὖν κἂν σήμερον κοινωνῇς, τὰ ἁμαρτήματα ἀπονιψάμενος, τὸ πάσχα ἐπετέλεσας ἀκριβῶς. Ἐχρῆν τοίνυν τὴν ἀκρίβειαν ταύτην ὑμᾶς καὶ τὴν εὐτονίαν μὴ ἐν τῇ τῶν καιρῶν παρατηρήσει, ἀλλ' ἐν τῇ προσόδῳ φυλάττειν» (ΕΠΕ 34,180,16).
Ἀκολούθως ἀναφέρει ὁ ἅγιος τίς διάφορες εὐαγγελικές ἐντολές γιά τίς ὁποῖες καί θά κριθοῦμε καί καταλήγει: «Ὅτι δέ τῷ δεῖνι μηνί καί τῷ δεῖνι ἐποίησε τό Πάσχα οὐδείς ἐκολάσθη ποτέ, οὐδέ ἐνεκλήθη» (ΕΠΕ 34, 182,3).
Ἐδῶ προφανῶς δηλώνει ὁ ἅγιος ὅτι τά ἑορτολογικά θέματα (ἀκόμη καί τήν σπουδαιοτέρα ἑορτή τοῦ Πάσχα) τά ρυθμίζει ὅπως θέλει ἡ Ἐκκλησία, χωρίς νά ἀποτελοῦν ὄχι μόνο θέματα πίστεως, ἀλλά οὔτε κἄν κάτι τό ἐπιλήψιμο γιά τό ὁποῖο θά ἀπολογηθοῦμε.
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει ὁ ἅγιος ὅτι τό πολίτευμά μας πρέπει νά εἶναι οὐράνιο καί στόν οὐρανό δέν ὑπάρχουν μῆνες καί χρονικές περίοδοι πού καθορίζονται ἀπό τήν κίνησι τοῦ ἡλίου καί τῆς σελήνης: «Καὶ τί λέγω περὶ ἡμῶν τῶν ἀπηλλαγμένων πάσης τοιαύτης ἀνάγκης, καὶ ἄνω πολιτευομένων ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἔνθα μῆνες, καὶ ἥλιος, καὶ σελήνη, καὶ ἐνιαυτῶν περίοδος οὐκ ἔστιν;» (ΕΠΕ 34,182,6).
Κατόπιν ὁ Χρυσορρήμων φέρει ὡς παράδειγμα τούς Ἑβραίους, στούς ὁποίους ἐδόθηκε ἀπό τόν Μωϋσῆ τό δικαίωμα νά ἑορτάζουν καί τόν δεύτερο μῆνα τό Πάσχα, ὅσοι γιά κάποιες αἰτίες δέν ἠδυνήθησαν νά ἑορτάσουν τόν πρῶτο μῆνα. Σημειώνει δέ πάλι ὅτι δι’ αὐτά τά ἀσήμαντα πράγματα δέν ἐπιτρέπεται νά ἀποσχιζώμεθα ἀπό τήν Σύνοδο: «Εἶτα ἐπὶ μὲν τῶν Ἰουδαίων ἡ τοῦ χρόνου λύεται παρατήρησις, ἵνα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα τὸ πάσχα γένηται· σὺ δὲ οὐ προτιμᾷς τοῦ χρόνου τῆς Ἐκκλησίας τὴν συμφωνίαν, ἀλλ' ἵνα δόξῃς ἡμέρας παρατηρεῖν, εἰς τὴν κοινὴν ἁπάντων ἡμῶν ἐμπαροινεῖς μητέρα, καὶ τὴν ἁγίαν διατέμνεις σύνοδον; καὶ πῶς ἂν ἄξιος εἴης συγγνώμης, ὑπὲρ τοῦ μηδενὸς τοσαῦτα ἁμαρτάνειν αἱρούμενος;» (ΕΠΕ 34,182,17).
Κατωτέρω διδάσκει πάλι νά μήν φιλονικῶμε οὔτε νά ἀποσχιζώμεθα τῆς Ἐκκλησίας διά τά θέματα τῶν ἑορτῶν καί τῆς νηστείας: «Μὴ τοίνυν φιλονεικῶμεν, μηδὲ ἐκεῖνο λέγωμεν, Τοσοῦτον ἐνήστευσα χρόνον, καὶ νῦν μεταθήσομαι; Δι' αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο μετάθου· ἐπειδὴ τοσοῦτον ἀπεσχίσθης χρόνον τῆς Ἐκκλησίας, ἐπάνελθε λοιπὸν πρὸς τὴν μητέρα» (ΕΠΕ 34,184,10) καί κατόπιν ἀφοῦ φέρει, ὅπως συνηθίζει ὁ ἅγιος, παραδείγματα ἀπό τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μὴ τοίνυν, τῶν τελειοτέρων παραγενομένων πραγμάτων, πρὸς τὰ πρότερα ἐπανατρέχωμεν, μηδὲ ἡμέρας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτοὺς παρατηρῶμεν, ἀλλὰ πανταχοῦ τῇ Ἐκκλησίᾳ μετ' ἀκριβείας ἑπώμεθα, τὴν ἀγάπην καὶ τὴν εἰρήνην προτιμῶντες ἁπάντων. Εἰ γὰρ καὶ ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπὸ τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπὸ τῆς διαιρέσεως καὶ τοῦ σχίσματος τούτου» (ΕΠΕ 34, 188,5).
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ἅγιος ὅτι, ἐφ’ ὅσον δέν πρόκειται διά θέματα πίστεως, πρέπει νά ἀκολουθοῦμε τήν Ἐκκλησία καί νά μήν χωριζώμεθα ἀπό αὐτήν, ἔστω καί ἄν αὐτή ἔκανε λάθος.
Πρίν ἀπό τόν ἐπίλογο ὁ ἅγιος δίδει ἐπί τοῦ θέματος τίς τελευταῖες θά λέγαμε συμβουλές καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Μὴ τοίνυν σκιομαχῶμεν, μηδὲ ὑπὲρ τῶν τυχόντων φιλονεικοῦντες, ἐν τοῖς μεγάλοις ἑαυτοὺς καταβλάπτωμεν. Τὸ μὲν γὰρ τῷδε ἢ τῷδε χρόνῳ νηστεῦσαι οὐκ ἔγκλημα, τὸ δὲ σχίσαι Ἐκκλησίαν, καὶ φιλονείκως διατεθῆναι, καὶ διχοστασίας ἐμποιεῖν, καὶ τῆς συνόδου διηνεκῶς ἑαυτὸν ἀποστερεῖν, ἀσύγγνωστον καὶ κατηγορίας ἄξιον, καὶ πολλὴν ἔχει τὴν τιμωρίαν» (ΕΠΕ 34,190,6).
Ἐδῶ τονίζει ὅτι τό νά νηστεύσωμε αὐτόν ἤ ἐκεῖνον ἤ τόν ἄλλον χρόνο αὐτό δέν εἶναι παράπτωμα, ἀντιθέτως εἶναι μέγιστο ἁμάρτημα τό νά δημιουργήσωμε δι’ αὐτά σχίσμα στήν Ἐκκλησία καί νά φιλονεικῶμε.
Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ὑποσημείωσι τοῦ ἑβδόμου (Ζ΄) Ἀποστολικοῦ Κανόνος ἀκολουθεῖ μέ ἀπόλυτη πιστότητα τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ὡς γνωστόν ὁ Ζ΄ Ἀποστολικός Κανόνας ἀπαγορεύει νά ἑορτάσωμε τό Πάσχα πρίν ἀπό τήν ἰσημερία τῆς Ἀνοίξεως ἤ νά ἑορτάσωμε μαζί μέ τούς Ἑβραίους. Αὐτά λοιπόν γιά τά ὁποῖα ἐγκαλεῖ τούς Λατίνους ἀφοροῦν ἀποκλειστικῶς καί μόνον τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Ὅπου ὁ ἅγιος ἀναφέρει τό ἡμερολόγιο (καλαντάριο) τό ἀναφέρει σέ ἄμεση σχέσι μέ τό Πασχάλιο, τό ὁποῖο ἐκαινοτόμησαν οἱ Λατῖνοι παραβαίνοντας τούς ὅρους τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί φυσικά τόν Ζ΄ Ἀποστολικό, τόν ὁποῖο ὁ ἅγιος ἑρμηνεύει.
