Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Οι Ιησουίτες του "αντιαιρετικού" γραφείου της Κηφισιάς

"Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα"
 
"Πρέπει να είμαστε πάντα πρόθυμοι να πιστέψουμε πως
αυτό που φαίνεται άσπρο είναι μαύρο,
αν έτσι αποφασίσει η εκκλησιαστική ιεραρχία"
 
Ιγνάντιο Λογιόλα, Ιδρυτής του Τάγματος των Ιησουϊτών

 
Όταν το 1924 άλλαξε με τη βία το εκκλησιαστικό ημερολόγιο, οι προπάτορές μας αποφάνθηκαν: "Μας φράγγεψαν!". Πόσο δίκαιο είχανε! Η καινοτομήσασα Ιεραρχία των νεοημερολογιτών δεν υιοθέτησε μόνο το ημερολόγιο από τη Δύση, αλλά και πολλές άλλες κακοδοξίες και συμπεριφορές. Μπορεί να μην αποδέχθηκε (φανερά τουλάχιστον) το Φιλιόκβε ή το Πρωτείο, αλλά είναι ποτισμένη μέχρι το κόκκαλο με την παπιστική συμπεριφορά. Τυφλή και άκριτη υπακοή στην Ιεραρχία, αμείλικτο πόλεμο σε κάθε αντιφρονούντα. Και μπορεί οι καιροί να μην της επέτρεψαν να χρησιμοποιήσει φλεγόμενους σωρούς από ξύλα για να ρίξει στην πυρά κάθε έναν που θα τολμήσει να παρακούσει τις αποφάσεις της, αλλά η Ιερά Εξέταση αναβίωσε τόσο στο άμεσο παρελθόν, με αποσχηματισμούς, ξυλοδαρμούς, εξορίες, φυλακίσεις και άλλες βιαιοπραγίες, όσο και στο παρόν, με συκοφαντίες, ψεύδη και αισχρές διαβολές. 

Μέσα στα πλαίσια μιας τέτοιας τακτικής κυκλοφόρησε πρόσφατα και ένα κατάπτυστο φυλλάδιο, που εξέδωσε το "Αντιαιρετικό"[1] Γραφείο της νεοημερολογιτικής Μητροπόλεως Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού[2] και το οποίο - στα πλαίσια της "αντιαιρετικής" αυτής Σταυροφορίας - μοιράστηκε στις ενορίες της εν λόγω Μητροπόλεως, με τίτλο "Οι αιρετικοί Παλαιοημερολογίτες".
π. Νικόλαος Γαβαλάς
(ο υπεύθυνος του "αντιαιρετικού" γραφείου)

Τα γραφόμενα στο φυλλάδιο αυτό (την προπαγάνδα του οποίου θα ζήλευε ακόμη και ο Γκαίμπελς), αποτελούν μνημείο ψεύδους, υποκρισίας και μακιαβελισμού. Προς ενίσχυση της προπαγάνδας τους, χρησιμοποίησαν και ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ αποσπάσματα από Αγίους και Γέροντες, όπως του π. Φιλοθέου Ζερβάκου.

Ας δούμε όμως αρχικά τα κυριότερα σημεία του φυλλαδίου αυτού και την αναίρεση αυτών:

1. Τοποθετεί το σχίσμα όχι το 1924, που έγινε πραγματικά εξαιτίας της αντικανονικής και μονομερούς αλλαγής του ημερολογίου από τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, αλλά το 1935 που απετειχίσθηκαν οι τρεις πρώτοι Επίσκοποι, οι οποίοι ηγήθηκαν των Παλαιοημερολογιτών. Μέμφεται αυτούς τους Ιεράρχες για το ότι (α) αντέδρασαν 11 χρόνια μετά την ημερολογιακή αλλαγή[3] και (β) κινήθηκαν από ιδιοτελείς σκοπούς.

Τα δύο όμως αυτά σημεία καταρρίπτονται αυθωρεί από την Εκκλησιαστική Ιστορία. Για το (α) είναι τοις πάσι γνωστό ότι ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εξαπάτησε την Ιεραρχία τόσο αποκρύπτοντας τα επίσημα έγγραφα (όπως αναφέρει ο τίμιος εκκλησιαστικός ιστορικός του νέου ημερολογίου π. Θεόκλητος Στράγκας -βλέπε και εικόνα παρακάτω-), όσο και καθησυχάζοντας τους αντιδρώντες επισκόπους, ότι το ζήτημα θα λυθεί άμεσα μέσω αρμοδίας και εγκύρου Πανορθοδόξου Συνόδου.

Για το (β) και πάλιν η Εκκλησιαστική Ιστορία ομιλεί. Αν κάποιος κινήθηκε από ιδιοτελείς σκοπούς αυτός είναι μόνον ο Ζακύνθου, ο οποίος και επέστρεψε στην νεοημερολογιτική Ιεραρχία, υπό τον φόβο των διωγμών. Ο Δημητριάδος Γερμανός, άφησε μια πλούσια Μητρόπολη για να οδηγηθεί στην εξορία, ενώ ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (ίσως ο μεγαλύτερος Άγιος του Κ΄ αιώνος, μετά τον Άγιο Νεκτάριο) εξορίσθηκε δις (την δεύτερη υπερήλικας), λοιδορήθηκε και συκοφαντήθηκε, αλλά αντέστη μέχρι τέλους, ακόμη και όταν ο Αθηνών Σπυρίδων, αλλά και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας (παλιός του διάκος στη Μητρόπολη Πελαγονίας) του έταξαν λαγούς και πετραχήλια, για να επιστρέψει στην Καινοτομία.

2. Προσπαθεί να αποδείξει ότι το Νέο Ημερολόγιο δεν είναι παπικό. Αυτά όμως τα αστεία επιχειρήματα, έχουν αναιρεθεί πολλάκις και υπό πολλών και θα είναι ματαιοπονία να παραθέσουμε ξανά τα ίδια επιχειρήματα ειδικά όταν απευθυνόμαστε σε "ώτα μη ακουόντων". Αρκεί μόνο η παρακάτω εικόνα εξωφύλλου ενός βιβλίου του π. Φιλοθέου Ζερβάκου (του οποίου χρησιμοποιούν επιλεκτικά κείμενα προς επίρρωση των διεστραμμένων απόψεών τους).


3. Ισχυρίζεται ότι "η διόρθωση του ημερολογίου μας έφερε πιο κοντά στην Ιερά Παράδοση", εξαιτίας της διαφοράς μεταξύ συμβατικής και πραγματικής εαρινής ισημερίας! Χρησιμοποιείται δηλαδή ΑΚΡΙΒΩΣ το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο Πάπας Γρηγόριος ο ΙΓ΄, για να δικαιολογήσει την αλλαγή του ημερολογίου το 1582 (κατά τα άλλα το νέο ημερολόγιο δεν είναι παπικό...).

4. Αμφισβητεί το θαύμα της εμφανίσεως του Τιμίου Σταυρού, το οποίο απέδειξε με μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Καλλιόπιος Γιαννακουλόπουλος (Επίσκοπος Πενταπόλεως) και το αποδίδει σε ενέργεια του διαβόλου. Ας δούμε όμως τι απαντά ο νεοημερολογίτης επίσκοπος Μελέτιος Καλαμαράς: ""Σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι σφραγίδα τοῦ Παντοδυνάμου, εἶναι καὶ αὐτὴ παντοδύναμη, φρίκη καὶ τρόμος τῶν δαιμόνων. Ὅπως λέγει ἡ ἀποκάλυψις (κεφ. 7,2 καὶ 9,4) ὅσοι ἔχουν τὴν σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπρόσβλητοι ἀπὸ τὸν Διάβολον. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μεταδίδεται μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ κάνει ὁ ἱερεὺς ἐπάνω στὸ ἁγιαζόμενο. Στὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, παντοῦ, εἰς ὅλα τους ἀνεξαιρέτως μπορεῖ νὰ εἰπῆ κανεὶς τὰ σημεῖα, ἡ εὐλογία τοῦ ἱερέως ὀνομάζεται «σφραγίς». Καὶ ὅπως ξέρομε ἡ εὐλογία τοῦ ἱερέως εἶναι πάντοτε ἕνας «σταυρός»".
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία περίπτωση ο διάβολος να εμφανισθεί ως Σταυρός, όπως αναφέρει το αθεολόγητο και βλάσφημο κείμενο του φυλλαδίου!


5. Προβάλλει τον διαμελισμό των Παλαιοημερολογιτών με τέτοιο τρόπο και χρησιμοποιώντας τέτοια στοιχεία που κάνει τους αδελφούς Γκριμ (συγγραφείς των έργων "Κοκκινοσκουφίτσα", "Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι" κ.α.) να ωχριούν ως παραμυθάδες. Αυθαιρέτως, ψευδώς και συκοφαντικώς αποφαίνονται πως οι Παλαιοημερολογίτες έχουν 18 Αρχιεπισκόπους (10 οι φλωρινικοί και 7 οι ματθαιϊκοί και 1 οι υποτιθέμενοι "ανεξάρτητοι")!!! Ακόμη και ο Πινόκιο του Κάρλο Λορεντσίνι δεν θα μπορούσε να σκαρφιστεί τέτοια ψέματα! Καλούμε τους συκοφάντες και ψεύτες συντάκτες του φυλλαδίου να παραθέσουνε τα στοιχεία τους, ειδάλλως να ανακαλέσουν δημοσίως (μοιράζοντας τα σχετικά φυλλάδια στις ενορίες τους) και να ζητήσουν συγχώρεση τουλάχιστον από τον πνευματικό τους.

6. Θεωρεί ότι οι Παλαιοημερολογίτες δεν έχουν ιερωσύνη και πως είναι αιρετικοί. Σε αυτό το σημείο το περιεχόμενο του φυλλαδίου αρχίζει και γίνεται ευτράπελο. Αυτοί που δέχονται ιεροσύνη σε παπικούς και προτεστάντες και αρνούνται να τους χαρακτηρίσουν αιρετικούς, επειδή τάχα δεν έχει συνέλθει Οικουμενική Σύνοδος να τους καταδικάσει, αποφαίνονται με ύφος χιλίων καρδιναλίων για την ιεροσύνη των Παλαιοημερολογιτών, χαρακτηρίζοντάς τους αιρετικούς! Χρησιμοποιούν δε επιλεκτικά (με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνεται το αληθές νόημα των γραφομένων) κείμενο του π. Φιλοθέου Ζερβάκου, αποσιωπώντας ως ΓΝΗΣΙΟΙ Ιησουίτες ολόκληρο το κείμενο του αειμνήστου πατρός, ο οποίος μόνο τις ακρότητες τινών Παλαιοημερολογιτών στηλίτευσε, αλλά αντιθέτως την κατάκριτη καινοτομία του νέου ημερολογίου συνεχώς και μέχρι τέλους πολέμησε σθεναρώς!

7. Θέτει τις ενίοτε οικονομίες των Αγίων Πατέρων (και μάλιστα σε περίοδο που οι αιρετικοί χρησιμοποιούσαν την βία της κοσμικής εξουσίας κατά των αντιφρονούντων) ως πρότυπο ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ για τη σχέση των Ορθοδόξων με τους αιρετίζοντες προϊσταμένους τους. Τολμούν οι ταλαίπωροι συντάκτες του φυλλαδίου αυτού να συγκρίνουν την οσφυοκαμπτική στάση τους απέναντι στους αιρετικούς Οικουμενιστές προϊσταμένους τους, με την πρόσκαιρη στάση ορισμένων Αγίων Πατέρων χάριν των εν αγνοία κοινωνούντων με τους αιρετικούς απλοϊκών πιστών.

8. Κατακρίνει τις απόψεις ενίων Παλαιοημερολογιτών σχετικώς με την απόρριψη της αγιότητας των συγχρόνων Γερόντων π. Παισΐου και π. Πορφυρίου (των οποίων τις διδασκαλίες που είναι σύμφωνες με τις διδασκαλίες των Αγίων Πατέρων τις αποδεχόμαστε). Κακώς όμως αγανακτούν, όταν και οι ίδιοι απορρίπτουν την αγιότητα των Παλαιοημερολογιτών Γερόντων (π. Ιερωνύμου Αιγίνης. π. Ιωάννου Αμφιάλης κ. α.).
Προς τί όμως η βιασύνη αυτή για συμφέρουσες - για τους Οικουμενιστές - αγιοποιήσεις; Η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν βιαζόταν να ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΑΓΙΟΤΗΤΑ (και όχι να αγιοποιήσει) των, κοινής αποδοχής, κεκοιμημένων Ορθοδόξων.  Ας αφήσουμε το Θεό να αποκαλύψει τους Αγίους του, όπως έκανε με τον Άγιο Νεκτάριο. Ο Θεός θα ζητήσει λόγο  από εμάς για το αν τηρήσαμε ανόθευτη τη διδασκαλία του και όχι για το αν αποδεχτήκαμε ή όχι κάποιον ως άγιο. Ο Άγιος Κύριλλος δεν τίμησε ποτέ τον Άγιο Χρυσόστομο ως άγιο και όμως δικαιώθηκε και αγίασε εξαιτίας της πίστεώς του και του αντιαιρετικού του αγώνος.

Αυτά εν ολίγοις είναι τα κύρια σημεία του φυλλαδίου αυτού, κατά των Παλαιοημερολογιτών.

Εμείς πάντως έχουμε μία λύση, που προτείνουμε στο "αντιαιρετικό" γραφείο να αγωνιστεί για την υλοποίησή της και με την οποία θα εξαλειφθούν οι μισητοί τους Παλαιοημερολογίτες. Η λύση αυτή είναι να συνέλθει η Ιεραρχία της νεοημερολογιτικής Εκκλησίας της Ελλάδος και να αποφασίσει τα εξής:

α. Επιστροφή στο παλαιό εκκλησιαστικό ημερολόγιο,
β. Καταδίκη της αιρετικής Εγκυκλίου του 1920,
γ. Έξοδος από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών,
δ. Καταδίκη του Οικουμενισμού ως παναιρέσεως και διακοπή κοινωνίας με τους Οικουμενιστές
ε.  Διεργασίες για σύγκληση αληθινής Πανορθοδόξου Συνόδου, η οποία θα μεριμνήσει για την υλοποίηση όλων των παραπάνω σε όλες τις Τοπικές Εκκλησίες.

Αμφιβάλλουμε όμως πολύ για το αν το κίνητρό τους είναι η αγάπη για την Αλήθεια της Ορθοδοξίας ή η, άνευ όρων, στερέωση της υπακοής στην κακοδοξία των προϊσταμένων τους.

Έτσι δικαιολογούνται και τα γραφόμενα στο φυλλάδιο αυτό, δικαιώνοντας έναν νεότερο Ρώσο συγγραφέα (τον Σέργιο Ντοβλάτοφ) που έγραψε πως "Το αντίθετο της αγάπης δεν είναι η απέχθεια, ούτε η αδιαφορία, αλλά το ψέμα".

 
 
[1] Το πόσο "αντιαιρετικό" είναι, φαίνεται από τον ανύπαρκτο αγώνα του κατά της μεγαλύτερης αιρέσεως, ήτοι του Οικουμενισμού.
[2] Προήλθε από τη διάσπαση της Μητροπόλεως Αττικής, μετά την καθαίρεση του δεύτερου μοιχεπιβάτη αυτής Παντελεήμονος Μπεζενίτη.
[3] Οι φαρισαίοι συντάκτες του φυλλαδίου (που αγνοούν την έννοια της Μετάνοιας) αν ζούσαν στην εποχή του Αποστόλου Παύλου θα τον κατηγορούσαν γιατί δεν έγινε μαθητής του Χριστού εξ αρχής, αλλά εκ των υστέρων, αφού μάλιστα συμμετείχε και στον λιθοβολισμό του Αγίου Στεφάνου...




ΠΗΓΗ ''ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ''

ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΝΩΣΕΩΣ ΤΩΝ Γ.Ο.Χ.


Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Θέματα Δογματικὰ καὶ Κανονικὰ
                        
Α’. Βασικαὶ Ἐκκλησιολογικαὶ Ἀρχαὶ
Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀπὸ τοῦ παρελθόντος εἰκοστοῦ αἰῶνος ἀγωνίζεται στερρῶς καὶ ὁμολογιακῶς κατὰ τῆς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπίσης δὲ κατὰ τῆς προελθούσης ἐξ αὐτοῦἩμερολογιακῆς-Ἑορτολογικῆς Καινοτομίας, ἀλλὰ καὶ ἐν γένει κατὰ τοῦ Δογματικοῦ Συγκρητισμοῦ, ὁ ὁποῖος καλλιεργῶν σταθερῶς καὶ μεθοδευμένως, ποικιλοτρόπως καὶ ἀντι-ευαγγελικῶς, εἰς ἐπίπεδον Διαχριστιανικὸν καὶ Διαθρησκειακόν, τὴν σχέσιν, συνύπαρξιν, ἀνάμειξιν καὶ συνεργασίαν Ἀληθείας καὶ πλάνης, Φωτὸς καὶ σκότους, Ἐκκλησίας καὶ αἱρέσεως, ἀποβλέπει εἰς τὴν ἀνάδειξιν μιᾶς νέας ὀντότητος, ἤτοι μιᾶς Κοινότητος ἄνευ ταυτότητος πίστεως, τοῦ λεγομένουσώματος τῶν Πιστευόντων.
 Εἰς τὸν Ὁμολογιακὸν Ἀγῶνα Αὐτῆς, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐφήρμοσε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποδέχεται καὶ ἐφαρμόζῃ τὰς ἑξῆς Βασικὰς Ἀρχὰς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας:
            1. Τὸ κύριον κριτήριον διὰ τὴν ἰδιότητα Μέλους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ «Ὀρθὴ καὶ Σωτήριος τῆς Πίστεως Ὁµολογία» (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής), ἤτοι ἡ Ἀληθής, Ἀκριβὴς καὶ Ἀκαινοτόμητος Ὀρθόδοξος Πίστις, «ἐπὶ ταύτῃ» δὲ «τῇ πέτρᾳ» (Ὀρθῇ Ὁμολογίᾳ) ὁ Κύριος ἔχει οἰκοδομήσει τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν.
            2. Τὸ κριτήριον τοῦτο ἰσχύει τόσον διὰ µεµονωµένα πρόσωπα-πιστούς, ὅσον καὶ δι’ ὁλοκλήρους Τοπικὰς Ἐκκλησίας.
            3. Ἡ Καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐν σχέσει πάντοτε μὲ τὴν Μοναδικότητα, τὴν Ἁγιότητα καὶ τὴν Ἀποστολικότητα Αὐτῆς, εἶναιποιοτικὸν καὶ ἐσωτερικόν, ὄχι δὲ ποσοτικὸν καὶ ἐξωτερικὸν γνώρισμα Αὐτῆς· εἶναι ἡ θεμελιώδης Αὐτῆς ἰδιότης, ἡ ὁποία ἐκφράζει ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴνἀκεραιότητα καὶ τὴν πληρότητα τῆς ὑπ’ Αὐτῆς κηρυττομένης Ἀληθείας, ἀνεξαρτήτως τῆς πληθυσμιακῆς καὶ γεωγραφικῆς διαστάσεως Αὐτῆς, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν γνησιότητα καὶ ὁλοκληρίαν τῶν παρεχομένων μέσων πρὸς θεραπείαν καὶ θέωσιν τῆς πεσούσης ἀνθρωπίνης φύσεως.
            4. Ἐπὶ τῇ βάσει ταύτης τῆς Ὀρθῆς Ὁμολογίας θεμελιώνεται ἡΜυστηριακὴ Κοινωνία τῶν Πιστῶν μετὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ μεταξὺ ἀλλήλων, ὡς τελείωσις τῆς ὑφισταμένης ἐν τῇ πίστει Ἑνότητος, ὡς σκοπὸς καὶ τέλος καὶ ὄχι ὡς μέσον πρὸς ἐπίτευξιν τῆς Ἑνότητος αὐτῆς∙ δηλαδὴ προηγεῖται ἡ Ἑνότης ἐν τῇ Ὀρθῇ Ὁμολογίᾳ καὶ ἕπεται ἡ Κοινωνία ἐν τοῖς Μυστηρίοις.
            5. Ἅπαντες οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί, οἱ ἔχοντες Ὀρθόδοξον Ὁμολογίαν, προκειμένου νὰ ἀποτελοῦν ζῶντα Μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλουν νὰ διατελοῦν ὁπωσδήποτε ἐν Μυστηριακῇ Κοινωνίᾳ μεταξὺ ἀλλήλων, ἐφ’ ὅσον Κοινωνία Πίστεως καὶ Κοινωνία Μυστηρίων,ἀλληλοπεριχωρούμενα ἐν τοῖς Πιστοῖς, πραγματώνουν καὶ ἀναδεικνύουν τὸἝνα καὶ Μοναδικὸν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
