Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ προς τον Πρωτοπρεσβύτερον Γεώργιον Τσέτσην για τον εορτασμό της Η΄ και Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου

Πειραιεύς 30 Ἰανουαρίου 2014
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
πάντησις στόν Αδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερον το Οκουμενικο Θρόνου π. Γεώργιον Τσέτσην.

Ἐπειδή δημοσίως ὁ Αἰδεσιμ. Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου π. Γεώργιος Τσέτσης ἐγνωσμένος διά τήν εὑρυμάθεια καί τό πολυτάλαντο τῆς προσωπικότητός του κατέκρινε τήν κανονική ἀπόφαση πού ἔλαβα ὡς κυρίαρχος Ποιμενάρχης τῆς Μητροπολιτικῆς μου Περιφερείας νά τιμηθοῦν ἐκκλησιαστικῶς αἱ ὄντως Οἰκουμενικαί Σύνοδοι τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐν Κωνσταντινουπόλει συνελθοῦσες κατά τά ἔτη 880 καί 1351 ὀφείλω δημοσίως νά ἀπαντήσω στόν πολυτίμητο καί πεφιλημένο ἀδελφό.
Χρεωστῶ ἰδιαιτέρα εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία στόν Αἰδεσιμ. π. Γεώργιο διότι ἀποκαλύπτει ἐναργέστατα τούς λόγους πού παρεμποδίζουν τήν τυπική ἀνακήρυξη τῶν δύο Οἰκουμενικῶν αὐτῶν Συνόδων πανορθοδόξως
καθώς καί τούς λόγους πού προκάλεσαν τήν παρά τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀρχειοθέτηση τῶν ὑπό τῆς ΔΙΣ ψηφισθέντων ὡς θεμάτων τῆς τακτικῆς συγκλίσεως τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τοῦ 2011 διά τή ὑποβολή προτάσεως τυπικῆς ἀναγνωρίσεως ὑπό τῆς μελλούσης νά συνέλθει Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς Οἰκουμενικῆς περιωπῆς καί ἀξίας τῶν ὄντως Οἰκουμενικῶν Συνόδων τοῦ 880 καί 1351.

Εἶναι προφανές καί πρόδηλο ὅτι ἡ μή τυπική ἀναγνώριση γίνεται γιά νά μή «λυπηθοῦν» οἱ ἀντιθέως καί δαιμονιωδῶς καθυβρίζοντες τούς Ἁγίους προεξάρχοντας τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων Ἱερό καί Μέγα Φώτιο καί Ἅγιο Γρηγόριο Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης τόν Παλαμᾶ ὡς δῆθεν αἱρεσιάρχας ὅπως αὐταποδείκτως προκύπτει ἀπό τήν «Δογματική διδασκαλία» τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς παρασυναγωγῆς.
Ἡ ἔλλειψις ἐπιχειρημάτων κατά τῆς οἰκουμενικότητος τῶν δύο Συνόδων ἀναγκάζει τόν σεβαστό καί λόγιο π. Γεώργιο νά προβάλει συνωμοσιολογικά σενάρια γιά δῆθεν προσπάθεια διακοπῆς τοῦ διεξαγομένου ἀκάρπως ἐπί 33 χρόνια θεολογικοῦ διαλόγου μετά τῶν Ρ/Καθολικῶν, διάλογο τόν ὁποῖο ὁ ἐπί 20ετία διατελέσας συμπρόεδρος αὐτοῦ Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Στυλιανός χαρακτήρισε ὡς «ἀνόσιο παίγνιο» καί νά ἀποπειρᾶται μέ σοφιστεῖες τύπου: «άλλο πράγμα είναι ένας Επίσκοπος, ένας Θεολόγος Καθηγητής ή ένας θεολογών πιστός, να αναγνωρίζει τον οικουμενικό χαρακτήρα και την οικουμενική διάσταση των δύο Συνόδων, και έτερο, να τις απαριθμεί και να τις κατατάσσει, άνευ Συνοδικής διαγνώμης, στην χορεία των μέχρι τούδε γνωστών και Πανορθοδόξως αναγνωρισμένων Οικουμενικών Συνόδων»νά καλύψει τήν πρόδηλη θεολογική ἀδυναμία του γιά τήν κατάδειξι τῆς δῆθεν ἀντικανονικῆς ἐνεργείας  μου.
Ἐρωτᾶται ὅμως ὁ ἀγαπητός συμπρεσβύτερος ἐν Κυρίῳ: Πρός χάρι τῶν κακοδόξων ὑβριστῶν τῶν ἁγίων πού στό πρόσωπό τους ὑβρίζουν τόν Ἁγιάσαντα καί Θεώσαντα αὐτούς Πανάγιο Θεό ἐφ’ ὅσον εἶναι γνωστό ὅτι μόνο ἁγιότης τοῦ Θεοῦ ὑφίσταται ὡς ἄκτιστος ἐνέργειά Του στήν ὁποία μετέχομε κατά χάρι καί κατά τήν δεκτικότητά μας οἱ ἄνθρωποι, θά ἀρνηθοῦμε τήν τιμή καί τήν εὐλάβεια πρός τούς ὑποπτέρους αὐτούς ἀετούς τῆς πίστεως πού ἐδογμάτισαν ἑπόμενοι τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Ἁγίων 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων;
Θά ἀνεμέναμε ἀπό ἕναν ὄντως ἐμπνευσμένο Κληρικό, πού τιμᾶ τό Πάνσεπτο Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως νά ἐπιχειρήσει νά ἀντικρούσει τάς ἐπί τοῦ θέματος ἐξαιρέτους καί οὐσιώδεις εἰσηγήσεις τῶν ὁρισθέντων Σεβ. εἰσηγητῶν Μητροπολιτῶν Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.κ. Ἱεροθέου καί Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ.κ. Ἱερεμίου πού ἔχουν δημοσιοποιηθεῖ στό διαδίκτυο ὡς καί τά παραθέματα ἐγνωσμένου κύρους Πανεπιστημιακῶν διδασκάλων πού πρός χάριν τῶν ἀναγνωστῶν ἐπαναδημοσιοποιοῦμε γιά νά τεκμηριώσει τό κείμενό του καί τήν ἰδική μου ἀντικανονική ἐνέργεια.

1. Περί τῆς Η΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:

Πρακτικά Συνόδου
«...Πάν­τες οὕ­τω φρο­νοῦ­μεν, οὕ­τω πι­στεύ­ο­μεν, ἐν ταύ­τῃ τῇ ὁ­μο­λο­γί­ᾳ ἐ­βα­πτί­σθη­μέν τε καί τοῦ ἱ­ε­ρα­τι­κοῦ βαθ­μοῦ ἠ­ξι­ώ­με­θα. Τούς ἑ­τέ­ρως δέ πα­ρά ταῦ­τα φρο­νοῦν­τας ὡς ἐ­χθρούς Θε­οῦ καί τῆς ἀ­λη­θεί­ας ἡ­γού­με­θα. Εἴ τις πα­ρά τοῦ­το τό ἱ­ε­ρόν σύμ­βο­λον τολ­μή­σει ἕ­τε­ρον ἀ­να­γρά­ψα­σθαι ἤ προ­σθεῖ­ναι ἤ ὑ­φε­λεῖν, καί ὅ­ρον ὀ­νο­μά­σαι ἀ­πο­θρα­συν­θεί­η,κα­τά­κρι­τος καί πά­σης ὁ­μι­ο­λο­γί­ας χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­πό­βλη­τος. Τό γάρ ἀ­φαι­ρεῖν ἤ προ­σθεῖ­ναι ἀ­τε­λῆ τήν εἰς τήν ἁ­γί­αν καί ὁ­μο­ού­σιον καί ἀ­δι­αί­ρε­τον Τριά­δα μέ­χρι τῆς σή­με­ρον ἀ­νέ­κα­θεν ὁ­μο­λο­γί­αν δεί­κνυ­σιν‧ ἀ­πο­στο­λι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως καί τῆς τῶν πα­τέ­ρων δι­δα­σκα­λί­ας κα­τα­γι­νώ­σκει. Εἴ τις τοί­νυν εἰς τοῦ­το ἀ­πο­νοί­ας ἐ­λά­σας τολ­μή­σει, ... ἕ­τε­ρον ἐκ­θέ­σθαι σύμ­βο­λον καί­ ὅ­ρον ὀ­νο­μά­σαι, ἤ προ­σθή­κην ἤ ὑ­φαί­ρε­σιν ἐν τῷ πα­ρα­δε­δο­μέ­νῳ ἡ­μῖν πα­ρά τῆς ἁ­γί­ας καί οἰ­κου­με­νι­κῆς ἐν Νι­καί­ᾳ τό πρῶ­τον με­γά­λης Συ­νό­δου ποι­ῆ­σαι, ἀ­νά­θε­μα ἔ­στω». (Δο­σι­θέ­ου Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, Τό­μος Χα­ρᾶς, ἐκδ. Βασ. Ρη­γό­που­λου, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1995, σελ. 379,380)

«... Πρέ­πον ἐ­στί με­τά πά­σης τῆς γε­νο­μέ­νης ἀ­πο­δο­χῆς καί ἑ­νώ­σε­ως τῆς τῶν Ρω­μαί­ων Ἐκ­κλη­σί­ας,διά με­σι­τεί­ας τοῦ ἁ­γι­ω­τά­του ἡ­μῶν πα­τριά­ρχου Φω­τί­ου,καί ἐ­πί τῇ ὑ­πο­θέ­σει ταύ­τῃ συμ­φω­νῆ­σαι ἡ­μῖν... Καί ὁ μή οὕ­τω φρο­νῶν καί ὀ­νο­μά­ζων τήν ἁ­γί­αν καί οἰ­κου­με­νι­κήν ἐν Νι­καί­ᾳ τό δεύ­τε­ρον ἑβ­δό­μην σύ­νο­δον, ὡς καί ὁ θε­ο­σε­βέ­στα­τος πρε­σβύ­τε­ρος καί καρ­δι­νά­λιος προ­εῖ­πεν, ἔ­στω ἀ­νά­θε­μα». (Τά Δογ­μα­τι­κά καί Συμ­βο­λι­κά Μνη­μεῖ­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἰ­ω. Καρ­μί­ρη, Τό­μος 1, σελ. 227)

«...οὕς μέν­τοι Φώ­τιος ὁ ἁ­γι­ώ­τα­τος ἡ­μῶν πα­τριά­ρχης κλη­ρι­κούς ἤ λα­ϊ­κούς ἤ τοῦ ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κοῦ καί ἱ­ε­ρα­τι­κοῦ τάγ­μα­τος ἐν οἱ­ᾳ­δή­πο­τε πα­ροι­κί­ᾳ ὑ­πό ἀ­φο­ρι­σμόν ἤ κα­θαί­ρε­σιν ἤ ἀ­να­θε­μα­τι­σμόν ποι­ή­σει, ἵ­να ἔ­χῃ αὐ­τούς καί ὁ ἁ­γι­ώ­τα­τος πά­πας Ἰ­ω­άν­νης καί ἡ ­κα­τ’­αὐ­τόν ἁ­γί­α τοῦ Θε­οῦ τῶν Ρω­μαί­ων  Ἐκ­κλη­σί­α ἐν τῷ αὐ­τῷ τῆς ἐ­πι­τι­μί­ας κρί­μα­τι, μη­δέν τῶν προ­σόν­των πρε­σβεί­ων‧ τῷ ἁ­γι­ω­τά­τῳ θρό­νῳ τῆς Ρω­μαί­ων Ἐκ­κλη­σί­ας μη­δέ τῷ ταύ­της προ­έ­δρῳ τό σύ­νο­λον και­νο­το­μου­μέ­νων μη­δέ νῦν μή­τε εἰς τό με­τέ­πει­τα». (Τά Δογ­μα­τι­κά καί Συμ­βο­λι­κά Μνη­μεῖ­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἰ­ω. Καρ­μί­ρη, Τό­μος 1, σελ. 228)

«Ὅ­τι μέν ἀ­γα­θόν τέ­λος τά πα­ρ’ ἡ­μῶν πρα­χθέν­τα ἐ­δέ­ξα­το, κἄν ἡ­μεῖς σι­ω­πή­σο­μεν, οἱ λί­θοι κε­κρά­ξον­ται. Καί ὁ μή στοι­χῶν τοῖς πα­ρά τῆς ἁ­γί­ας ταύ­της καί οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου πρα­χθεῖ­σι, κε­χω­ρι­σμέ­νος ἔ­σται τῆς ἁ­γί­ας καί ὁ­μο­ου­σί­ου Τριά­δος». (Τό­μος Χα­ρᾶς, σελ. 367)

«... διό τόν ἐξ ἀρ­χῆς τῆς πί­στε­ως ὅ­ρον πό­θῳ θεί­ῳ καί δι­α­νοί­ας εὐ­θύ­τη­τι ἡ ἁ­γί­α καί οἰ­κου­με­νι­κή αὕ­τη Σύ­νο­δος ἐν­στερ­νι­ζο­μέ­νη τε καί θει­ά­ζου­σα, καί τό τῆς σω­τη­ρί­ας στε­ρέ­ω­μα ἐν αὐ­τῷ θε­με­λι­οῦ­σά τε καί ἀ­νε­γεί­ρου­σα, οὕ­τω φρο­νεῖ καί κη­ρύσ­σειν πᾶ­σιν ἐκ­βο­ᾷ». (Δο­σι­θέ­ου, Τό­μος Χα­ρᾶς, σελ. 378)

«Εὐ­λο­γη­τός ὀ Θε­ός, ὅ­τι οὕ­τως αἱ γνῶ­μαι καί θε­λή­σεις πάν­των τῶν ἁ­γι­ω­τά­των πα­τρια­ρχῶν εἰς ἕν συ­νῆλ­θον, καί διά τῆς κοι­νῆς ὁ­μο­νοί­ας καί εἰ­ρή­νης εἰς ἀ­γα­θόν τέ­λος κα­τέ­λη­ξε πάν­τα τά πα­ρά τῆς ἁ­γί­ας καί οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ἐ­ναρ­χθέν­τα τε καί πρα­χθέν­τα». (Τά Δογ­μα­τι­κά καί Συμ­βο­λι­κά Μνη­μεῖ­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἰ­ω. Καρ­μί­ρη, Τό­μος 1, σελ. 367)


γιος Νεκτάριος Πενταπόλεως
Ἡ Η΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος ἔ­χει τήν ἑ­ξῆς με­γά­λην σπου­δαι­ό­τη­τα ὅ­τι ἐ­κύ­ρω­σε τόν ὅ­ρον τῆς Α΄ καί Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς συ­νό­δου καί πε­ρι­ε­φρού­ρη­σε τήν ὁ­μο­λο­γί­αν τῆς πί­στε­ως, πε­ρι­χα­ρα­κώ­σα­σα αὐ­τήν διά νέ­ου ὀ­χυ­ροῦ χα­ρα­κώ­μα­τος ὅ­πως δι­α­τε­λῇ ἀ­πρόσ­βλη­τος, ἀ­φώ­ρι­σε δέ καί ἀ­νε­θε­μά­τι­σε τούς ἄλ­λο τι πα­ρά τοῦ­το φρο­νοῦν­τας, καί μή τοῦ­το κοι­νόν σύμ­βο­λον ὁ­μο­λο­γοῦν­τας καί ἀ­πε­κα­τέ­στη­σε με­τα­ξύ ἀ­να­το­λῆς καί δύ­σε­ως τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κήν εἰ­ρή­νην καί ἑ­νό­τη­τα. Ἐν τῇ συ­νό­δῳ ταύ­τῃ ἀ­νε­γνω­ρί­σθη ἡ ἰ­σό­της τῶν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῶν ἀ­ξι­ω­μά­των τῶν ἐ­πι­σκό­πων Ρώ­μης καί Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως καί τό ἀ­πό­λυ­τον κῦ­ρος τῶν οἰ­κου­με­νι­κῶν συ­νό­δων εἰς ὅ ὑ­πέ­κυ­ψε καί ὁ Πά­πας ἀ­να­γνω­ρί­σας τἀς ἀ­πο­φά­σεις αὐ­τῆς. Ἐν τῇ συ­νό­δῳ ταύ­τῃ ὁ Φώ­τιος κα­τή­γα­γε θρί­αμ­βον, δι­ό­τι ἐν αὐ­τῇ ἐ­στέ­φθη­σαν οἱ ὑ­πέρ τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς ἀ­να­το­λῆς ἀ­γῶ­νες αὐ­τοῦ διά πλή­ρους ἐ­πι­τυ­χί­ας καί ἐ­βα­σί­λευ­σεν ἡ ἀ­λή­θεια τῆς ὀρ­θο­δο­ξί­ας ὑ­πέρ ἧς το­σοῦ­τον ἐ­μό­χθη­σεν. (Ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου, Με­λέ­τη Ἱ­στο­ρι­κή πε­ρί τῶν αἰ­τι­ῶν τοῦ σχί­σμα­τος, Τό­μος Α΄, ἐκδ. Νε­κτ. Πα­να­γό­που­λου 288-289)



Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός
­πάρ­χει ­μως καί  8η Οκ. Σύ­νο­δος. Ε­ναι  Σύ­νο­δος το 879, ­πί Μ. Φω­τί­ου.  γνω­στός δογ­μα­το­λό­γος καί δά­σκα­λός μας,  ­ω­άν­νης Καρ­μί­ρης, στήν Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή ­θη­νν, ­λε­γε ­τι  Σύ­νο­δος το 879 ­πί Μ. Φω­τί­ου, ε­ναι  τε­λευ­ταί­α πρό το Σχί­σμα­τος Γε­νι­κή Σύ­νο­δος τς ρ­χαί­ας κ­κλη­σί­ας, μέ ­λα τά γνω­ρί­σμα­τα Οκ. Συ­νό­δου.  Σύ­νο­δος α­τή κα­τα­δι­κά­ζει τήν δυ­τι­κή λ­λο­τρί­ω­ση ες τήν δι­α­τύ­πω­ση το F­i­l­i­o­q­ue, τς κ­πο­ρεύ­σε­ως δη­λα­δή το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ­χι μό­νο ­πό τόν Πα­τέ­ρα, ­πως  Χρι­στός μας τό λέ­ει στό 15,26 το κα­τά ­ω­άν­νην Ε­αγ­γε­λί­ου -« πα­ρά το Πα­τρός κ­πο­ρεύ­ε­ται»- λ­λά καί «κ το Υ­ο».
 8η Οκ. Σύ­νο­δος ε­ναι  σύ­νο­δος το 879,  ­ποί­α κα­τα­δι­κά­ζει τό  F­i­l­i­o­q­ue, τήν προ­σθή­κη τς φρά­σε­ως α­τς ες τό Σύμ­βο­λον καί κυ­ρί­ως ­κεί­νους πού ε­σή­γα­γαν στό Σύμ­βο­λον α­τή τήν προ­σθή­κη, δη­λα­δή τόν φραγ­κι­κό κό­σμο καί τήν ­γε­σί­α του.

Καθηγητής Β. Φει­δς
" Ἐξ ἅ­παν­τος τρό­που ὀ­φεί­λει ὁ τῆς Νι­καί­ας συ­νό­δου Ὅ­ρος, ὅν καί αἱ λοι­παί ἅ­γιαι καί οἰ­κου­με­νι­καί σύ­νο­δοι ἐ­πε­κύ­ρω­σάν τε καί ἐ­πῳ­κο­δό­μη­σαν, τοῦ­τον καί ἐν ταύ­τῃ τῇ με­γά­λῃ καί οἰ­κου­με­νι­κῇ συ­νό­δῳ ἀ­να­γνω­σθῆ­ναι".
(Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμος Β΄, σελ. 133)

Ὁ Καθηγητής ­ω. Καρ­μί­ρης ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἡ Σύ­νο­δος "αὕ­τη ἀ­πο­τε­λε­σθεῖ­σα ἐκ 383 Πα­τέ­ρων ἀ­να­το­λι­κῶν τε καί δυ­τι­κῶν, ἐκ­προ­σω­πούν­των τά πέν­τε ἀρ­χαῖ­α Πα­τρι­αρ­χεῖ­α, πα­ρου­σί­α­σε, καί κα­τ' αὐ­τόν τόν ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κόν θε­ο­λό­γον Hergenrother, τοι­οῦ­τον ἐ­πι­βλη­τι­κόν θέ­α­μα, οἷ­ον δέν πα­ρου­σιά­σθη ἀ­πό τῶν χρό­νων τῆς Δ΄ ἐν Χαλ­κη­δό­νι Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Διά τοῦ­το, ἐ­ξα­κο­λου­θῶν ὁ­μο­λο­γεῖ οὗ­τος, φέ­ρει ἡ Σύ­νο­δος αὕ­τη ἐ­ξω­τε­ρι­κῶς πάν­τα τά γνω­ρί­σμα­τα Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.Οὐ­δό­λως ἄ­ρα ἄ­πο­ρον, ὅ­τι ὡς ὀ­γδό­ην Οἰ­κου­με­νι­κήν ἐ­θε­ώ­ρουν αὐ­τήν οἱ Θε­ό­δω­ρος Βαλ­σα­μών, Νεῖ­λος Θεσ­σα­λο­νί­κης, Νεῖ­λος Ρό­δου, Συ­με­ών Θεσ­σα­λο­νί­κης, Μᾶρ­κος Ἐ­φέ­σου, Γεν­νά­διος Σχο­λά­ριος, Δο­σί­θε­ος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, Κων­σταν­τῖ­νος Οἰ­κο­νό­μος καί ἄλ­λοι: ἀλ­λά καί ἡ ἴ­δια Σύ­νο­δος ἐ­χα­ρα­κτή­ρι­σεν ἑ­αυ­τήν ὡς Οἰ­κου­με­νι­κήν πολ­λα­χοῦ ἐν τοῖς πρα­κτι­κοῖς αὐ­τῆς, ἔ­τι δέ ὁ Πα­τριά­ρχης Εὐ­θύ­μιος καί πολ­λοί ἄλ­λοι μέ­χρι τῶν συγ­χρό­νων ἡ­μῖν Χρυ­σο­στό­μου Πα­πα­δο­πού­λου, F. Dvornik καί ἄλ­λων".
("Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι", Δεσποίνης Δ. Κοντοστεργίου, ἐκδ. Πουρναρα, 1997, σελ. 275-297)

2. Περί τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:

Συνοδικός Τόμος
«α΄) Ἔ­στι δι­ά­κρι­σις με­τα­ξύ θεί­ας οὐ­σί­ας καί ἐ­νερ­γεί­ας‧ δι­ε­νη­νό­χα­σι δέ ἀλ­λή­λων καί τῶν μέν τήν θεί­αν ἐ­νέρ­γειαν με­τέ­χε­σθαι καί με­ρί­ζε­σθαι ἀ­με­ρί­στως, καί ὀ­νο­μά­ζε­σθαι καί νο­εῖ­σθαι καί πῶς, εἰ καί ἀ­μυ­δρῶς, ἐκ τῶν αὐ­τῆς ἀ­πο­τε­λε­σμά­των‧ τήν γε οὐ­σί­αν ἀ­μέ­θε­κτον εἶ­ναι καί ἀ­μέ­ρι­στον καί ἀ­νώ­νυ­μον εἶ­ναι, ὑ­πε­ρώ­νυ­μον δη­λο­νό­τι καί ἀ­πε­ρι­νό­η­τον παν­τε­λῶς.
β΄) Ἄ­κτι­στος ἐ­στιν ἡ θεί­α ἐ­νέρ­γεια.
γ΄) Οὐκ ἔ­στι σύν­θε­σιν τι­να τοῦ­το νο­μί­ζειν ἐ­πί Θε­οῦ.
δ΄) Ἡ θεί­α καί ἄ­κτι­στος ἐ­νέρ­γεια θε­ό­της πα­ρά τῶν ἁ­γί­ων προ­ση­γό­ρευ­ται.
ε΄) Τῆς θεί­ας ἐ­νερ­γεί­ας καί τῶν οὐ­σι­ω­δῶς πε­ρί αὐ­τήν θε­ω­ρου­μέ­νων ὑ­πέρ­κει­ται κα­τ’ οὐ­σί­αν Θε­ός.
στ΄) Ἀ­χώ­ρι­στον μέν ἴ­σμεν τήν οὐ­σί­αν καί τήν θεί­αν φυ­σι­κήν ἐ­νέρ­γειαν‧ οὐ γάρ πο­τέ ἐ­νέρ­γεια εἴ­η ἄν τῆς ἑ­αυ­τῆς οὐ­σί­ας χω­ρίς‧ πε­ρί μέν­τοι ἐξ ἀρ­χῆς ὑ­πό τοῦ Θε­οῦ δε­δη­μι­ουρ­γη­μέ­νων τίς οὐκ οἶ­δεν... ὅ­τι πᾶν δη­μι­ούρ­γη­μα τῆς ἐ­νερ­γεί­ας τοῦ δη­μι­ουρ­γή­σαν­τος, ἀλ­λ’ οὐ­χί τῆς οὐ­σί­ας με­τα­λαμ­βά­νει.
ζ΄) Τό φῶς τῆς τοῦ Κυ­ρί­ου με­τα­μορ­φώ­σε­ως ἄ­κτι­στον ἐ­στι».

πίσκοπος θανάσιος Γιέβτιτς:
«Νομίζομεν τι Σύνοδος τς Κωνσταντινουπόλεως πί γίου Γρηγορίου το Παλαμ τό 1351, κρίνοντας τολάχιστον βάσει το μεγάλου θεολογικο ργου της, δύναται καί ξίζει νά συναριθμται ες τάς Οκουμενικάς Συνόδους τς ρθοδόξου κκλησίας, τν ποίων δέν στερε ες τίποτε ς πρός τήν σωτηριολογικήν σημασίαν τς θεολογίας της. Σύνοδος ατη ποτελε τήν πόδειξιν τς συνεχείας τς συνοδικότητος τς ρθοδόξου κκλησίας καί τς ζώσης μπειρίας καί θεολογίας περί τς ν Χριστ σωτηρίας». (Στό βιβλίο του Χριστός - ρχή καί Τέλος, δρυμα Γουλανδρ-Χόρν, σελ. 195)

Καθηγητής Β. Φει­δς
Ἡ δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ τῆς ἀ­μέ­θε­κτης θεί­ας οὐ­σί­ας καί τῶν με­θε­κτῶν ἀ­κτί­στων θεί­ων ἐ­νερ­γει­ῶν ὑ­πῆρ­ξε ἡ θε­με­λι­ώ­δης γιά τήν ὀρ­θο­δο­ξί­α τῆς πί­στε­ως δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῶν ἡ­συ­χα­στι­κῶν συ­νό­δων (1341, 1347, 1351), οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­νέ­δει­ξαν τό­σο τήν ἐν Χρι­στῷ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό, ὅ­σο καί τήν ἱ­κά­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που νά βι­ώ­νη στούς κόλ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τήν πλη­ρό­τη­τα τῆς σω­τη­ρι­ώ­δους ἀ­λή­θειας τῆς πί­στε­ως. ­πό τήν ν­νοι­α α­τή ο ­νω­τέ­ρω ­συ­χα­στι­κές σύ­νο­δοι μ­πε­ρι­έ­χουν τόν χα­ρα­κτή­ρα τς ο­κου­με­νι­κό­τη­τας, ­φο δι­έ­κρι­ναν καί δι­α­τύ­πω­σαν θε­με­λι­ώ­δη ­λή­θεια τς πί­στε­ως, χω­ρίς τήν ­ποί­α δέν νο­ε­ται πλέ­ον ρ­θο­δο­ξί­α τς πί­στε­ως καί τό σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό της πε­ρι­ε­χό­με­νο. Ὁ Τό­μος καί οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῆς με­γά­λης Ἐν­δη­μού­σας συ­νό­δου τοῦ 1351 ἀ­φ' ἑ­νός μέν ἐ­πι­σφρά­γι­σαν καί ὁ­λο­κλή­ρω­σαν τό ἔρ­γο τῶν προ­γε­νε­στέ­ρων σχε­τι­κῶν συ­νό­δων τοῦ 1341 καί 1347,ἀ­φ' ἑ­τέ­ρου δέ δι­α­κή­ρυ­ξαν κα­τά τρό­πο δε­σμευ­τι­κό γιά τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη στό ζή­τη­μα τῆς δι­α­κρί­σε­ως τῆς ἀ­μέ­θε­κτης θεί­ας οὐ­σί­ας καί τῶν με­θε­κτῶν ἀ­κτί­στων ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, συμ­φώ­νως πρός τή δι­α­χρο­νι­κή πα­ρά­δο­ση καί πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
(καθ. Βλ. Φει­δᾶ, Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α, τό­μος Β΄, Ἀ­θή­να 1994, σελ. 481-554)

Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός
­πάρ­χει ­μως καί  9η Οκ. Σύ­νο­δος. Ε­ναι ο Σύ­νο­δοι τς πε­ρι­ό­δου τς ­κρή­ξε­ως το προ­βλή­μα­τος πού ­φο­ρο­σε στόν ­συ­χα­σμό. Δέν ε­ναι «­συ­χα­στι­κές ­ρι­δες», ο Φράγ­κοι μς μά­θα­νε νά τίς λέ­με ­συ­χα­στι­κές ­ρι­δες. Ε­ναι  ­κρη­ξη τς ν­τι­στά­σε­ως τν ­συ­χα­στν, τν ρ­θο­δό­ξων δη­λα­δή, ­πέ­ναν­τι στίς πα­πι­κές καί σχο­λα­στι­κές προ­κλή­σεις. Ε­ναι ο Σύ­νο­δοι το 1341, το 1347, το 1351, μέ κα­τα­κλεί­δα τήν Σύ­νο­δο πού ­νέ­φε­ρα πρίν, το 1368.

­γα­πη­τοί ­δελ­φοί, ο Σύ­νο­δοι το 14ου α­­νος δι­α­τυ­πώ­νουν τήν θε­ο­λο­γί­α πε­ρί τς Θεί­ας Χά­ρι­τος.  ρ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­ση δέ­χε­ται α­τές τίς Συ­νό­δους ς 9ηΟ­κου­με­νι­κή καί πα­νορ­θό­δο­ξα γί­νε­ται α­τό ­πο­δε­κτό ­πό γνω­στούς Θε­ο­λό­γους. Δι­ό­τι καί  Σύ­νο­δος α­τή, ­πως καί  8η τό 879, δι­α­φο­ρο­ποι­ον ρι­ζι­κά τήν ρ­θό­δο­ξη κ­κλη­σί­α, στήν πα­τε­ρι­κή συ­νέ­χειά της, ­πό τόν χρι­στι­α­νι­σμό τς Δύ­σε­ως.  ­γιος Γρη­γό­ριος  Πα­λα­μς, λοι­πόν, μέ τήν θε­ο­λο­γί­α του, καρ­πό τς πα­ρου­σί­ας το ­γί­ου Πνεύ­μα­τος μέ­σα στήν φω­τι­σμέ­νη ­πό τό ­γιο Πνε­μα καρ­διά του, ε­ναι  Πα­τέ­ρας τς 9ηςΟ­κου­με­νι­κς Συ­νό­δου.

­άν, λοι­πόν, συ­νέλ­θει  Πα­νορ­θό­δο­ξος Σύ­νο­δος, πού θά ­χει τόν χα­ρα­κτή­ρα γι­ά μς Ο­κου­με­νι­κς Συ­νό­δου, ­άν συ­νέλ­θει καί δέν δε­χθε με­τα­ξύ τν Ο­κου­με­νι­κν Συ­νό­δων τήν 8η καί τήν 9η, θά ε­ναι ψευ­δο­σύ­νο­δος. ­πως  Σύ­νο­δος Φε­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας
 μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει, λοι­πόν, Πα­νορ­θό­δο­ξος Σύ­νο­δος θά κρι­θε σ’ α­τό τό ση­με­ο. ­άν πα­ρα­κάμ­ψει α­τές τίς δύ­ο Συ­νό­δους πού το­πο­θε­τον τήν ρ­θο­δο­ξί­α ­πέ­ναν­τι στόν Δυ­τι­κό χρι­στι­α­νι­σμό.
Καί ­μως ­χου­με δύ­ο Ο­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, το 879 καί τν Συ­νό­δων το 14ου α­­νος, πού δι­α­φο­ρο­ποι­ον τήν ρ­θο­δο­ξί­α ­πό τόν Δυ­τι­κό Χρι­στι­α­νι­σμό.
(Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνο,  γιος Γρηγόριος Παλαμς, πατέρας τς Θ΄ Οκουμενικς Συνόδου, κδ. ερς Μονς Μεγάλου Μετεώρου, για Μετέωρα 2009, σελ. 16-18, 28-29)

Καθηγητής ω. Καρμίρης
«...ἡμεῖς συνελθόντες κατά τήν μεγάλην ἐκκλησίαν καί συνδιημερεύοντες οὐχ ἅπαξ, ἀλλά καί δίς καί τρίς καί πολλάκις. Καί τόν μέν Θεσσαλονίκης ἱερώτατον μητροπολίτην... εὕρομεν καί συνήγορον Χριστοῦ χάριτι τῆς κατ’ εὐσέβειαν ἀληθείας, αὐτούς δέ ... πολλαῖς καί μεγάλαις αἱρέσεσι περιπίπτοντας... καί τήν θέωσιν τοῦ δεσποτικοῦ προσλήμματος κτιστήν ἐτόλμησαν ἀνειπεῖν, καί τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ, διά τό παρά τῶν ἁγίων εἰρῆσθαι ταύτην ἀπροσπέλαστον καί ἀμέθεκτον φθαρτικήν εἶναι νομίζειν...  Διό καί... ἡ καταδίκη τούτοις,... ἐπεκυρώθη, καί τά συνοδικῶς ἡμῖν ἀρτίως μετά τῆς ἐκ Θεοῦ βασιλείας ἐξετασθέντα καί διαγνωσθέντα τό ἀσφαλές ἐν πᾶσι‧ καί βέβαιον ἕξει, σύμφωνα πάντα ὄντα τῇ τε ἀληθείᾳ καί τοῖς θείοις πατράσι πᾶσι καί ταῖς προγεγενημέναις τούτου χάριν ἱεραῖς καί θείαις συνόδοις καί τοῖς ἐπ’ αὐταῖς συνοδικοῖς τόμοις. Καί ἡ ἔνθεσμος διά πάντων καί κανονική αὕτη ψῆφος, γραφεῖσα καί ὑπογραφεῖσα ἀρτίως, ἀκίνητος εἰς αἰῶνα τόν σύμπαντα διατηρηθήσεται, τῇ πάντα δυναμένῃ ἐνεργείᾳ καί χάριτι τοῦ παντοδυνάμου καί μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν, ὑπέρ ἧς καί δι’ ἧς ὁ παρών ἡμῶν ἀγών ἤνυσται».

(Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἰω. Καρμίρη, σελ. 342).

Ἐν κατακλείδι ἀπευθύνομαι μέ πολλή ἀγάπη πρός τόν π. Γεώργιο ἕναν μικρό παραπικρασμό. Γιατί παρασιώπησε ἀπό τό κείμενό του καί δυστυχῶς διεστρέβλωσε τήν πρόταση τῆς ΔΙΣ πρός τήν ΙΣΙ γιά τήν συμπερίληψι στά θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς μελλούσης νά συνέλθει Πανσθοδόξου Συνόδου τοῦ ἀνωτέρω θέματος «ἐφ’ ὅσον ὑπάρξει τό consensus τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν» καί διερωτῶμαι θά ὑπῆρχε Αὐτοκέφαλος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πού θά ἠρνεῖτο τήν συζήτηση ἑνός τέτοιου δογματικοῦ θέματος καί γιά ποιούς λόγους; Ἑπομένως μέ τό κείμενό του ὁ π. Γεώργιος ἀπέδειξε τήν ἄμεση ἀναγκαιότητα τυπικῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Οἰκουμενικῆς περιωπῆς τῶν ὄντως Οἰκουμενικῶν Συνόδων τοῦ 880 καί 1351.


Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ


+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Ο π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΕΤΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Αθέτηση ομολογίας πίστεως; 
Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου της Μ.τ.Χ.Ε. Γεωργίου Τσέτση


Αφορμή για το παρόν σχόλιο έδωσε η προ μηνός περίπου ληφθείσα απόφαση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ, όπως καθιερώσει στην Επαρχία του τον εορτασμό τών, κατά τα έτη 880 και 1351, εν Κωνσταντινουπόλει συνελθουσών Συνόδων. Της μεν πρώτης, την Κυριακή που έπεται της εορτής του Ιερού Φωτίου˙της δε δεύτερης, την Β΄ Κυριακή των Νηστειών, κατά την οποία η Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. 
Το Ανακοινωθέν που κοινοποιεί τα αποφασισθέντα, αφήνει να εννοηθεί ότι η εν λόγω ενέργεια προεκλήθη από το ότι τα αρμόδια Διοικητικά Όργανα της Ελλαδικής Εκκλησίας, έπεμψαν εις τας «περιωνύμους καλένδας» (sic) μιαν εισήγηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ) της περιόδου 2010-2011, (στην οποία, σημειωτέον, συμμετείχε ο άγιος Πειραιώς), όπως η Σύνοδος της Ιεραρχίας, υποβάλει προς την Γραμματεία προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου πρόταση εκκίνησης διαδικασίας για την «τυπική αναγνώριση» από την μέλλουσα Πανορθόδοξη αυτή Σύνοδο, της «Οικουμενικής περιωπής» των προμνημονευθεισών δύο Συνόδων. [Ειρήσθω εν παρόδω ότι, στις εξαγγέλουσες την απόφαση του Σεβασμιωτάτου Εγκυκλίους, περιττή και σόλοικη ήταν η προσθήκη του «μ.Χ» μετά τις χρονολογίες των εν λόγω Συνόδων. Απλώς διότι ήταν αδύνατον να συνέλθουν «προ Χριστού» Οικουμενικαί Σύνοδοι της Χριστιανοσύνης!!]. 
Προοιμιακώς πρέπει να λεχθεί ότι καλώς δεν εδόθη συνέχεια στο αίτημα της ΔΙΣ. Και τούτο διότι, είναι τοις πάσι γνωστόν ότι η θεματολογία της μελλούσης Πανορθοδόξου Συνόδου, έχει καθωρισθεί προ πολλού με Πανορθοδόξο απόφαση, μάλιστα δε μετά πολλών κόπων και μόχθων, και ότι η Γραμματεία προπαρασκευής της εν λόγω Συνόδου, δεν έχει την αρμοδιότητα να τροποποιεί την Ημερησία Διάταξή της. 
Η πρωτοβουλία του αγίου Πειραιώς εγείρει δύο ερωτήματα λειτουργικής και κανονικής φύσεως. Το πρώτο ερώτημα είναι αν η Σεβασμιότης του εδικαιούτο να θεσπίσει μιαν Εορτή για κάποιο γεγονός που αφορά σύμπασα την ανά την οικουμένην Ορθόδοξο Εκκλησία και όχι μόνο την Επαρχία την οποία ποιμαίνει. Και το δεύτερο, το και κυριώτερο, είναι αν και κατά πόσο, αποδεχόμενος και χαρακτηρίζων ως «Οικουμενικές» τις ανωτέρω δύο Συνόδους, αθέτησε την Ομολογία Πίστεως την οποία είχεν απαγγείλει ενώπιον του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού και των συλλειτουργούντων μετ΄ αυτού Αρχιερέων, την ημέρα της εις Επίσκοπον χειροτονίας του. 
Σύμφωνα με το παλαιοχριστιανικό έθος αποδόσεως τιμών σε ένα Μάρτυρα ή Άγιο, ο Μητροπολίτης Πειραιώς είχε, ως εικός, κάθε δικαίωμα να θεσπίσει τον εορτασμό της μνήμης ενός κληρικού ή λαϊκού μέλους της εκκλησιαστικής του περιφέρειας, που είχε διακριθεί για την ευλάβεια, την θεοσέβεια και την οσιότητα του βίου του και το οποίο μεταθανατίως έγινε αντικείμενο σεβασμού και ευλαβείας εκ μέρους των πιστών, χωρίς καν να έχει ενταχθεί το Εορτολόγιο με επίσημη Εκκλησιαστική Πράξη. Δεν είχε, όμως, δικαίωμα να θεσπίσει, με μιαν excathedra, Ποντιφίκειου τύπου, απόφαση, τον εορτασμό ενός ιστορικού γεγονότος, που αφορά σύμπασα την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν. 
Συναφώς μπορεί να τεθεί το εξής εύλογο ερώτημα: Προς τι ο κεχωρισμένος εορτασμός των εν λόγω δύο Συνόδων, με το σκεπτικό ότι καταδίκασαν τον Ρωμαιοκαθολικισμό επί αιρέσει, ενώ δεν εορτάζεται με ιδιαίτερη ασματική ακολουθία η εν Χαλκηδόνι Δ΄Οικουμενική Σύνοδος, η οποία εμπέδωσε το Χριστολογικό Δόγμα, που αποτελεί τον στύλο και εδραίωμα της Ορθοδόξου πίστεώς μας; 
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι, πίσω από την πρωτοβουλία αυτή κρύβεται η γνωστή και από ετών δεδηλωμένη απέχθεια ορισμένων κύκλων έναντι της Ρώμης. Πρωτοβουλία, όμως, που προδίδει και μια αυτάρεσκη τάση αποδείξεως ότι, από τις ανά την υφήλιον 552 Ορθόδοξες Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, ή τις 82 Μητροπόλεις της κατά Ελλάδα Εκκλησίας, η μόνη που μάχεται για την Ορθόδοξη πίστη και πασχίζει να προφυλάξει την Ορθοδοξία από τη λύμη της «αιρετικής Δύσης», είναι εκείνη του επινείου των Αθηνών. 
Η δυσκολία με την πρωτοβουλία του Μητροπολίτου Πειραιώς είναι ο τρόπος με τον οποίο αιτιολογεί την απόφασή του να καθιερώσει τον εορτασμό των δύo Συνόδων. Στις Ποιμαντορικές Εγκυκλίους που αναγγέλλουν τα θεσπισθέντα, ο Σεβασμιώτατος δηλώνει: «Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν σταματάμε την αρίθμηση των Οικουμενικών Συνόδων στην Ζ΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδο,...αλλά αριθμούμε ως Αγίες και Οικουμενικές Συνόδους και άλλες δύο Συνόδους: α) την επί Μ. Φωτίου Σύνοδο...η οποία είναι η Η΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδος και β) την επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά Σύνοδο...η οποία είναι η Θ΄ Αγία και Οικουμενική Σύνοδος». 
Και εδώ, ακριβώς, ευρίσκεται το πρόβλημα. Διότι, άλλο πράγμα είναι ένας Επίσκοπος, ένας Θεολόγος Καθηγητής ή ένας θεολογών πιστός, να αναγνωρίζει τον οικουμενικό χαρακτήρα και την οικουμενική διάσταση των δύο Συνόδων, και έτερο, να τις απαριθμεί και να τις κατατάσσει, άνευ Συνοδικής διαγνώμης, στην χορεία των μέχρι τούδε γνωστών και Πανορθοδόξως αναγνωρισμένων Οικουμενικών Συνόδων. 
Δεν είναι τυχαίο ότι, σε όλα τα πλάτη και μήκη της Ορθοδόξου οικουμένης, ο χειροτονούμενος Επίσκοπος, ενώπιον των χειροτονούντων αυτόν Αρχιερέων και των πιστών που θα του φωνάξουν το «άξιος», μετά την απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως προσθέτει ότι «στέργει καὶ ἀποδέχεται τὰς ἁγίας ἑπτὰ Οἰκουμενικὰς Συνόδους, καὶ τῶν Τοπικῶν, ἅς ἐκεῖναι άποδεξάμεναι ἐκύρωσαν, ἐπὶ φυλακῆ τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων ἀθροισθεῖσαι...», προσεπιδηλών ότι θα τηρεί «..., πάντα μέν, ὅσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καἰ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων πρεσβεύουσα δογματίζει, ταῦτα πρεσβεύων κἀγὼ καὶ πιστεύων, μηδὲν προστιθεὶς, μηδὲν ἀφαιρῶν, μηδὲν μεταβάλλων, μήτε τῶν δογμάτων, μήτε τῶν Παραδόσεων....». Ωστόσο, ο γνωστός ως αυστηρός τηρητής των παραδόσεων και της κανονικής τάξεως άγιος Πειραιώς, με την πρωτοβουλία του αυτή, και προσθέτει και μεταβάλλει, αθετώντας τοιουτοτρόπως την Ομολογία Πίστεως που εξεφώνησε την ημέρα της εις Επίσκοπον χειροτονίας του. 
Είναι πρόδηλο ότι το όλο εγχείρημα του αγίου Πειραιώς αποτελεί προσπάθεια υπονομεύσεως των σχέσεων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών με την Ρώμη και απόπειρα τερματισμού του διαλόγου μας με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, την οποία δεν διστάζει να χαρακτηρίζει ως «κοσμικό μόρφωμα» και «θρησκευτική παρασυναγωγή». 

Και όμως, η Εκκλησία στην οποία ανήκει η Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς, όπως και σύμπασα η Ορθόδοξη Εκκλησία, εδώ και τρεις δεκαετίες βρίσκονται, με Πανορθόδοξη απόφαση, εν διαλόγω με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και όχι με κάποιο «μόρφωμα». Και να μη λησμονείται ότι Μάρκος ο Ευγενικός, που χρησιμεύει σήμερα ως λάβαρο στον κατά της Δύσεως αγώνα των ούτω καλουμένων «παραδοσιακών», τρεις και πλέον αιώνες μετά το Μεγάλο Σχίσμα τού 1053 και ογδονταοκτώ χρόνια μετά την επί Γρηγορίου Παλαμά Σύνοδο του 1351, στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439) αποκαλούσε την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία «αδελφή Εκκλησία», και μιλούσε για σχίσμα και όχι αίρεση.