Αὐτά γιά τά ὁποῖα ἐγκαλεῖ τούς Λατίνους εἶναι πρῶτον τό ὅτι ἀτίμασαν τούς θεοφόρους Πατέρας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «ἀλλ’ ἐπειδή εἰς τήν πρώτην σύνοδον ἐσυνάχθησαν οἱ Πατέρες καί ἐδιώρισαν πότε νά γίνεται τό Πάσχα, τιμῶσα ἡ Ἐκκλησία πανταχοῦ τήν συμφωνίαν καί ἕνωσιν, ἐδέχθη τόν διορισμόν ὁποῦ ἐκεῖνοι ἔκαμαν. Λοιπόν, ἔπρεπε, κατά τόν Χρυσόστομον, νά προτιμήσουν καί οἱ Λατῖνοι τήν συμφωνίαν καί ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας, περισσότερον ἀπό τήν παρατήρησιν τῶν χρόνων (τῆς ἰσημερίας δηλ. ὁποῦ ἐκατέβη τώρα εἰς τάς 11 Μαρτίου, οὖσα ἐπί τῆς πρώτης συνόδου εἰς τάς κα΄. μαρτίου) καί νά ἑορτάζουν τό Πάσχα μέ ἡμᾶς τούς Γραικούς, καί ὄχι νά ἀτιμάζουν τούς τριακοσίους ἐκείνους θεοφόρους καί πνευματοφόρους Πατέρας, ὁποῦ ἐνομοθέτησαν τοῦτο κατά θεῖον φωτισμόν, νομίζοντες τούτους ὡς ἀνοήτους, καί ὑβρίζοντες εἰς τήν κοινήν μητέρα πάντων ἡμῶν Ἐκκλησίαν» (Ὑποσημ. εἰς Ζ΄ Ἀποστολ.) .
Δεύτερον τούς ἐγκαλεῖ, γιατί μέ τήν ἀλλαγή τοῦ Πασχαλίου ἑορτάζουν τό Πάσχα πολλές φορές ἤ μαζί μέ τούς Ἑβραίους ἤ πρίν ἀπό αὐτούς, πρᾶγμα ἀντίθετο εἰς τόν Ζ΄ Ἀποστ. καί τήν ἀπόφασι τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς: «Ἄς ἠξεύρουν γάρ ὅτι καί αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι, ὁποῦ μετά τήν πρώτην ἔγιναν, καί οἱ λοιποί Πατέρες, ἔβλεπον ναί καί αὐτοί, ὡς σοφοί ὁποῦ ἦτο, πῶς ἐκατέβη πολλύ ἡ ἰσημερία∙ ἀλλ’ ὅμως δέν ἠθέλησαν νά τήν μεταθέσουν ἀπό τήν κα΄ Μαρτίου, ὁποῦ τήν ηὗρεν ἡ α΄ σύνοδος, προτιμῶντες περισσότερον τήν συμφωνίαν τῆς Ἐκκλησίας καί ἕνωσιν, ἀπό τήν ἀκρίβειαν τῆς ἰσημερίας, ἥτις δέν προξενεῖ, οὔτε εἰς τήν εὕρεσιν τοῦ ἐδικοῦ μας Πάσχα κἀμμίαν σύγχυσιν, οὔτε βλάβην εἰς τήν εὐσέβειαν, μάλιστα δέ καί προξενεῖ ἡ ἀκρίβεια αὕτη εἰς τούς Λατίνους δύω μεγάλας ἀτοπίας, τό νά ἑορτάζουν δηλ. τό Πάσχα, ἤ μετά Ἰουδαίων, ὅπερ ἐναντίον ἐστίν εἰς τόν παρόντα ἀποστολικόν Κανόνα, ἤ πρό τῶν Ἰουδαίων».
Διά τό ἑορτολόγιο τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν οὐδέν ἀναφέρει ὁ ἅγιος, διότι μέ τόν ἐπαναπροσδιορισμό τῆς ἰσημερίας, τό ἑορτολόγιο ἀκινήτων ἑορτῶν δέν ἐθίγη. Δηλαδή τά Χριστούγεννα ἑωρτάζοντο πάλι 25 Δεκεμβρίου, τά Θεοφάνεια 6 Ἰανουαρίου, ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου 25 Μαρτίου, ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου 15 Αὐγούστου κλπ. Ἡ ἀλλαγή τοῦ ἑορτολογίου θά ἐννοεῖτο ἄν, γιά παράδειγμα, ἄλλαζαν οἱ ἡμερομηνίες τῶν δεσποτικῶν καί θεομητορικῶν ἑορτῶν, ἤ οἱ ὑποδιαιρέσεις τοῦ χρόνου σέ μῆνες, ἑβδομάδες κλπ. Οἱ Λατῖνοι λοιπόν ἄλλαξαν τόν τρόπο εὑρέσεως τοῦ Πάσχα καί δι’ αὐτό καί μόνο τούς ἐγκαλεῖ ὁ ἅγιος καί τούς ἐλέγχει καί δι’ αὐτό δέν δέχεται τό Καλαντάριό τους. Τό ὅτι τέλος, τά θαύματα πού ἀναφέρει, ἐγίνοντο μέ τό ὀρθόδοξο καλαντάριο καί Πασχάλιο, αὐτό εἶναι φυσικό, ἐφ΄ ὅσον οἱ Λατῖνοι εἶναι αἱρετικοί καί δέν ἔχουν οὐδεμία χάριν Θεοῦ καί ἐφ’ ὅσον ἐκαινοτόμησαν τό Πασχάλιο, τό ὁποῖο ἐθέσπισε Οἰκουμενική Σύνοδος.
Μετά ἀπό αὐτά ἐρχόμεθα εἰς τό ἐπίμαχο χωρίο, τό ὁποῖο ἀποτελοῦσε καί τήν ἐρώτησί μου πρός τούς ἀδελφούς τοῦ Π. Ἡμερολογίου. Εἰς τό σημεῖο αὐτό ὁ ἅγ. Νικόδημος, ὄχι μόνον ἑρμηνεύει ἐπακριβῶς τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἀλλά καί μεταφέρει στήν ἐποχή του τά λόγια τοῦ Χρυσορρήμονος, σύμφωνα μέ τήν ἀλλαγή τοῦ Πασχαλίου, τήν ὁποία ἤδη εἶχαν κάνει οἱ Λατῖνοι. Ἀναφέρει λοιπόν τά ἑξῆς:
«Λέγει γάρ ἐν τῷ αὐτῷ λόγῳ (ἐννοεῖται ὁ Χρυσόστομος) ὅτι, τό νά νηστεύσῃ τινάς καί τό νά κάμῃ Πάσχα εἰς τοῦτον τόν καιρόν, ἤ εἰς ἐκεῖνον, μετά τήν εἰκοστήν πρώτην τοῦ Μαρτίου, θετέον, ὡς κάμνομεν ἡμεῖς οἱ Γραικοί, ἤ μετά τήν ἑνδεκάτην Μαρτίου, ὡς κάμνουσιν οἱ Λατῖνοι, τοῦτο δέν εἶναι ἔγκλημα. Τό δέ νά σχίσῃ τινάς τήν Ἐκκλησίαν καί νά ἀντιστέκηται φιλονείκως, καί νά κάμνῃ διχοστασίας καί διαιρέσεις, καί νά χωρίζῃ τόν ἑαυτόν του πάντοτε ἀπό τήν κοινήν σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο εἶναι ἁμάρτημα ἀσυγχώρητον, καί κατηγορίας ἄξιον, καί πολλήν ἔχει τήν κόλασιν καί τιμωρίαν».
Ἐδῶ φαίνεται καθαρά νά μήν ἐνδιαφέρη τούς Ἁγίους (Χρυσόστομο καί Νικόδημο) τό πότε θά ἑορτάσης, ἀλλά τό πῶς θά ἑορτάσης, οὔτε φυσικά τό πότε θά νηστεύσης, ἀλλά τό πῶς θά νηστεύσης. Δι’ αὐτό καί δέν ἀναφέρει ὡς παράδειγμα τίς ἡμερομηνίες τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, οἱ ὁποῖες ἦταν ἴδιες μέ τούς Λατίνους, ἀλλά τίς ἡμερομηνίες τῶν κινητῶν ἑορτῶν, οἱ ὁποῖες ἦταν διαφορετικές. Τό βάρος λοιπόν νομίζω ὅτι τό ρίχνουν οἱ Ἅγιοι στόν τρόπο πού ἑορτάζομε καί ὄχι στόν χρόνο.
Θεωρῶ δέ, ὅτι μέ αὐτά πού γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος, ἐννοεῖ ὅτι, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι οἱ Λατῖνοι δέν εἶχαν καμία ἀπό τίς αἱρέσεις πού ἔχουν σήμερα ἤ τήν ἐποχή τοῦ ἁγ. Νικοδήμου (π.χ. Filioque, κτιστή χάρι, ἄζυμα, πρωτεῖο, ἀλάθητο κλπ.), καί ἀπεφάσιζαν ὡς τοπική Ἐκκλησία νά ἀλλάξουν τό ἡμερολόγιο καί ἀκόμη καί τό Πασχάλιο, χωρίς αὐτό νά θέλη νά τό ἐπιβάλλη ὁ Πάπας καί στίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες, ἤ νά δημιουργήση σχίσμα χάριν αὐτοῦ (δηλαδή νά διακόψη τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅσους δέν ἀκολουθοῦν τό ἡμερολόγιο καί τό Πασχάλιο τό δικό του), αὐτό, ἐπειδή κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο δέν εἶναι θέμα πίστεως, οὔτε τόν Θεό τόν ἐνδιαφέρει πότε ἑορτάζομε, ἀλλά πῶς ἑορτάζομε, οὔτε στόν οὐρανό σύμφωνα πάλι μέ τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο ὑπάρχουν μῆνες καί χρόνοι, αὐτό λέγω, δέν θά ἔπρεπε νά ἀποτελέση αἰτία σχίσματος καί ἀπό τίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες πού θά ἀκολουθοῦσαν τό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο. Διότι ἡ νόμιμη αἰτία τοῦ σχίσματος (ἀποτειχίσεως) εἶναι μία καί μοναδική, τό νά ἀποσχισθῆ δηλαδή κάποιος διά θέματα πίστεως.
Τό ὅτι βεβαίως εἰς αὐτήν τήν ὑποτιθέμενη περίπτωσι οἱ Λατῖνοι θά ἀτίμαζαν τούς θεοφόρους Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἰς τό θέμα τοῦ Πασχαλίου καί τό ὅτι δέν θά εἴχαμε ταυτόχρονο συνεορτασμό κινητῶν καί ἀκινήτων ἑορτῶν ἀπό ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, αὐτό βεβαίως θά τό ἐπιφορτίζοντο οἱ Λατῖνοι, οἱ ὁποῖοι θά προέβαιναν καί στήν ἀλλαγή. Θά μεταφερόμεθα δηλαδή πάλι εἰς τήν πρό τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περίοδο κατά τήν ὁποία δέν εἴχαμε ταυτόχρονο συνεορτασμό, ὑπῆρχε ὅμως πλήρης ἐκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
Τό ὅτι τέλος οἱ Ἅγιοι θεωροῦν ἔγκλημα ἀσυγχώρητο καί κολάσιμο ὄχι τό ἄν ἑορτάσης σύμφωνα μέ τό ἔνα ἤ τό ἄλλο ἡμερολόγιο, ἀλλά τό νά ἀποσχισθῆς, νά φιλονικῆς, νά δημιουργῆς διχοστασίες καί διαιρέσεις κλπ. χάριν αὐτῶν τῶν πραγμάτων, αὐτό νομίζω ἐπεξηγεῖ πλήρως τήν ἀνοχή πού δείχνουν σέ δευτερεύοντα θέματα, ὅπως θεωροῦν αὐτά τοῦ ἡμερολογίου.
Ἡ διαφορά λοιπόν τῶν σημερινῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἀπό τούς δύο Ἁγίους (Χρυσόστομο καί Νικόδημο) εἶναι ὅτι οἱ μέν πρῶτοι ἐθεώρησαν τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου θέμα πίστεως, ἐνῶ οἱ Ἅγιοι ὄχι.
Ὀλίγον ἀνωτέρω ἀπό τό ἐπίμαχο χωρίο πού προαναφέραμε ὁ ἅγ. Νικόδημος μᾶς διδάσκει: «Καί βλέπε ἀγαπητέ πῶς ὁ θεῖος Χρυσόστομος ὀνομάζει σχισματικούς τούς Λατίνους διά τί ἐκαινοτόμησαν τό πασχάλιόν τους καί Καλαντάριον, ὄχι διά τί δέν εἶναι τοῦτο, ὅσον κατά τήν ἰσημερίαν, ὀρθόν. Διότι καί ἡμεῖς βλέπομεν πῶς ἡ ἰσημερία ἀληθῶς ἔμεινεν ὀπίσω ἡμέρας ια΄. ἀλλά διά τί ἐχωρίσθησαν κατά τοῦτο ἀπό ἡμᾶς, τό ὁποῖον εἶναι ἔγκλημα ἀσυγχώρητον, κατά τόν αὑτόν ἅγιον».
Ἐδῶ πάλι διαπιστώνομε ὅτι αὐτός, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ σχίσμα καί χωρισμό χάριν τοῦ ἡμερολογίου, περιπίπτει σέ ἔγκλημα ἀσυγχώρητο. Ὡς σχίσμα σαφῶς ἐδῶ δέν θεωρεῖται ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, ἀλλά ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐξ αἰτίας τοῦ ἡμερολογίου.
Κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἔκαναν σχίσμα οἱ τρεῖς Ἐπίσκοποι τό 1935, ὄχι γιατί ἄλλαξαν τό ἡμερολόγιο, ἀλλά διότι ἐχωρίσθηκαν ἀπό τήν Σύνοδο χάριν αὐτοῦ. Ἐπίσης κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια δέν ἔκαναν σχίσμα οἱ Ἁγιορεῖτες μετά τό 1924, διότι δέν διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἐνῶ ἐκράτησαν τό Π. Ἡμερολόγιο.
Δι’ αὐτό προφανῶς ἀναφέρουν οἱ Ἅγιοι ὅτι τό νά ἑορτάσης τότε ἤ τότε τό Πάσχα, αὐτό δέν εἶναι τίποτε, ἀλλά τό νά φιλονικῆς, νά στασιάζης καί νά χωρίζεσαι ἀπό τήν Σύνοδο χάριν αὐτοῦ.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο νομίζω, ἐναρμονίζεται καί τό ἐπίμαχο χωρίο μέ ὅλα τά προηγούμενα ἤ ἑπόμενα τῆς ὑποσημειώσεως, καθώς καί μέ τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Διότι, τί τόν ἐνδιαφέρει τόν ἅγ. Νικόδημο, ἄν οἱ Λατῖνοι ἐχωρίσθηκαν κατά τοῦτο (τό ἡμερολόγιο) ἀπό ἐμᾶς, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἦταν χωρισμένοι διά θέματα πίστεως τόσους αἰῶνες; Ἄν ὅμως καί αὐτό τό θεωροῦν αἰτία σχίσματος, προφανῶς προστίθεται καί αὐτή (τοῦ ἡμερολογίου) στίς προηγούμενες. Δηλ. ἀντιμετώπισαν τό ἡμερολόγιο ὅπως τά θέματα τῆς πίστεως καί δι’ αὐτό τούς ἀποκαλεῖ ὁ ἅγιος σχισματικούς.
Θά ἔλθωμε ἐν συνεχείᾳ εἰς τήν ἑρμηνεία τήν ὁποία ἔδωσε τό ἱστολόγιο «Ἐν Τούτῳ Νίκα» ὡς ἀπάντησι εἰς τήν ἐρώτησι πού ὑποβάλαμε. Ἐξ ἀρχῆς δέ, ἀναφέρομε ὅτι οἱ θέσεις καί οἱ ἀπόψεις ἑκάστου εἶναι σεβαστές, πλήν ὅμως, ὅταν ἑρμηνεύομε πατερικά κείμενα, δέν εἶναι σωστό νά τά προσαρμόζωμε στίς ἀπόψεις καί θέσεις μας, ὥστε νά παρουσιάζωμε καί τούς Ἁγίους συνηγοροῦντας καί ἐπισφραγίζοντας τά πιστεύω μας. Θά ἀποδείξωμε ὡς ἐκ τούτου, ἀπό τίς ἴδιες τίς ἑρμηνεῖες τοῦ ἐν λόγῳ ἱστολογίου, ὅτι κατ’ οὐσίαν δέν ἑρμηνεύει τούς Ἁγίους ἀλλά προσπαθεῖ μέ διαφόρους ἐλιγμούς καί παράθεσι μακροσκελεστάτων κειμένων, τά ὁποῖα εἶναι ἐκτός θέματος, νά στηρίξη τίς ἀπόψεις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, οἱ ὁποῖες ἐν προκειμένῳ συνοψίζονται εἰς τό ὅτι σχίσμα ἔκανε αὐτός πού ἄλλαξε τό ἡμερολόγιο καί ὄχι αὐτός πού διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν Σύνοδο καί ὅλες τίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες διά θέματα, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους, ὄχι πίστεως καί τό ὅτι ἡ ἕνωσις καί παραμονή εἰς τήν Ἐκκλησία γίνεται μέ τήν διατήρησι τοῦ Π. Ἡμερολογίου, οἱ δέ ἀλλάξαντες αὐτό ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Κατ’ ἀρχάς οἱ ἀδελφοί τοῦ ἱστολογίου «Ἐν Τούτῳ Νίκα», ἀφοῦ παραθέτουν τό πρῶτο τμῆμα τῆς ὑποσημειώσεως τοῦ Ζ΄ Ἀποστολικοῦ Κανόνος ἀναφέρουν ἐπεξηγηματικῶς τά ἑξῆς:  
«Για να δούμε αν συμπίπτουν τα λεγόμενα του αγίου με την περίπτωση των παλαιοημερολογιτών.
 Όπως γνωρίζουμε η αρχική αιτία της διαίρεσης μεταξύ των Ορθοδόξων ήταν η αλλαγή του ημερολογίου-εορτολογίου. Οι Νεοημερολογίτες αντί να κοιτάξουν την ''ομόνοιαν και ειρήνην'' μεταξύ των Ορθοδόξων, προετίμησαν την ''παρατήρησιν χρόνων και ημερών'' σαν τους Λατίνους που ψέγει ο άγιος, διότι θεωρούσαν δήθεν ότι το Γρηγοριανό ημερολόγιο ήταν τελειότερο του Ιουλιανού και μάλιστα το ονόμασαν και ''διορθωμένο Ιουλιανό''! Όμως τι μας λέγει ο άγιος; Ο Θεός και η Εκκλησία '"δεν φροντίζει δια τοιαύτη παρατήρησιν χρόνων και ημερών πάρεξ δια μοναχήν την ομόνοιαν και ειρήνην"» (σελ. 4).
Ἐδῶ ἔχουμε νά παρατηρήσωμε ὅτι κατ’ ἀρχάς γίνεται σκοπίμως ταύτησις τοῦ Ἡμερολογίου καί τοῦ ἑορτολογίου. Αὐτό προφανῶς εἶναι λάθος, διότι ἡ ἀλλαγή ἔγινε στό Ἡμερολόγιο καί ὄχι στό ἑορτολόγιο κινητῶν καί ἀκινήτων ἑορτῶν. Οἱ μέν ἡμερομηνίες στίς ἀκίνητες ἑορτές, στό Νέο Ἡμερολόγιο, ἔμειναν στίς ἴδιες ἡμερομηνίες πού ἦταν καί στό Ἰουλιανό (Παλαιό Ἡμερ.), οἱ δέ ἡμερομηνίες στίς κινητές ἑορτές ἄλλαξαν μέν (λόγῳ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου), πλήν ὅμως ἐπειδή διατηρήθηκε ὁ ὅρος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ κινητές ἑορτές ἑωρτάζοντο συγχρόνως μέ τό Π. Ἡμερολόγιο. Ἄρα λοιπόν τό ἑορτολόγιο καί στίς κινητές καί στίς ἀκίνητες ἑορτές δέν ἄλλαξε στό Ν. Ἡμερολόγιο.
Ἡ ἀρχική λοιπόν αἰτία τῆς διαιρέσεως ἦταν ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου, πλήν αὐτό βαρύνει τούς Παλαιοημερολογίτες διότι, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους (Χρυσόστομο καί Νικόδημο) αὐτό δέν εἶναι θέμα πίστεως. Ἔπειτα ἡ ὁμόνοια καί εἰρήνη στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ διατήρησις τοῦ Ἡμερολογίου, ἀλλά ἡ διατήρησις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας σύμφωνα πάλι μέ τούς προαναφερθέντας Ἁγίους.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἐπιχείρημα προέβαλαν καί οἱ Πρωτοπασχίτες κατά τήν ἐποχή τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅτι δῆθεν οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου προετίμησαν τήν παρατήρησι τῶν χρόνων, ἐνῶ αὐτοί παρέμειναν ἀμετακίνητοι εἰς τό νά ἑορτάζουν τό Πάσχα, ὅπως παρέλαβον ἀπό τούς ἰδίους τούς Ἀποστόλους, καί μάλιστα ἀπό τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Θεολόγο. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν ἴδιο λόγο του ὡς ἑξῆς: «Ἀλλὰ τίς ὁ σοφὸς αὐτῶν λόγος, ὅταν ταῦτα αὐτοῖς ἀντιλέγωμεν; Ὑμεῖς, φησίν, οὐ ταύτην ἐνηστεύετε τὴν νηστείαν πρότερον; Τοῦτο οὐ σόν ἐστιν εἰπεῖν πρός με, ἀλλ' ἐμὲ δίκαιον ἂν εἴη πρὸς σὲ λέγειν, ὅτι καὶ ἡμεῖς οὕτως ἐνηστεύομεν πρότερον, ἀλλ' ὅμως προετιμήσαμεν τὴν συμφωνίαν τῆς τῶν χρόνων παρατηρήσεως» (ΕΠΕ 34,168,25).
Ἐδῶ βλέπομε καθαρά ὅτι “ἡ παρατήρησις τῶν χρόνων”, κατά τόν Χρυσόστομο, ἦτο ἡ ἐμμονή στήν παλαιά συνήθεια τῆς νηστείας καί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καί ἡ “μή παρατήρησις” εἰς τό νά ἀκολουθήσουν τήν ἀπόφασι τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς “συμφωνία” ἐδῶ ἐννοεῖται ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία ἀπό τήν ὁποία εἶχαν ἀποσχισθῆ οἱ Πρωτοπασχίτες, λόγῳ τῆς ἐμμονῆς των εἰς τήν παλαιάν συνήθεια. Ὡς ἐκ τούτου, αὐτά τά ὁποῖα γράφει τό ἱστολόγιο, εἶναι παραπλανητικά, διότι ἀλλοιώνουν τήν ἔννοια τοῦ σχίσματος καί τήν μεταφέρουν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία στό συγκεκριμένο γεγονός, τό ὁποῖο εἶναι ἀναγκαῖο πάντοτε νά τονίζωμε, ὅτι οἱ προαναφερθέντες Ἅγιοι δέν θεωροῦν ὅτι εἶναι θέμα πίστεως.
Στή συνέχεια ἀναφέρεται τό ἑξῆς: «Οι παλαιοημερολογίτες όμως έμειναν ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΙ, οπότε δεν ησχολήθησαν οι ίδιοι με τα ''ημερολογιακά'' αλλά οι Νεοημερολογίτες! Οι παλαιοημερολογίτες εδιώχθησαν δια την αμετακινησία τους και αντί οι Νεοημερολογίτες να κοιτάξουν την ''ομόνοιαν και ειρήνην'' μεταξύ των Ορθοδόξων, προετίμησαν την ''παρατήρησιν χρόνων και ημερών'' και είχαμε τα γνωστά αποτελέσματα που γνωρίζουμε» (σελ. 4).
Ἐδῶ πάλι τονίζεται ὅτι, ὅσοι ἔμειναν “ἀμετακίνητοι” εἰς τό Π. Ἡμερολόγιο, δέν ἔκαναν σχίσμα, ἀντίθετα, τό σχίσμα τό ἔκαναν αὐτοί πού παρέμειναν σέ κοινωνία μέ ὅλες τίς τοπικές Ἐκκλησίες, καί μάλιστα μέ αὐτές πού ἀκολουθοῦσαν “ἀμετακίνητες” τό Π. Ἡμερολόγιο! Αὐτή ἡ στάσις των θά δικαιολογεῖτο μόνο, ἐάν ἦτο τό Ἡμερολόγιο θέμα πίστεως, πρᾶγμα τό ὁποῖον ὅμως δέν τό δέχονται οἱ προαναφερθέντες Ἅγιοι.
Ἔπειτα εἶναι προφανῶς λάθος τό ὅτι «οἱ Παλαιοημερολογίτες ἐδιώχθησαν διά τήν ἀμετακινησία των», διότι δέν ἐδιώχθησαν δι’ αὐτό, ἀλλά διότι διέκοψαν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν Σύνοδο τοῦ Ν. Ἡμερολογίου καί ὅλες τίς ἄλλες τοπικές Ἐκκλησίες.
Αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι συμφωνοῦμε μέ αὐτόν τόν διωγμό πού ὑπέστησαν ἐκ μέρους τῶν Νεοημερολογιτῶν, ἀλλά ὅτι αὐτό εἶναι πρόσχημα διά νά μετατεθῆ τό θέμα τοῦ σχίσματος στήν “ἀμετακινησία” καί στόν διωγμό, ἐνῶ ἡ οὐσία ἦτο ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ἄν δηλαδή αὐτή ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐγίνετο διά θέματα πίστεως, θά ἦτο ἀσφαλῶς νόμιμη, ἔστω καί ἄν δέν ὑπῆρχε διωγμός, ἐνῶ ἀντιθέτως, ἄν δέν ἔγινε διά θέματα πίστεως, ἦτο παράνομος, ἔστω καί ἄν συνοδεύετο, ὡς μή ὤφειλε, καί μέ διωγμούς.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἀναφέρωμε ὡς παράδειγμα τό Ἅγιον Ὄρος τό ὁποῖο ἐνῶ ἐκράτησε τό Π. Ἡμερολόγιο δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τίς τοπικές Ἐκκλησίες καί φυσικά δέν ἐδιώχθη, διότι προφανῶς δέ τό ἐξέλαβε ὡς θέμα πίστεως καί, ἄρα, εὐλόγου καί νομίμου αἰτίας ἀποτειχίσεως. Τό ἴδιο ἔπραξαν καί οἱ ὑπόλοιπες τοπικές Ἐκκλησίες τοῦ Π. Ἡμερολογίου.
Ἐδῶ πάλι ἡ τήρησις τῶν χρόνων σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψι τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, καθώς καί ἡ ὁμόνοια καί ἡ εἰρήνη, ἐπιβαρύνουν τούς Νεοημερολογίτες καί ὄχι αὐτούς πού ἐχωρίστηκαν ἐκκλησιαστικῶς χάριν θεμάτων, τά ὁποῖα δέν ἅπτοντο τῆς πίστεως.
Κατωτέρω ἀναφέρεται τό ἑξῆς: «Επίσης σημαντικό είναι το λεγόμενο του αγίου, ότι επειδή η ΕΚΚΛΗΣΙΑ τιμά την ΣΥΜΦΩΝΙΑΝ ΚΑΙ ΕΝΩΣΙΝ εδέχθη τον διορισμό που έκαναν οι πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και ας έσφαλε! Έγινε το ίδιο όμως με τους Νεοημερολογίτες; Εδέχθησαν οι ίδιοι τον διορισμό που έκανε η ΕΚΚΛΗΣΙΑ κατακρίνοντας το Νέον ημερολόγιον ως καινοτομία, και ως παγκόσμιον σκάνδαλον γνωρίζοντας βεβαίως και ότι το Ιουλιανόν ημερολόγιον έχανε; Η Εκκλησία βεβαίως και το εγνώριζε, όμως προτίμησε την ΣΥΜΦΩΝΙΑΝ ΚΑΙ ΕΝΩΣΙΝ παρά την ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΙΝ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ! Οι Νεοημερολογίτες όμως προτίμησαν το άκρως αντίθετον!» (σελ. 4-5).
Πάλι ἐδῶ ἡ “συμφωνία” καί “ἕνωσις” θεωρεῖται ἡμερολογιακά, γίνεται δέ μία ἠθελημένη σύγχυσις καί συσκότησις τῶν πραγμάτων. Διότι ἡ συμφωνία καί ἕνωσις πού ἔγινε κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀφοροῦσε τό Πασχάλιο, τό ὁποῖο, ὅπως εἴπαμε, καί στό Ν. Ἡμερολόγιο ἔμεινε ἀμετακίνητο καί δι’ αὐτό ὑπάρχει κοινός ἑορτασμός μέ τό Π. Ἡμερολόγιο. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, δέν ἔκανε κανένα διορισμό γιά τό Ν. Ἡμερολόγιο καί μάλιστα κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως ἀφήνεται νά ἐννοηθῆ, οὔτε βεβαίως τό κατέκρινε, παρά μόνον ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τοῦ Πασχαλίου, τό ὁποῖο ἄλλαξαν μαζί μέ τό Ἡμερολόγιο οἱ Λατῖνοι. Πολύ περισσότερο δέ, δέν τό εἶδε ὡς θέμα πίστεως, ὥστε μέ τήν ἀλλαγή του νά νομιμοποιεῖται ἡ ἀποτείχισις. Ἐδῶ πάλι λοιπόν ἡ συμφωνία καί ἕνωσις θεωρεῖται ἡμερολογιακή καί ὄχι ἐκκλησιαστική.
Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρεται τό ἑξῆς, ἀφοῦ προτάσσεται ἕνα τμῆμα ἀπό τήν ὑποσημείωσι τοῦ Πηδαλίου: «Εδώ μας λέγει ο άγιος, ότι ο θείος Χρυσόστομος ονομάζει ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ τους ΛΑΤΙΝΟΥΣ διότι εκαινοτόμησαν εις το Πασχάλιον αλλά και ΚΑΛΑΝΔΑΡΙΟΝ! Ο άγιος παραδέχεται αυτά που προαναφέραμε, ότι δηλ. ναι μεν χάνουμε ημέρες, όμως τους θεωρεί σχισματικούς διότι εχωρίσθησαν από εμάς με την αλλαγή αυτή, το οποίον είναι έγκλημα ασυγχώρητον!» (σελ. 6).
Εἰς τό σημεῖο αὐτό γίνεται ἕνα σοβαρό λάθος, τό ὁποῖο ἔχει σχέσι μέ τό τμῆμα τῆς ὑποσημειώσεως, τό ὁποῖο ἐθέσαμε ὡς ἐρώτησι. Τό λάθος ἔγκειται εἰς τό ὅτι θεωρεῖται ὡς σχίσμα ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου ἀπό τούς Λατίνους καί ὄχι ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Eἶναι σαφής ἡ θέσις τοῦ ἱστολογίου «ὅμως τούς θεωρεῖ (τούς Λατίνους) σχισματικούς διότι ἐχωρίσθησαν ἀπό ἐμᾶς μέ τήν ἀλλαγή αὐτή τό ὁποῖο εἶναι ἔγκλημα ἀσυγχώρητον».
 Ὁ ἅγ. Νικόδημος ἐν προκειμένῳ γράφει στήν ὑποσημείωσι τά ἑξῆς: «ἀλλά διά τί ἐχωρίσθησαν κατά τοῦτο ἀπό ἡμᾶς, τό ὁποῖον εἶναι ἔγκλημα ἀσυγχώρητον, κατά τόν αὐτόν ἅγιον (ἐννοεῖται τόν Χρυσόστομο)». Αὐτό τό «κατά τοῦτο» πού γράφει ὁ ἅγ. Νικόδημος δέν σημαίνει ὅτι ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου ἦταν τό σχίσμα, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Παλαιοημερολογίτες, ἀλλά ὅτι αὐτό ἀπετέλεσε αἰτία χωρισμοῦ γιά τούς Λατίνους, δηλαδή θέμα πίστεως, ὅπως ἀκριβῶς αἰτία χωρισμοῦ γιά τούς Παλαιοημερολογίτες ἦταν ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου.
Τόν ἰσχυρισμό μας αὐτόν ἐπιβεβαιώνει τό ἀμέσως κατωτέρω κείμενο τοῦ ἁγ. Νικοδήμου (τό ὁποῖο ἀποτελεῖ καί τό κεντρικό θέμα τῆς ἐρωτήσεώς μας) καί τό ὁποῖο ἀναφέρει ὅτι, εἴτε ἑορτάσεις τό Πάσχα μέ τό ἕνα ἡμερολόγιο, εἴτε μέ τό ἄλλο, αὐτό δέν εἶναι παράπτωμα, ἀλλά παράπτωμα μέγιστο καί ἔγκλημα ἀσυγχώρητο καί κολάσιμο εἶναι τό νά ἀποσχισθῆς ἐξ αἰτίας τοῦ ἡμερολογίου ἀπό τή Σύνοδο καί τούς ἀδελφούς σου.
Ἄν ἐκλάβωμε ὅτι ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου εἶναι τό σχίσμα, τότε τά ἑπόμενα λόγια τοῦ ἁγίου εἶναι σά νά ἀλληλομάχονται καί σά νά ἀναιρῆ τό ἕνα τό ἄλλο. Διότι ἀπό τήν μία, ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου εἶναι σχίσμα καί ἀπό τήν ἄλλη, ὅτι μέ ὅποιο ἡμερολόγιο καί νά ἑορτάσης δέν εἶναι παράπτωμα. Προφανῶς ὅμως οἱ Παλαιοημερολογίτες ἐξυπηρετοῦνται ἀπό αὐτή τήν ἑρμηνεία διά εὐνοήτους λόγους.
Τό ὅτι ἔτσι παρουσιάζουν τόν ἅγιο σά νά ἀναιρῆ τόν ἑαυτόν του καί, τρόπον τινά, σά νά μήν ξέρη τί λέγει, αὐτό νομίζω δέν τούς ἐνδιαφέρει, ἀρκεῖ ἡ ἑρμηνεία πού δίδουν νά ἐξυπηρετεῖ καί νά καλύπτη τήν ἀποτείχισί των. Ἄλλωστε, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀκολουθεῖ μέ ἀπόλυτη πιστότητα τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἀπαγορεύει κάθε ἀπόσχισι γιά τέτοια θέματα.
Ἀπό τό σημεῖο αὐτό λοιπόν καί μετά ἡ ἑρμηνευτική τους τοποθέτησι πελαγοδρομεῖ καί ἐλευθεριάζει, ἀποσκοπώντας μόνο νά συμφωνήση μέ τήν σημερινή γραμμή τῶν Παλαιοημερολογιτῶν.
Ἀφοῦ λοιπόν ἀναφέρουν τό ἐπίμαχο χωρίο γιά τό ὁποῖο καί ἐρωτήθηκαν προσθέτουν ἀμέσως ἀντί ἄλλης ἑρμηνείας καί συμφωνίας τοῦ κειμένου μέ τά ἀνωτέρω, τά ἑξῆς: «Διατί όμως χρησιμοποιείτε π. Ευθύμιε αυτό το χωρίο; Μήπως ο Άγιος δίνει μαθήματα αταξίας και χάους; Ο Άγιος αμαρτίας διάκονος; Σου λέει πως όποτε θέλεις μπορείς να κάνης Πάσχα; Προφανώς ομιλεί για μεμονωμένες καταστάσεις που επιδέχονται οικονομία και όχι βέβαια κατ εξακολούθηση!» (σελ. 7).
Δέν ξέρω εἰλικρινά πῶς νά σχολιάσω αὐτό τό σημεῖο. Ἀντί νά τά βάλλουν κατά τό δή λεγόμενο μέ τόν ἅγ. Νικόδημο, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ τίς ἑρμηνεῖες των, λέγει ἀλλοπρόσαλλα καί ἀντιφατικά πράγματα, τά βάζουν μέ τόν π. Εὐθύμιο, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τά λόγια τοῦ ἁγίου. Ἐδῶ φαίνεται καθαρά μία σύγχυσις καί ἕνας ἐκνευρισμός σέ σημεῖο νά ἀναφέρουν κάποιες σκόρπιες δικαιολογίες, οἱ ὁποῖες εἶναι τελείως ἀταίριαστες καί ἀκατανόητες.
Κατ’ ἀρχάς ὁ ἅγιος δέν εἶναι δυνατόν νά ὁμιλῆ γιά μεμονωμένες καταστάσεις, διότι τότε ὄντως θά ἦτο «διδάσκαλος ἀταξίας καί χάους καί ἁμαρτίας διάκονος». Οὔτε ἐπίσης γιά περιπτώσεις οἰκονομίας, μέ τήν ἐκκλησιαστική ἔννοια, διότι ἀφ’ ἑνός μέν ἀκολουθεῖ πιστά τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει τά σχίσματα γιά οἱοδήποτε ἡμερολογιακό θέμα ἤ νηστείας ἤ ἑορτασμοῦ κλπ., ἀφ’ ἑτέρου, ἄν ὡμιλοῦσε ὁ ἅγιος «γιά μεμονωμένες καταστάσεις πού ἐπιδέχονται οἰκονομία», ἔπρεπε νά τό ἀναφέρη, ἐπειδή πρόκειται γιά πολύ σοβαρό ἐκκλησιαστικό ζήτημα. Ὁ ἅγιος ἐδῶ ὁμιλεῖ προφανῶς γενικά καί ἀπαγορεύει τά σχίσματα σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο γιά οἱοδήποτε θέμα ἑορτολογικό, πολύ περισσότερο ἡμερολογιακό.
Ἀμέσως κατωτέρω ἀναφέρετε τά ἑξῆς στόν ἴδιο ρυθμό τῆς συγχύσεως: «Ο Άγιος εδώ ομιλεί για τους Λατίνους στους οποίους επιρρίπτει ως κύρια ευθύνη και αμαρτία όχι τόσο το γεγονός της ημερολογιακής διαφοράς τους, όσο περισσότερο τις διχοστασίες, τις διαιρέσεις και τον χωρισμό τους από την κοινή Σύνοδο της Εκκλησίας με τις Αιρέσεις τους και την υπερηφάνειά τους. Ο Άγιος δεν δίδει με τα λόγια Του το δικαίωμα, όπως λανθασμένα νομίζετε, στον οποιοδήποτε να εορτάζει, όποτε αυτός θέλει, είτε το Πάσχα είτε οποιαδήποτε Χριστιανική εορτή, όπως εσείς γραμματολογικά κατανοείτε, αρκεί να τον ανέχονται οι υπόλοιποι, κατά παράβαση κάθε έννοιας Κανονικού Δικαίου στην Εκκλησία, όπως εσείς επίσης κηρύττετε, μηδαμώς εντρεπόμενοι. Είναι τουλάχιστον ασέβεια, τον άγιο Νικόδημο, που σεβόταν τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας και δίδασκε την παρακαταθήκη αυτή, να τον παρουσιάζετε συνήγορο καινοτόμων και φίλων και συνοδοιπόρων των εχθρών της Πίστεως!» (σελ. 7).
Ἐδῶ ἀνακατεύετε, γιά νά δικαιολογήσετε τίς ἑρμηνευτικές σας ἀκροβασίες, καί τίς ἄλλες αἱρέσεις τῶν Λατίνων, γιά τίς ὁποῖες βεβαίως δέν κάνει λόγο ὁ ἅγιος. Διότι, ὅπως εἴπαμε ἀνωτέρω, ἀκολουθεῖ πιστά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται μόνο σέ ἑορτολογικά θέματα καί μάλιστα θέματα πού ἀφοροῦν τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα. Ἐδῶ ἰσχυρίζεσθε ὅτι τίς διχοστασίες καί διαιρέσεις τίς ἐπικαλεῖται ὁ ἅγιος γιά τίς ἄλλες αἱρέσεις τῶν Λατίνων. Δέν δίδετε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο καμία ἐξήγησι, γιατί δέν ἀποτελεῖ παράπτωμα τό νά ἑορτάση κάποιος τό Πάσχα μέ τό ἡμερολόγιο τῶν Λατίνων. Αὐτό ἐπίσης πού ἀναφέρετε ὅτι: «Ο Άγιος δεν δίδει με τα λόγια Του το δικαίωμα, όπως λανθασμένα νομίζετε, στον οποιοδήποτε να εορτάζει, όποτε αυτός θέλει, είτε το Πάσχα είτε οποιαδήποτε Χριστιανική εορτή, όπως εσείς γραμματολογικά κατανοείτε, αρκεί να τον ανέχονται οι υπόλοιποι», ἔρχεται σέ ἄμεση ἀντίθεσι μέ τίς «μεμονωμένες καταστάσεις πού ἐπιδέχονται οἰκονομία», πού ἀναφέρατε ἀμέσως ἀνωτέρω. Διότι ἐκεῖ ἀναφέρατε ὅτι ὁ ἅγιος ἔκανε λόγο γιά μεμονωμένες καταστάσεις καί ἐδῶ ὅτι δέν δίδει τέτοιο δικαίωμα καί, μάλιστα, ὅταν οἱ ὑπόλοιποι τόν ἀνέχονται.
Οὔτε βεβαίως κι ἐμεῖς ἰσχυριστήκαμε κάτι τέτοιο, ὥστε νά μᾶς προσάπτετε αὐτήν τήν κατηγορία. Ἐμεῖς ἰσχυριζόμαστε αὐτό πού διδάσκουν οἱ Ἅγιοι, ὅτι ἀπαγορεύονται οἱ ἀποσχίσεις γιά τέτοιου εἴδους θέματα, διότι αὐτά δέν ἅπτονται τῆς πίστεως.
Κατωτέρω μᾶς δίδετε κάποιους ὁρισμούς γιά τό τί ἐστί οἰκονομία, πρᾶγμα τό ὁποῖον εἶναι ἐκτός θέματος. Ἀμέσως μετά ἀναφέρεσθε εἰς τό ἑξῆς: «Εσείς όμως με αυτό το χωρίο που χρησιμοποιείτε είναι σαν να λέτε: “τό νά νηστεύσῃ τινάς με το παλαιό ὡς κάμνουν οι παλαιοημερολογίται, ἤ με το νέο ὡς κάμνουσιν οἱ Νεοημερολογίται, τοῦτο δέν εἶναι ἔγκλημα”».
Ναί ἀληθῶς αὐτό ἰσχυριζόμαστε, ὑπό τήν προϋπόθεσι ὅτι δέν θα γίνη σχίσμα ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, διότι οἱ Ἅγιοι αὐτό τό ἀπαγορεύουν. Ὁ ἅγ. Νικόδημος μάλιστα, ἑρμηνεύοντας τόν ἱερό Χρυσόστομο, μᾶς λέγει ὅτι καί τό Πάσχα νά τό ἑορτάση κάποιος μέ τό ἕνα ἤ τό ἄλλο ἡμερολόγιο δέν εἶναι παράπτωμα.
Συνεχίζετε λέγοντας: «Εφ΄ όσον χρησιμοποιείτε όμως κατ΄ αυτόν τον τρόπον το χωρίο, τότε διατί δεν γίνεσθε παλαιοημερολογίτης αφού είτε με το παλαιό εορτάζεις είτε με το νέο έγκλημα δεν είναι; Διατί δεν ειρηνεύετε με τους αδελφούς σας παλ/τες και δεν γυρνάτε με το παλαιό εφ΄ όσον δεν είναι έγκλημα, αλλά μένετε μετά εμμονής εις το νέο (εσείς και οι όμοιοι εις το φρόνημα) γνωρίζοντας μάλιστα και δια ποιόν σκοπό επεβλήθη βιαίως;».
Ἐδῶ μεταφέρετε τό θέμα σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί, βεβαίως, αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἑρμηνευτική ἐπεξήγησι, οὔτε ἀπαντᾶτε στήν ἐρώτησι σχετικά μέ τό ἐπίμαχο χωρίο, διότι ἐγώ, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι κάνω λάθος πού δέν γίνομαι παλαιοημερολογίτης, πάλι δέν νομιμοποιεῖται ἡ ἀπόσχισις, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους, γιά θέματα ἑορτολογικά, νηστείας κλπ. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο κι ἐγώ θά σᾶς ἐρωτοῦσα ἀντιστρέφοντας τήν ἐρώτησι. Ἐφ’ ὅσον, σύμφωνα πάντοτε μέ τούς Ἁγίους, δέν εἶναι ἔγκλημα ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, γιατί δέν γυρίζετε μέ τόν Ν. Ἡμερολόγιο καί νά μήν κάνετε ὅπως ἔκαναν οἱ Πρωτοπασχίτες, τούς ὁποίους κατηγορεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος;
Ἐγώ βεβαίως καί παλαιοημερολογίτης νά γινόμουνα, πάλι δέν θά εἰρήνευα μέ ὅλους σχεδόν τούς Παλαιοημερολογίτες, ἐφ’ ὅσον δέν θά ἐντασσόμουν στή Σύνοδο τοῦ καθενός καί, ὡς ἐκ τούτου, δέν θά εἶχα μέ τίς διάφορες παρατάξεις ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.
Καί ἐσεῖς πάλι, ἄν γυρίζατε μέ τό Νέο, δέν θά εἰρηνεύατε μέ τούς Νεοημερολογίτες, ἐφ’ ὅσον θά εἴσαστε ἀποτειχισμένοι λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καί ὡς ἐκ τούτου δέν θά εἴχατε μαζί των ἐκκλησιαστική κοινωνία. Μέ αὐτά ὅμως τά προσωπικά, ὅπως καταλαβαίνετε, δέν λύνεται τό θέμα, οὔτε ἑρμηνεύουμε τούς Ἁγίους.
Ἐν συνεχείᾳ ἐπικαλεῖσθε πάλι τό τμῆμα τῆς ὑποσημειώσεως τοῦ ἁγ. Νικοδήμου, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στό σχίσμα, στίς διχοστασίες καί διαιρέσεις καί στήν ἀποκοπή ἀπό τή Σύνοδο καί σημειώνετε τά ἑξῆς: «Ποιός έσχισε την Εκκλησία; (λόγω του ημερολογίου) οι αμετακίνητοι ή αυτοί που προετίμησαν την ''παρατήρησιν χρόνων και ημερών'' παρά την ''ομόνοιαν και ειρήνην'' μεταξύ των Ορθοδόξων;» (σελ. 8).
Στό σημεῖο αὐτό ἐννοεῖτε πάλι ὡς σχίσμα τήν ἡμερολογιακή μετακίνησι, ἐνῶ οἱ Ἅγιοι καί οἱ ἱεροί Κανόνες ἐννοοῦν ὡς σχίσμα τήν ἐκκλησιαστική μετακίνησι, δηλαδή τήν ἀποκοπή ἀπό τήν Σύνοδο διά θέματα τά ὁποῖα δέν ἅπτονται τῆς πίστεως. Τήν ὁμόνοια δέ καί εἰρήνη τήν ἐννοεῖτε πάλι ὡς ἡμερολογιακή ταύτησι καί ὄχι ἐκκλησιαστική. Αὐτά νομίζω εἶναι σοβαρά λάθη, τά ὁποῖα συστηματικά καί κατ’ ἐξακολούθησι γίνονται ἀπό τούς Παλαιοημερολογίτες.
Τό ἴδιο ἰσχυρίζεσθε καί ὀλίγο κατωτέρω: «Εχωρίσθησαν οι νεοημερολογίτες από τους χλευαστικώς ονομαζόμενους ''παλαιοημερολογίτες'', πράξη η οποία είναι έγκλημα ασυγχώρητον διότι εδημιούργησαν ΣΧΙΣΜΑ εις την Εκκλησίαν (Ελλαδικήν)» (σελ. 8-9).
Ἡ μόνιμη ἐπωδός εἶναι ὅτι αὐτός πού ἔκανε τήν ἀλλαγή ἔκανε καί τό σχίσμα καί, ἄρα, σχίσμα εἶναι ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου καί ὄχι ἡ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.
Προκειμένου να ἀνατρέψετε τό ἐπιχείρημα ὅτι χάριν τοῦ ἡμερολογίου, κατά τούς Ἁγίους, δέν ἐπιτρέπονται τά σχίσματα, παραθέτετε ἐν συνεχείᾳ μία γνώμη τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε πεῖ: «Ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἐκτός Ἐκκλησίας ἀλλ’ αὐτοί μόνοι τους ἐξωεκκλησιάζονται». Αὐτό δέν καταλαβαίνω γιατί τό ἐπικαλεῖσθε, διότι προφανῶς ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός τό ἀνέφερε γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί δέν ἔχει οὐδεμία σχέσι μέ τό θέμα τοῦ ἡμερολογίου. Καί ἄν οἱ Οἰκουμενιστές ἐξωεκκλησιάζονται, ἄρα ὁ π. Γεώργιος δέν ἐξωεκκλησιάζεται, ἔστω καί ἄν ἔχη ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί των. Αὐτό πιστεύω δέν τό δέχονται οἱ Παλαιοημερολογίτες καί ἀπορῶ γιατί ἀναφέρθηκε ὡς ἐπιχείρημα ἀπό τήν πλευρά σας καί δέν ἀναφέρθηκε ἡ γνώμη ἑνός ἁγίου ἤ ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν ἱερῶν Κανόνων.
Στή συνέχεια πάλι ἀναφέρετε: «Δεν χωρίστηκαν οι παλ/τες από την Εκκλησία, αλλά οι νεοημερολογίτες! Εκκλησία δεν είναι μόνο η Τοπική Σύνοδος που υπάρχει περίπτωση να είναι και ψευδοσύνοδος αποτελούμενη από ψευδεπισκόπους, κατά τον ΙΕ΄ Κανόνα της ΑΒ΄ Συνόδου, αλλά:
 “Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον μακαρίσας ἐφ’ οἷς αὐτόν καλῶς ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο...” (Φιλοκαλία, ΕΠΕ 15Β, 450).
Από αυτήν την Εκκλησίαν οι παλ/τες δεν χωρίστηκαν!» (σελ. 9-10).
Αὐτό θά ἴσχυε μόνον ἄν τό ἡμερολόγιο ἦτο θέμα πίστεως. Οἱ Ἅγιοι ὅμως (Χρυσόστομος καί Νικόδημος) δέν συμφωνοῦν εἰς αὐτό, ἀπεναντίας κατηγοροῦν τά σχίσματα δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο.
Ἀπό 'δῶ καί εἰς τό ἑξῆς παραθέτετε (10) σελίδες μέ κείμενα διαφόρων Παλαιοημερολογιτῶν, τά ὁποῖα εἶναι ἐκτός θέματος, διότι ἀσχολοῦνται μέ τό θέμα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου, τόν τρόπο πού ἔγινε, τήν θέσι τοῦ ἡμερολογίου καί τοῦ ἑορτολογίου μέσα στήν Ἐκκλησία κλπ. Ἀναφέρεσθε ἐπίσης εἰς τά γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Συνόδου, προφανῶς διά νά τοποθετηθῆ ἡ ἀλλαγή αὐτή εἰς τά θέματα τῆς πίστεως.
Ἐπανέρχονται εἰς τό τέλος οἱ ἀπαντήσαντες εἰς τό ἐν λόγῳ ἱστολόγιο, εἰς τό τελευταῖο μέρος τῆς ὑποσημειώσεως τοῦ ἁγ. Νικοδήμου, τό ὁποῖο ἀναφέρεται εἰς τά θαύματα τά ὁποῖα γίνονται μέ τό Π. Ἡμερολόγιο καί ὄχι μέ αὐτό τῶν Λατίνων. Καί συνεχίζουν: «Ξεκάθαρα πράγματα λοιπόν όσον αφορά τα θαύματα που έδειξε ο Κύριος δια το βεβαιωτικόν του ιδικού μας Καλενδαρίου!» (σελ. 22).
Ἐδῶ βεβαίως, ἐκτός τοῦ ὅτι δέν σχετίζεται τό κείμενο μέ τήν ἐρώτησι πού ὑπεβλήθη, ἔχουμε νά προσθέσωμε ὅτι καί μέ τό Ν. ἡμερολόγιο γίνονται πλεῖστα θαύματα, ὅπως εἰς τόν ἅγ. Νεκτάριο τῆς Αἰγίνης, εἰς τήν Παναγία τῆς Τήνου, εἰς τόν ἅγ. Ραφαήλ εἰς τήν Μυτιλήνη κλπ. Εἰς τούς Λατίνους βεβαίως δέν γίνονται θαύματα, διότι ἔχουν περιπέσει σέ πολλές ἁμαρτίες καί ἔχουν ἀπωλέσει τή χάρι τοῦ Θεοῦ. Πέραν αὐτοῦ, κι ἐδῶ παρουσιάζεται ὁ ἁγ. Νικόδημος νά παλινδρομῆ, ἐφ’ ὅσον ἀπό τήν μία διδάσκει, ἑρμηνεύοντας τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὅτι δέν εἶναι σφάλμα μέ ὅποιο ἡμερολόγιο κι ἄν ἑορτάζωμε καί ἀπό τήν ἄλλη, ὅτι ὁ Θεός ἀναπαύεται στό Ἰουλιανό ἡμερολόγιο καί ὄχι στό Γρηγοριανό, ἐνῶ τά θαύματα γίνονται μόνο μέ τό Ἰουλιανό.
Ἀναφέρεσθε κατόπιν στόν 56ον Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς, ὁ ὁποῖος καί αὐτός εἶναι ἐκτός θέματος, διότι ἡ τάξις τήν ὁποία ἐντέλλεται νά ὑπάρχη εἰς τήν νηστεία, εἶναι στό εἶδος τῶν φαγητῶν καί ὄχι στόν χρόνο τῆς νηστείας. Μάλιστα ἐντέλλεται ὁ Κανόνας νά νηστεύουν ὅλοι μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὄχι ἄλλοι τήν Τεσσαρακοστή νά καταλύουν αὐγά καί τυρί καί ἄλλοι ὄχι.
  Εἰς τό τέλος ἀναφέρονται κάποιες τελικές διαπιστώσεις σχετικές μέ τόν ἀγῶνα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν ἐνῶ τά λάθη των ἀποδίδονται σέ μεμονωμένα ἄτομα.
 Ἀπό ὅλα αὐτά πού ἀναφέραμε γίνεται κατανοητό τό ποῦ ἑστιάζουν οἱ Παλαιοημερολογίτες τό θέμα τοῦ σχίσματος καί πῶς ἀπήντησαν εἰς τήν ἐρώτησι ἡ ὁποία τούς ἐτέθη.
Ἐμεῖς ἐν κατακλεῖδι πρέπει νά τονίσωμε ὅτι ὅσο θεωροῦν τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου ὡς θέμα πίστεως καί ὅσο καλύπτουν, ἀνέχονται καί ἀμνηστεύουν τά σχίσματα καί τίς παρατάξεις, ἐπειδή ὅλοι ἀκολουθοῦν τό Π. Ἡμερολόγιο, πιστεύω ὅτι οὔτε μεταξύ των θά εὕρουν ἄκρη καί θά συμφωνήσουν, οὔτε φυσικά καί μέ τούς ἀντιοικουμενιστές καί ἀποτειχισμένους τοῦ Ν. Ἡμερολογίου.
Φρονῶ δέ ὅτι ἐφ΄ ὅσον σήμερα ὑπάρχει ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅσοι ἀπομακρύνονται ἐκκλησιαστικά ἀπό τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως καί τούς κοινωνοῦντας μέ αὐτήν, πρέπει νά εἶναι ἐκκλησιαστικά ἑνωμένοι, ἔχοντας πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, εὑρισκόμενοι εἴτε στό Νέο, εἴτε στό Παλαιό Ἡμερολόγιο. Ὅλα τά ἄλλα ἀποτελοῦν διχόνοιες, τίς ὁποῖες ἐνσπείρει ὁ πονηρός, πρός τόν σκοπό τοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ ἀπό τόν ἀγῶνα ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τῆς ἐποχῆς μας.
                                              20/10/2013
                                      Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς



ΔΕΙΤΕ ΚΑΤΩΘΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΜΑΣ