ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ Ο Π. ΙΩΗΛ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ!

ΑΠΛΑ ΖΗΛΟΣ Ή ΕΝ ΕΠΙΓΝΩΣΕΙ;

Γράφει ο Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος,
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. &Κονίτσης
e-mail: ioil.konitsa@gmail.com

Είναι γνωστό από τους Πατέρες της Εκκλησίας, που διαθέτουν άμεση και προσωπική εμπειρία του πνευματικού αγώνα, ότι ο εχθρός στοχεύει τον άνθρωπο στα ιδιαίτερα ψυχικά του σημεία και μέσω των ιδιαιτέρων κλίσεων, παθών και ελαττωμάτων του, προσπαθεί να τον ρίξει και να τον αποξενώσει από την Χάρη του Θεού.
Και είναι επίσης γνωστό από τον λόγο του Θεού, αλλά και από την ίδια την πραγματικότητα, από την ζωή των Αγίων και από αυτή την Εκκλησιαστική μας ιστορία, ότι οι λεγόμενοι εκ δεξιών πειρασμοί, είναι πιο πολλοί και περισσότερο επικίνδυνοι από τους εξ αριστερών πειρασμούς.


Τους πειρασμούς δηλ. του διαβόλου που χτυπούν τον άνθρωπο μέσω της σαρκός, με όλα τα συμπαρομαρτούντα του ποταπού αυτού επιπέδου.
Ο Προφητάναξ Δαυΐδ, μας ερμηνεύουν οι Πατέρες, που είχε γνωρίσει όσο ελάχιστοι τα μυστικά της πνευματικής ζωής και είχε νοιώσει για τα καλά στη ύπαρξή του, τους καμουφλαρισμένους εκ δεξιών πειρασμούς, γράφει με πόνο αλλά και με αγάπη:«Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ δεξιών σου...» (Ψαλμ. 90. 7).
Όπως λοιπόν γίνεται κατανοητό, οι εκ δεξιών πειρασμοί, οι περισσότερο ύπουλοι και επικίνδυνοι, είναι αυτές οι καλοστημένες παγίδες του πονηρού που στοχεύουν, όχι τόσο στους ανθρώπους που ζουν την κατά κόσμον και μακράν του Θεού ζωή, όσο σε όσες υπάρξεις δείχνουν να έχουν αρνηθεί την αμαρτία και έχουν ξεκινήσει την ευλογημένη ζωή της μετανοίας και της κατά Θεόν προκοπής.
Θα ερωτήσουν κάποιοι. Μα είναι δυνατόν αυτοί που προσπαθούν και αγωνίζονται στο να βιώνουν αυτή την ζωή, είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουν πειρασμούς; Μα φυσικά. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Όχι μόνο έχουν και αντιμετωπίζουν, αλλά ορισμένες φορές, τα κύματα των πειρασμών, αυξάνουν τόσο, ώστε χρειάζεται να παρέμβει ειδικώς η Χάρις του Θεού, για να σταματήσει, προσωρινώς, ο αόρατος πόλεμος. Τότε ο πιστός ενδυναμώνεται και συνεχίζει με ενθουσιασμό και κυρίως ταπείνωση, τον δύσκολο πλην όμως ευλογημένο δρόμο του «καθ΄ ομοίωσιν».
Βεβαίως, ο κάθε συνειδητός πιστός και μάλιστα μοναχός ή κληρικός, έχει γνώση αυτών των καταστάσεων και ιδίως, προϊόντος του χρόνου, αυτών των εκ δεξιών πειρασμών, που στοχεύουν στον εγωϊσμό και στην οίηση που εμφυτεύονται ως αγκάθια και τριβόλια του εχθρού στο υπέδαφος της ψυχής. Όταν δηλ. ο πιστός, πλην των άλλων, στέκει μόνο στην επιφάνεια των πραγμάτων που φαίνονται στην πνευματική ζωή και δεν βοηθείται μέσω και του πνευματικού στο να καταστρέψει τα ίχνη της κρυφής υπερηφάνειας.
Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε σε ιδιαίτερες και προσωπικές περιπτώσεις, διότι κάτι τέτοιο και δεν μας ωφελεί, αλλά και δεν επιτρέπεται.
Επιβάλλεται όμως να μελετήσουμε και να σταθούμε τόσο στα ιερά συναξάρια, στους βίους των αγίων μας, όσο και σε ιδιαίτερους σταθμούς της Εκκλησιαστικής μας ιστορίας.
Και οι μεν βίοι των αγίων, μας αποκαλύπτουν το πόσο μπορεί μια ψυχή, που ξεκινά με αγνό ζήλο, δεν έχει όμως στιβαρή πνευματική καθοδήγηση, να πλανηθεί και να ταλαιπωρηθεί επί σειρά ετών και δεκαετιών, δυστυχώς δε σε κάποιες των περιπτώσεων και ισοβίως. Η δε Εκκλησιαστική ιστορία, στην αυθεντική της έκφραση, μας διδάσκει το πόσο είναι δυνατόν να ταλαιπωρηθεί ακόμα και ολόκληρη τοπική Εκκλησία, όταν ο υπέρμετρος και καυστικός ζήλος, ξεφεύγει από τα επιτρεπτά όρια. Όταν δηλ. γίνεται επικίνδυνος, ακόμα και για τη ζωή των δήθεν εχθρών της πίστεως και όσων αρνούνται να αποδεχθούν την «θεολογία», την μεθοδολογία, την τακτική και όλους τους εν γένει τρόπους συμπεριφοράς των «αμυντόρων της πίστεως».
Πόσο δίκαιο είχε πράγματι ένας επίσκοπος, όταν τόνιζε ότι, η Εκκλησία δεν φοβάται την αμαρτία. Και τούτο, διότι διαθέτει την εξουσία, από τον Θείο Δομήτορα, να την καθαίρει και να οδηγεί τον άνθρωπο που έχει αγαθή διάθεση, στην αγιότητα. Η Εκκλησία, συνέχιζε, φοβάται την αίρεση και το σχίσμα. Κυρίως δε το χρονίζον σχίσμα, που δυστυχώς, καταντά και αυτό αίρεσις.
Θα χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι εάν θελήσουμε να αναφερθούμε σε όλα τα μέχρι σήμερα σχίσματα μέσα στον χώρο της Εκκλησίας μας. Άλλωστε, υπάρχουν αυτά καταγεγραμμένα και μπορεί κανείς όποτε θελήσει να τα μελετήσει μέσα από τα υπάρχοντα βιβλία και εγχειρίδια της εκκλησιαστικής ιστορίας. Εκεί θα γνωρίσει, και θα επισημάνει τα βαθύτερα αίτια, θα πονέσει, θα σκεφθεί, θα ερευνήσει πού τελικώς μπορεί να οδηγήσει ο αδιάκριτος ζήλος. Θα δει επίσης τον εγωισμό που κρύπτεται κάτω από ποικίλους μανδύες και εάν διαθέτει σύνεση, θα καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα και σε ευλογημένες αποφάσεις. Γνωστόν άλλωστε, ότι η γνώση δεν είναι για την γνώση, ούτε η μελέτη των λαθών και αστοχιών των προηγουμένων γενεών, μας δικαιώνει στο να τα επαναλαμβάνουμε στο όνομα δήθεν της παραδόσεως και της ακριβείας, αλλά στο πώς θα αποφύγουμε παρόμοιους πειρασμούς και παγίδες.
Δε θα σταθούμε λοιπόν στα παλαιά σχίσματα και σε όσα ετάραξαν την Εκκλησία, αλλά θα ρίξουμε μια σύντομη ματιά στα τελευταία κυρίως έτη, όχι βεβαίως αναλύοντας ιστορικά γεγονότα που είναι ήδη γνωστά, αλλά θα επιμείνουμε σε κάποια σημεία που εκ των πραγμάτων δείχνουν την όλη ποιότητα και τα αποτελέσματα. Επίσης, θα θέσουμε κάποια καίρια ερωτήματα, τα οποία φανερώνουν ότι δεν φθάνει να υπάρχει απλώς ο ζήλος στους αγώνες της πίστεως, αλλά επιβάλλεται να συνυπάρχουν η σύνεση και η διάκριση, αφού, εννοείται, ξεκινά κανείς με την καλή διάθεση και έχοντας ισορροπημένες τις ψυχικές του δυνάμεις.
Α) Είναι τυχαίο το ότι ο παλιοημερολογητικός κόσμος, έχει διασπασθεί σε τόσες παρατάξεις, που και οι ίδιοι αγνοούν τον αριθμό τους; Σημειωτέον, ότι όπως ισχυρίζονταν, ξεκίνησαν για την «ακρίβεια» του ημερολογίου. Και αυτό μεν ίσχυε για τον απλοϊκό λαό. Αποτελούσε όμως το «προπέτασμα καπνού», και όπως έχει αποδειχθεί και ομολογηθεί, άλλοι υπήρξαν δυστυχώς οι σκοποί των πρωταγωνιστών του κινήματος. Του κινήματος που νομοτελειακώς κατήντησε σε «λερναία ύδρα».
Β) Αποτελεί ή όχι αλήθεια και μάλιστα τραγική, την οποία παραδέχονται και ομολογούν πρωτίστως τα ίδια τα μέλη των ποικίλων παρατάξεων, ότι στην εσωτερική τους δομή, υφίσταται μεγαλύτερος οικουμενισμός από αυτόν που δήθεν καταδικάζουν;
Γ) Είναι ψέμα το γεγονός ότι, κληρικοί που έχουν καθαιρεθεί για πολύ σοβαρούς λόγους από την Ελλαδική Εκκλησία, βρίσκουν καταφύγιο στις παρατάξεις του δήθεν «πατρίου ημερολογίου» και του «αντιοικουμενισμού»;
Δ) Οι ανοικονόμητες οικονομίες που λαμβάνουν χώρα σε όσους απέκοψαν εαυτούς και αλλήλους από το Σώμα της Εκκλησίας, μπορούν να συγκριθούν με την όντως οικονομία που χειρίζεται κατά καιρούς η Εκκλησία σε πρόσωπα και καταστάσεις;
Αλλά, δεν είναι αυτές μόνο οι περιπτώσεις των ανθρώπων που αποφάσισαν να αποκοπούν από την Εκκλησία για λόγους τους οποίους γνωρίζει μόνο ο Θεός, και που όπως ήδη τονίσαμε, χάριν της «ακριβείας», κατακερματίστηκαν σε παρατάξεις, συναγωγές και φατρίες, που η μία αφορίζει και αναθεματίζει την άλλη, στο πλαίσιο πάντα της «εν Χριστώ αγάπης» και του «πατερικού φρονήματος».
Δεν πρόκειται μόνο για όσους στην αρχή έφεραν ως προμετωπίδα του σχίσματος το «παλαιό ημερολόγιο», και που στην πράξη είδαν ότι δεν μπορεί να σταθεί αυτή η δικαιολογία και τελικώς αποφάσισαν να περιφέρουν το «αντιοικουμενιστικό λάβαρο».
Όχι λοιπόν μόνο οι αυτόνομες ομάδες αυτών που στην μια περίπτωση χαρακτηρίζονται «Γνήσιοι», στην άλλη «Ενιστάμενοι», στην τρίτη όπως αλλοιώς θέλουν να ονομάσουν το σχίσμα τους, αλλά υφίστανται και οι περιπτώσεις που κινδυνεύουν να έλθουν τα αποτελέσματα του σχίσματος και της ουσιαστικής αποκοπής, μέσω μιας νέας καταστάσεως που αυτοχαρακτηρίζεται ως «αποτείχισις».
Βεβαίως, όλοι αυτοί οι καλής διαθέσεως, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αδελφοί, «διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους» στο άκουσμα ότι, ουσιαστικώς με την τακτική τους αυτή δρασκελίζουν στον χώρο του σχίσματος. Επιμένουν δε ότι παραμένουν στην Εκκλησία, και επιπλέον ότι αποτελούν το υγιές τμήμα αυτής. Ακόμα προς υποστήριξη της τακτικής τους, προβάλλουν δυναμικές εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως του όντως αγωνιστού και ομολογητού Ιεράρχου, πρώην Φλωρίνης Αυγουστίνου.
Επιπροσθέτως δε επιζητούν να στηρίξουν την πράξη της λεγομένης «αποτείχισης», κυρίως στον ΙΕ' κανόνα της ΑΒ' Συνόδου, όπως ακριβώς πράττουν και οι «ενιστάμενοι», οι ποικίλοι «γνήσιοι», οι «Γ.Ο.Χ.» κ.τ.λ.
Αλλά, εάν κανείς μελετήσει σωστά και ψύχραιμα τον συγκεκριμένο κανόνα, και ερευνήσει την εφαρμογή του που αποδεικνύει και την ουσία του πνεύματός του, τόσο από παλαιότερους, όσο και από σύγχρονους Πατέρες, θα διαπιστώσει ότι είναι αδύνατον να δικαιωθεί η όλη κατάσταση που καταντά σε σχίσμα, αφού στην πράξη αποδεικνύεται ότι ο κανόνας, δεν είναι υποχρεωτικού όπως ισχυρίζονται χαρακτήρος, αλλά καθαρώς δυνητικού.
Και για να μην επιμένουν ορισμένοι ότι τα πράγματα έχουν διαφορετικά, ας περάσουμε στην πρακτική εφαρμογή του κανόνα από τον ίδιο τον πρώην Φλωρίνης Αυγουστίνο.
Επί Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου, μαζί με δύο άλλους αρχιερείς της Ελλαδικής Εκκλησίας, τους μακαριστούς Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο και Παραμυθίας Παύλο, εφάρμοσε τον κανόνα και απέκοψε το λειτουργικό μνημόσυνο του Πατριάρχου.
Εάν ο κανόνας ήταν απολύτου και υποχρεωτικού χαρακτήρος, επιβαλλόταν οι τρεις αυτοί αρχιερείς να έχουν παύσει και οποιαδήποτε λειτουργική και άλλη πνευματική επικοινωνία με τους αρχιερείς οι οποίοι συνέχιζαν την Πατριαρχική μνημόνευση.
Ερωτούμε: Έπαυσε τόσο ο γέρων Αυγουστίνος, αλλά και οι δύο άλλοι μητροπολίτες, κατά τον χρόνο που εφήρμοζαν τον επίμαχο κανόνα, να συλλειτουργούν με τους άλλους αρχιερείς οι οποίοι συνέχισαν το μνημόσυνο; Έπαυσαν να αποτελούν μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος; Έπαυσαν να έχουν Εκκλησιαστική κοινωνία και συνεργάζονται με τους όπου γης κανονικούς Ορθοδόξους αρχιερείς;
Αλλά και κάτι ακόμα που αποδεικνύει το δυνητικόν του κανόνος και επίσης ότι οι τρεις δυναμικοί αυτοί αρχιερείς, γνώριζαν να μελετούν και να εφαρμόζουν σωστά το Κανονικό Δίκαιο, προσέχοντας ως κόρην οφθαλμού την ενότητα της Εκκλησίας. (Άλλωστε οι άνθρωποι διέθεταν λιπαρά θεολογική και όχι μόνο μόρφωση, εμπειρία, είχαν πολυετείς αγώνες Εκκλησιαστικούς και Εθνικούς, τους διέκρινε σύνεσις και προπαντός φόβος Θεού, γνωρίζοντας και προσέχοντας τον Χρυσοστόμειον λόγον ότι: «το σχίσμα, ούτε το αίμα του μαρτυρίου δύναται να ξεπλύνει»).
Όταν λοιπόν ο διάδοχος του Αθηναγόρα, Πατριάρχης Δημήτριος, όχι απλώς επανέλαβε τα ίδια, αλλά υπερκέρασε τον αλήστου μνήμης προκάτοχό του σε προσευχητικές-λειτουργικές οικουμενιστικές εκδηλώσεις, σε υπογραφές κοινών κειμένων κ.α., γιατί και τότε ο Φλωρίνης Αυγουστίνος, καθώς και οι δύο άλλοι αρχιερείς, δεν επανέλαβαν την ίδια τακτική της παύσεως του μνημοσύνου; Γιατί κατόπιν και με τον νυν Πατριάρχη Βαρθολομαίο, δεν εφήρμοσε τον κανόνα;
Αναμένουμε και στο ερώτημα αυτό ικανοποιητική απάντηση.
Εάν ο κανόνας είναι απόλυτος και υποχρεωτικός, όπως ισχυρίζονται οι αυτοαποκαλούμενοι ως «αποτειχισθέντες», τότε ο Φλωρίνης καθώς και οι δύο άλλοι αρχιερείς, έπραξαν συνειδητή προδοσία πίστεως, που συνέχιζαν αδιακόπως να μνημονεύουν τον πατριάρχη Δημήτριο, και άρα δεν είναι δυνατόν να προβάλλεται ο Αυγουστίνος ως Ορθόδοξος ηγέτης και ως παράδειγμα προς μίμησιν από τους αδελφούς της «αποτειχίσεως».
Εάν αντιθέτως ο κανόνας είναι δυνητικού χαρακτήρος (που όντως αυτό συμβαίνει), τότε, για να είναι συνεπείς προς την γραμμή πλεύσεως της μορφής που προβάλλουν, θα πρέπει να ομολογήσουν την πραγματικότητα και άρα δεν μπορούν πλέον να υποστηρίζουν την αποτείχισή τους στον συγκεκριμένο ιερό κανόνα και στην περίπτωση του Φλωρίνης Αυγουστίνου.
Το θέμα αδελφοί μου είναι απλό. Ή ο κανόνας είναι υποχρεωτικού χαρακτήρος και ο Αυγουστίνος, επί Πατριάρχου Δημητρίου και στη συνέχεια έως το τέλος της ζωής του πρόδωσε την πίστη, και άρα είναι ανακόλουθο να προβάλλεται ως ομολογητής, επιβάλλεται δε πάραυτα ο αναθεματισμός του εκ μέρους της «αποτειχίσεως» ή εάν τα πράγματα είναι διαφορετικά, οφείλουν την επανένταξή τους «εντός των τειχών» (σύμφωνα με τον αυτοχαρακτηρισμό τους), ώστε ο αγώνας να έχει και συνέπεια αλλά και ευλογημένο αποτέλεσμα κατά της όντως μάστιγας του επάρατου οικουμενισμού.
Και ένα τελευταίο. Όπως όλοι γνωρίζουμε, σε κάθε εποχή στο Σώμα της Εκκλησίας, και μόνο εντός αυτής, καταρτίζονται οι Άγιοι.
Αποτελεί κοινή συνείδηση στην ανά τον κόσμο στρατευομένη Ορθόδοξη Εκκλησίας μας, ότι η εποχή μας, παρά την αποστασία που την χαρακτηρίζει, έβγαλε μεγάλες μορφές και μεγάλους Αγίους.
Μόλις προχθές, πραγματοποιήθηκε εκ μέρους του σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου η αγιοκατάταξις του Οσίου Πατρός ημών Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου και Μελετίου του εν Υψενή Ρόδου αθλήσαντος.
Ερωτούμε. Ποίος απ' τις δύο αυτές τις αγιασμένες μορφές, αλλά και τόσους άλλους Οσίους και αγωνιστές, έφυγε από την Εκκλησία; Ποίος πέρασε σε σχισματικές - ενιστάμενες και οποιεσδήποτε άλλες παρατάξεις, που υφίσταντο στην εποχή τους; Ποίος ποτέ από αυτούς, έκανε λόγο περί «αποτειχίσεως» ή εφάρμοσε αυτή;
Μήπως τους έλειπε η ευαισθησία στα δογματικά θέματα και στην εφαρμογή των Ιερών Κανόνων;
Μήπως δεν ζούσαν ασκητική και μάλιστα ακραία ησυχαστική ζωή;
Μήπως πάλι, αγνοούσαν το τι ακριβώς επί των ημερών τους συνέβαινε; Ή ίσχυε αυτό που ακούστηκε και γέμισε θυμηδία την όλη ατμόσφαιρα, ότι δηλ. μέχρι πριν 20 περίπου έτη που εκοιμήθησαν όλοι αυτοί οι ΄Οσιοι, δεν υφίσταντο τα οικουμενιστικά ξεσπάσματα; Όντως, «ωραία δικαιολογία», για να καλύψουν κάποιοι την ακάλυπτη αδιακρισία, και να κρυφθούν πίσω από τον δάκτυλόν τους.
Μα, και μόνο ότι θέλουν να προβάλλουν την παύση του Πατριαρχικού μνημοσύνου που εφήρμοσε ο Φλωρίνης Αυγουστίνος, και που έλαβε χώρα εδώ και σαράντα και πλέον έτη (και είδαμε ότι η περίπτωσίς του, καθώς και των δύο άλλων μητροπολιτών τους γυρίζει μπούμεραγκ), τούτο σημαίνει ότι όχι απλώς ήταν γνωστά τα όσα συνέβαιναν, αλλά και πως όταν κανείς ξεφύγει από το μέτρο και θέσει τον εαυτόν του «εκτός των τειχών», στη συνέχεια γυρεύει με ανακολουθίες, με διαστροφές της ιστορικής πραγματικότητας και αντικρουόμενα επιχειρήματα να καλύψει αυτά που και μικρό παιδί βλέπει και κατανοεί.
Με πόνο είδαμε κάποιες ανοιχτές πληγές και με αδελφική αγάπη θέσαμε κάποια καίρια ερωτήματα, τα οποία είναι ικανά να μας κάνουν να δούμε κατάματα την υπάρχουσα πραγματικότητα των όντως Αγίων ανδρών. Η δε πραγματικότητα, δεν είναι πάντοτε όπως θα θέλαμε να την παρουσιάσουμε ή όπως ενδεχομένως, ειλικρινώς νομίζουμε πως την ατενίζουμε με τους αδύναμους οφθαλμούς μας.
Θα κλείσουμε, μεταφέροντας τις σκέψεις και τα σχόλια που με αγάπη, θλίψη, αλλά και διάκριση εξέφρασε αγιορείτης Γέροντας όταν ακούστηκε ο όρος «αποτείχισις».
«Καλά, είπε ο Γέροντας, δεν εννοούν οι ευλογημένοι ότι και ο όρος ακόμα «αποτείχισις», είναι αδόκιμος, αφού υπονοεί ότι εντός των τειχών, εκ των οποίων αυτοί φεύγουν, περιλαμβάνεται το Σώμα της Εκκλησίας;». Και συνέχισε : «Ή δίχως να το αντιλαμβάνονται εκφράζουν αυτό που επάνω στο άκριτο ζήλο τους θα κατορθώσουν; Να θέσουν δηλαδή τους εαυτούς τους εκτός Εκκλησίας, αφού η πρακτική τους συνεπάγεται λειτουργική και πνευματική αποξένωση και αποκοπή απ' όλους τους άλλους κληρικούς, μοναχούς και εν Χριστώ αδελφούς; Μήπως πάλι η πράξη αυτή έλαβε την συγκεκριμένη ετικέτα «αποτείχισις», για την περίπτωση κατά την οποία η Εκκλησία θελήσει αργότερα να λάβει κάποια μέτρα για το καλό του συνόλου που βρίσκεται εντός των τειχών, και τότε αυτοί οι αποτειχισθέντες θα προβάλλουν το δήθεν επιχείρημα ότι, δεν μπορείτε να μας αγγίξετε και δεν ισχύει τίποτε για εμάς, διότι εμείς οι ίδιοι έχουμε από μόνοι μας αποτειχισθεί; Κάτι δηλ. ανάλογο που χρησιμοποιούν οι παρατάξεις των «ενισταμένων», που όταν είναι να δεχθούν τις συνέπειες των επιλογών τους που οδηγούν στο σχίσμα, δηλώνουν ότι εμείς, έχουμε ήδη υπερπηδήσει το τείχος και έτσι δεν μας αγγίζει καμμιά απόφαση Εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Όταν όμως πρόκειται οι ίδιοι να εξαπολύσουν τους κεραυνούς και τα αναθέματα, σε πρώην οπαδούς τους, που υπερπήδησαν την μάνδρα της δικής τους «αντιοικουμενιστικής παρατάξεως», τότε το τείχος εξαφανίζεται και τα βέλη εκ μέσης «Ιεραρχίας», στοχεύουν κατάστηθα για να εξουθενώσουν τους πρώην αδελφούς και νυν φοβερούς και ήδη «αναθεματισμένους αντιπάλους».
Η δε κατάληξις του Γέροντος, ήταν γεμάτη πικρία, προβλέποντας ζοφερές εξελίξεις και αποτελέσματα, όταν τόνισε ότι: «κάπως έτσι ξεκίνησαν, ξεκινούν και καταλήγουν τα αποκόμματα των παλιοημερολογητικών φατριών. Τι θα κάνουν τώρα οι ευλογημένοι; Τι θα κάνουν όταν αργά ή γρήγορα θα αισθανθούν την ανάγκη κάπου ν' ακουμπήσουν και με κάποιους να επικοινωνούν; Θα ψάχνουν με το φανάρι σε όλη την Ελλάδα για να «ποιήσουν ένα προσήλυτον»; Ή θα αρχίσουν την έρευνα, σε ποια άλλα κράτη υφίστανται παρόμοιες προβληματικές καταστάσεις ώστε να συνδεθούν και τελικώς να φτιάξουν δική τους «ιεραρχία» όπως πράττουν δυστυχώς και τόσοι άλλοι; Από πού θα λαμβάνουν μύρο για τις βαπτίσεις; Αλλά και τώρα εάν προβούν στο μυστήριο του Βαπτίσματος, το Άγιον μύρο πώς θα το χρησιμοποιήσουν αφού έχει λάβει την ειδική ευλογία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο; Ή μήπως και αυτό, μαζί τους τώρα έχει «αποτειχισθεί» και έλαβε από μόνο του την ευλογία; Και πού θα τρέχουν να «χειροτονηθούν» εάν, αλλοίμονο παγιωθούν στις απόψεις τους αυτές και κυρίως όταν κληθούν ν' αντιμετωπίσουν απρόβλεπτες έως τώρα ανάγκες και εσωτερικές καταστάσεις;».
Στην ερώτηση που του ετέθη: «Μα, γέροντα, πώς τα λέτε έτσι; Είναι δυνατόν να έχουμε τέτοιου είδους εξελίξεις;». Ο Γέροντας απάντησε: «Ναι, έχω δυστυχώς πικρά πείρα από τέτοιου είδους κινήσεις. Από μικρό παιδί μέχρι και τώρα που γέρασα, τα μάτια μου είδαν πολλά και γνώρισα για τα καλά τους εκ δεξιών πειρασμούς».
Και έκλεισε τη συζήτηση με νοτισμένους τους οφθαλμούς, ψελλίζοντας την εκ βάθους καρδίας συγκλονιστική του προσευχή: «Παναγία μου, φύλαξέ μας από τις παγίδες του εχθρού και μην επιτρέψεις νέες δοκιμασίες και κλυδωνισμούς στην Εκκλησία μας, από ανθρώπους που σε αγαπούν»!
Θα συμφωνήσετε, φίλοι μου, ότι αποτελεί βεβήλωση, μετά από αυτή την προσευχή, το να προσθέσουμε εμείς κάτι επί της ουσίας των όσων εξέφρασε η ευλογημένη αυτή ψυχή του Άθω, που ανδρώθηκε και λευκάνθηκε στην άσκηση, σκορπίζοντας τώρα την χάρη της αγάπης και τον φωτισμό της διακρίσεως.
Είθε η προσευχή του Γέροντος, να εισακουσθεί, και όλοι μαζί, εντός των τειχών, εν Πνεύματι Αγίω, εν αδελφική αγάπη και εν επιγνώσει ζήλω να αγωνιστούμε υπέρ των Πατρίων και Ιερών Παραδόσεών μας και εναντίον της λαίλαπας τους οικουμενισμού.
Γένοιτο ! Αμήν.

Υ.Γ. Μήπως, αγαπητοί μου, τα σοφά αυτά λόγια του Γέροντος, μας υπενθυμίζουν την επιστολή την οποία είχε στείλει για το θέμα του οικουμενισμού, το 1969 ο Γέροντας Παίσιος από το Άγιον Όρος, και την οποία όσον ούπω, για του λόγου το αληθές, θα δημοσιεύσουμε;



ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ

Επίσημη επίσκεψη του νέου Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι στο Φανάρι


Ο Τζάστιν Ουέλμπι, ο 105ος Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι, εκκλησιαστικός ηγέτης δηλαδή της Εκκλησίας της Αγγλίας, καθώς επίσης και της παγκόσμιας Αγγλικανικής Κοινωνίας, έφθασε τη Δευτέρα (13 Ιανουαρίου) στην Κωνσταντινούπολη, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, να επισκεφθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 
Φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη ο Αρχιεπίσκοπος εξέφρασε την ελπίδα ότι η επίσκεψη θα συμβάλει στην ενίσχυση της συνεργασίας των δύο Εκκλησιών, ενώ τόνισε τη σημαντική συμβολή τού Οικουμενικού Πατριάρχη στον κόσμο της Εκκλησίας και γενικότερα πάνω σε κοινωνικά ζητήματα. 

Αμέσως μετά, ο Τζάστιν Ουέλμπι -που θα παραμείνει στην έδρα της Ορθοδοξίας για ένα διήμερο- είχε ιδιαίτερη συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και ακολούθησε συνεργασία με τα μέλη της Επιτροπής Διαχριστιανικού διαλόγου.


ΠΗΓΗ ''ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ''

Πρωτοπρ. Άγγελος Αγγελακόπουλος, Ο εγκωμιαστής του «πρωτείου του πάπα» και του «κειμένου της Ραβέννας» Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος ( Μέρος Δ΄)

Εν Πειραιεί 13-1-2014

Ο ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ» ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (ΜΕΡΟΣ Δ΄)

εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ Ι. Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΜΕ ΘΕΜΑ  «’ΠΡΩΤΕΙΟ’, ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»

Ὅπως τονίσθηκε στήν Θεολογική καί ἐπιστημονική ἡμερίδα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως μέ θέμα «‘'Πρωτεῖο'', Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας», στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας στίς 28-4-2010, «Τό παπικό ‘'πρωτεῖο'' δέν ἔχει θεολογική βάση οὔτε ἁγιοπνευματική καί ἐκκλησιολογική νομιμοποίηση. Στηρίζεται σαφῶς σέ κοσμικοῦ χαρακτῆρος νοοτροπία ἐξουσίας. Ἡ ἑνότητα ἀνήκει στή φύση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ἡ ἀληθής Ἐκκλησία εἶναι μία. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἐκδοχές τῆς -θεσμικές ἡ χαρισματικές- ἔχει σαφῶς ἁγιοπνευματική βάση. Παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται, ὅμως, καλλιεργεῖται καί ἐκφαίνεται κατεξοχήν εὐχαριστιακῶς. 


Σύμφωνα μέ τήν «Ὁμολογία Πίστεως» τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727 «οὐδεμίαν ἄλλην ἤντινα οὔν κεφαλήν ἀποδέχεται ἐν αὐτῆ τῆ Ἀνατολικῆ Ἐκκλησία, εἰμή τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν μόνον παρά τοῦ Πατρός δοθέντα κατά πάντα τῆ Ἐκκλησία καί θεμέλιον τόν αὐτόν». Κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία δέν νοεῖται «πρῶτος» γενικά καί ἀόριστα χωρίς τήν παρουσία τῆς συγκεκριμένης συνόδου μίας ἐπαρχίας. Ὁ θεσμός τῶν πρεσβείων τιμῆς (αὐτός εἶναι ὁ ὅρος, πού χρησιμοποιεῖ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση σέ ἀντίθεση μέ τόν μεταγενέστερο ὄρο «πρωτεῖο» πού χρησιμοποιεῖτε οἱ παπικοί) ἐκφράζει καί διασφαλίζει τήν ἑνότητα καί τήν συνοδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πενταρχία τῶν πατριαρχικῶν θρόνων εἶναι ἡ μορφή, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε στόν θεσμό τῶν πρεσβείων τιμῆς κατά τήν πρώτη χιλιετία. Ἡ ἐξουσία τοῦ «πρώτου», ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τά πρεσβεία τιμῆς, εἶναι καρπός τῆς συνοδικότητος, ἐνῶ ἡ ἐξουσία, πού ἀρχίσατε νά οἰκειοποιεῖστε Ἐσεῖς, Ἐκλαμπρότατε, ἤδη ἀπό  τήν πρώτη χιλιετία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καταλύσεως τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐκκλησία τῆς πρώτης χιλιετίας δέν ὑφίστατο «θείω δικαίω» παπικό πρωτεῖο δικαιοδοσίας καί ἐξουσίας ἐφ’ ὅλης της Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό δικαίωμα νά ἀποφασίζει τά τῆς διοικήσεώς της καί χωρίς Ἐσᾶς, τόν «πάπα» καί ἀκόμα περισσότερο καί παρά τή δική Σας ἔντονη ἀντίθεση καί οἱ ἀποφάσεις της αὐτές εἶχαν καθολική ἰσχύ. Μετά τό σχίσμα τό 1054 ἡ αὐξανόμενη ἀξίωση τῶν παπῶν γιά πρωτεῖο ἐξουσίας ἐφ' ὅλης της ἐκκλησίας ἀνατρέπει πλήρως τήν ἁγιοπνευματική δομή τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, σχετικοποιεῖ καί πρακτικῶς καταργεῖ τή Συνοδικότητα ὡς ἁγιοπνευματική λειτουργία τοῦ σώματος αὐτοῦ καί εἰσάγει τό κοσμικό φρόνημα σ’ αὐτήν, ἀκυρώνει τήν ἰσοτιμία τῶν ἐπισκόπων, ἰδιοποιεῖται τήν ἀπόλυτη διοικητική ἐξουσία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, παραμερίζοντας οὐσιαστικά τόν Θεάνθρωπο καί τοποθετώντας ὡς ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ἕναν ἄνθρωπο. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπαναλαμβάνει θεσμικά πλέον τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ἡ ἀληθινή ἑνότητα ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἑνότητα στήν πίστη, στή λατρεία καί τήν διοίκηση. Αὐτό εἶναι τό πρότυπο ἑνότητος στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, τήν ὁποία συνεχίζει ἀπαράλλακτα καί καθολικά ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία. Ἡ μέθοδος τῆς Οὐνίας εἰσάγει ψεύτικη ἑνότητα καί στηρίζεται σέ αἱρετική ἐκκλησιολογία, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἐπιτρέπει πολυμορφία στήν πίστη καί τήν λατρεία, ἐξαρτᾶ τήν ἑνότητα ἀπό τήν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα, πού εἶναι θεσμός ἀνθρωπίνου δικαίου, καί ἀνατρέπει τό συνοδικό πολίτευμα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι θεσμός θείου δικαίου. Ἡ πολυμορφία γίνεται δεκτή μόνο σέ δευτερεύοντα θέματα τοπικῶν παραδόσεων καί ἐθίμων. Μετά τήν Α΄ Βατικανή Σύνοδο (1870) καί κυρίως τήν Β' (1962-1964) τό παπικό πρωτεῖο δέν ἀποτελεῖ μία ἁπλή διοικητική διεκδίκηση, ἀλλά οὐσιῶδες δόγμα πίστεως ἀπολύτως ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ ἄρνησή του ἐπισύρει τό ἀνάθεμα τῆς Α΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἡ ἰσχύς τοῦ ὁποίου παραμένει καί μετά τή Β΄ Βατικανή. «Διά τῆς αἱρετικῆς καί βλασφήμου δοξασίας τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ «ἐπισκόπου» Ρώμης καί τῶν ἐξ αὐτῆς προελθόντων πνευματικῶν ἐπακολούθων (ὡς τό «ἀλάθητο» τοῦ πάπα καί ὁ ἀπολυταρχικός - μοναρχικός δεσποτισμός του ἐφ' ὁλοκλήρου του σώματος τῆς ὑπ' αὐτόν θρησκευτικῆς κοινωνίας, πού ἀπεσχίσθη ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας), ὁ παπισμός ἐξελίχθηκε σέ ἀπολυταρχικό - μοναρχικό σύστημα μυστικιστικῆς κοσμοθεωρίας καί διαστροφῆς αὐτῆς ταύτης τῆς ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας, προσέβαλλε δηλ. καί διέστρεψε τήν Ἐκκλησιολογία Αὐτῆς...  Ἀποδείχθηκε νέος Ρωμαϊκός ἐθνισμός (paganismus) ὑπό πνευματική μεταμφίεση, ὁ ὁποῖος δηλητηρίασε αὐτήν ταύτην τήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, ἀφαίρεσε τήν μυστική ἐλευθερία ἐν Χριστῷ ἑκάστου μέλους αὐτῆς καί ἀπέβη τό ἀναπόφευκτο καί μοιραῖο αἴτιο ταῆς σέ ἑκατοντάδες διαφόρων αἱρέσεων (τῆς διαμαρτυρήσεως, τοῦ παλαιοκαθολικισμοῦ κ.λπ.) ἐκπτώσεως ἐκ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο τῆς δυνατότητας ἀνθρωπίνως ἐπιστροφῆς αὐτῶν εἰς Αὐτήν»[1]. Κατά τήν ἐκτίμηση τῶν συνέδρων, ἡ προσπάθεια τοῦ συγχρόνου θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί παπικῶν γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πρέπει ὁπωσδήποτε, πέραν τῆς ἀποβολῆς τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τῆς Ρώμης (Φιλιόκβε, κτιστῆς Χάριτος, ἀλαθήτου, καθαρτηρίου κ.λπ.), νά στοχεύει καί στήν ὁριστική ἀποβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου καί ὄχι σέ κάποια κοινῶς ἀποδεκτή ἐπανερμηνεία του. Τέλος, κρίνεται ἀπαράδεκτο καί δέν γίνεται ἀποδεκτό ὡς «πρότυπο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας» τό συγκρητιστικό πλαίσιο τῆς «ἑνότητος ἐν τῆ ποικιλία»[2].
Ο ΟΜΟΤΙΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΘΗΝΩΝ,    ΑΙΔΕΣΙΜΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
Κατά τόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο, στό Κείμενο τῆς Ραβέννας «προσδιορίζονται οἱ ὄροι καί οἱ προϋποθέσεις χαρακτηρισμοῦ (§ 38), σημασίας (§ 35, β) καί ἀναγνώρισης τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων               (§ 37), οἱ ὁποῖες θεωροῦνται ὡς ἕνα ἔκτακτο γεγονός («καιρός») στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας (§ 39)».
Εἶναι, ὅμως, δυνατόν ἔνα τόσο προβληματικό κείμενο, πού δέν ἔχει πανορθόδοξη ἀποδοχή[3], νά τολμᾶ νά ἀμφισβητεῖ καί νά βάλλει τόσο ἀπροκάλυπτα ἐναντίον τῶν θεοπνεύστων καί ἁγιοπνευματικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Δέν ἀποτελεῖ αὐτό βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Σύμφωνα μέ τόν ὁμότιμο καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, «ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι τό ἀνώτερο κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικότητος. Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ὑψίστη μορφή ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Κορυφή μας δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας πάπας. Ἐδῶ εἶναι οὐσιαστική ἡ διαφορά μας μέ τόν παπισμό. Οἱ προτεστάντες τά κατήργησαν ὅλα, καί εἶναι πιό ἔντιμοι ἀπό τούς παπικούς. Εἶναι πιό ἔντιμοι, γιατί δέ θέλησαν νά κρατήσουν τίποτε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί νά τό διαστρεβλώνουν. Ὁ παπισμός, ὅμως, ὑποκατέστησε τήν Οἰκουμενική Σύνοδο μέ τόν «πάπα» καί τήν ἔκανε ὄργανο τοῦ παπισμοῦ, θεραπαινίδα τῶν παπικῶν σχεδίων. Στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει μέχρι τέλους τῆς ἱστορίας, ὡς ὕψιστος θεσμός στή ζωήν της, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Οἰκουμενική σημαίνει Σύνοδος ὅλου του κράτους. Κατά τόν ὄρο τοῦ Ξενοφῶντος καί στό Ἑλληνικό Βυζάντιο, στήν Ἑλληνική, δηλαδή, Ρωμανία, ἡ λέξη Οἰκουμένη, σημαίνει κατ' οὐσίαν τό κράτος, οἰκουμενικός διδάσκαλος, οἰκουμενικοί πατέρες κ.ο.κ. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, λοιπόν, εἶναι ἡ Σύνοδος ὅλου του κράτους καί ἀντιμετωπίζει τά μεγάλα προβλήματα τῆς πίστεως καί τάξεως τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προϋποθέτουν κρίσεις στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού σημαίνει ὅτι ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία. Καί τότε ἔρχεται ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, γιά νά διακηρύξει, σέ κάθε περίπτωση, τήν σώζουσα Ἀλήθεια, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Προφῆτες, τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, τούς Ἁγίους Πατέρες καί τίς Ἁγίες Μητέρες ὅλων τῶν αἰώνων»[4].
Μετά τόν παραπάνω σχολιασμό τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας, μπορεῖ ὁ καθένας νηφαλίως καί ὀρθοδόξως σκεπτόμενος νά ἀντιληφθεῖ πόσο «ἀπόλυτα θεολογικό – ἐκκλησιολογικό κείμενο» εἶναι τό Κείμενο τῆς Ραβέννας καί πόσο «ἀποτελεῖ μία οὐσιαστική συμβολή στήν ὅλη πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, παρά τίς ὅποιες ἐνστάσεις, ἐπιφυλάξεις, ἤ ὑπερβολικές παρερμηνεῖες, οἱ ὁποῖες τόσο βεβιασμένα ἔχουν ἐξαχθεῖ μέχρι σήμερα, ἀλλά καί στήν ὅλη ἐκκλησιολογική προβληματική τοῦ συγκεκριμένου Διαλόγου», ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος.
Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
Ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ἱσχυρίζεται στό κείμενό του ὅτι «ὁποιαδήποτε ἐνδοεκκλησιαστική τάση ἀνάπτυξης τῆς θεωρίας ὅτι «ὁ πιβεβλημένος σωτήριος, κανονικός καί ἁγιοπνευματικός δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικοῦ καί λαϊκοῦ, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται, συνυπεύθυνοι καί συγκοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί τῆς πλάνης», εἶναι ὡς προτάσεις, ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτες, οἱ ὁποῖες αὐτόματα συνεπάγονται καί τήν ἐκκλησιαστική αὐτονόμηση, μέκανονικές συνέπειες».
Μέ τόν παραπάνω ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμό καί μέ ἀπειλές περί κανονικῶν συνεπειῶν, ὁ Σεβ.    κ. Χρυσόστομος καταδεικνύει τό πόσο πολύ φοβᾶται τήν ἀντίδραση κλήρου καί λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱεροκανονικά κατοχυρωμένος, μέ βάση τόν ιε΄ Ἱερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄Συνόδου ἐπί Μ. Φωτίου (861), νά ἀσκήσει προαιρετικά καί δυνητικά τό δικαίωμα νά διακόψει τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου του, ὁ ὁποῖος δημοσία καί γυμνῆ τῆ κεφαλῆ κηρύσσει καί διδάσκει ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεση, κατεγνωσμένη ἀπό ἅγιες Συνόδους καί Πατέρες.  
Ὁ ιε΄ Ἱερός Κανών διορίζει ἐπακριβῶς ὅτι : «Τά ὁρισθέντα περί πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν πολλῷ μᾶλλον ἐπί Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καί μή ἀναφέροι τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῆ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσοι · τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι εἴ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, και σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω Ἱερό Κανόνα, ἀναφέρει : «Ἑκεῖνα ὁποῦ οἱ ἀνωτέρω Κανόνες (ιγ’ καί ιδ’) ἐδιώρισαν περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά αὐτά διορίζει, καί πολλῶ μᾶλλον, ὁ παρών Κανών, περί Πατριαρχῶν, λέγων ὅτι, ὅστις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤθελε χωρισθῆ ἀπό τήν συγκοινωνίαν τοῦ Πατριάρχου αὐτοῦ, καί δέν μνημονεύη τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό σύνηθες (ὁ Μητροπολίτης δηλ. μόνος˙ ὁ γάρ Πρεσβύτερος τοῦ Ἐπισκόπου του τό ὄνομα μνημονεύει, ὁ δέ Ἐπίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου του) πρό τοῦ νά φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν εἰς τήν Σύνοδον καί παρά τῆς Συνόδου αὐτός νά κατακριθῆ˙ οὖτοι, λέγω, πάντες νά καθαίρωνται παντελῶς, οἱ μέν Ἐπίσκοποι καί Μητροπολῖται, πάσης Ἀρχιερατικῆς ἐνεργείας, οἱ δέ Πρεσβύτεροι, πάσης Ἱερατικῆς. Πλήν ταῦτα μέν νά γίνωνται, ἐάν δι’ ἐγκλήματα τινά, πορνείαν θετέον ἱεροσυλίαν καί ἄλλα, χωρίζονται οἱ Πρεσβύτεροι ἀπό τούς Ἐπισκόπους των, οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς Μητροπολίτας των, καί οἱ Μητροπολίτες ἀπό τούς Πατριάρχας των». Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀγκαλά καί ὁ λα΄ Ἀποστολικός ἀνεύθυνον κρίνει καί τόν χωριζόμενον, ἐάν γνωρίζει αὐτόν καί ἄδικον». Ἐάν δέ οἱ ρηθέντες πρόεδροι ἦναι αἱρετικοί καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία… (Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀπό τόν λόγον τοῦτον τοῦ Κανόνος φαίνεται ὅτι δέν πρέπει τινάς νά χωρίζηται, κατά τον Βαλσαμῶνα, ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν του, ἐάν αὐτός ἔχη μέν καμμίαν αἵρεσιν, τήν φυλάττει, ὅμως, εἰς τό κρυπτόν καί δέν τήν κηρύττει˙ τυχόν γάρ αὐτός πάλιν ἀφ’ἑαυτοῦ μετά ταῦτα νά διορθωθῆ») …καί διά τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένη ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν»[5].
Ὁ παραπάνω Ἱερός Κανῶν εἶναι σύμφωνος καί μέ ἄλλους Ἱερούς Κανόνες Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ὁ λα΄ Ἀποστολικός, ὁ στ΄ τῆς ἐν Γάγγρα Τοπικῆς Συνόδου (340), ὁ ε’ τῆς ἐν Ἀντιοχεία Τοπικῆς Συνόδου (341), οἱ ι΄, ια΄ και ζβ΄ τῆς ἐν Καρθαγένη Τοπικῆς Συνόδου (419), ὁ ιη’ τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (451), οἱ λα΄ καί λβ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου (691), καί οἱ ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861).
Ἀλήθεια, ἀπό ποῦ συμπεραίνει ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ὅτι «ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται, συνυπεύθυνοι καί συγκοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί τῆς πλάνης, εἶναι ὡς προτάσεις, ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτες, οἱ ὁποῖες αὐτόματα συνεπάγονται καί τήν ἐκκλησιαστική αὐτονόμηση, μέ κανονικές συνέπειες»;
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ὑποστηρίζει στό κείμενό του ὅτι «οἱ ἔνθερμοι συντάκτες «Ὁμολογιῶν πίστεως» δέν εἶναι δυνατόν νά δροῦν ὡς αὐτονομημένα ἄτομα ἤ ἐκκλησιαστικές μονάδες, μάλιστα ἐν ονόματι "Λαοῦ τοῦ Θεοῦ", ἐρήμην τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἐπί τῆ βάσει κριτηρίων τῆς λεγομένης λαϊκῆς τους ἔκφρασης, "ἐνσυνειδήτως" ἤ ἀσυνειδήτως, ἤ τῆς ἀποκλειστικότητας μιᾶς ἀόρατης αὐθεντίας, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ὅτι ἐκφράζουν τήν ἀπόλυτη "ἐκκλησιαστική συνείδηση"».
Εἶναι πασιφανῆς ἐδῶ ἡ ἐπίθεση τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου ἐναντίον τοῦ θεολογικῶς, δογματικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς ἄψογου κειμένου τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», τῶν συντακτῶν αὐτῆς καί τῶν ὑπογραψάντων αὐτήν.
Ὑπενθυμίζουμε στόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο ὅτι τό κείμενο τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» συντάχθηκε ἀπό τήν γνωστή «Σύναξη Ὀρθοδόξων κληρικῶν καί μοναχῶν», ὡς ἔκφραση τῆς καλῆς ἀνησυχίας καί ἀγωνίας τους γιά ὅσα συμβαίνουν στόν χῶρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὀρθῶς χαρακτηρίσθηκε ὡς παναίρεση, ὡς ἡ χειρότερη αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν. Δέν ἔχει πολεμικό χαρακτήρα καί σχισματικές τάσεις. Ὅσοι τήν συνέταξαν καί τήν ὑπογράφουν, ἀρχιερεῖς, λοιποί κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὑπαγόμενοι σέ κανονικές ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες. Ἐπιδιώκουν μέ νηφάλιο καί θετικό θεολογικό λόγο νά ἐπισημάνουν τούς κινδύνους ἀπό τήν ἐπί δεκαετίες σταδιακή ἐξάπλωση καί τωρινή ἐμπέδωση τῆς συγκρητιστικῆς καί καταστροφικῆς αὐτῆς διδασκαλίας, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ τό δόγμα τῆς μοναδικῆς ἐν τῷ κόσμω σωτηριώδους ἀποκαλύψεως καί οἰκονομίας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς καί τῆς ἐν συνεχεία συνεχίσεως καί πραγματώσεως τοῦ σωτηριώδους αὐτοῦ ἔργου ἀπό τήν Μία καί μοναδική, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, διά τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτῆ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὄχι ἀπό τίς ποικίλες αἱρέσεις καί πλάνες, τίς ὁποῖες διαχρονικά κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία διά συνόδων καί διά τῆς συμφωνίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, μεταξύ αὐτῶν δέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό.
Ἡ σύνταξη «Ὁμολογιῶν Πίστεως» εἶναι παραδεδομένη καί καθιερωμένη πρακτική στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐμφανίζεται νέα αἵρεση, πού δημιουργεῖ σύγχυση εἰς τά τῆς πίστεως, οἱ ποιμένες κάθε ἐποχῆς, ἐπιβεβαιοῦντες ὅσα κατά τήν χειροτονία τους ὑποσχέθηκαν, προβαίνουν στήν σύνταξη ὁμολογιῶν, γιά νά περιχαρακώσουν καί ὁριοθετήσουν τήν δική τους πίστη, ὥστε νά διακρίνεται ἀπό τή πλάνη τῶν αἱρετικῶν, καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά προφυλάξουν τούς πιστούς ἀπό τήν λύμη τῆς κακοδοξίας. Ἡ κατ' ἐξοχήν «Ὁμολογία Πίστεως», τό γνωστό «Πιστεύω», συντάχθηκε γιά νά ἀντιμετωπίσει τίς αἱρέσεις τῶν Ἀρειανῶν καί τῶν Πνευματομάχων. Μολονότι δέ πανηγυρικά ἀπαγγέλλεται ἀπό τόν βαπτιζόμενο διά τοῦ ἀναδόχου κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, ἐν τούτοις ἐπαναλαμβάνεται πάλιν καί πολλάκις κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τοῦ νυχθημέρου.
Ἡ σύνταξη νέων «Ὁμολογιῶν Πίστεως» ἐπιβάλλεται καί ἀπό τόν σεβασμό στίς ἀποφάσεις τῶν συνόδων νά τηρηθεῖ ἀπολύτως ἀναλλοίωτο μέχρι καί μίας συλλαβῆς τό «Πιστεύω»· γι' αὐτό καί σημαντικές μεταγενέστερες δογματικές διατυπώσεις δέν προστέθηκαν, ὅπως ἡ διδασκαλία περί τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου, πράγμα πού δέν τήρησαν ὁ Παπισμός καί ἐξ αὐτοῦ ὁ Προτεσταντισμός μέ τήν προσθήκη τοῦ filioque εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἄν, λοιπόν, δέν συντάσσονταν νέες «Ὁμολογίες Πίστεως», πολλές νέες αἱρέσεις δέν θά καταδικάζονταν.
Ἡ ἐκκλησιαστική γραμματεία εἶναι γεμάτη ἀπό «Ἐκθέσεις ἤ Ὁμολογίες Πίστεως», ἀπό τίς ὁποῖες ἐνδεικτικῶς ὑπενθυμίζουμε μερικές : «Βραχεία Ἔκθεσις Πίστεως» τοῦ Μ. Ἀθανασίου· «Ἔκθεσις Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου· «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ πάπα Γρηγορίου Β'· «Ἔκθεσις Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμάσκηνου·  «Ὁμολογία Ὀρθοδόξου Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ· «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ· «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ πατριάρχου Γενναδίου Β΄ Σχολαρίου· «Ὁμολογία Πίστεως» Μητροφάνους Κριτοπούλου, πατριάρχου Ἀλεξανδρείας· «Ὀρθόδοξος Ὁμολογία» Πέτρου Μογίλα, μητροπολίτου Κιέβου· «Ὁμολογία Πίστεως»Δοσιθέου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Ἡ συνοδική λειτουργία κατά τήν ὀρθή της ἔννοια περιλαμβάνει ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν πρῶτο μεταξύ τῶν ἐπικόπων μέχρι τόν τελευταῖο πιστό. Ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», μαζί μέ τό πλῆθος τῶν ὑπογραφόντων λαϊκῶν, συμμετέχουν κατά χρέος στήν διαμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως γιά τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἐλπίζουν ὅτι τό σῶμα τῶν ἐπισκόπων θά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του καί θά προχωρήσει καί στήν ἐπίσημη συνοδική καταδίκη του[6].
῾Η «῾Ομολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», πού συνέταξε ἡ «Σύναξη ᾿Ορθοδόξων κληρικῶν καί μοναχῶν» το 2009, ἀφοῦ δημοσιεύθηκε στόν «᾿Ορθόδοξο Τύπο», σέ διάφορες ἱστοσελίδες τοῦ Διαδικτύου καί στήν «Θεοδρομία», ἐξακολουθεῖ νά βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τοῦ θεολογικοῦ ἐνδιαφέροντος. ῎Εχει ἐκτυπωθῆ σέ χιλιάδες ἀντιτύπων καί διανέμεται στούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι σπεύδουν ὄχι ἁπλῶς πρόθυμα, ἀλλά μέ ἐνθουσιασμό καί μέ αἰσθήματα ἀνακουφίσεως νά προσυπογράψουν τό περιεχόμενό της. ᾿Αρκετοί κληρικοί τήν ξανατυπώνουν μέ δικά τους ἔξοδα καί πολλαπλασιάζουν τήν κυκλοφορία της. Μεταφράσθηκε στά ᾿Αγγλικά καί στά Ρουμανικά μέ προσωπική πρωτοβουλία πιστῶν. ᾿Αμέσως μάλιστα ὁ ἀδίκως καί ἀντικανονικῶς καθαιρεθείς Σέρβος ἐπίσκοπος Ράσκας καί Πριζρένης κ. ᾿Αρτέμιος, τήν τύπωσε σέ σχετικό τευχίδιο καί τήν κυκλοφορεῖ στά Σερβικά.
Κυριολεκτικά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα ἀγκάλιασε τό ὁμολογητικό αὐτό κείμενο, ὅπως ἀγκάλιασε στό γνωστό θαῦμα ἡ ῾Αγία Εὐφημία τόν τόμο τῶν ᾿Ορθοδόξων Πατέρων τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί πέταξε στά πόδια της τόν τόμο τῶν Μονοφυσιτῶν, ὑπογράφοντας καί ἐπικυρώνοντας τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί καταδικάζοντας τόν Μονοφυσιτισμό, μετριοπαθῆ καί ἀκραῖο τῶν Σεβήρου καί Εὐτυχοῦς· καταδικάζουν καί ἀπορρίπτουν ὅμοια οἱ πιστοί, ὅπως ἡ ῾Αγία Εὐφημία, τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν χειρότερη καί πιό ἐπικίνδυνη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων.
Χωρίς κανένα δισταγμό ἐφαρμόζουμε στή σημερινή ἐκκλησιαστική κατάσταση τή φράση τοῦ ἀπολυτικίου τῆς ῾Αγίας Εὐφημίας καί ὀνομάζουμε τούς Οἰκουμενιστάς κακοδόξους· δέν εὐφράνθηκαν ἀπό τήν «῾Ομολογία πίστεως κατά του Οἰκουμενισμοῦ», ἀλλά ἐνοχλήθηκαν, ἐστενοχωρήθησαν, κατῃσχύνθησαν.
Τήν «῾Ομολογία» ὑπογράφουν περίπου 25.000 κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, ἀνάμεσα στούς ὁποίους καί ἀρκετοί Σεβ. Μητροπολῖτες, ὅπως ὁ Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ, ὁ Αἰτωλοακαρνανίας κ.κ. Κοσμᾶς, ὁ Κυθήρων κ.κ. Σεραφείμ, ὁ  Ἀντινόης κ.κ. Παντελεήμων, ὁ ἀδίκως καί ἀντικανονικῶς καθαιρεθείς Σέρβος ἐπίσκοπος Ράσκας καί Πριζρένης κ.κ. ᾿Αρτέμιος, ὁ Νευροκοπίου κυρός Ναθαναήλ, πολλοί ἡγούμενοι Ἁγιορειτικῶν Μονῶν, πολλοί ἀρχιμανδρίτες ἡγούμενοι Μονῶν, πρωτοπρεσβύτεροι, ἱερομόναχοι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, μοναχοί, μοναχές, θεολόγοι κ.ἄ. Οὕτως ἤ ἄλλως ἡ «῾Ομολογία» εἶναι ὁμολογία, εἶναι ἔργο καί πράξη θεάρεστη, δέν εἶναι ἁπλᾶ λόγια καί χαρτοπόλεμος. Εἶναι πράξη παρρησίας καί θάρρους μέ πολύ προσωπικό κόστος, μέ κατασυκοφάντηση ὅσων πρωτοστατοῦν καί μέ ἀπειλές ἐναντίον τους[7].




[1]ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ὁ Παπισμός ὡς ἐκκλησιολογικό πρόβλημα (μέ ἀναφορά στό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας)», Πρακτικά Θεολογικῆς Ἡμερίδος με θέμα «Πρωτεῖον», Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεύς 2011, σ. 43.
[2]Πορίσματα Θεολογικῆς Ἡμερίδος μέ θέμα «Πρωτεῖον», Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεύς 2011, σσ. 197-201. http://www.imp.gr/Nea.htm, http://www.impantokratoros.gr/porismata-hmerida.el.aspx
[3]Σχ. βλ. τό κείμενο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας κατά τή συνεδρία της στίς 25-26/12/2013, Πρακτικά Νο 157, http://www.romfea.gr/epikairotita/21314-2013-12-28-09-58-36.
[4] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα 2009, σσ. 13-14.
[5]ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 358.
[6]http://www.impantokratoros.gr/C692689D.el.aspx
[7]ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ὁμολογία Πίστεως˙ Ηὔφρανε τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνε τούς κακοδόξους», ΘεοδρομίαΙΑ2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2009) 163-175.