Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ (ΕΞ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ) ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


Στο  γενικό ερώτημα "Είναι οι αιρετικοί εντός ή εκτός Εκκλησίας;" δεν υπάρχει μονοφραστική απάντηση, διότι πρέπει πρώτα να προσδιοριστεί η έννοια της λέξεως "αιρετικός".

Στην εκκλησιαστική γλώσσα η λέξη "αιρετικός" χρησιμοποιείται με δύο σημασίες:

α) Σύμφωνα με την υλική έννοια της λέξης, κατ' ουσίαν δηλαδή, αιρετικός είναι αυτός που αλλοιώνει έστω και στο ελάχιστο την Ορθόδοξη Πίστη, και όπως γράφει και
 ο Μέγας Βασίλειος (στον Β΄ Κανόνα της Προς Αμφιλόχιο Κανονικής Επιστολής):
«Αιρέσεις μεν, τους παντελώς απερρηγμένους και κατ΄αυτήν την πίστην απηλλοτριωμένους», το οποίο ερμηνεύουν
à ο Αριστηνός «αιρετικός, ο κατά την πίστην αλλότριος» και «αιρετικοί μεν εισίν οι της εις Θεόν πίστεως παντελώς απαλλοτριώσαντες εαυτούς»,
à ο Ιερός Νικόδημος «αιρετικοί δε ονομάζονται εκείνοι, των οποίων η διαφορά παρευθύς και αμέσως είναι περί της εις Θεόν πίστεως, ήτοι οι κατά την πίστην και τα δόγματα χωρισμένοι από τους ορθοδόξους και παντελώς απομακρυσμένοι».

Κατ' αυτήν την έννοια οι Οικουμενιστές βεβαίως και είναι αιρετικοί.


 β) Σύμφωνα όμως με την ειδική έννοια της λέξης (από απόψεως Κανονικού Δικαίου δηλαδή), αιρετικός είναι αυτός που καταδικάστηκε  και αναθεματίστηκε από την Εκκλησία, όπως διαβάζουμε στον Στ΄ Κανόνα της
Β΄ Οικουμενικής Συνόδου[1]:
«Αιρετικούς λέγομεν τους τε πάλαι της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους μετά ταύτα υφ' ημών αναθεματισθέντας», το οποίο ερμηνεύουν
à ο Ζωναράς «αιρετικούς δε πάντας καλεί τους παρά την ορθόδοξον πίστιν δοξάζοντας, καν πάλαι απεκηρύχθησαν, καν προσφάτως, καν παλαιές αιρέσεις κοινωνώσι, καν νέαις»,
à ο Ιερός Νικόδημος «αιρετικοί, σφάλλοντες εις τα δόγματα, τόσον οι παλαιά υπό της εκκλησίας αναθεματισθέντες, όσον και οι τώρα νεωστί από ημάς».

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο αιρετικός (σύμφωνα με τη δεύτερη έννοια) είναι εκτός Εκκλησίας, αφού αυτή τον αποκήρυξε, τον αναθεμάτισε, κοντολογίς τον απέκοψε από αυτήν, ως σάπιο, ανίατο μέλος.

Με βάση λοιπόν την παραπάνω διάκριση των εννοιών, εύκολα πλέον κατανοούμε τους όρους "άκριτοι-κεκριμένοι" και "δυνάμει-ενεργεία" αιρετικοί, αφού αυτοί αναφέρονται στην δεύτερη (την του κανονικού δικαίου) έννοια (παρόμοια χρήση του όρου "σχισματικοί" έκανε ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης - όπως θα αναφερθούμε αναλυτικά σε άλλο μας άρθρο - αλλά οι ακραίοι, λόγω έλλειψης εκκλησιολογικών γνώσεων, τον κατηγόρησαν ως παλίμβουλο). 

Αμέσως όμως εγείρεται ένα ερώτημα, πιο συγκεκριμένο: "Οι αιρετικοί, προ της συνοδικής κατακρίσεώς τους (όπως οι Οικουμενιστές), είναι εντός ή εκτός Εκκλησίας;". Είναι δηλαδή αυτοκατάκριτοι, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι αδελφοί [2], ή απαιτείται συνοδική κρίση για να τεθούν εκτός Εκκλησίας;
Η απάντηση είναι εύκολη, αν δούμε την αίρεση ως αυτό που ουσιαστικά είναι: ως αμαρτία (και μάλιστα η μεγαλύτερη αμαρτία, η βλασφημία κατά του Θεού).
Ως αμαρτία λοιπόν η αίρεση «χωρίζει από την Εκκλησία κάθε άνθρωπο»(MANSI, 12, 1022) και αφαιρεί, από αυτόν που την αποδέχεται ενσυνείδητα, την ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ Θεία  Χάρη (την οποία έλαβε ο κάθε ορθόδοξος με το Βάπτισμα). Υπό αυτήν την έννοια ο αιρετικός ουσιαστικά είναι "εκτός Εκκλησίας", ακριβώς όπως "εκτός Εκκλησίας" είναι και το κάθε μέλος της που πέφτει σε ένα θανάσιμο αμάρτημα (π.χ. πορνεία, μοιχεία, φόνο, βλασφημία κλπ). Οι άκριτοι λοιπόν αιρετικοί είναι εκτός Εκκλησίας ως πρόσωπα. Τα Μυστήρια όμως που τελούν οι κληρικοί εξ αυτών, προτού να καταδικασθούν, έχουν το ίδιο κύρος με τα Μυστήρια που τελεί ένας πόρνος ή ένας βλάσφημος κληρικός: είναι δηλαδή ΈΓΚΥΡΑ, όχι μόνον χάριν του λαού, αλλά και κυρίως διότι τα Μυστήρια τα ενεργεί η Χάρις του Θεού και όχι η αξιότητα ή μη του κληρικού. Την πρόσθετη χάρη της Ιερωσύνης δηλαδή μπορεί να την άρει (εξ ου και καθαίρεση), μόνο αυτή που την έδωσε, δηλαδή η Σύνοδος των επισκόπων[3]. 
Από απόψεως Κανονικού Δικαίου, για να χαρακτηρισθεί μια δοξασία ως αίρεση και ένα μέλος της Εκκλησίας ως αιρετικός - και έτσι δηλαδή να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της αιρέσεως και να αφορισθεί από την Εκκλησία -, πρέπει να υπάρχουν οι εξής προϋποθέσεις:
«1) να εκδηλωθή εξωτερικώς, είτε εγγράφως (δια συγγράμματος κ. λ. π. ), είτε προφορικώς (δια κηρύγματος κ. λ. π. ), είτε εμπράκτως (δια παραλείψεως ή προσθήκης φράσεων ή συμβολικών κινήσεων εις το τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ. λ. π. ), (σ. ημ. ο Οικουμενισμός βεβαίως και έχει εκδηλωθεί[4])

2) να γίνη από σκοπού και εκ προθέσεως, διότι εκ παραδρομής ή εκ συγγνωστής πλάνης δεν διαπράττεται αίρεσις (σ. ημ. στον Οικουμενισμό βεβαίως και υφίσταται σκοπός και πρόθεση)

και

3) να επιμείνη εις την πλάνην του ο δράστης, διότι δεν θεωρείται αιρετικός εκείνος όστις πρεσβεύει μεν πεπλανημένος, νουθετούμενος όμως ανακαλεί και απαρνείται τας κακοδοξίας του. Καθ' όσον το πλανάσθαι ανθρώπινον, το εμμένειν όμως εις την πλάνην και μη απορρίπτειν ταύτην μετά γενομένην υπόδειξιν, εφάμαρτον και δαιμονικόν, ως εμφαίνον υπεροψίαν και ύβριν κατά του Αγίου Πνεύματος» (σ. ημ. οι Οικουμενιστές όμως δεν έχουν εισέτι δικασθεί, ώστε να διαφωτισθούν και να φανεί η επιμονή τους στην πλάνη).
(ΘΗΕ από "Εκκλησιαστικόν Δίκαιον", Μελετίου Σακελλαρόπουλου, Αθήνα 1898, σελ. 428)


Έτσι και ο κανονολόγος Επίσκοπος Νικόδημος Μίλας στο κεφάλαιο περί γενικών εκκλησιαστικών παραπτωμάτων ("Το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον", Αθήνα 1906, σελ. 698) δίνει τον εξής ορισμό της αιρέσεως:

«Αίρεσις είναι η εκ προθέσεως και μετ’ ισχυρογνωμοσύνης απόρριψις καθορισμένου υπό της εκκλησίας δόγματος ή η παραδοχή δογματικής διδασκαλίας πεπλανημένης και υπό της εκκλησίας ήδη κατακεκριμένης. Η εκκλησιαστική τούτου ποινή είναι το ανάθεμα».

Και ο Ιερός Νικόδημος: "Των αιρετικών είναι τούτο ιδίωμα, το να μένουσιν εν τη αιρέσει με πεισμονήν" (Συναξαριστής Β΄, 256).


Σημαντικές επί του θέματος είναι και οι παρατηρήσεις του κανονολόγου Μητροπολίτου Μελετίου Σακελλαρόπουλου:

«Ως προς δε την ποινήν κατά των αιρετικών η εκκλησία δικαίως έκρινεν αυστηρώς και σχεδόν ομοίως προς τους αποστάτας· διότι εθεώρησεν, ότι οι μεν αποστάται αρνηθέντες την χριστιανικήν πίστιν εστερήθησαν των ευεργετημάτων της θείας χάριτος και ούτω προξένησαν βλάβην εις εαυτούς μόνους. Οι αιρετικοί όμως, ενώ είναι μέλη της εκκλησίας(σ.ημ. πριν να καταδικαστούν δηλαδή), διά των ψευδών αυτών δοξασιών καθίστανται επικίνδυνοι μεταδίδοντες ταύτας και εις τα λοιπά μέλη και ούτω κινδυνεύουσιν να ανατρέψωσιν άπαν το οικοδόμημα της ορθοδοξίας. Δεν αποτυγχάνει δε τις, εάν αποκαλέση την αίρεσιν εσχάτην προδοσίαν κατά της ορθοδοξίας.

Σημειωτέον, ότι ενταύθα πρόκειται περί των αιρετικών εκείνων, οίτινες πρότερων όντες ορθόδοξοι υπέπεσαν εις αίρεσιν, ουχί δε και περί εκείνων, οίτινες εγεννήθησαν εν τινι αιρέσει, διότι ούτοι δεν έχουσιν εξ αρχής επίγνωσιν της πλάνης. Εάν όμως ούτοι μετά ταύτα εννοήσωσι το ορθόν της πίστεως και της διδασκαλίας, γίνονται δεκτοί υπό της εκκλησίας υπό όρους και διατυπώσεις τινάς, ως εν τω περί βαπτίσματος λέγεται».


Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι υπάρχει μια διαδικασία που επιτελείται ώστε ένα μέλος της Εκκλησίας που θα αποδεχτεί μια αίρεση να εκβληθεί από αυτήν. Και για να τεθεί εκτός Εκκλησίας (όχι προσωπικώς, αλλά καθιδρυματικώς) ο δεχόμενος την αίρεση πρέπει είτε να αποχωρήσει φανερώς από αυτήν (δημιουργώντας, ή εντασσόμενος σε ήδη υπάρχον, σχίσμα π.χ. παπική εκκλησία), είτε, στην περίπτωση δηλαδή που η αίρεση δεν οργανωθεί παρασυναγωγικώς, αλλά υπάρχει μέσα στον περίβολο της Εκκλησίας, από εκφραστές της κατ’ όνομα ορθοδόξους και παρουσιαζόμενη υπ’ αυτών ως ορθή δόξα, να αφορισθεί από το αρμόδιο Εκκλησιαστικό Όργανο, δηλαδή τη Σύνοδο των διαδόχων των Αποστόλων, δηλαδή των ζώντων Επισκόπων, στην περίπτωση που ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΟΗΣΕΙ.

Συμπέρασμα:
Ο αιρετικός, που δεν έχει αποσχιστεί οικειοθελώς από την Εκκλησία, δεν τίθεται εκτός αυτής εξαιτίας της αιρέσεως, αλλά εξαιτίας της αμετανοησίας του.
Γι’ αυτό επιβάλλεται η σύγκληση Συνόδου, η οποία αφού τους νουθετήσει, θα αφορίσει από το Σώμα της Εκκλησίας, ως σάπια μέλη, τους εμμένοντας στην πλάνη τους.
Έως τότε το μόνο δικαίωμα που έχουν οι Ορθόδοξοι έναντι των αιρετιζόντων προϊσταμένων τους, είναι η διακοπή κοινωνίας μαζί τους, για το οποίο μάλιστα επαινούνται αφού με τη στάση τους αυτή διασώζουν την Ορθόδοξη Πίστη.

Αν ο αιρετικός αποκοβόταν από την Εκκλησία με την κήρυξη ή την αποδοχή της αιρέσεως, δεν θα υπήρχε λόγος να συγκληθεί Σύνοδος, αφού η Εκκλησία δεν κρίνει, ούτε αναθεματίζει τους ήδη εκτός Αυτής.
Ειδάλλως, παραδείγματος χάριν, θα είχε αναθεματίσει και τους βουδιστές ή τους μωαμεθανούς.


Επιπροσθέτως, οι εξ ορθοδόξων Οικουμενιστές παρουσιάζονται ως Ορθόδοξοι, ενεργούν ως Ορθόδοξοι και την διδασκαλία τους την παρουσιάζουν ως ορθόδοξη. Κάνουν δηλαδή ότι έκαναν οι Αρειανοί, οι Μονοφυσίτες και οι Εικονομάχοι (τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα). Όλοι οι παραπάνω παλαιοί αιρετικοί, που ξεφύτρωσαν ως ζιζάνια μέσα στον περίβολο της Εκκλησίας, δεν έλεγαν "είμαστε Αρειανοί" ή "είμαστε Μονοφυσίτες", αλλά έλεγαν "είμαστε Ορθόδοξοι". Ότι λένε και οι Οικουμενιστές σήμερα. Αυτό το σημείο είναι καθοριστικό και πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα.
Είναι απαραίτητη επομένως η σύγκληση Μεγάλης αληθινής [5] Πανορθοδόξου Συνόδου, η οποία θα ασχοληθεί με την παναίρεση του Οικουμενισμού, θα νουθετήσει τους εξ ορθοδόξων Οικουμενιστές και θα αφορίσει από την Εκκλησία τους εμμένοντας στην αίρεση αυτή, και προς αυτόν τον σκοπό πρέπει να κατευθύνεται ο Αγών μας.
Η δε εισδοχή των ακρίτων ακόμη αιρετικών Οικουμενιστών και των κοινωνούντων με αυτούς στους ακαινοτόμητους γνησίους Ορθοδόξους πρέπει να έχει ως γνώμονα το συμφέρον της Εκκλησίας, δηλαδή να γίνεται δηλαδή απρόσκοπτα, με μόνη προϋπόθεση την ΟΜΟΛΟΓΙΑ της Ορθοδόξου Πίστεως (με την εξομολόγηση), όπως χαρακτηριστικά ενήργησε και ο Μέγας Αθανάσιος, ο οποίος αποδέχτηκε ακόμη και καταδικασμένους - μετανοήσαντες φυσικά και ομολογήσαντες την Ορθοδοξία - αρειανούς ως κληρικούς (γεγονός που τον έφερε σε ρήξη με τον ζηλωτή, χωρίς επίγνωση, Λουκιφέρο Καλλάρεως, όπως θα αναφερθούμε αναλυτικά σε άλλο μας άρθρο).
Αναβαπτίσεις, αναμυρώσεις, χειροθεσίες κλπ. για τους ακρίτους εισέτι εξ ορθοδόξων οικουμενιστές, ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΩΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΕΣ ΕΝ ΑΓΝΟΙΑ ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΛΟΪΚΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ, πέραν του γεγονότος ότι δεν μαρτυρούνται στην Εκκλησιαστική Ιστορία, αποτελούν, συν τοις άλλοις, και εμπόδιο για όσους επιθυμούν να διακόψουν την κοινωνία με τους αιρετικούς και να επανέλθουν στην ακαινοτόμητο και σωτήριο Πίστη του Χριστού μας, των Αποστόλων και των Πατέρων και όλων των Αγίων του Θεού.



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Με αυτή την έννοια χρησιμοποιείται και από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο: «Ει τις μη αναθεματίζει Άρειον, Ευνόμιον, Μακεδόνιον, Απολινάριον, Νεστόριον, Ευτυχέα, και Ωριγένην , μετά των ασεβών αυτών συγγραμμάτων, και τους άλλους πάντας αιρετικούς, τους κατακριθέντας και αναθεματισθέντας υπό της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και των προειρημένων αγίων τεσσάρων συνόδων, και τους τα όμοια των προειρημένων αιρετικών φρονήσαντας ή φρονούντας και μέχρι τέλους τη οικεία ασεβεία εμμείναντας, ο τοιούτος ανάθεμα έστω…» (Ε΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 553 μ.Χ – ΒΛΑΣΙΟΥ ΦΕΙΔΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΜΟΣ Α΄- Σελ. 721 ΑΘΗΝΑΙ 1992). 
[2] Οι οποίοι χρησιμοποιούν την λέξη "αυτοκατάκριτος" του Αποστόλου Παύλου, για να στηρίξουν δηλαδή τη θέση τους, ότι δεν απαιτείται Συνοδική Κρίση. Ο Απόστολος Παύλος όμως είναι ξεκάθαρος: πότε είναι αυτοκατάκριτος ο αιρετικός; Μετά  από πρώτη και δεύτερη νουθεσία! Ως γνωστόν της Συνόδου κύριον έργον είναι η νουθεσία. Ο Ιερός Νικόδημος ερμηνεύει: "Όταν λοιπόν ο τοιούτος μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν επιμένη εις την πλάνη του, τότε είναι αυτοκατάκριτος και αναπολόγητος" (ΟΙ ΙΔ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ, ΤΟΜΟΣ Γ΄, ΒΕΝΕΤΙΑ 1819, σελ. 248)
[3] "Ὁ βλασφημηθείς τοίνυν παρ’ αὐτοῦ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὥρισε διά τῆς παρούσης ἁγιωτάτης συνόδου, ἀλλότριον εἶναι τόν αὐτόν Νεστόριον τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καί παντός συλλόγου ἱερατικοῦ" (P. G. 86, 2429)
[4] Πατριαρχική Εγκύκλιος (1920), Ημερολογιακή Μεταρρύθμιση (1924), Συμμετοχή στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (1948), Άρση Αναθεμάτων  (1965) κ.α.
[5] "Πανορθόδοξη" Σύνοδο επιδιώκουν να συγκαλέσουν και οι Οικουμενιστές, εδώ και χρόνια.


Ο Κ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΖΕΙ!


ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ''ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ'' ΤΑ ΕΞΗΣ:


Παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, ἀπὸ τούς συνεργάτες τοῦ κ. Σωτηρόπουλου ἐδόθη πρὸς δημοσίευση ἕνα ἄρθρο μὲ τίτλο «ΘANAΣIMO ΛAΘOΣ OPΘOΔOΞΩN EΞ AITIAΣ TΩN OIKOYMENIΣTΩN». Τὸ κείμενο δὲν μᾶς ἐστάλη καὶ δὲν τὸ δημοσιεύσαμε. Ἐπειδὴ ὅμως ἐφαίνετο ὅτι ἐστρέφετο ἐναντίον μας, ἀποφασίσαμε νὰ ἀπαντήσουμε μετὰ τὶς γιορτές, ἀναρτώντας τότε καὶ τὸ κείμενο τοῦ κ. Σωτηρόπουλου.
Ὅμως ἡ δημοσίευση τοῦ ἄρθρου σὲ τέσσερα τουλάχιστον θρησκευτικὰ ἱστολόγια καὶ ἡ γνωστοποίησή του σὲ πολλοὺς πιστούς, μαζὶ μὲ τὰ χαιρέκακα σχόλια κάποιων ὅτι ὁ κ. Σωτηρόπουλος γνωμάτευσε κατὰ τῆς ἀποτειχίσεως, μᾶς ὁδήγησε νὰ δημοσιεύσουμε τὶς θέσεις ποὺ παλαιότερα εἶχε ὁ κ. Σωτηρόπουλος γιὰ τὴν ἀποτείχιση, ἀλλὰ καὶ ἕνα ἄρθρο θεολόγου ἐξ Αὐστραλίας, ὁ ὁποῖος ἐθίγετο ἄμεσα ἀπὸ τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρο.
Ὁ κ. Σωτηρόπουλος ἔμαθε γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ σὲ τηλεφωνικὴ ἐπικοινωνία ποὺ εἴχαμε μαζί του, μᾶς εἶπε ὅτι τὸ κείμενό του, ἀφοροῦσε λαϊκοὺς σὲ ἄλλες χῶρες, ποὺ ἀποτειχίζονται μόνοι τους, χωρὶς τὴν παρουσία κληρικοῦ, ὅπως –κατὰ τὴν γνώμη του– ὁ ΙΕ΄ Κανόνας λέγει, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν μετέχουν τῶν Μυστηρίων, ἰδιαιτέρως δὲ τῆς Θ. Κοινωνίας.
Σ’ ἕνα πρωϊνὸ σχόλιο, μάλιστα, τοῦ κ. Ἀντωνίου Μάρκου, ὁ ὁποῖος εἶναι στενότατος συνεργάτης τοῦ κ. Σωτηρόπουλου διαβάζουμε: «Δὲν ξέρω γιατί οἱ ἀποτειχισμένοι θορυβήθηκαν. Ἀπ΄ ὅ,τι ξέρω αὐτοὶ καὶ ἐκκλησιάζονται καὶ κοινωνοῦν ἀπὸ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ» (27 Δεκεμβρίου 2013 - 1:33 π.μ.).


Γεώργιος Ζερβός, Έκπτωσις από την πίστιν;



ΕΚΠΤΩΣΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙΝ;

Τὸν τελευταῖον καιρὸν προβληματίζεται ἐντόνως ὁ πιστὸς λαός, ἀπὸ θέσεις, ἀπόψεις ἀλλὰ καὶ τὴν στάσιν Ἱεραρχῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Πλέον συγκεκριμένως:
1ον) Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δὲν ἀναγνωρίζει τὸ σχίσμα καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν Παπικῶν, ἀλλὰ ὁμιλεῖ διὰ κανονικὴν «Ἐκκλησίαν», ἡ ὁποία εἶναι ἁπλῶς διηρημένη μὲ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ὀρθοδόξων. Ὅταν ὁ Πατριάρχης διδάσκη τοιαῦτα πράγματα πῶς νὰ τὸν ἐμπιστευθῆ ὁ πιστὸς λαὸς ὡς Ὀρθόδοξον κεφαλὴν καὶ νὰ πιστεύση τὰς διαβεβαιώσεις του ὅτι δὲν προδίδει τὴν Ὀρθοδοξίαν εἰς τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους;

2ον) Εἰς τὸ Πουσὰν τῆς Νοτίου Κορέας, εἰς τὸ ὁποῖον συνῆλθε τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν ἢ Αἱρέσεων οἱ Ὀρθόδοξοι ἀνεγνώρισαν ὅλας τὰς αἱρετικὰς χριστιανικὰς «Ἐκκλησίας» ὡς κανονικὰς καὶ ἰσοκύρουςμὲ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Τι θὰ συμβῆ ἆραγε, ἐὰν ἕνα τμῆμα τοῦ Ὀρθοδόξου ποιμνίου εὕρη καταφύγιον εἰς τὰς «Ἐκκλησίας» καὶ εἰς τὰ «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν χριστιανικῶν «Ἐκκλησιῶν»; Πῶς θὰ ἐπαναφέρουν τὸν κόσμον εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι, Ἀρχιεπίσκοποι, Σεβ. Μητροπολῖται καὶ Θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι τὸν παρέσυραν εἰς τὴν πλάνην;
3ον) Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας κ. Θεόδωρος τὴν 30ὴν Σεπτεμβρίου, μετὰ τὴν συνάντησίν του μὲ τὸν Πάπαν κ. Φραγκίσκον ἐδήλωσε: «Οἱ δύο Ἐκκλησίες, ἡ Ἀλεξανδρινὴ καὶ Ρωμαϊκή, ἀνήκουμε ἱστορικῶς καὶ παραδοσιακῶς στὶς ἀρχαῖες Ἐκκλησίες. Ἀνήκουμε στὶς Ἐκκλησίες, ποὺ ἀμέσως μετὰ τὴν Πεντηκοστή, συνέστησαν τὴν ἀφετηρία τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Οὐδεὶς ἠμπορεῖ νὰ γνωρίζη, ἐὰν μὲ τὴν δήλωσιν αὐτὴν ζητῆ συγγνώμην ἀπὸ τοὺς παπικοὺς διὰ τοὺς ἀντιπαπικοὺς ἀγῶνας τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
4ον) Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας κ. Ἰωάννης, ἐπισκεπτόμενος τὸν Πάπαν (28ην Σεπτεμβρίου) ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Πάπαν: «Νὰ μᾶς ἔχετε στὶς προσευχές σας». Ἐζήτησε τὴν προσευχὴν τοῦ Πάπα, ὅταν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐκήρυττεν ὅτι οἱ Παπικοὶ εἶναι πειθήνια ὄργανα τοῦ διαβόλου.
5ον) Ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος εἰς ὁμιλίαν του διά τὴν Β´ Βατικανὴν Σύνοδον διεκήρυξεν ὅτι οἱ Παπικοὶ δὲν περιλαμβάνονται εἰς τὰς αἱρέσεις καὶ ὅτι εἶναι κανονικὴ Ἐκκλησία. Βεβαίως εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι Μητροπολῖται μὲ τὰς ἀπόψεις τοῦ Δημητριάδος. Ἀλλὰ φροντίζουν νὰ ἐλίσσωνται ἢ καὶ νὰ κρύβωνται.
6ον) Μητροπολίτης τῆς Βορείου Ἑλλάδος εἰς ἰδιωτικὰς συζητήσεις μὲ πιστοὺς καὶ κληρικοὺς ὑποστηρίζει ὅτι αἱ συμπροσευχαὶ μετὰ τῶν Παπικῶν εἶναι «κανονικαί», διότι καὶ οἱ Παπικοὶ εἶναι… Ὀρθόδοξοι. Ὑπογραμμίζεται ὅτι οἱ Ἀναρχικοὶ τῶν Ἐξαρχείων καὶ οἱ Ἕλληνες διανοούμενοι τῶν Παρισίων ὑπερασπίζονται τὴν Ὀρθοδοξίαν, γνωρίζουν ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεσις, γνωρίζουν τοὺς ἀντιπαπικοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, γνωρίζουν τὰ ἐγκλήματα τοῦ παπισμοῦ διεθνῶς. Κάποιοι δὲ ἐξ αὐτῶν εἶχον συγκρουσθῆ μετὰ τοῦ Κορνηλίου Καστοριάδη διὰ θέματα Ὀρθοδοξίας.
7ον) Ἀρχιμανδρίτης, ὑποψήφιος Μητροπολίτης, ὁ ὁποῖος κατέχει νευραλγικὴν θέσιν εἰς Ἱερὰν Μητρόπολιν, εἶναι ὑπέρμαχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ Παπισμοῦ, καθὼς ἐπίσης πιστεύει ὅτι οἱ Παπικοὶ εἶναι Ὀρθόδοξοι. Οὗτος εὐελπισθῆ νὰ γίνη Μητροπολίτης καὶ νὰ ποιμάνη Ὀρθόδοξον λαόν. Ἀλλοίμονον εἰς τὸν ἔντιμον κλῆρον καὶ τοὺς Καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν, οἱ ὁποῖοι θὰ ὑποχρεώνων- ται νὰ τὸν ὑποδέχωνται ὡς Ὀρθόδοξον Ποιμενάρχην.
8ον) Καθημερινῶς στοιχεῖα προερχόμενα ἀπὸ Ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλύπτουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει διαβρωθῆ ἀπὸ τὴν Μασονίαν. Τὸ περίεργον εἶναι ὅτι ἀκόμη καὶ ἁπλοὶ κληρικοὶ δραστηριοποιοῦνται εἰς τοὺς κόλπους της. Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἀρνεῖται νὰ ἐπαναβεβαιώση παλαιοτέρας ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, συμφώνως πρὸς τὰς ὁποίας ἡ ἰδιότης τοῦ Ὀρθοδόξου εἶναι ἀσυμβίβαστος μὲ αὐτὴν τοῦ μέλους τῆς Μασονίας. Ὅταν πρὸ πολλῶν ἀπεκαλύψαμεν τὴν παραχώρησιν ἱστορικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Κερκύρας, ὑπὸ τοῦ ὑπουργείου πολιτισμοῦ εἰς τὴν Μασωνίαν, διὰ νὰ πραγματοποιηθῆ μου σικὴ ἐκδήλωσις (ὑπὸ τῶν Μασώνων), ὁ Σεβ. Κερκύρας μᾶς ἀπέστειλεν ἐπιστολὴν εἰς τὴν ὁποίαν, ἀφοῦ ἐτόνιζεν ὅτι δὲν εἶναι Μασόνος ὑπέσχετο νὰ φέρη τὸ θέμα τῆς Μασονίας εἰς τὴν ΔΙΣ. Ἕως σήμερον ἀπόφασις δὲν ἔχει ἐκδοθῆ. Ἐκτὸς κι ἂν ὑπάρχη καὶ δὲν τὴν γνωρίζομεν. Ἐὰν ὑπάρχη, ὅμως, ἂς ἀποσταλῆ εἰς τὸν «Ο.Τ.».
9ον) Πολὺς θόρυβος ἔγινε διὰ τὴν δυναμικὴν στάσιν τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφεὶμ ἔναντι τῶν κυβερνητικῶν σχεδίων διὰ νομιμοποίησιν τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Ἐχλευάσθη, ἐπροπηλακίσθη λεκτικῶς, ἀλλὰ ἐπέτυχε πρὸς τὸ παρὸν τὴν ματαίωσιν τῶν Κυβερνητικῶν σχεδίων. Οὐσιαστικῶς ἡ δυναμικὴ στάσις ἑνὸς Μητροπολίτου ἐτάραξε τὸ πολιτικὸν καὶ δημοσιογραφικὸν κατεστημένον καὶ τὸ πανικόβαλε. Ἐὰν τὴν ἰδίαν στάσιν ἐτήρουν δημοσίως (διότι παρασκηνιακῶς τὴν τηροῦν) πολλοὶ Μητροπολῖται, ἡ κατάστασις τῆς Χώρας θὰ ἦτο ἄλλη. Τὸ ζήτημα, ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Ὁ Πειραιῶς καὶ δύο τρεῖς ἄλλοι Μητροπολῖται ἀντέδρασαν δυναμικῶς. Ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία δὲν ἔχει ὑποχρέωσιν εἰς τὴν ἔκδοσιν μίας ἀποφάσεως, ἡ ὁποία νὰ διακηρύσση ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀντίθετος πρὸς τὴν νομιμοποίησιν τῆς ὁμοφυλοφιλίας, διότι ὁ Χριστὸς ἐκήρυξε μεταξύ ἄλλων, ὅτι οἱ ἀρσενοκοῖται δὲν ἔχουν θέσιν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν; Ἢ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπενθυμίση τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου διὰ τοὺς κατεχομένους ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἀτιμίας; Διατὶ φοβεῖται νὰ ἐπαναλάβη δημοσίως τὰς θέσεις τοῦ Κυρίου μας, τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀλλὰ καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὴν ὁμοφυλοφιλίαν θανάσιμον ἁμάρτημα.
Γ. ΖΕΡΒΟΣ
Ορθόδοξος Τύπος, 13/12/2013

ΑΥΤΟΙ ΘΑ ΜΑΣ ΤΡΕΛΑΝΟΥΝ!


ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ: ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ!





;

ΠΗΓΗ ''ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΙΣΑΑΚ''