Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Θεολογική και ιστορική κριτική της εισηγήσεως του Σεβ. Μητροπ. Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου στην Παπική Ημερίδα για την Β΄Βατικάνειο Σύνοδο (Μέρος ΣΤ΄)

Εν Πειραιεί 20-12-2013

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ
(ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄)

εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

ΙΖ) Οἱ σχέσεις τοῦ παπισμοῦ μέ τίς ἐξωχριστιανικές θρησκεῖες
Σύμφωνα μέ τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο, «τό θέμα τῆς σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες ἀντιμετωπίζεται σέ ἄλλα κείμενα τῆς Συνόδου, ἀλλά καί αὐτό διέπεται ἀπό τό πνεῦμα εἰρηνικῆς προσεγγίσεως καί διαλόγου, μακριά ἀπό διάθεση συγκρούσεως καί πολεμικῆς».


Ὄντως, μεγάλη ὤθηση ἔδωσε ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ στή διαθρηκειακή «κατανόηση» ἤ καλύτερα στήν πανθρησκειακή ἑνότητα. Γράφει ἡ σύνοδος γιά τίς σχέσεις τοῦ παπισμοῦ πρός τίς μή χριστιανικές κοινότητες στή διακήρυξη Nostra Aetate, ἡ ὁποία θέλει νά προωθήσει τό διάλογο καί τή συνεργασία μεταξύ τῶν μεγάλων θρησκειῶν γιά τή δικαιοσύνη καί τήν εἰρήνη στόν κόσμο : «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό, τόν ζῶντα..., τόν εὔσπλαχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς, πού μίλησε στούς ἀνθρώπους. Αυτοί προσπαθοῦν νά ὑποταχθοῦν μ’ ὅλη τους τήν ψυχή ἀκόμη καί στίς κρυμμένες Του βουλές, ὅπως εἶχε ὑποταχθεῖ στό Θεό καί ὁ Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο εὐχαρίστως ἀναφέρεται ἡ ἰσλαμική πίστη. Τόν Ἰησοῦ, μολονότι δέν τόν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, τόν σέβονται ὡς προφήτη, καί τιμοῦν τήν μητέρα τοῦ Παρθένο Μαρία, τήν ὁποία καί ἐπικαλοῦνται κάποτε μέ εὐλάβεια. Ἐπιπλέον περιμένουν τήν ἡμέρα τῆς κρίσης, γιά τήν ὁποία ὁ Θεός θά ἀναστήσει ὅλους τους ἀνθρώπους καί θά τούς ἀνταποδώσει. Γι’ αὐτό ἀποδίδουν σημασία στή ἠθική στάση ζωῆς καί ἐκφράζουν τό σεβασμό τους στό Θεό ἰδιαίτερα μέ προσευχή, ἐλεημοσύνη καί νηστεία»[1].
Τό Διάταγμα «Unitatis Redintegratio» τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου ἀνοίγει τίς πόρτες στή συνεργασία καί στό διάλογο μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες, ἰδιαίτερα πρός τόν ἰουδαϊσμό, παρά τήν ἔντονη ἀντίδραση μίας μειοψηφίας στή Σύνοδο[2]. Στήν τέταρτη φάση τῆς Συνόδου τό 1965 ψηφίστηκαν καί οἱ διακηρύξεις σχετικά μέ τήν ἐλευθερία τῆς συνείδησης καί τή θρησκευτική ἐλευθερία, καθώς καί τίς σχέσεις μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες, ἰδίως μέ τόν ἰουδαϊσμό. Αὐτές προκάλεσαν ἔντονες συζητήσεις, γιατί ἀνέτρεπαν πολύ παλιές καί βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες ἐντός της Ἐκκλησίας. Εἰδικότερα, ἡ Σύνοδος ζητοῦσε νά ἀλλάξει ἡ ἀρνητική ἤ ἐχθρική στάση τοῦ παπισμοῦ ἀπέναντι στούς Ἑβραίους[3].
Ὁ Σέβ. κ. Ἰγνάτιος δέν τόλμησε νά ἀναλύσει σέ πλήρη ἔκταση τό «διάταγμα περί οἰκουμενισμοῦ» (Unitatis Redintegratio), τό ὁποῖο δέν στέκεται ἁπλά καί μόνο στό «διαχριστιανικό ἄνοιγμα», ἀλλά ὅτι τό ἄνοιγμα αὐτό καί ὁ διάλογος ἐπεκτάθηκε καί πρός τίς ἄλλες θρησκεῖες, «διαθρησκειακό ἄνοιγμα», ὅπως τόν Ἰνδουισμό, τόν Βουδδισμό, τόν Μασσωνισμό, τόν κομμουνισμό, τόν ἀθεϊσμό, ἰδιαίτερα τόν Ἰουδαϊσμό καί τόν Μουσουλμανισμό[4], παρά τήν ἔντονη ἀντίδραση μίας μειοψηφίας στή Σύνοδο, ὅπως ἀναφέραμε. Τό ἄνοιγμα αὐτό ἀπό ὀρθοδόξου ἐπόψεως εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο καί ἀσυμβίβαστο, διότι «τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος, Χριστῷ πρός Βελίαλ»[5]; Πρακτικά αὐτό σημαίνει πώς στή συγκεκριμένη σύνοδο, τό Βατικανό ἔθεσε ἐπισήμως καί γιά πρώτη φορά τά θεμέλια πρός ἕνα «πανθρησκειακό μοντέλο», ὅπου κάθε χριστιανική «ὁμολογία» καί θρησκεία θά κρατήσει τά δικά της (unity in diversity), μέ τήν ἕνωση νά περιορίζεται μόνο στήν ἀναγνώριση τοῦ πάπα, ὡς πνευματικοῦ ἡγέτη αὐτῆς τῆς διαθρησκειακῆς πυραμίδας. Τό σχῆμα αὐτό θυμίζει ἐπακριβῶς τίς προφητεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού ὁμιλοῦν γιά τόν Ἀντίχριστο, ὁ ὁποῖος θά ἐπιτρέψει μία φαινομενική θρησκευτική ἐλευθερία, ὁ καθένας νά κρατήσει τά δικά του, ἀρκεῖ νά προσκυνηθεῖ ἀπό τήν ἀνθρωπότητα[6]!
ΙΗ) Ὁ Δούρειος Ἵππος τοῦ παπισμοῦ : Ἡ δαιμονική καί ἐπάρατος Οὐνία
Σύμφωνα μέ τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο, «εἶναι ἄξιο σημειώσεως ὅτι τό περί Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα τῆς Συνόδου ἀναφέρει ρητά ὅτι οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουν πλῆρες τό δικαίωμα τῆς αὐτοδιοικήσεώς τους, σύμφωνα μέ τό δικό τους Κανονικό Δίκαιο. Δέν εἶναι δηλαδή ὑποχρεωμένες νά ὑπόκεινται διοικητικά στή Ρώμη, ὀφείλουν ὅμως πάντοτε νά λαμβάνουν ὑπόψη τους τήν ἑνότητα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας (ὑπονοεῖται ἡ κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης)». Πιό κάτω λέει ὅτι στό περί Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα «ἀποδίδεται ἰδιαίτερος σεβασμός στόν πλοῦτο τῆς θεολογίας, τῆς λατρείας καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδοξίας» καί ὅτι «καταβάλλεται προσπάθεια ἀμβλύνσεως τοῦ ζητήματος τῶν ἑλληνορρύθμων καθολικῶν (οὐνίας), χωρίς, δυστυχῶς, νά προσφέρεται καμμιά ἱκανοποιητική γιά τούς ὀρθοδόξους λύση – πράγμα πού ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελεῖ τροχοπέδη στίς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολοικής, καί πού πρέπει νά ἀντιμετωπιστεῖ ὁπωσδήποτε».
Δέν καταλαβαίνει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ὅτι αὐτά, πού περιγράφει, εἶναι ἀκριβῶς ἡ οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωση; Ποῦ εἶδε ὁ κ. Ἰγνάτιος τήν «προσπάθεια ἀμβλύνσεως τοῦ ζητήματος τῶν ἑλληνορρύθμων καθολικῶν»; Ἀκριβῶς τό ἀντίθετο συμβαίνει. Διότι, ἀναπόσπαστο μέρος τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου ἀποτελεῖ καί τό Διάταγμα «Orientalium Ecclesiarum», τό «Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες», τίς ουνιτικές δηλαδή, τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει καί προασπίζεται μέ κάθε ἐπισημότητα, μέ πρόθεση νά ἀναβαθμίσει τό ρόλο τούς μέσα στήν «Καθολική Ἐκκλησία»[7]. Πρόκειται γιά τήν γνωστή οὐνιτικοῦ τύπου «ἑνότητα», μέ τόν ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό τῶν δύο παραδόσεων, τήν ἑνότητα ἐν τῆ ποικιλία, ἡ ὁποία προπαγανδίζεται κατά κόρον καί στίς μέρες μας. Ἑνότητα δηλ., ὄχι στήν πίστη καί τήν ἀλήθεια, ἀλλά μία συγκρητιστικού τύπου συγχώνευση, μία ἀπορρόφηση, οὐσιαστικά, τῆς Ὀρθοδοξίας στόν παπισμό, χωρίς αὐτός νά ἀποβάλει καμμία ἀπό τίς αἱρετικές πλάνες του. Μέ βάση τήν οὐνιτική αὐτή ἕνωση κάθε «ὁμολογία» θά κρατήσει τά δικά της ἤθη καί ἔθιμα, τόν τρόπο διοικήσεώς της, τήν λατρεία της, τήν πνευματικότητά της καί ὅλα ὅσα τήν χαρακτηρίζουν, μέ μόνη προϋπόθεση τήν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου ἐξουσίας ἐφ’ὅλης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ πάπα Ρώμης.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἡ Οὐνία ἔχει καταδικαστεῖ ἀπερίφραστα σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,… ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνος ἀπόφασις τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[8]. Ἡ ὁποιαδήποτε ἀθώωση τοῦ Δούρειου Ἵππου τοῦ παπισμοῦ, τῆς ἐπαράτου καί δαιμονικῆς Οὐνίας καί ἡ ἀπόδοση ἐκκλησιαστικῆς ἀναγνωρίσεως σ’ αὐτή (κείμενο τοῦ Balamand 1993), δέν ἀποτελεῖ πανορθόδοξη ἀπόφαση καί συνιστᾶ ὠμή περιφρόνηση τῶν ὁμοφώνων Πανορθοδόξων ἀποφάσεων, πού ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία.
Δέν μπορεῖ, βεβαίως, κανείς νά ξεχάσει τά βάρβαρα ἐγκλήματα τῶν παπικῶν στήν Σερβία κατά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καί τήν ἐξολόθρευση χιλιάδων Σέρβων Ὀρθοδόξων, στήν ὁποία συμμετεῖχαν παπικοί οὐνίτες Οὐστάσι κληρικοί, μοναχοί κ.λπ, οἱ ὁποῖοι ἔδρασαν ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ «Ἁγίου» τοῦ Βατικανοῦ «Ἀρχιεπισκόπου τῆς γενοκτονίας» τῶν Σέρβων Στέπινατς. Οὔτε μπορεῖ νά λησμονηθεῖ τό γεγονός ὅτι τό Βατικανό συμμετεῖχε, εἴτε εὐθέως εἴτε ἐμμέσως, στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις (1990-1992 καί 1998) ἐναντίον τῆς διαλύσεως τῆς Γιουγκοσλαβίας καί τῆς Σερβίας.
Ἡ ἀνέντιμος καί προκλητική συμμετοχή τοῦ Οὐνίτου ψευδοδιακόνου καί τῶν Οὐνιτῶν ψευδεπισκόπων, ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου στά Ἑλληνικά ἀπό οὐνίτη «κληρικό», ἡ παρουσία τῶν οὐνιτῶν στήν κατακόμβη τῆς βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Πέτρου[9], κατά τήν «ἐνθρόνιση»  του Ἐκλαμπροτάτου κ. Φραγκίσκου, πού γιά μία εἰσέτι φορά ἐπέρρωσαν τό διαρκές ἔγκλημα τῆς Οὐνίας καί τόν ἀντίχριστο βιασμό τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν Ἐκκλησίας[10]καί ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία, τήν πιό ἐπαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμοῦ καί πολεμικῆς κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει τόσο τό ἀληθινό του πρόσωπο ὅσο καί τόν βαθμό τῆς διγλωσσίας, μέ τήν ὁποία δέν παύει νά συμπεριφέρεται ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων.
Τό παραπάνω γεγονός εἶναι μέρος ἑνός ἐπικοινωνιακοῦ σχεδίου τοῦ Βατικανοῦ, γιά νά ἀλλάξει τό ἀρνητικό κλῖμα εἰς βάρος του καί νά ἐντυπωσιάσει τόν ἀμύητο πιστό ὀρθόδοξο λαό περί τά δογματικά. Πραγματικός στόχος τῆς ἐνεργείας του Ἐκλαμπροτάτου κ. Φραγκίσκου αὐτῆς ἦταν νά ἐνισχύσει τήν ἐν Ἑλλάδι Οὐνία, τήν ὁποία ἀναβάθμισε ὁ παραιτηθείς ἐκλαμπρότατος κ. Βενέδικτος ΙΣΤ΄ μέ τήν ἐγκατάσταση τοῦ «Ἀρχιεπισκόπου» τῶν Οὐνιτῶν στήν Ἀθήνα (ὀδός Ἀχαρνῶν) κ. Δημητρίου Σαλάχα το 2008.
Εἶναι πάντως ἀξιοσημείωτο τό γεγονός, πώς στήν εἰσήγησή του ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, ἐμφανίζεται σέ ἀρκετά σημεῖα νά ἐπιτίθεται στό ἀρχέγονο ζήτημα τῆς Οὐνίας (unia=ἕνωση), ἀναγνωρίζοντας πώς «ἀποτελεῖ τροχοπέδη στίς σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς, καί πού πρέπει νά ἀντιμετωπισθεῖ ὁπωσδήποτε»καί ξεγελώντας πολλούς ἀδαεῖς νά ὑποστηρίξουν ὅτι στό συγκεκριμένο θέμα ἀκολουθεῖ τήν παραδοσιακή καί ἐπικριτική γραμμή παλαιοτέρων, ὅπως τοῦ Ἰωάννου Καρμίρη καί τοῦ καθηγητῆ ἀρχιμ. Παντελεήμονος Ροδοπούλου[11]. Ἐν πολλοῖς, δέν θά ὑπῆρχε διαφωνία ὡς πρός τήν ἀνωτέρω θέση, ἐφόσον ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος καί ἀρκετοί ὁμόφρονές του στήν Ἱερά Σύνοδο, δέν ἀναγνώριζαν τό κράτος τοῦ Βατικανοῦ ὡς κανονική ἐκκλησία. Ἀπό τήν στιγμή, ὅμως, πού ὁ παπισμός, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τή μήτρα ὅλων τῶν δυτικῶν αἱρέσεων, ἀναγνωρίζεται ὡς ἐκκλησία, ἡ παραπάνω θέση τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου «περί διευθετήσεως τοῦ ζητήματος τῆς Οὐνίας» ἀποτελεῖ πλεονασμό, καθότι οὐσιαστικά ἡ οὐνιτοποίηση διεξάγεται νομοτελειακά, μέσω τῆς ἀποδοχῆς τῶν πορισμάτων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου καί τῆς ἐμφυτεύσεως αὐτῆς τῆς καινοτόμου, πλήν ὅμως αἱρετικῆς, ἐκκλησιολογίας στόν ἑλλαδικό Ὀρθόδοξο χῶρο, μέ πρωτοβουλία τοῦ ἰδίου τοῦ Σεβ.   κ. Ἰγνατίου. Οὐσιαστικά, ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἐνεργεῖ ὡς οὐνίτης στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Μέ αὐτή τήν θεολογική «τέχνη τῆς πανουργίας», καλλιεργεῖται ἐπισταμένως στά ὑψηλά κλιμάκια τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἡ αἴσθηση τῆς «ἑνότητας μέσα ἀπό τή διαφορετικότητα», μέ συνέπεια τό πράγμα νά ἀποκτᾶ θεσμική ὑπόσταση. Σέ μία τέτοια περίπτωση, ὁ κίνδυνος γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερος ἀπό τόν κίνδυνο τῆς Οὐνίας, καί τό μόνο πλέον πού θά ἀπομένει εἶναι ὁ τρόπος, πού θά σερβιριστεῖ αὐτοῦ του εἴδους ἡ «ἑνότητα» στόν λαό[12].
ΙΘ) Ἡ συλλογικότητα τῶν παπικῶν «ἐπισκόπων» ἐν σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη συνοδικότητα
Ἀναφερόμενος ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος στήν συλλογικότητα τῶν παπικῶν «ἐπισκόπων», τονίζει ὅτι «ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ περί συλλογικότητας τῶν ἐπισκόπων στήν περί Ἐκκλησίας διάταξη. Ἡ ἰδέα αὐτή, ἡ ὁποῖα γιά πρώτη φορά εἰσάγεται στήν ἐπίσημη διδασκαλία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί δέν εἶναι πλήρως ἱκανοποιητική ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως (βλ. κριτική τοῦ Ἰωάννου Ζηζιούλα, Μητρ. Περγάμου, στήν διδακτορική διατριβή τοῦ περί Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας), ἐνισχύει τήν ἔννοια τῆς συνοδικότητας, ἡ ὁποία εἶναι καίριας σημασίας γιά τήν προσέγγιση Ὀρθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμοῦ».
Στό σημεῖο αὐτό διακρίνεται μία προσπάθεια τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα, ἀκολουθώντας κατά πόδας τήν τακτική της διμεροῦς ἐπιτροπῆς τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί παπικῶν, ἡ ὁποία αὐτή τήν περίοδο συζητᾶ τό θέμα «πρωτεῖο καί συνοδικότητα», ἀναζητώντας μία μεσοβέζικη λύση μεταξύ του πρωτείου τοῦ πάπα Ρώμης καί τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Θεωρεῖται «ἐπίτευγμα» τῆς Β΄ Βατικανῆς, κατά τόν Σεβ.  κ. Ἰγνάτιο, ἡ ἐνίσχυση τῆς «συλλογικότητας τῶν ἐπισκόπων», διότι σάν ὅρος πλησιάζει στή συνοδικότητα. Βεβαίως καί ἐδῶ ἀποκρύπτεται εὐσχήμως ἀπό τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο τό ἀδιαμφισβήτητο γεγονός πώς ὅλοι αὐτοί οἱ ὄροι πού «ἐνίσχυσε» ἡ σύνοδος εἶναι λεκτικά πυροτεχνήματα, ἀφοῦ πάντοτε τόν τελευταῖο λόγο στήν παπική παρασυναγωγή τόν ἔχει ὁ πάπας μέ τό πρωτεῖο του, κάτι πού δέν ἀμφισβητεῖται ποτέ κι ἀπό κανένα στόν παπικό κόσμο[13].
Ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Β’ Βατικανείου Συνόδου διαπιστώνουμε ὅτι, ἐκτός ἀπό κάποια ἀνώδυνα καί ἐπιφανειακά ἀνοίγματα τοῦ Βατικανοῦ πρός τούς Ὀρθοδόξους, τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο ὄχι μόνο δέν περιορίζονται ἤ τουλάχιστον ἀποσιωποῦνται, ἀλλά ἐνισχύονται ἔναντι τῆς Α’ Βατικανείου Συνόδου.     «Η Β’ Βατικάνειος Σύνοδος... δέν παρέλειψε νά ἐξάρη καί ἐνισχύση ἀκόμη περισσότερον καί τό παπικόν ἀξίωμα, μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα ὥστε ὑπό τινῶν ὑμνητῶν αὐτοῦ ἐν τῆ Συνόδω ἐδημιουργήθη ἡ ὑπόνοια ὅτι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὁ Πέτρος καί μέσω αὐτοῦ ὁ Πάπας»[14]. Ὅσον ἀφορᾶ τά ἀνοίγματά της, «πρόκειται περί μεταβολῆς τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς καί ἐμφανίσεως τῆς «Ἐκκλησίας» τῆς Ρώμης, οὐχί δέ περί ἐσωτερικῆς μεταβολῆς ἐν τῆ διδασκαλία αὐτῆς»[15]. Τήν ἀμετακίνητη ἐμμονή τοῦ παπισμοῦ στά δόγματά του βεβαιώνουν κατά καιρούς οἱ «πάπες» τῆς Ρώμης. Ὁ πρωτεργάτης καί ἐμπνευστής τῆς Β΄ Βατικανείου Συνόδου «πάπας» Ἰωάννης ΚΓ΄ στήν Ἐγκύκλιο Ἐπιστολή του «Ad Petri Cathedram» δίνει τόν σκοπό τῆς Συνόδου καί λέει : «Ἀσφαλῶς θά ἀποτελέσει θαυμαστήν μαρτυρίαν ἀπηθείας, ἑνότητος καί ἀγάπης, ὡς ἐλπίζομεν, διά ὅσους διατελοῦν ἐν διαστάσει μετά τῆς Ἀποστολικῆς Ἕδρας, τῆς Ρώμης, καί θά εἶναι εὐχάριστος ἡ πρόσκλησις πρός ἀναζήτησιν τῆς ἑνότητος ὑπέρ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀπέτεινε θερμήν εὐχήν πρός τόν Οὐράνιόν του Πατέρα»[16]. Ὁ πάπας Παῦλος ΣΤ’ μέ τήν πρώτη, μετά τήν ἐκλογή του, ἐγκύκλιο «Ecclesi amsuam» (6-8-1965) διαρκούσης τῆς Β’ Βατικανείου δήλωνε : «ἀπατῶνται ὅσοι πιστεύουσιν, ὅτι ἡμεῖς θά ἀποστῶμεν τῶν προνομίων ἡμῶν, τά ὁποία θεόθεν ἐδόθησαν διά τοῦ ἀποστόλου Πέτρου»[17]. Καί ὁ πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β’ μέ τήν ἐγκύκλιό του «Lumen Orientalis» (25-3-1995) κινεῖται στήν ἴδια γραμμή, ὅπως σχολιάζει ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Παναγόπουλος :  «Ἡ ἐγκύκλιος ἐπανέρχεται μέ ἀδιαλλαξία καί ἀκαμψία στίς διακηρύξεις περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου... Κάθε συζήτηση γιά τήν ἐκκλησιαστική ἑνότητα προϋποθέτει τήν ἄνευ ὅρων ἀποδοχή τοῦ παπικοῦ πρωτείου, τό ὁποῖο ὁ Θεός ἵδρυσε “ὡς παντοτεινή καί ὁρατή ἀρχή καί θεμέλιο ἑνότητας’’»[18]. Παρόμοιες θέσεις διατυπώνονται καί στήν παπική ἐγκύκλιο «Ut Unum Sint» (Ἴνα ὦσιν ἕν).
Ὁ Ἰωάννης Καρμίρης, ἀναφερόμενος στή νέα παπική ἐπισκοπική σύνοδο, γράφει : «Καθ’ἡμᾶς θά πρόκειται περί συμβουλίου τινός καί οὐχί περί ἀληθοῦς ἐν ὀρθοδόξω ἐννοία συνόδου, ἥτις δέν θά παρουσιάση πραγματικόν τί καί ἀληθές Signum Collegialitatis (=σημεῖο συλλογικότητος), ἐφ’ ὅσον ὁ πάπας μόνος θά ὁρίζει, ἐάν καί πότε θά συγκροτῆται ἡ σύνοδος αὕτη, ποία θά εἶναι ἡ ἡμερησία διάταξις αὐτῆς ἑκάστοτε καί μέχρι τινός ποῖαι ἴσως θά εἶναι καί αἵ ἀποφάσεις αὐτῆς, αἵτινες ἄλλως τε θά ἔχωσι συμβουλευτικόν μόνον χαρακτήρα, ἐνῶ ὁ πάπας συγκεντροί εἰς χείρας του πάσας τάς ἐξουσίας καί εἶναι φορεύς καί ὄργανον ἐκφράσεως τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας»[19]. Ἡ θεσπισθεῖσα ἀρχή τῆς συλλογικότητος τῶν ἐπισκόπων ἀπό τήν Β΄ Βατικανή καθόλου δέν μείωσε τήν ἰσχύ τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ὁ ἴδιος ὁ Καρμίρης ἐπισημαίνει ἐπ’αὐτοῦ : «Τό παπικόν πρωτεῖον οὐ μόνον δέν μειοῦται διά τοῦ ἐπιχειρουμένου δογματικοῦ περί τῶν ἐπισκόπων καθορισμοῦ, ἀλλ’ἀπεναντίας ἐνισχύεται καί ἐξυψοῦται περισσότερον, μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα, ὥστε ὑπό τινῶν ὑμνητῶν ἐν τή Συνόδω τοῦ παπικοῦ ἀξιώματος ἀφίνετο, ὡς ἐλέχθη, νά δημιουργηθῆ ἡ ὑπόνοια ὅτι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλ’ὁ Πέτρος καί μέσω αὐτοῦ ὁ πάπας»[20]!
 Γιά μᾶς, ὅμως, τούς Ὀρθοδόξους ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι τό ἀνώτερο κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικότητος καί ἡ ὑψίστη μορφή ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος. Κορυφή μας δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας πάπας. Ἐδῶ εἶναι οὐσιαστική ἡ διαφορά μας μέ τόν παπισμό. Οἱ προτεστάντες τά κατήργησαν ὅλα, καί εἶναι πιό ἔντιμοι ἀπό Σας, τούς παπικούς. Εἶναι πιό ἔντιμοι, γιατί δέ θέλησαν νά κρατήσουν τίποτε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί νά τό διαστρεβλώνουν. Ὁ παπισμός, ὅμως, ὑποκατέστησε τήν Οἰκουμενική Σύνοδο μέ τόν «πάπα» καί τήν ἔκανε ὄργανο τοῦ παπισμοῦ, θεραπαινίδα τῶν παπικῶν σχεδίων. Στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει μέχρι τέλους τῆς ἱστορίας, ὡς ὕψιστος θεσμός στή ζωήν της, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Οἰκουμενική σημαίνει Σύνοδος ὅλου του κράτους. Κατά τόν ὄρο τοῦ Ξενοφῶντος καί στό Ἑλληνικό Βυζάντιο, στήν Ἑλληνική, δηλαδή, Ρωμανία, ἡ λέξη Οἰκουμένη, σημαίνει κατ' οὐσίαν τό κράτος, οἰκουμενικός διδάσκαλος, οἰκουμενικοί πατέρες κ.ο.κ. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, λοιπόν, εἶναι ἡ Σύνοδος ὅλου του κράτους καί ἀντιμετωπίζει τά μεγάλα προβλήματα τῆς πίστεως καί τάξεως τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προϋποθέτουν κρίσεις στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού σημαίνει ὅτι ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία. Καί τότε ἔρχεται ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, γιά νά διακηρύξει, σέ κάθε περίπτωση, τήν σώζουσα Ἀλήθεια, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Προφῆτες, τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, τούς Ἁγίους Πατέρες καί τίς Ἁγίες Μητέρες ὅλων τῶν αἰώνων[21].
Τά ἀνωτέρω, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἰσχύουν καί γιά ὅσα εἶπε ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος περί τῆς ἰδέας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ («Μέ τήν περί Ἐκκλησίας Διάταξη Lumen gentium, ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ εἰσήγαγε στήν ἐκκλησιολογία τήν ἰδέα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ἰδέα αὐτή, ἡ Ἐκκλησία δέν ὁρίζεται ἀπό τό ἱερατεῖο, οὔτε κἄν ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς ἄτομο, ἀλλά ἀπό ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἀπό τούς βαπτισμένους στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος πιστούς. Ἡ ἰδέα αὐτή εἶχε δύο βασικές συνέπειες. Πρῶτον, ἐξαίρει τή σπουδαιότητα τῶν λαϊκῶν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας…») καί περί τοπικῆς Ἐκκλησίας («Η Β΄ Βατικανῆ καλεῖ τήν τοπική Ἐκκλησία πλήρη καί καθολική Ἐκκλησία»). Τά πάντα ἐπισκιάζει τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο τοῦ πάπα.
Κ) Τό κείμενο τῆς Ραβέννας
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἐξαίρει καί τήν σημασία τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας. Λέει χαρακτηριστικά : «Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἐξαρθεῖ ἡ σημασία τῆς ἀποδοχῆς καί ἐκ μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν στό κοινό κείμενο τῆς Ραβέννας ὅτι τό πρωτεῖο στήν Ἐκκλησία ἀσκεῖται μόνο στό πλαίσιο τῆς Συνοδικότητας».
Σχετικά μέ τό ἐπαίσχυντο κείμενο τῆς Ραβέννας, στό ὁποῖο ἀναφέρθηκε ὁ κ. Ἰγνάτιος, ὁ ἅγιος Καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους πανοσιολογιώτατος ἀρχιμανδρίτης  π. Γεώργιος Καψάνης ἀναφέρει ὅτι «ἡ συμφωνία τῆς Ραβέννας περί συνοδικότητος καί αὐθεντίας δέν πληροῖ τά Ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά κριτήρια, ὥστε νά ἀποτελέσει ἀσφαλῆ βάση περαιτέρω συζητήσεως περί τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἐν τούτοις, ἄν ἀκολουθήσει συζήτηση περί τοῦ πῶς ἑρμηνεύθηκε τό παπικό πρωτεῖο κατά τήν δευτέρα χιλιετία καί ἀπό τίς Α’ καί Β’ Βατικάνειες Συνόδους, αὐτή ὀφείλει νά γίνει ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων μέ γνώμονα τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ὄχι τήν συμβιβαστική νοοτροπία τῶν καιρῶν ἤ τήν ἡγεμονική διάθεση τοῦ Βατικανοῦ. Ἡ ἀναγνώριση κάποιου ἀπό τά ἀνωτέρω «προνόμια» τοῦ πάπα ἤ ἡ συμφωνία σέ κάποιο παρόμοιο, πού ἀντίκειται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ἀναμφίβολα σημαίνει οὐνιτική ἕνωση, μέ τήν ὁποία δέν θά συμφωνήσουμε. Καί αὐτό ἐπειδή ὀφείλουμε νά διαφυλάξουμε τόν ἑαυτό μας καί τόν Ὀρθόδοξο λαό ἀπό ἕνα σύγχρονης μορφῆς ἐξουνιτισμό, πού πέραν τῶν ἄλλων συνεπειῶν εἶναι διακινδύνευση τῆς αἰωνίου σωτηρίας μας. Καί ἐπειδή ὀφείλουμε παραλλήλως νά βοηθήσουμε, ἄν εἶναι δυνατόν, καί Ἐσᾶς, τούς «ἄρχοντες τῆς δυτικῆς «Ἐκκλησίας», νά ἔλθωσιν εἰς αἴσθησιν», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀοίδιμος πατριάρχης Ἱεροσολύμων Χρύσανθος, καί νά ἀποβάλουν τόν παπισμό τους ἐπί σωτηρίᾳ τῶν ἰδίων καί τοῦ λαοῦ των, ὁ ὁποῖος ἀγνοεῖ τήν Ὀρθοδοξία»[22]. Ὁ δέ καθηγητής τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης ὑπογραμμίζει ὅτι «στό κοι­νό Κεί­με­νο (της Ραβέννας) ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α ἐ­πε­κτεί­νε­ται καί ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ἀ­νε­πί­τρε­πτα καί στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Αὐ­τό γί­νε­ται ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τα, χω­ρίς δη­λα­δή νά λαμ­βά­νον­ται ὑ­πό­ψιν οἱ ὑ­φι­στά­με­νες δογματικές δι­α­φο­ρές, πράγ­μα πού νο­μι­μο­ποι­εῖ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά τήν ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α καί τήν ἐ­ξι­σώ­νει μέ τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ὁ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κός αὐ­τός νε­ω­τε­ρι­σμός δι­α­πο­τί­ζει ὅ­λο τό κοι­νό Κεί­με­νο καί ἐκ­βάλ­λει σέ ἐπιμέρους ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές πα­ρα­δο­ξό­τη­τες[23], οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀλ­λοι­ώ­νουν τήν ἕ­ως τώ­ρα αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρθο­δο­ξί­ας. Τό κοι­νό Κεί­με­νο δη­λα­δή φαί­νε­ται νά προ­ϋ­πο­θέ­τει σα­φῶς ὅ­τι Ὀρ­θό­δο­ξοι καί παπι­κοί ἀνή­κουν στή «Μί­α Ἐκ­κλη­σί­α» καί ὅ­τι οἱ παπι­κοί ἔ­χουν κοι­νή μέ μᾶς ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη, πα­ρά τήν ταύτι­ση  οὐ­σί­ας καί ἐ­νέρ­γει­ας στό Θε­ό, πα­ρά τό F­i­l­i­o­q­ue, πα­ρά τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τους γι­ά τόν κτι­στό χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἀκτί­στου καί θε­ο­ποι­οῦ Χά­ρι­τος. Ὅ­λα τά πα­ρα­πά­νω, στά ὁ­ποῖ­α παρα­μέ­νουν στα­θε­ρά μέ­χρι σή­με­ρα οἱ παπι­κοί, ἀ­κυ­ρώ­νουν στήν πρά­ξη τό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς «κοι­νω­νί­ας θε­ώ­σε­ως»[24], μέ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ση­μα­σί­α τοῦ ὅ­ρου, πραγ­μα­τι­κή δη­λα­δή καί ὄ­χι συμ­βο­λι­κή με­το­χή τοῦ ἀν­θρώ­που στή θεί­α ζω­ή. Ἀ­κυ­ρώ­νουν, ὅ­μως, ταυ­τό­χρο­να καί τόν οὐ­σι­α­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῶν μυ­στη­ρί­ων της. Στη­ρι­ζό­με­νοι στή διατύπω­ση τοῦ κοι­νοῦ κει­μέ­νου - καί χω­ρίς νά ἐ­πε­κτα­θοῦ­με στίς ἄλλες δογ­μα­τι­κές δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σεις τῶν παπι­κῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­να­φέ­ρον­ται στό πρω­τεῖ­ο, τό ἀ­λά­θη­το, τό κα­θαρ­τή­ρι­ο πῦρ, τήν ἄ­σπι­λη σύλ­λη­ψη κ.λπ. - μπο­ροῦ­με ἀ­σφα­λῶς νά ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με ὅ­τι ἡ βά­ση τοῦ διαλό­γου, θε­ο­λο­γι­κῶς κρι­νό­με­νη, εἶ­ναι, δυ­στυ­χῶς, τε­λεί­ως ἐ­σφαλ­μέ­νη. Καί τοῦ­το, γι­α­τί πα­ρα­με­ρί­στη­καν θε­με­λι­ώ­δεις βι­βλι­κές καί πα­τε­ρι­κές προ­διαγραφές-προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Γι’ αὐ­τό καί ἡ οὐ­σι­α­στι­κή  ἀ­πο­τυ­χί­α τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου εἶναι προ­δι­κα­σμέ­νη. Ὁ Θε­ο­λο­γι­κός Δι­ά­λο­γος ὁ­δή­γη­σε ἤ­δη τή Μι­κτή Δι­ε­θνῆ Ἐ­πι­τρο­πή σέ κα­τά­θε­ση δέκα κοι­νῶν κει­μέ­νων χω­ρίς τίς πα­ρα­πά­νω προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ἀ­φοῦ σέ κα­νέ­να κοι­νό κεί­με­νο δέν γί­νε­ται λό­γος γι­ά σα­φῆ κα­τα­δί­κη τῶν και­νο­φα­νῶν δογ­μά­των τοῦ παπι­σμοῦ, ὅ­πως λ.χ. τοῦ F­i­l­i­o­q­ue. Τήν πρα­κτι­κή αὐ­τή βλέπον­τας μέ ἔκ­δη­λη πνευ­μα­τι­κή ἀ­νη­συ­χί­α ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­τας π. Πα­ΐ­σι­ος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, πα­ρα­τή­ρη­σε εὔ­στο­χα καί προ­φη­τι­κά : «Γι­ά ἀλ­λοῦ ξεκινή­σα­με καί ἀλ­λοῦ πη­γαί­νου­με, χω­ρίς νά τό κα­τα­λα­βαί­νου­με, ὅταν δέν ἀ­κο­λου­θοῦ­με τά χνά­ρι­α τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων». Ἀ­πό τίς ἀρ­χές τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, μέ τή γνω­στή Πατρι­αρ­χι­κή Ἐγ­κύ­κλιο τοῦ 1920, ἄρχισε νά παραμερίζεται οὐ­σι­α­στι­κά ἡ σύ­στα­ση τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Παλα­μᾶ πρός τούς παπι­κούς, ὅτι ὁ θεολογικός διάλογος μέ τούς παπικούς μπορεῖ νά γίνει μόνο μετά τήν ἀφαίρεση τοῦ κακῶς προστεθέντος στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Filioque[25], καί νά υἱοθετοῦν­ται ἄλ­λες προϋποθέ­σεις γι­ά τό Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Ἔτ­σι, ἐγ­και­νι­ά­στη­κε μι­ά ἄλ­λη μή Πα­τε­ρι­κή πο­ρεί­α, μέ ἀ­να­πό­φευ­κτη συ­νέ­πει­α τώ­ρα «νά πη­γαί­νου­με ἀλ­λοῦ, χω­ρίς (ἴ­σως) νά τό καταλαβαί­νου­με». Τό κεί­με­νο τῆς Ραβέννας πα­ρου­σι­ά­ζει εὔ­γλω­ττα τίς ἀρ­νη­τι­κές συ­νέ­πει­ες τῶν ἐ­σφαλ­μέ­νων προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων τοῦ Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου καί προ­δι­α­γρά­φει τό ποι­όν, ἐ­κτός καί ἄν στό με­τα­ξύ ἀλλάξουν οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις τοῦ Δι­α­λό­γου»[26].
ΚΑ) Ἡ ρετσινιά τῆς ψυχοπαθολογίας καί τῆς ἀκρότητος γιά τούς ἀντιφρονούντες
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἀναφέρθηκε καί σέ ὅσους, ἀκολουθώντας τήν Ὀρθόδοξη δογματική, θεολογική καί ἁγιοπατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, χαρακτηρίζουν τόν παπισμό ὡς αἵρεση καί ἀνήκουν στήν ἀντιοικουμενιστική γραμμή, χαρακτηρίζοντάς τους ὡς ψυχοπαθεῖς, ἀκραίους, φανατικούς καί φονταμενταλιστές. Εἶπε συγκεκριμένως ὅτι «πίσω ἀπό τέτοιες συμπεριφορές ὑπάρχουν ψυχικά τραύματα, πού ἴσως τά ξέρει μόνο αὐτός, πού φτάνει σέ ἀκραῖες ἐκδηλώσεις, καί ὁ Θεός». Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, μή μπορώντας νά ἀντιμετωπίσει τούς ἀντιφρονοῦντας μέ ἐπιστημονικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματα, καταφεύγει στήν γνωστή τακτική τῶν οἰκουμενιστῶν τῆς σπιλώσεως διά τῆς συκοφαντίας προσώπων. Ἀπό πότε ὁ κ. Ἰγνάτιος ἔγινε ψυχίατρος καί βγάζει ψυχιατρικές γνωμοδοτήσεις γιά τούς ἄλλους; Δηλ., κατά τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο, ὅλοι οἱ μεγάλοι ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τόν 9ο αἰώνα καί ἐντεῦθεν, μέ πρῶτο τόν Μέγα Φώτιο, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, τόν Ἅγιο Μάρκο τόν Εὐγενικό, τόν Ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί ὅλους τους Ἁγίους Κολλυβάδες Πατέρες, τόν Ἅγιο Νεκτάριο, τόν Ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς καί πολλούς ἄλλους, ἀλλά καί οἱ σημερινοί πραγματικοί Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως οἱ Σέβ. Μητρ. Πειραιῶς, Γόρτυνος, Κυθήρων, Κονίτσης κ.ἄ εἶναι ψυχοπαθεῖς καί ἀκραῖοι; Ἄς προσέξει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος μήπως ἡ μομφή αὐτή, πού διατυπώνει, γυρίσει πίσω στόν ἴδιο ὡς μπούμερανγκ καί αὐτεπίστροφον βλῆμα. Ἀπό τήν τοποθέτηση αὐτή τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνάτιου ἀποδεικνύεται γιά μία ἀκόμη φορᾶ ἡ ἀμετανοησία καί ἡ ἑωσφορική ἐπιμονή του στήν αἵρεση τῆς πατρομαχίας, στό καινοφανές αἱρετικό δόγμα τῆς μεταπατερικῆς καί νεοπατερικῆς αἱρέσεως, πού πρῶτος ὁ ἴδιος μέσω τῆς ΑΘΣ εἰσήγαγε στόν ἑλληνικό χῶρο.
Διοχετεύθηκε ὡς πληροφορία ὅτι κατά τήν ἡμερίδα οἱ παπικοί ἔδωσαν τά εὔσημά τους στόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο γιά τήν λειτουργική ἀνανέωση/ἀναγέννηση, πού προωθεῖ στήν Ἱ. Μ. Δημητριάδος, μέ τήν μετάφραση τῶν λειτουργικῶν μας κειμένων καί τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας, τήν συντόμευση τοῦ χρόνου τῆς Θείας Λειτουργίας καί τήν τέλεσή της ὄχι τίς πρωινές ὧρες, ἀλλά ἀργότερα, τό ξεφόρτωμα τοῦ βαρέως βυζαντινοῦ τελετουργικοῦ τυπικοῦ κ.ἄ. Εἶναι, πλέον, προφανές ἀπό ποῦ «ἐμπνέεται» ὁ Σεβ. Στήν Ἱ. Μ. Δημητριάδος ἐφαρμόζει κατά γράμμα τίς ἀποφάσεις περί λειτουργικῆς ἀνανεώσεως τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου. Ποιές σκοπιμότητες ἐξυπηρετεῖ μέ τήν στάση του αὐτή ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος; Ἴσως τό ἀδηφάγο πάθος τῆς φιλοδοξίας καί τῆς φιλαρχίας, μέ ὄνειρα γιά ἀναρρίχιση στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἤ σέ κάποια ἀρχιεπισκοπή ἤ μητρόπολη τοῦ ἐξωτερικοῦ, νά δίνει μία πρώτη ἀπάντηση.    
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οἱ μέγιστες εὐθύνες τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Τό τραγελαφικό γιά τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο, εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἀποδίδει τίτλους ἐκκλησιαστικότητας στούς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς παπικούς, δέν τολμᾶ, συνεπῆς πρός τίς διακηρύξεις του, νά κηρύξει ἐνώπιον τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ λαοῦ αὐτά, πού πιστεύει γιά τούς παπικούς, οὔτε τολμᾶ νά ἔλθει σέ μυστηριακή διακοινωνία μέ τούς παπικούς, διότι γνωρίζει ὅτι ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή θά ἀπολέσει ἀμέσως τήν ἐκκλησιαστική του ἰδιότητα. Αὐτό, ὅμως, δέν ἀποτελεῖ τήν πλέον κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς κακοδοξίας τοῦ παπισμοῦ; Ἄν πράγματι πιστεύει τίς ἀπαράδεκτες καί προκλητικές διακηρύξεις του, ἄς τό τολμήσει, λοιπόν, διότι ἀλλιῶς ἀποδεικνύει τήν ἀνυπαρξία ἐκκλησιαστικότητας στούς κακοδόξους καί αἱρετικούς παπικούς.
Πέραν τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων καί πραχθέντων τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου, τό μεῖζον ἐν προκειμένω ζήτημα, εἶναι ἡ στάση, πού τήρησαν καί τηροῦν ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ συνεπίσκοποί του, οἱ συγκροτοῦντες τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀπέναντι στόν Σεβ.  κ. Ἰγνάτιο καί τίς ἐνέργειές του. Δυστυχῶς, δεν ὑπῆρξε σχεδόν καμμία ἀντίδραση ἐκ μέρους τους, οὔτε ἔσπευσαν νά ἀνακαλέσουν στήν τάξη τόν τολμητία τοῦ Βόλου, οὔτε εὐαισθητοποιήθηκαν, αἰτῶντας τήν ἀφαρμογή τῶν ὅσων διακελεύουν σχετικῶς οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες. Δέν θά ἔπρεπε νά συγκληθεῖ ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί νά ἐπιβάλλει τίς προβλεπόμενες κυρώσεις; Ἀντιθέτως, κυριάρχησε γιά μία ἀκόμη φορᾶ τό ἐπαίσχυντο «φιλάδελφο», μέ συνέπεια ὁ ἐν λόγω δεσπότης νά καταλείπεται ἀσύδοτος, προκειμένου νά συνεχίσει νά προβαίνει σέ παρόμοιες ἀσχημοσύνες. Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τό γεγονός ὅτι λίγες ἡμέρες μετά τήν παπική ἡμερίδα, ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος συμμετεῖχε καί κήρυξε στην ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στόν ὁμώνυμο Ἱερό Ναό τῶν Θηβῶν, παρουσία τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου κ. Ἱερωνύμου Β΄ καί ἄλλων Ἱεραρχῶν, σά νά μήν συμβαίνει τίποτα[27] καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Μακ. Ἀρχιεπίσκοπος, κατά τήν πρόσφατη ἐπίσκεψή του στήν Ἱ. Μ. Σύρου, «κάλυψε» τόν Σεβ. κ. Ἰγνάτιο καί «ἄδειασε» τούς Σεβ. Μητροπολίτες Πειραιῶς κ. Σεραφείμ καί Γόρτυνος κ. Ἱερεμία, μέ τούς ἐναγκαλισμούς, τίς προσφωνήσεις καί τήν τοποθέτηση στό παραθρόνιο τοῦ τοπικοῦ παπικοῦ «ἀρχιεπισκόπου»[28].
Ἄς ἀναλογισθοῦν, ὅμως, ὅτι μ’αὐτόν τόν τρόπο ἀπαμβλύνουν και ἀπομειώνουν τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο τοῦ ποιμνίου καί πυροδοτοῦν διαιρέσεις καί σχίσματα, γιά τά ὁποία εὐθύνονται τά μέγιστα μόνο οἱ ἴδιοι[29].





[1]Διατάγματα Β΄ Συνόδου Βατικανοῦ, τεῦχος 7, ἔκδ. «Γραφείου Καλοῦ Τύπου», Ἁθήνα, σσ. 43-44.
[2] π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΝΤΙΔΗΣ, «Ἡ Β’ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀνοίγει τήν Ἐκκλησία στό μέλλον. Β΄ Βατικανή Σύνοδος - Ἐποχή συμφιλίωσης καί διαλόγου», περιοδικό Ἀνοιχτοί Ὀρίζοντες, τεῦχος 1028, Δεκέμβριος 2005, http://ao.cen.gr/anoriz1028/AnOriz1028_19.htm
[3] Τοῦ ἰδίου, Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ : μια γενική ἄποψη, http://www.typosmaroniton.com/cgibin/hweb?-A=13524&-V=social 15/10/2012
[4] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄,ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ.  383-389.
[5] Β΄ Κορ. 6, 14.
[6]http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html 
[7] π. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΝΤΙΔΗΣ, «Ἡ Β’ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀνοίγει τήν Ἐκκλησία στό μέλλον.Β΄ Βατικανή Σύνοδος - Ἐποχή συμφιλίωσης καί διαλόγου», περιοδικό Ἀνοιχτοί Ὀρίζοντες, τεῦχος 1028, Δεκέμβριος 2005, http://ao.cen.gr/anoriz1028/AnOriz1028_19.htm
[8]ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Οὐνία˙ ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002.
[9] Ἡ οὐνιτική παρουσία καί συμμετοχή στήν ἐνθρόνιση τοῦ Πάπα Φραγκίσκου δείχνει τί ἀκριβῶς ἐπιθυμεῖ ὁ Παπισμός, http://aktines.blogspot.gr/2013/03/blog-post_27.html
[10] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἀνακοινωθέν, Οἱ σχέσεις τοῦ Πάπα μέ τήν Δικτατορία τῆς Ἀργεντινῆς, 22-3-2013.
[11] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 377-383.
[12]http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html 
[13]http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html 
[14]ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. Ι, Ἀθήναι 1964, σ. 25.
[15] Ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. ΙΙ, Ἀθήναι 1965, σ. 170.
[16]ΠΑΠΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΓ΄, Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή «AD PETRI CATHEDRAM», 29.6.59, Acta Ap. Sedis, Vol. LI, 22.7.1959, σσ. 497-531
[17]ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, ἔνθ’ἀνωτ., σ. 171.
[18]ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ, «Τό Βατικανό καί ἡ Ἕνωση τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν», ἐφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30-7-1995. ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Ἀνησυχία γιά τήν προετοιμαζομένη ἀπό τό Βατικανό ἕνωση Ὀρθοδόξων - Ρωμαιοκαθολικῶν http://www.orthodoxnet.gr/print.php?sid=155
[19] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄,ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 402-403.
[20]ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄,ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 403, 399-404, 328-338.
[21] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα 2009, σσ. 13-14.
[22]ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, «Τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα», Ἅγιον Ὄρος 30-12-2007, Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἐκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 90-99, http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html
[23] Λ.χ. συ­νο­δι­κό­τη­τα μέ ὀρ­θο­δό­ξους καί ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἰ­σό­τι­μα - ταυ­τό­τη­τα μυ­στη­ρί­ων Ὀρ­θο­δό­ξων καί ἑ­τε­ρο­δό­ξων -ἐ­πέ­κτα­ση τῆς δογ­μα­τι­κῆς συνει­δή­σε­ως στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους - «τραυ­μα­τι­σμός» τῆς κα­θο­λι­κό­τη­τας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­ξαι­τί­ας δι­α­κο­πῆς τῆς εὐ­χα­ρι­στι­α­κῆς κοι­νω­νί­ας - ἀποστο­λι­κή δι­α­δο­χή - δι­η­ρη­μέ­νη ἡ Μί­α Ἐκ­κλη­σί­α.
[24] Γι­ά τούς Ὀρ­θο­δό­ξους Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, πού τό συ­νι­στοῦν ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ μέ τήν ἡ­γε­σί­α του ὡς «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως». Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ταν παύ­ει νά λει­τουρ­γεῖ ὡς «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως», παύ­ει νά ὑ­πάρ­χει καί ὡς Ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος σώ­ζε­ται, ὅ­ταν ἐλευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πό τή φθο­ρά καί τό θά­να­το. Καί αὐ­τό πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μό­νο μέ τήν προ­σω­πι­κή με­το­χή στήν ἄ­κτι­στη θεί­α ζω­ή, πού παρέχεται μό­νο στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «κοι­νω­νί­ας θε­ώ­σε­ως». Σχ. βλ. Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν», στό συλλογικό τόμο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου, Πρακτικά Διεθνῶν Ἐπιστημονικῶν Συνεδρίων Ἀθηνῶν καί Λεμεσοῦ, Ἅγιον Ὄρος 2000, σ. 59.
[25]ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Πε­ρί τῆς ἐκ­πο­ρεύ­σε­ως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, Λό­γος Α΄, 4, 27-31, Π. Χρή­στου, τ. Α΄, σ. 31: «Ἦν οὖν ἄ­ρα τῶν δικαι­ο­τά­των μη­δέ λό­γον ἀ­ξι­οῦν ὑ­μᾶς, εἰ μή τοῦ προ­στι­θέ­ναι τῷ ἱ­ε­ρῷ συμ­βό­λῳ παύ­ση­σθε, τῆς δέ πα­ρ’ ὑ­μῶν προ­σθή­κης πα­ρ’ ὑ­μῶν ἐκβεβλημένης πρό­τε­ρον, ἔ­πει­τα ζη­τεῖν, εἰ καί ἐκ τοῦ υἱ­οῦ ἤ οὐ­χί καί ἐκ τοῦ υἱ­οῦ τό πνεῦ­μα τό ἅ­γι­ον, καί τό ἀ­να­φέν τοῖς θε­ο­φό­ροις συν­δο­κοῦν κυ­ροῦν».
[26]ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Ὀρθόδοξοι προβληματισμοί μέ ἀφορμή τό κείμενο τῆς Ραβέννας, Θεσ/κη 20-5-2009, Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἐκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σσ. 100-111, http://thriskeftika.blogspot.gr/2009/06/blog-post_5339.html
[27]http://www.agioritikovima.gr/eklisia-elados/32948-dimitriados-gia
[28]http://www.agioritikovima.gr/eklisia-elados/34046-f%CE%BFtografies-apo
[29]ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΝΑΝΗΣ, Ὁ ἀσχημονών Δημητριάδος καί ἡ ἀπάθεια τῶν συνεπισκόπων του, 19-11-2013, http://aktines.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2680.html

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Θεολογική και ιστορική κριτική της εισηγήσεως του Σεβ. Μητροπ. Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου στην Παπική Ημερίδα για την Β΄Βατικάνειο Σύνοδο (Μέρος Ε΄)


Εν Πειραιεί 19-12-2013

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΑΛΜΥΡΟΥ κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ
(ΜΕΡΟΣ Ε΄)

εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

ΙΔ) Ἀγάπη καί ἀλήθεια
Στήν εἰσήγηση τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου εἶναι διάχυτες οἱ ἀναφορές του στήν ἀγάπη, τόν οἰκουμενιστικό ἀγαπισμό, πού πρέπει νά ἔχουμε πρός τούς ἄλλους, τούς αἱρετικούς καί τούς ἀπίστους, ἡ ὁποία, ὅμως, ἀγάπη χωρίζεται ἀπό τήν ἀλήθεια.


Λέει χαρακτηριστικά : «Τό πρῶτο, λοιπόν, καί ἴσως τό πιό σημαντικό πράγμα, πού προσέφερε ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ, εἶναι ἡ ἐπαναφορά τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν χριστιανῶν. Ὅσο βαθιές καί ἄν εἶναι οἱ διαφορές μεταξύ τῶν χριστιανῶν στά θέματα τῆς πίστεως, δέν δικαιολογεῖται μέ κανέναν τρόπο ἡ ἐχθρότητα μεταξύ τους. Πρέπει, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, νά ‘ἀληθεύουν ἐν ἀγάπη’, διότι χωρίς ἀγάπη ἡ πίστη εἶναι κενή περιεχομένου, ὅπως διακηρύττει ὁ ἴδιος Ἀπόστολος στό 13ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του».
Κατ’ἀρχήν, σέ μία ἡμερίδα πού, κατά τή γνώμη μας, κυριάρχησε τό ψέμα καί ἡ ὑποκρισία, κάνει τρομερή ἐντύπωση ἡ διαστρέβλωση τοῦ παύλειου αὐτοῦ λόγου ἀπό τό στόμα ἑνός Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου. Ἐδῶ, στό σημεῖο αὐτό, διακρίνουμε καί τό φρόνημα τῶν ὅσων διαλέγονται στό ὄνομα τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τούς ἑτεροδόξους. Εἶναι ξεκάθαρο πώς ὡς ἀλήθεια γιά αὐτούς νοεῖται ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας, κι ὄχι αὐτή καθεαυτή ἡ ἀλήθεια[1]. Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ποτέ δέν δέχθηκε νά κάνει ἐνδοορθόδοξο διάλογο μέ τούς ὁμοπίστους του ἀντιφρονοῦντας. Δέχεται, ὅμως, μετά χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως νά διαλέγεται ἀτερμόνως χωρίς ἀποτέλεσμα μέ τούς αἱρετικούς παπικούς. Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου, τήν ὁποία ἐδῶ ἐπικαλεῖται, πρός τούς ὀρθοδόξους;
Ἡ Β΄ Βατικάνειος Σύνοδος, ὄχι μόνο σχετικοποιεῖ καί νοθεύει τήν ἀλήθεια, πού εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἀλλά τό ἐκριζώνει, θά λέγαμε, ἐκ βάθρων, προβάλλοντας ἕνα ἀνθρωποκεντρισμό-οὐμανισμό, πού ἔχει τίς βάσεις του στόν δογματικό μινιμαλισμό, κατά τόν Ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς. Μέ ἄλλα λόγια ἡ «θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης», πάνω στό πνεῦμα τῆς ὁποίας κινήθηκε τό Βατικανό καθ’ ὅλη τήν δεκαετία τοῦ ’60, γιά τούς Ὀρθοδόξους δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό «θεολογία τῆς ὑποδούλωσης», μέσα ἀπό διατάγματα καί ὅρους τύπου “Gaudium et Spes” (= «Ἡ Ἐκκλησία μέσα στό σύγχρονο κόσμο»), τά ὁποία ὅσο σαγηνευτικά κι ἄν ἀκούγονται, δέν ἔχουν καμία ἀπολύτως θέση στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί ζωή[2].
Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἡ στάση τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ὁμόφωνη. Ἀσφαλῶς, ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, πού τή δείχνει πρός ὅλους, δικαίους καί ἁμαρτωλούς, καί ἀσφαλῶς καί ἐμεῖς πρέπει νά χαρακτηριζόμαστε ἀπό αὐτήν τήν καθολική, τήν συνολική ἀγάπη, γιατί αὐτή εἶναι τό κατ' ἐξοχήν γνώρισμα τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἀλλά ἡ ἀγάπη δέν εἶναι Θεός, δέν πρέπει νά θεοποιοῦμε τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη, ἐπίσης, δέν πρέπει νά ἀναιρεῖ τήν ἀλήθεια καί τήν εὐσέβεια, πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν ἀλήθεια, γιατί διαφορετικά εἶναι ψεύτικη καί ὑποκριτική. «Ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ καί ἀγαπῶντες ἐν ἀληθείᾳ»[3]. Πρέπει νά ἀγκαλιάζει τόν πλησίον, ὄχι μόνο ὡς σωματική, βιολογική παρουσία, ἀλλά ὡς πνευματική ὕπαρξη, μέ αἰώνια προοπτική, καί νά ἐνδιαφέρεται πρό παντός, ὄχι γιά τά κοσμικά καί τά πρόσκαιρα, ἀλλά γιά τά αἰώνια, γιά τήν σωτηρία του. Ἡ σωτηρία τοῦ πλησίον δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ, ὅταν βρίσκεται στήν πλάνη καί στήν αἵρεση, στήν ὁποία μάλιστα ἐγωϊστικά ἐπιμένει. Χάνεται καί ὁ ἴδιος καί παρασύρει καί ἄλλους στήν ἀπώλεια. Ἀπό ἀγάπη, λοιπόν, καί ὄχι ἀπό μῖσος κινουμένη ἡ Ἐκκλησία καί ἀκολουθῶντας τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων ἀπαγορεύει τήν μετά τῶν αἱρετικῶν καί ἀπίστων κοινωνία καί συναναστροφή, ὥστε καί τούς ἰδίους παιδαγωγικῶς νά ὁδηγήσει σέ συναίσθηση τῆς πλάνης, ἀλλά καί τούς ἄλλους νά προφυλάξει. Ἀπό ἀγάπη πρός τά πρόσωπα τῶν αἱρετικῶν καί ἀπίστων, ἀποστρεφόμαστε τήν πλάνη καί τήν αἵρεση. Τήν ἀποστροφή αὐτή τήν δείχνουμε μέ πόνο ψυχῆς πρός τούς ἰδίους, γιατί ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη εἶναι ἀπρόσωπες. Μόνο μ’αὐτόν τόν τρόπο μποροῦμε νά μάθουμε πῶς νά προσεγγίζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ ἀξιοπρέπεια καί σεβασμό.
ΙΣΤ) Ὁ προσυλητισμός τῶν παπικῶν
Ὑποστηρίζει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος στήν εἰσήγησή του ὅτι «θά ἔπρεπε νά δοθεῖ τέλος σέ κάθε πράξη προσυλητισμοῦ μεταξύ τῶν χριστιανῶν καί νά πυκνώνουν οἱ ἐπαφές μεταξύ τους μέ προσφορά βοήθειας τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο στίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς του. Αὐτό σέ μεγάλο βαθμό ἔχει γίνει πράξη καί μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, τήν ὁποία δέν μποροῦν νά ἐπισκιάσουν μεμονωμένα παραδείγματα περί τοῦ ἀντιθέτου».
Διαφεύγει τοῦ Σεβ. κ. Ἰγνατίου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ποτέ δέν χρησιμοποίησε τόν προσυλητισμό. Ὁ προσυλητισμός, ἀπάνθρωπος καί βίαιος, μάλιστα μέχρι θανάτου, εἶναι προνόμιο μόνο τοῦ παπισμοῦ. Πῶς μπορεῖ νά λησμονεῖ καί νά μνηστεύει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος παραδείγματα προσυλητισμοῦ τῶν παπικῶν ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, ὅπως οἱ Σταυροφορίες καί τά βάρβαρα ἐγκλήματα τῶν Οὐνιτῶν πάλαι ποτέ, ἀλλά καί σήμερα; Ὤφειλε νά πεῖ ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος, ἄν εἶχε τό θάρρος, ὅτι «θά ἔπρεπε νά δοθεῖ τέλος σέ κάθε πράξη προσυλητισμού ἐκ μέρους τῶν παπικῶν»καί ὄχι «μεταξύ τῶν χριστιανῶν». Τέλος, ἀπό ποῦ βγάζει τό συμπέρασμα ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ὅτι ὁ τερματισμός τοῦ προσυλητισμοῦ ἐκ μέρους τῶν παπικῶν ἔχει γίνει πράξη σέ μεγάλο βαθμό; Μήπως τό Βατικανό σταμάτησε τήν Οὐνία; Μήπως ἡ Οὐνία δέν δρᾶ ἀνενόχλητη καί σήμερα στίς Ὀρθόδοξες χῶρες;  
ΙΣΤ) Ἡ Διάταξη περί Ἐκκλησίας καί τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ
Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος ἰσχυρίζεται ὅτι, σύμφωνα μέ τό Διάταγμα Lumen Gentium «ἡ Ἐκκλησία ὁρίζεται ἀπό ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ἀπό τούς βαπτισμένους στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος πιστούς». Πιό κάτω σημειώνει ὅτι «τό Διάταγμα Lumen Gentium (Διάταξη περί Ἐκκλησίας) ἀναγνωρίζει κάποια σχέση ἀτελοῦς ἐκκλησιαστικότητας μέ τούς ἐκτός τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τήν ὕπαρξη σ’αὐτούς δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ διάφορες μορφές». Καί τέλος : «Στό περί Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα ἡ Σύνοδος προβαίνει σέ μία διάκριση, ἰδιαίτερα σημαντική γιά τούς Ὀρθοδόξους. Πρόκειται γιά τή διάκριση μεταξύ ‘ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων’ καί ‘ἐκκλησιῶν’. Στήν πρώτη κατηγορία ἀνήκουν οἱ διάφορες Προτεσταντικές ὁμολογίες, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ‘Ἐκκλησία’ μέ πλήρη ἐκκλησιολογική ἔννοια. Ἔτσι διατυπώνεται σαφῶς ἡ θέση ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρέχονται ὅλα τά μέσα σωτηρίας μέ τή Θεία Εὐχαριστία καί τά λοιπά Μυστήρια, τά ὁποῖα θεωροῦνται ἔγκυρα καί σωστικά. Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατέχουν πλήρως τήν Ἀποστολική διαδοχή, ἡ ὁποία ἐκφράζεται στήν Ἱερωσύνη καί τή Θεία Εὐχαριστία, καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς Ὀρθοδόξους, μέ τήν ἄδεια τῶν κατά τόπους ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν ὄχι μόνο εἶναι δυνατή, ἀλλά καί ‘συνιστᾶται’. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι τό Διάταγμα αὐτό πουθενά δέν ἀναφέρει τήν ἀνάγκη κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων μέ τόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς sine qua non conditio τῆς ἐκκλησιαστικότητάς τους».
Κατ’ἀρχήν εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος νά ἐπαινεῖ διθυραμβικά τό περίφημο «διάταγμα περί οἰκουμενισμοῦ» (Unitatis Redintegratio), τό ὁποῖο δῆθεν ἀνοίγει τίς πόρτες στή συνεργασία καί στό διάλογο μέ τίς ἄλλες χριστιανικές «ἐκκλησίες», κάτι πού ἀποτελεῖ δῆθεν ἐξέλιξη στήν παπική ἐκκλησιολογία, ἐφόσον αὐτή ἀναγνωρίζει πώς ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ ἐνεργεῖ καί στίς ἄλλες χριστιανικές «ἐκκλησίες». Ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος δέν ἀπορρίπτει αὐτή τήν αἱρετική προσέγγιση, ἡ ὁποία οὐσιαστικῶς εἶναι ταυτόσημη μέ τήν «θεωρία τῶν κλάδων», πού προωθεῖ τό «Π.Σ.Ε.», ἀντιθέτως τήν υἱοθετεῖ πανηγυρικῶς, ἀφοῦ κατά τήν ἐκτίμησή του ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι θά πρέπει νά χαιρόμαστε κι ἀπό πάνω, ἐπειδή «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ‘Ἐκκλησία’ μέ πλήρη ἐκκλησιολογική ἔννοια», ἀπό τή Β΄ Βατικανή Σύνοδο! Αὐτό, βεβαίως, πού ἀποφεύγει ἐν προκειμένω νά θίξει ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος εἶναι ὅτι γιά τό Βατικανό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως διακηρύχθηκε urbi et orbi τόν Ἰούνιο τοῦ 2009 ἀπό τόν πρώην ἐκλαμπρότατο Βενέδικτο ΙΣΤ΄, ναί μέν χαρακτηρίζεται ὡς ἐκκλησία, πλήν ὅμως ὡς ἐλλειμματική, ἐνόσω χρόνο δέν ἀποδέχεται τό «πέτρειο πρωτεῖο» τοῦ πάπα[4], σύμφωνα μέ τήν ἀπό 29.6.2007 νότα τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τή Διδασκαλία τῆς Πίστεως. Ἄν ἡ «Ἐκκλησία» ταυτίζεται μέ τήν πληρότητα, τήν τελειότητα καί τήν καθολικότητα, πώς μπορεῖ νά ὑπάρξει σ’ Αὐτήν «ἔλλειμμα» ἤ «ἐκκλησιολογική ἀνεπάρκεια» καί μάλιστα μέ τή  βασική θεολογική ἔννοια τοῦ ὄρου στό πλέον καίριο θέμα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, ποῦ εἶναι καθοριστικό; Ἄν ἡ «Ἐκκλησία» εἶναι τό «σῶμα τοῦ Χριστοῦ», πῶς ἐννοεῖ ἡ Ρωμαϊκή Ἐπιτροπή Πίστεως τό ἄχραντο Σῶμα Του νά ἔχει «ἔλλειψη», καί μάλιστα πολύ οὐσιαστική ; Ἡ φράση Ἐκκλησία μέ «ἔλλειμμα» ἐνέχει τήν ἀπόλυτη ἀντίφαση, ὥστε αὐτοαναιρεῖται πλήρως : ἄν εἶναι «ἐλλειμματική», δέν εἶναι Ἐκκλησία, καί ἄν εἶναι Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι «ἐλλειμματική»[5].
Ὁ Ἰωάννης Καρμίρης κρίνει ὡς ἀπαράδεκτο ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς τόν οἰκουμενισμό τῆς Β΄ Βατικανῆς συνόδου : «Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία… κατεσκεύασεν ἴδιον, ρωμαιοκεντρικόν, οὕτως εἰπεῖν, Οἰκουμενισμόν, ὅστις, τοποθετῶν ἐν τῷ κέντρω τήν ρωμαϊκήν Ἐκκλησίαν, ὡς τήν μόνη ἀληθῆ Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ὑπό τόν πάπαν, ἀξιοῖ τήν εἰς αὐτήν «ἐπιστροφήν» πάντων τῶν ἄλλων μή ρωμαιοκαθολικῶν χριστιανῶν, ὡς πεπλανημένων καί ἀπολωλότων «αἱρετικῶν» καί «σχισματικῶν», ὅπως ἀπεκαλοῦντο ὑπό τῆς Ρώμης ἄλλοτε οὗτοι, μετά τῶν εἰς ἅς ἀνήκουσι «κοινοτήτων» καί οὐχί Ἐκκλησιῶν… Δέν δύναται νά γίνη ἀποδεκτός ὁ Οἰκουμενισμός αὐτοῦ του «σχήματος» ὑπό τῶν ἔξω της Λατινικῆς Ἐκκλησίας Χριστιανῶν καί μάλιστα ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων, οἵτινες εὐλόγως ἀπορρίπτουσιν ἀπολύτως πάσαν ἰδέαν «ἐπιστροφῆς» πρός τήν Ἐκκλησίαν ἐκείνην, τήν ὁποίαν ἤδη ἀπό μιᾶς χιλιετηρίδος ἐθεώρουν ὡς ἐκπεσοῦσαν τῆς ὀρθῆς πίστεως καί ἀποκοπεῖσαν διά τοῦ Σχίσματος ἀπό τοῦ κορμοῦ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»[6].
Κατά τόν ἀείμνηστο Μακ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Χρυσόστομο Β΄, τόν παπικό οἰκουμενισμό δέχονται μόνο ὅσοι χωλαίνουν περί τήν πίστη[7].
Τό ἐπίσημο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό περιοδικό «Ἐκκλησία», ὀρθῶς ἐπισημαίνει τόν σοβαρό κίνδυνο, πού προέρχεται ἀπό τό ἀντορθόδοξο περιεχόμενο τοῦ Βατικανείου Διατάγματος : «Ἐφαρμόζουσα τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ»… ἡ ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, θά ἀναπτύξη προσεχῶς συστηματικήν καί ὠργανωμένην προπαγανδιστικήν καί προσυλητιστικήν δραστηριότητα εἰς βάρος καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ ποιμένες καί οἱ πιστοί της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχουν χρέος νά ἀποκτήσουν συνείδησιν τοῦ διαγραφομένου κινδύνου καί νά ἀγωνισθοῦν διά τήν ἀποτροπήν του… Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας θά δυνηθῆ νά ἀντιμετωπίση τόν κίνδυνον αὐτόν μόνον ἡνωμένη καί ἱσταμένη ἀκλονήτως ἐπί τοῦ θεμελίου της πίστεως, καλλιεργοῦσα τήν εὐσέβειαν καί διαφυλάττουσα ἀνόθευτον τήν μεγάλην πνευματικήν κληρονομίαν της»[8].
Σύμφωνα μέ τόν παν. ἀρχιμ. κυρό Σπυρίδωνα Μπιλάλη, «τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ» κατ’οὐσίαν ἀποτελεῖ περίτεχνο καί γι’αὐτό περισσότερο ἐπικίνδυνο οὐνιτικό κήρυγμα. Η Β΄ Βατικανή σύνοδος, ἀντί νά καταργήσει τήν οὐνία, μέ τόν παπικό οἰκουμενισμό, ἔθεσε τίς βάσεις μιᾶς νέας οἰκουμενικῆς οὐνίας, πού ἔχει σκοπό τήν ἀποπλάνηση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τήν προβολή τοῦ παπισμοῦ ὡς τῆς δῆθεν μόνης ἀληθοῦς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι ὁ παπικός οἰκουμενισμός, ἡ νέα αὐτή μορφή τῆς οὐνίας, μέ τήν παπική πολιτική τῶν μειδιαμάτων καί φιλοφρονήσεων, ἔχει πείσει ἀκόμη καί ὀρθοδόξους κληρικούς καί θεολόγους, (ὅπως ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος), γιά τίς ἀνύπαρκτες εἰλικρινεῖς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ. Εἶναι, ὅμως, πρόδηλο ὅτι ὁ ὕποπτος παπικός οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπό κάποιους ἀθεολογήτους καί ἀφελεῖς, (ὅπως ὁ Σεβ. κ. Ἰγνάτιος), ὡς μέγα βῆμα προσεγγίσεως Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ἀποτελεῖ, κατά τήν ὁμολογία πάντων τῶν ἐπαϊόντων, ἕνα ἐπί πλέον ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο ὡς πρός τήν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ αἰτήματος τῆς ἑνώσεως τῶν αἱρετικῶν παπικῶν μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς πίστεως τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»[9].
ΙΖ) Ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀναφερθοῦμε στή νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ, γιά νά κατανοήσουμε τά ὅσα περί βαπτίσματος καί ἀτελοῦς ἤ πλήρους ἐκκλησιαστικότητος λέει ὁ Σεβ.  κ. Ἰγνάτιος.
Ἡ βάση τῆς νέας ἐκκλησιολογίας τοῦ παπισμοῦ βρίσκεται στήν ἐγκύκλιο Ut Unum Sint (1995) τοῦ πάπα Ἰωάννου Παύλου II, ὁ ὁποῖος ἐπαναδηλώνει τήν οὐσιαστική διδασκαλία, πού πρωτοδιατυπώθηκε στό Διάταγμα Unitatis Redintegratio. «Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀδελφότητάς μας δέν εἶναι ἐπακόλουθο μίας μεγαλόκαρδης φιλανθρωπίας ἤ ἑνός ἀόριστου οἰκογενειακοῦ πνεύματος. Ἔχει τῆς ρίζες της στήν ἀναγνώριση τοῦ ἑνός Βαπτίσματος καί στό ἐπακόλουθο καθῆκον πρός δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ ἐν τοῖς ἔργοις Αὐτοῦ. Ἡ Διεύθυνση γιά τήν Ἐφαρμογή τῶν Ἀρχῶν καί τῶν Τύπων περί Οἰκουμενισμοῦ ἐκφράζει τήν ἐλπίδα ὅτι τό βάπτισμα θά ἀναγνωρισθεῖ ἀμοιβαία καί ἐπίσημα. Αὐτό εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό μία οἰκουμενική πράξη τιμῆς ἕνεκεν. Συνιστᾶ μία βασική ἐκκλησιολογική δήλωση»[10].
Σύμφωνα μέ τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ καί σχετικά μέ τό βάπτισμα, «οἱ ἄνθρωποι, πού πιστεύουν στόν Χριστό καί ἔχουν πράγματι βαπτισθεῖ» θεωροῦνται ὅτι βρίσκονται σέ κοινωνία μέ τήν «Καθολική Ἐκκλησία» (τόν παπισμό) ἀκόμη καί ἄν «αὐτή ἡ κοινωνία εἶναι ἀτελής» (3a). Ἐάν, λοιπόν, ἐκεῖνοι, πού βαπτίσθηκαν Χριστιανοί, πραγματικά ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, εἶναι σέ κοινωνία μέ τήν «Ἐκκλησία» (παπισμό), ἀκόμη καί ἄν εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, μόνο σέ «μερική» κοινωνία, ἕπεται ὅτι ὄχι μόνο μερικά, ἀλλά «πολλά στοιχεῖα καί χαρίσματα», πού οἰκοδομοῦν καί δίνουν ζωή στήν «Ἐκκλησία» (παπισμό) ὑπάρχουν ἐκτός τῶν ὁρατῶν ὁρίων. Ἐκεῖνα τά «στοιχεῖα» περιλαμβάνουν «τόν γραπτό λόγο τοῦ Θεοῦ», «τή ζωή τῆς χάριτος», «τά ἐσωτερικά δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καί ἀρκετά ἄλλα (3b).
Σύμφωνα μέ τήν λατινική διδασκαλία, πρίν τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο οἱ παπικοί πίστευαν ὅτι τό βάπτισμα ὠφελεῖ γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μόνο ἐντός της ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Χάρις βρίσκεται σέ ἀναστολή, λόγω τῆς κατάστασης τοῦ σχίσματος ἤ τῆς αἵρεσης, καί εἶναι ἐνεργῆς μόνο μέ τήν εἴσοδο στήν Ἐκκλησία. Οἱ σχισματικές ὁμάδες δέν κατέχουν τίποτε περισσότερο ἀπό τήν αἵρεσή τους. Τά μυστήρια ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία. Μετά τήν Β΄ Βατικανή ἡ παραπάνω διδασκαλία ἄλλαξε καί ἀπό τότε μέχρι καί σήμερα οἱ παπικοί θεωρούν ὅτι τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος παράγει ὅλους τούς καρπούς του καί εἶναι πηγή χάριτος ἀκόμα καί ὅταν τελεῖται ἀπό ἐπισήμως χωρισμένους σχισματικούς ἤ αἱρετικούς. Τήν «ζωή τῆς χάριτος» καί «προσβάσεως στήν κοινότητα τῆς σωτηρίας» ἀπολαμβάνουν καί ὅσοι βρίσκονται σέ σχίσμα καί αἵρεση. Τά σχισματικά σώματα καθ’ αὐτά θεωροῦνται ὡς «μέσα σωτηρίας».
Οἱ παπικοί πιστεύουν ὅτι τo Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἐρχόμενοι σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν Πατερική Ὁμοφωνία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία δέν ὑπάρχει μυστηριακή χάρη (καθαρτική, φωτιστική καί ἁγιαστική ἐνέργεια) ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Β΄Βατικανή ἐπεξέτεινε τήν Ἐκκλησία, ὥστε νά συμπεριλαμβάνει καί τούς ἴδιους τούς σχισματικούς καί αἱρετικούς. Κατ’αὐτόν τόν τρόπο δέν μπορεῖ νά λέγεται ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Τό σχισματικό καί τό αἱρετικό βάπτισμα θεωρεῖται τώρα ὡς καρποφόρο, διότι εἶναι τό ἕνα βάπτισμα τοῦ ἑνός Σώματος, πού εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό, ὅμως, σημαίνει, ὅτι τά κριτήρια, πού χρησιμοποιοῦνται γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας, τά ἔχουν ἀλλάξει. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μυστηριακή ἑνότητα, δέν βρίσκεται πλέον γι’αυτούς στήν ταυτότητα, πού στηρίζεται πάνω στήν ἑνότητα τῆς πίστεως, τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, τῆς ἱερωσύνης καί τῶν μυστηρίων. Ἡ Ἐκκλησία πλέον ἀναγνωρίζεται ἀπό τά στοιχεῖα, τά ἐπιμέρους τοῦ συνόλου, ἐγκαθιδρύοντας μία κοινωνία ἀτελῶς, ἡμιαυτόνομα καί ἀόριστα.
Ἔτσι, οἱ παπικοί ἔχουν τρεῖς νέες ριζοσπαστικές ἀναγνωρίσεις : α) τοῦ αἱρετικοῦ βαπτίσματος ὡς τοῦ ἑνός βαπτίσματος (καί καρποφόρου), β) τῶν αἱρετικῶν συνάξεων ὡς ἐκκλησίων, καί γ) τῆς καρποφόρας ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός αὐτῶν. Αὐτές οἱ τρεῖς ἀναγνωρίσεις προετοίμασαν τό ἔδαφος γιά τήν τέταρτη καί τελική ἀναγνώριση, τῆς Una Sancta ὡς ὑφισταμένη ἀπό τόν παπισμό καί τίς σχισματικές καί αἱρετικές συνάξεις.
Ὅμως, ἡ δημιουργία ἀπό τους παπικούς μιᾶς ἄλλης, νέας «ἐκκλησίας», συνεπάγεται καί τήν δημιουργία ἑνός ἄλλου, νέου Χριστοῦ. Κάθε ἀλλαγή ἤ μετασχηματισμός τῆς πίστεως ἤ τῆς παραδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἄλλος Ἰησοῦς, ἄλλη Ἐκκλησία. Ὁ Ἄπ. Παῦλος λέει : «Εἰ μέν γάρ ὁ ἐρχόμενος ἄλλον Ἰησοῦν κηρύσσει, ὄν οὐκ ἐκηρύξαμεν, ἤ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε, ὅ οὐκ ἐλάβετε, ἡ εὐαγγέλιον ἕτερον ὅ οὐκ ἐδέξασθε…»[11]. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ὑπογραμμίζει : «Ὅστις γάρ ὅλον τόν νόμον τηρήση, πταίση δέ ἐν ἐνί, γέγονεν πάντων ἔνοχος»[12]. Τέλος, ὁ ἅγιος Ταράσιος πατριάρχης Κων/λεως ἐπισημαίνει : «Τό κακόν ἤδη κακόν ἐστι, καί μάλιστα ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Τό γάρ ἐπί δόγμασιν εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν ταυτόν ἐστιν. Ἐξ’ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται»[13].
Ὁ Francis A. Sullivan ὑποστηρίζει ὅτι «μπορεῖ κάποιος νά σκεφθεῖ τήν παγκόσμια Ἐκκλησία ὡς μία κοινωνία (communion), σέ ποικίλα ἐπίπεδα πληρότητας, «σωμάτων» πού εἶναι περισσότερο ἤ λιγότερο πλήρεις ἐκκλησίες… εἶναι μία πραγματική κοινωνία, πού πραγματοποιεῖται σέ ποικίλους βαθμούς πυκνότητας ἤ πληρότητας, «σωμάτων» πού στό σύνολό τους ἔχουν πραγματικά ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα, παρότι κάποια πληρέστερα ἀπό ἄλλα»[14]. Δηλ. ἐδῶ ἔχουμε τόν Χριστό κατά βαθμούς.
Σύμφωνα, ὅμως, μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, μία ἐκκλησία, πού πραγματώνεται σέ βαθμούς πληρότητας, δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία, γιατί ὁ Χριστός εἶναι τά πάντα καί ἐν πάσιν Χριστός. Στόν παπισμό ἡ ἀληθινή πίστη δέν εἶναι τό κριτήριο γιά τήν ἀναγνώριση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ κεντρικοί, λοιπόν, στύλοι τῆς νέας λατινικῆς ἐκκλησιολογίας εἶναι οἱ ἑξῆς : α) Οἱ ὄροι «σχίσμα» καί «αἵρεση» δέν ἐφαρμόζονται πλέον, β) τό Ἅγιον Πνεῦμα χορηγεῖται καί ἁγιάζει τά σχισματικά/αἱρετικά σώματα, γ) σχισματικά/αἱρετικά σώματα ἀναγνωρίζονται ὡς ἐκκλησίες καί ἐκκλησιαστικές κοινότητες, δ) ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει ὅλους τους «βαπτισμένους», πού συμμετέχουν κατά βαθμούς, ε) ἡ διάκριση μεταξύ πλήρους καί ἀτελοῦς κοινωνίας, καί στ) δέν εἶναι ἀπαραίτητη πλέον ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως, γιά νά ἀνήκει κανείς στήν Ἐκκλησία.
Ο Joseph Ratzinger, πρώην ἐκλαμπρότατος κ. Βενέδικτος ΙΣΤ΄, μέσα στά ἀνωτέρω πλαίσια, ὑποστήριξε ὅτι «κάτι πού δικαίως κάποτε καταδικάστηκε ὡς αἵρεση, δέν μπορεῖ ἀργότερα ἁπλῶς νά γίνει μία ἀλήθεια· μπορεῖ, ὅμως, σταδιακά νά ἀναπτύξει τή δική του θετική ἐκκλησιολογική φύση, τήν ὁποία τό ἄτομο ἀντιμετωπίζει ὡς τήν ἐκκλησία του καί στήν ὁποία ζεῖ ὡς ἕνας πιστός καί ὄχι ὡς αἱρετικός»[15]. Δηλ. ἔχουμε ἐδῶ τό πέρασμα ἀπό τήν αἵρεση στήν ἐκκλησιαστικότητα.
 Ἡ Communio Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία. 
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία, τά ὅρια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας χαράσσονται σαφῶς μέ βάση τίς «γραμμές αἵματος», συμπεριλαμβάνοντας ὅλους ὅσοι μετέχουν στό Κοινό Ποτήριο τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μυστηριακή βάση τῆς κοινωνίας δέν συνίσταται σέ ἕνα ἤ ἄλλο μυστήριο, ἀλλά σέ ὅλα τά μυστήρια μαζί, ἑνωμένα σέ μία κοινή ζωή καί σέ ἕνα κοινό Ποτήριο.
Σύμφωνα μέ τήν Communio Ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς, τά ὅρια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας χαράσσονται πρῶτα μέ βάση τό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος. Μεταξύ τῶν βαπτισμένων ὑπάρχει μία θεμελιώδης ἑνότητα ἤ communio, ἔτσι πού ἡ διάκριση δέν εἶναι μεταξύ πλήρους ἑνότητας ἤ καθόλου communio, ἀλλά μεταξύ πλήρους καί ἀτελοῦς communio (UR 3). Σύμφωνα μέ τόν καρδινάλιο Βάλτερ Κάσπερ, ἡ μυστηριακή βάση τῆς communio εἶναι ἡ communio στό ἕνα βάπτισμα, μέ συμμετοχή στήν Εὐχαριστία, «τό ἀποκορύφωμα» τῆς communion, πού ἐπιφυλάσσεται γι’ αὐτούς, πού εἶναι σέ πλήρη κοινωνία.
Τί εἶναι, ὅμως, ἡ «Communio» Ἐκκλησιολογία; Εἶναι μία σύνθετη πραγματικότητα μέ τή μορφή μιᾶς κοινωνίας, ἡ ἑνότητα τῆς ὁποίας ἔχει ἐπέλθει ἀπό πολλούς καί ποικίλους παράγοντες. Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι ἀνοιχτή ἡ πιθανότητα τά συστατικά στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας νά εἶναι παρόντα ἀκόμη καί σέ χριστιανικές κοινότητες ἐκτός της «Καθολικῆς ἐκκλησίας» (τοῦ παπισμοῦ) καί νά μποροῦν νά προσδίδουν σ’ αὐτές τίς κοινότητες τόν χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, ἡ μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι παροῦσα ἐκτός της «Καθολικῆς Ἐκκλησίας» (τοῦ παπισμοῦ) καί εἶναι πράγματι παροῦσα, καί, μάλιστα, ὁρατή, στό βαθμό, πού εἶναι παρόντες οἱ παράγοντες καί τά στοιχεῖα ἐκεῖνα, πού δημιουργοῦν ἑνότητα, καί συνακόλουθα τήν Ἐκκλησία[16].
Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω λατινική ἀντίληψη, ἔχουμε μία Ἐκκλησία δύο, ὅμως, βαθμίδων. Ἡ πρώτη βαθμίδα εἶναι ἡ συγκεκριμένη ἔκφραση, δηλ. ὁ παπισμός, στόν ὁποῖο δῆθεν ὑφίσταται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί στόν ὁποῖο ὑπάρχει ἡ πλήρης κοινωνία. Ἡ δεύτερη βαθμίδα εἶναι οἱ «ἐλλειπεῖς Ἐκκλησίες», ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ Μονοφυσιτισμός καί ὁ Προτεσταντισμός, οἱ ὁποῖες στεροῦνται τῆς κοινωνίας μέ τόν «πάπα» Ρώμης, ἀφοῦ δέν ἀναγνωρίζουν τό πρωτεῖο ἐξουσίας καί τό ἀλάθητο καί γι’αὐτό βρίσκονται σέ ἀτελῆ κοινωνία. Τήν παραπάνω λατινική ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας ἐκφράζοντας ὁ πρώην ἐκλαμπρότατος κ. Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ἀποκάλεσε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἐλλειματική.
 Ποιά εἶναι, λοιπόν, ἡ νέα εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας τῆς νέας λατινικῆς ἐκκλησιολογίας; Ἄς φανταστοῦμε ἕνα σύστημα ὁμόκεντρων κύκλων, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησία ὅλων τῶν βαπτισμένων καί τῶν ἀβαπτίστων. Στό κέντρο τῶν κύκλων βρίσκεται ὁ παπισμός, πού εἶναι ἡ συγκεκριμένη ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Πιό κοντά στό κέντρο βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία. Πιό μακρυά ὁ Μονοφυσιτισμός. Πιό μακρυά ὁ Ἀγγλικανισμός. Πιό μακρυά ὁ Προτεσταντισμός καί πιό μακρυά οἱ δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά ὑπάρχουν ὄχι μόνο μεταξύ τῶν βαπτισμένων, ἀλλά καί μεταξύ τῶν ἀβαπτίστων.
Ὁ καρδινάλιος Charles Morerod λέει ὅτι «οἱ «χωρισμένοι ἀδελφοί» δικαίως θεωροῦνται «ἀκαταμάχητα ἀδαεῖς» (“invincibly ignorant”), ἐπειδή δέν εἶχαν τή δυνατότητα νά γνωρίσουν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί/ἤ τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ὡς τή Μία Ἐκκλησία, ἀναλόγως τῆς δικαιοσύνης τους καί τῆς συμμετοχῆς τους σέ ὁρισμένα μυστήρια, μέ κυριότερο τό βάπτισμα. Ἐκεῖνοι, πού δέν ἀνήκουν στή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἀνήκουν ὡστόσο στή Μία Ἐκκλησία ποικιλοτρόπως, σύμφωνα μ’ ἕνα σύστημα ὁμόκεντρων κύκλων : οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ρῶσοι πρῶτα...»[17].
Τί σημαίνει, λοιπόν, τώρα νά ἀνήκει κανείς στήν Ἐκκλησία; Σύμφωνα μέ τόν καρδινάλιο Charles Journet, «ὅπου ὁ Θεός «ἀγγίζει» κάποιον, ὅπου τό Ἅγιον Πνεῦμα καθοδηγεῖ ἕνα πρόσωπο πρός μία μελλοντική μεταστροφή του, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἤδη παροῦσα… Τά μυστήρια, πού μεταδίδονται ἐκτός της Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας,… «ἔχουν μία φυσική τάση νά παρέχουν κάποιες ἐμφανίσεις τοῦ σώματος (corporeal appearances)». Αὐτό σημαίνει πώς κάθε ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος εἶναι μέρος τῆς διαδικασίας συγκρότησης τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἔτσι εἶναι πάντοτε ὁρατό, παρότι ἐμεῖς δέν τό ἀναγνωρίζουμε πάντοτε… Τό σύνορο τῆς Ἐκκλησίας διαπερνᾶ τίς καρδιές μας : ὁ καθένας εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, στόν βαθμό πού λαμβάνει θεία χάρη»[18].
Σύμφωνα, ὅμως, μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία περί διακρίσεως τῶν Θείων Ἐνεργειῶν, ἡ φυσική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἁπλή. Ὅμως, αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς». Αὐτό σημαίνει ὅτι μία εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ πολλά ἀποτελέσματα : τή δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τήν προνοητική ἐνέργεια, τήν καθαρτική, τή φωτιστική καί τή θεωτική ἐνέργεια. «Μεταξύ αὐτῶν τῶν μορφῶν τῆς μίας καί μόνης ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει ταυτότης. Ἄν ὑπῆρχε ταυτότης, τότε ὅλα τά κτίσματα θά μετεῖχαν π.χ. στήν θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ», σύμφωνα μέ τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη. Τό ὅτι ἡ παραπάνω διδασκαλία λείπει ἀπό τόν παπισμό, δείχνει ὅτι τούς λείπει ἡ βιωματική ἐμπειρία.
Σχετικά μέ τήν διάκριση τῆς δράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ Morerod καί Journet ὑποστηρίζουν ὅτι κάθε ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος εἶναι μέρος τῆς διαδικασίας συγκρότησης τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς γράφει ὅτι «πρό μέν τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἔξωθεν ἡ χάρις πρός τά καλά προτρέπεται τήν ψυχήν, ὁ δέ σατανᾶς ἐν τοῖς αὐτῆς ἐμφωλεύει βάθεσιν, ὄλας τάς τοῦ νοῦ ἀποφράττειν δεξιᾶς πειρώμενος διεξόδους. Ἀπό δέ αὐτῆς τῆς ὥρας ἐν ἦπερ ἀναγεννώμεθα, ἔξωθεν μέν ὁ δαίμων γίνεται, ἔσωθεν δέ ἡ χάρις»[19].
Τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς Βατικάνειας ἐκκλησιολογίας εἶναι α) ἡ Communio ἐκκλησιολογία, β) ἡ βαπτισματική βάση, γ) ἡ ἄποψη ὅτι ἐκτός τῆς Εὐχαριστιακῆς Σύναξης ὑπάρχει Ἐκκλησία, δ) ἡ πλήρης καί ἡ ἀτελής κοινωνία,  ε) τά μέρη τοῦ Συνόλου ἀποτελοῦν τήν παγκόσμια κοινωνία, στ) ἡ ἑνότητα, πού ἐκφράζεται σέ βαθμίδες, ζ) τά στοιχεῖα, πού πραγματοποιοῦνται σέ χωρισμό, καί η) τό βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ μύηση καί ὄχι ἐπιστροφή.
Στήν ἀκριβῶς ἀντίπερα ὄχθη βρίσκονται τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού εἶναι α) ἡ εὐχαριστιακή ἐκκλησιολογία, β) ἡ εὐχαριστιακή βάση, γ) ἡ πάγια διδασκαλία ὅτι ἐκτός της Εὐχαριστιακῆς Σύναξης δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, δ) ἡ πλήρης καί ὄχι ἡ ἀτελής κοινωνία, ε) ἡ καθολική κοινωνία ταυτίζεται μέ τήν εὐχαριστιακή, τοπική κοινωνία, στ) ἡ ἑνότητα, πού ἐκφράζεται ὡς ταυτότητα, ζ) τά μή ἐκκλησιαστικά στοιχεῖα βρίσκονται σέ χωρισμό, καί η) τό βάπτισμα ἀποτελεῖ μετάνοια καί ἐπιστροφή[20].





[1]http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html 
[2] http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html 
[3]Β΄ Ἰω. 1, 3 καί  Γ΄ Ἰω. 1
[4]http://katanixis.blogspot.gr/2013/11/blog-post_9742.html 
[5] http://www.agioritikovima.gr/eipan/32660-imerida-gia-ta
[6] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄,ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σ. 355.
[7] ΑΡΧΙΕΠ. ΑΘΗΝΩΝ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β΄, Τά πεπραγμένα, Ἀθήναι 1967, σσ. 317-318.
[8]«Ἐκκλησία» 4 (15-2-1966) 95.
[9] ΑΡΧΙΜ. ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄,ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθήναι 1969, σσ. 357-358.
[10] Pope John Paul II, Ut Unum Sint 1995.05.25, http://www.vatican.va/ holy_father/john_paul_ii/encyclicals/documents/hf_jp-ii_enc_25051995_ut-unum-sint_en.html.
[11]Β΄ Κορ. 11, 4.
[12] Ἰακ. 2, 10.
[13] Mansi 12:1030: Κανόνες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανών 1, σσ 1030-1034.
[14] FRANCIS A. SULLIVAN, S.J., «The Significance of the Vatican II Declaration that the Church of Christ “subsists in” the Roman Catholic Church», in Vatican II: Assessments and Perspectives, p. 283.
[15] JOSERH RATZINGER, «The Open Circle : The Meaning of Christian Brotherhood», translated by W. A. Glen-Doeple (New York : Sheed and Ward, 1966), p. 125.
[16] FEINER, p. 68-69.
[17] Fr. CHARLES MOREROD, OP, «A Roman Catholic Point of View about the Limits of the Church», Greek Orthodox Theological Review, Vol. 42, No 3-4, 1997.
[18] .π.
[19] SAINT DIADOCHOS OF PHOTIKI, «On Spiritual Knowledge and Discrimination: One Hundred Texts», 76, Philokalia 1 (Faber and Faber Press: London, 1979), page 279.
[20] ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, Τό Βάπτισμα καί ἡ Ἐκκλησία στό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ τῆς Δευτέρας Βατικανῆς Συνόδου, διδακτορική διατριβή, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, Τμῆμα Θεολογίας, Ἰούνιος 2011.