Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Σημεῖον ἀντιλεγόμενον



Του Βασιλείου Χ. Στεργιούλη, Θεολόγου
Η γιορτή της Υπαπαντής μας θυμίζει τον προφητικό λόγο για τον Ιησού Χριστό, που είπε ο πρεσβύτης Συμεών, όταν τον υποδέχτηκε στο ναό. Τον ονόμασε «σημείον αντιλεγόμενον».
Ο Ιησούς Χριστός είναι θαύμα, που ξεπερνάει την ανθρώπινη κατάληψη. Δεν είναι απλώς ένας σπουδαίος άνθρωπος, αλλά ο Θεάνθρωπος. Ο Κύριος ουρανού και γης. Η θεανθρώπινη προσωπικότητά του δεν εξηγείται με τα ανθρώπινα μέτρα. Κανένας άνθρωπος δεν είναι δυνατό να συγκριθεί μαζί του, οσονδήποτε μεγάλος κι αν είναι. Μπροστά του σβήνουν και χάνονται όλοι οι μεγάλοι της ιστορίας. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Μέγας Ναπολέων «πάντες εκείνοι, τους οποίους θαυμάζει η ιστορία, ήσαν άνθρωποι. Ουδείς εξ αυτών δύναται να παραβληθεί προς τον Ένα, ο οποίος λέγεται Ιησούς. Ο Ιησούς δεν είναι απλούς άνθρωπος· είναι ο Θεάνθρωπος».

            Ότι ο Ιησούς είναι Θεάνθρωπος το βεβαιώνουν οι περί αυτού προφητείες, που εμφανίζουν καθαρά και με λεπτομέρειες το πορτραίτο του αιώνες πριν τη γέννησή του. Το δείχνουν ακόμη οι προφητείες, που ο ίδιος είπε για το θρίαμβο της Εκκλησίας, την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού της κ.α.
            Τη θεότητα του Χριστού διακηρύσσει επίσης η ιδανική και αψεγάδιαστη ζωή του. Ο ακηλίδωτος βίος του. Η αρετή του «εκάλυψεν ουρανούς». Ο Χριστός απηύθυνε στους εχθρούς του το ερώτημα: «Τίς εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;», το οποίο παραμένει αναπάντητο. Απαράμιλλη η διδαχή του. Τη θαυμάζουν οι αιώνες. Δυό χιλιάδες χρόνια τώρα η ανθρωπότητα επαναλαμβάνει: «Ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος».
            Τη θεότητα του Χριστού επιβεβαιώνουν τα τόσα θαύματα και οι νεκραναστάσεις του, ιδίως δέ τό μέγιστο των θαυμάτων, η Ανάστασή του.
Ο Ιησούς Χριστός χώρισε την ιστορία σε προ και μετά Χριστόν. Και τους ανθρώπους σε πιστούς και μη. Πολλοί τον πίστεψαν και τον λάτρευσαν. Γονάτισαν ευλαβικά και του υποσχέθηκαν αιώνια ευγνωμοσύνη, αφοσίωση και λατρεία. Κι αναρίθμητοι μαρτύρησαν, για την πίστη τους προς Αυτόν. Σε ένδεκα εκατομμύρια ανεβάζουν τους Μάρτυρες των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων. Σ’ αυτούς προστέθηκαν οι Μάρτυρες της Τουρκοκρατίας, οι Νεομάρτυρες. Και ως τις μέρες μας χύνεται άφθονο το αίμα των χριστιανών για την πίστη και την ομολογία του Χριστού.
            Ο Χριστός και η πίστη σ’ Αυτόν πολεμήθηκαν με τη βία και το ξίφος. Αλλά και με τη γραφίδα. Είπαν και έγραψαν πολλά εναντίον του στο διάβα των αιώνων οι εχθροί του. Και τι δεν είπαν. Θέλησαν να τον δολοφονήσουν στις καρδιές των ανθρώπων. Είναι γνωστή η τοποθέτηση που κάνει για τους πολέμιους του Χριστιανισμού συγγραφείς ο διάσημος Ιταλός φιλόσοφος και ακαδημαϊκός Τζιοβάνι Παπίνι (1881-1956). Ο έξοχος αυτός διανοητής με την καταπληκτική διαλεκτική δύναμη, που ως το 1920 ήταν πολέμιος του Χριστιανισμού, μετά την επιστροφή του στο Χριστό, έγραψε: «Απ’ εδώ και πεντακόσια χρόνια, εκείνοι που θέλουν να φιγουράρουν για «ελεύθερα πνεύματα» λυσσομανούν κυριολεκτικά για να δολοφονήσουν ακόμη μια φορά τον Ιησού. Θέλουν με κάθε τρόπο να τον σκοτώσουν μέσα στις καρδιές των ανθρώπων.
            »Μόλις λοιπόν φάνηκε ότι, η δεύτερη επιθανάτιος αγωνία του Χριστού έφτασε στους προτελευταίους ρόγχους της, παρουσιάστηκαν αυτοί οι νεκροφόροι. Αυτοί οι γελοίοι αλαζόνες που νόμιζαν ότι οι βιβλιοθήκες είναι στάβλοι και με τα φαντασμένα μυαλά τους πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να φτάσουν στις κορφές του ουρανού ανεβαίνοντας πάνω στο αερόστατο της φιλοσοφίας. Έτσι σκέφθηκαν, ύστερα από ένα μοιραίο μεθύσι φιλοσοφίας και μεταφυσικής, κι οπλίστηκαν σαν άλλοι σταυροφόροι εναντίον του Σταυρού.
            »Μερικοί μάλιστα από αυτούς τους επιπόλαιους ψευδολόγους, που η φαντασία τους ξεπερνούσε κάθε όριο, θέλησαν να παρουσιάσουν την ιστορία των Ευαγγελίων ως μία παράδοση από την οποία μπορούσε να φτιάξει ο καθένας μια φυσική ζωή του Ιησού …».
            Αγαπήθηκε λοιπόν και πολεμήθηκε ο Χριστός, όσο καμιά άλλη προσωπικότητα της ιστορίας. Γεγονός, που επαληθεύει πλήρως την περί Αυτού προφητεία του δικαίου Συμεών. «Ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών … και εις σημείον αντιλεγόμενον». Και επιβεβαιώνει την αλήθεια ότι ο Χριστός είναι «ο μεγαλύτερος προβληματισμός και βασανισμός των απίστων». Έτσι εξηγείται και το συχνό φαινόμενο των μεταστροφών των διωκτών του Χριστού στην πίστη προς Αυτόν. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Υποκλίνονται μπροστά στη συντριπτική υπεροχή της μεγαλειώδους θεανθρώπινης μορφής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ρενάν. Σε βιβλίο που έγραψε εναντίον της Θεότητος του Ιησού, στο τέλος του ξεσπάει στο θερμό ύμνο προς το Χριστό: «Αναπαύθητι εν τη δόξη σου, ευγενής Μυσταγωγέ … Συ θα είσαι σημείον περί το οποίον θα συνάπτεται η φλογεροτέρα μάχη … θα καταστής κατά τοιούτον τρόπον ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρωπότητος, ώστε το ν’ αποσπάση τις το όνομά σου εκ του κόσμου τούτου ήθελεν είναι ίσον προς το να τον κλονίση εκ θεμελίων …».
            Συμπληρώθηκαν ως τώρα είκοσι αιώνες χριστιανικής ζωής και ιστορίας και διανύουμε τον εικοστό πρώτο. Όλο αυτό το πολύβουο ποτάμι της ιστορίας επιβεβαιώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι το κέντρο της χριστιανικής πίστης, αλλά και ο άξονας της παγκοσμίου ιστορίας. Εύστοχα παρατηρεί ο Γερμανός φιλόσοφος Έγελος: «Πάσα ιστορία κατευθύνεται προς τον Χριστόν και προέρχεται εξ αυτού· η εμφάνισις του Υιού του Θεού είναι ο άξων της παγκοσμίου ιστορίας».


ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ'' ΑΡ. ΦΥΛ. 2010''

Λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στην Υπαπαντή του Ιησού Χριστού (ΑΥΡΙΑΝΗ ΕΟΡΤΗ ΚΑΤΑ ΤΟ Π.Ε.)



TOY EN ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Λόγος εις την Υπαπαντήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εις την Θεοτόκον και εις τον Συμεών


Δεν φορεί μόνο σάρκα ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, αλλά και περιτέμνεται σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο, για να μην έχη πρόφασι η απιστία των Ιουδαίων. Γιατί έρχεται προς τον νόμο για χάρι του ίδιου του νόμου, για να ελευθερώση τους μαθητές του μέσω της πίστεως που βασιζόταν στον νόμο. Και παίρνει σάρκα και περιτέμνεται κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Πήρε το ίδιο με αυτούς σώμα, πήρε και την ίδια περιτομή. Έκανε α­ναντίρρητη την συγγένειά Του με αυτούς, ώστε να μη τον αρνη­θούν, Αυτόν, ο οποίος ήταν ο Χριστός που έρχεται από την γενιά του Δαυίδ, και που αυτοί προσδοκούσαν. Έδειξε το γνώρισμα της συγγενείας Του με αυτούς. Γιατί, αν ακόμη και μετά την περιτομή Του έλεγαν «δεν ξέρουμε από πού είναι»[1], εάν δεν είχε περιτμηθή κατά σάρκα, η άρνησίς τους θα είχε κάποια εύλογη πρόφασι.
«Όταν συμπληρώθηκαν οι οκτώ ημέρες»: Γιατί ο νόμος ορίζει την ογδόη ημέρα να γίνεται η περιτομή, και όταν φθάση η ογδόη, έρχεται μέσα ο γιατρός και πιάνει το μαχαιράκι και κάνει τα της τέχνης του. Δεν ισχύει δε τότε η αργία του Σαββάτου λόγω της περιτομής.

Ας ρωτήσουμε λοιπόν τους Ιουδαίους: Ανάπαυσις το Σάββατο· τέλεια αργία αυτή την ημέρα... Για ποια λοιπόν αιτία η ογδόη εκτοπίζει την εβδόμη; Γιατί η ο­γδόη γίνεται ανώτερη από την εβδόμη; Όμως οι Ιουδαίοι δεν γνωρίζουν τα των Ιουδαίων. Ενώ η Εκκλησία του Χριστού και τον Χριστό γνωρίζει και τις Ιου­δαϊκές διδασκαλίες. Περιτέμνεται λοιπόν το παιδί την ογδόη ημέρα, επειδή κατά την ογδόη η Ανάστασις, δηλαδή η Κυριακή, έμελλε να αποβή η περιτομή[2] όλου του κόσμου. Γιατί άλλωστε δεν διέταξε ο Μωυσής να γίνεται η περιτομή την έκτη ημέρα; Γιατί όχι την εννάτη ή την δεκάτη; Είναι λοιπόν προφανής η σημασία της ο­γδόης ημέρας, κατά την οποία γίνεται η Ανάστασις του Κυρίου. Όποιος λοιπόν δεν πιστεύει στην Ανάστασι είναι απερίτμητος στην καρδιά, αφού με την απιστία του αποξενώνεται από τον Θεό. Ενώ η περιτομή της πίστεως είναι αληθινή γνώσις και αίσθησις. Γι' αυτό, αγαπητέ μου, η περιτομή δίδεται θεωρητικά στους πι­στούς υπό την έννοια του αγίου βαπτίσματος. Το δε άγιο βάπτισμα είναι τύπος της Αναστάσεως του Χριστού. Να περάσης λοιπόν από την σάρκα στο πνεύμα και από τα σωματικά στο μεγαλείο του πνεύματος και θα βρης εκεί μεν περιτομή σαρκική, εδώ δε περιτομή πνευματική και κάθαρσι από τις αμαρτίες. Ογδόη ημέρα είναι η περιτομή· η δε ογδόη ημέρα είναι και η ανάστασις· της δε αναστάσεως τύπος είναι το βάπτισμα. Δέστε πώς από τα μικρά προοδεύουμε στα μεγαλύτερα, από τα σω­ματικά στα πνευματικώτερα. Να έλθουν λοιπόν οι Ιουδαίοι κι αυτοί και να προοδεύσουν. Γιατί πρέπει να προοδεύσουν από τα σαρκικά και να μην αρκεστούν σ' αυτά.

Λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο οποίος δεν ήλθε να καταλύση τον νόμο, αλλά να τον εκπληρώση, περιετμήθη κι αυτός μαζί με τους Ιουδαίους. Λέγει λοιπόν ο Ευαγγελιστής: «Συμπληρώθηκαν οκτώ ημέρες για την περιτομή του και του δόθηκε το όνομα Ιησούς, όπως ωνομάστηκε από τον άγγελο προτού να συλληφθή στην κοιλιά της μητέρας του». Εμείς δηλαδή παίρνουμε το όνομα μετά την γέννησί μας, ενώ ο Ιησούς παίρνει το όνομά του προτού να γεννηθή. Γιατί υπήρχε και προτού να συλληφθή. Ωνομάστηκε δε Ιησούς, επειδή το έργο του ήταν έργο Σωτήρος.

«Και όταν συμπληρώθηκαν, λέει, οι ημέρες του καθαρισμού τους σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως». Τίνος καθαρισμού; Της Μαρίας και του Ιωσήφ. Διέταζε δηλαδή ο νόμος, η γυναίκα που μόλις είχε γεννήσει να καθαρίζεται και να φυλάγη τις ημέρες και να μην βγαίνη εξω.
«Όταν λοιπόν συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού σύμφωνα με τον νό­μο του Μωυσέως» — καίτοι δεν υφίστατο τέτοια ανάγκη για την Παρθένο, αλλ' όμως εκπληρωνόταν ετσι ο νόμος —  «τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα, για να τον προσφέρουν στον Κύριο, όπως έχει γραφή στον νόμο του Κυρίου». Όπου ο λόγος είναι για σωματικό καθαρισμό, λέει «σύμφωνα με τον νόμο του Μωυσέως»· όπου για προσφορά του Αγίου, «όπως έχει γραφτή, λέει, στον νόμο του Κυρίου». Όχι ότι ο νόμος του Μωυσέως δεν ήταν νόμος του Κυρίου· διότι, όσα λέει ένας προφή­της κινούμενος από το Άγιο Πνεύμα, δεν τα λέει μόνος, αλλά ο Κύριος του τα υπαγορεύει. Επειδή όμως και ο καθαρισμός είχε χαρακτήρα σωματικό, γι’ αυτό λέει «νόμο του Μωυσέως». Όταν όμως προσφερόταν το πρωτότοκο, λέει «κατά τον νόμο του Κυρίου» τιμώντας έτσι το νεογέννητο.

«Όπως είναι γραμμένο στον νόμο του Κυρίου: κάθε αρσενικό που διανοίγει μήτρα να ονομασθή άγιο και αφιερωμένο στον Κύριο». Αυτή λοιπόν η φράσις και η διάταξις ολόκληρη και η αφορμή της διατάξεως βάλθηκε γι' αυτόν που επρόκειτο να διανοίξη μήτρα. Γιατί όλα τα πρωτότοκα των ζώων και των ανθρώπων ουδέ­ποτε διήνοιξαν μήτρα, αλλά ήταν απλώς και μόνο πρωτότοκα. Εκείνος όμως που γεννήθηκε από μητέρα παρθένο, αυτός μόνο διήνοιξε μήτρα. Κάνε μου λοιπόν την χάρι και πρόσεξε ότι η διατύπωσις όλου αυτού του νόμου έγινε για εκείνον μόνο που επρόκειτο να γεννηθή από μητέρα παρθένο. Πώς όμως να την κατανοούσαν οι Ιουδαίοι; Γιατί σαν σαρκικοί που είναι απέχουν πολύ από του να καταλάβουν τα νοήματα της πνευματικής διδασκαλίας.
Έπειτα ανεβαίνουν «για να προσφέρουν θυσία, σύμφωνα με αυτό που λέει ο νόμος του Κυρίου, ένα ζευγάρι από τρυγόνια ή δύο νεοσσούς από περιστέρια»[3]. Έγιναν δε και αυτά τυπικά, κατά τον νόμο, ώστε να μην υπάρχη καμμιά έλλειψις στην πιστή εκτέλεσι του νόμου. Αυτά είναι συγκεκαλυμμένα νοήματα του Μωσαϊ­κού νόμου. Ας έλθουμε όμως στην εξήγησι του Ευαγγελίου.

«Και να, υπήρχε ένας άνθρωπος στην Ιερουσαλήμ που ωνομαζόταν Συμεών. Και ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και ευλαβής και το Πνεύμα του Θεού ήταν ­επάνω του. Αυτός είχε λάβει αποκάλυψι από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα τελείωνε την ζωή του προτού δη τον Χριστό τον Κυρίου». Γέροντας ήταν ο Συμεών και πε­ρίμενε την εκπλήρωσι της υποσχέσεως. Έμενε στον ναό μέσα και μονολογούσε: Όπου και να γεννηθή, οπωσδήποτε εδώ θα παρουσιασθή.
«Αυτός ήλθε κατ' έμπνευσιν του Πνεύματος στον ναό» εκείνη την ώρα που οι γονείς έφερναν εκεί το παιδί. Διότι βέβαια πολλές φορές ερχόταν, αλλά με δική του πρόθεσι. Τότε όμως οδηγημένος από το Άγιο Πνεύμα στην κατάλληλη στιγμή, έρχεται, για να λάβη την εκπλήρωσι της υποσχέσεως.

«Αυτός δέχτηκε στην αγκαλιά του τον Ιησού και ευλόγησε τον Θεό και είπε: Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Από πού τον αφήνεις ελεύθερο; Από τον στίβο της ζωής. Γιατί είναι γεμάτα λύπη τα βιοτικά πράγματα. Η ζωή είναι φυλακή. Εκείνος λοιπόν ήθελε να ελευθερωθή. Εάν όμως κάποιος την αναχώρησι από την εδώ ζωή την θεωρή ζημία αυτός δεν είναι ακόμη τέλειος στην πίστι.

Εκείνος όμως έλεγε: «Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη». Διότι αυτός που πρόκειται να κάμη ειρήνη με τον κόσμο έφθασε· ο ειρηνοποιός έχει έλθει- εκείνος που συνδέει τον ουρανό με την γη και μετατρέπει την γη σε ουρανό με την ευαγγελική διδασκαλία έχει κατα­φθάσει.

Ο Συμεών φωνάζει: «Σήμερα αφήνεις ελεύθερο τον δούλο σου, Δέσποτα, να πεθάνη κατά τον λόγο σου με ειρήνη, γιατί είδαν τα μάτια μου την σωτηρία σου», λέει. Τι είναι αυτό που λέει; Προηγουμένως δηλαδή πίστευα με την διάνοιά μου και γνώριζα με τον λογισμό μου. Τώρα όμως είδαν και τα μάτια μου. Και εκείνο που προσδοκούσα με την καρδιά μου, να που το είδαν τα μάτια μου εκπληρωμένο. Και ποιο είναι αυτό; «Είδα, λέει, την σωτηρία σου». Ποια σωτηρία; «Αυτήν που ετοίμασες ενώπιον όλων των λαών». Όχι του λαού του ενός ούτε του λαού του Ισ­ραήλ μόνο, αλλά «ενώπιον όλων των λαών». Γιατί αυτός που γεννήθηκε είναι δι­δάσκαλος όλων των ανθρώπων.
«Φως που θα είναι αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Γιατί φως; Επειδή ακριβώς οι εθνικοί βρίσκονταν στο σκοτάδι. Ε­πειδή τα σκοτισμένα ειδωλολατρικά έθνη φωτίζονταν.
«Φως που θα είναι αποκάλυψις για τους εθνικούς και δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Εδώ η δόξα και εκεί η αποκάλυψις. Εκεί η αρχή της διδασκαλίας, εδώ η πρόοδος της μαθήσεως.

«Δόξα για τον λαό σου τον Ισραήλ». Αλλά εδώ σίγουρα θα ρωτήση κάποιος: Και πού είναι οι Ισραηλίτες; Έχεις τον Πέτρο, έχεις τον Παύλο, έχεις τον Ιωάν­νη, έχεις τις τρεις χιλιάδες, έχεις τις πέντε χιλιάδες, έχεις την Εκκλησία της Ιε­ρουσαλήμ, έχεις αυτούς που πίστεψαν από τις τάξεις των Ιουδαίων. Γιατί μέσα στους πιστούς βρισκόταν το έθνος. «Εάν ο Κύριος των Δυνάμεων δεν άφηνε για σπόρο μια μικρή μερίδα πιστού λαού ανάμεσά μας, θα είχαμε γίνει σαν τα Σόδομα και θα είχαμε όμοια τύχη με τα Γόμορρα»[4]. Διότι λέει επίσης ο Θεός: «Κράτησα για τον εαυτό μου επτά χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι δεν γονάτισαν να προσκυνήσουν τον Βάαλ»[5]. Έτσι μέσα στον λαό φυλαγόταν το σπέρμα της πίστεως και δεν χάθη­κε ο λαός — μη γένοιτο — ούτε εξαχρειώθηκαν όλοι οι Ιουδαίοι. Αφού και τώρα, σ' αυτή την μακάρια κατάστασι και κλήσι των Χριστιανών πολλοί είναι οι καλεσμέ­νοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί. Ο Χριστός δηλαδή κάλεσε όλη την οικουμένη και ετοί­μασε το άγιο τραπέζι του Ευαγγελίου. Αλλά όταν έλθη στη Δευτέρα Παρουσία, μπαίνει μέσα και κάνει ξεδιάλεγμα και εξετάζει με προσοχή τους συνδαιτυμόνες. Κι αν βρη κανένα να μη έχη ένδυμα κατάλληλο για γάμο του λέει: «Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα χωρίς γαμήλιο ένδυμα;»[6] Και θα τον βγάλη έξω καθώς ακού­σαμε στα Ευαγγέλια. Ώστε, όπως και εκεί έγινε εκλογή, έτσι και εδώ θα γίνη ε­κλογή. Μήπως δηλαδή, επειδή έχουμε κληθή, πρέπει στο εξής να αλαζονευώμαστε, σαν να έχουμε, αλήθεια, εξασφαλίσει την τελειότητα; Λοιπόν, η πτώσις εκείνων ας γίνη δική μας ασφάλεια. Έτσι, αγαπητέ, ούτε ο λαός χάθηκε ολόκληρος, ούτε όλος εξαχρειώθηκε, ούτε όλος απίστησε, ούτε όλος κατεδίωξε τους Αποστόλους, αλλά με το κήρυγμα των Αποστόλων πίστευσαν αμέσως τρεις χιλιάδες, χωρίς τις γυ­ναίκες και τα παιδιά. Και έγινε στην Ιερουσαλήμ Εκκλησία αναρίθμητη, ενώ α­κόμη δεν είχε καταστραφή ο Ναός, ενώ ακόμη δεν είχαν εκδιωχθή oι Ιουδαίοι, ενώ ακόμη δεν είχε γκρεμισθή η Ιερουσαλήμ. Οικοδομήθηκε Εκκλησία και τα λό­για του Ιωάννη έγιναν ξεκάθαρη αλήθεια: «Εκείνος πρέπει να μεγαλώνη, εγώ δε να μικραίνω»[7].

Ο Συμεών λοιπόν που είναι προφήτης λέγει: «Δόξα για τον λαό σου τον Ισ­ραήλ». Γιατί ήταν δόξα γι' αυτούς που προσδοκούσαν η συνάντησις εκείνου τον οποίο προσδοκούσαν.

Και αναλογίζονταν ο Ιωσήφ και η Μαρία αυτά που άκουγαν: Ο άγγελος έφερε την ευχάριστη είδησι, οι μάγοι τον εγνώρισαν, οι ποιμένες τον έμαθαν, οι στρατιές των αγγέλων χόρευαν, το αστέρι από πάνω τον ανήγγειλε, ο Συμεών προφητεύει, η Άννα η κόρη του Φανουήλ προφητεύει, η γη αγαλλόταν, ο ουρανός μίλησε με το αστέρι, οι μάγοι αρνήθηκαν τον τύραννο, οι ποιμένες προσκύνησαν τον αρχιποιμένα, όλα τον εγνώρισαν, η μητέρα ήξερε, ο Ιωσήφ πληροφορήθηκε, έτρεμαν για όσα έγιναν, όμως κατάλαβαν την έκβασι των γεγονότων.


«Και ο Συμεών τους ευλόγησε και είπε στην Μαριάμ την μητέρα του: Αυτός πρόκειται να γίνη πτώσις και έγερσις για πολλούς μέσα στον Ισραήλ και σημείο αντιλεγόμενο». Πτώσις για ποιους; Σαφώς γι' αυτούς που απιστούν, αυτούς που αντιλέγουν, αυτούς που τον σταυρώνουν. Και έγερσις για ποιους; Αυτούς που τον αναγνωρίζουν και τον ομολογούν με ευγνωμοσύνη.
«Και σημείο αντιλεγόμενο». Ποιο σημείο αντιλεγόμενο; Το σημείο του Σταυ­ρού, που η Εκκλησία το θεωρεί σωτηρία του κόσμου, που οι Ιουδαίοι το εχθρεύονται και που πολλές φορές και ο ουρανός το διεκήρυξε. Αμφισβητείται το σημείο, για να νικήση η αλήθεια. Γιατί χωρίς αντίλογο δεν μπορεί να γίνη ολοκληρωμένη νίκη. Έπρεπε λοιπόν να εμφανισθή η αντιλογία, για να εκδώση την απόφασί του ο δικαστής, αφού μακροθυμήση μέχρι το τέλος των αιώνων. Γι' αυτό λέει «και ση­μείο αντιλεγόμενο». Αντιλέγουν δε εκείνοι που απιστούν.

Και συ, λέει, θεωρείσαι μητέρα. Άραγε λοιπόν εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού, επειδή συμφώνησες να γίνης μητέρα, επειδή τον εγέννησες, επειδή έκρινες καλό να του δανείσης την μήτρα σου; (Διότι η κοιλιά σου έγινε δοχείο της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος). Άραγε λοιπόν θα μείνης εκτός πειρασμού, επειδή έγινες Θεο­τόκος, επειδή συνέλαβες χωρίς πείρα γάμου, επειδή καταστάθηκες Μητέρα του Δημιουργού σου; Άραγε εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού; Ούτε κι εσύ θα μείνης εκτός πειρασμού, αλλά «κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυ­χή». Γιατί, Κύριε μου; Σε τι αμάρτησα; Σε τίποτε δεν αμάρτησες βέβαια. Όταν όμως Τον δης κρεμασμένο στον Σταυρό, όταν Τον δης να υποφέρη για όλο τον κό­σμο, όταν δης στον Σταυρό τα χέρια Του τρυπημένα και καρφωμένα στο ξύλο, τότε θα αρχίσης να αμφιβάλλης και να λες: Αυτός είναι εκείνος για τον οποίο μου μί­λησε ο άγγελος; Αυτός είναι εκείνος στον οποίο έγινε το θαύμα της συλλήψεως; Παρθένος ήμουν και γέννησα και έμεινα πάλι παρθένος. Γιατί λοιπόν αυτός σταυρώνεται;

«Κι εσένα την ιδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή». Ώστε, σύμφωνα με την προφητεία του δικαίου Συμεών, κανένας δεν έμεινε εκτός πειρασμού. Ο Πέτρος, ο κορυφαίος από τους μαθητές, τον αρνήθηκε τρεις φορές. Οι άλλοι μα­θητές τον εγκατέλειψαν και έφυγαν. Ούτε είχε άλλωστε ο τσομπάνος ανάγκη από τα πρόβατα για να τον προστατεύσουν, ενόσω αυτός έδιωχνε τους λύκους, ούτε ο αγωνιστής είχε ανάγκη από βοηθούς, αλλά όλοι τους έφυγαν. Και ο Χριστός έμει­νε μόνος κρεμασμένος στον Σταυρό σαν κριάρι έτοιμο για θυσία. Λοιπόν και αυ­τής την ψυχή την διεπέρασε η ρομφαία: ο πειρασμός δηλαδή και η αμφιβολία.

«Κι εσένα την ίδια μια ρομφαία θα σου διαπεράση την ψυχή, ώστε να αποκα­λυφθούν από πολλές καρδιές οι λογισμοί». Πάσχει λοιπόν ο Ιησούς, για να ελέγξη την απιστία και για να γεμίση από ευγνωμοσύνη τις καρδιές αυτών που Τον πιστεύουν. Αντιλέγεται το σημείο, για να ελεγχθούν αυτοί που αντιλέγουν από κακία. Γιατί, αν η αλήθεια ήταν από κάθε άποψι αναντίρρητη για τους ανθρώ­πους, τότε η ευσέβεια θα έμενε αδοκίμαστη. Όμως με το να γίνεται παραχώρησις στην αντιλογία, δοκιμάζεται η ελεύθερη εκλογή της αλήθειας. Αντιλέγεται το ση­μείο. Γιατί πώς αλλιώς θα δοκιμάζονταν οι μάρτυρες στους διωγμούς; Πώς θα α­γωνίζονταν και θα αναδεικνύονταν νικητές με την καρτερία τους; Δες πόσο ωφέ­λησε η αντιλογία, αφού έφτιαξε όχι πιστούς απλώς, όπως θάλεγε κανείς, αλλά και μάρτυρες που έφθασαν μέχρι τα βασανιστήρια και τον θάνατο και παρουσίασαν μια απόδειξι της χάριτος του Χριστού με την καρτερία τους.

Όταν λοιπόν ο Συμεών λέει «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον», εννοείται ότι ούτε την πτώσι την προξενεί αυτός, ούτε την ανάστασι την προσφέρει με την βία, αλλά «κείται εις πτώσιν» αυτών που σκοντάφτουν στον λίθο του προσκόμματος και «εις ανάστα­σιν» εκείνων που πιστεύουν με την αγαθή τους προαίρεσι. Διότι λέει «κείται». Σαν να έλεγε κανείς: Το φως ανατέλλει για να βλέπουν οι υγιείς, ενώ αυτοί που τους πονούν τα μάτια να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από την λάμψι του φωτός. Γιατί πώς αλλιώς θα ήταν δυνατόν οι πρώτοι να πέσουν και να είναι αξιοκατάκριτοι, ενώ οι δεύτεροι να σηκωθούν με χρηστές ελπίδες που προέρχονται από την καλή τους προαίρεσι, αν δεν υπήρχε το «αντιλεγόμενο σημείο»; Γιατί λέει ο Συ­μεών «και εις σημείον αντιλεγόμενον»; Για να μη προξενήση η αντιλογία απορία στους πιστούς. Το να αμφισβητείται δε και η αλήθεια του Θεού, είναι φανερό ότι αυτό γίνεται, επειδή το επιτρέπει ο Θεός. Κανένας δηλαδή δεν μπορεί να προβάλη καμμιά αντίρρησι, αν δεν το επιτρέψη αυτό ο Θεός. Είναι όντως αναγκαία η παραχώρησι αυτή εκ μέρους του Θεού, για να φανερωθούν οι άξιοι.


Θα έλθη όμως εποχή που δεν θα υπάρχη πια καμμιά αντίρρησις. Όταν δηλαδή το σημείο του Σταύρου θα λάμψη σαν προάγγελος του Κυρίου από τον ουρανό, «τότε θα κλίνη κάθε γόνυ στα επουράνια και στα επίγεια και στα καταχθόνια και κάθε γλώσσα θα ομολογήση ότι ο Χριστός είναι Κύριος προς δόξαν του Θεού Πατρός»[8]. Όσο δηλαδή το σημείο αυτό φαίνεται μόνο του και είναι απλό σημείο και δεν φαίνεται πουθενά ο σημαινόμενος, το σημείο θα αντιλέγεται. Όταν όμως ο ίδιος ο σημαινόμενος αποκαλύψη τον εαυτό του κατά την Δευτέρα Παρουσία, τότε πια κανείς δεν θα τολμά να αντιλογήση στο σημείο, γιατί ο σημαινόμενος θα έχη καταφθάσει με ολοφάνερη την θεότητά του εναντίον εκείνων που Τον αρνούν­ται. Τότε εκείνοι που προηγουμένως είχαν δεχθή το σημείο θα δοξασθούν από αυ­τόν που εκείνο υποδήλωνε, ενώ εκείνοι που αμφισβήτησαν το σημείο θα καταδικα­σθούν από τον υποδηλωθέντα. Και αυτό θα είναι τότε το τέλος της αντιλογίας, το τέλος της πλάνης, το τέλος της αμφιβολίας, το τέλος της απιστίας, η αρχή δε των βραβείων και των στεφάνων. Αυτά μακάρι όλοι μας να τα επιτύχουμε με την χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα και το κράτος στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.

[1]  πρβλ. Ιωάν. ζ' 41-43
[2]  Η ανάστασις των νεκρών κατά την δευτέρα παρουσία θα αποτελέση την «περιτομή» δηλ. την ο­ριστική απομάκρυνσι του κακού και της αμαρτίας από ολόκληρη την κτίσι.
[3]  Λευϊτ. ε’ 11, ιβ’ 8
[4]  Ησ. α’ 9
[5]  Ρωμ. ια’ 4· πρβλ. Γ’ Βασ. ιθ’ 18
[6]  Ματθ.  κβ’ 12
[7]  Ιωάν. γ’ 30
[8]  Φιλιπ. Β’ 10-11


ΠΗΓΗ ''ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ (ΑΓΑΠΗ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ) / ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΣΟΣΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)




«᾽Αναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου» (Λουκ. 15, 18)

 Είναι τρομερή η ενέργεια που περικλείει η παραβολή του ασώτου, το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ομώνυμης Κυριακής, η οποία αποτελεί το δεύτερο σκαλοπάτι της εισόδου μας στο ευλογημένο Τριώδιο. Κι αυτό γιατί προεκτείνει τη δυναμική της μετάνοιας, που τόνισε η προηγουμένη Κυριακή με την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, ως εκείνης της εσωτερικής αλλαγής του ανθρώπου, η οποία δίνει την ώθηση για πραγματική σχέση με τον Θεό Πατέρα. Εννοούμε ότι αν στο πρόσωπο του Τελώνη είδαμε την εν ταπεινώσει κραυγή της μετάνοιας που αποδέχεται ο Θεός – «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» - στο πρόσωπο του μικρού γιου της παραβολής του ασώτου βλέπουμε τη μετάνοια ως κίνηση της υπάρξεως, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από το χάος της απώλειας και της νέκρωσης της αμαρτίας και να βρει το αληθινό της πρόσωπο: αυτό που ανατέλλει με τη θέα του προσώπου του Πατέρα Θεού. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου», θα σηκωθώ και θα πάω προς τον πατέρα μου.  Δεν είναι τυχαίο, γι’ αυτό, που η παραβολή του ασώτου, κατά την εκκλησιαστική ορολογία, έχει χαρακτηριστεί ως «το μαργαριτάρι των παραβολών του Κυρίου» και ως «το ευαγγέλιο των ευαγγελίων». Πουθενά αλλού δεν παρουσιάζεται με τόση ένταση η κατάντια της αμαρτίας, αλλά και η αγάπη του Θεού, το φιλεύσπλαχνο και το φιλάνθρωπο του μεγάλου Πατέρα.

 1. Δεν θα ασχοληθούμε με την περίπτωση του μεγάλου γιου: αυτός λειτουργεί με τρόπο που ενώ εξωτερικά φαίνεται να είναι καλός και υποτακτικός, στην πραγματικότητα είναι στην αντίπερα όχθη του Πατέρα του. Δεν μπορεί να κατανοήσει την αγάπη του, δεν νιώθει καν ότι είναι γιος του. Ο Πατέρας του τον αντιμετωπίζει διαρκώς ως γιο του -  «όλα τα δικά μου είναι δικά σου» -   εκείνος επιμένει να έχει τη συνείδηση δούλου και μισθωτού - «τόσα χρόνια σου δουλεύω». Πρόκειται για μία διαφορετικού τύπου από ό,τι στον μικρό γιο κατάντια στην αμαρτία,  για μία άλλη ασωτία, όπως έχει ειπωθεί, στην οποία δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύση. Η τελική στάση του μεγάλου γιου μένει μετέωρη. Ο Χριστός δεν κάνει αποτίμηση αυτής.
Στον μικρό γιο όμως τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: ο μικρός γιος, λόγω της φυγής από το σπίτι του Πατέρα, έχει οδηγηθεί σε έσχατη πτώση: ζει στερημένα («ήρξατο υστερείσθαι»), πεινάει και νιώθει ότι χάνεται («λιμώ απόλλυμαι»), γίνεται δούλος άλλων («εκολλήθη ενί των πολιτών»), ενώ το αίσθημα της ορφάνιας τον έχει καταβάλει («ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»).  Κι είναι μία τραγική κατάσταση, που αξιολογικά επιβεβαιώνεται από ό,τι ο Πατέρας του θα πει αργότερα: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ην…και απολωλός». Νεκρός και χαμένος. Αυτό πράγματι είναι το τίμημα της αμαρτίας: νομίζει κανείς ότι απελευθερώνεται, ότι βρίσκει τον εαυτό του, και τελικώς γίνεται δούλος, χάνει τον εαυτό του, νεκρώνεται. Κι αυτό συμβαίνει διότι ακριβώς ο άνθρωπος φεύγει από τη φυσιολογική του κατάσταση: να είναι με τον Πατέρα του, να ζει στο σπίτι το δικό του. Είναι η τραγική ερμηνεία που δίνει ολόκληρη η Αγία Γραφή σχετικά με το δράμα της πορείας του ανθρώπου: ο βασιλιάς άνθρωπος, ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένος ξεπέφτει λόγω της άρνησής του να υπακούσει στον Θεό Πατέρα. Αμαρτάνει και με την αμαρτία του εισέρχεται ο θάνατος στο ανθρώπινο είδος. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος».

2. Στον μικρό γιο όμως παρακολουθούμε και την ανάστασή του από την πτώση του: «αναστάς» - ό,τι κατανοείται ως μετάνοια.  Έρχεται κάποια στιγμή που συναισθάνεται τι είχε συμβεί, που νιώθει την εξαθλίωση της υπάρξεώς του – «εις εαυτόν ελθών», συναισθάνθηκε τι του είχε συμβεί – και αποφασίζει να αλλάξει. Κι αυτό θα πει ότι η αμαρτία έχει ένα όριο, φτάνει δηλαδή κανείς σε ένα σημείο που βλέπει ότι «δεν πάει άλλο». Κι αυτό το οριακό σημείο της έσχατης πτώσεως, του «μπουχτίσματος» της αμαρτίας, μπορεί να λειτουργήσει ως νέα αρχή, ως νέα αφετηρία. Πότε όμως; Όταν υπάρχει η στροφή προς το πατρικό σπίτι. Όταν η ανάμνηση του Πατέρα παραμένει ζωντανή και η εικόνα του λειτουργεί θετικά στον απομακρυσμένο από Αυτόν άνθρωπο. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Ο άσωτος μπορεί να είχε χαθεί μέσα στις αμαρτίες, μπορεί να είχε νεκρωθεί προσωρινά από ό,τι έκανε, όμως ακριβώς αυτό γίνεται η αφορμή να θυμηθεί το πρόσωπο του Πατέρα, του γεμάτου αγάπη και στοργή απέναντί του.  Θα λέγαμε ότι βρίσκεται σε ένα είδος προνομιακής θέσεως: έχει σπίτι και έχει Πατέρα, που τον αγαπά.  Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος, ότι τα παιδιά που απομακρύνονται από τον Θεό, ενώ σχετίζονταν μικρά με την Εκκλησία, δεν πρέπει να τα φοβόμαστε, γιατί, όταν συνέλθουν, θα ξέρουν πού θα γυρίσουν; Για να πει στη συνέχεια: εκείνα που δεν γνώρισαν καθόλου τον Θεό, αυτά να λυπάσθε. Γιατί όταν θα έλθει η στιγμή να συνέλθουν, δεν θα ξέρουν πού να πάνε.
Το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου» σημαίνει λοιπόν την ουσία της σώζουσας μετάνοιας. Αναγνωρίζω την πτώση μου, την αμαρτωλότητά μου, την απομάκρυνσή μου από το θέλημα του Θεού, όμως δεν μένω εκεί. Στρέφομαι με δύναμη προς τον Θεό, σ’ Αυτόν που με αγαπά και με σέβεται. Η συναίσθηση της αμαρτίας δηλαδή και η πίστη στην αγάπη του Θεού Πατέρα συνιστούν τα δομικά στοιχεία της μετάνοιας. Ένα από τα δύο αν λείπει, δεν έχουμε γνησιότητα αυτής. Κι αυτό υπήρξε για παράδειγμα και το δράμα του μαθητή του Χριστού Ιούδα: ένιωσε την αμαρτία της προδοσίας του απέναντι στον Δάσκαλο, δεν μπόρεσε όμως να πιστέψει στην αγάπη Του. Κι ενώ μετάνιωσε, δεν σώθηκε. Διότι τον κατέλαβε η απελπισία και η απόγνωση – τα μεγαλύτερα όπλα του εχθρού διαβόλου.

3. Η εικόνα του φιλόστοργου και φιλεύσπλαχνου Πατέρα λοιπόν  είναι και το κρισιμότερο στοιχείο για να υπάρξει και να λειτουργήσει η μετάνοια στον μικρό γιο, τον άσωτο, τον καθένα δηλαδή από εμάς άνθρωπο. Δεν φαίνεται να ήταν πρωτίστως οι συνέπειες της αμαρτίας, αλλά η εικόνα του Πατέρα εκείνο που έδωσε την αποφασιστική ώθηση στον άσωτο για να μετανοήσει. Αν ο άσωτος μέσα στην κατάντια του και την απελπισία του είχε ως εικόνα Πατέρα έναν σκληρό και αυστηρό ελεγκτή και δικαστή, ουδέποτε θα είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Η κατάντια θα ήταν μόνιμη. Και σίγουρα θα γινόταν χειρότερη. Ο Πατέρας του όμως – το πρότυπο για κάθε αληθινό πατέρα – παρουσιάζεται με αληθινή αγάπη απέναντί του. Κι η μεγαλύτερη απόδειξη: ο σεβασμός της ελευθερίας του. Δεν τον καταπιέζει για να μείνει στο σπίτι, δεν του αρνείται την έξοδο, δεν τον απειλεί, δεν «του κρατάει μούτρα». Ενώ γνωρίζει το τραγικό αποτέλεσμα της κακής επιλογής του παιδιού του, το αφήνει να αποφασίσει ελεύθερα. Γιατί ακριβώς το αγαπάει. Και η συνέχεια της παραβολής επιβεβαιώνει το αέναο της αγάπης αυτής: περιμένει πάντοτε την επιστροφή του παιδιού του, χαίρεται με απόλυτο τρόπο όταν πραγματοποιείται αυτή. Είναι η εικόνα του Θεού Πατέρα μας, που επειδή είναι τόσο καταλυτική, έχουν πει ότι δεν πρέπει η παραβολή να λέγεται «του ασώτου», αλλά «του φιλεύσπλαχνου ή σπλαχνικού πατέρα». Η πλήρης αγάπης στάση Του είναι και το πιο καθοριστικό στοιχείο της παραβολής. Δεν είναι τυχαίο που είπαν ότι αν χάνονταν όλες οι άγιες Γραφές, αλλά κάποιος προλάβαινε να κρατήσει τη συγκεκριμένη σελίδα με την παραβολή του ασώτου, θα ήταν και μόνη αυτή αρκετή για να αναπληρωθεί όλη η διδασκαλία του Κυρίου: εκεί παρουσιάζεται ποιος είναι ο Θεός και πόσο αγαπά το πλάσμα Του, τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και η αγάπη του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού είναι το πλέον αδιαπραγμάτευτο γεγονός σε όλη τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Μπορεί κανείς τα πάντα να αμφισβητήσει, όχι όμως την αγάπη του Θεού. Κι όμως, είναι αυτό στο οποίο χωλαίνουμε ακόμη και οι χριστιανοί. Αν πολλές φορές δεν μετανοούμε όπως πρέπει, αν ταλαιπωρούμαστε στη ζωή αυτή, ενώ μας έχει δοθεί το μεγαλύτερο δώρο του Θεού: να είμαστε δικοί Του και μέλη του αγίου σώματός Του, είναι διότι αμφισβητούμε την αγάπη Του. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι αμαρτίες μας, η κατάντια μας είναι πολύ μεγάλα για τον Θεό και υπερβαίνουν την αγάπη Του.

4. Και τι γίνεται πια με τη μετάνοια του ασώτου; Αναγνωρίζοντας τις αμαρτίες του, παίρνοντας τον δρόμο επιστροφής στον Πατέρα του, θέλει να εκφράσει τα συναισθήματά του με την εν ταπεινώσει εξομολόγησή του. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου∙ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου∙ ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου». Καταλαβαίνει ότι η ντροπή δεν είναι στη μετάνοια και την επιστροφή του. Ήταν στην κατάσταση της αμαρτίας του. Κι η πορεία επιστροφής του παίρνει γι’ αυτόν την πιο απρόσμενη εξέλιξη: ο Πατέρας είναι Αυτός που τρέχει προς αυτόν. Για να τον αγκαλιάσει, να τον αποκαταστήσει στην πρώτη δοξασμένη θέση του, να κάνει το μεγαλύτερο πανηγύρι που μπορούσε. Χωρίς μάλιστα όχι να τον επιπλήξει, αλλ’ ούτε καν να τον ρωτήσει. Στον Πατέρα, τον Θεό μας, φθάνει η με μετάνοια προσφορά της αμαρτίας μας. Σαν τη φωνή που άκουσε ο  άγιος Ιερώνυμος την ημέρα των Χριστουγέννων, όταν ζητούσε από τον Θεό να του πει τι δώρο θα μπορούσε να του κάνει, ώστε να Τον ευχαριστήσει: τις αμαρτίες σου, Ιερώνυμε.


  Η παραβολή του ασώτου έρχεται ως συνέχεια της παραβολής, είπαμε, του Τελώνου και του Φαρισαίου. Μας αποκαλύπτει ότι για τον Θεό μας, συνεπώς και για την Εκκλησία, σημασία δεν έχει το αναμάρτητο – ανέφικτο άλλωστε για όλους – του ανθρώπου, αλλά η μετάνοιά του. Είναι γνωστό ότι άγιος δεν είναι ο αναμάρτητος, αλλά ο μετανοημένος αμαρτωλός. Η μετάνοια είναι αυτή που μεταποιεί για εμάς την μία πάντοτε αγάπη του Θεού μας και την κάνει να λειτουργεί ως Παράδεισος. Ακόμη κι ο διάβολος αν μετανοούσε, θα ζούσε στον Παράδεισο ως και πάλι άγγελος Εκείνου. Δεν το θέλει όμως. Το θέμα όμως είναι τι κάνουμε εμείς; Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, διότι μέσα στην Εκκλησία μας ό,τι είπε ο Κύριος ως παραβολή, γίνεται πραγματικότητα: ερχόμαστε με τις αμαρτίες μας, με τη συναίσθηση της τραγικότητάς μας, για να ριχτούμε όμως στην αγκαλιά Του, μέσα από το μυστήριο της μετανοίας, που καταλήγει στο ευλογημένο εξομολογητήριο. Εκεί αρχίζουμε να ντυνόμαστε και πάλι τη στολή την πρώτη, να τρώμε τον μόσχο τον σιτευτό, να γινόμαστε ένα με τον Κύριο. Σ’ αυτό μας προσανατολίζει για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας, με το Τριώδιο και τη Σαρακοστή που έρχεται.


ΠΗΓΗ ''ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ''