Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Θεολογική και ιστορική κριτική της εισηγήσεως του Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου στην Παπική Ημερίδα για την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο (Μέρος Α΄)


Εν Πειραιεί 15-12-2013

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ
(ΜΕΡΟΣ Α΄)

εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

«Ἐσύ εἶσαι κοπέλλι (τσιράκι) τοῦ Πάπα καί ὡσάν κοπέλλι τοῦ Πάπα ὁμιλεῖς».(Ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός)



Στήν ψευδοσύνοδο τοῦ πάπα Φεράρας-Φλωρεντίας τό 1438-39, ὁ φίλος τοῦ πάπα, ἐπίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων, προσπάθησε μέ κάθε τρόπο νά παρασύρει μέ τό μέρος του τόν ἅγιο Μάρκο ἐπίσκοπο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, γιά νά γίνει ἡ ἕνωση, δηλ. ἡ ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας στόν αἱρεσιάρχη πάπα. Ὅποτε ὁ ἅγιος Μάρκος, ἀπευθυνόμενος πρός τόν Βησσαρίωνα, τοῦ εἶπε : «Ἐσύ εἶσαι κοπέλλι (τσιράκι) τοῦ Πάπα καί ὡσάν κοπέλλι τοῦ Πάπα ὁμιλεῖς»!Ὁ μέν ἅγιος Μάρκος δέν ὑπέγραψε τά πρακτικά τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ πάπα, ἀναγκάζοντάς τον νά ὁμολογήσει τήν ἥττα του, ἀναφωνώντας «εἰ Μάρκος οὔχ ὑπέγραψεν, ἐποιήσαμεν οὐδέν» καί ἔτσι ἔσωσε τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν παπική λαίλαπα. Ὁ δέ Βησσαρίων μέ τόν Ἰσίδωρο τόν Ρῶσο ἔγιναν ἀρνητές τῆς Ὀρθοδοξίας καί εἰσχώρησαν στήν αἵρεση τοῦ παπισμοῦ. Ὁ δέ πάπας τούς προβίβασε καί τούς ἔκανε καρδιναλίους.
Δυστυχῶς καί σήμερα δέν ἔλειψαν τά κοπέλλια τοῦ πάπα στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Τοιοῦτος, ἐκτός τῶν ἄλλων, εἶναι καί ὁ Σέβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος.  Ἡ πρόσφατη συμμετοχή του στίς 9-11-2013 ὡς εἰσηγητοῦ στήν παπική ἡμερίδα, πού πραγματοποιήθηκε στό Λεόντειο Λύκειο Πατησίων Ἀθηνῶν, μέ θέμα «Πενήντα χρόνια ἀπό τή σύγκληση τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου˙ σκέψεις ἑνός Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου», ἐπιβεβαιώνει τήν προσωνυμία! Οἱ προσωπικές του θέσεις καί τά λεχθέντα του ὄντως μᾶς ὁδηγοῦν στό νά τοῦ ἐπαναλάβουμε τό τοῦ ἁγίου Μάρκου :  «Ἐσύ εἶσαι κοπέλλι (τσιράκι) τοῦ Πάπα (ὅχι Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος) καί ὡσάν κοπέλλι τοῦ Πάπα ὁμιλεῖς (ὅχι σάν Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος)»!
Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ ποικιλοτρόπως σκανδαλίζων τόν πιστό λαό, γνωστός καί μή ἐξαιρετέος, οἰκουμενιστής καί μεταπατερικός Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, προβαίνει σέ μία ἀκόμη – ἀπό τίς ἀναρίθμητες – προκλητική καί προδοτική της Ὀρθοδόξου πίστεως ἐνέργεια. Ἄς θυμηθοῦμε μερικές, τίς πιό κύριες, ἀπ’αὐτές. α) Ἡ συμμετοχή τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου, συμπροσευχομένου, σέ παπική «λειτουργία» στό γνωστό οἰκουμενιστικό, οὐνιτικό, μεικτό μοναστήρι τοῦ Bose (Μποζέ) στήν Ἰταλία, μέ τό ὁποῖο διατηρεῖ μακροχρόνιες σχέσεις καί συνεργασία, ὅπου μπροστά του καί μή ἀντιδροῦντος τοῦ ἰδίου, ἱερεύς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνών (αἰδ. πρωτ. π. Παῦλος Κουμαριανός) κοινώνησε μέ παπική ὄστια τόν Σεπτέβριο τοῦ 2010[1]. β) Ἡ τέλεση Ὀρθόδοξης Θείας Λειτουργίας στή Ραβέννα τό 2002, ὅπου ἐπέτρεψε στόν διάκονο νά κοινωνήσει καί παπικούς[2]. γ) Ἡ ὑπογραφή τοῦ κ. Ἰγνατίου, ὡς προέδρου τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στό ἐπαίσχυντο κείμενο τοῦ Porto Alegre (Πόρτο Ἀλέγκρε) τῆς Βραζιλίας τό 2006 κατά τή Θ΄ Γενική Συνεύλευση τοῦ προτεσταντικοῦ ΠΣΕ, τό ὁποῖο στήν οὐσία εἶναι Παγκόσμιο Συνονθύλευμα τῶν Αἱρέσεων[3]. δ) Ἡ λειτουργική ἀνανέωση ἤ ἀναγέννηση[4].               ε) Ἡ μεταγλώτισση-μετάφραση στή νεοελληνική γλώσσα τόσο τῶν παλαιοδιαθηκικῶν ἀναγνωσμάτων τῶν ἑσπερινῶν ὅσο καί τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας καί ἡ ἐκφώνησή τους ἐν συνάξει, κατά παράβασιν τόσο τῆς ἁγιοπατερικῆς διδασκαλίας ὅσο καί τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερά Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[5]. στ) Ἡ σύσταση τῆς λεγομένης Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν, ἡ ὁποία στήν οὐσία εἶναι Ἐπιδημία Οἰκουμενιστικῶν Σπουδῶν καί ἐργαστήριο προωθήσεως τῶν στόχων τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ ΠΣΕ, ἡ ὁποία τόν Ἰούνιο τοῦ 2010 μέ ἐπίσημο συνέδριο εἰσήγαγε στόν Ὀρθόδοξο Θεολογικό χῶρο τήν αἵρεση τῆς πατρομαχίας, δηλ. τήν μεταπατερική, νεοπατερική καί συναφειακή αἵρεση[6], τήν ὁποία ἐνίσχυσε μέ νέο συνέδριο τόν Μάϊο τοῦ 2013 στή Ρουμανία[7], γιά τήν ὁποία ἡ Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς στίς 15-2-2012 διοργάνωσε ἐπιστημονική καί θεολογική ἡμερίδα μέ θέμα «Πατερική θεολογία καί μεταπατερική αἵρεση»[8]. ζ) Ἡ δημόσια ἀμνήστευση τοῦ διεθνοῦς καί φρικώδους Σιωνισμοῦ[9], μέ ὑποστηρικτή τήν γνωστή κ. Θεοδώρα (Ντόρα) Μπακογιάννη, ὡς ἀντίδραση στίς ὀρθοδοξότατες θέσεις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, σχετικά μέ τόν ἀντισημιτισμό καί τόν Σιωνισμό, μέ ἀποτέλεσμα ἡ Ἰσραηλιτική κοινότητα τοῦ Βόλου σέ ἐπιστολή της πρός τόν ἴδιο νά τόν ἀποκαλέσει πραγματικό της ποιμενάρχη[10]. η) Ἡ ἐνεργός συμμετοχή τῶν ὑπευθύνων τῆ$ς ΑΘΣ (Παντελής Καλαϊτζίδης κ.ἄ.) στήν 10η Γενική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στό Πουσᾶν τῆς Κορέας[11](30-10/8-11-2013), ὄπου, ἀποδεχόμενοι τό κοινό κείμενο, ζήτησαν συγγνώμη, πού εἶναι Ὀρθόδοξοι, παρουσίασαν τά νέα βιβλία οἰκουμενιστικής κατηχήσεως κληρικῶν καί λαϊκῶν, καί προτάθηκε ἡ ΑΘΣ ὡς τόπος διοργάνωσης τῆς ἑπομένης 11ηςΓενικῆς Συνελεύσεως τοῦ ΠΣΕ. θ) Ἡ πρόσκληση αἱρετικῶν                                  (Ἀγγλικανῶν[12], παστόρων[13]), στυλοβατῶν τῆς παναιρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ (Σεβ. Μητρ. Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας[14]) καί ἠθικά μεμπτῶν ἀρχιερέων, κληρικῶν καί λαϊκῶν γιά ὁμιλίες, συμπροσευχές καί συλλείτουργα στήν Ἱ. Μ. Δημητριάδος. ι) Ἡ ὑποστήριξη τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χαρακτήρα τοῦ μαθήματος Θρησκευτικῶν ἀπό ὀρθόδοξο, κατηχητικό καί ὁμολογιακό σέ συγκρητιστικό, θρηκειολογικό καί πανθρησκειακό[15]. ια) Ἡ προώθηση τῆς φεμινιστικῆς θεολογίας[16]. ιβ) Ἡ ἐκπομπή του «Ἀρχονταρίκι», μέσω τῆς ὁποίας προωθεῖ οἰκουμενιστικές καί ἀντίθετες μέ τή χριστιανική ἠθική ἀπόψεις (βλ. ἡ ἐκπομπή μέ θέμα «Ἡ χαρά τοῦ ἔρωτα»[17]). ιγ) Το πρόσφατο οἰκονομικό σκάνδαλο εἰς βάρος τοῦ                                κ. Κων/νου Λούλη[18], καί ἄλλα πολλά ὦν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. Ὡς συνέχεια τῶν ἀνωτέρω, ἔρχεται ἡ συμμετοχή τοῦ κ. Ἰγνατίου στήν προαναφερθεῖσα παπική ἡμερίδα.  
Κατόπιν τούτων ρωτᾶμε εὐλόγως : Ὅλα τά ἀνωτέρω μαρτυροῦν «ἕναν ὑπεύθυνο ἐπίσκοπο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὅπως ὁ ἴδιος στήν ἀρχή τῆς εἰσηγήσεώς του ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό του, αὐτοεπαινούμενος καί αὐτοεγκωμιαζόμενος, ἐκδηλώνοντας τόν ἐγωισμό, πού ὑποβόσκει μέσα του καί τήν πλάνη τοῦ νοός, πού τόν διακατέχει; Συνήθως κάποιος ἄλλος, κάποιος τρίτος ἐγκωμιάζει καί ἐπαινεῖ κάποιον γιά κάποιο πράγμα. Εἶναι πνευματικά ὀλέθριο τό νά προβάλλει κάποιος τόν ἑαυτό του, νά αὐτοπροβάλεται. Κατ’ἀκρίβειαν, σύμφωνα μέ τήν ἁγιοπατερική διδασκαλία, δέν πρέπει νά δεχόμαστε οὔτε τούς ἐπαίνους τῶν ἄλλων γιά τούς ἑαυτούς μας, διότι εἶναι πολύ πιθανόν νά πέσουμε στήν διαβολική παγίδα τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀλαζονείας καί τῆς ἐπάρσεως, ἐνῶ πρέπει νά διακατεχόμαστε ἀπό τήν ἀρετή τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀναξιότητος καί τῆς ἀχρειότητος. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση, ἔχουμε χειροκροτήματα καί ἐπαίνους ἀπό τούς παπικούς πρός τόν Σεβ.                        κ. Ἰγνάτιο καί τό ἀκόμα χειρότερο ὁ ἴδιος ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος αὐτοπροβάλλεται ὡς «ὑπεύθυνος ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Τά ἀνωτέρω, ὅμως, μαρτυροῦν ἀκριβῶς τό ἀντίθετο˙ ἕναν ἀνεύθυνο ἐπίσκοπο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, δέν θά μποροῦσε ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος νά συμμετεῖχε στήν ἡμερίδα τῶν αἱρετικῶν παπικῶν, ἄν κι αὐτός δέν ἔπασχε ἀπό τήν ἴδια πνευματική νόσο, τόν ἑωσφορικό ἐγωισμό, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀποτελεῖ τήν κυριότερη αἰτία τῆς ἐμφανίσεως τῶν αἱρέσεων.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Α) Ἡ ἀντιεπιστημονικότητα τῆς εἰσηγήσεως
Ὁ κ. Ἰγνάτιος στήν εἰσήγησή του, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα ‘Θεσσαλία’ τοῦ Βόλου, στίς                  24-11-2013, στή σελ. 37, χρησιμοποιεῖ τήν στοχαστική, συλλογιστική μέθοδο, ὅπως ἄλλωστε ὁ ἴδιος παραδέχεται στήν ἀρχή τῆς εἰσηγήσεώς του, λέγοντας : «Ἀποτελεῖ, συνεπῶς, χρέος γιά κάθε Ὀρθόδοξο πιστό καί ἰδιαίτερα γιά ἕναν ὑπεύθυνο ἐπίσκοπο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νά στοχαστεῖ ἐπάνω στή σημασία σημασία τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ γεγονότος μέ τήν εὐκαιρία τῆς συμπληρώσεως μίας ὁλόκληρης πεντηκονταετίας ἀπό τήν πραγματοποίησή του».
Ἐπιτρέπεται, ὅμως, «ἕνας ὑπεύθυνος ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», νά χρησιμοποιεῖ αὐτή τή μέθοδο γιά τή συγγραφή ἑνός κειμένου, μιᾶς εἰσηγήσεως;
Ἕνας Ὀρθόδοξος, ὅταν γράφει ἕνα κείμενο, πρέπει νά χρησιμοποιεῖ τήν ἀποδεικτική μέθοδο δομῆς τοῦ κειμένου καί ὄχι τήν συλλογιστική. Τί σημαίνει ἀποδεικτική μέθοδος; Σημαίνει ὅτι ἡ μελέτη βασίζεται στίς γνῶμες καί τίς ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Πατέρων, τῶν ἁγίων ἐννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων, πού εἶναι θεόπνευστες καί θεανθρωποκεντρικές καί ὄχι ἀνθρωποκεντρικές, ἐνῶ ἡ συλλογιστική μέθοδος εἶναι βασισμένη στόν ἀνθρώπινο λογισμό καί τήν ἀπόφαση τοῦ ἑκάστοτε συγγραφέα, πού εἶναι ἐπισφαλής καί ἀβέβαιος γιά τήν ὀρθότητα τῶν ἀπόψεών του. Ἡ συλλογιστική μέθοδος ἐφαρμοζόταν καί ἐφαρμόζεται καί σήμερα ἀπό τούς φιλοσόφους, τούς πολιτικούς, τούς ἱστορικούς καί ἀπό τούς φιλοσοφοῦντες θεολόγους. Σύμφωνα, ὅμως, μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τίς ἡσυχαστικές συνόδους τῶν ἐτῶν 1341, 1347, 1351 μ.Χ., πού συνεκλήθησαν ἐναντίον τῶν λατινοφρόνων Βαρλαάμ Καλαβρού, Δημητρίου Κυδώνη, Νικηφόρου Γρήγορα καί Γεωργίου Λαπίθη, ἡ ὀρθόδοξη μέθοδος συγγραφῆς κειμένων τῆς θεολογίας εἶναι ἡ ἀποδεικτική μέθοδος καί ὄχι ἡ συλλογιστική. Διότι, ἡ ἀποδεικτική μέθοδος βασίζεται στήν θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐνῶ ἡ συλλογιστική μέθοδος βασίζεται μόνο στό ἀνθρώπινο, μή μεταμορφωμένο ἀπό τήν ἄκτιστη θεία ΧάρΙ, μυαλό καί διάνοια[19].
            Ἕνας Ὀρθόδοξος, ὅταν γράφει ἕνα κείμενο, ὠφείλει νά χρησιμοποιεῖ, ἐπίσης, καί τήν ἱστορικοθεολογική μέθοδο, ἀκολουθώντας κατά πόδας τούς ἁγίους Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες στήν ἔκθεση τῶν ἀπόψεών τους, πού εἶναι καί ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἄλλοτε ἐφαρμόζει τήν ἀκρίβεια καί ἄλλοτε τήν οἰκονομία στήν ποιμαντική διακονία της γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων διαχρονικά, ἀλλά ἰδιαίτερα γιά τήν σωτηρία τῶν αἱρετικῶν. Αὐτό τό πράττει κανείς, ἐπειδή ἀκόμη δέν τοῦ ἐπιτρέπεται νά θεολογήσει, λόγω τῶν παθῶν του, τῆς φιλαυτίας, τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς αὐτοπροβολῆς, πού, δυστυχῶς, βασανίζουν καί ταλαιπωροῦν ὅλη του τήν ζωή, πρακτική καί θεωρητική.
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας ὅτι ἡ εἰσήγηση τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου εἶναι παντελῶς ἀπαράδεκτη. Ἐπίσης, ἡ εἰσήγησή του χαρακτηρίζεται ὡς τελείως ἀντιεπιστημονική, διότι σ’αὐτή δέν ὑπάρχει οὔτε μία παραπομπή, οὔτε κάποια βιβλιογραφία, οὔτε καν μία ὀρθόδοξη θεολογική ἐπιχειρηματολογία! Εἶναι γυμνή ἀπό βιβλική καί πατερική θεολογία, ἐνῶ βρίθει παπικῆς, βατικάνειας «θεολογίας». Ἄν θά θέλαμε νά τήν χαρακτηρίσουμε, θά λέγαμε ὅτι ἡ εἰσήγησή του περιέχει ἀνακρίβειες, ἀοριστολογίες, γενικολογίες καί ἀγαπητισμούς.  
Β) Ἡ ἀντικανονική συμμετοχή τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου στήν παπική ἡμερίδα
Ἡ συμμετοχή τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου στήν παπική ἡμερίδα ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα καί ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Ὑπῆρξε σύγκληση τῆς Ι.Σ.Ι., ἡ ὁποία ἐξουσιοδότησε τόν κ. Ἰγνάτιο νά τήν ἐκπροσωπήσει στήν παπική ἡμερίδα; Θεωροῦμε ὅτι γιά ἕνα τέτοιο σοβαρό ζήτημα, πού ἅπτεται τῶν σχέσεων μέ τούς αἱρετικούς παπικούς, θά ἔπρεπε νά συγκληθεῖ ἡ Ι.Σ.Ι., ἡ ὁποία θά ἔπρεπε νά θέσει ὅρους καί προϋποθέσεις στόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο γιά τά λεγόμενά του, νά ἐρωτηθοῦν ἅπαντες οἱ Σεβ. Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἄν συμφωνοῦν, καί τότε νά ὑπάρξει συγκατάθεση, ἀπόφαση, εὐλογία. Ἡ παραπάνω διαδικασία εἶναι ὑποχρεωτική, διότι ἔτσι ἐπιτάσσει τό Συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς, ὅμως, γιά μία ἀκόμη φορᾶ ἀποδείχθηκε ὅτι τό Συνοδικό σύστημα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καταλύθηκε καί ἐπικρατοῦν παπικές τακτικές. Αὐτό, ἄλλωστε, δίδαξε καί ὁ ἕτερος μεταπατερικός, Οἰκ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος στίς 10/13-10-2012 ἔλαβε ἐνεργό μέρος στούς ἑορτασμούς τῶν πενήντα χρόνων ἀπό τήν σύγκληση τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου στή Ρώμη, ἀσπαζόμενος καί συμπροσευχόμενος μετά τοῦ πρώην ἐκλαμπροτάτου κ. Βενεδίκτου ΙΣΤ΄, ὁμιλοῦντος καί ἀναγνωρίζοντος τό «σπουδαῖο» ἔργο τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου, δηλ. τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν δαιμονική καί ἐπάρατη Οὐνία καί τόν διαθρησκειακό συγκρητισμό. Ἐφόσον, λοιπόν, δέν ὑπῆρξε συνοδική ἀπόφαση γιά τήν συμμετοχή τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου στήν παπική μερίδα, πῶς ὁ ἴδιος ἔχει τό θράσος νά μιλᾶ ἐκ μέρους τῆς Ἱεραρχίας καί νά διατείνεται (ὅπως διαθόθηκε ὅτι εἶπε κατά τή διάρκεια τῆς συζητήσεως) ὅτι οἱ ἀπόψεις οἱ δικές του (ὅτι ὁ παπισμός εἶναι δῆθεν «Ἐκκλησία» καί ὄχι αἵρεση) ταυτίζονται μέ τίς ἀπόψεις τῆς Σύνοδου, καί ὄχι οἱ ἀπόψεις τῶν δῆθεν «ἀκραίων, φανατικῶν καί ψυχοπαθῶν» Ἱεραρχῶν, πού σωστά καί ὀρθοδόξως ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ παπισμός εἶναι αἵρεση καί ὄχι ἐκκλησία; Μήπως ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος εἶναι ὑπεράνω καί ὑπέρκειται τῆς Συνόδου καί τῆς Ἐκκλησίας; Οἱ ἀπόψεις τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου εἶναι ἀπόψεις προσωπικές καί δέν ἐκφράζουν τό σύνολο τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Τέλος, ὅπως γνωρίζουμε, ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, κατά τήν ἐνεστώστα συνοδική περίοδο, ἔχει ὁρισθεῖ νά εἶναι ὁ πρόεδρος τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Πολιτιστικῆς Ταυτότητος. Τί σχέση ἔχει ἡ θέση αὐτή, στήν ὁποία τόν ὅρισε ἡ Σύνοδος, μέ θέματα, πού ἅπτονται τῶν σχέσεων μέ τούς αἱρετικούς, ἐφ’ὅσον δέν εἶναι ὁ καθ’ὕλην ἁρμόδιος, γιά τά ὁποία θέματα ἔχουν συσταθεῖ καί ἔχουν τόν λόγο οἱ σχετικές Συνοδικές Ἐπιτροπές α) ἐπί τῶν Διορθοδόξων καί τῶν Διαχριστιανικῶν Σχέσεων, β) ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί γ) ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν ζητημάτων;     
Γ) Ὁ ἀντιπαπικός Ἅγιος Νεκτάριος
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδοςδιάλεξε τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου (9 Νοεμβρίου) νὰ συμμετάσχει στήν ἡμερίδα τῶν ἐν Ἑλλάδι παπικῶν γιὰ τὴν ἀπήχηση τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου. 
Θεωροῦμε τὴν συμμετοχὴ πρόκληση γιὰ τὸν πιστὸ λαό. Διότι, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἀνήρεσε μέ τό βιβλίο του περὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὸ δόγμα τῆς Α´ Βατικανῆς Συνόδου (1870), σύμφωνα μέ τὸ ὁποῖο ὁ πάπας εἶναι ἀλάθητος, τό ὁποῖο ἐνίσχυσε πολύ περισσότερο ἡ Β΄ Βατικανή. Μέ τό δόγμα αὐτό, τὸ ὁποῖο διατηρεῖται ἀναλλοίωτο μέχρι σήμερα, καταρρίπτεται ἡ ἀξία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διότι δὲν χρειάζεται νὰ συγκαλεῖται Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων ὅλης τῆς Οἰκουμένης, ὅταν ἕνας μόνο ἄνθρωπος μπορεί νὰ λύει ἀλαθήτως τὰ προκύπτοντα ἑκάστοτε ζητήματα.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἀναιρεῖ τὸ δόγμα περὶ ἀλαθήτου τοῦ πάπα. Διότι αὐτό : «Καταργεῖ τὰς Συνόδους, ἀφαιρεῖ ἀπ᾽ αὐτῶν τὴν σημασίαν, τὴν σπουδαιότητα καὶ τὸ κῦρος, καὶ κηρύττει αὐτὰς ἀναρμοδίους, διασαλεύων τὴν πρὸς αὐτὰς πεποίθησιν τῶν πιστῶν».Καταδεικνύει ὅτι τὸ δόγμα περὶ ἀλαθήτου κλονίζει ἐκ βάθρων τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία καθιστᾶ «ἄναυδον σῶμα». «Τῷ ὄντι», λέει, «ἀπὸ καρδίας θλιβόμεθα διὰ τὴν γενομένην ἀδικίαν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἐκ τῶν μυχίων αὐτῆς εὐχόμεθα νὰ φωτίση τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν τοῦ Μακαριωτάτου Ποντίφηκος τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπως ἀποδώσῃ οὗτος τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικικῇ καὶ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὅ,τι παρ᾽ αὐτῆς ἀφήρεσεν, ὡς μὴ ὤφειλεν».
Τὸ δόγμα περὶ ἀλαθήτου, τὸ ὁποῖο καταργεῖ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, διατηρεῖται ἀπὸ τό Βατικανό ἕως σήμερα. Αὐτό, βέβαια, δὲν ἐμπόδισε τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος νὰ συμμετάσχει στὴν ἡμερίδα τῶν ἐν Ἑλλάδι Παπικῶν γιὰ τὴν ἀπήχηση τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου (1965)[20].
Σχετικά μέ τά κακά, πού ἔχει προξενήσει ὁ παπισμός στό Ἑλληνικό ἔθνος, θά ἀφήσουμε τόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν Νεκτάριο Ἐπίσκοπο Πενταπόλεως νά μᾶς μιλήσει. Ὁ Ἅγιος, λοιπόν, στό δίτομο ἔργο του «Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος», στό ὁποῖο ἐκφράζεται πολύ σκληρά, ἀρνητικά καί αὐστηρά γιά τόν πάπα καί τόν παπισμό, λέει : «Τί πρός ταῦτα νά εἴπη τις; Νά κλαύση ἤ νά μυκτηρίσει τάς τοιαύτας τῶν παπῶν ἀξιώσεις; Φρονῶ ὅτι δέον νά κλαύση, διότι πολλά τό Ἑλληνικόν Ἔθνος ἔχυσε δάκρυα διά τούς τοιούτους πάπας, οἵτινες ἐγένοντο οἱ κακοί δαίμονες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους»[21]. Καί ἀλλοῦ : «Τό κατά τῶν Ἑλλήνων μῖσος τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας, τό ἐμπνευσθέν καθ’ὅλην τήν Δύσιν, κατέστησε τούς ἀμαθεῖς λαούς τῆς Δύσεως φανατικούς ἐχθρούς τῶν Ἑλλήνων, οὕς ἐθεώρουν ὡς ἐχθίστους αἱρετικούς… Οἱ Σταυροφόροι, ὄχλος ἀμαθής καί φανατικός, ἔτρεφον ἴσον μῖσος πρός τούς Ἕλληνας ὅσον καί πρός τούς Ὀθωμανούς. Ἡ ἄλωσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τῶν Σταυροφόρων, τῶν ἀγρίων τῆς Δύσεως Βανδάλων, ἐπέθηκε τήν σφραγίδα ἐπί τό σχίσμα»[22]. Καί τέλος, «οἱ πάπαι καί ἁμαρτάνουσι καί κολάζονται καί θά κολάζονται μέχρι τῆς Δευτέρας παρουσίας˙ ἴσως καί αἰωνίως διά τά πρός τήν Ἑλληνικήν Ἐκκλησίαν κακά καί τάς ψευδοενώσεις καί τάς ἀσεβεῖς καί ἀντιχριστιανικάς διατάξεις»[23]
Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ
Α) Ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση καί ὄχι «Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία»
Σέ ὅλη τήν εἰσήγησή του ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ξεκάθαρα ὀνομάζει καί «βαπτίζει» τήν παπική παρασυναγωγή ὡς «Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία» μέ Χάρι καί μυστηριακή ζωή καί ὄχι αἵρεση. Ἐρωτηθεῖς ἐπί τούτου ἀπάντησε ἀνερυθριάστως καί ἐπί λέξει ὅτι : «ὄντως φιλοξενήσαμε (πρόσφατα) ἕνα συνέδριο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν Αἱρέσεων στήν πόλη τοῦ Βόλου καί στό συνεδριακό μας Κέντρο, φιλοξενούμενοι τῆς Μητροπόλεώς μας. Ὅμως, αὐτή ἡ Ἐπιτροπή ἀσχολεῖται μέ τίς ἀναγνωρισμένες ἀπό τήν Ἐκκλησία αἱρέσεις καί δέν συμπεριλαμβάνονται σέ αὐτές οἱ Καθολικοί ἀδελφοί μας, οὔτε ἡ Καθολική Ἐκκλησία».
Εὐλόγως μᾶς δημιουργεῖται ἡ έξῆς ἀπορία : Κατά τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο, πόσες Ἐκκλησίες ὑπάρχουν; Μία ἤ πολλές; Ὁ Χριστός ἵδρυσε Μία ἤ πολλές ἐκκλησίες; Ὁ Χριστός δέν ἵδρυσε μόνο τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ὅπως ὁμολογοῦμε ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νικαίας-Κων/λεως; Ἀφοῦ, λοιπόν, συμφώνα μέ τά λεχθέντα τοῦ κ. Ἰγνατίου οἱ παπικοί εἶναι κι αὐτοί Ἐκκλησία, τότε ὑπάρχουν καί πολλοί Κύριοι, πολλές πίστεις, πολλά βαπτίσματα. Ὅμως, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, τό στόμα τοῦ Χριστοῦ, λέει ὅτι ὑπάρχει «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»[24].Στόν ὀρθόδοξο χῶρο κάνουμε λόγο γιά Ὀρθοδοξία (ὀρθή δόξα περί Θεοῦ) καί γιά αἵρεση, πλάνη (πλανεμένη, ἐσφαλμένη, διαστρεβλωμένη δόξα περί Θεοῦ). Ἀπό πότε, ὅμως, οἱ αἱρέσεις καί οἱ αἱρετικοί ἀποτελοῦν ἐκκλησίες; 
ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐλέγχει τά λεχθέντα τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου, καί ἑρμηνεύοντας τό ψαλμικό χωρίο «ἵνα τί ὑπολαμβάνετε ὄρη τετυρωμένα»;[25], σημειώνει ὅτι ὁ θεῖος Δαβίδ λέει αὐτόν τό λόγο πρός τούς ἐχθρούς της Ἐκκλησίας, ρωτῶντας τους : Γιατί ἐσεῖς νομίζετε πώς ὑπάρχουν ἄλλα ὄρη στερεά καί ἄσειστα, ἔξω ἀπό τήν Μία Ἐκκλησία τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν; Δηλαδή, γιατί νομίζετε πώς οἱ ἄλλες συναγωγές καί τά συστήματα τῶν ἀσεβῶν καί κακοδόξων εἶναι ὄρη στερεά καί ἀκίνητα, ἐνῶ δέν εἶναι; Παραθέτει, ἐπίσης, καί τή μαρτυρία τοῦ μεγάλου ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος λέει : «ἐπιτιμᾷ οὖν τοῖς τάς τῶν αἱρετικῶν Ἐκκλησίας ὑπολαμβάνουσιν εἶναι τετυρωμένας, ἤγουν συνεστηκυίας καί στερεάς˙ οὐδέν γάρ ἐν αὐταῖς τό δυνάμενον τρέφειν εἰς ἕξιν πνευματικήν»[26].
Ἀναγνωρίζει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος τόν παπισμό ὡς «Ἐκκλησία». Εἶναι, ὅμως, «ἐκκλησία» ἤ αἵρεση; Πλῆθος Ὀρθοδόξων Συνόδων ἔχουν καταδικάσει τόν παπισμό ὡς αἵρεση. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά ὁρισμένες : Τήν Σύνοδο τοῦ 879-880 στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπί τοῦ Πανσέπτου καί Ἁγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατρός καί Ἰσαποστόλου Μεγάλου Φωτίου. Ἡ Σύνοδος αὐτή, πού στή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας θεωρεῖται ὡς ἡ Η΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐπειδή σέ αὐτή συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης Ἰωάννου τοῦ Η΄ καί οἱ ἀποφάσεις της ἔγιναν ὁμόφωνα ἀποδεκτές, καταδίκασε ὡς αἱρετική τή διδασκαλία τοῦ Filioque. Ἡ διδασκαλία αὐτή ἐπεκράτησε δυστυχῶς ὡς ἐπίσημη διδασκαλία τοῦ παπισμοῦ, ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 11ουαἰῶνος (1014) μέχρι σήμερα. Ἡ καταδίκη αὐτή ἰσχύει κατ’ ἐπέκτασιν καί γιά τήν αἵρεση τῶν Προτεσταντῶν, ἐπειδή καί αὐτοί ἀποδέχονται τήν αἱρετική αὐτή διδασκαλία. Ὁ παπισμός, ἀποδεχόμενος ἐκ τῶν ὑστέρων, μετά ἀπό ἕνα αἰῶνα καί πλέον, μία αἱρετική διδασκαλία, πού εἶχε ἤδη καταδικάσει μαζί μέ τά ἄλλα Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, αὐτοαναιρεῖται καί αὐτοκαταδικάζεται ὡς αἵρεση. Πέραν τούτου, ὅλες οἱ ἑπόμενες Ὀρθόδοξοι Σύνοδοι, ὅπως οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδοι τοῦ 1170, 1341, 1450, 1722, 1838, 1895, ἀπεριφράστως καταδικάζουν τόν παπισμό ὡς αἵρεση[27]. Ἐπίσης, ἐκτός ἀπό τόν Μέγα Φώτιο, ὅλοι οἱ μετά τό σχίσμα τοῦ 1054 ἅγιοι, ὅπως ὁ ἅγιος Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς κ.ἄ.[28], ὁμοφώνως καταδικάζουν τόν παπισμό ὡς αἵρεση. Ὁ Παπισμός δέν εἶναι «Ἐκκλησία», ἀλλά κράτος, τό Βατικανό. Οὔτε εἶναι «Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία». Δέν εἶναι οὔτε Ρωμαίϊκη, οὔτε Καθολική, οὔτε Ἐκκλησία. Δέν ἔχει σχέση μέ τήν Ρωμηοσύνη, οὔτε μέ τή Ρωμανία. Δέν εἶναι Καθολική, ἀφοῦ χωρίσθηκε μόνη της ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό 1054 μ.Χ. Δέν εἶναι Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἔγινε κράτος, ὑποκύπτοντας στόν τρίτο πειρασμό τοῦ Χριστοῦ. Δέχθηκε ὁ Παπισμός τήν πρόταση τοῦ διαβόλου νά τόν προσκυνήσει καί νά τόν κάνει κοσμικό παντοκράτορα τῆς γῆς. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε ἡ ὀρθή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε Ρωμηοί, σέ μᾶς ἀνήκει ἡ Ρωμανία, ἡ Ρωμηοσύνη. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, ΚΑΘΟΛΙΚΗ καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ἀληθής Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία.
Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος θέλει νά παρουσιάζεται ὡς «ὑπεύθυνος Ἐπίσκοπος τῆς Ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας»νά διαλέγεται μέ τόν ἀμετανόητο παπισμό, ὅταν αὐτός δέν ἔχει ἀποκηρύξει τίς πάμπολλες αἱρέσεις του καί δέν ἔχει δείξει ἴχνος μετανοίας; Ἤ μήπως δέν εἶναι φοβερές καί τρομερές αἱρέσεις : α) ἡ κρατική ὑπόσταση καί δομή τοῦ Βατικανοῦ μέ ὑπουργεῖα καί ὑπουργούς καί τράπεζες,               β) τό Filioque (ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ), γ) ἡ κτιστή Θεία Χάρις, δ) τό πρωτεῖο ἐξουσίας, ε) ἡ κατοχή τόσο τῆς κοσμικῆς ὅσο καί τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας ἀπό τόν Πάπα, στ) τό ἀλάθητο, ζ) οἱ θεωρίες περί ἐσχάτου κριτοῦ τῆς Ἐκκλησίας, περί αὐθεντίας, περί μοναρχικοῦ ἀξιώματος, ἐκκλήτου καί ἀναμαρτησίας, περί ἄκρου Ἀρχιερέως τοῦ Πάπα, η) τό διά ραντισμοῦ «βάπτισμα» καί ὁ διαχωρισμός του ἀπό τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος, θ) τά ἄζυμα (ὄστια), ι) ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ μέ τά ἰδρυτικά λόγια καί ὄχι μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ θεωρία τῆς μετουσιώσεως, ια) ἡ στέρηση τῆς κοινωνίας τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ στούς λαϊκούς καί ἡ παροχή σέ αὐτούς μόνο τοῦ Σώματος, ιβ) ἡ στέρηση τῆς Θείας Κοινωνίας ἀπό τά νήπια, ιγ) ἡ Μαριολατρεία, ιδ) ἡ ἄσπιλος σύλληψη καί ἡ ἐνσώματη ἀνάληψη τῆς Θεοτόκου, ιε) τό καθαρτήριο πῦρ, ιστ) τά λυσίποινα, ιζ) ἡ περίσσεια ἀξιομισθία τοῦ Χριστοῦ, ιη) ἡ περίσσεια τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων, ιθ) ἡ ἀξιομισθία τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου, κ) τά ἀγάλματα καί γενικά ἡ θρησκευτική ζωγραφική ἀντί τῆς Ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας, κα) ἡ ὑποχρεωτική ἀγαμία τοῦ κλήρου, κβ) ἡ ἀναγνώριση σφαγέων (βλ. Στέπινατς) ὡς «ἁγίων», κγ) ἡ θεωρία περί προσβολῆς καί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί γενικά τό δικανικό πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο κυριαρχεῖται ὁ παπισμός, κδ) ἡ ἀπόρριψη τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί ἡ ἐκμετάλλευσή της ὡς ὀργάνου τῆς παπικῆς διδακτικῆς ἐξουσίας (ὁ πάπας εἶναι ἡ Παράδοση), κε) ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἀλάθητος Πάπας εἶναι ὁ μοναδικός φύλακας, κριτής καί ἑρμηνευτής τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, κστ) ἡ θεώρηση τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης ὡς ὑπερφυσικοῦ δώρου τῆς Θείας Χάριτος, πού προστέθηκε ‘κατά συμβεβηκός’ στό ‘κατ’εἰκόνα’, τό ὁποῖο νοεῖται μέσα σέ πλαίσια αὐτάρκειας καί στατικότητας, κζ) ἡ ἀπώλεια τῆς ἀρχέγονης δικαιοσύνης καί ἡ διατήρηση ἀλωβήτου καί σώου τοῦ κατ’εἰκόνα, κη) ἡ «πάσχουσα ἐκκλησία», ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπό τούς πιστούς, πού βρίσκονται στό καθαρτήριο πῦρ, κθ) ἡ ἀπόρριψη τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, λ) τό συγκεντρωτικό καί ἀπολυταρχικό διοικητικό σύστημα μέ ἀπόλυτο μονάρχη τόν Πάπα, πού εἰσήγαγε τόν παποκαισαρισμό, λα) τά μοναχικά τάγματα καί ὁ ὀργανωτικός-κοινωνικός χαρακτήρας τοῦ μοναχισμοῦ, λβ) ὁ ἀπρόσωπος καί δικανικός χαρακτήρας τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, λγ) ἡ ἐπάρατη Οὐνία, δούρειος ἵππος τοῦ Παπισμοῦ;
Εἶναι φανερό ὅτι μέ τήν ἐσφαλμένη θεώρηση τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου τοῦ παπισμοῦ ὡς δῆθεν «ἐκκλησίας», ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος καθίσταται τρομερά ὑπεύθυνος ἔναντί του Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῶν ἰδίων τῶν παπικῶν, διότι δέν τούς λέγει τήν ἀλήθεια, ἀλλά τούς φενακίζει, τούς ἐξαπατᾶ καί τούς κοροϊδεύει, ψευδόμενος, δέν τούς ὁδηγεῖ πρός τήν μετάνοια καί τήν ἀποκήρυξη τῶν ποικίλων αἱρέσεων καί πλανῶν τους, μέ σκοπό τήν ἐπιστροφή τους στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ἐπιθυμεῖ τήν σωτηρία τους, ἀλλά ἐπικίνδυνα τούς «καθησυχάζει» καί βεβαίως καταργεῖ τήν Ὀρθόδοξη ἱεραποστολή.





[1] http://agiooros.org/viewtopic.php?t=4901,http://voiotosp.blogspot.gr/2010/10/blog-post_2958.html http://www.impantokratoros.gr/dat/storage/dat/35E50502/ioannhs_markas.pdf
[2]http://www.orthodoxnet.gr/modules.php?op=modload&name=News&file=article&sid=1
[3]http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2012_08_27_archive.html, http://www.impantokratoros.gr/dat/storage/dat/35E50502/ioannhs_markas.pdf
[4]ΟΜΑΔΑ ΝΕΩΝ Ι.Μ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ, «Ἀνοιχτή ἐπιστολή πρός τόν Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο», Βόλος 19-10-2010, Θεοδρομία ΙΒ4 (Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 509,   http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=3508
[5] http://apotixisi.blogspot.gr/2013/08/o_5881.html
[6] ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τ. 2/2010, σσ. 317-324, ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΛΥΦΑΔΑΣ κ. ΠΑΥΛΟΣ, « Ὑπόμνημα. «Συναφειακές», «Μεταπατερικές» καί ἄλλες θεολογικές ἀναζητήσεις σέ συνέδριο τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου», Θεοδρομία ΙΒ4(Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 495-502.
[7] Διεθνές Συνέδριο Cluj-Napoca γιά τή συναφειακή θεολογία, Ρουμανία 23-26 Μαΐου 2013, http://paterikiparadosi.blogspot.gr/23052013, http://www.amen.gr/article14045.
[8] Ἱ. Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Πατερική Θεολογία καί μεταπατερική αἵρεση, Πρακτικά θεολογικῆς ἡμερίδος, Πειραιεύς 2012.
[10]«Ἀνακοίνωση Ἰσραηλιτικῆς Κοινότητος Βόλου ὑπέρ τοῦ Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος», ἐφημ. Θεσσαλία (12-1-2011) 37.
[11]21-10-2013, «Συγγνώμη πού εἴμαστε Ὀρθόδοξοι», 10η Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν τῆς Κορέας (30-10/8-11-2013), Ὁ ρόλος τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τοῦ Βόλου στόν ἀναβαθμισμένο «οἰκουμενιστικό ἐπανευαγγελισμό» τῶν Ὀρθοδόξων, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2453. Ἡ συμμετοχή τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν στή 10η Γ. Σ. τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν στό Μπουσάν τῆς Κορέας, http://www.amen.gr/?op=article&id=15979
[12] ᾿Εννοοῦμε βέβαια τὴν ἀσεβῆ βεβήλωση τοῦ ῾Ιεροῦ Ναοῦ τῆς γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Παμμεγίστων Ταξιαρχών στίς Μηλιές Πηλίου ἀπό τούς φιλοξενουμένους τοῦ κ. Ἰγνατίου ἀγγλικανούς «κληρικούς», οἱ ὁποίοι προσκλήθηκαν ἀπό τόν ἴδιο γιά νὰ παρακολουθήσουν τὴ Θεία Λειτουργία ἐντὸς τοῦ χώρου τοῦ κυρίως Ναοῦ. Γεγονός, ποὺ περιόρισε τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ συμπιεσθοῦν στὸν Νάρθηκα, ἐλεγχόμενοι τὴν ἴδια στιγμὴ ὡς πρὸς τὶς κινήσεις τους, ἀπὸ μοναχὲς τῆς Μονῆς!
http://www.synodinresistance.org/Theology_el/3a2046MetropolisDemetriados.pdf
[13] Ἐννοοῦμε τὴν πρόσκληση τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Επισκοπῆς του κ. Ἰγνατίου νὰ προσέλθει τὴ Δευτέρα 7 Μαΐου 2007 στὸ Πνευματικὸ Κέντρο τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως, στὸ ὁποῖο θὰ ὁμιλοῦσε ὁ Αἰδεσιμ. Μελέτιος Μελετιάδης μὲ θέμα : «Διεκκλησιαστικὴ συνεργασία στὴ βάση τοῦ ἀνθρώπου»!῾Η πρόσκληση αὐτὴ ἦταν παραπλανητική, δεδομένου ὅτι ὁ ὁμιλητὴς εἶναι προτεστάντης τῆς Ἑλληνικῆς Εῦαγγελικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἑτεροδοξία (ἤ κακοδοξία) του καλύπτεται ἀπὸ τὴν προσωνυμία τοῦ Αἰδεσιμωτάτου, γιὰ νὰ παραπλανηθοῦν οἱ ὀρθόδοξοι πιστοὶ καὶ νὰ νομίσουν ὅτι ὁ ὁμιλητὴς εἶναι ὀρθόδοξος κληρικός.᾿Εκτὸς ἄν πράγματι ὁ Σεβ. κ. ᾿Ιγνάτιος ἀναγνωρίζει ἱεροσύνη στοὺς προτεστάντες πάστορες! http://www.synodinresistance.org/Theology_el/3a2046MetropolisDemetriados.pdf
[14]Περιοδικό ‘Πληροφόρηση’ Δεκέμβριος 2011, Μηνιαία ἔκδοση Ἱ. Μ. Δημητριάδος
[15] ΟΜΑΔΑ ΝΕΩΝ Ι.Μ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ, «Ἀνοιχτή ἐπιστολή πρός τόν Σεβ. Μητρ. Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιο», Βόλος 19-10-2010, Θεοδρομία ΙΒ4(Ὀκτώβριος-Δεκέμβριος 2010) 507, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1455, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=1757
[16] Διοχετεύθηκε ἡ πληροφορία ὅτι ὁ Σεβ. κ. Ἱγνάτιος ἐπιτρέπει γυναῖκες νά κηρύττουν ἐπ’ἄμβωνος ἐν ὥρα Θ. Λειτουργίας, παρουσία καί τοῦ ὑπευθύνου τῆς ΑΘΣ κ. Παντελῆ Καλαϊτζίδη.
[17]http://www.youtube.com/watch?v=Vna8vFKPt8k&list=FLz-cJWuVI4_Q4cT0gmVQLgg&index=46
[18] http://www.e-volos.gr/el/synenteykseis/skandalo_megatonon_kataggelei_o_biomixanos_konnos_loulis_kata_tou_mitropoliti_ignatiou_hxitiko.html
[19]Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Δογματική καί συμβολική θεολογία Α΄, Εἰσαγωγή στή θεολογική γνωσιολογία, κεφ. Β4, Ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη 2002, σσ. 137-180.
[20] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΕΡΒΟΣ, «Ἄς θυμηθεῖ τόν ἅγιον Νεκτάριον καί νά μή συμμετάσχη εἰς τήν παπικήν ἡμερίδα»,Ὀρθόδοξος Τύπος(8-11-2013),  http://aktines.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9075.html.
[21]ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτιῶν τοῦ σχίσματος, τ. Α΄, σ. 298.
[22] Ὁ.π., τ. Β΄, σ. 96.
[23] Ὅ.π., σ. 103.
[24] Ἐφ. 4, 4-5.
[25]Ψαλμ. 67, 17.
[26]ΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΖΙΓΑΒΗΝΟΣ - ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ΄ ψαλμούς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 180.
[27]ΠΡΕΣΒ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ἡ συμπροσευχή μέ αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας τήν κανονική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2009, σσ. 40-42.
[28] Ὅ.π., σσ. 33-36.

Η εισήγηση του Δημητριάδος κ. Ιγνατίου στην παπική ημερίδα


Εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου στην ημερίδα για τη Β' Σύνοδο του Βατικανού
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013 - Λεόντειο Λύκειο Πατησίων

Η Β' Σύνοδος του Βατικανού αποτελεί μεγάλο ιστορικό γεγονός όχι μόνο για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και για ολόκληρο το Χριστιανικό κόσμο. Ιδιαίτερα για την Ορθόδοξη Εκκλησία το γεγονός αυτό ενέχει εξαιρετική σημασία, η οποία εξακολουθεί ακόμη να υφίσταται, και θα συνεχιστεί ακόμα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αποτελεί, συνεπώς, χρέος για κάθε Ορθόδοξο πιστό και ιδιαίτερα για έναν υπεύθυνο επίσκοπο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, να στοχαστεί επάνω στη σημασία του ιστορικού αυτού γεγονότος με την ευκαιρία της συμπληρώσεως μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας από την πραγματοποίησή του. Ποιες αλλαγές επέφερε το γεγονός αυτό στη ζωή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και πώς επηρεάζουν οι αλλαγές αυτές τις σχέσεις Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων; Πού βαδίζουν οι σχέσεις αυτές μετά την παρέλευση 50 ολόκληρων χρόνων, και τι μπορούμε να ελπίζουμε για το μέλλον των σχέσεων των δύο μεγάλων παραδόσεων του Χριστιανισμού με βάση τις αρχές που έθεσε η Β' Σύνοδος του Βατικανού;
Στα ερωτήματα αυτά θα ήθελα να επικεντρώσω την παρέμβασή μου, στη σημερινή συνάντηση.

1.       Οι αλλαγές στη στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας απέναντι στις άλλες Εκκλησίες και ομολογίες

Είναι γνωστό ότι πριν από τη σύγκληση της Β' Βατικανικής Συνόδου το Βατικανό απέρριψε κατηγορηματικά κάθε συμμετοχή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Οικουμενική Κίνηση.  Η Κίνηση αυτή είχε αρχίσει να εκδηλώνεται στις αρχές του 20ου αιώνα και σ' αυτήν συμμετείχε από την αρχή, και μάλιστα με ρόλο πρωταγωνιστικό, και η Ορθόδοξη Εκκλησία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήδη το 1902 με εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ' απευθύνθηκε προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες με την προτροπή να αναπτύξουν σχέσεις αδελφικές με τις μη Ορθόδοξες Εκκλησίες και ομολογίες, το δε 1920 με τη γνωστή Συνοδική Εγκύκλιο απηύθυνε πρόσκληση προς όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες να συγκροτήσουν «Κοινωνίαν» στα πρότυπα της «Κοινωνίας των Εθνών» της εποχής εκείνης. Αυτό αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Άμστερνταμ το 1947, στο οποίο μετείχαν όλες οι εκτός του λεγόμενου «Σιδηρού Παραπετάσματος» (κομμουνιστικών κρατών) Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Την Κίνηση αυτή την αντιμετώπισε αρνητικά το Βατικανό και δεν θέλησε να συμμετάσχει σ' αυτήν με κανένα τρόπο. Ιδιαίτερα ως προς την Ορθοδοξία, συνεχίστηκε η στάση του παρελθόντος, να καλείται, δηλαδή, από τον Πάπα να «επανέλθει» στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από την οποία είχε «αποσχισθεί». Χαρακτηριστικό της στάσεως του Βατικανού προς τους Ορθοδόξους ήταν το γεγονός ότι, όταν εκλήθη ο Πάπας Πίος ο 12ος να στείλει αντιπροσωπεία στους επίσημους εορτασμούς του Αποστόλου Παύλου, που διοργάνωσε η Εκκλησία της Ελλάδος το 1952 με συμμετοχή των Ορθόδοξων Εκκλησιών και των Προτεσταντικών ομολογιών, το Βατικανό απήντησε αρνητικά με επιστολή προς τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα, που την υπέγραφε ως Γραμματεύς του (οποία ιστορική ειρωνεία!), ο μετέπειτα Πάπας Παύλος Στ'!
Η στάση αυτή άλλαξε άρδην με τον αοίδιμο Πάπα Ιωάννη 23ο και τη Β' Σύνοδο του Βατικανού που συνεκάλεσε. Έκτοτε και με ταχύτατους ρυθμούς αναπτύσσονται στενές σχέσεις με τους Ορθοδόξους, αρχικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με πρωτοστάτες από πλευράς Πατριαρχείου τον αοίδιμο  Πατριάρχη Αθηναγόρα και από μέρους του Βατικανού τον Πάπα Παύλο Στ', ο οποίος συναντάται με τον Πατριάρχη Αθηναγόρα στα Ιεροσόλυμα το 1964 και καθιερώνεται τακτική ανταλλαγή επισκέψεων επισήμων αντιπροσωπειών των δύο Εκκλησιών κατά τις ετήσιες θρονικές εορτές τους και σε άλλες ευκαιρίες. Το κλίμα αλλάζει ριζικά, και οι Ορθόδοξοι, αντί να αποκαλούνται από τη Ρώμη «σχισματικοί», ονομάζονται «Αδελφαί Εκκλησίαι» και καθιερώνεται από το 1980 επίσημος θεολογικός διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο οποίος και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τη συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μετέχει έκτοτε στην Οικουμενική κίνηση και, παρά το ότι δεν αποτελεί μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, συνδέεται μαζί του και βρίσκεται σε διάλογο με όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες και ομολογίες, προωθώντας την χριστιανική ενότητα με την φροντίδα του «Ποντιφηκού Συμβουλίου για την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών».
Όλη αυτή η ιστορική αλλαγή της στάσεως της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επισημοποιήθηκε με αποφάσεις της Β' Βατικανής Συνόδου, ιδιαίτερα με το περί Οικουμενισμού Διατάγματός του που φέρει τον τίτλο Unitatis Redindegratio και το οποίο θέτει τις βάσεις και για τις σχέσεις Ρωμαιοκαθολικισμού και Ορθοδοξίας. Στο ιστορικό αυτό κείμενο θα επανέλθουμε σε λίγο, αφού πρώτα επισημάνουμε την ευρύτερη σημασία των αλλαγών που επέφερε η  Σύνοδος αυτή για το Χριστιανισμό γενικότερα.
Είναι γνωστό ότι η δεύτερη χιλιετία της ιστορίας της Εκκλησίας περιέχει μελανές σελίδες, για τις οποίες πρέπει να λυπούμεθα. Ενώ στην πρώτη χιλιετία, παρά τις διαφορές και διενέξεις που εκδηλώθηκαν κατά καιρούς, η Ανατολή και η Δύση διατήρησαν την ενότητά τους, μετά το μεγάλο Σχίσμα μεταξύ της Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως το 1054μ.Χ. οι δύο μεγάλες αυτές παραδόσεις, τις οποίες ο αείμνηστος Ορθόδοξος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόβσκι αποκαλεί «σιαμαίες αδελφές», αποξενώθηκαν η μία από την άλλη, ακολούθησαν ανεξάρτητους δρόμους και , το χειρότερο, ανέπτυξαν εχθρότητα και πολεμική στάση μεταξύ τους. Έτσι εψύγη η αγάπη που πρέπει να συνδέει όσους πιστεύουν στον Διδάσκαλο της αγάπης, εμποδίζοντας και τον υπόλοιπο κόσμο να πιστέψει στο Ευαγγέλιο. Πρόκειται, πράγματι, για μια τραγική περίοδο της ζωής της Εκκλησίας του Χριστού.
Το πρώτο, λοιπόν, και ίσως το πιο σημαντικό πράγμα που προσέφερε η Β' Σύνοδος του Βατικανού είναι η επαναφορά της αγάπης, μεταξύ των χριστιανών. Όσο βαθιές και αν είναι οι διαφορές μεταξύ των χριστιανών στα θέματα της πίστεως, δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπο η εχθρότητα μεταξύ τους. Πρέπει, κατά τον Απόστολο Παύλο, να «αληθεύουν εν αγάπη», διότι χωρίς αγάπη η πίστη είναι κενή περιεχομένου, όπως διακηρύττει ο ίδιος Απόστολος στο 13ο κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολής του. Στην πράξη αυτό εσήμανε ότι θα έπρεπε να δοθεί τέλος σε κάθε πράξη προσηλυτισμού μεταξύ των Χριστιανών και να πυκνώνουν οι επαφές μεταξύ τους με προσφορά βοήθειας του ενός προς τον άλλο στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής τους. Αυτό σε μεγάλο βαθμό έχει γίνει πράξη και μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, την οποία δεν μπορούν να επισκιάσουν μεμονωμένα παραδείγματα περί του αντιθέτου.  Χρειάζεται, πάντως, εγρήγορση για να μην επανέλθουμε στην πολεμική ατμόσφαιρα της προ της Β' Βατικανής Συνόδου εποχής.

2.       Αλλαγές στην Εκκλησιολογία

Η Β' Βατικανή Σύνοδος δεν εισήγαγε απλώς το πνεύμα της αγάπης μεταξύ του χριστιανού, αλλά άνοιξε και τους εκκλησιολογικούς ορίζοντες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με θεολογικές ιδέες που βοηθούν και διευκολύνουν την προσέγγισή της με όσους βρίσκονται εκτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει πλείστα σημεία τέτοιου ανοίγματος των εκκλησιολογικών οριζόντων, αλλά, ας μου επιτραπεί να περιοριστώ στα εξής:
1.         Με την περί Εκκλησίας Διάταξη Lumen gentium, η Β' Σύνοδος του Βατικανού εισήγαγε στην εκκλησιολογία την ιδέα του λαού του Θεού. Σύμφωνα με την ιδέα αυτή , η Εκκλησία δεν ορίζεται  από το ιερατείο, ούτε καν από τον επίσκοπο Ρώμης ως άτομο, αλλά από ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας, δηλαδή από τους βαπτισμένους στο όνομα της Αγίας Τριάδος πιστούς. Η ιδέα αυτή είχε δύο βασικές συνέπειες. Πρώτον, εξαίρει τη σπουδαιότητα των λαϊκών στο σώμα της Εκκλησίας, και δεύτερον επιτρέπει στους μη Ρωμαιοκαθολικούς να βρίσκονται σε κάποια εκκλησιολογική σχέση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Έτσι, το Διάταγμα αυτό αναγνωρίζει κάποια σχέση ατελούς εκκλησιαστικότητας με τους εκτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς και την ύπαρξη σ' αυτούς δωρεών του Αγίου Πνεύματος με διάφορες μορφές. Το θέμα της σχέσεως της Εκκλησίας με τις άλλες θρησκείες αντιμετωπίζεται σε άλλα κείμενα της Συνόδου, αλλά και αυτό διέπεται από το πνεύμα ειρηνικής προσεγγίσεως και διαλόγου, μακριά από διάθεση συγκρούσεως και πολεμικής.

2.         Στο περί Οικουμενισμού Διάταγμα η Σύνοδος προβαίνει σε μια διάκριση, ιδιαίτερα σημαντική για τους Ορθοδόξους. Πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ «εκκλησιαστικών κοινοτήτων» και «εκκλησιών». Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι διάφορες Προτεσταντικές ομολογίες, ενώ η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζεται ως «Εκκλησία» με πλήρη εκκλησιολογική έννοια. Έτσι διατυπώνεται σαφώς η θέση ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία παρέχονται όλα τα μέσα της σωτηρίας με τη Θεία Ευχαριστία και τα λοιπά Μυστήρια, τα οποία θεωρούνται έγκυρα και σωστικά. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες κατέχουν πλήρως την Αποστολική διαδοχή, η οποία εκφράζεται στην Ιερωσύνη και τη Θεία Ευχαριστία, και για τον λόγο αυτό η μυστηριακή κοινωνία με τους Ορθοδόξους, με την άδεια των κατά τόπους εκκλησιαστικών αρχών, όχι μόνο είναι δυνατή, αλλά και «συνιστάται». Είναι ενδιαφέρον ότι το Διάταγμα αυτό πουθενά δεν αναφέρει την ανάγκη κοινωνίας των Ορθοδόξων με τον επίσκοπο Ρώμης ως sine qua non conditio της εκκλησιαστικότητάς των. Η διαίρεση των Ορθοδόξων από τους Ρωμαιοκαθολικούς αποδίδεται στο Διάταγμα αυτό σε «εξωτερικά κίνητρα» και στην έλλειψη αμοιβαίας κατανοήσεως και αγάπης».

3.         Είναι άξιο σημειώσεως ότι το περί Οικουμενισμού Διάταγμα της Συνόδου αναφέρει ρητά οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν πλήρες το δικαίωμα της αυτοδιοικήσεως των σύμφωνα με το δικό τους Κανονικό Δίκαιο. Δεν είναι δηλαδή, υποχρεωμένες να υπόκεινται διοικητικά στη Ρώμη, οφείλουν όμως να λαμβάνουν πάντοτε υπ΄ όψιν των την ενότητα της όλης Εκκλησίας (υπονοείται η κοινωνία με την Εκκλησία της Ρώμης).

4.         Αποδίδεται ιδιαίτερος σεβασμός στον πλούτο της θεολογίας, της λατρείας και της πνευματικής ζωής της Ορθοδοξίας.
5.         Καταβάλλεται προσπάθεια αμβλύνσεως του ζητήματος των ελληνορρύθμων καθολικών (ουνίας), χωρίς, δυστυχώς, να προσφέρεται καμιά ικανοποιητική για τους ορθοδόξους  λύση - πράγμα που εξακολουθεί να αποτελεί τροχοπέδη στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών, Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής, και που πρέπει να αντιμετωπισθεί οπωσδήποτε.

6.         Αξιοσημείωτη είναι η περί συλλογικότητας των επισκόπων στην περί Εκκλησίας διάταξη. Η ιδέα αυτή, η οποία για πρώτη φορά εισάγεται στην επίσημη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αν και δεν είναι πλήρως ικανοποιητική από Ορθοδόξου απόψεως (βλ. κριτική του Ιωάννου Ζηζιούλα, Μητρ. Περγάμου, στην διδακτορική διατριβή του περί Ενότητος της Εκκλησίας), ενισχύει την έννοια της συνοδικότητας, η οποία είναι καίριας σημασίας για την προσέγγιση Ορθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμού. Στο σημείο αυτό πρέπει να εξαρθεί η σημασία της αποδοχής και εκ μέρους των Ρωμαιοκαθολικών στο κοινό κείμενο της Ραβέννας ότι το πρωτείο στην Εκκλησία ασκείται μόνο στο πλαίσιο της Συνοδικότητας. Ελπίζουμε αυτό να μη μείνει κενό γράμμα, αλλά να εφαρμοστεί και στην πράξη της Εκκλησίας. Κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε τα μέγιστα την προσέγγιση των δύο Εκκλησιών.
7.         Ιδιαίτερης σπουδαιότητας από την άποψη των Ορθοδόξων είναι η διδασκαλία της Β' Βατικανής Συνόδου περί της τοπικής Εκκλησίας. Είναι γνωστόν ότι μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησιολογίας υφίστατο πάντοτε διαφορά ως προς τη σχέση τοπικής και παγκοσμίου Εκκλησίας. Η Α' Σύνοδος του Βατικανού ανέπτυξε την ιδέα της παγκοσμίου εκκλησιολογίας, σύμφωνα με την οποία η τοπική Εκκλησία ενωμένη περί τον επίσκοπο και ἐν τῇ Θείᾳ Ευχαριστίᾳ αποτελεί μέρος της παγκόσμιας Εκκλησίας υπό τον επίσκοπο Ρώμης. Οι Ορθόδοξοι πάντοτε υπεστήριζαν ότι κάθε τοπική Εκκλησία ενωμένη περί τον επίσκοπό της αποτελεί πλήρη και, κατά την έκφραση του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, «καθολική εκκλησία». Τη θέση αυτή ανέπτυξαν ιδιαιτέρως τον παρελθόντα αιώνα Ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως κυρίως ο π. Νικόλαος Αφανάστεφ, οι π. Ιωάννης Μέγιεντερφ και Αλέξανδρος Σμέμαν, καθώς και ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας. Τη θέση αυτή για πρώτη φορά και σε διαφοροποίηση από την Α' Βατικανή Σύνοδο υιοθέτησε και η Β' Σύνοδος του Βατικανού καλώντας την τοπική Εκκλησία πλήρη και καθολική εκκλησία, φέρνοντας έτσι εγγύτερα μεταξύ τους την Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία. Οι συνέπειες της προσέγγισης αυτής είναι ιδιαίτερα σημαντικές, μεταξύ των άλλων, και για τη σημασία της Συνοδικότητας για την ενότητα της Εκκλησίας.

3.       Ο Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας

Ο σπουδαιότερος, ίσως, καρπός της Β' Βατικανής Συνόδου, όσον αφορά στους Ορθοδόξους, είναι ο επίσημος θεολογικός διάλογος που προέκυψε μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Ο διάλογος αυτός ακολούθησε την άρση των αναθεμάτων του 1054 μ. Χ. μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, η οποία καθιέρωσε, θα έλεγε κανείς, τον «διάλογο της αγάπης» μεταξύ των δύο Εκκλησιών, για να αποτελέσει τον «διάλογο της αληθείας» κατά το «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ» του Αποστόλου Παύλου. Τον θεολογικόν διάλογον αυτόν απεφάσισεν η Γ' Πανορθόδοξος Διάσκεψις της Ρόδου και έτυχεν αμέσως της αποδοχής του Πάπα Παύλου Στ' με το πασχάλιο Γράμμα του προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Κατόπιν προετοιμασίας, με την οποία συμφωνήθηκαν η θεματολογία και η μεθοδολογία του διαλόγου, η επίσημη έναρξή του έγινε στην Πάτμο και τη Ρόδο την ημέρα της Πεντηκοστής του 1980. Έκτοτε ο διάλογος διεξάγεται «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», όπως συμφωνήθηκε, προς αποφυγήν επαναλήψεως δυσάρεστων εμπειριών του παρελθόντος, με κεντρικό θέμα την εκκλησιολογία και με μέθοδο την συζήτηση των διαιρούντων ζητημάτων, αφού πρώτα εξετασθούν και τεθούν ως βάση τα ενούντα τις δύο πλευρές.

Πρόκειται ασφαλώς για τον πιο σημαντικό, αλλά συγχρόνως και τον πιο δύσκολο θεολογικό διάλογο. Και οι δύο πλευρές παραμένουν πιστές στα θέματα του δόγματος και της πίστεως, αλλά με πνεύμα αγάπης και προσπάθεια γεφυρώσεως των διαφορών στη βάση της κοινής πίστεως της πρώτης μ.Χ. χιλιετίας, κατά την οποία Ανατολή και Δύση ευρίσκονταν σε πλήρη κοινωνία. Τα κοινά κείμενα που παρήγαγεν η Διμερής Επιτροπή του Διαλόγου μέχρι σήμερα είναι σημαντικά. Το πρόβλημα της Ουνίας, το οποίο οξύνθηκε μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, οδήγησε στη διακοπή του Διαλόγου για πέντε περίπου χρόνια, επανελήφθη όμως ο Διάλογος και εξετάζει ήδη το ακανθώδες ζήτημα του πρωτείου στην Εκκλησία, με ιδιαίτερη αναφορά στο πρωτείο του επισκόπου Ρώμης. Η εκκλησιολογία της Β' Συνόδου του Βατικανού με τα ανοίγματα που έκανε προς την κατεύθυνση της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας, ιδιαίτερα στο θέμα της τοπικής Εκκλησίας και της συνοδικότητας, ελπίζουμε να βοηθήσει την προσέγγιση και στο θέμα αυτό. Ο δρόμος όμως είναι ακόμα μακρύς, διότι δεν είναι εύκολο να λυθούν προβλήματα που συσσωρεύθηκαν επί χίλια χρόνια χωρισμού, και θα απαιτηθεί χρόνος και υπομονή. Αποτελεί όμως χρέος μας έναντι του Κυρίου και της ιστορίας να συνεχίσουμε την προσπάθεια.

4.       Γενικότερης φύσεως θέματα

            Η Β' Βατικανή Σύνοδος δεν ασχολήθηκε μόνο με θεολογικά και εκκλησιολογικά θέματα, ούτε περιορίστηκε στις σχέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τις άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες. Ο χαρακτήρας της ήταν κυρίως ποιμαντικός, και γι' αυτό εκτός από θέματα εσωτερικής φύσεως της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (λατρεία, κανονικό δίκαιο κ.λ.π.) ασχολήθηκε και με θέματα που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο της εποχής μας γενικότερα. Και η διδασκαλία της Συνόδου στα θέματα αυτά δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει όλους μας, και εμάς τους Ορθοδόξους.

Δεν είναι δυνατόν να μνημονεύσουμε εδώ όλα τα σύγχρονα προβλήματα, με τα οποία ασχολήθηκεν η Σύνοδος˙ θα αναφερθούμε μόνον ενδεικτικά σε ορισμένα από αυτά.

            α) Το θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Όπως είναι γνωστό σε όσους έχουν ασχοληθεί με την Σύνοδο, δεν υπήρξεν εύκολη η λήψη αποφάσεως σ' αυτό το θέμα: η πλάνη δεν έχει «δικαίωμα», λέγεται ότι υπεστήριξεν ένας εκ των καρδιναλίων. Η Σύνοδος όμως αποφάσισε να εναρμονίσει τη στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τις σχετικές διακηρύξεις των Ηνωμένων Εθνών περί θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς και εκείνες του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (Άμστερνταμ 1948 και Ν. Δελχί 1961), σύμφωνα με τις οποίες ο νόμος πρέπει να προστατεύει κάθε θρησκεία από οποιαδήποτε αυθαιρεσία και παραπλανητική ενέργεια, όπως ο προσηλυτισμός που εξαναγκάζει τον άνθρωπο με διάφορα μέσα να προσχωρήσει σε κάποια θρησκεία κ.λ.π. Η σημασία του θέματος αυτού μόλις και είναι ανάγκη να τονιστεί, το δε ενδιαφέρον που παρουσιάζει είναι προφανές. Και στο σημείο αυτό η Σύνοδος διόρθωσε το παρελθόν και άνοιξε νέους δρόμους.

            β) Με το Constitutio pastoralis η Σύνοδος προέβαλε τη σπουδαιότητα του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας θεμελιώνοντάς το θεολογικά στην περί ανθρώπου διδασκαλία του Ευαγγελίου. Η ατομική ηθική πρέπει να ενταχθεί στην κοινωνική ηθική στη βάση της βιβλικής διδασκαλίας ότι κάθε άνθρωπος είναι εικών του Θεού και όλοι αποτελούμε μέλη του ιδίου σώματος. Στα πλαίσια αυτά τονίζεται η αξιοπρέπεια και ελευθερία του ανθρώπου, τα αγαθά του πολιτισμού κ.λ.π., και εκτίθενται οι θέσεις της Εκκλησίας ως προς τα θέματα της οικογένειας, της πολιτιστικής προόδου κ.α. Στο ίδιο κείμενο τονίζεται ιδιαίτερα το θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της βοήθειας των πτωχών κ. λ. π. Ο πτωχός εξομοιώνεται με τον ίδιο τον Χριστό, κάτι που θυμίζει τον ιερό Χρυσόστομο και φυσικά το ίδιο το Ευαγγέλιο (Ματθ. 25, 40). Με την απόφαση αυτή η Σύνοδος απαντά στην κοινωνική ηθική του άθεου ουμανισμού, ο οποίος λησμονεί ότι οι κοινωνικές αξίες που διακηρύττει είναι δάνεια από το Ευαγγέλιο.

            Η αναλυτική περιπτωσιολογία και ηθικολογία του κειμένου αυτού σε επί μέρους θέματα ξενίζει κάπως τους Ορθοδόξους, οι οποίοι προτιμούν να αφήνουν τα ηθικά ζητήματα στον προσωπικό πνευματικό αγώνα του πιστού σε συνεργασία με τον πνευματικό του. Οι γενικές όμως αρχές του ποιμαντικού αυτού κειμένου της Συνόδου βρίσκουν στο σύνολό τους σύμφωνους τους Ορθοδόξους και αποτελούν μαρτυρίαν της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο.

*
Από τον πλούτο των αποφάσεων και της διδασκαλίας της Β' Βατικανής Συνόδου επιλέξαμε μερικά μόνον σημεία, τα οποία θεωρήσαμε σημαντικά όχι μόνον για τους αδελφούς Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά για κάθε χριστιανό και για μας τους Ορθοδόξους. Είναι βέβαια πολλά εκείνα που δεν εκφράζουν τις θέσεις της Ορθοδοξίας, όπως είναι φυσικό. Πέρα όμως από τα συγκεκριμένα θέματα αυτό που προβάλλει ως εξαιρετικά σημαντικό είναι αυτό τούτο το γεγονός της Συνόδου. Δεν είναι χωρίς σημασία το ότι η Εκκλησία της Ρώμης αισθάνθηκε την ανάγκη να συγκροτήσει Σύνοδο. Μετά την Α' Βατικανή Σύνοδο πολλοί πίστεψαν ότι αρκεί ο Πάπας για να εκφράσει τη διδασκαλία της Εκκλησίας, και μάλιστα αλάθητα! Να όμως που, ευτυχώς, τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Η Εκκλησία εκφράζεται σε ύψιστο βαθμό μόνον συνοδικώς. Είναι σημαντικό αυτό για όλους εμάς που, δεν το κρύβουμε, προβληματιζόμαστε με το «αλάθητο» του Πάπα!

Έπειτα, κάνει εντύπωση το γεγονός ότι, όπως είπεν ένας από τους Ορθοδόξους παρατηρητές της Συνόδου, ο αείμνηστος Paul Eudokimov, με τη Σύνοδο αυτή η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία «αυτοανακρίνεται». Είναι τόσο αναγκαίο για όλους μας να κοιτάμε κριτικά τον εαυτό μας, για να διαπιστώνουμε αν οδηγούμε σωστά το σκάφος της Εκκλησίας. Η χωρίς αυτοκριτική αυτοπεποίθηση και έπαρση μπορεί να βλάψει σοβαρά την πορεία της Εκκλησίας. Αυτό αφορά ιδιαίτερα σ' εμάς τους επισκόπους.

Αναθεωρώντας την πεντηκονταετία που πέρασε από τη σύγκληση της Β' Βατικανής Συνόδου βλέπουμε μπροστά μας μια Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πιο ανοιχτή απέναντί μας, χωρίς τη στάση εκείνη που επί χίλια χρόνια περίπου μάς έδινε την εικόνα εκείνου που θέλει να μας καθυποτάξει - μια εικόνα που εύλογα τρομάζει ακόμα τους Ορθοδόξους και κάνει πολλούς από αυτούς να βλέπουν με καχυποψία κάθε φιλική προσέγγιση και κάθε διάλογό μας με τη Ρώμη. Πρέπει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια και να αποφύγουμε κάθε αφορμή που θα επιβεβαίωνε αυτή την καχυποψία. Ζούμε σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο, κατά την οποία ο Χριστιανισμός στο σύνολό του απειλείται με αφανισμό. Ας κοιτάξουμε τί συμβαίνει σήμερα στη Μέση Ανατολή, την ιστορική κοιτίδα του Χριστιανισμού, και ας προβληματιστούμε. Ας ρίξουμε επίσης ένα βλέμμα στις ίδιες τις λεγόμενες χριστιανικές χώρες, για να δούμε πόσο ραγδαία αποχριστιανίζονται και εκκοσμικεύονται. Η ευθύνη βαρύνει όλους μας και ιδιαίτερα εμάς τους επισκόπους να κρατήσουμε ζωντανή τη φλόγα του Ευαγγελίου του Χριστού στους δύσκολους αυτούς καιρούς.

Αυτές τις ταπεινές σκέψεις ενός ταπεινού Ορθοδόξου Επισκόπου θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας με αφορμή την επέτειο της Β' Βατικανής Συνόδου που τιμούμε εδώ σήμερα. Σας ευχαριστώ για την τιμή να με ακούσετε. 


Το βίντεο που προβλήθηκε στην Παπική Ημερίδα για τα 50 χρόνια από τη Β΄Βατικανή Σύνοδο



Στο πλαίσιο της  Παπικής Ημερίδας με θέμα: "Β' Οικουμενική Σύνοδος Βατικανού: 50 Χρόνια Πίστης και Ελπίδας". προβλήθηκε το παρακάτω βίντεο με τίτλο "Β' Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού"
παραγωγής της Γ.Ι.Ε.Ι.Ε., σε κείμενα Δανάης Αναγνωστοπούλου και Μάρκου Παλαμάρη, αφήγηση Τίνας Πατρικίου, και συλλογή υλικού/επεξεργασία Αντώνη Ρηγούτσου. Την ημερίδα διοργάνωσαν η Ρωμαιοκαθολική Αρχιεπισκοπή Αθηνών και η Γραμματεία Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων στην Ελλάδα (μέλη της οποίας είναι τα Ελληνογαλλικά Σχολεία)