Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ… ΑΣ ΗΧΗΣΟΥΝ ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΡΑ…!
Οἱ Προσευχές ὃλων μας, οἱ ἐλπίδες μας, τά ὂνειρά μας, ἀρχίζουν νά πραγματοποιοῦνται.
Ἡ «πολυδιάσπασις» τοῦ Γνησίου Ὀρθοδόξου Ποιμνίου σέ «παρατάξεις», ΜΟΝΟΝ κακό ἒκανε μέχρι σήμερα.
Διαφωνίες, ἐνστάσεις κ.λπ., ἐπί ΜΗ Δογματικῶν ἀλλά ἐπί Διοικητικῶν (ἐπί παραδείγματι) θεμάτων, ὃλοι δικαιοῦνται νά ἒχουν.
Δέν εἲμαστε τόσο πολυπληθές ποίμνιο, ὣστε νά ἒχωμε τήν… «πολυτέλεια»τῆς διαιρέσεως σέ …«παρατάξεις» κ.λπ.
Καί ἐάν πρυττανεύσῃ ἡ λογική καί ἡ ἀγάπη πρός τήν ἀλήθεια ἀλλά καί τήν Ὀρθοδοξία, τό ΕΝΩΝΕΝΟ «Μικρό Ποίμνιο», δέν θά εἶναι τόσο μικρό ὣστε νά ἀποτελῇ εὒκολη λεία στά νύχια τῶν τόσων καί τόσων ἐχθρῶν τῆς Πίστεώς μας.
Ἐάν τά μικρά, ἀνθρώπινα καί ἀσήμαντα θέματα πού στέκονται ἐμπόδια καί μᾶς δημιουργοῦν διαίρεση καί φατριασμούς, προσεγγισθοῦν μέ ἀγἀπη, μέ ἀλληλοκατανόηση, μέ πνεῦμα ἀδελφικό καί μέ διάθεση γιά εἰλικρινῆ διάλογο καί διευθέτηση, δέν μποροῦν νά ἀποτελέσουν «τροχοπέδη» στήν δημιουργία τῆς ΜΙΑΣ, ΕΝΙΑΙΑΣ καί ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό ἂπιαστο (μέχρι σήμερα) ὂνειρο γεγεῶν καί γενεῶν Προπατόρων μας.
Αὐτό, ἒγινε, ἀπι τέλους, κατανοητό καί ἡ ἀρχή τῆς ἑνοποιήσεώς μας, μέ τήν Βοήθεια τοῦ Μεγαλοδυνάμου Θεοῦ, ἂρχισε ἢδη.
Ἡ Καλή Ἀρχή ἒγινε καί τήν ἒκανε ὁ Σεβασμιώτατος Ἐπίσκοπος Φιλίππων κ. Ἀμβρόσιος, ὁ ὁποῖος, προσεχώρησε εἰς τάς τάξεις τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἐνετάχθη εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, ὑπό τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον κ. Καλλίνικον.
Τό χαρμόσυνο καί τόσον ἐλπιδοφόρον αὐτό γεγονός, πραγματοποιήθηκε εἰς τό Ἀρχιερατικόν Συλλείτουργον τό ὁποῖον ἒλαβεν χώραν εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Παμμεγίστων Ταξιαρχων Ἀθικίων Κορινθίας, κατά τήν Ἑορτήν τοῦ Ἁγίου Παρθενίου Ἐπισκόπου Λαμψάκου, προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Καλλινίκου, μέ συλλειτουργούς του τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας Πειραιῶς κ. Γερόντιον, Ἀττικῆς καί Βοιωτίας κ. Χρυσόστομον, καί τόν Σεβασμιώτατον Ἐπίσκοπον κ. Ἀμβρόσιον, ὁ ὁποῖος διά τῆς παρουσίας του, προσυπέγραψε τήν συμπόρευσίν του μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος
Ἡ τόσο σημαντική αὐτή ἀπόφασις τοῦ Επισκόπου Αμβροσίου, καλωσορίστηκε ἀπό τόν Μακαριώταον Ἀρχιεπίσκοπον κ. Καλλίνικον, ὁ ὁποῖος καί ἐξῆρεν τό ποιμαντικό ἒργον του εἰς τήν περιοχή τῆς ἀκριτικῆς μας Δράμας καί εὐχήθηκε ὃπως ΟΛΕΣ οἱ ὑγιεῖς πνευματικές δυνάμεις τῆς Ἐκκλησίας μας, κατορθώσωμε, ὡς ἓν σῶμα, νά ἀνταποκριθοῦμε εἰς τό τόσον δύσκολο ἒργον μας καί νά φανοῦμε ἂξιοι διάκονοι τῆς ἐπί γῆς στρατευμένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἀμβρόσιος, εὐχαρίστησε τόν Μακαριώτατον καί τούς Συνοδικούς Ἀρχιερεῖς γιά τήν ἀγάπη καί τήν ἐμπιστοσύνην πού ἒδειξαν εἰς τό πρόσωπο του, τονίζοντας πώς εἶναι εἰς τήν διάθεσιν τῆς Ἐκκλησίας μας καί τήν διακονίαν της.
ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΕΝΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΥΠΟ ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΝ κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΝ (Του Μακαριστού Μητροπολίτου Ωρωπού και Φυλής Κυρού Κυπριανού Κουτσούμπα)
Οσο καί ἂν ὁ δρόμος γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ Ὀράματός μας εἶναι ἀκόμα μακρύς, τά ἑπόμενα βήματα πού εἶναι πλέον εἰ βέβαιο πώς θά γίνουν, θά ὁδηγήσουν στήν πολυπόθητη καί πολυαναμενομένη ΠΛΗΡΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ τοῦ χώρου μας.
Καί τό ως ανω πρῶτο βῆμα, μᾶς ἒφερε μπροστά σ’ ἓνα ἂλλο πολύ χαρμόσυνο μήνυμα, τό ὁποῖο μᾶς δίδει τήν βεβαιότητα πώς, τελικῶς, ὃλα θά πᾶνε καλά καί ἡ μεγάλη ἀγκάλη τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, θά συμπεριλάβῃ μέ στοργή ὃλα τά παιδιά της, δημιουργῶντας τήν ΜΙΑ, ΕΝΙΑΙΑ καί ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΝ Ἐκκλησίαν τῶν Γ.Ο.Χ.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος των Ενισταμενων κατά του επάρατου οικουμενισμου υπο τον Σεβασμιώτατον κ.Κυπριανόν, σύντομα θά ἐνταχθῇ καί θά συμπαραταχθῇ στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ., ἡ ὁποία, διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ, ἰσχυροποιεῖται, λαμβάνουσα δύναμιν καί φωνην ισχυράν.
Μεγάλο τό ὂνομα Τοῦ Θεοῦ.
Μέ διάλογο καλόπιστο, μέ ἀδελφική καί εἰλικρινῆ ἀγάπη, μέ πλήρη παραμερισμό τῶν ἀνθρωπίνων ἀδυναμιῶν καί χωρίς ΙΧΝΟΣ προσπαθείας ἐπιβολῆς τοῦ ἑνός ἒναντι τοῦ ἂλλου, θά βρεθοῦν οἱ κάλλιστες λύσεις καί θά ξεπεραστοῦν τά ὃποια ἐμπόδια, ὣστε στό τέλος νά ἒχωμε μία Ἐκκλησία τῶν ΓΟΧ ἐνωμένη, μέ λόγο δυνατό καί ὑπολογίσιμο, ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς φιλτά- της μας Γνησίας Ὀρθοδοξίας.
ΟΥΔΕΙΣ δικαιοῦται νά θεωρῇ πώς κατέχει τό…,«ἀλάθητον», αὐτό πού χαρακτηρίζει τόν δαιμονόπληκτο πάπα.
Ὃλα τά θέματα πρέπει νά ἐπιλύωνται μέσα ἀπό ἁρμόδια Ἐκ- κλησιαστικά Ὂργανα, ἐνώπιον τῶν ὁποίων θά τίθενται πρός συζήτησιν καί εὓρεσιν τῆς πολυποθήτου ἀληθείας (κατά τό ἀνθρωπίνως δυνατόν).
Καί ΟΛΟΙ, πρέπει νά πειθαρχοῦμεν στίς ἀποφάσεις τῶν ὀργάνων αὐτῶν, τά ὁποῖα, μέ βάσιν τό Κανονικόν Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον θά ἐπιλύουν κάθε διοικητικό θέμα.
Ὁ σοφός Λαός μας, λέει πώς «ἡ ἀρχή εἶναι τό ἣμισυ τοῦ παντός.»
Καί εὑρισκόμεθα εἰς τήν εὐχάριστον θέσιν νά ἒχῃ γινει ἡ ἀρχή.
Ἂς μήν ἐπιτρέψωμε τό νά προκύψουν ἐμπόδια πάσης φύσεως εἰς τόν ἀγαθόν δρόμο ὁ ὁποῖος ἀνοίγεται ἐμπρός μας.
Ἂς δώσωμε τήν πρέπουσα συνέχειαν εἰς τό εὐτυχές γεγονός, τοῦ ὁποίου ἡ ἐγνωσμένη ἰσχῦς, δίδει μίαν ξεχωριστή λάμψιν εἰς τήν δημιουργούμενη εἰκόνα ἑνότητος.
Ἡ γενναία των ἀπόφασις, ἒδωσε χαράν μεγάλη τόσον εἰς ἡμᾶς ὃσον καί εἰς τάς στρατιάς τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων καί τούς εὐχόμεθα ὁλοψύχως ὑγείαν καί μακροημέρευσιν πρός δόξαν Θεοῦ..
Ὃλα μποροῦν νά συζητηθοῦν, νά ἀναλυθοῦν καί νά ἐπιλυθοῦν ἐν πνεύματι ἀδελφικῆς ἀγάπης καί μέ πραγματικόν φόβον Θεοῦ.
Ὁ τίτλος τοῦ μικροῦ αὐτοῦ σημειώματος «ἂς ἠχήσουν τά σήμαν- τρα», δέν εἶναι μία ὑπερβολική κραυγή.
Εἶναι μία πραγματική προτροπή, ἐνώπιον ἑνός χαρμοσύνου γεγονότος.
Ἑνός γεγονότος ἀπό αὐτά τά ὁποῖα εἶναι ἱκανά νά «σημαδέψουν» τό μέλλον μας ὡς ἐκφραστῶν τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας.
Ἑνός γεγονότος τό ὁποῖο μᾶς δίδει τό δικαίωμα νά ἐκδηλώσωμεν τήν ἀνείπωτον χαράν καί τόν ἐνθουσιασμόν μας!!!
Ἂς μή διαψεύσωμε τίς ἐλπίδες τοῦ Ποιμνίου μας μέ ἀνθρώπινες μικρότητες, ματαιοδοξίες καί ἀνάξιες λόγου δικαιολογίες.
Ὃμως, ἡ Ἀρχή ἒγινε καί ἡ Χάρις Τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ, δέν θά ἐπιτρέψῃ τήν ἀκύρωσιν τοῦ θαυμασίου ὁράματος τό ὁποῖον ἒχομεν πλέον πρό ὀφθαλμῶν.
Καί εἶναι τό ὃραμα αὐτό, ἡ ΜΙΑ ΕΝΑΙΑ καί ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΣ Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος.
Καί ἐντός ὁλίγου, ἐλπίζομεν βασίμως πώς θά ἒχωμεν τήν χαράν νά πανηγυρίσωμεν και τήν συμπόρευσιν καί ἂλλων Σεβασμιωτάτων μετά τῶν ποιμνίων των, εἰς ΚΟΙΝΟΝ ἀγῶνα ἐντός τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῶν ΓΟΧ.
Τά παραδείγματα αὐτά, τά γεμᾶτα τόλμην, γενναιότητα καί ὀρθοφροσύνην, μποροῦν καί πρέπει νά ἀποτελέσουν τό καλόν παράδειγμα γιά τήν ὁλοκλήρωσιν τῆς πολυπόθητου ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Οἱ εὐθῦνες ΟΛΩΝ μας εἶναι τεράστιες καί ὁ λόγος πού θά κληθοῦμε νά δώσωμε θά εἶναι πολύ «σκληρός», ἐάν δέ ἁρθοῦμε στό ὓψος τῶν περι- στάσεων και ἀφήσωμε αὐτό τό πρῶτο τεράστιο βῆμα (αλμα θά τό ἐχαρακτηριζα) νά μείνῃ χωρίς συνέχεια.
Ἡ προσευχή ΟΛΩΝ μας ἂς εἶναι πρός αὐτήν τήν κατεύθυνσιν καί μέ ταπεινή καρδίαν ἂς ζητήσωμεν ἀπό τόν Ἀρχηγόν τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Κ.ἡ.Ι.Χριστόν, δύναμιν, ἀποφασιστικότητα καί στήριξιν, πρός ἐπίτευξιν αὐτοῦ διά τό ὁποῖον ἐπάσχισαν, ἐμάτωσαν καί ἐμαρτύρησαν πολλοί προπάτορές μας.
Ὁ εἰλικρινής, ἂδολος καί γεμᾶτος ἀγάπην διά τήν Πίστην μας, διάλογος, εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον, τά οἱαδήποτε «ἐμπόδια» μποροῦν καί ΠΡΕΠΕΙ νά ὑπερκερασθοῦν, προκειμένου νά θριαμβεύσουν τά ὃσα ΠΑΜΠΟΛΛΑ καί σημαντικά μᾶς ἑνώνουν ἒναντι τῶν ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ πού, πιθανῶς, ἐμφανίζονται ὡς «προβλήματα».
ΕΝΟΤΗΤΑ.
Δέν εἶναι μία ἁπλῆ λέξις. Εἶναι μία ἒννοια ἡ ὁποία ἐκφράζει τόν ἀμετακίνητον καί σταθερό στόχο πού πρέπει νά ἒχωμεν ὃλοι, προκειμένου νά μποροῦμε νά ποῦμε πώς ἡ ζωή μας, ἡ Ἱερωσύνη μας, οἱ Προσευχές μας, οἱ ἀγῶνες μας, δέν πῆγαν ἐπί ματαίῳ καί δέν ἒμειναν «γράμμα κενόν..»
Πρέπει νά εἶναι τό κύριο μέλημά μας, προκειμένου νά μποροῦμε νά ἀντιμετωπίσωμε μέ κάποιες ἐλπίδες δικαιώσεως τήν κρἰσιν μας, ὃταν ἒλθῃ ἐκείνη ἡ φοβερά ὣρα, πού πρέπει νά δώσωμεν λόγον τῶν πράξεών μας.
Ἂς γίνουν λοιπόν καί τά ἂλλα ἀπαιτούμενα βήματα διά τήν ὁλοκλήρωσιν τοῦ Θείου αὐτοῦ κελεύσματος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή τήν ὁποίαν εὐτυχήσαμεν νά ζήσωμεν, μᾶς δίδει ἐλπίδες διά ἀπρόσκοπτον συνέχισιν.
Ὁ δρόμος ἂνοιξε.
Ἂς τόν ακολουθήσαμε χωρίς καθυστερήσεις καί μεμψιμοιρίες, ωστόσο πολύ προσεκτικα στις επιλογες προς αποφυγήν … λάθους.
+Αρχιμανδρίτης Ευθύμιος Μπαρδάκας
Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΕ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΕ ΤΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Σε ιδιαίτερα ένθερμο κλίμα πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 21.2.2014 το πρωΐ στο Βατικανό, συνάντηση με την ηγεσία του Ρωμαιοκαθολικού Οργανισμού Τουρισμού OPERA ROMANA PELLEGRINAGGI, υπό τον Monseigneur Liberio Prof. Dott. Andreatta, Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο του Οργανισμού, και συνεργάτες του.
Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελείτο από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δωδώνης κ. Χρυσόστομο, Πρόεδρο, τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη κ. Σπυρίδωνα Κατραμάδο και τον κ. Χρήστο Πετρέα, Ειδικό Επιστημονικό Συνεργάτη, του Συνοδικού Γραφείου Προσκυνηματικών Περιηγήσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Την Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος συνόδευε ο Έλληνας τουριστικός επιχειρηματίας κ. Γεώργιος Δασκαλάκης, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Ταξιδιωτικού Οργανισμού TRAVEL PLAN, με συνεργάτες του, ο Αρχιμανδρίτης Συμεών Κάτσινας, Προϊστάμενος της Ορθοδόξου Κοινότητας στην Ρώμη, και ο κ. Νέστορας Βαρβαρέσσος, πρώην Σύμβουλος της Πρεσβείας της Ελλάδος στην Ρώμη.
Κατά την δίωρη και πλέον συνάντηση ο Ιεράρχης της Εκκλησίας της Ελλάδος, αρχικώς, ενημέρωσε για το επιτελούμενο έργο στο Συνοδικό Γραφείο της Εκκλησίας, και για τις προτάσεις συνεργασίας με τον Ρωμαιοκαθολικό Οργανισμό, που είχαν κατατεθεί, μέχρι και τον Μάρτιο 2013, οπότε ανέλαβε την Διοίκηση του Οργανισμού, ο Monseigneur Liberio Andreatta.
Από την πλευρά του ο Ρωμαιοκαθολικόw Επίσκοπος και υπεύθυνος του Θρησκευτικού Τουρισμού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επί περισσότερα από 20 χρόνια, παρουσίασε το έργο του Οργανισμού, επισημαίνοντας ότι, ο Οργανισμός εορτάζει το 2014, τα 80 χρόνια συνεχούς λειτουργίας από την ίδρυσή του και απασχολεί σήμερα περί τα 250 πρόσωπα.
Στη συνέχεια αποδέχθηκε εγκαρδίως και θετικά τις προτάσεις του Συνοδικού Γραφείου Προσκυνηματικών Περιηγήσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι:
• Η σύσταση κοινής Επιτροπής - Ομάδος Εργασίας, με σκοπό την επεξεργασία «Πρωτοκόλλου Συνεργασίας» (στην οποία από πλευράς της Εκκλησίας της Ελλάδος θα μετέχουν οι Αρχιμανδρίτης Σπυρίδων Κατραμάδος, Γραμματεύς, κ. Βασίλειος Τζέρπος, Μέλος, κ. Χρήστος Πετρέας, Ειδικός Συνεργάτης, και ο εκπρόσωπος του Ταξιδιωτικού Γραφείου κ. Γιώργος Δασκαλάκης)
• Η διαμόρφωση ειδικότερων Προγραμμάτων Προσκυνηματικών Περιηγήσεων κυρίως σε σχέση με τα Βήματα του Αποστόλου Παύλου στην Ελλάδα και τα Ιερά Προσκυνήματα της Παναγίας στην χώρα μας
• Η διοργάνωση Ειδικής Παρουσίασης – Έκθεσης στο Βατικανό περί των Ι. Μονών και Ι. Προσκυνημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος, εντός του 2014
• Η έναρξη συνεργασίας με αξιόπιστα Ελληνικά Τουριστικά Γραφεία, τα οποία είναι συνεργαζόμενα και προτεινόμενα από την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως το συνοδεύον την Αντιπροσωπεία, TRAVEL PLAN
Ο Ρωμαιοκαθολικός Επικεφαλής του OPERA ROMANA PELLEGRINAGGI, αφού περιέγραψε την νέα διοικητική δομή του Οργανισμού, παρουσίασε στην Αντιπροσωπεία την Υπεύθυνη του Τομέα Ελλάδος, δηλώνοντας ότι «πρέπει άμεσα να επενδύσουμε και στον θρησκευτικό τουρισμό προς την Ελλάδα» με την μελέτη σειράς πρωτοβουλιών, ώστε να διοργανωθούν προσκυνηματικά ταξίδια προς την χώρα μας.
Ολοκληρώνοντας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δωδώνης ευχαρίστησε για την ιδιαίτερα γόνιμη συνεργασία, και διαπίστωσε ότι τέθηκαν τα θεμέλια μιάς καλής συνεργασίας, για το όφελος των στόχων και σκοπών του Συνοδικού Γραφείου. Προσεκάλεσε δε επισήμως τον Monseigneur Andreatta να επισκεφθεί την Ελλάδα επικεφαλής ομάδος συνεργατών του, για να γνωρίσει τα Ι. Προσκύνηματα της χώρας μας, πρόσκληση η οποία έγινε ασμένως δεκτή.
Η Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος επισκέφθηκε επίσης την Πρεσβεία της Ελλάδος στην Ιταλική πρωτεύουσα, όπου τους υποδέχθηκε θερμά ο Έλληνας Πρέσβης κ. Θεμιστοκλής Δεμίρης και συνεργάτες του. Στην συνάντηση αυτή συζητήθηκε η συμβολή και της Πρεσβείας στο έργο του Συνοδικού Γραφείου Προσκυνηματικών Περιηγήσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η Αντιπροσωπεία θα συνεχίσει τις εργασίες και επαφές της στην Ρώμη, τις επόμενες ημέρες.
ΠΗΓΗ ''ΡΟΜΦΑΙΑ. GR''
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ - ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)
῾῾Αμαρτάνοντες εἰς
τούς ἀδελφούς...εἰς Χριστόν ἁμαρτάνετε᾽
(Α´ Κορ. 8,
12)
α. Μέ τήν
παραβολή τῆς κρίσεως πού προβάλλει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν
᾽Απόκρεω μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ ᾽Εκκλησία μας ὅτι ἡ ζωή αὐτή ὄχι μόνο θά τελειώσει,
ἀλλά καί θά ἐλεγχθεῖ. Θά᾽ ρθει ὁ Χριστός στήν Δευτέρα Του Παρουσία κι ἐκεῖ θά
ἀποδώσει στόν καθένα ἀνάλογα μέ αὐτά πού πολιτεύτηκε, σέ σχέση μάλιστα μέ τόν
συνάνθρωπό του. Στό ἴδιο μῆκος κύματος ὅμως βρίσκεται καί τό ἀποστολικό
ἀνάγνωσμα. ᾽Αναφέρεται σέ ἕνα συγκεκριμένο πρόβλημα τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς Κορίνθου,
δηλαδή στή στάση ὁρισμένων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μέσα στά πλαίσια τῆς ἐν Χριστῷ
ἐλευθερίας τους ἔτρωγαν ἀπό τά λεγόμενα εἰδωλόθυτα, δηλαδή τά κρέατα ἀπό τίς
εἰδωλολατρικές θυσίες, καί ἐνῶ γι᾽ αὐτούς δέν ὑπῆρχε συνειδησιακό πρόβλημα, ἀφοῦ
δέν ὑπῆρχε κάποια ῾ἱερότητα᾽ στά εἰδωλόθυτα, προκαλοῦσαν τή συνείδηση τῶν ἁπλῶν
καί ἀσθενῶν στή συνείδηση ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦσαν νά δοῦν τά εἰδωλόθυτα
ὡς ἁπλά κρέατα. ῎Ετσι ὅμως ἡ ἐλευθερία τους αὐτή, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος,
γινόταν ἁμαρτία μέ τήν πρόκλησή τους αὐτή, ἡ ὁποία τελικῶς ἀναφερόταν στόν ἴδιο
τόν Κύριο. ῾῾Αμαρτάνοντες εἰς τούς ἀδελφούς καί τύπτοντες τήν συνείδησιν
αὐτῶν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστόν ἁμαρτάνετε᾽. ῾Αμαρτάνοντας ἀπέναντι στούς
ἀδελφούς καί πληγώνοντας τή συνείδησή τους πού εἶναι ἀδύνατη, ἁμαρτάνετε
ἀπέναντι στόν ἴδιο τόν Χριστό.
β. 1. ῾Ο
ἀπόστολος μᾶς πάει σέ βαθιά νερά: μᾶς ἀνοίγει τά μάτια καταρχάς νά δοῦμε τά
πραγματικά ὅρια τῆς ἁμαρτίας. Διότι μᾶς λέει ὅτι ἁμαρτία δέν εἶναι μόνον ὅ,τι
εὐθέως προκαλεῖ τόν ἄνθρωπο – τόν ἑαυτό μας ἤ τόν συνάνθρωπο – δηλαδή οἱ βαριές
λεγόμενες ἁμαρτίες: φόνος, ὕβρεις, μοιχεῖες, πορνεῖες κλπ., ἀλλά καί αὐτό πού
ἔστω ἐπ᾽ ἐλάχιστον προκαλεῖ τή συνείδηση τοῦ ἄλλου, ὅπως γιά παράδειγμα μία καλή
θεωρούμενη δική μας ἐνέργεια, ἡ ὁποία ὅμως μπορεῖ νά σκανδαλίσει ἕναν ἀρχάριο ἐν
Χριστῷ ἀδελφό. Καί πέραν τούτου: ἁμαρτία εἶναι, ὅπως διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ,
καί ὅ,τι μπορεῖ νά τόν προκαλέσει καί σέ ἐπίπεδο λογισμῶν μέ τίς κατά διάνοιαν
λεγόμενες ἁμαρτίες. Διότι δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἁμαρτία ξεκινᾶ ὡς λογισμός
στή διάνοια κι ἔπειτα προχωρεῖ καί γίνεται πράξη. ῎Ετσι μπορεῖ κανείς νά βλάπτει
τόν συνάνθρωπό του – καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του βεβαίως: ὁ πρῶτος συνάνθρωπος
εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός - ἀπό τήν ὥρα πού θά δεχθεῖ καί τήν παραμικρή ὑποψία
ἤ κακή σκέψη ἀπέναντί του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἅγιοί μας, παλαιότεροι καί
νεώτεροι, ἐπανειλημμένως τόνιζαν τή σημασία τῶν λογισμῶν πού καλλιεργοῦμε μέσα
μας ἀπέναντι στόν συνάνθρωπό μας: καλός λογισμός σημαίνει οὐσιαστική βοήθεια σ᾽
αὐτόν, κακός λογισμός σημαίνει ἀρνητική ἐνέργεια πού τόν ὠθεῖ σέ ἄσχημους
ἀτραπούς. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή λοιπόν ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας βαθαίνει πάρα πολύ,
διότι ἀνάγεται στό βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἄνθρωπος ἁμαρτάνει εἴτε
λόγῳ εἴτε ἔργῳ εἴτε διανοίᾳ.
2. Τά πράγματα
῾σκληραίνουν᾽ ἀκόμη περισσότερο ὅμως μέ τήν ἀναγωγή πού κάνει ὁ ἀπόστολος: ἡ
ὅποια ἁμαρτία μας, ἀκόμη καί ἡ παραμικρότερη, δέν ἔχει τελικό ἀποδέκτη τόν
συνάνθρωπο, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Χριστό. ῾Εἰς Χριστόν ἁμαρτάνετε᾽. Κι αὐτό
σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν κατανοεῖται σέ ἐπίπεδο μόνο ὁριζόντιο· ἁπλώνεται σέ
χῶρο πέραν τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, στήν ἴδια τή θεότητα. ῾Σοί μόνῳ
ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα᾽ ἀκοῦμε ἤδη ἀπό τόν ψαλμωδό τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης. ῞Οταν ἁμαρτάνουμε λοιπόν δέν καταστρατηγοῦμε ἁπλῶς ἕναν
κανόνα, δέν γίνεται μία παρέκκλιση πού εἶναι ἐπιφανειακή, ἀλλά χαλᾶμε τή σχέση
μας μέ τόν ἴδιο τόν Θεό, πού θά πεῖ δέν παθαίνει βεβαίως κάτι ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς,
ἀλλά ἀλλοιώνονται ὅλες οἱ δικές μας σχέσεις μαζί κι ὁ ἑαυτός μας. ῾Η παραβολή
τοῦ ἀσώτου μάλιστα τῆς προηγουμένης Κυριακῆς μέ τρόπο ἀνάγλυφο καί συγκλονιστικό
μᾶς περιέγραψε τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας ὡς ἀπομάκρυνσης ἀπό τόν Θεό Πατέρα: ἡ
ἀπώλεια τοῦ ἑαυτοῦ καί ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. ῾῾Ο υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν...καί
ἀπολωλός᾽.
3. ῾Η ἀναγωγή
αὐτή, ἡ ταύτιση δηλαδή τῆς ἁμαρτίας πρός τόν συνάνθρωπο μέ τήν ἁμαρτία πρός τόν
Χριστό δέν ἀποτελεῖ βεβαίως μία αὐθαίρετη ὑπόθεση τοῦ ἀποστόλου Παύλου. ῾Ο
ἀπόστολος κινεῖται ἀπολύτως ἐκκλησιολογικά καί ἀναφέρεται σ᾽ αὐτό πού συνιστᾶ τή
βάση τῆς ᾽Εκκλησίας: διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ντυθήκαμε τόν Χριστό καί γίναμε
ζωντανά μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του. ῾῞Οσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε,
Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽. Συνεπῶς ὅ,τι συμβαίνει στή σχέση μας μέ
τόν συνάνθρωπο, ὅπως καί μέ ἐμᾶς τούς ἴδιους, ἀναφέρεται στόν ἴδιο τόν Κύριο.
Πρόκειται γιά τήν ἴδια πραγματικότητα γιά τήν ὁποία κάνει λόγο καί ἡ παραβολή
τῆς Κρίσεως τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου:
῾ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων,
ἐμοί ἐποιήσατε᾽. Καί ῾ἐφ᾽ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου
τῶν ἐλαχίστων οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε᾽. ῾Ο Χριστός ταυτίζει τόν ἑαυτό Του μέ
ἐμᾶς κι αὐτό τό βλέπουμε νά ἐνεργοποιεῖται μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
῾Η θετική ἤ ἡ ἀρνητική στάση μας λοιπόν ἔναντι τοῦ κάθε συνανθρώπου μας, καί
μάλιστα τόν χριστιανό, ἀντανακλᾶ ἀκριβῶς στόν ῎Ιδιο. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως
ὅτι τό μόνο πού μᾶς δικαιώνει ἀπέναντί Του εἶναι ἡ στάση τῆς ἀγάπης μας ἔναντι
τοῦ συνανθρώπου μας, γιατί Αὐτός εἶναι ἀγάπη.
4. Καί
πράγματι: ἡ ἁμαρτία στό ὁποιοδήποτε ἐπίπεδό της σημαίνει τήν ἔλλειψη τῆς πίστης
καί τῆς ἀγάπης. ῾Πᾶν ὅ οὐκ ἐκ πίστεως ἁμαρτία ἐστί᾽ θά πεῖ ὁ ἀπόστολος,
καί ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽. Προκαλοῦμε τόν ἄλλον δηλαδή καί
ἁμαρτάνουμε ἀπέναντί του διότι ἀκριβῶς δέν τόν ἀγαποῦμε. Καί δέν τόν ἀγαποῦμε
γιατί δέν ἔχουμε Θεό μέσα μας πού μᾶς δίνει τά μάτια νά βλέπουμε τόν ἑαυτό μας
καί τούς ἄλλους ὡς συνέχεια ᾽Εκείνου: ἡ ἁμαρτία ὡς ἄρνηση τῆς ἀγάπης φανερώνει
τήν πνευματική μας τύφλωση. Κι αὐτό θά πεῖ: στόν βαθμό πού ἀρχίζουμε νά ἀγαπᾶμε
σταματᾶμε καί νά ἁμαρτάνουμε. ῞Ο,τι κάνουμε ἐν ἀγάπῃ ἔστω κι ἄν
φαίνεται ἀρνητικό, τελικῶς λειτουργεῖ ὑπέρ τοῦ ἄλλου καί ὑπέρ ἡμῶν. Κι αὐτό
γιατί, ὅπως εἴπαμε, μέ τόν τρόπο αὐτό ἐνεργοποιεῖται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία
μόνο στήν ἀγάπη βρίσκει τό πρόσφορο ἔδαφος παρουσίας καί ἀναπτύξεώς της.
Κριτήριο λοιπόν
τῆς στάσης τοῦ χριστιανοῦ ἔναντι τοῦ συνανθρώπου του εἶναι ἡ ἀγάπη καί μόνον
αὐτή. Μπορεῖ ὁ χριστιανός νά ζεῖ καί νά ἀναπνέει ἐλεύθερα, διότι ῾ἐπ᾽
ἐλευθερίᾳ ἐκλήθη᾽, ἡ ἐλευθερία του ὅμως αὐτή περιορίζεται ἀπό τήν ἀγάπη του.
Μία ἐλευθερία χωρίς ἀγάπη ἀποτελεῖ ἐπικάλυμμα κακίας, τήν ὁποία καταδικάζει ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α´ Πέτρ. 2, 16). ᾽Ελευθερία καί ἀγάπη λοιπόν συνυπάρχουν
καί καμμία δέν ὑφίσταται χωρίς τήν ἄλλη, ἄν θεωρηθοῦν χριστιανικά. ᾽Εδῶ συνεπῶς
κατανοοῦμε αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος στούς Κορινθίους: πῶς μπορεῖ ἡ ἐλευθερία
σας νά μή λαμβάνει ὑπόψη τή συνείδηση τῶν ἀσθενῶν ἀδελφῶν σας; Εἶναι σά νά μή
λειτουργεῖτε μέ ἀγάπη. ῾Βλέπετε μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν πρόσκομμα γένηται τοῖς
ἀσθενοῦσιν᾽. Προσέξτε μήπως τό ἐλεύθερο δικαίωμά σας γίνει αἰτία νά
σκοντάψουν καί νά πέσουν ἐκεῖνοι πού ἡ πίστη τους εἶναι ἀδύνατη.
γ. Δέν μποροῦμε
νά ἁμαρτάνουμε μέ ἐλαφριά τή συνείδηση. ῾Η ἁμαρτία ἔχει ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό
καί συνεπῶς ὅταν τή διαπράττουμε διακυβεύουμε τό αἰώνιο μέλλον μας. Δυστυχῶς ἡ
ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἐλαφρότητα αὐτή, γι᾽ αὐτό καί ὑπάρχουν τόσες
ἀνισορροπίες, τόσες μελαγχολίες, τόσες φοβίες, τόσες διαμάχες. ῾Η μόνη λύση
εἶναι νά ἐνεργοποιοῦμε ὡς χριστιανοί καθημερινῶς τήν αὐτοσυνειδησίας μας, νά
νιώθουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, νά βλέπουμε τόν Χριστό
στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Αὐτό σημαίνει ὅμως διαρκή ἀγώνα μετανοίας, γεγονός πού
ἀποκαλύπτει τό μεγαλεῖο τῆς Σαρακοστῆς πού ζοῦμε στήν ᾽Εκκλησία μας. Διότι
Σαρακοστή σημαίνει κλήση γιά μετάνοια.
«Απελεύσονται ούτοι
εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. 25, 46)
Το
Ευαγγέλιο της κρίσεως που ακούγεται στην Εκκλησία μας την Κυριακή των Απόκρεω,
αποτελεί την απάντηση στην ορμή μας για γνώση του αύριο: ο Θεός δεν μας άφησε
αμάρτυρο το μέλλον∙ μας άνοιξε τα μάτια, όχι όμως σε ό,τι συνιστά απλή
περιέργεια ως προς την πορεία μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά σε ό,τι είναι καίριο
και ουσιώδες, σε ό,τι δηλαδή είναι σωτηριώδες και αιώνιο. Ο Κύριος θα ξανάλθει,
φωνάζει η Εκκλησία βασισμένη στα ίδια Του τα λόγια. Και θα ξανάλθει ένδοξα αυτή
τη φορά «κρίναι ζώντας και νεκρούς», σε ώρα που κανείς δεν γνωρίζει. Θα
έλθει «ως κλέπτης εν νυκτί» (Α΄Θεσ. 5, 2), «εν ημέρα η ου
προσδοκά» ο άνθρωπος (Ματθ. 24. 50). Και θα σταθούμε όλοι οι άνθρωποι όλων
των εποχών ενώπιόν Του για να γίνει η τελική αποτίμηση. Όσοι θα βρεθούν να έχουν
τηρήσει το θέλημά Του, άρα να έχουν αγαπήσει τον συνάνθρωπό τους, θα βρεθούν
στους ευλογημένους του Πατρός Του. Όσοι θα βρεθούν αμετανόητοι, ανάπηροι από τα
φτερά της πίστεως και της αγάπης, θα βρεθούν στους καταραμένους. Και η οριστική
κατάληξη: «Απελεύσονται ούτοι (οι χωρίς αγάπη) εις κόλασιν αιώνιον, οι
δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».
1. Ο
τονισμός του αιώνιου χαρακτήρα της μιας και της άλλης καταστάσεως είναι το πρώτο
στο οποίο κοντοστέκεται κανείς. Ο Κύριος δεν άφησε καμία αμφιβολία περί του
οριστικού και αμετάκλητου της κρίσεώς Του. Η αιωνιότητα με την ατέρμονη πορεία
της είναι η προοπτική που ανοίγεται μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά.
«Της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος», όπως το ομολογούμε διαρκώς και στο
Σύμβολο της Πίστεως. Δεν υπάρχει πια ανακοπή και ανάκληση. Κι είναι η αιωνιότητα
αυτή καταδίκη καταρχάς της παναίρεσης των Γιεχωβάδων, οι οποίοι μεταξύ των άλλων
πλανών τους τονίζουν ότι η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου θα σημάνει την απαρχή
μιας χιλιετούς βασιλείας Του, για να ακολουθήσει έπειτα κάτι διαφορετικό. Από
την άλλη ο αιώνιος χαρακτήρας της κρίσεως του Θεού καταδικάζει και όσους στο
παρελθόν ή και πιο μετά πίστεψαν πλανεμένα ότι τελικώς όλοι θα αποκατασταθούν
μέσα στην αγκαλιά της αγάπης του Θεού. «Η αποκατάσταση των πάντων», για την
οποία μίλησε και ο μεγάλος αλλά καταδικασμένος για τις πλάνες του από την
Εκκλησία θεολόγος Ωριγένης, αποτελεί μία πρόκληση και έναν πειρασμό για την
Εκκλησία, η οποία όμως απέρριψε την πλάνη, διότι ακριβώς προϋποθέτει εσφαλμένη
θεολογία ως προς την εικόνα που απεκάλυψε για τον Θεό ο ίδιος ο Χριστός. Δεν
είναι ο Θεός το πρόβλημα για να αποκαταστήσει τους πάντες. Η αποκατάσταση αυτή
είναι η διαρκής βούληση του Θεού για όλους, ακόμη και για τους δαίμονες. Διότι
«ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν»
(Α΄Τιμ. 2,4). Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι οποίοι αρνούμαστε την αγάπη
του Θεού και τις προκλήσεις και προσκλήσεις για μετάνοιά μας. Η «αποκατάσταση
των πάντων» αλλοιώνει και την περί ανθρώπου εικόνα της Εκκλησίας, παρουσιάζοντας
αυτόν με κολοβωμένη ελευθερία.
2. Η αιωνιότητα που θα
ανοιχτεί μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου – πέρα βεβαίως από την αιωνιότητα
ως παρούσα κατάσταση του εδώ κόσμου που ζει ο Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία:
«αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον
απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (ευαγγελιστής Ιωάννης) - δεν θα φέρει κάτι
διαφορετικό από αυτό που ζει ο άνθρωπος αμέσως μετά τον θάνατό του. Σε όποια
κατάσταση δηλαδή φεύγουμε από τη ζωή αυτή, είτε εν μετανοία είτε εν
αμετανοησία, σε αυτήν την κατάσταση θα μας βρει και η Δευτέρα Παρουσία. Κι αυτό
θα πει: το οριστικό και αμετάκλητο τέλος για τον καθένα μας, σε επίπεδο
αιωνιότητας, έρχεται στην ουσία την ώρα του θανάτου μας. Η μόνη διαφορά μεταξύ
της μερικής κρίσεως που υφίσταται ο άνθρωπος όταν πεθάνει, και της γενικής
κρίσεως που θα υποστεί την ημέρα της Κρίσεως, θα είναι στον βαθμό της έντασης:
στη μερική κρίση κρίνεται με μόνη την ψυχή∙ στη γενική κρίση θα κριθεί μαζί με
το σώμα, που θα αναστήσει ο Χριστός. Υπό το πρίσμα αυτό ο προβληματισμός και η
αγωνία ορισμένων για το πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία είναι χωρίς νόημα: η
ώρα του θανάτου μας στην πραγματικότητα αποτελεί και την ώρα της τελικής κρίσεώς
μας, αφού δεν υπάρχει προοπτική μετάνοιας μετά τον θάνατό μας. «Εν τω Άδη ουκ
έστι μετάνοια» κατά τη γνωστή και κλασική διατύπωση.
3. Μιλώντας όμως για
τον αιώνιο χαρακτήρα είτε της κόλασης είτε της ζωής, κατά τη διάκριση του
Κυρίου, πρέπει να έχουμε την ορθή εικόνα των καταστάσεων αυτών. Να τις βλέπουμε
δηλαδή με τις προϋποθέσεις του Ευαγγελίου, της Αποστολικής και της Πατερικής
Παραδόσεως. Διότι δυστυχώς υπάρχει πολλή και μεγάλη διαστρέβλωση επ’ αυτών.
Άλλοι απορρίπτουν τις καταστάσεις του Παραδείσου και της Κολάσεως, άλλοι τις
θεωρούν ως καταστάσεις μόνον του κόσμου τούτου, άλλοι τις κατανοούν με
μεσαιωνικές εικόνες: ως τόπους που είτε βράζουν και ψήνονται οι άνθρωποι (η
κόλαση) είτε αναπαύονται σε κήπους και ανάκλιντρα (ο παράδεισος).
Η Εκκλησία μας λοιπόν
διδάσκει πως ό,τι ονομάζουμε κόλαση και παράδεισος δεν υφίσταται από πλευράς του
Θεού. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄Ιωάν. 4, 16), και έτσι το μόνο που
δύναται είναι να αγαπά. Κατά συνέπεια όλοι οι άνθρωποι όλων των αποχρώσεων και
όλων των καταστάσεων, είτε πιστοί είτε άπιστοι, ως παιδιά του Θεού δέχονται την
ίδια αγάπη από Εκείνον. Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Διακρίσεις κάνουμε εμείς οι
εμπαθείς άνθρωποι. Αν ένας γονιός φτάνει στο σημείο να αγαπά όλα τα παιδιά του
το ίδιο, είτε είναι μέσα στο σπίτι είτε εκτός, πόσο περισσότερο ο ουράνιος
Πατέρας, ο Οποίος είναι παντελώς απαλλαγμένος από οποιαδήποτε εμπάθεια και
οποιαδήποτε κακία. Αν όμως δεν υφίσταται κόλαση και παράδεισος από πλευράς του
Θεού, υφίσταται από πλευράς των ανθρώπων. Εμείς τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού
δυστυχώς την ζούμε έτσι και αλλιώς: είτε δηλαδή θετικά είτε αρνητικά. Διότι οι
δικές μας προϋποθέσεις ζωής μεταποιούν και αλλοιώνουν τη θεϊκή αγάπη. Έτσι ο
μετανοημένος πιστός που αγωνίστηκε σε αυτήν τη ζωή να απαλλαγεί από τον εγωισμό
και την αμαρτία: ό,τι καταργεί και σκοτώνει την αγάπη, δέχεται την ενέργεια της
αγάπης του Θεού και την βιώνει ως φως και ευλογία. Ο αμετανόητος όμως, που
παγίωσε τον εγωισμό μέσα του κι έκανε πέτρα την καρδιά του, αυτός την ίδια αγάπη
του Θεού την δέχεται πια αρνητικά: ως φωτιά που τον κατακαίει και τον πονάει.
Σαν τον ήλιο που οι ίδιες ακτίνες του το μεν πτώμα το αποσυνθέτουν, τον δε
ζωντανό οργανισμό τον ζωοποιούν και τον αναζωογονούν.
Έτσι για το αν
βρεθούμε στην κόλαση ή στον παράδεισο, όπως λέμε, αποκλειστικά υπεύθυνοι είμαστε
εμείς και όχι ο Θεός. Ο Θεός μας αγαπά. Εμείς δεν μπορούμε να γευτούμε την αγάπη
Του, γιατί όσο μας δόθηκε ο χρόνος εργασίας και μετανοίας, αυτή η ζωή, εμείς
φροντίσαμε να παραλύσουμε τις αισθήσεις μας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να μας
παραξενεύουν τα λόγια μερικών Πατέρων της Εκκλησίας που μιλώντας για τα θέματα
αυτά είπαν: ακόμη και στην περίπτωση που ο Θεός διά της βίας μας έβαζε στον
Παράδεισο, ακόμη και στην υποτιθέμενη αυτή περίπτωση τον παράδεισο εμείς θα τον
ζούσαμε ως κόλαση. Διότι ο εγωιστής άνθρωπος και στον παράδεισο θα είναι
εγωιστής, άρα κολασμένος.
4. Τι θα κρίνει βεβαίως
την ένταξή μας στη μία ή στην άλλη κατάσταση είναι γνωστό και το αναφέραμε
ακροθιγώς παραπάνω: η αγάπη που φροντίσαμε να κρατήσουμε στη ζωή αυτή και
απέναντι στον Θεό και απέναντι στον συνάνθρωπο. Και κυρίως απέναντι στον
συνάνθρωπο, διότι αυτή κρίνει την ποιότητα και της αγάπης μας προς τον Θεό. «Αν
δεν αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας που βλέπουμε – επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης – πώς
θα αγαπάμε τον Θεό που δεν βλέπουμε;» (Πρβλ. Α΄ Ιωάν. 4, 20). Η αγάπη μας λοιπόν
προς τον συνάνθρωπο συνιστά και το έσχατο κριτήριο, πάνω στο οποίο θα
κριθούμε.
Και πράγματι η παραβολή
της Κρίσεως αυτό επισημαίνει: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου
των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Και «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων
των αδελφών μου των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Τα λόγια του Κυρίου
είναι συγκλονιστικά. Ο άλλος, ο πλησίον, ο συνάνθρωπος, όποιος κι αν είναι
αυτός, δεν είναι απλώς ο άλλος. Πολύ περισσότερο δεν είναι ο ξένος και ο εχθρός,
που μπορεί να φτάσει να θεωρηθεί και ως η κόλασή μου – μία θεώρηση που συνιστά
την ίδια την αθεΐα. Διότι πράγματι χωρίς Θεό στη ζωή μου, ο συνάνθρωπος αποτελεί
για μένα μόνο απειλή και ενόχληση. Ο άλλος όμως, κατά τον Κύριο, είναι ο αδελφός
του Κυρίου, κι ακόμη πιο πολύ: ο ίδιος ο Κύριος.
5. Δεν αποτελούν
συμβολικές εικόνες αυτά που λέγει ο Χριστός. Είναι οριστικές διατυπώσεις που
αποκαλύπτουν την πραγματικότητα. Ο Χριστός αίρει την τύφλωσή μας και μας δίνει
τα μάτια για να δούμε την κρυμμένη πραγματικότητα. Το έσχατο βάθος της. Και μας
λέει: μη με ψάχνετε εδώ κι εκεί. Δείτε με στα πρόσωπα των συνανθρώπων σας. Ακόμη
και σε εσάς τους ίδιους. Ο καθένας λοιπόν από εμάς συνιστά μία κρυμμένη παρουσία
Χριστού. Αποτελούμε μία πρόκληση διαλόγου με τον Χριστό και μία βίωση της
Δευτέρας Παρουσίας του πριν ακόμη εκείνη έρθει. Έτσι η κόλαση και ο παράδεισος
δεν ανήκουν ως καταστάσεις στο μακρινό και απώτατο μέλλον. Είναι πολύ κοντά μας,
μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια μας, όσο είμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστά στον
εαυτό μας και μπροστά στον κάθε συνάνθρωπό μας. Την κόλαση και τον παράδεισο τα
κερδίζουμε την κάθε στιγμή της ζωής μας. Κι αυτό που τώρα ζούμε, το ίδιο με
μεγαλύτερη ένταση θα ζήσουμε και μετά τον θάνατό μας, και με την απόλυτη δυνατή
ένταση μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. Πόσο οικεία και
γνώριμα λοιπόν ακούει στα αυτιά του ο Χριστιανός τα λόγια των Πατέρων του: «Από
τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Γιατί αν κερδίσουμε τον αδελφό
μας, τον Χριστό κερδίσαμε. Κι αν τον προσβάλουμε, Εκείνον χάσαμε».
Η παραβολή της κρίσεως
ακούγεται μία φορά τον χρόνο στην Εκκλησία μας, την Κυριακή των Απόκρεω –
σκαλοπάτι κι αυτή για την είσοδό μας στη Σαρακοστή. Περιττό να πούμε ότι λόγω
της σπουδαιότητάς της θα πρέπει να την έχουμε μόνιμο και καθημερινό ανάγνωσμά
μας και μελέτη του βίου μας διαπαντός. Διότι επικεντρώνει την προσοχή μας σε
ό,τι πιο ουσιαστικό έχουμε να κάνουμε στη ζωή αυτή, από το οποίο εξαρτάται και
το αιώνιο μέλλον μας: να αγαπάμε τους πάντες και τα πάντα. Για χάρη του Χριστού.
Για χάρη δική μας.
ΠΗΓΗ ''ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ''
Ψυχοσάββατο προ της Κυριακής της Απόκρεω . Γιατί το μνημόσυνο αυτό; (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)
Γιατί
τὸ μνημόσυνο αὐτό;
Σήμερα,
ἀγαπητοί μου, εἶνε Ψυχοσάββατο .Τί θὰ πῇ Ψυχοσάββατο; Σάββατο τῶν
ψυχῶν. Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἂς ποῦμε λίγες λέξεις.Κατ᾽ ἀρχὴν ἡ λέξι Σάββατον δὲν εἶνε
ἑλληνική, εἶνε ἑβραϊκή· Σάββατον στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει ἀνάπαυσις ἢ «κατάπαυσις»
(βλ. Ἑβρ. 4,4 κ.ἀ.) .Ὅσοι διαβάζετε τὴν ἁγία Γραφή, θὰ γνωρίζετε ὅτι ὁ Θεὸς
δημιούργησε τὸ ὑλικὸ σύμπαν σὲ ἕξι ἡμέρες (βλ. Γέν. κεφ. 1).
Ὅταν
λέει ἡ ἁγία Γραφὴ ἕξι ἡμέρες, ἐννοεῖ μακρὲς χρονικὲς περιόδους,στὶς ὁποῖες
συνέβησαν γεγονότα κοσμογονικά. Ἡ γῆ, ὁ ἥλιος, τὰ ἀστέρια, ὅλο τὸ σύμπαν ἀπὸ τὶς
παμμέγιστες σφαῖρες μέχρι τὸ μικρὸ ἄτομο,ποὺ κι αὐτὸ εἶνε μιὰ μικρογραφία τοῦ
σύμπαντος, δημιουγήθηκαν σὲ ἕξι ἡμέρες.
Μετά,
λέει ἡ ἁγία Γραφή, τὴν ἑβδόμη ἡμέραὁ Θεὸς ἀναπαύθηκε, «κατέπαυσε ἀπὸ πάντων τῶν
ἔργων» τῆς δημιουργίας (βλ. Γέν. 2,2) . Δὲν λέει ὅτι σταμάτησε νὰ ἐπιβλέπῃ τὸ
σύμπαν, ἀλλ᾽ ὅτι σταμάτησε νὰ δημιουργῇ· στὸ ἑξῆς δὲν πρόκειται πλέον νὰ
προστεθοῦν νέα εἴδη σ᾽ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν. «Κατέπαυσε» μὲν ἡ δημιουργία, ἀλλ᾽ ὄχι ἡ μέριμνα,
ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.Ὑπ᾽ αὐτὴ τὴν ἔννοια, τῆς θείας προνοίας, νοεῖται τὸ σπουδαῖο
ἐκεῖνο θεολογικὸ ῥητὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός· «Ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ
ἐργάζομαι» (Ἰω. 5,17).
Δὲν
παύει ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν συντήρησι καὶ τὴν διακυβέρνησι τοῦ
κόσμου.Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς «κατέπαυσε» τὴν ἑβδόμη ἡμέρα, γι᾽ αὐτὸ ὥρισε καὶ γιὰ
τὸν ἄνθρωπο ὡς ἡμέρα ἀναπαύσεως τὴν ἑβδόμη ἡμέρα .Ἡ τετάρτη ἐντολὴ λέει· «Ἓξ
ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ
τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14).
Καὶ
πράγματι τὸ Σάββατο τηρεῖται μέχρι σήμερα μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια ἀπὸ τοὺς
Ἑβραίους. Ἂν πᾶτε στὸ Ἰσραήλ, θὰ δῆτε ὅτι Σάββατο στὶς ὁδικὲς ἀρτηρίες δὲν
κινεῖται τίποτε,ἐκτὸς ἀπὸ τὰ αὐτοκίνητα τῆς ἀστυνομίας καὶ τῶν πρώτων βοηθειῶν
γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς.
Αὐτὸ
εἶνε ἔλεγχος γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανούς. Ἐμεῖς ἀντὶ τοῦ Σαββάτου ἔχουμε τὴν
Κυριακή ,πρῶτον εἰς ἀνάμνησιν τῆς καταπαύσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ
κόσμου, δεύτερον γιὰ ν᾽ ἀναπαυώμεθα ἀπὸ τὴν ἐργασία, καὶ τρίτον γιὰ νὰ τιμοῦμε
τὸ τρισμέγιστο γεγονὸς τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὸ
σημερινὸ ὅμως Σάββατο εἶνε ἐξαιρετικό· ὀνομάζεται Ψυχοσάββατον . Γιατί
ὀνομάζεται ἔτσι; Διότι σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ τελοῦμε γενικὸ
μνημόσυνο τῶν νεκρῶν .Καὶ τοῦτο γιὰ τοὺς ἑξῆς τρεῖς λόγους.
⃝Πρῶτος
λόγος
. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν πεθαίνουν ὑπὸ ὁμαλὲς συνθῆκες· δὲν ἐκπνέουν στὸ σπίτι,
ἔχοντας δίπλα τους τὰ προσφιλῆ πρόσωπα· δὲν συνοδεύονται ὅλοι στὴν τελευταία
κατοικία ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους· δὲν ψάλλεται σὲ ὅλους ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία·
δὲν γεμίζει τὸ φτυάρι ὁ ἱερεὺς μὲ χῶμα καὶ νὰ πῇ «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ»
(Γέν. 3,19 καὶ Ἐξόδ. ἀκολ.) .
Πολλοὶ
ἄνθρωποι «ἐξεμέτρησαν τὸ ζῆν» ὑπὸ συνθῆκες δραματικές . Ἄλλοι ταξίδευαν στοὺς
ὠκεανούς, ναυάγησαν τὰ πλοῖα καὶ ἡ θάλασσα ἔγινε τάφος μυριάδων νεκρῶν. Ἄλλοι
διέσχιζαν μεγάλες ἐρήμους, χάθηκαν μέσα σὲ δάση καὶ τοὺς κατέφαγαν θηρία. Ἄλλοι
καταπλακώθηκαν ἀπὸ σεισμούς, ἄλλοι ἔγιναν κάρβουνο ἀπὸ κεραυνούς, ἄλλοι
ἐγκλωβίσθηκαν στὰ βάθη μεταλλείων, ἄλλοι κάηκαν σὲ πυρκαϊὲς ἐργοστασίων, καὶ
ἄλλοι ἀπὸ διάφορες ἄλλες αἰτίες τελείωσαν τὴ ζωή τους· χθὲς π.χ. ἐγράφη στὸν
τύπο, ὅτι μία χιονοθύελλα στὴν Περσία σάρωσε κυριολεκτικῶς χιλιάδες ἀνθρώπους
καὶ ἔγιναν ἄφαντοι. Τί εἶνε ὁ ἄνθρωπος! ἕνα ἄχυρο εἶνε, τίποτα δὲν εἶνε. Ὅλους
λοιπὸν αὐτοὺς μνημονεύει σήμερα ἡ Ἐκκλησία.Ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ τὰ λεγόμενα
φτωχαδάκια· ἄνθρωποι ποὺ κηδεύονται χωρὶς νὰ τοὺς συνοδεύῃ κανείς, ἢ ποὺ οἱ
συγγενεῖς τους δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ τοὺς κάνουν μνημόσυνα.
Ὑπάρχουν
ὅμως καὶ κάτι πλούσιοι –πῶς νὰτοὺς περιγράψω;–, πού, ἐνῷ ἄφησαν τεράστιες
περιουσίες (σπίτια, πολυκατοικίες, πλούτη),ἐν τούτοις τὰ παιδιά τους δὲν τοὺς
θυμοῦνται, δὲν φέρνουν στὸν τάφο τους ἕνα λουλούδι,ἕνα πιάτο κόλλυβα. Ἂν
μπορούσαμε νὰ τοὺς ἀκούσουμε θὰ μᾶς ἔλεγαν· Τί κάναμε οἱ ἀνόητοι! ἀντὶ νὰ
μοιράσουμε τὰ ὑπάρχοντά μας σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα καὶ ναούς, τ᾽ ἀφήσαμε σὲ
ἄσπλαχνα τέρατα…
Διότι
τέρας εἶνεπράγματι ὅποιος δὲν θυμᾶται τοὺς προγόνουςτου. Λαὸς ποὺ δὲν θυμᾶται
τοὺς νεκρούς του εἶνε ἀνάξιος νὰ ζῇ πάνω στὴ γῆ. Στὴν Ἰαπω-νία τιμοῦν τοὺς
νεκρούς· τοὺς τάφους ἐκεῖ τοὺς ἔχουν περιβόλια, κι ὅταν πρόκειται κάποιος νὰ
στεφανωθῇ καὶ νὰ δημιουργήσῃ οἰκογένεια, θὰ πάῃ στοὺς τάφους τῶν παππούδων.
Ἀντιθέτως ἐδῶ πολλὰ νεκροταφεῖα εἶνε ἐγκαταλελειμμένα. Δείκτης πολιτισμοῦ ἑνὸς
ἔθνους εἶνε καὶ τὰ νεκροταφεῖα. Δεῖξτε μου τὸ νεκροταφεῖο σας καὶ θὰ
καταλάβω.
Γι᾽
αὐτὸ λοιπὸν ὥρισε ἡ Ἐκκλησία νὰ τελοῦμε σήμερα γενικὸ μνημόσυνο, γιὰ νὰ
περιλαμβάνῃ καὶ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος λησμονεῖ. Ἂν ὁ κόσμος καὶ οἱ δικοί
τους τοὺς λησμονοῦν, ἡ Ἐκκλησία , ἡ «γλυκειὰ μάνα» ὅπως εἶπε ὁ ποιητὴς
Κρυστάλλης, δὲν τοὺς λησμονεῖ . Κάθε φορὰ ποὺ τελεῖ τὴ θεία λειτουργία θυ-μᾶται
τοὺς νεκρούς, κατ᾽ ἐξοχὴν δὲ σήμερα.Αὐτὸς εἶνε ὁ πρῶτος λόγος.
⃝
Ὁ δεύτερος
λόγος ποὺ τελοῦμε γενικὸ μνημόσυνο εἶνε, ὅτι αὔριο
ξημερώνει Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω , μιὰ ἡμέρα ποὺ ἀστράφτει καὶ βροντᾷ.
Διαβάζεται τὸ φοβερώτερο εὐαγγέλιο, τὸ εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως·
ἀνατριχιάζει ὁ ἄνθρωπος ὅταν τ᾽ ἀκούει. Κατ᾽ ἐμὲ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ἀπὸ
γαστρονομικῆς ἀπόψεως λέγεται «τῆς Ἀπόκρεω», ἀπὸ πνευματικῆς ὅμως
ἀπόψεωςπρέπει νὰ λέγεται Κυριακὴ «τῆς Κρίσεως» .Τί λέει τὸ
εὐαγγέλιο; Ἔτυχε κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ εἶνε κατηγορούμενος, καὶ μάλιστα σὲ ἡμέρες
δύσκολες, νὰ ὁδηγῆται στὸ δικαστήριο, ἡ καταδίκη νά ᾽νε σίγουρη, καὶ νὰ
σκέπτεται πῶς θ᾽ ἀπολογηθῇ; Ὅπως λοιπὸν ὁ ὑπόδικος περιμένει τὴν ἡμέρα τῆς
δίκης, ἔτσι κ᾽ἐμεῖς –νὰ εἶστε ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ βέβαιοι–, κ᾽ἐγὼ ποὺ σᾶς μιλῶ κ᾽
ἐσεῖς ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε καὶ ὅλα τὰ δισεκατομμύρια τῶν ζώντων καὶ τῶν νεκρῶν, θὰ
παρουσιαστοῦμε ὑπόδικοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Κριτής μας θὰ εἶνε ὁ ἐσταυρωμένος
Λυτρωτής. Θὰ μᾶς κρίνῃ μὲ νόμο ὄχι ἀν-θρώπινο ἀλλὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶνε
ζυγαριὰ φαρμακείου, ζυγίζει καὶ τὸ τελευταῖο γραμμάριο, καὶ τὸν τελευταῖο δηλαδὴ
λογισμό· οἱ σκέψεις, τὰ λόγια, τὰ ἔργα μας θὰ παρελάσουν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
σὰν κινηματογραφικὴ ταινία. Θὰ δικαστοῦμε. Καὶ πρέπει ν᾽ ἀνησυχοῦμε γιὰ
τὸν ἑαυτό μας, τί ἀπολογία θὰ δώσουμε.
Ν᾽
ἀνησυχοῦμε καὶ γιὰ τοὺς νεκρούς μας ποῦ θὰ πᾶνε, στὴν κόλασι ἢ στὸν παράδεισο;
Ποῦ βρίσκονται ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, οἱ συγγενεῖς; Καὶ στὴ ζυγαριὰ ξέρετε ὅτι,
καθὼς ἀμφιταλαν-τεύεται, λίγο βάρος τὴν κάνει νὰ γείρῃ πρὸς τὸ ἕνα μέρος. Λίγα
γραμμάρια ἀπαιτοῦνται· μιὰ προσευχὴ δηλαδή, ἕνα μνημόσυνο, λίγες ἐλεημοσύνες
εἶνε ἱκανὲς κατὰ τὴν ὀρθόδοξο πί-στι νὰ κλείνουν τὴ ζυγαριὰ δεξιά –ἀλλοίμονο ἂν
κλείνῃ ἀριστερά. Δεξιὰ εἶνε ὁ παράδεισος, ἡ ἀνέκφραστη μακαριότης· ἀριστερὰ
κόλασις.
Ἐπειδὴ
λοιπὸν αὔριο σαλπίζει ἡ σάλπιγξ τοῦ ἀρχαγγέλου, γι᾽ αὐτὸ σήμερα, ἐν ἀναμομονῇ
τῆς παγκοσμίου κρίσεως , κάνουμε μνημόσυναγιὰ ν᾽ ἀνακουφίσουμε τοὺς
νεκρούς.
⃝
Καὶ τρίτος
λόγος εἶνε, ὅτι πρέπει νὰ θυμώμαστε διαρκῶς τὸ θάνατο , ποὺ εἶνε
μία πραγματικότης. Ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, «ὅρος φιλοσοφίας
μνήμη θανάτου» ·ἂν θέλῃς νὰ βρῇς τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ζῇς σὰνἄγγελος, νὰ θυμᾶσαι
τὸ θάνατο· σὲ παίρνεικαὶ σὲ ἀνεβάζει σὲ ἄλλη σφαῖρα. Πήγαινε στοὺςτάφους,
στάσου ἐκεῖ λίγα λεπτὰ καὶ πές· Ἄχ μάνα, γιατί νὰ σὲ λυπήσω· ἄχ πατέρα,γιατί νὰ
σὲ πικράνω· ἄχ ἄντρα, γιατί νὰ σὲ ἀτιμάσω· ἄχ γυναίκα, γιατί νὰ σὲ ἀπατήσω· ἄχ
παιδί μου, γιατί νὰ σὲ ἀμελήσω. Ἐάν, ἀντὶ νὰ διανυκτερεύουμε στὰ κέντρα
διασκεδάσεως,πηγαίναμε ἐκεῖ, κανένας δὲν θὰ ἁμάρτανε.Εἴμαστε Χριστιανοί, ἀλλ᾽ ἂς
διδαχθοῦμε ἀπὸ ἕνα πρόγονό μας πρὸ Χριστοῦ. Εἶνε ὁ Μακεδὼν Φίλιππος , ὁ πατέρας
τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Αὐτὸς εἶχε ὁρίσει, κάθε πρωί, μόλις ἀνατέλλει ὁ ἥλιος,
ἕνας στρατιώτης νὰ παρουσιάζεται ἐνώπιόν του καὶ νὰ τοῦ λέῃ· «Φίλιππε, μέμνησο
ὅτι θνητὸς εἶ»· ἂν καὶ εἶσαι βασιλιᾶςκ᾽ ἐξουσιάζεις λαούς, πρόσεξε γιατὶ
θὰ πεθάνῃς. Αὐτὰ ὁ Φίλιππος. Ἐνῷ ἐμεῖς, ἀποφεύγοντας μὲ κάθε τρόπο τὴ μνήμη τοῦ
θανάτου, καὶ τὰ γραφεῖα κηδειῶν τὰ μετωνομάσαμε «γραφεῖα τελετῶν», νὰ μὴ μᾶς τὸν
θυμίζουν. Μνημονεύετε τοῦ θανάτου! εἶνε ὁ καλύτερος δάσκαλος, χαρίζει τὰ
μεγαλύτερα διδάγματα.
Ἀδελφοί
μου, δὲν εἴμαστε ὑλισταὶ καὶ ἄπι-στοι, ὥστε νὰ λέμε «Μετὰ θάνατον μηδέν». Ὄχι
μηδέν! Οἱ νεκροὶ ζοῦν καὶ θ᾽ ἀναστηθοῦν .Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη πραγματικότης
ἀπὸτὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη
ὁμιλία,
ἡ
ὁποία
ἔγινε
πιθανῶς
στὸν
ἱ.
ναὸ
Ἁγ.
Γεωργίου
πόλεως
Φλωρίνης
τὴν
12-2-1972.
ΠΗΓΗ ''ΑΚΤΙΝΕΣ''
Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014
Ιωάννης Κορναράκης: "Ψυχολογική εμβάθυνση στην παραβολή του ασώτου"
Η παραβολή του Ασώτου εκτιμάται ιδιαιτέρως υπό του πληρώματος εν γένει της Εκκλησίας. Η ευσπλαγχνία και η απεριόριστος αγάπη του ουρανίου Πατρός προς τον αμαρτωλόν άνθρωπον, η τονιζομένη μεγαλειωδώς εις την όλην ευαγγελικήν περικοπήν, προκαλεί έντονον αίσθησιν εις τας ψυχάς των πιστών.
Λόγω δε της τοιαύτης εντυπώσεως, την οποίαν η παραβολή του Aσώτου δημιουργεί, εξισούται αύτη, ως γνωστόν, πολλάκις πλήρως προς το λοιπόν περιεχόμενον της Αγίας Γραφής. Ούτως αναγνωρίζεται ότι η παραβολή αύτη είναι μεστή σωτηριολογικών νοημάτων και ότι εν αυτή εύρηται συμπεπυκνωμένη η όλη χριστιανική διδασκαλία περί της σωτηρίας του ανθρώπου δια της εν Χριστώ Θείας Αποκαλύψεως.
Αλλ' επίσης και εκ της επόψεως των ψυχολογικών διαδικασιών η παραβολή του Ασωτου αποτελεί ασφαλώς ανεξάντλητον μεταλλείον. Επί τη βάσει οιασδήποτε ψυχολογικής θεωρίας, αντιμετωπιζούσης την ψυχικήν υπόστασιν μετά της οφειλομένης εΙς αυτήν αξιοπρέπειας και αν ερευνήσει τις το κείμενον της παραβολής ταύτης, θα επισημάνη πλούτον και ποικιλίαν ψυχικών διαδικασιών, δι' ων διαφωτίζεται πως το σχήμα της πτώσεως του ανθρώπου εις την αμαρτίαν και της επιστροφής αυτού εις τον Θεόν. Το θέμα δηλονότι ή το πρόβλημα, το οποίον η παραβολή απεικονίζει, είναι πάντοτε πνευματικόν. Το γενικόν σχήμα της συμπεριφοράς του Ασώτου υιού αλλά και του πρεσβυτέρου αφορά εις την πνευματικήν υπόστασιν και ζωήν αυτών.
Εν τούτοις όμως εις την πορείαν της όλης περικοπής διαφαίνεται εις κεντρικάς γραμμάς το ψυχολογικόν σχήμα της πτώσεως του ανθρώπου εις την αμαρτίαν και της αφυπνίσεως και επιστροφής αυτού εις την αγκάλην του ουρανίου Πατρός. Δια τούτο και εκ της ψυχολογικής επόψεως η σημασία της παραβολής είναι εξαιρετικώς μεγάλη. Τα κύρια δέ σημεία του εν λόγω σχήματος θα ηδύναντο να καθορισθούν ως εξής:
Α' Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ (ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ) ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΗΣ ΑΥΘΕΝΤΙΑΣ
«Πάτερ, δός μοι τό επιβάλλον μέρος τής ουσίας» (στχ. 12). Ο νεώτερος υιός προβάλλει το αίτημα της χειραφετήσεως εκ της πατρικής αυθεντίας δια της λήψεως των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία κληρονομικώ δικαίω ανήκουν εις αυτόν. Αλλ' ενταύθα πρόκειται περί ψυχολογικής (και πνευματικής) αποδεσμεύσεως και χειραφετήσεως, η οποία, κατά την αντίληψιν του νεωτέρου υιού, θα παράσχη εις αυτόν την δυνατότητα της ανεξαρτησίας και δή της ψυχολογικής αυτοτελείας της προσωπικότητος αυτού. Δια τούτο, αφού ο πατήρ «διείλεν αυτοίς τον βίον» και «μετ' ου πολλάς ημέρας», «συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν» (στχ. 12-13). Το πρόβλημα της ψυχολογικής χειραφετήσεως από των παραδεδομένων ή καθιερωμένων αυθεντιών αντιμετωπίζεται συχνάκις εντός της περιοχής της Κοινωνικής Ψυχολογίας (της ψυχολογίας της οικογενείας) και της Ψυχοθεραπείας. Είναι δε γεγονός, μη δυνάμενον να αμφισβητηθεί υπό τινος, ότι η ψυχαναλυτική μέθοδος σκοπεί συνήθως εις την ψυχολογικήν αυτοτέλειαν της προσωπικότητος.
Εξ άλλου ο Jung υπεγράμμισε ζωηρώς την ψυχολογικήν σχέσιν του υιού προς την μητέρα, η οποία απεικονίζει την ψυχολογικήν σχέσιν του ατόμου προς το ασυνείδητον αυτού, το οποίον είναι το «μητρικόν έδαφος» εκ του οποίου η συνειδητή προσωπικότης γεννάται. Αλλ' ακριβώς το ψυχολογικόν νόημα της περικοπής επί του σημείου τούτου είναι, ότι η απόλυτος ψυχολογική καί πνευματική αυτοτέλεια είναι ουτοπία. Διότι η επιδίωξις της χειραφετήσεως εκ μιας «αρχετυπικής» αυθεντίας, ως είναι ο πατήρ, δεν παρέχει εις το άτομον δημιουργικήν ή αναγεννητικήν ελευθερίαν αλλά ψυχολογικήν (και πνευματικήν) μόνωσιν.
Β'. Η ΑΠΟΞΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΟΣ
Ο νεώτερος υιός δεν απομακρύνεται μόνον εκ της πατρικής αυθεντίας αλλά και του πατρικού οίκου, τ.έ. του «οικείου» περιβάλλοντος αυτού. Δεν πρόκειται λοιπόν μόνον περί «αποδεσμεύσεως» αλλά και περί «φυγής». Το αίτημα της ψυχολογικής (και πνευματικής) αυτοτέλειας φαινομενικώς μόνον θεωρείται ως εύλογον. Κατά βάθος αποτελεί ασυνείδητον διαδικασίαν φυγής εκ της περιοχής της ίδιας άτομικότητος.
Υπό τον όρον αυτόν η αμαρτία δεν νοείται απλώς ως μία πράξις αλλά κυρίως ως χωρισμός από του Θεού, ως «πτώσις» εις ψυχικήν και πνευματικήν κατάστασιν κατωτέραν εκείνης, την οποίαν συνιστά η μετά του Θεού πατρός σχέσις και κοινωνία. Εν τη περιπτώσει δε ταύτη η αμαρτία δεν είναι εν απλούν σχήμα ωρισμένης διαδικασίας αλλά ψυχολογικώς εν πλήρες δράμα.
Εκείνος, ο οποίος «αποδημεί εις χώραν μακράν» ακολουθεί εξωστρεφικήν πορείαν, η οποία δεν εξασφαλίζει εις αυτόν «ελευθερίαν» ή «αυτοτέλειαν» αλλά δραματικάς εσωτερικάς περιπέτειας. Η φυγή μακράν εαυτού αποτελεί ψευδαισθησίαν χειραφετήσεως και αποδεσμεύσεως, η οποία εκφράζει υπαρξιακώς το δραματικόν γεγονός της αμαρτίας. Το γεγονός τούτο είναι πράγματι «πτώσις» πλήρης δραματικών εξελίξεων εις την κατάστασιν της ψυχικής και πνευματικής αποδιοργανώσεως.
Αλλ' η δραματική αύτη εξέλιξις της αμαρτίας βιούται κυρίως ψυχολογικώς ως αποξένωσις εκ της ιδίας ατομικότητος. Διότι ο ενεργών δια της φυγής την αποικοδομήν της ιδίας ψυχικής συγκροτήσεως δεν δύναται να τελεί εν εσωτερικώ συνδέσμω μετά του βάθους της ατομικότητος αυτού. Τούτο δε είναι ασφαλώς το μέγεθος του ψυχολογικού δράματος, το οποίον η αμαρτία γεννά.
Γ'. Η ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ
«Και εκεί διεσκόρπισε τήν ουσίαν αυτού ζών ασώτως. Δαπανήσαντος δέ αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρός κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι...» (στχ. 13-16). Η αποξένωσις εκ της ιδίας ατομικότητος δια της «φυγής» εις «χώραν μακράν» δεν αποδιοργανώνει απλώς την προσωπικότητα, τ.έ. δεν καθιστά απλώς χαλαράς τας συνδέσεις της εσωτερικότητος. Κυρίως διασπά και διασκορπίζει το «περιεχόμενον» της ατομικότητος. Δια της φράσεως «και συναγαγών άπαντα» εδηλώθη προηγουμένως φαινομενικώς το δίκαιον αίτημα της ψυχολογικής (και πνευματικής) αυτοτέλειας. Αλλά η «αποδημία» εξ της ιδίας ατομικότητος είχεν ως αναπόφευκτον συνέπειαν την διάσπασιν και τον διασκορπισμόν της προσωπικής οντότητος (αυτοτέλειας). Ο διασκορπισμός ούτος δεν είναι παθητική κατάστασις «αποσυνθέσεως» αλλά δυναμικόν γεγονός, οιονεί εκτίναξις του «περιεχομένου» της ατομικότητος δι' εξωστρεφικής («κεντρόφυγγος») ενεργείας εις την εκτός αυτής περιοχήν.
Είναι άξιον προσοχής ότι η επισήμανσις του διασκορπισμού τούτου κατά τον ψυχοθεραπευτικόν διάλογον χαρακτηρίζεται ως πτώχευσις της προσωπικότητος. Αύτη εκδηλούται ποικιλοτρόπως αλλά κατά βάσιν σημαίνει απώλειαν ανθρωπίνης ενεργείας και σπατάλην (δαπάνην) δυνάμεων. Διά τούτο ο άσωτος υιός κατέστη πτωχός και «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι» (στχ. 16).
Δ'. ΑΦΥΠΝΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ
Ο άσωτος υιός, δια της αλογίστου σπατάλης της περιουσίας του, μεταπίπτει εις μίαν νέαν ψυχολογικήν κατάστασιν, όλως αρνητικού χαρακτήρος, την στέρησιν (Frustration). Αύτη παρέχει εις αυτόν νέας εμπειρίας, προκαλεί και γεννά διαθέσεις και αισθήματα και κυρίως συνθέτει προβληματισμόν, ο οποίος εγγίζει τα μύχια της προσωπικότητός του.
Διότι η στέρησις, όχι βεβαίως εν τη φροϋδική έννοια, δεν προκαλεί μόνον συνειδητάς αντιδράσεις εκ μέρους της βίωσης ταύτην προσωπικότητος, αλλά αναμοχλεύουσα ή δραστηριοποιούσα ασυνείδητους διαδικασίας, προκαλεί και διεγείρει το βάθος της ασυνειδήτου ψυχικής περιοχής. Εν προκειμένω δε η κυρία κατεύθυνσις της εξωτερικής αντιδράσεως της προσωπικότητος δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί ή να προβλεφθή εκ των προτέρων.
Εις την περίπτωσιν του πονηρού δούλου, η στέρησις προκαλεί την επιθετικότητα αυτού. Γενικώς δε η φροϋδική θεωρία, ως καί τινες ερμηνευτικαί τάσεις εν τη περιοχή της Κοινωνικής Ψυχολογίας, συνδέουν αρρήκτως την στέρησιν μετά της επιθετικότητος. Αλλ' εις την περίπτωσιν του ασώτου υιού δεν συμβαίνει τούτο. Ούτος αξιοποιεί θετικώς την εμπειρίαν της στερήσεως αλλά και τας αρνητικάς αντιδράσεις της συμβιώσεως τρίτων εις το προσωπικόν πρόβλημα αυτού.
Διότι, ενώ εστερείτο και υπέφερεν εκ της ενδείας και της πείνης, φθάσας εις την όλως ταπεινωτικήν και εξευτελιστικήν κατάστασιν να επιθυμεί «γεμίσαι τήν κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι», εν τούτοις «ουδείς εδίδου αυτώ» (στχ. 16). Το περιβάλλον δεν ανταποκρίνεται, ως ούτος ανέμενεν, εις την βασικήν ανάγκην της συντηρήσεώς του.
Δια τούτο αμφότεραι αι εμπειρίαι της στερήσεως και της αρνητικής θέσεως του περιβάλλοντος, ασφαλώς κατόπιν και της λειτουργίας ασυνειδήτων διαδικασιών, προκαλούν εν τέλει την ψυχολογικήν και πνευματικήν αφύπνισιν του ασώτου. Δηλαδή κυρίως μίαν άξιολογικήν κρίσιν ως υπαρξιακήν αναμέτρησιν. Η βίωσις του αδιεξόδου και της τραγικότητος της υπάρξεως (το αναποφεύκτως επερχόμενον ταπεινωτικόν τέλος του ασώτου), οδηγούν εις την ανακάλυψιν και αναγνώρισιν της ιδίας ατομικότητος.
Εις μίαν αυτοθεώρησιν εντός τραγικών πλαισίων, τα οποία όμως αποδεικνύονται ως αμφιδυναμικά ερεθίσματα. Διότι το αδιέξοδον και το τραγικόν, ενώ υπογραμμίζουν την αθλίαν και ταπεινωτικήν κατάστασιν εις την οποίαν ο άσωτος κατήντησεν, αξιοποιούνται συγχρόνως θετικώς ως υπαρξιακά πρίσματα δι' ών ούτος θεωρεί εαυτόν, μάλλον δε επιστρέφει εις εαυτόν.
Δια τούτο η ευαγγελική φράσις «εις εαυτόν δε ελθών» δηλοί βασικήν ψυχολογικήν και πνευματικήν βαθμίδα της διαδικασίας της σωτηρίας του ασώτου, η οποία εξ άλλου θα ηδύνατο να αναλυθεί περαιτέρω πλουσίως προς λεπτομερεστέραν παρουσίασιν των συνειδητών και ασυνειδήτων διαδικασιών του γεγονότος της επιστροφής του αμαρτωλού ανθρώπου εις τον Θεόν.
Οπωσδήποτε όμως η φράσις «εις εαυτόν ελθών» αποτελεί κυρίως ύπογράμμισιν της βασικής προϋποθέσεως της συναντήσεως του Θεού εκ μέρους του αμαρτωλού ανθρώπου. Αύτη δε είναι η συνειδητοποίηση ή θεώρησις της ιδίας ατομικότητος εντός των πλαισίων της αμαρτωλού υπάρξεως. Παρά το γεγονός δηλαδή ότι μία τοιαύτη ψυχολογική καί πνευματική «λειτουργία», ως είναι η αυτοθεώρησις, είναι συνήθως αντικείμενον αλλά και προϊόν μόνον μακράς καί μεθοδικής και επιμόχθου εργασίας (ως λ.χ. συμβαίνει εις την περίπτωσιν του ασκητού), εν τούτοις η αυτοθεώρησις, έστω ως μία στιγμιαία αλλ' οπωσδήποτε ισχυρά και έντονος εμπειρία της ιδίας ατομικότητος, πρέπει να θεωρήται ως αφετηρία της μετά του Θεού συναντήσεως, τ.έ. της μετανοίας.
Εν τη περιπτώσει ταύτη της αυτοθεωρήσεως πρόκειται ίσως περί της διαδρομής υπό της προσωπικότητας μιας ψυχολογικής καί πνευματικής καμπής, η οποία έχει κυρίως εναντιοδρομικόν ή αναστροφικόν (regressive) χαρακτήρα.
Ως και αλλαχού έχομεν υπενθυμίσει, ο Jung παρατηρεί ότι, όταν μία ψυχική τάσις ή λειτουργία φθάσει εις το άκρον αυτής, οφείλει τις να αναμένη την αντιστροφήν της, δηλαδή την μετάθεσίν της εις την αντίθετον ψυχικήν ή ψυχολογικήν τροχιάν. Η δυνατότης αύτη της εναντιοδρομίας των ψυχικών λειτουργιών εξηγεί εις την παρούσαν περίπτωσιν πώς ο άσωτος επέστρεψεν εις εαυτόν.
Η εξωστρεφική τάσις η δράσις αυτού, αφού έφθασεν εις το ακρότατον αυτής σημείον δια της εκδαπανήσεως πάσης της περιουσίας αυτού, μετεστράφη εις εσωστρεφή λειτουργίαν. Η εξωστρεφής τάσις συνήντησε το τέρμα αυτής εις τας εμπειρίας του τραγικού και αδιεξόδου καί μετεστράφη εναντιοδρομικώς και κατ' απόλυτον τρόπον εις εσωστρεφικήν ψυχολογικήν και πνευματικήν λειτουργίαν. Ούτω δε ο άσωτος ευρέθη «ενώπιος ενωπίω». Εθεώρησε και αντελήφθη την πτωχείαν της ιδίας ατομικότητος.
Η αυτοθεώρησις αύτη καθιστά κυρίως δυνατήν την αξιολογικήν κρίσιν, η οποία επισφραγίζει εγκύρως το γεγονός της ψυχολογικής και πνευματικής αφυπνίσεως του ασώτου. Άνευ της επιστροφής ταύτης, πάσα αξιολογική κρίσις έχει μόνον θεωρητικήν αξίαν, ως στοχασμός ή «μηχανική» κρίσις. Διότι συμφώνως προς ό,τι μέχρι τούδε ελέχθη, μόνον η αυτοθεώρησις αύτη καθιστά την αξιολογικήν κρίσιν γόνιμον υπαρξιακήν εμπειρίαν. Δια τούτο δε και ο άσωτος «εις εαυτόν ελθών», είπε «πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» (στχ. 17).
Η αξιολογική αύτη κρίσις εκφέρεται ως υπαρξιακή εμπειρία μιας μεθοριακής ψυχολογικής και πνευματικής καταστάσεως. Ο άσωτος βιοί την μεθοριακήν κατάστασιν της δυνατότητος. Ανακαλύπτει δηλ. δια της αυτοθεωρήσεως διέξοδον εκ του τραγικού. Εκείνο δε το οποίον κυρίως βιοί ούτος ως μεθοριακήν κατάστασιν, η οποία προσφέρει διέξοδον, είναι η ανάμνησις της εξαρτήσεως εκ της πατρικής αυθεντίας; εκ της οποίας οικεία βουλήσει απεγαλακτίσθη ψυχολογικώς και πνευματικώς. Το κέντρον της αξιολογικής κρίσεως δεν είναι οι περισσεύοντες άρτοι των μισθίων του πατρός, αλλ' αυτός ούτος ο πατήρ ως αυθεντία.
Ο πατήρ προσφέρει τα πλούσια αγαθά και την ασφάλειαν, εισέτι και εις τους υπηρέτας αυτού. Επομένως η εναντιοδρομική πορεία πρέπει να τερματισθεί ενώπιον του πατρός. Ο άσωτος υιός αναγνωρίζει το υπαρξιακόν νόημα της εξαρτήσεως εκ της πατρικής αυθεντίας. Η εμπειρία αύτη προκύπτει εκ της θετικής αξιοποιήσεως της βιώσεως της αμαρτίας ως «τραγικού» και «αδιεξόδου».
Ε΄. ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΝΟΧΗΣ
Η αναγνώρισις του υπαρξιακού νοήματος της εξαρτήσεως εκ της πατρικής αυθεντίας εκφράζεται ως τελικόν στάδιον της όλης διαδικασίας της ψυχολογικής καί πνευματικής αφυπνίσεως του ασώτου εις τους λόγους· «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου» (στίχ. 18). Είναι άξιον προσοχής ότι οι λόγοι ούτοι εκφέρονται αμέσως μετά την «επιστροφήν εις εαυτόν» του ασώτου υιού.
Τούτο σημαίνει ότι η συνειδητοποίησις και κυρίως η αναγνώρισις της προσωπικής ενοχής αποβαίνει δυνατή μόνον μετά την ψυχολογικήν αφύπνισιν της προσωπικότητος, τ.έ. την αυτοθεώρησιν ή θεώρησιν της ιδίας ατομικότητος. Εις την κατάστασιν της φυγής ή της απωθήσεως δεν είναι δυνατόν να βιωθεί αυθεντική συνειδητοποίησις της ενοχής.
Εις το σημείον τούτο οφείλομεν να υπογραμμίσωμεν την μεθοδολογικήν συνέπειαν της προϋποθέσεως της αυτοθεωρήσεως ως όρου εκ των ων ουκ άνευ της συναισθήσεως της ενοχής. Οι στίχοι δηλονότι 17 καί 18 κέκτηνται ιδιάζουσαν σημασίαν, διότι καθιερώνουν την «επιστροφήν εις εαυτόν», ως προϋπόθεσιν της βιώσεως της συναισθήσεως της ενοχής, και επιβάλλουν την ανάλογον μέθοδον της αντιμετωπίσεως του προβλήματος της ενοχής εις πάσαν περίπτωσιν.
Ενταύθα η υπόμνησις της βασικής επιδιώξεως του ψυχοθεραπευτικού και δη του ψυχαναλυτικού διαλόγου είναι οπωσδήποτε χρήσιμος. Διότι ο διάλογος ούτος επιδιώκει πρωτίστως την επιστροφήν του νευρωτικού καί γενικώς του εσωτερικώς διχασμένου ανθρώπου εις την θεώρησιν της ιδίας ατομικότητος. Όταν τούτο επιτυγχάνεται, ο ασθενής παραδέχεται άνευ αντιστάσεως το είδος του εσωτερικού του προβληματισμού. Επομένως και η μέθοδος εν τω μυστηρίω της ιεράς Εξομολογήσεως οφείλει να συμμορφωθεί προς την αρχετυπικήν διαδικασίαν της παραδοχής και ομολογίας της ενοχής υπό του ασώτου υιού.
Ο αμαρτωλός άνθρωπος, μετά μίαν στιγμιαίαν έστω βίωσιν μιας ψυχολογικής αφυπνίσεως, ως εμπειρίας αυτοθεωρίας, πρέπει να χειραγωγείται υπό του πνευματικού εις την συνειδητοποίησιν και αναγνώρισιν (ομολογίαν) της προσωπικής του ενοχής. Άνευ της προϋποθέσεως ταύτης, η επισυμβαίνουσα παραδοχή και ομολογία της ενοχής δέον να θεωρείται, εκ μέρους του ποιμένος, ως τυπική ή μηχανική ομολογία, άνευ ιδιαιτέρου υπαρξιακού θρησκευτικού νοήματος.
ΣΤ΄. ΒΙΩΣΙΣ ΑΥΤΟΜΕΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗΣ ΜΕΙΟΝΕΞΙΑΣ
Η συναίσθησις της ενοχής υπό του ασώτου δεν τερματίζεται εις την παραδοχήν και την ομολογίαν αυτής. Είναι πολύ χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι μετά της ομολογίας της ενοχής του ασώτου επισυνάπτεται και η ομολογία της υπαρξιακής εμπειρίας της αυτομειώσεως και ηθικής μειονεξίας. «Ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου» (στχ. 19).
Η ψυχολογική αφύπνισις, δια της επιστροφής εις εαυτόν, άγει τον άσωτον εις την πνευματικήν νήψιν, δι' ης ούτος κατανοεί την αξιολογικήν βαθμίδα επί της οποίας κατήλθε δια της ασωτείας και της αυθαιρέτου εγκαταλείψεως της πατρικής αυθεντίας. Ούτως η βίωσις της αμαρτίας και δη της ενοχής εκφράζεται ως συναίσθησις αυτομειώσεως και ηθικής ή αξιολογικής μειονεξίας.
Πρόκειται ενταύθα και πάλιν περί «αρχετυπικής» βιώσεως του αισθήματος της ενοχής. Εις τας φυσιολογικάς δηλαδή ή νομίμους διαστάσεις, η βίωσις της ενοχής είναι συγχρόνως και βίωσις αξιολογικής υποβαθμίσεως ή μάλλον η βίωσις της ενοχής μόνον ως τοιαύτη αξιολογική υποβάθμισις είναι δυνατόν να κατανοηθεί.
Εξ άλλου είναι επίσης χαράκτηριστικόν, ότι η τοιαύτη υποβάθμισις, ως υπαρξιακή πάντοτε εμπειρία, ισορροπείται βιωματικώς με ανάλογον ισχυροποίησιν ή επέκτασιν της αναγνωρίσεως εκ μέρους του ασώτου της εξουσίας της πατρικής αυθεντίας. Ο άσωτος θα είναι πλήρως ικανοποιημένος, εάν ο πατήρ δεχθεί αυτόν και δη ουχί υπό τους όρους της προ της εγκαταλείψεως της πατρικής οικίας περιόδου, αλλά υπό νέους όρους, τους οποίους καθιστά παραδεκτούς η βαθεία συναίσθησις της ενοχής αυτού. «Ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Ο «συμβιβασμός» ούτος του ασώτου προς νέας συνθήκας ζωής και δη προς νέους αξιολογικούς όρους υπάρξεως υπογραμμίζει, εκ της επόψεως του περιεχομένου της εσωτερικότητος της προσωπικότητος, την βαθείαν αλλαγήν, την οποίαν προεκάλεσεν η βίωσις της αμαρτίας, αλλά απεκάλυψεν ή κατέστησε πλήρως συνειδητήν η ειλικρινής συναίσθησις της ενοχής.
Η τοιαύτη παραδοχή αλλά και ομολογία της αξιολογικής μειονεξίας εκ μέρους του ασώτου δεικνύει εναργώς την επιτελεσθείσαν οιονεί ψυχολογικήν (και πνευματικήν) μετουσίωσιν του βάθους της προσωπικότητος. Ως είδομεν δηλαδή, η αφετηρία της όλης διαδικασίας της βιώσεως της αμαρτίας σημειώνεται δια μιας εκ μέρους του ασώτου αλαζονικής ενεργείας.
Ούτος, αισθανόμενος σχεδόν ως ίσος προς ίσον, κατά τον αρχικόν διάλογόν του προς τον πατέρα, απαιτεί το νόμιμον («τό επιβάλον») δικαίωμα αυτού να διαχειρισθεί απολύτως ελευθέρως τα περιουσιακά του στοιχεία. Χειραφετείται λοιπόν εκ της πατρικής αυθεντίας και διαχειρίζεται (εκδαπανά) τα στοιχεία αυτά εντός του πνεύματος πάντοτε μιας αλαζονικής διαθέσεως. Η επικρατούσα βασική ψυχολογική (και πνευματική) ροπή είναι η της «ατομικής» αυθεντίας, δηλαδή η εγωιστική.
Υπό το κράτος της ροπής ταύτης και καθ' ον χρόνον εξελίσσεται η βίωσις της αμαρτίας, η αξιολογική αλλά και η ψυχολογική «συνείδησις» του ασώτου είναι πεπληρωμένη υπό της «προσωπικής» υπεροχής. Την ψυχολογικήν δε (και πνευματικήν) κατάστασιν αυτήν αλλάσσει άρδην, «μετουσιώνει», η ειλικρινής ή αυθεντική συναίσθησις της προσωπικής ενοχής.
Έπειτα η διατύπωσις της φράσεως· «ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου», εις προστακτικόν τόνον (καθικετευτικόν) υπογραμμίζει, ως αίτημα αξιολογικής υποβαθμίσεως, την εμπειρίαν της ταπεινώσεως. Η συναίσθησις της ενοχής, συμφώνως και προς πατερικά και ασκητικά πρότυπα, είναι η ψυχολογική (και πνευματική) βάσις της βιώσεως της ταπεινώσεως.
Και ενταύθα δηλαδή κατανοείται η ταπείνωσις όχι ως αυθαίρετος ή αδικαιολόγητος ή νοσηρά μειονεξία, αλλά πρωτίστως ως εκ της συναισθήσεως της ενοχής προερχομένη εμπειρία αλλά και αξίωσις αυτομειώσεως και αξιολογικής οπωσδήποτε υποβαθμίσεως. Ούτω ταπεινός πράγματι δεν είναι ό κατατρυχόμενος υπό συμπλεγμάτων μειονεξίας, λόγω ψυχικών τραυμάτων και απωθήσεων, αλλ' ο συναισθανόμενος πλήρως την ενοχήν αυτού και αξιών, όπως βιώσει την βασικήν συνέπειαν αυτής, την αξιολογικήν υποβάθμισιν.
Δια τούτο και εν προκειμένω η σχετική άξίωσις (καθικέτευσις) του ασώτου· «ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου», εκφράζει το βάθος αλλά και τας διαστάσεις της βιώσεως της ταπεινώσεως, η οποία εν τέλει είναι το αυθεντικόν αποτέλεσμα της ειλικρινούς μετανοίας. Ούτως είναι πράγματι η ψυχολογική (και πνευματική) «μετουσίωσις» ουσιαστική αλλαγή της δομής της εσωτερικότητος.
Ο άσωτος βιοί πλήρη διαδικασίαν εσωτερικών αλλαγών εις τας σκέψεις, τας διαθέσεις και τα συναισθήματα αυτού. Τα κύρια δε σημεία της αλλαγής ταύτης είναι ακριβώς εκείνα, τα οποία εξήρθησαν, ήτοι: η επιστροφή εις εαυτόν (εσωτερική ανασύνδεσις της ατομικότητος), αξιολογική υπαρξιακή αναμέτρησις, συναίσθησις της ενοχής, ομολογία αυτής, συναίσθησις ηθικής μειονεξίας και ταπείνωσις, ως θετικόν πνευματικόν γεγονός. Τα σημεία ακριβώς ταύτα συνθέτουν την όλην ψυχολογικήν (και πνευματικήν) διαδικασίαν της βιώσεως της μετανοίας.
Υπό την εποψιν ταύτην η μετάνοια εμφανίζεται ως εν δυναμικόν ψυχικόν και πνευματικόν γεγονός, το οποίον εκκινεί εκ μιας αφυπνίσεως και oλοκληρούται εις «καινήν κτίσιν». Οπωσδήποτε δε μία τοιαύτη «παλιγγενεσία» δεν είναι δυνατόν να αποτελεί προϊόν μόνον της ατομικής ανθρωπίνης προσπάθειας. Δια τούτο ο μυστηριακός χαρακτήρ της μετανοίας καθιερώνει αυτήν εγκύρως ως αναγεννητικόν βάπτισμα, εκ του οποίου αναδύεται ο καινός άνθρωπος, «ο κατά Θεόν κτισθείς εν δικαιοσύνη και οσιότητι της αληθείας».
Τέλος, ως προς τα κύρια σημεία της ψυχικής (και πνευματικής) διαδικασίας της επιστροφής του ασώτου, είναι χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι ταύτα κατακλείονται δια της προς τον πατέρα πορείας και της εμπράκτου ομολογίας της ενοχής αυτού. «Και αναστάς ήλθε προς τον πατέρα αυτού... είπε δε ο υιός· Πάτερ ήμαρτον...» (στχ. 20-21).
Το ιδιάζον νόημα της υπογραμμίσεως της πορείας ταύτης υπό του Κυρίου δέον ασφαλώς να αναζητηθή εις την σημασίαν της ψυχικής και πνευματικής προπαρασκευής προς εξαγόρευσιν της προσωπικής ενοχής, και άρα προς ομολογίαν της ειλικρινούς μετανοίας. Ο άσωτος, αφού εβίωσε καθ' εαυτόν πλήρως την διαδικασίαν της μετανοίας και επιστροφής, επορεύθη προς τον πατρικόν οίκον προκειμένου να έξαγορεύση αυτήν και ενώπιον του πατρός αυτού. Μόνον δε τότε η μετάνοια αύτη καταξιούται ως έγκυρον πνευματικόν γεγονός αλλαγής και αναδημιουργίας.
Ενταύθα θα ηδύνατό τις να επισημάνει επίσης το γεγονός, ότι η παραβολή δεν δίδει μόνον την εικόνα του εσωτερικού διαλόγου καθ' εαυτόν, τον οποίον δηλαδή ο άσωτος ανέπτυξε συνομιλών μεθ' εαυτού, αλλά προσθέτει, ως φυσιολογικόν στοιχείον της όλης διαδικασίας της επιστροφής του ασώτου, και την ομολογίαν της ενοχής αυτού ενώπιον του υποδεχόμενου αυτόν πατρός του. «Έτι δέ αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν ο πατήρ αυτού... και δραμών... κατεφίλησεν αυτόν. Είπε δε αυτώ ο υιός· Πάτερ, ήμαρτον.» (στχ. 20-21).
Ούτως η μετάνοια του υιού, ως εσωτερική ψυχική και πνευματική διαδικασία, δεν παραμένει όλως ατομικόν γεγονός, οιονεί βιούμενον εντός του «ταμιείου» αυτού. Εξωτερικεύεται πλήρως δια ζώσης φωνής ενώπιον του πατρός και πιθανώς της συνοδείας αυτού, δεδομένου ότι εις άρχων-πατήρ θα επλαισιούτο οπωσδήποτε, κατά την συνάντησιν μετά του υιού του, υπό των στενών συγγενών ή των ανωτέρων ή άλλων υπαλλήλων και υπηρετών αυτού.
Εις την περίπτωσιν ταύτην της προφορικής εξωτερικεύσεως της ομολογίας της ενοχής του ασώτου υιού ενώπιον του πατρός, οφείλει τις αναμφιβόλως να επισημάνει την βασικήν ψυχολογικήν (και πνευματικήν) λειτουργίαν του μυστηρίου της ιερας Εξομολογήσεως, η οποία είναι η ενώπιον του πνευματικού πατρός εξαγόρευσις της προσωπικής ενοχής. Και εξ επόψεως δηλαδή ψυχολογικής δεν εξαρκεί η εν κρυπτώ συναίσθησις της προσωπικής ενοχής προς απαλλαγήν της προσωπικότητος εκ των αρνητικών συνεπειών αυτής και δη επί της ασυνειδήτου ψυχικής περιοχής.
Απαιτείται εξάπαντος η εξωτερίκευσις της εν λόγω ενοχής και η δια του προφορικού μετά του πνευματικού πατρός διαλόγου «υποστασιακή» εκμηδένισις αυτής. Μάλιστα θα ηδύνατό τις να κατανοήσει τον αμφιδυναμικόν χαρακτήρα της εξωτερικεύσεως ως κατά-φασιν και συγχρόνως εκμηδένισιν της ενοχής. Η εξωτερίκευσις, ως προφορική ομολογία και παραδοχή αυτής, αναγνωρίζει την υπόστασιν της ενοχής ως γεγονός αναντίρρητον, ενώ συγχρόνως, ακριβώς ως αναγνώρισις η ομολογία αύτη εκμηδενίζει πράγματι την υποστασιακήν φύσιν αυτής.
Βεβαίως ενταύθα η μυστηριακή λειτουργία είναι εκείνη, η οποία αναλαμβάνει την «εξάλειψιν» της ενοχής, αλλά και ψυχολογικώς, ως διδάσκει και ο ψυχοθεραπευτικός διάλογος, η ομολογία της ενοχής υπηρετεί μέχρις ορισμένου σημείου την εξασθένισιν των αρνητικών επί της προσωπικότητος συνεπειών αυτής.
Αλλ' η περιγραφή της ψυχολογικής και πνευματικής διαδικασίας της επιστροφής του ασώτου υιού εις τον Πατέρα συμπληρούται δια της αρνητικής εικόνος του πρεσβυτέρου υιού. Προφανώς ο Κύριος ήθελε να υπογραμμίσει ζωηρώς την αντίθεσιν μεταξύ φαινόμενης συμπεριφοράς και μη φαινομένης εσωτερικής ψυχικής διαδικασίας ή μεταξύ τυπικής θρησκευτικότητος και γνήσιας πνευματικότητος.
Άλλωστε η παραβολή του ασώτου προσφέρεται ως απάντησις προς τους Φαρισαίους και τους Γραμματείς, λέγοντας «ότι ούτος αμαρτωλούς προσδέχεται και συνεσθίει αυτοίς» (15,2). Το πρώτον δε μέρος της παραβολής περιγράφει παραστατικώς και πλήρως την πτώσιν του ανθρώπου εις την αμαρτίαν και την ανάνηψιν αυτού και επιστροφήν εις τον Θεόν και Πατέρα.
Ενώ το δεύτερον, το αφορών εις την προσωπικότητα του πρεσβυτέρου υιού, υπογραμμίζει τας ψυχολογικάς και πνευματικάς συνεπείας της τυπολατρείας και της επιφανειακής θρησκευτικότητος, αι οποίαι αμφότεραι εχαρακτήριζον τους κατηγόρους και επικριτάς του Κυρίου Φαρισαίους και Γραμματείς.
Ούτως η ψυχολογική αντίδρασις του πρεσβυτέρου υιού εις το χαρμόσυνον γεγονός της επιστροφής του αδελφού του εμφανίζει τα κάτωθι κύρια σημεία, τα οποία προδίδουν ζωηρώς την ποιότητα της πνευματικότητος αυτού.
α) Ψυχικήν αντίστασιν και επιθετικότητα
Καθ' ον χρόνον ο πρεσβύτερος υιός πλησιάζει εις την οικίαν του πατρός του, επιστρέφων εκ του αγρού, αντιλαμβάνεται ότι κάτι όλως εξαιρετικόν και έκτακτον συμβαίνει εν αυτή. Δια τούτο ερωτά περί του γεγονότος τούτου τον πρώτον ίσως ύπηρέτην, τον οποίον συναντά. Η απάντησις, την οποίαν λαμβάνει, μεταδίδει εις αυτόν την χαρμόσυνον πληροφορίαν περί του αδελφού του, ο οποίος, κατά την πατρικήν κρίσιν, «νεκρός ήν καί ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Η νεκρανάστασις ή παλιγγενεσία αύτη, ως συγκινητικόν και δή συγκλονιστικόν γεγονός, προκαλεί χαράν και ευφροσύνην εις πάντας. Δια τούτο ευλόγως ο υπηρέτης αναμένει την ευνόητον αντίδρασιν. Εν τούτοις ο πρεσβύτερος υιός αντιδρά όλως απροσδοκήτως. Ευθύς ως λαμβάνει την πληροφορίαν ότι· «ο αδελφός σου ήκει καί έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον το σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν» (στχ. 27), αντιδρά επιθετικώς. Δηλαδή «ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν».
Είναι προφανές ότι η οργή του πρεσβυτέρου υιού είναι ασυμβίβαστος προς το σημαντικόν και χαρμόσυνον γεγονός της επιστροφής του αδελφού του. Η έντονος αύτη αψιθυμική αντίδρασις, η οποία, ως ψυχική αντίστασις, ολοκληρούται δια της αρνήσεως αυτού να εισέλθη εις τον εορτάζοντα πατρικόν οίκον, προδίδει ζωηρώς ασυνείδητους διαδικασίας εν πλήρει δράσει. Επομένως το ερώτημα είναι εύλογον, διατί ο πρεσβύτερος υιός αντιδρά ούτω; Διατί εκδηλοί, οιονεί, αυτόματον επιθετικότητα; Ισως η μόνη δυνατή απάντησις, επί τη βάσει των μέχρι τούδε δεδομένων των ασυνειδήτων διαδικασιών, είναι η ισχυρά απώθησις αισθημάτων ενοχής.
Ο πρεσβύτερος υιός ήτο «άψογος» θρησκευτικός άνθρωπος. Ήτο αυστηρώς προσηλωμένος εις την υπηρεσίαν και το έργον του πατρός. Τούτο μάλιστα, κατά την πλήρη αγανακτήσεως μομφήν προς τον πατέρα, τονίζει ιδιαιτέρως. «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον» (στχ. 27). Η επίκλησις των υπηρεσιών του αυτών και δη της απαραβάτου συνεπούς εκτελέσεως των πατρικών εντολών υπογραμμίζει εξ άλλου την τυποκρατικήν συμπεριφοράν του ασώτου προς τον πατέρα αυτού.
Εξωτερικώς και «τυπικώς» ήτο αφωσιωμένος προς τον πατέρα. Αλλ' ακριβώς η «άψογος» αύτη θρησκευτικότης και αφοσίωσις καθιστά εκ πρώτης όψεως ανεξήγητον την επιθετικότητα και την ψυχικήν αντίστασιν του πρεσβυτέρου υυού. Η θεώρησις όμως της αρνητικής ταύτης αντιδράσεως υπό το πρίσμα των ασυνειδήτων διαδικασιών συνδέει την επιθετικότητα προς απωθούμενα αισθήματα ενοχής.
Ούτως η αυστηρά και τρόπον τινά απόλυτος προσκόλλησις εις τους θρησκευτικούς τύπους προδίδει πολλάκις νευρωτικήν ακαμψίαν, δηλαδή πα-γίωσιν (Fixierung) εις ωρισμένον τρόπον συμπεριφοράς και ψυχικής ενεργείας. Εις πολλάς δε περιπτώσεις η απόλυτος προσκόλλησις αύτη χρησιμοποιείται ως αμυντικός ψυχικός μηχανισμός, οφειλομένη εις απώθησιν αισθημάτων ενοχής. Διά του τρόπου τούτου αμύνεται το άτομον ασυνειδήτως κατά της συνειδητοποιήσεως των αισθημάτων αυτών.
Ο πρεσβύτερος υιός ήτο, μέχρι της στιγμής της επιστροφής του αναγεγεννημένου αδελφού του, ησφαλισμένος από της πλευράς της αποκαλύψεως των αισθημάτων ενοχής, τα οποία επιμόνως απωθούσε. Η απόλυτος τυπο-κρατική του προσκόλλησις υπερήσπιζεν αυτόν πλήρως. Αλλ' η επιστροφή του ασώτου αδελφού, ως βιωθείσα και συνειδητοποιηθείσα ενοχή, προκαλεί την ασυνείδητον αντίδρασιν της προσωπικής του ενοχής. Εντεύθεν η οργή και η ψυχική αντίστασις, αι οποίαι είναι όντως διαμετρικώς αντίθετοι προς την αφοσίωσιν και την μακροχρόνιον («τοσαύτα έτη») συνεπή προσφοράν υπηρεσίας προς τον πατέρα.
Η απώθησις της ενοχής δεν επέτρεπεν εις τον πρεσβύτερον υιόν πνευματικήν πρόοδον ανάλογον προς την αφοσίωσιν και την υπηρεσίαν ταύτην. Ενώ ούτος από πλευράς «τύπων» ήτο άψογος, εσωτερικώς παρέμενεν ακαλλιέργητος και ανώριμος, λόγω ακριβώς των επιμόνως απωθουμένων αισθημάτων ενοχής.
β) Προβολήν της ενοχής αυτού
Είναι ιδιαζόντως χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι ο πρεσβύτερος υιός δεν επιτίθεται κυρίως κατά του αδελφού αυτού, αλλά εναντίον του πατρός. Διότι πράγματι η όλη συμπεριφορά αυτού στρέφεται κατά του πατρός, προς τον οποίον υπήρξε «τοσούτον» αφωσιωμένος, επί τοσαύτα έτη. Προς τον αδελφόν προβάλλει κατ' αρχάς αρνητικήν ψυχικήν αντίστασιν, μη θέλων να εισέλθει εις τον πατρικόν οίκον και να συνεορτάσει δια το χαρμόσυνον γεγονός της νεκραναστάσεως αυτού.
Έπειτα δε και επιτίθεται κατ' αυτού δια της περιφρονητικής αντωνυμίας «ούτος». Αλλά κατά του πατρός του εκδηλοί άμεσον επιθετικότητα και κατηγορεί αυτόν επί σκληρότητι και στενοκαρδία. Ούτως, όταν «εξελθών παρεκάλει αυτόν» ο πατήρ να εισέλθει εις την οικίαν, ούτος εξαποστέλλει κατ' αυτού μύδρους ενοχής. «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ. Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν» (στχ. 29-30).
Οι λόγοι ούτοι εκφράζουν πράγματι ζωηρώς τα επιθετικά αισθήματα του πρεσβυτέρου υιού προς τον πατέρα. Κυρίως δε αι κατηγορίαι, τας οποίας δια των λόγων τούτων αποδίδει εις αυτόν υπογραμμίζουν την ενοχήν του πατρός. Αλλ' ως είναι ευνόητον, η ενοχή αύτη δεν είναι αντικειμενικώς πραγματική. Αι κατηγορίαι είναι ανυπόστατοι και επομένως συνιστούν προβολήν της προσωπικής ενοχής του πρεσβυτέρου υιού επί του προσώπου του πατρός. Η προς τον άσωτον άφεσις του πατρός προκαλεί την δραστηριότητα των απωθουμένων αισθημάτων ενοχής του πρεσβυτέρου υιού, τα οποία, ως καυστικά βέλη, κατευθύνονται προς τον πανάγαθον «αφέτην».
Διότι ο πατήρ είναι ο αυθεντικός διαχειριστής και χορηγός της αφέσεως, την οποίαν ο πρεσβύτερος υιός δεν δύναται να γευθεί, επειδή ακριβώς, εκ λόγων αλαζονείας, απωθεί την ενοχήν αυτού εις τα σκοτεινά βάθη της ασυνειδήτου ψυχικής περιοχής. Ούτως η προς τον πατέρα επιθετική συμπεριφορά αυτού προβάλλει όντως την προσωπικήν του ενοχήν.
γ) Επιθυμίαν αφέσεως της ενοχής αυτού
Η συμπεριφορά του πρεσβυτέρου υιού είναι αρνητική, θεωρούμενη ως επίθεσις κατά του πατρός. Αλλ' έχει αύτη και θετικόν χαρακτήρα. Εκφράζει τον μύχιον πόθον της αφέσεως της ενοχής αυτού. Επιθυμεί ούτος να τύχει της αγαθής εμπειρίας, την οποίαν και ο αδελφός αυτού εβίωσε. Η συμπεριφορά του είναι μία ασυνείδητος διαμαρτυρία πρώτον κατά του εαυτού του, ο οποίος δεν είναι εις θέσιν να βιώσει μίαν τοιαύτην εμπειρίαν.
Η επιθετικότης, έκ της επόψεως ταύτης, στρέφεται πρωτίστως κατά του εαυτού του, ο οποίος είναι ένοχος, προβάλλεται δε, λόγω της απωθήσεως, επί του πατρός. Εξ άλλου όμως η επιθετική συμπεριφορά του πρεσβυτέρου υιού προς τον πατέρα αποτελεί διαμαρτυρίαν κατ' αυτού, όστις ακριβώς είναι ο μόνος αυθεντικός διαχειριστής και χορηγός της αφέσεως, την οποίαν ούτος διακαώς επιθυμεί. Η αμφιδυναμική οψις της συμπεριφοράς ή αντιδράσεως του πρεσβυτέρου υιού δικαιώνει ασφαλώς την άποψιν του Caruso, συμφώνως προς την οποίαν η νευρωτική συμπεριφορά είναι μία απόπειρα προς αποκατάστασιν της «ορθοδοξίας εις την ζωήν».
Εκείνος, ο οποίος απωθεί την ενοχήν του και αντιδρά εις τας διανθρωπίνας σχέσεις νευρωτικώς, επιθυμεί κατ' ουσίαν την αποκατάστασιν της ηθικής ολοκληρίας της προσωπικότητός του. Κατέστη νευρωτικός, διότι κατέστη ανυπόφορος η απώθησις της ενοχής αυτού. Επομένως εις την σκοτεινήν περιοχήν των ασυνειδήτων διαδικασιών της προσωπικότητός του πρεσβυτέρου υιού υπολανθάνει και η λειτουργία της νοσταλγίας και της επιθυμίας της ηθικής ακεραιότητος και αθωότητος.
Η θετική αύτη όψις της επιθετικής αντιδράσεως του πρεσβυτέρου υιού σημειούται ενταύθα μόνον ως δυνατότης πνευματικής ανανήψεως αυτού. Η ποιμαντική δε σημασία του γεγονότος τούτου είναι όντως αυτονόητος. Αλλ' η παραβολή τερματίζεται ούτως, ώστε ο υιός ούτος να παραμείνει παγιδευμένος εις την κατάστασιν της νευρωτικής (αμαρτωλού) ακαμψίας. Διότι ο πατήρ «είπεν αυτώ· τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και πάντα τα εμά σα εστιν· ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι . . .» (στχ. 31-32). Κατά ταύτα η παραβολή του ασώτου υιού προβάλλει δύο θρησκευτικούς τύπους και συγχρόνως δύο διαδικασίας θρησκευτικής βιώσεως.
Ο άσωτος υιός και ο πρεσβύτερος αδελφός αυτού αποτελούν δύο θρησκευτικά βιωματικά σύμβολα, τα οποία συγχρόνως κρύπτουν και αποκαλύπτουν μίαν πραγματικότητα. Προβάλλουν μίαν όψιν και υποδηλούν μίαν ασυνείδητον διαδικασίαν. Οπωσδήποτε όμως υπογραμμίζουν το ουσιαστικόν πρόβλημα του ανθρώπου, όπερ είναι το πρόβλημα της ενοχής και υποδεικνύουν θετικώς και αρνητικώς την ορθήν λύσιν αυτού. Αύτη είναι πάντοτε η αναγνώρισις και αποδοχή της βιωματικής υποστάσεως αυτής, ως ακριβώς ομολογείται εις τον 18ον στίχον της περικοπής.
Αλλ' η ανίχνευσις των ασυνειδήτων διαδικασιών και η χειραγώγησις του νευρωτικού ανθρώπου εις την βίωσιν της τοιαύτης λύσεως αποτελεί ασφαλώς τον κεντρικον στόχον του ποιμαντικού έργου. Εν προκειμένω δε η συμβολή των ψυχολογικών σπουδών εις την διευκόλυνσιν του έργου τούτου είναι ασφαλώς λίαν προφανής.
ΠΗΓΗ ''ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ''/ ''ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ''