Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Οἱ ἀπό τῶν αἱρετικῶν προσερχόμενοι στήν Ὀρθοδοξία


Ὑπερτονίζεται ἐσφαλμένα ἀπό κάποιους ἀδελφούς, ὅτι γενικῶς ἔχουν ἐνεργῆ τήν ἱερωσύνην οἱ αἱρετικοί, διότι οἱ περισσότεροι ἀπό τούς συγκροτήσαντες τήν ΣΤ΄ ἁγίαν Οἰκουμενικήν Σύνοδον εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπό τόν Σέργιον, τόν Πῦρρον, τόν Παῦλον καί τόν Πέτρον. Οἱ αἱρετικοί αὐτοί Μονοθελῆτες ἀλληλοδιαδόχως ἐξελέγησαν ὡς πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καί ἀπό τόν τελευταῖον αἱρετικόν Μονοθελήτην πατριάρχην Πέτρον, μέχρι τήν ἕκτην Σύνοδον, (σ.σ. Ἁγίαν ΣΤ΄ Οἰκουμενικήν), δέν εἶχαν περάσει περισσότερα ἀπό δεκαπέντε χρόνια. Καί οἱ ἐν τῷ μεταξύ χρόνῳ γενόμενοι ἀρχιερεῖς τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Θωμᾶς, ὁ Ἰωάννης καί ὁ Κωνσταντῖνος ἔγιναν ἀρχιερεῖς στόν προδηλωθέντα χρόνον τῶν μνημονευθέντων αἱρετικῶν καί δέν ἀποδοκιμάσθηκαν, (σ.σ. ὅταν προφανῶς προσῆλθαν, μετανοοῦντες, στήν Ὀρθοδοξία). 
    Πενῆντα χρόνια διήρκεσε ἡ αἵρεση τῶν Μονοθελητῶν. Ἀλλά οἱ Πατέρες τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τούς τέσσερις αἱρετικούς Μονοθελῆτες ἀναθεμάτισαν, παρά τό γεγονός ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς ἦσαν χειροτονία τους!
   "Ἡ ἁγία Σύνοδος εἶπε. πρόδηλον   τοῦτο. Κωνσταντῖνος ὁ ὁσιώτατος   ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου  εἶπεν: ἀποδέδεικται ἱκανῶς τιμιώτατοι ἀδελφοί καί περί τούτου, ὅτι οἱ ἐξ αἱρετικῶν προερχόμενοι  δεκτοί εἰσιν".         
   Εἶναι ἀποδεκτοί ὅσοι χειροτονήθηκαν ἀπό αἱρετικούς, κάτω ἀπό τίς προϋποθέσεις πού ἀναφέρθηκαν, καί ὄχι ἀκρίτως, ἀλλά ἀφοῦ δηλώσουν τήν ἔμπρακτη μετάνοιά τους, συντάξουν ἀναθεματιστικούς λιβέλλους, καί ζητήσουν νά ἑνωθοῦν μέ τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν. Καί πάλιν δέν γίνονται δεκτοί ὅλοι. Ἐκτός ἀπό τούς πρωτάρχας καί διδασκάλους τῆς αἱρέσεως δέν γίνονται δεκτοί καί ὅσοι ἐπίτηδες ἀπευθυνθοῦν σέ αἱρετικούς ἐπισκόπους καί ζητήσουν νά λάβουν τήν χειροτονία ἀπό αὐτούς!
"ἐάν δέ τις ἐπίτιδες πρός αἱρετικόν           
προσχωρήσῃ καί λάβῃ χειροτονίαν,  ἄδεκτος ἔστω".
[1]
  Οἱ μοναχοί στήν ἁγίαν Ζ΄ Οἰκουμενικήν εἶχαν φέρει σχετικά μέ τό θέμα αὐτό μαζί τους καί τήν ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πρός Νικοπολίτας, καί παρακάλεσαν νά ἀναγνωσθεῖ.
    Στή συνέχεια διαβάστηκε ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Μεγάλου Βασιλείου τό σχετικό ἀπόσπασμα. Ὁ Μέγας ἱεράρχης εἶναι καταπέλτης:
  "Κατά τήν κρίση μου", τονίζει ὁ θεῖος Πατήρ Βασίλειος, "δέν εἶναι δυνατόν νά συναριθμήσει στούς ἱερεῖς τοῦ Χριστοῦ, αὐτόν πού χειροτονήθηκε ἀπό βέβηλες (αἱρετικές) χεῖρες ἐπί καταλύσει τῆς πίστεως".      Καί ἐν προκειμένῳ συμφωνεῖ καί ὁ ἅγιος Ταράσιος!
            "κἄγώ ἀποτρέπομαι τούς διά τοιαύτην αἰτίαν, ἤτοι τῆς πίστεως  κατάλυσιν, κεχειροτονημένους. καί      μάλιστα ὀρθοδόξων ἐπισκόπων παρόντων, ὑφ' ὧν ἠδύναντο χειροτονεῖσθαι."
    "οὕτω γάρ ἐστιν ἡ πατερική εὔνοια."
   Κάτω ἀπό αὐτήν τήν προϋπόθεση εἶναι δυνατόν, νά γίνουν δεκτοί κάποιοι ἐπίσκοποι, καί ἀπό τόν Ἅγιον Ταράσιον, δηλ. ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν χειροτονήθηκε κάποιος ἀπό αἱρετικούς πού ἔχουν καταλύσει ἐντελῶς τήν πίστη, ἐπίτηδες προσερχόμενος πρός αὐτούς γιά νά λάβει χειροτονίαν!
    Καί ὑπό τό πρίσμα αὐτό ἀξιολογεῖται καί ἡ ἑρώτηση τοῦ Ἁγίου Ταρασίου:
            -Τί πρέπει νά γίνει, ὅταν ἀποφανθεῖ Σύνοδος γιά τήν αἵρεση καί ὀρθοδοξήσει ὁμονοοῦσα ἡ Ἐκκλησία;
            "ἐάν δέ συνοδική ἐκφώνησις γένηται καί ὁμόνοια τῶν ἐκκλησιῶν ἐπί  ὀρθοδοξίᾳ;"
            Τότε, αὐτός πού τολμᾶ νά χειροτονηθεῖ ἀπό τούς βέβηλους αἱρετικούς, (σ.σ. γιατί τότε, προφανῶς ὑπάρχει καί ἀποδεικνύεται ἡ γνώση καί ὁ δόλος τοῦ χειροτονουμένου), αὐτός ὑποπίπτει στήν καθαίρεση, κατά τόν Ἅγιον Ταράσιον!
     Ἐκεῖνος, λοιπόν, πού χειροτονήθηκε ἀπό αἱρετικούς
  -ἐπί καταλύσει τῆς πίστεως, κατά τόν Οὐρανοφάντορα, πρός τόν ὁποῖον συμφώνησε καί ὁ Ἅγιος Ταράσιος, ὅπως εἴδαμε πιό πάνω, καί
    -ἐκεῖνος πού προσέφυγε καί χειροτονήθηκε ἀπό αἱρετικούς, ἐνῶ ὑπῆρχαν Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι παρόντες,
        -ὑποπίπτει στήν καθαίρεση!
            Πάντως, ὁπωσδήποτε, δύσκολη ἦταν  ἡ ἀποδοχή τῶν χειροτονηθέντων ὑπό τῶν αἱρετικῶν, γιατί θά ἔπρεπε νά ὑποβληθοῦν στήν δοκιμασία καί νά ὑποστοῦν τήν βάσανο, πού ὑφίσταντο ὅλοι οἱ προσερχόμενοι στήν Ὀρθοδοξία καί εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπό αἱρετικούς, ὅταν συνεκαλεῖτο Οἰκουμενική Σύνοδος καί τελικά κυριαρχοῦσε ἡ ὁμόνοια καί ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία![2]


[1] Πρακτικά, σελ. 740 (240).
[2] Πρακτικά, σελ. 741, (241).
"Ταράσιος ὁ ἁγιώτατος πατριάρχης εἶπεν: οὐκ ἔφησεν ὁ πατήρ ἀδέκτους εἶναι. ἀλλά μήπως βίαν ὑπομένειν τούς βουλομένους ἑνωθῆναι τῷ κλήρῳ τῶν ὀρθοδόξων. καί γάρ ὡς ἀληθῶς οὐκ ἔξω ἀνάγκης καί δυσχερείας τοῦτο γενήσεται. ὅμως οὖν ὁ θεσπέσιος πατήρ κατά τόν καιρόν ἐκεῖνον, πλείστων ὄντων ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, ἀπηγόρευσε τοῖς τροφίμοις τῆς ἐκκλησίας τῇ τῶν Ἀρειανῶν χειροτονίᾳ κεχρῆσθαι. οὐδεμία γάρ προσῆν ἀπολογία. ὅτι δέ τοῦτο ἀληθές, οὐκ ἀγνοοῦντες τήν γνώμην τοῦ πατρός οἱ μετ' ἐκεῖνον τῆς ἐκκλησίας διάδοχοι, τούς ὑπέρ αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, εἶτα βελτιωθέντας ἐδέξαντο, ὡς μεμαθήκαμεν διά τῶν προαναγνωσθέντων. πανταχοῦ γάρ οἱ πατέρες ἀλλήλοις σύμφωνοί εἰσιν, ἐναντίωσις δέ οὐδεμία ἕνεκεν αὐτοῖς. ἀλλ' ἐναντιοῦνται αὐτοῖς οἱ τούς οἰκονομίας καί τούς σκοπούς αὐτῶν μή ἐπιστάμενοι."!!!  
    Στό σημεῖο αὐτό φαίνεται ξεκάθαρα, ὅτι μέ πολλή μεγάλη οἰκονομία ἔγιναν δεκτοί οἱ ὑπό αἱρετικῶν χειροτονημένοι, ὅπως τονίζει καί ὁ μέγας ἑρμηνευτής τῶν Κανόνων Ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης καί ὅπως εἶδαμε πιό πάνω!  Γιατί ὁ 8ος κανών τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου προβλέπει ὅτι οἱ ἐξ αἱρετικῶν προερχόμενοι θά πρέπει, γιά νά γίνουν δεκτοί, νά χειροτονοῦνται ἤ τοὔλάχιστον νά χειροθετοῦνται, ὅπως ἑρμήνευσεν οἰκονομικά ὁ ἅγιος Ταράσιος τήν χειροτονίαν, γιά νά εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν λυσσώδη Εἰκονομαχίαν!




ΠΗΓΗ ''ΑΓΙΟΙ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ''

Η ΜΝΗΜΕΙΩΔΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Ι. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ!

«Οι βαρείς λύκοι, λοιπόν, των αιρέσεων, και, μάλιστα, της λοιμώδους νόσου της οικουμενιστικής παναιρέσεως, δεν εξορκίζονται με έναν χαρτοπόλεμο αντιαιρετικών κειμένων -ανιαρό και ανίερο-, ο οποίος χαρτοπόλεμος, κάθε φορά, πληροφορεί το ποίμνιο, απλώς, τι είναι η αίρεσις και ποια καταστροφικά αποτελέσματα προκαλεί στην ζωή της Εκκλησίας»!

«Ο Οικουμενισμός προχωρεί στον χώρο της Εκκλησίας και συνεχώς ισχυροποιείται, επειδή ακριβώς δεν θίγονται οι ορθόδοξοι οικουμενιστές, αφού δεν αποκαλύπτονται τα ονόματά τους».

«Στην όλη σύναξη, κυριάρχησε ομοφώνως η πρόταση να συνταχθεί ένα κείμενο, στο οποίο, επιτέλους, να αποκαλύπτονται όλα τα ονόματα των Οικουμενιστών Ορθοδόξων».

«Γράφετε, σεβαστοί πατέρες, ότι οι οικουμενιστές πατριάρχες και λοιποί, αυτήν την παναίρεση του οικουμενισμού:
«την διδάσκουν "γυμνή τη κεφαλή", την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στήν πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως μέ τούς αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων και ποιμαντικές συνεργασίες»!


Με το κείμενο αυτό, περιγράφετε κατά λέξη τον ΙΕ΄ κανόνα της πρωτοδευτέρας, ο οποίος σας δίνει το δικαίωμα να διακόψετε το μνημόσυνο των πατριαρχών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων.
Δεν το κάνετε όμως, και δεν θα το κάνετε ποτέ»!



 Προς τους σεβαστούς κληρικούς
της Συντακτικής Επιτροπής του κειμένου
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ κατά του οικουμενισμού

Του ομότιμου Καθηγ
ητού της Θεολογικής Σχολής κ. Ιωάννου ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ




προς Γέροντα Ιωσήφ, Αγίου Ορους, π. Γ. Μεταλληνό, π. Θ. Ζήση, π. Μάρκον Μανώλη και π. Σαράντη Σαράντο.


Έλαβα και ανέγνωσα με ιδιαίτερη προσοχή, τόσο το κείμενο τής παρακλήσεώς σας να συμμετάσχω στην αντιοικουμενιστική σας προσπάθεια, όσο και εκείνο τής διακηρύξεώς σας.
Στο κείμενο της παρακλήσεώς σας, απευθύνεσθε προσωπικώς και ονομαστικώς στον υποφαινόμενο, και σημειώνετε:
«Σας παρακαλούμε θερμά, εφ' όσον συμφωνείτε με το περιεχόμενο της ομολογίας, να προσυπογράψετε το κείμενο, προκειμένου να χαροποιήσουμε έτσι και να καθησυχάσουμε τούς πιστούς, πού αγωνιούν για τα τεκταινόμενα και αναμένουν λόγους αληθείας».
Σκοπός, λοιπόν, της αντιοικουμενιστικής σας προσπάθειας είναι η καθησύχαση των πιστών για την συνεχή ισχυροποίηση της οικουμενιστικής λαίλαπας στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και η καθησύχασίς τους ότι, εσείς εγγυάσθε την προστασία της Εκκλησίας από τις καταστροφικές, γι' αυτήν, συνέπειες της οικουμενιστικής δραστηριότητος των Ορθοδόξων ταγών της.

Δυστυχώς, σας δηλώνω ότι, δεν μπορώ να προσυπογράψω το κείμενο, το οποίο εσείς χαρακτηρίζετε ως «Ομολογία Πίστεως», επειδή η ομολογία αυτή δεν γίνεται με τούς όρους και τις απαιτήσεις του Ταμείου των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, αλλά και της αγιοπνευματικής πατερικής παραδόσεως του μαρτυρίου αίματος και ψυχής, με το οποίο, και μόνον, οι θείοι Πατέρες, ως δούλοι γνησιώτατοι Χριστού, «όλην συλλεξάμενοι ποιμαντικήν επιστήμην και θυμόν ιερόν κινήσαντες, τους βαρείς εξεδίωξαν και λοιμώδεις λύκους των αιρέσεων, εκσφενδονήσαντες αυτούς, με την σφενδόνα του πνεύματος, έξω του της Εκκλησίας πληρώματος», κατά τον υμνογράφον της Εκκλησίας!

Οι βαρείς λύκοι, λοιπόν, των αιρέσεων, και, μάλιστα, της λοιμώδους νόσου της οικουμενιστικής παναιρέσεως, δεν εξορκίζονται με έναν χαρτοπόλεμο αντιαιρετικών κειμένων -ανιαρό και ανίερο-, ο οποίος χαρτοπόλεμος, κάθε φορά, πληροφορεί το ποίμνιο, απλώς, τι είναι η αίρεσις και ποια καταστροφικά αποτελέσματα προκαλεί στην ζωή της Εκκλησίας!
Μέχρι σήμερα, έχει κυκλοφορήσει μεγάλος αριθμός τέτοιων κειμένων, από την ηγουμενική διοίκηση του Αγίου Όρους, από την δική σας ομάδα κληρικών και μοναχών, αλλά και από άλλες αντιοικουμενιστικές προσπάθειες.
Έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχει ξοδευθεί πολύ χαρτί, για τα ίδια θέματα, το ίδιο μοτίβο, το δήθεν «μαχητικό», χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα εις βάρος των εκκλησιαστικών οικουμενιστών.

Ο Οικουμενισμός προχωρεί στον χώρο της Εκκλησίας και συνεχώς ισχυροποιείται, επειδή ακριβώς δεν θίγονται οι ορθόδοξοι οικουμενιστές, αφού δεν αποκαλύπτονται τα ονόματά τους.
Γι' αυτό και δεν ανησυχούν και είναι σίγουροι ότι θα κερδίσουν τους στόχους τους, χάρη στη δική σας ανημποριά να αγωνισθείτε θεοφιλώς με το πνεύμα της θυσιαστικής σταυρώσιμης μαρτυρίας.

Στην προς εμέ πρόσκλησή σας, γράφετε:

«Υπέρ της Ορθοδοξίας αγωνίσθηκαν και ομολόγησαν, πολλά παθόντες, Αγιοι Μάρτυρες, Ιεράρχαι, Όσιοι και Ομολογηταί».
Εσείς, τι πάθατε, μέχρι σήμερα;
Η αντιοικουμενιστική σας προσπάθεια περιορίζεται στα όρια της ασφαλείας σας, ώστε να μείνετε ανέγγιχτοι από συνέπειες δυσάρεστες για σας.
Παράδειγμα: στην σ. 17 του κειμένου σας, γράφετε:

«Αυτήν την παναίρεση (του Οικουμενισμού) έχουν αποδεχθεί εκ των Ορθοδόξων πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί».
Ποιοι είναι αυτοί;
Δεν τους κατονομάζετε, όπως οφείλατε να το κάνετε.
Σύμφωνα, μάλιστα, με ειλημμένη απόφαση της συνάξεως των κληρικών και μοναχών.

Σας υπενθυμίζω τα γεγονότα:
Μετά από κάποιο χρόνο από το ανοσιούργημα της παπικής εισβολλής στο Φανάρι, με τις ευλογίες και την σύμπραξη του Πατριάρχου, συνήλθε η Ομάδα, παρόντος του υποφαινομένου, στο Πήλιο, στο Μετόχι της αγιορείτικης Μονής της Λαύρας, για να μελετήσει τους νέους στόχους της.
Στην όλη σύναξη, κυριάρχησε ομοφώνως η πρόταση να συνταχθεί ένα κείμενο, στο οποίο, επιτέλους, να αποκαλύπτονται όλα τα ονόματα των Οικουμενιστών Ορθοδόξων.
Στην σύναξη αυτή, επιτρέψατε και σε πολλούς λαϊκούς να παραστούν, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι ενθουσιάσθηκαν με την πρόταση αυτή και την επικρότησαν, όλοι οι παρόντες.

Απήλθαμε από τον χώρο της συνάξεως εκείνης, τελούντες εν αναμονή λήψεως του κειμένου αυτού, προκειμένου να το υπογράψουμε, για να κυκλοφορήσει το συντομώτερον.
Όμως, ο καιρός περνούσε και καμμία κίνηση δεν εφαίνετο πουθενά, για την συνέχεια τής ζωής της Ομάδος κληρικών και μοναχών.
Ούτε κάποιο κείμενο είχε αποσταλεί.
Έτσι, η δραστηριότητα της Ομάδος περιήλθε στην αβεβαιότητα και στην ακινησίαν για μακρό χρονικό διάστημα.
Το μάκρος αυτής της ακινησίας και της σιωπής, και ήδη, η ματαίωση της κυκλοφορίας του αναμενομένου κειμένου με τα ονόματα των οικουμενιστών ταγών της Εκκλησίας, έδειχνε πειστικώς ότι, ήδη έληγε πλέον η δραστηριότητα της Ομάδος!
Τι μπορεί να συνέβη;
Η απορία αυτή λύθηκε στον υποφαινόμενο, όταν, τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους, δημοσιεύθηκε, στον ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΥΠΟ, πρωτοσέλιδο άρθρο ενός εξ υμών, με θέμα «Ορθόδοξοι Αντιστάσεις».
Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού με τίτλο «1. Αποδυναμώθηκαν οι αγωνιστές», γράφει:

«Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι οι ορθόδοξες αντιστάσεις στην συνεχιζόμενη λαίλαπα του συγκρητιστικού Οικουμενισμού έχουν μειωθεί" ελάχιστες φωνές ακούγονται πλέον. Δυναμικά και συγκροτημένα σύνολα, αποτελούμενα από παραδοσιακούς κληρικούς και μοναχούς, τα οποία αγωνίσθηκαν με σθένος, παρρησία και ομολογιακή διάθεση, και τα οποία με υπογραφές κειμένων, διοργάνωση συνεδρίων, ομιλίες και άλλες εκδηλώσεις, προσπάθησαν να κρατήσουν άγρυπνη την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία, δεν εμφανίζονται στο προσκήνιο" μοιάζει σαν να έχουν αποδυναμωθεί εσωτερικά, σαν να έχουν παραιτηθεί από τον αγώνα».
Ήταν φανερό για τι μιλούσε το άρθρο:
για την «κηδεία» της Ομάδος.
Αποδίδοντας την ευθύνη για την σιωπή, στα μέλη της.
Έπρεπε η Ομάδα να διαλυθεί, για να ησυχάσουν οι οικουμενιστές εκκλησιαστικοί ταγοί!
Αν ξαναζωντάνευσε η δραστηριότητα της Ομάδος κληρικών και μοναχών, με νέο χαρτοπόλεμο, αυτό οφείλεται σε λόγους τους οποίους πρέπει, προς το παρόν, να αποσιωπήσω!

Αυτό, πάντως, το πνεύμα, που επικρατεί στο σύνολο των υπευθύνων της Ομάδος αυτής, αποκαλύπτεται στην ανουσιότητα της αντιοικουμενιστικής προσπάθειας. Στην κενότητα της μαρτυρίας της και στο ατελεσφόρητο, γενικά, του αγώνος της. Χαρτοπόλεμος και τίποτε άλλο! Για το θεαθήναι μόνον!
Το γεγονός επιβεβαιώνεται και από την σ. 17 της διακηρύξεως.
Γράφετε, σεβαστοί πατέρες, ότι οι οικουμενιστές πατριάρχες και λοιποί, αυτήν την παναίρεση του οικουμενισμού:
«την διδάσκουν "γυμνή τη κεφαλή", την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στήν πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως μέ τούς αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων και ποιμαντικές συνεργασίες»!
Με το κείμενο αυτό, περιγράφετε κατά λέξη τον ΙΕ΄ κανόνα της πρωτοδευτέρας, ο οποίος σας δίνει το δικαίωμα να διακόψετε το μνημόσυνο των πατριαρχών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων.
Δεν το κάνετε όμως, και δεν θα το κάνετε ποτέ!
Εν τούτοις, με την στάση σας αυτή, παραλογίζεσθε.
Διότι αποφαίνεσθε ότι, οι οικουμενιστές «θέτουν εαυτούς εκτός της Εκκλησίας», εφ' όσον παραβαίνουν κανόνες της Εκκλησίας.
Αλλά, άραγε, είναι εντός της Εκκλησίας οι ιερείς εκείνοι, οι οποίοι καταγγέλλουν ανωνύμως, απλώς με χαρτοπόλεμο -ανιαρό και ανίερο-, πατριάρχες, αρχιεπισκόπους και επισκόπους;
Επιπλέον, τους αναγνωρίζουν, τους κάνουν, κάποτε, και δώρα, και δημοσίως τούς χαρακτηρίζουν ορθοδόξους θεολόγους;

Την στιγμή πού δεν κάνουν οι ίδιοι χρήση του κανόνος που γνωρίζουν, αλλά συμπορεύονται με αυτούς, τους οποίους αναγνωρίζουν και καταγγέλλουν ως οικουμενιστές, πρέπει να μην είναι, και αυτοί, μέλη της Εκκλησίας.
Θα ήσαν μέσα στην Εκκλησία, εφ' όσον θα διέκοπταν το μνημόσυνο των οικουμενιστών προϊσταμένων τους" και, τότε, σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, θα ήσαν «ορθόδοξοι μετά τιμής της πρεπούσης», επειδή: «ουχί σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτό, αλλά μάλλον ελευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδοεπισκόπων αυτών» (Πηδ. σ. 35).

Σεβαστοί Πατέρες!
Το βασικό πρόβλημα της υπάρξέως μας είναι σε ποιο μέτρο αληθεύει η ζωή μας εν Χριστώ Ιησού.
Ο Χριστός, η κατ' εξοχήν ανυπέρβατη αλήθεια, μας υποχρεώνει, εφ' όσον θέλουμε «οπίσω αυτής περιπατείν», να αληθεύουμε εν παντί.
Όταν δεν το κάνουμε, «παίζουμε εν ου παικτοίς», στο τραπέζι των ευαγγελικών αληθειών.
Οι σκοτεινές μεθοδεύσεις, η κάλυψη της αληθείας με το καπέλο του ψεύδους, οι διπλωματίες και οι ποικίλες σκοπιμότητες αυτοπροστασίας, δεν εξαγιάζονται μ' έναν χαρτοπόλεμο αντιαιρετικών κειμένων, μονόδρομο, στον αγώνα της Ομολογίας!



Αυτόν το μονόδρομο αδυνατώ να προσυπογράψω στην προχωρημένη ώρα της ζωής μου, που με πλησιάζει στην κρίση του Θεού!

Ιωάννης Κορναράκης


Κορναράκης Ιωάννης, Αμετακίνητα Πατερικός, της Βαρβιτσιώτη Δάφνης



Τὰ ξημερώματα τῆς 12ης Ἰουλίου τοῦ 2013, ὁ Ἰωάννης Κορναράκης τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τῆς Σταματίνας, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν –ἔχοντας μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἱερέα υἱοῦ του– ἐκοιμήθη, χριστιανικά, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα καὶ εἰρηνικά

Τὴν καλὴν ἀπολογίαν τοῦ Ἰωάννου Κορναράκη ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Θεοῦ ἐγγυήθηκε ἡ Ἴδια ἡ Κυρία Θεοτόκος, εἰδοποιώντας τον, τὴν προηγούμενη ἡμέρα, ὅτι θὰ ἐρχόταν, γι’ αὐτόν, τὴν ἑπομένη.

Ὁ Πιστός: Αὐτὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν βεβαιότητα περὶ τῆς καλῆς ἀπολογίας τοῦ Ἰωάννου Κορναράκη ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῆς πίστεώς του.
Τόσο ἀκατάβλητη ἦταν ἡ πίστη του αὐτή, ὥστε –σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλους πνευματικοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας (λαϊκοὺς ἢ/καὶ κληρικούς)–, ἡ δύναμή της διατηροῦσε ἄσβεστη, ἐντός του, τὴν συνεχῆ καὶ ἀδιάλειπτη ἐπίγνωση ὅτι, σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του, ἡ παραμικρότερη πράξη του, ὁ κάθε λόγος του καὶ ἡ πιὸ μύχια σκέψη του, ἐπισυμβαίνουν ἐνώπιόν του παντόπτου Θεοῦ.
Ζώντας ἐνώπιον Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης Κορναράκης ἦταν συγκλονιστικὰ ἔντιμος, εἰλικρινής, ἀνιδιοτελὴς καὶ διαφανῆς, ὄχι μόνον ἔναντι Αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ἔναντι ὅλων τῶν συνανθρώπων του –ἀνεξαρτήτως τῆς θέσεώς τους ἢ τῆς μορφώσεως τους– καὶ ἔναντι ὅλων τῶν περιστάσεων.
Στὰ δώδεκα, περίπου, χρόνια ποὺ εἶχα τὴν μεγάλη τύχη καὶ τὴν τιμὴ νὰ ἐπικοινωνῶ μαζύ του, οὐδέποτε τὸν συνέλαβα νὰ ψεύδεται, νὰ ὑποκρίνεται, νὰ ἀντιφάσκει, νὰ ὑπεκφεύγει, νὰ ὑποτιμᾶ τὴν προσωπικότητα ἢ τὴν νοημοσύνη τῶν ἄλλων, νὰ τοὺς ἐπιβάλλεται, νὰ τοὺς πειθαναγκάζει, νὰ χειραγωγεῖ ἢ νὰ παγιδεύει τὴν βούλησή τους, ἢ νὰ προσπαθεῖ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο νὰ τοὺς ἐξουσιάσει ἢ νὰ τοὺς ἐκμεταλλευθεῖ…
Ὁ Οἰκογενειάρχης: Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σημαντικώτατο πνευματικό του ἔργο, ὁ Ἰωάννης Κορναράκης ἄφησε πίσω του καὶ κάτι ἄλλο, πολὺ πιὸ σπάνιο: μιὰ ἑνωμένη πολυμελῆ οἰκογένεια, ἀποτελούμενη ἀπὸ τὴν ἀφοσιωμένη καὶ ἀκούραστης προσφορᾶς σύζυγό του, Ἑλένη, καὶ τὰ τέσσερα παιδιά τους· τὸν Κωνσταντῖνο, θεολόγο καθηγητὴ πανεπιστημίου καὶ φιλόλογο· τὴν Ἀφροδίτη, θεολόγο καὶ καθηγήτρια δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης· τὸν π. Ἀλέξανδρο, θεολόγο καὶ ἱερέα στὸν Ἱ. Ναὸ τῆς Παναγίας τῆς Εὐαγγελίστριας, στὸ Χαλάνδρι· καὶ τὴν Παραμυθία, μοναχή, στὴ Ἱ. Μονὴ Παντοκράτορος, στὸν Ἀγρὸ Κερκύρας· τὸ πέμπτο, ἦταν ἡ ἀλησμόνητη Μαρθούλα, ἡ δευτερότοκή τους, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ στὰ τριάμισύ της χρόνια.
Ἀποτελούμενη ἀπὸ τελείως διαφορετικὲς καὶ ἐλεύθερα διαμορφωμένες καὶ ἀνεξάρτητες προσωπικότητες, ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰωάννη Κορναράκη ἀποτελεῖ τὴν οὐσιαστικώτερη μαρτυρία τῆς ζωῆς του, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων· διότι εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ πιὸ δύσκολου προσωπικοῦ ἀγῶνα ἑνὸς πιστοῦ μέσα στὴν φθοροποιὸ καθημερινὴ πραγματικότητα: τοῦ ἀδιάλειπτου ἀγῶνα ὀρθόδοξης ὀρθοπραξίας, μὲ βάση τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου τῶν οἰκείων του.
Δεδομένου δὲ ὅτι, οἱ πιὸ αὐστηροὶ κριτὲς καὶ οἱ πιὸ μεγάλοι ἀμφισβητίες τῶν γονέων εἶναι τὰ ἴδια τὰ παιδιά τους, τὸ γεγονὸς ὅτι, καὶ τὰ τέσσερα παιδιὰ τοῦ Ἰωάννη Κορναράκη –συνεπικουρούμενου ἀπὸ τὴν βαθιὰ ὀρθόδοξη σύζυγό του– ἐπέλεξαν νὰ ἀφιερώσουν τὴν ζωή τους στὸν Θεὸ καὶ στὰ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἐλευθερία καὶ ἀπὸ ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, συνιστᾶ τὴν συγκλονιστικώτερη ἀπόδειξη τῆς νίκης του στὸν ἀγῶνα αὐτόν.
Τὴν οἰκογένειά του συμπλήρωναν καὶ τὰ δώδεκα πολυαγαπημένα του ἐγγόνια (ἀπὸ 19 ἐτῶν ἕως 14 μηνῶν), ποὺ τὸν ἐλάτρευαν· μιὰ οἰκογένεια πιστή, ἀλληλέγγυη, ἀγαπημένη, εὐτυχισμένη, δυνατὴ ἔναντι τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς καὶ ἐλεήμονα –δηλαδή, μιὰ οἰκογένεια πραγματικὰ ὀρθόδοξη.
Ὁ Ἄνθρωπος: Ἔχοντας ἀδιάλειπτη ἐπίγνωση ὅτι ζῆ ἐνώπιον Θεοῦ, ὁ Ἰωάννης Κορναράκης οὐδέποτε ἐπέδειξε τὴν ἔπαρση ἢ τὴν σοβαροφάνεια τοῦ «ἀνώτερου» καὶ οὐδέποτε βαυκαλίσθηκε μὲ τὴν αὐτοδικαίωση τοῦ «καλύτερου χριστιανοῦ»

Παρὰ τὰ ἀκαδημαϊκά του ἐπιτεύγματα, τὶς βαθειὲς θεολογικές του γνώσεις, τὴν κρυστάλλινή του διάκριση, τὴν διαυγῆ σκέψη του καὶ τὴν διεισδυτικότητα τῆς εὐφυΐας του, ὁ ἴδιος ἦταν πάντα βαθύτατα ταπεινός, εὐγενής, εὐπρεπής, διακριτικός, πρᾶος καὶ γνήσια προσηνὴς πρὸς ὅλους.
Οὐδέποτε τὸν ἄκουσα νὰ ἐπαίρεται γιὰ τὸ ἔργο του, οὐδέποτε τὸν ἄκουσα νὰ περιαυτολογεῖ, νὰ κομπορρημονεῖ ἢ νὰ αὐτοδοξάζεται.
Ἀντιθέτως, πάντοτε ἀπέδιδε στὸν Θεὸ ὅσα εἶχε ἐπιτύχει στὴν προσωπική, κοινωνικὴ καὶ ἀκαδημαϊκή του ζωή· καί, ἐνῷ ἔλεγχε αὐστηρὰ τὸν ἑαυτό του, ἦταν πάντα ἐπιεικὴς ἔναντι τῶν σφαλμάτων καὶ ἀδυναμιῶν τῶν συνανθρώπων του.
Ὁ Συνάνθρωπος: Καὶ ἦταν πάντα πρόθυμος νὰ τοὺς σταθεῖ ἀρωγὸς σὲ κάθε τομέα: στὸν ὑλικὸ τομέα, ὅταν διαπίστωνε ὁ ἴδιος τὴν ἀνάγκη τους, ἀλλὰ καὶ στὸν πνευματικὸ τομέα, ἐφ’ ὅσον αὐτοὶ προσέτρεχαν σ’ αὐτόν. Τότε, καὶ μόνον τότε, τοὺς καθοδηγοῦσε διακριτικὰ καὶ μὲ λεπτότητα, εἴτε ἀφυπνίζοντας τὶς ὑπνώττουσες δυνατότητές τους, εἴτε διανοίγοντας τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους, προσέχοντας πάντα νὰ ἐνεργοποιεῖ τὴν βούλησή τους καὶ ὄχι νὰ ἐπιβάλλει σ’ αὐτοὺς τὴν δική του.
Ἔχοντας ἔντονη τὴν αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ, συχνὰ τὸ χρησιμοποιοῦσε καὶ γιὰ νὰ ἐλέγχει τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ πάντα μὲ λεπτὸ καὶ ἀγαπητικὸ τρόπο. Κάποτε, π.χ., ποὺ κάποιος τοῦ εἶπε ὅτι ἔκανε εἴκοσι κομποσχοίνια παράκλησης πρὸς τὸν Θεὸ καί, ὅταν εὐοδώθηκαν οἱ παρακλήσεις του, ἔκανε ἕνα κομποσχοίνι εὐχαριστιῶν, ὁ καθηγητὴς τὸν ρώτησε χαμογελαστά: «Τὰ ἄλλα δεκαεννέα κομποσχοίνια, ποῦ πῆγαν;».
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἡ κηδεία τοῦ Ἰωάννη Κορναράκη δὲν ἦταν ἕνα ψευδοκοινωνικὸ γεγονός. Ἦταν μιὰ καρδιακὴ κοινωνία ψυχῶν μεταξὺ ζώντων καὶ κεκοιμημένου. Ὅσοι παρέστησαν σ’ αὐτήν, εἶχαν –πλὴν ἐλαχιστοτάτων ἑξαιρέσεων– μιὰ βαθειὰ καὶ οὐσιαστικὴ ἐν Χριστῷ σχέση μαζύ του· δηλαδή, μιὰ σχέση πού, εἴτε τοὺς ἀνάπαυε, τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς στήριζε, εἴτε τοὺς ὁδηγοῦσε πρὸς τὴν «καλὴν ἀλλοίωσιν», εἴτε τοὺς ἐνδυνάμωνε γιὰ τὴν διατήρησή της, εἴτε τοὺς βοηθοῦσε νὰ ἀνταπεξέλθουν σὲ διάφορες πνευματικὲς δυσκολίες ἢ στὶς ἀνάγκες τῆς βιοτῆς. Καὶ γι’ αὐτό, στὰ μάτια τῶν παρισταμένων ὑπῆρχε ἡ συνειδητοποίηση τοῦ πόσο πολύτιμη εἶχε ὑπάρξει ἡ παρουσία του στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους.
Καὶ αὐτό, στὶς φοβερὲς μέρες ποὺ ζοῦμε, εἶναι τόσο σπάνιο…
Ὁ Πατερικός: Αὐστηρὸς καὶ ἄτεγκτος, ὁ Ἰωάννης Κορναράκης ἦταν μόνον σὲ θέματα Πίστεως, δηλαδή, σὲ θέματα ἀπόκλισης –θεωρητικῆς ἢ πρακτικῆς– ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τὴν Μία καὶ Μόνη Ἀλήθειά Της. Καί, ἐὰν μὲν ἡ ἀπόκλιση αὐτὴ ὀφειλόταν σὲ ἄγνοια ἢ παρανόηση τῶν δογμάτων, διόρθωνε πρόθυμα καὶ ὑπομονετικὰ τὸν ἀποκλίνοντα· καὶ τοῦτο ἔπραττε πάντα μὲ ταπεινότητα καὶ διακριτικότητα, ἀνατρέχοντας πάντα μὲ πιστότητα στὰ ἱερὰ κείμενα καὶ στοὺς Πατέρες, χωρὶς νὰ προβάλλει ἀλαζονικὰ ἑαυτόν, ὡς τὴν μόνη αὐθεντία.
Ὁ Ἀγωνιστής: Ὅταν, ὅμως, ἡ ἀπόκλιση ἀποδεικνυόταν συνειδητή, σκόπιμη καὶ ἰδιοτελής, τότε –καὶ μόνον τότε– ὁ πρᾶος αὐτὸς ἄνθρωπος ἐγκατέλειπε τοὺς συνήθεις χαμηλοὺς τόνους του καὶ –μὲ τὴν στήριξη τοῦ ἡγεμονικοῦ πνεύματος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ– ὕψωνε μὲ γενναιότητα, παρρησία καὶ σθεναρότητα τὴν φωνή του, γιὰ τὴν προάσπιση τῆς γνήσιας Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Παραδόσεως καὶ τῆς ὀρθοδόξου ὀρθοπραξίας.
Ἔχοντας τὴν πεποίθηση ὅτι, ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀποτελεῖ τὴν ἠθικο-θρησκευτικὴ σπονδυλικὴ στήλη τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, ὁ Ἰωάννης Κορναράκης ἐπιστράτευσε ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ νὰ τὸν πολεμήσει καὶ γιὰ νὰ καταγγείλει τοὺς ἐκφραστές του.
Ἀκόμα, ὅμως, καὶ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ἔλεγχε μόνον αὐτὲς καθ’ ἑαυτὲς τὶς ἀποκλίσεις τους ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, χωρὶς νὰ προσβάλλει προσωπικῶς τοὺς ἀποκλίνοντες (σὲ ἀντίθεση μὲ ὅ,τι πράττουν αὐτοὶ εἰς βάρος ὅσων προασπίζονται τὴν Πίστη αὐτή).
Σὲ δώδεκα χρόνια, μία καὶ μόνον φορὰ ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτόν του νὰ χαρακτηρίσει ἕναν ἐκ τῶν πλέον ἐξοργιστικὰ προκλητικῶν προβατόσχημων λύκων ὡς «καμμένο χαρτὶ ἐνώπιον Θεοῦ», καὶ τοῦτο σὲ κατ’ ἰδίαν τηλεφωνικὴ συνομιλία μας, προσθέτοντας ἀμέσως «Θεέ μου, συγχώρεσε μέ».
Ὁ Ἀντιοικουμενιστής: Τὴν μεγάλη ἀγωνιστικότητά του ἐπέδειξε ὁ Ἰωάννης Κορναράκης ὅταν διαπίστωσε ὅτι, ἡ προβληθεῖσα ὡς «ἐκσυγχρονιστικὴ» «Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση» δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ἐκ τῶν θυγατρικῶν του Οἰκουμενισμοῦ. Μετὰ ἀπὸ σειρὰ σχετικῶν ἄρθρων, δὲν ἐδίστασε νὰ ἀπευθύνει, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2003, ἕνα 11σέλιδο Ὑπόμνημα στὸν παντοδύναμο τότε Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο καὶ στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Στὸ ἐν λόγῳ Ὑπόμνημά του, ὁ Ἰωάννης Κορναράκης ἐντοπίζει τὶς θεμελιώδεις κακοδοξίες τῆς «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης». Καί, ἀφοῦ τὶς ἀναλύει διεξοδικὰ καὶ ἐμπεριστατωμένα, μέσα ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῆς γνήσιας ὀρθόδοξης πατερικῆς σκέψης, τὶς καταγγέλλει εὐθαρσῶς, ὡς προερχόμενες ἀπὸ τὶς δύο θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς μετανεωτερικότητας, ἡ ὁποία αἰτεῖται τὰ ἑξῆς ἐξωφρενικά: α) τὸν διαρκῆ ἐπαναπροσδιορισμὸ τῆς ταυτότητας τῆς Ἐκκλησίας, καὶ β) τὸν διαρκῆ ἐπαναπροσδιορισμὸ τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας!
Ἐπ’ αὐτῶν, ὁ Ἰωάννης Κορναράκης σχολιάζει: «Ἐάν, τόσο ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, τότε,  ζητεῖται ὁ διαρκὴς ἐπαναπροσδιορισμὸς τοῦ Χριστοῦ, στὴν ροὴ τοῦ χρόνου(!!!). Ἐξ ἄλλου, ἡ νέα νεοεποχίτικη ἀπόρριψη τῆς πατερικῆς παράδοσης καὶ θεολογίας, καὶ ἡ ἀντικατάστασή τους ἀπὸ μία μεταπατερικὴ ―δηλαδή, μία ἀπατερικὴ― θεολογία, ὁδηγοῦν σὲ οἰκουμενιστικὲς συζητήσεις σαρωτικῶν ἀλλαγῶν, τόσο στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὅσο καὶ στὸ σύνολο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς».
Προειδοποιεῖ δὲ τόσο τὰ μέλη τῆς Συνόδου, ὅσο καὶ τὸν Πρόεδρό της, ὅτι, διὰ τῆς «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης», μὲ τὴν συνοδική τους ἔγκριση… «…παραδίδετε ὁλόκληρη τὴν παράδοση καὶ τὴν διδασκαλία, καί, γενικῶς, τὴν Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στὶς καταστροφικές, γιὰ τὴν γνησιότητα τῆς παραδόσεώς της, καὶ θολωτικὲς καὶ στρεβλωτικές, γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς της, ἀρχὲς τῆς μετανεωτερικότητος. Ὁδοποιεῖτε τρῖβον, ἐντός του χώρου τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὴν σαρωτικὴ τῶν ἀξιῶν λαίλαπα τῆς Νέας Ἐποχῆς, τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων στὴν ζωὴ τοῦ κόσμου!».
 Μόνον Φόβον Θεοῦ: Τὴν μετανεωτερικότητα καὶ τὴν μεταπατερικὴ θεολογία –ἀμφότερες θυγατρικὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ– ἀναγνώρισε ὁ Ἰωάννης Κορναράκης καὶ στὰ περὶ “Σύγχρονης Ὀρθοδοξίας”, ποὺ ἐξαγγέλθηκαν ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 2012.
Σὲ ἄρθρο του μὲ τίτλο «Ἐπίσημη Πατριαρχικὴ Ἀναγνώριση τῆς “Σύγχρονης” Ἀντιπατερικῆς Ὀρθοδοξίας», ὁ Ἰωάννης Κορναράκης καταγγέλλει μὲ παρρησία ὅτι: «Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι, ἡ καθιέρωση τῆς “σύγχρονης” Ὀρθοδοξίας ὡς “Ὀρθοδοξίας” τοῦ Πατριαρχικοῦ Οἴκου, ἀκολουθεῖ χρονικῶς τὸ Διεθνὲς Συνέδριο τῆς Ἀκαδημίας τῶν Θεολογικῶν Σπουδῶν, ποὺ ἔγινε στὸν Βόλο, ἀπὸ 3 ἕως 6 Ἰουνίου 2010, μὲ θέμα: “Πατερικὴ σύνθεση ἢ Μετα-πατερικὴ θεολογία;”· ἤτοι: “ἐπιστροφὴ στοὺς Πατέρες, μὲ ἐπαναδιατύπωση ἢ ἀναθεώρηση τῆς θεολογίας τους, ἢ ἀπατερικὴ θεολογία, θεμελιωμένη στὶς ἀρχὲς τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ τῆς παγκοσμιοποιήσεως;”!


(…) Μὲ τὴν προβολὴ καὶ μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ “σύγχρονη” θεολογία, ὁ πατριαρχικὸς χῶρος ἐννοεῖ, βεβαίως, ὅτι περιποιεῖ τιμὴ στὸ ἔργο του: στὴν οἰκουμενιστικὴ ἀποτύπωση τῆς εἰκόνας μιᾶς Ὀρθοδοξίας ἀντιπατερικῆςκαὶ παγκοσμιοποιημένης!!!”».
Στὸ ἴδιο ἄρθρο –καὶ στὴν ἑνότητα μὲ τίτλο «Ἡ Συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν δημιουργία μιᾶς ἀντιπατερικῆς “σύγχρονης” Ὀρθοδοξίας»–, ὁ καθηγητὴς ἐπισημαίνει:
«Τὸ κορυφαῖο γεγονός, ποὺ ἐσχάτως καταγράφει τὴν ἔντονη ἀποδόμηση τῶν Ἱ. Κανόνων ἀπὸ μέρους τοῦ κ. Βαρθολομαίου, εἶναι ἡ συλλειτουργία καὶ τοῦ Πάπα, κατὰ τὴν θρονικὴ ἑορτὴ τοῦ Πατριαρχείου, τὴν 30η Νοεμβρίου 2006. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἀπὸ τὸν ἐξώστη τοῦ Πατριαρχείου –μὲ δεμένα τὰ χέρια του μὲ τὸν Πάπα–, διαδηλώνουν ἀμφότεροι τὴν κοινὴ ἀπόφασή τους νὰ ἑνωθοῦν ἡ Ὀρθόδοξη ΕΚΚΛΗΣΙΑ μὲ τὸν Παπισμό (…).


Ὁ Πατριάρχης ἔχει προωθήσει αὐτὴν τὴν ἕνωση μὲ τὴν ἀρωγὴ τοῦ πρωτοπαλλήκαρου τῆς ἑνώσεως αὐτῆς: τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου, Ἰωάννη Ζηζιούλα, ὁ ὁποῖος εἶναι πασίγνωστος γιὰ τὴν διαχρονική του ἐπιμονὴ στὸ κυρίαρχο καὶ ἐξουσιαστικὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα, καὶ ὄχι στὸ πρωτεῖο τιμῆς».
Πιὸ κάτω, στὸ ἴδιο κείμενο, ὁ Ἰωάννης Κορναράκης καταγγέλλει χαρακτηριστικά:
«Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας, ὅμως, στὸ ἔργο τοῦ Ἴχνη ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ὑπερβατικοῦ, ἀντικαθιστᾶ τὴν φράση “διὰ τοῦ εὐαγγελίου”, μὲ τὴν φράση “διὰ τῆς ἐκκλησίας”, ἀναπτύσσοντας, ἔτσι, τὴν διδασκαλία τῆς ἀόρατης σωτηρίας! Μὲ τὴν παραχάραξη αὐτή, ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ξεπεράσει τὴν αὐθεντικὴ ἀποστολικὴ διδασκαλία περὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἐθνῶν, διὰ τῆς ἀπὸ μέρους τους ἀποδοχῆς, ἐφαρμογῆς καὶ βιώσεως τοῦ Εὐαγγελίου. Σημειώνοντας δὲ ὅτι, “οἱ παλαιότεροι ὅσο καὶ οἱ νεότεροι θεολόγοι τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τόνισαν ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ καὶ πέραν τῶν ὁρίων τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας”, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι, σὲ αὐτὴν τὴν “ἀόρατη Ἐκκλησία”, καὶ τὰ ἔθνη “δύνανται νὰ ἀνήκωσι ἀοράτως καὶ οἱ ἐθνικοί, οἱ ἑτερόδοξοι…” (σσ. 423-4)».
Πραγματικὴ Ὁμολογία Πίστεως: Τέλος, ὁ Ἰωάννης Κορναράκης κλείνει τὸ καταγγελτικὸ αὐτὸ κείμενο μὲ τὰ ἑξῆς συγκλονιστικὰ λόγια:
«Ὁ ὑπογράφων συνέταξε τὸ παρὸν κείμενο, ὢν συνεπὴς στὸν διδακτορικό του ὅρκο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας: “ὅπου γῆς βρεθῶ, θὰ ὑποστηρίζω τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”. Ὅλοι οἱ διδάκτορες δίνουν τὸν ὅρκον αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐπίσκοποι ὁρκίζονται νὰ ἐπιτελοῦν τὰ καθήκοντά τους θεοφιλῶς καὶ νὰ ἀνταποκρίνονται μὲ θεῖο ζῆλο στὴν τήρηση τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν διδαγμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅσοι Ἐπίσκοποι ἀφήνουν ὀρθάνοιχτη τὴν θύρα στὸν οἰκουμενιστικὸ χῶρο καὶ ἀναλαμβάνουν δραστηριότητες ποὺ ἀκυρώνουν τὴν προσωπική τους ἀξιοπρέπεια καὶ τὸν σεβασμό τους ἔναντι τοῦ ἀξιώματός τους, ὡς κληρικῶν καὶ ὡς ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας, ἀποβαίνουν ἐπιλήσμονες τοῦ ὅρκου τους.
Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, φαίνεται νὰ ἐνεργεῖ τὸ μιαρὸ ἔργο του, ὁ Ἀντίχριστος, καὶ διὰ τῆς “Ἐκκλησίας”».
Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τελευταῖοκείμενο ποὺ δημοσιοποίησε.
Στὴν οὐσία, τὸ κείμενο αὐτὸ δὲν ἦταν μόνον καταγγελτικό.
Ἦταν ἡ πνευματική του διαθήκη καὶ ἡ δική του, ἀπερίφραστη καὶ ἀληθινή, Ὁμολογία Πίστεως.

Ἐπιτομή: Οἱ λίγες αὐτὲς γραμμές, οὔτε μποροῦν, οὔτε φιλοδοξοῦν, νὰ ἀποδώσουν τὴν πλήρη εἰκόνα τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἰωάννη Κορναράκη. Δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ταπεινὴ προσπάθεια σκιαγράφησης τῆς εὐεργετικῆς παρουσίας του μέσα στὴν ζωή· μιὰ παρουσία ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ, ἀκόμα καὶ σήμερα, νὰ μᾶς ἀναπαύει, νὰ μᾶς ἐνισχύει, νὰ μᾶς παρηγορεῖ καὶ νὰ μᾶς καθοδηγεῖ.
Ὅσοι εὐεργετηθήκαμε ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ἰωάννη Κορναράκη στὴν ζωή μας, τοῦ εἴμαστε βαθιὰ εὐγνώμονες, καὶ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ δῶρο Του αὐτό, σὲ μιὰν ἐποχὴ ποὺ οἱ ψευδοπροφῆτες ἐγερθέντες πλανοῦν, ἡ ἀνομία πληθύνεται, ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν ψύχεται καὶ οἱ βρυχηθμοὶ τοῦ «ἀρχεκάκου ἐχθροῦ, ὠρυομένου καθ' ἡμῶν ὡς λέοντος» εἶναι πιὰ ἐκκωφαντικοί…

Δάφνη Βαρβιτσιώτη