Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

ΤΡΙῼΔΙΟΝ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΝ


Ἀρχίζει τὸ Τριῴδιον. Ἡ περίοδος τῆς κατανύξεως καὶ τῆς καθάρσεως. Ἡ ἀνακαίνισις τῆς ψυχῆς. Ἡ ἔμπρακτος μετάνοια. Ὁ φωτισμὸς τῆς διανοίας καὶ τῆς καρδίας. Ἡ ἀπόρριψις τῶν ἔργων τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἀνάστασις.
 Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία πορεία. Μία πορεία πρὸς τὸ τέλος, τὴν Δευτέραν Παρουσίαν τοῦ Σω τῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἰς τὴν πορείαν μας, ὅμως, αὐτὴν ἔχομεν καὶ ἐμπόδια, ἀλλὰ καὶ πτώσεις. Καὶ μάλιστα πτώσεις ὀδυνηράς. Διὰ τοῦτο ἔχομεν ἀνάγκην καθάρσεως. Ἀνάγκην μετανοίας.
Τὸ Τριῴδιον λοιπὸν εἶναι περίοδος μετανοίας καὶ συναισθήσεως τῆς ἁμαρτίας μας. «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα» ψάλλομεν. Τὸ πρόθυμον πνεῦμα τοῦ πιστοῦ ξαγρυπνᾶ εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φέρον μαζί του τὸν λερωμένον ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ναὸν τοῦ σώματος καὶ παρακαλεῖ νὰ τοῦ ἀνοίξη ὁ Θεὸς τὴν θύραν τῆς μετανοίας. Εἰς τὸν ἅγιον ναὸν τοῦ Θεοῦ ἔχουν θέσιν μόνον οἱ καθαροί· αὐτὸς εἶναι ἀκάθαρτος, ἀλλὰ ἐλπίζει εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δύναμιν τῆς χάριτός του.
 Εἰς τὸ δεύτερον τροπάριον, «Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι, τρίβους, Θεοτόκε...» ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς παρακαλεῖ τὴν Θεοτόκον νὰ τὸν ὁδηγήση εἰς τὸν ἴσιον δρόμον τῆς σωτηρίας, αὐτὸν ποὺ διαβαίνων τὴν ζωήν του μὲ ραθυμίαν, ἐλέρωσε τὴν ψυχήν του μὲ αἰσχρὰς ἁμαρτίας· ἐλπίζει ὅμως καὶ πάλιν ὅτι αἱ πρεσβεῖαι τῆς Παναγίας μας θὰ τοῦ χαρίσουν τὴν ποθητὴν κάθαρσιν.
Εἰς τὸ τρίτον τροπάριον «Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν...» ὁ ταλαίπωρος ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἀναμετρᾶ τὰ πλήθη τῶν φοβερῶν του κριμάτων καὶ τρέμει ἀναλογιζόμενος τὴν ὥραν τῆς κρίσεως. Γεμᾶτος ὅμως καὶ πάλιν μὲ θάρρος καὶ ἐλπίδα εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδὸν τὸ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου».
Μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι «φέρομεν τὸν Ναὸν τοῦ σώματός» μας «ὅλον ἐσπιλωμένον» καὶ «ἐννοοῦντες τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μας δεινῶν», τρέμομεν τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως, τὴν ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Τὸ Τριῴδιον λοιπὸν εἶναι ἡ περίοδος τῆς μετανοίας, τῆς διορθώσεως τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τῆς νοοτροπίας. Εἶναι ἕνα νέον μυστικὸν πνευματικὸν βάπτισμα. Σταυρώνομεν τὰ πάθη. Τὰ νεκρώνομεν. Τὰ βυθίζομεν τρὶς καὶ πολλάκις εἰς τὸ νερὸ τῶν δακρύων τῆς κατανύξεως. Ἔτσι ἡ ψυχὴ καθαίρεται. Λαμπρύνεται. Λευκαίνεται. Γίνεται ὁλόφωτος, φωτόμορφος, ὅπως εἶναι ὅλα τὰ ἀληθινὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ συνεπῶς Ἀνασταίνεται.
Τί εἶναι τὸ Τριῴδιον; Μία περίοδος ποὺ προηγεῖται τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως. Προπαρασκευὴ τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως. «Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν περάση ἀπὸ τὸ μνῆμα τῆς μετανοίας καὶ ταπεινώσεως καὶ κατανύξεως, δὲν βλέπει τὴν δόξαν τῆς μυστικῆς Ἀναστάσεως», λέγει ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος.
Καθʼ ὅλην τὴν περίοδον αὐτὴν ὁ ἁμαρτωλὸς μπαίνει εἰς τὸ «μνῆμα» αὐτό. Σκοπὸς του εἶναι νὰ φθάση ἀκατακρίτως προσκυνῆσαι τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν. Πότε θὰ γίνη αὐτό; Ὅταν ἡ ψυχὴ του ἔχη ἀναστηθῆ ἀπὸ τὴν πτῶσιν τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς κατανύξεως ἔχη πλυθῆ. Ἰδοὺ ὁ σκοπὸς τοῦ Τριῳδίου. Ὅταν ἔλθη ἡ Ἀνάστασις, ψάλλοντες τὸ «νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός», νὰ αἰσθανώμεθα κατὰ πρῶτον καὶ κύριον λόγον τὸ Φῶς αὐτό, τὸ Φῶς τῆς Ἀναστάσεως εἰς τὴν καρδίαν μας.

* * *

Τὴν πρώτην Κυριακὴν τοῦ Τριῳδίου ἀναγιγνώσκεται ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου.
Ἡ ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς πλέκεται γύρω ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον. Μὲ αὐτὴν τὴν παραβολὴν ἀνοίγει ἡ
ἱερὰ πύλη τοῦ Τριῳδίου. Δὲν μποροῦσε νὰ εὑρεθῆ καταλληλότερο θέμα, ποὺ νὰ συνδυάζη κατὰ ἕνα τόσον πλήρη τρόπον τοὺς σκοποὺς τῆς περιόδου τοῦ Τριῳδίου. Ἡ προσευχή, ἡ νηστεία καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ ἐπιφανειακὰ δικαίου, κενοδόξου ὅμως καὶ ὑπερηφάνου Φαρισαίου, ἀποδοκιμάζονται ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἀντιθέτως δικαιώνεται ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος, ἀλλὰ μετανοημένος καὶ συντετριμμένος Τελώνης, ποὺ κτυπᾶ τὸ στῆθος του καὶ ταπεινὰ ἐπικαλεῖται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Αὐτὸν λοιπὸν τὸν τύπον τῆς ὀρθῆς προσευχῆς θέτει εἰς τὸ στόμα τοῦ πιστοῦ ἡ Ἐκκλησία εἰς τὴν ἔναρξιν τῆς περιόδου τῆς προσευχῆς. Καλεῖ τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ προσευχηθοῦν «φαρισαϊκῶς», ἀλλὰ μὲ ταπείνωσιν «τελωνικῶς» διότι, ὅπως εἶπεν ὁ Κύριος, «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».
Ψάλλει λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ πρῶτον τροπάριον τοῦ Τριῳδίου: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί, ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται· «ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τελωνικῶς, διὰ νηστείας κράζοντες· ἱλάσθητι ἡμῖν, ὁ Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς».
Ἡ ἀποφυγὴ λοιπὸν τῆς θεομισοῦς ὑπερηφανείας καὶ ἡ ἄσκησις τῆς ὑψοποιοῦ ταπεινώσεως εἶναι ἡ
βάσις, τὸ θεμέλιον τοῦ πνευματικοῦ μας ἀγῶνος πάντοτε μέν, ἰδιαιτέρως δὲ κατὰ τὴν κατανυκτικὴν
περίοδον τοῦ Τριῳδίου.

* * *

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης εἰς τὸ περίφημον βιβλίον του «Κλῖμαξ» ἔχει ἀφιερώσει δύο λόγους διὰ τὴν πολύμορφον κενοδοξίαν, ποὺ ἀφανίζει ὅλα τὰ καλὰ εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ τὴν θεομισῆ ὑπερηφάνειαν, ποὺ κάμνει τὸν ἄνθρωπον ἄθεον καὶ ὅμοιον μὲ τὸν Διάβολον. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ Κενοδοξίας καὶ Ὑπερηφανείας, λέγει ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος, εἶναι ὅση μεταξὺ μικροῦ καὶ ἀνηλίκου παιδιοῦ καὶ τελείου ἀνδρὸς καὶ ὅσο τὸ σιτάρι ἀπὸ τὸ ψωμί. Ἡ κενοδοξία θεωρεῖται ὡς ἡ ρίζα, ἡ δὲ ὑπερηφάνεια κρίνεται ὡς κλάδος καὶ κορυφή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν γεννῶνται ὅλοι οἱ καρποὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἀσεβείας. Ἀλλὰ τί εἶναι ὑπερηφάνεια; Εἶναι ἄρνησις τοῦ Θεοῦ, ἐφεύρεσις τῶν δαιμόνων, μητέρα τῆς κατακρίσεως, θυγάτηρ, ποὺ θηλάζει τὴν δόξαν καὶ τὸν ἔπαινον, σημεῖον ἀκάρπου ψυχῆς, φυγαδευτήριον τῆς θείας βοηθείας, σάλευμα τῆς καρδίας, πρόξενος πτώσεων, παραλογισμός, πηγὴ τοῦ θυμοῦ, θύρα τῆς ὑποκρίσεως, δαιμόνων στήριγμα, φύλαξ τῆς ἁμαρτίας, ἐχθρός τῆς ἐξομολογήσεως, πρόξενος τῆς ἀσπλαχνίας, ἄγνοια τῆς ἐλεημοσύνης καὶ συμπαθείας, ἐξεταστὴς πικρὸς τῶν ξένων ἔρ γων, δικαστὴς τρομερὸς καὶ ἀπάνθρωπος, ἀντίπαλος τοῦ Θεοῦ, ρίζα τῆς βλασφημίας. Εἶδον κάποιον ποὺ εὐχαρίστει ψευδῶς μὲ τὸ στόμα του τὸν Θεὸν καὶ μὲ τὴν καρδίαν ὑπερυψοῦτο· καὶ μαρτυρεῖ τοῦτο σαφῶς ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος, περὶ τοῦ ὁποίου διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιον πὼς ἔλεγεν εἰς τὸν Θεὸν «Ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοι» (Λουκ. ιη΄ 11). Ὅμως δὲν τὸ ἔλεγε μὲ καθαρὰν καρδίαν καὶ ταπείνωσιν, ἀλλὰ μὲ εἰρωνείαν καὶ ὑπερηφάνειαν ἄμετρον. Διὰ τοῦτο κατακρίνων ὅλον τὸν κόσμον ἔλεγε, ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ ἄνθρωποι, οἵτινές εἰσι ἅρπαγες, ἄδικοι καὶ μοιχοί, οὔτε εἶμαι, ὅπως αὐτὸς ὁ Τελώνης· καὶ ἐπαινοῦσε καὶ ἐδόξαζε τὸν ἑαυτόν του καὶ ἔλεγε: Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ ὅλα μου τὰ πράγματα, καὶ τὰ δίδω εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς ὅσους ἔχουν ἀνάγκην.
• «Ὅπου πτῶμα κατέλαβεν, ἐκεῖ ὑπερηφανείᾳ προεσκήνωσε· μήνυμα γὰρ τοῦ προτέρου τὸ δεύτερον». Δηλαδὴ δὲν δύναται κανεὶς νὰ πέση εἰς τὴν λάσπην τῆς ἁμαρτίας, ἂν δὲν πέση πρῶτα εἰς τὸν κρημνὸν τῆς ὑπερηφανείας.
• Ὑπόθεσε ὅτι εἶναι δώδεκα τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Καὶ ἂν νικήσης τὰ ἕνδεκα καὶ σὲ νικήση τὸ ἕνα, ἡ ὑπερηφάνεια, καὶ γίνης δοῦλος αὐτῆς, ἐκείνη μόνη εἶναι ἱκανὴ καὶ ἀρκετὴ νὰ σοῦ προξενήση, ὅσον κακὸν ἤθελον προξενήσει τὰ δώδεκα.
• Ὁ ὑψηλόφρων ἀντιλέγει σφοδρῶς, ὁ δὲ ταπεινόφρων, οὔτε νὰ ἀντικοιτάξη γνωρίζει. Δὲν ὑποκλίνεται τὸ κυπαρίσσι, οὔτε ὁ ὑπερήφανος ταπεινοῦται.
• Ὁ ὑπερήφανος ἀγαπᾶ νὰ ἐξουσιάζη τοὺς ἄλλους. «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται». Καὶ ποιὸς λοιπὸν δύναται νὰ ἐλεήση αὐτούς; «Ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος». Ποιὸς θὰ μπορέση νὰ τὸν καθαρίση;
• Τιμωρία τοῦ ὑπερηφάνου ἡ πτῶσις, ἀφήνει τὸν Διάβολον νὰ τὸν τυραννῆ (ἐνοχλῆ). Ἐγκατάλειψις Θεοῦ, χάνει τὰ λογικά του καὶ δὲν ξέρει τί κάνει. Καὶ τὰ μὲν δύο προηγούμενα θεραπεύονται πολλάκις ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ τελευταῖον μόνον ἀπὸ τὸν Θεόν.
• Ἐκεῖνος ποὺ δὲν δέχεται ἔλεγχον, φανερώνει ὅτι εἶναι ὑπερήφανος. Ὅστις δέχεται μὲ εὐμένεια τοὺς ἐλέγχους, ἐλύθη ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὑπερηφανείας.
• Ἂν ἐξέπεσε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Ἑωσφόρος, χωρὶς κανένα ἄλλο πάθος, παρὰ μόνον διὰ τὸ ἁμάρτημα τῆς ὑπερηφανείας, πρέπει νὰ ἰδοῦμε μήπως καὶ ἄνευ ἄλλης ἀρετῆς, παρὰ μόνον μὲ τὴν ταπείνωσιν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀνεβῆ εἰς τοὺς οὐρανούς, σὰν Ἄγγελος. Τὸ λέγει αὐτὸ τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».
• Μὴ παύσωμεν νὰ ἀκούωμεν πάντοτε συν εχῶς τὴν ζωὴν καὶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων καὶ θὰ εὕρωμεν ὁπωσδήποτε πόσον ὑστεροῦμεν ἡμεῖς.
• Χριστιανὸς πραγματικὸς εἶναι ἄβυσσος ταπεινώσεως, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν κρημνίζει καὶ ἀποπνίγει ὅλα τὰ διαβολικὰ πάθη καὶ κινήματα.
• Ἡ λήθη τῶν ἁμαρτιῶν μας προξενεῖ εἰς ἡμᾶς ὑπερηφάνειαν, ἡ δὲ συνεχὴς αὐτῶν μνήμη φέρει εἰς ἡμᾶς τὴν ταπείνωσιν.
• Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι μία μεγάλη καὶ ἐσχάτη πτωχεία τῆς ψυχῆς. Καὶ νομίζει ὅτι εἶναι πλουσία ἀπὸ ἀρετὴν καὶ χάριτας. Ὄχι μόνον δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπον νὰ προκόψη εἰς τὴν ἀρετὴν ἀλλʼ ἀφοῦ ἀνεβῆ εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ἀρετῆς, τὸν κρημνίζει εἰς τὸ χάος.
• Ὁ ὑπερήφανος μοιάζει σὰν τὸ ρόδι, ποὺ εἶναι σάπιον μέσα καὶ ἔξω φαίνεται ὡραῖον.

Πῶς θεραπεύεται
Κενοδοξία –
Ὑπερηφάνεια

Ἡμεῖς μπαίνομεν κρυφίως εἰς τὴν καρδίαν ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἀνευλαβείας καὶ φιλοδοξίας μὲ μεγάλην πονηρίαν. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς δεσμεύει εἶναι ἡ ὑπακοὴ καὶ ἐκεῖνο, ποὺ μᾶς δέρνει εἶναι ἡ ταπείνωσις, ἡ αὐτομεμψία


*Τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Μάρκου Κ. Μανώλη ''Ὁμιλία εἰς τὸν Ἱ. Ν. Ἁγ. Γεωργίου Διονύσου'' Ορθόδοξος Τύπος,'' αρ.φυλ. 1964

Λάμπρος Κ. Σκόντζος, Ο όλεθρος της εγωπάθειας και η ευλογία ταπεινώσεως. (Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου)


Ο ΟΛΕΘΡΟΣ ΤΗΣ ΕΓΩΠΑΘΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ

(Θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου)


       Με τη χάρη και την ευσπλαχνία του Αγίου Θεού φθάσαμε για μια ακόμα φορά στο άγιο Τριώδιο, στην ιερότερη και κατανυκτικότερη εορτολογική περίοδο του εκκλησιαστικού έτους. Η μακρά αυτή περίοδος, η οποία αρχίζει την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο, είναι η πιο σημαντική χρονική περίοδος της Εκκλησίας μας, διότι δίνει την ευκαιρία σε μας τους πιστούς να συναισθανθούμε τη λαθεμένη πορεία της ζωής μας, να τη διορθώσουμε και να επανακαθορίσουμε τη στάση μας απέναντι στο Θεό και τους συνανθρώπους μας. Αυτή η προσωπική κάθαρση και διόρθωση της γήινης πορείας μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε, κεκαθαρμένοι και αλλαγμένοι, να εορτάσουμε το άγιο Πάσχα, σύμφωνα με την παύλειο προτροπή, όχι όπως οι Ιουδαίοι, τυπικά, «άλλ' εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας», αποβάλλοντας την παλαιά  ζύμη της κακίας και της πονηρίας μας (Α΄ Κορ.5,8).

      Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην πολύ διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την θεοφιλή αρετή της ταπεινώσεως και να στηλιτεύσει την εωσφορική έπαρση. Δίδαξε την παραβολή αυτή «προς τινας τους πεποιθότας αφ’ εαυτοίς ότι εισί δίκαιοι, και εξουθενούντας τους λοιπούς» (Λουκ.18,9). Δηλαδή πήρε αφορμή ο Χριστός από την υποκριτική στάση των Φαρισαίων, οι οποίοι ήθελαν να φαίνονται ως εκλεκτοί και αγαπητοί του Θεού, περιφρονώντας όσους δεν ανήκαν στην τάξη τους, ως ελεεινούς και μισητούς του Θεού.
      Ο ευαγγελιστής Λουκάς, με τρόπο λιτό, αλλά σαφέστατο, διέσωσε την παραβολή αυτή ως εξής: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς ευατόν ταύτα προσηύχετο΄ ο Θεός ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και ως ούτος ο τελώνης΄ νηστεύω δις του σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. Και ο τελώνης μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι, αλλ’ έτυπτεν εις το στήθος αυτού λέγων΄ ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν, κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού ή γαρ εκείνος΄ ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται»(Λουκ.18,10-14).
      Η τάξη των Φαρισαίων εκπροσωπούσε την υποκρισία και την εγωιστική αυτάρκεια. Τα μέλη της, απόλυτα αποκομμένα από την υπόλοιπη ιουδαϊκή κοινωνία, αποτελούσαν, λαθεμένα, το μέτρο σύγκρισης της ευσέβειας και της ηθικής για τους Ιουδαίους. Ήταν δε τέτοια η ατομική τους έπαρση και αλαζονεία, ώστε είχαν καταντήσει αληθινοί τύραννοι του λαού. Ο Κύριος δεν παρέλειπε να κατακεραυνώνει τους Φαρισαίους στο κήρυγμά του και να στηλιτεύει την τυραννική τους επιβολή στο λαό. «Τότε ο Ιησούς ελάλησε τοις όχλοις και τοις μαθηταίς αυτού λέγων· επὶ της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. πάντα ουν όσα εὰν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατὰ δε τα έργα αυτών μη ποιείτε· λέγουσι γαρ, και ου ποιούσι.δεσμεύουσι γαρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα και επιτιθέασιν επὶ τους ώμους των ανθρώπων, τω δε δακτύλῳ αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά.  πάντα δε τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ.23,1-5).  
      Αντίθετα οι τελώνες ήταν η προσωποποίηση της αδικίας και της αμαρτωλότητας. Ως φοροεισπράκτορες των κατακτητών Ρωμαίων διέπρατταν αδικίες, κλοπές, εκβιασμούς, τοκογλυφίες και άλλες ειδεχθείς ανομίες και γι’ αυτό τους μισούσε
δικαιολογημένα ο λαός. Ήταν πλούσιοι από τις άνομες και άδικες δραστηριότητές τους και αυτό επέτεινε το φθόνο και την αγανάκτηση του λαού προς αυτούς.
       Δύο αντίθετοι αντιπροσωπευτικοί τύποι της κοινωνίας, εκπρόσωποι των δύο αυτών κοινωνικών τάξεων, ανέβηκαν στο ναό να προσευχηθούν. Ο πρώτος ο νομιζόμενος ευσεβής, έχοντας την αυτάρκεια της δήθεν ευσέβειάς του ως δεδομένη, στάθηκε με έπαρση μπροστά στο Θεό και άρχισε να απαριθμεί τις αρετές του, οι οποίες ήταν πραγματικές. Τις εξέθετε προκλητικότατα, εις τρόπον ώστε απαιτούσε από το Θεό να τον επιβραβεύσει γι’ αυτές. Τις απαριθμούσε μία – μία, φωναχτά, να τις ακούνε και οι παραβρισκόμενοι στους χώρους του ναού,  κάνοντας επίσης αήθη σύγκρισή του με άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα με τον συμπροσευχόμενό του τελώνη. 
      Αντίθετα ο όντως αμαρτωλός τελώνης συναισθανόμενος τη δεινή του αμαρτωλή κατάσταση, με συντριβή και ταπείνωση ζητεί το έλεος του Θεού. Δεν έχει να απαριθμήσει αρετές, αλλά και αν είχε, αυτές θα ήταν πνιγμένες στο πέλαγος των αμαρτιών του. Δεν έχει την τόλμη να κοιτάξει ψηλά το ουρανό, όπου βρίσκεται ο θρόνος του Θεού, αλλά κοιτά χαμηλά τη γη, όπου διαπράττεται η αμαρτία. Τα μάτια του τρέχουν δάκρια, ως ξεχείλισμα των κριμάτων της καρδιάς του.  Ο τόνος της φωνής του είναι χαμηλός, τόσο χαμηλός ώστε να τον ακούει μόνο ο Θεός. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι αναστεναγμοί του, ως κραυγή απόγνωσης και απελπισίας.  Δεν έχει το κουράγιο να υψώσει τα χέρια του, αλλά με αυτά χτυπά το στήθος του, σαν να δέρνει τον παλιό κακό εαυτό του για τις τόσες και μεγάλες αμαρτίες του. Μέσα στη συντριβή του δε μπορεί να δει τον εγωιστικά στεκάμενο δίπλα του Φαρισαίο και να ακούσει τις εγωιστικές φλυαρίες του . Ίσως να άκουσε μόνο την τελευταία φράση του, ότι δεν είναι σαν εκείνον δίκαιος, και ασφαλώς θα συμφώνησε μαζί του. Αυτή όμως η μετάνοιά του, η αληθινή συντριβή του, τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό. Γίνεται δεκτή η προσευχή του, σε αντίθεση με τον υποκριτή Φαρισαίο, ο οποίος όχι μόνο δεν έγινε δεκτή η προσευχή του, αλλά σώρευσε στον εαυτό του περισσότερο κρίμα, εξαιτίας της εγωπάθειάς του.
      Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας όρισαν να είναι αφιερωμένη η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου στη διδακτική αυτή παραβολή του Κυρίου για να συνειδητοποιήσουν οι πιστοί πως η υπερηφάνεια είναι η αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την αγιαστική χάρη του Θεού. Πως η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια, η οποία είναι το χειρότερο εμπόδιο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η εγωιστική αυτάρκεια, ως μια λίαν νοσηρή πνευματική κατάσταση, εμποδίζει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας και τη διάθεση για μετάνοια. Εγωισμός και μετάνοια είναι δυο έννοιες εντελώς αντίθετες και ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η μία αναιρεί την άλλη. Οι πύλες της ψυχής του εγωπαθούς ανθρώπου είναι ερμητικά κλειστές για τη θεία χάρη και κατά συνέπεια είναι αδύνατη η σωτηρία του, όσο εμμένει στην εγωιστική του περιχάραξη.
      Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός είναι καταστάσεις εωσφορικές. Πρώτος διδάξας ο Εωσφόρος, ο οποίος δε μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από το Θεό και δημιουργό του και γι’ αυτό διανοήθηκε να στήσει το θρόνο του πάνω από το θρόνο της μεγαλοσύνης Του, «εις τον ουρανόν αναβήσομαι, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου, αναβήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι όμοιος τω Υψίστω» (Ησ.14,13-14). Αλλά αυτή η αλαζονική του απόφαση είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην πραγματοποιήσει το σκοπό του, αλλά να χάσει τη δόξα και την τιμή που του είχε χαριστεί από το Θεό και να καταπέσει στην έσχατη απαξία. Και ακόμη, από ανείπωτο μίσος και φθόνο, θέλησε να μεταδώσει και στον άνθρωπο, το κορυφαίο δημιούργημα του Θεού, τη φθοροποιά και καταστροφική έξη του εγωισμού. Έπεισε
 τους πρωτοπλάστους ότι δήθεν ήταν ικανοί από μόνοι τους να γίνουν θεοί (Γεν. 3ο κεφ.), συμπαρασύροντάς τους στη δική του δίνη και καταστροφή.
      Αυτή ακριβώς την κατάσταση έχει υπόψη της η Εκκλησία μας και θέσπισε την κατανυκτική περίοδο του Τριωδίου, η οποία σηματοδοτεί την μεταπτωτική κατάσταση του ανθρωπίνου γένους, αρχίζοντας από τη στηλίτευση του εγωισμού, ως την πρωταρχική αιτία της πτώσεως και της κατοπινής δραματικής πορείας του ανθρώπου. Μας καλεί να κάνουμε μια μεγάλη θυσία αυτές τις αγιασμένες μέρες που ακολουθούν. Να θυσιάσουμε τον εγωισμό μας, ως την πλέον ευάρεστη θυσία στο Θεό, διότι «θυσία τω Θεώ, πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουθενώσει» (Ψαλμ.50,19). Να θεωρήσουμε τον εγωιστικό εαυτό μας ως το χειρότερο και τον πλέον επικίνδυνο εχθρό μας, διότι αν δεν τον νικήσουμε, θα μας νικήσει εκείνος και θα μας στείλει εξάπαντος στην απώλεια.
      Είναι θεμελιώδους σημασίας ο λόγος του Κυρίου μας: «ο μείζων υμών έσται υμών διάκονος. όστις δε υψώσει εαυτὸν ταπεινωθήσεται, και όστις ταπεινώσει εαυτὸν υψωθήσεται» (Ματθ.23,11-12)! Ο πραγματικά σπουδαίος, για το Χριστό, είναι αυτός που θέτει τον εαυτό του υπηρέτη των άλλων και τον θεωρεί κατώτερο από εκείνους. Εξίσου θεμελιώδους σημασίας είναι και η διαβεβαίωσή Του: «αμὴν λέγω υμίν ότι οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού»(Ματθ.21,32), που σημαίνει πως συγκάτοικοί μας στον παράδεισο θα είναι μετανοούντες αμαρτωλοί, ενώ θα απουσιάζουν οι αμετανόητοι νομιζόμενοι δίκαιοι!  
      Η περίοδος του Τριωδίου είναι κατ’ εξοχήν περίοδος αγώνα κατά της εγωπάθειας και άσκηση της αρετής της ταπείνωσης, ως μονόδρομος της σωτηρία μας. Αποτελεί το προπαρασκευαστικό χρονικό διάστημα πριν το Πάσχα, για την οντολογική προετοιμασία ημών των πιστών για την ύπατη και λαμπρότατη εορτή της Εκκλησίας μας. Για την ψυχοσωματική μας κάθαρση από όλους εκείνους τους ρίπους, που μολύνουν την ύπαρξή μας και μας καθιστούν οντότητες νοσηρές, έκπτωτες από την αυθεντικότητά μας. Η μετοχή μας στη φωτοφόρο πανήγυρη των πανηγύρεων απαιτεί προσωπική ανακαίνιση και ιδιαίτερα απόρριψη του εγωισμού μας, ειδάλλως  το ανέσπερο αναστάσιμο φως θα καταδείξει την ψυχική μας ρυπαρότητα και δε θα δυνηθούμε να γίνουμε κοινωνοί του Αναστάντος Λυτρωτή μας, αφήνοντάς μας ανέγγιχτους  οι άρρητες δωρεές της Αναστάσεως. Είναι ανάγκη, λοιπόν, όπως μας παροτρύνει ο απόστολος Παύλος, να «μορφωθεί ο Χριστός» στην ύπαρξή μας (Γαλ.4,19).  Και η μόρφωσή μας εν Χριστώ ξεκινά με την αποβολή της εγωπάθειάς μας και την απόκτηση της ταπείνωσης, η οποία, μόνη αυτή, μπορεί να μας υψώσει ως το θρόνο του Θεού. 

ΠΗΓΗ ''ΑΚΤΙΝΕΣ''