            6. Ἡ ἀσάλευτος ἐμμονὴ εἰς τὴν Ὀρθὴν Ὁμολογίαν, ὡς καὶ ἡὑπεράσπισις Αὐτῆς πάσῃ θυσίᾳ, εἶναι θέμα ὑψίστης σωτηριολογικῆς σημασίας, διὰ τοῦτο δὲ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἡμῶν ὡµολόγησαν καὶ ὑπερασπίσθησαν γενναίως, ἐν λόγῳ, ἔργῳ καὶ αἵματι, τὴν Ἁγίαν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Πίστιν, πράττοντες τοῦτο ἐκ µέρους τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐν ὀνόµατι τῆς ὑπάρξεως Αὐτῆς.
            7. Ἅπαντες οἱ κηρύττοντες ἢ πράττοντες ἀντιθέτως πρὸς τὴν Ὀρθὴν Ὁμολογίανὡς αἱρετικοί, χωρίζονται ἀπὸ τὴν Ἀλήθειαν τῆς Πίστεως καὶ ἐκπίπτουν τῆς Κοινωνίας μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε αὐτοὶ εἶναι μεμονωμένα πρόσωπα εἴτε Κοινότητες, ἔστω καὶ ἄν αὗται συνεχίζουν λειτουργοῦσαι τυπικῶς-θεσμικῶς ὡς δῆθεν Ἐκκλησίαι καὶ προσαγορεύωνται ὡς τοιαῦται:
 «Οἱ µὴ τῆς Ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί·καὶ τοσοῦτο µᾶλλον, ὅσον ἄν καὶ σφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιµένας καὶ ἀρχιποιµένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ’ ἀλλήλων καλούµενοι· µηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισµόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαµᾶς).
            8. Ἡ παρεχομένη ἄνωθεν ἐκ τοῦ Πατρός, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Ἀληθείᾳ τῆς Πίστεως καὶ τῇ Κοινωνίᾳ τῶν Μυστηρίων εἶναι βεβαίως Χριστοκεντρικὴ καὶ Εὐχαριστιακή, βιοῦται δὲ ὡς διαχρονικὴ σύνοδος καὶ συλλειτουργία ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», ἐφ’ ὅσον ἔχει ὡς ἐγγυητὴν Αὐτῆς τὸνὈρθόδοξον Ἐπίσκοπον, ὄντα - θείᾳ Χάριτι - φορέα τῆς «Παραδόσεως τῆς Ἀληθείας» (Ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου).
            9. Ἕκαστος Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, ὡς «τρόπων μέτοχος καὶ θρόνων διάδοχος» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὡς Πατὴρ τῆς Εὐχαριστιακῆς Συνάξεως, ὡς Διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀληθείας καὶ ὡς Διάκονοςτῆς Ἀγάπης ἐν Ἀληθείᾳ, εἶναι εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ, ὡς ἐκ τούτου δὲἐνσαρκώνει, ἐκφράζει καὶ διασφαλίζει τὴν διαχρονικὴν Καθολικότητατῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τὴν Ἑνότητα Αὐτῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ταυτοχρόνως δὲ τὴν Ἑνότητα ἐν Χριστῷ μετὰ πασῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, αἱ Ὁποῖαι ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρξουν ὡς τὸ Ἕν Σῶμα Χριστοῦ.
             «Τί δέ ἔστιν ”ἕν σῶμα“; Οἱ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστοὶ καὶὄντες καὶ γενόμενοι καὶ ἐσόμενοι» (Ἱερὸς Χρυσόστομος).
            10. Πᾶς Ἐπίσκοπος, κηρύττων «αἵρεσιν δημoσίᾳ» καὶ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» καὶ διδάσκων «ἕτερον εὐαγγέλιον παρ’ ὅ παρελάβομεν» ἢ εὑρίσκεται εἰς συγκρητιστικὴν κοινωνίαν μὲ ἀλλοδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους, πράττων μάλιστα τοῦτο ἐπιμόνως καὶ συνεχῶς, καθίσταται «ψευδεπίσκοπος» καὶ «ψευδοδιδάσκαλος» (ΙΕ’ Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας)· οἱ δὲ κοινωνοῦντες μετ’ αὐτοῦ Ἐπίσκοποι, ἀδιαφοροῦντες ἢ ἀνεχόμενοι ἢ ἀποδεχόμενοι τὸ φρόνημα καὶ τὰς πρακτικὰς αὐτοῦ ἐκφράσεις, «συνόλλυνται» (Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης), παύοντες οὕτω νὰ εἶναι Κανονικοὶ καὶ Κοινωνικοί, ἐφ’ ὅσον ἡ Καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἑνότης Αὐτῆς καὶ ἡ γνησία Ἀποστολικὴ Διαδοχή,ἐγγυώμεναι ἀσφαλῶς τὸ Κανονικὸν καὶ Κοινωνικὸν τοῦ Ἐπισκόπου,ἑδράζονται, ἀπορρέουν καὶ διασφαλίζονται ἀπὸ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν».
Β’. Οἰκουμενισμός: Συγκρητιστικὴ Παναίρεσις
        
1. Ὁ Οἰκουµενισµός, ὡς θεολογικὴ ἔννοια, ὡς ὠργανωµένον κοινωνικὸν κίνηµα καὶ ὡς θρησκευτικὴ πρᾶξις, εἶναι καὶ ἀποτελεῖ τὴν μεγαλυτέραν αἵρεσιν τῶν αἰώνων καὶ τὴν περιεκτικωτέραν παναίρεσιν· αἵρεσιν ἐξ αἱρέσεων καὶ παναίρεσιν ἐκ παναιρέσεων· ἀμνήστευσιν πασῶν τῶν αἱρέσεων, ὄντως καὶ ἀληθῶς Παναίρεσιν· τὸν ὑπουλότερον ἀντίπαλον τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς καὶ τὸν πλέον ἐπικίνδυνον ἐχθρὸν τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐφ’ ὅσον ἐντὸς τῶν συγκρητιστικῶν ὁρίων αὐτοῦ ἀδυνατοῦν νὰ ὑπάρξουν ἐν ἀρρήκτῳ σωτηριολογικῇ ἑνότητι ἡ ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια καὶ Ζωή.
      2. Ὁ Οἰκουμενισμὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν προτεσταντικὸν κόσμον (ΙΘ’ αἰ. κ.ἑ.) καὶ καλλιεργεῖ τὴν σχετικοποίησιν τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας, Ζωῆς καὶ Σωτηρίας, ἀρνούμενος κατ’ οὐσίαν τὴν Καθολικότητα καὶ Μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον εἰς τὴν βάσιν αὐτοῦ κεῖται ἡ πεπλανημένη θεωρία περὶ «Ἀοράτου Ἐκκλησίας» μὲ ἀσαφῆ ὅρια, μέλη τῆς ὁποίας δῆθεν δύνανται νὰ ἀνήκουν εἰς διαφόρους «Ὁμολογίας», ὡς καὶ ἡ παραλλαγὴ ταύτης, ἤτοι ἡ λεγομένη «Θεωρία τῶν Κλάδων», κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ διάφοροι χριστιανικαί «Ὁμολογίαι» εἶναι δῆθεν κλάδοι τοῦ αὐτοῦ δένδρου τῆς Ἐκκλησίας, ἕκαστος δὲ κλάδος κατέχει μέρος τῆς Ἀληθείας καὶ οὕτω συναπαρτίζουν δῆθεν τὸ ὅλον τῆς Ἐκκλησίας.
3. Παρὰ τὴν ποικιλίαν τῶν θεωριῶν, τὰς ὁποίας παρήγαγεν ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ βασικὸς στόχος αὐτοῦ εἶναι ἡ καλλιέργεια μιᾶς συγκρητιστικῆς συνυπάρξεως καὶ συνεργασίας, ἀλλὰ καὶ περαιτέρω μιᾶς συγχωνεύσεως κατ’ ἀρχὰς πασῶν τῶν χριστιανικῶν Κοινοτήτων(Διαχριστιανικὸς Οἰκουμενισμός), ἀκολούθως δὲ πασῶν τῶν θρησκειῶν(Διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμός), τοῦτ’ ἔστιν (ἡ καλλιέργεια) μιᾶς ἀντι-ευαγγελικῆς διαδικασίας, ὁδηγούσης ἀφεύκτως εἰς τὴν ἀνάδειξιν ἑνὸςσώματος τῶν Πιστευόντων, μιᾶς τρόπον τινὰ Πανθρησκείας, ἡ ὁποία θὰ προλειάνῃ τὸ ἔδαφος διὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ πειρασμοῦ τῶν Ἐσχάτων, ἤτοι τῆςἐποχῆς τοῦ Ἀνόμου - Ἀντιχρίστου.
4. Λόγῳ τοῦ συγκρητιστικοῦ αὐτοῦ χαρακτῆρος, ὁ Οἰκουμενισμὸς συγγενεύει στενῶς πρὸς τὸν Ἐλευθεροτεκτονισμὸν (Μασωνίαν), ὁ ὁποῖος αὐτοδιαφημιζόμενος ὡς ἀνεξίθρησκος, συγχρωτιστικὸς καὶ ἀνεκτικὸς ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν, ἔχει ἀναδειχθῆ ἐν τῇ πράξει εἰς Θρησκείαν καὶ Ὑπερθρησκείαν, συμβάλλουσα ἀμέσως καὶ ἐμμέσως εἰς τὴν προώθησιν τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ Ὁράματος, δηλαδὴ εἰς τὴν δημιουργίαν μιᾶς περιεκτικῆς βάσεως ἁπάντων τῶν Δογμάτων καὶ Θρησκειῶν, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ Ἀποκεκαλυμμένη Ἀλήθεια θὰ ἔχῃ πλήρως σχετικοποιηθῆ καὶ ἐξισωθῆ μὲ πᾶσαν ἀνθρωπίνην καὶ δαιμονικὴν πλάνην καὶ δοξασίαν.
5. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἤρχισε νὰ προσβάλλῃ τὴν Ὀρθόδοξον Καθολικὴν Ἐκκλησίαν φθίνοντος τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος, διὰ δὲ τοῦ Συνοδικοῦ Διαγγέλματος«Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐν ἔτει 1920, ἀποτελοῦντος ὁμολογουμένως τὸν«Καταστατικὸν Χάρτην τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἐκηρύχθη οὗτος «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ἐφ’ ὅσον χαρακτηρίζει τὰς αἱρέσεις τῆς Δύσεως καὶ ἁπανταχοῦ ὡς δῆθεν «σεβασμίας Χριστιανικὰς Ἐκκλησίας», οὐχὶ πλέον «ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας», ἀλλ’ ὡς «συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ ”συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ“»,προτείνων μάλιστα ὡς πρῶτον μέτρον ἐφαρμογῆς αὐτοῦ τὴν χρῆσινκοινοῦ ἡμερολογίου, πρὸς ταυτόχρονον συνεορτασμὸν ὀρθοδόξων καὶ ἑτεροδόξων.
            6. Κατ’ ἐφαρμογὴν τοῦ οἰκουμενιστικοῦ Διαγγέλματος τούτου καὶ κατόπιν τῶν ἀντικανονικῶν Ἀποφάσεων τοῦ ἀντορθοδόξου Συνεδρίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐν ἔτει 1923, υἱοθετήθη κατ’ οὐσίαν τὸ λεγόμενον Γρηγοριανὸν Ἡμερολόγιον ὡς δῆθεν Διωρθωμένον Ἰουλιανόν, καίτοι ἅμα τῇ ἐμφανίσει αὐτοῦ ἐν τῇ Δύσει (1582) κατεκρίθη καὶ κατεδικάσθη ὡς σοβαρὰ Παπικὴ Καινοτομία ὑπὸ τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων ἐν τῇ Ἀνατολῇ (1583, 1587, 1593),  τῶν Ὁποίων αἱ ἀποφάσεις ἐξακολουθοῦν ἰσχύουσαι καὶ βαρύνουν τοὺς ἐν σχίσματι εὑρισκομένους Καινοτόμους.
            7. Ἡ Ἡμερολογιακὴ-Ἑορτολογικὴ Καινοτομία, εἰσαχθεῖσα ἐν ἔτει 1924 εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρουμανίας, κατόπιν δὲ σταδιακῶς καὶ εἰς ἄλλας Τοπικὰς Ἐκκλησίας, προσκρούει εἰς τὴν Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ κατὰ τὸν τρόπον τῆς ἐφαρμογῆς (μονομερῆ καὶ ἀντικανονικόν), ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν σκοπὸναὐτῆς (οἰκουμενιστικὸν-συγκρητιστικόν), προσβάλλουσα τοιουτοτρόπως διὰ πλήγματος δεινοῦ τὴν ἐξωτερικὴν ἔκφανσιν καὶ ἐκδήλωσιν τοῦ Ἑνὸς Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὸν κόσμον, πραγματοποιουμένηνκαὶ διὰ τοῦ ἑνιαίου Ἡμερολογίου-Ἑορτολογίου.
            8. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία, μέσῳ τοῦ ὑψίστου συνοδικοῦ κύρους Αὐτῆς, ἔχει ἐκφράσει τὴν σταθερὰν καὶ ἀμετακίνητον βούλησιν Αὐτῆς, ὅπως ἐκδηλώνεται ἡ Ἑνότης Αὐτῆς καὶ διὰ τῆς ἀπὸ κοινοῦ ὑφ’ ὅλων τῶν Χριστιανῶν τελέσεως τῆς μεγίστης τῶν Ἑορτῶν, ἤτοι τοῦ Ἁγίου Πάσχα, καθορίσασα ὁριστικῶς εἰς τὴν Α’ Ἁγίαν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐν ἔτει 325 τὸ αἰώνιον Κανόνιον τοῦ Πάσχα, τὸνΠασχάλιον Κανόνα.
            9. Ἡ Συνοδικὴ Πρᾶξις αὕτη, κατ’ οὐσίαν βαθύταταἐκκλησιολογικὴ καὶ δογματική, προϋπέθετεν ὡς βάσιν τῶν λεγομένωνΔιορισμῶν τοῦ Ἁγίου Πάσχα τὴν Ἐαρινὴν Ἰσημερίαν, ἡ ὁποία ὡς σταθερὰ ἡμερομηνία ἐκκλησιαστικῶς θὰ ἦτο πλέον θετῶς/συμβατικῶς ἡ 21ηΜαρτίου τοῦ ἐν χρήσει τότε Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖον τοιουτοτρόπως καθιερώθη ὡς Ἐκκλησιαστικὸν Ἡμερολόγιον καὶ ὡς ἄξων τοῦ ἐνιαυσίου Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου, βάσει δὲ τούτου ἡ ἡμερολογιακὴ ἐναρμόνισις τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τῶν εὑρισκομένων εἰς διάφορα ἡμερολογιακὰ περιβάλλοντα, συνετελέσθη σταδιακῶς ἕως καὶ τὸν ΣΤ’ αἰῶνα.            
            10. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδουἐξέφρασαν θεοπνεύστως, ἀλλὰ καὶ προφητικῶς, τὸ ἀντι-συγκρητιστικὸν πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας: τὸ «μὴ μετ’ Ἰουδαίων συνεορτάζειν», κατ’ ἐπέκτασιν δὲ τὸ μὴ ἐπιδιώκειν μετὰ τῶν αἱρετικῶν ἑορτάζειν, διησφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴν-ὁρατὴν Ἑνότητα τοῦ Ἑνὸς Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔθετε τὰ ὅρια μεταξὺ Ἀληθείας καὶ Αἱρέσεως, ὅλως δηλαδὴ ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατάκριτον Ἡμερολογιακὴν  Μεταρρύθμισιν τοῦ 1924, ἡ ὁποία ἀπέβλεπεν εἰς τὸ συνεορτάζειν μετὰ τῶν ἑτεροδόξων τοῦ παναιρετικοῦ Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ, προκειμένου νὰ καταστῇ ὁρατὴ ἡ δῆθεν ὑπάρχουσα ἀόρατος ἑνότης μετ’ αὐτῶν καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
            11. Οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταί, μάλιστα δὲ οἱ πλέον ἀκραῖοι ἐξ αὐτῶν, ἔχοντες ὑποστῆ τὰ ὀλέθρια ἀποτελέσματα τοῦ διαβρωτικοῦ Συγκρητισμοῦ, φρονοῦν ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει δῆθεν ἀπολέσει τὴν Καθολικότητα Αὐτῆς,λόγῳ θεολογικῶν καὶ πολιτισμικῶν διαμαχῶν καὶ διαιρέσεων· προτείνουν δὲ καὶ ἐπιδιώκουν τὴν δῆθεν ἀνασυγκρότησιν ταύτης, μέσῳ μιᾶς συμβατικῆς ἑνώσεως τῶν διεστώτων, ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν εὐχαριστιακὴν κοινωνίαν, ἄνευ βεβαίως κοινῆς Ὁμολογίας Πίστεως, κατὰ τὰ πρότυπα προφανῶς τῆς Οὐνίας· ἕτεροι, πλέον μετριοπαθεῖς Οἰκουμενισταί, ἀρκοῦνται εἰς τὴν συναρίθμησιν τῶν ἑτεροδόξων μετὰ τῶν ὀρθοδόξων, ὁμιλοῦντες «ὑπὲρ τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώματος», ὡς δῆθεν εὑρισκομένων αὐτῶν (τῶν ἑτεροδόξων) ἐντὸς τῶν Ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, διότι οὗτοι δὲν ταυτίζουν τὰΧαρισματικὰ καὶ τὰ Κανονικὰ Ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ὑποστηρικταὶ τῆς «Διευρυμένης Ἐκκλησίας» ἢ τῆς «Ἐκκλησίας ἐν διευρυμένῃ ἢ εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ», ἐφ’ ὅσον ἀνακαλύπτουν ἢ ἀναγνωρίζουν τὴν ὕπαρξιν Ἐκκλησιῶν καὶ Θείας Χάριτος/Σωτηρίας καὶ ἐκτὸς τῶν Ὁρίων τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ecclesia extra ecclesiamextra muros).
            12.  συμμετοχὴ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν εἰς τὸ λεγόμενον «Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν» (1948 κ.ἑ.), ὡς καὶ εἰς ἑτέρους Οἰκουμενιστικοὺς Ὀργανισμούς, ἀποτελεῖ μίαν ἐν τῇ πράξει ἄρνησιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ Ἀληθείας καὶ Σωτηρίας, ἐφ’ ὅσον βασικὴ προϋπόθεσιςὀργανικῆς συμμετοχῆς εἰς τοιαῦτα Διομολογιακὰ Σώματα εἶναι κατ’ οὐσίανἡ ἔστω καὶ σιωπηλὴ ἄρνησις τῆς ὑπάρξεως αὐθεντικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Καθολικότητος σήμερον, ὡς καὶ ἡ αἴσθησις τῆς ἀνάγκης ἀνα-συγκροτήσεως μιᾶς δῆθεν αὐθεντικῆς Καθολικότητος, τοῦτ’ ἔστι τῆς ἀνάγκης μιᾶς δῆθεν ἐπανιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας.
            13. Εἰς τὴν βάσιν τῶν ἀντορθοδόξων καὶ πλήρως καινοφανῶν τούτων ἀντιλήψεων, εὑρίσκεται ἡ λεγομένη «Βαπτισματικὴ Θεολογία», ὁΔογματικὸς Συγκρητισμός, ἡ κατάργησις τῶν «Ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας, ἡαἴσθησις τῆς «Οἰκουμενικῆς Ἀδελφοσύνης», ἡ θεωρία τῶν «Ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», ἡ λεγομένη «Θεολογία τῶν Δύο Πνευμόνων», ἡ θεωρία τῆς «Μιᾶς καὶ Διῃρημένης Ἐκκλησίας», ἡ «ὑπέρβασις τῆς παλαιᾶς αἱρεσιολογίας», ὡς καὶ ἄλλαι ποικίλαι κακοδοξίαι ἔχουσαι ὁδηγήσει σταδιακῶς τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὰς εἰς τὴν ἄρνησιν τῆς ἐκκλησιολογικῆς καὶ σωτηριολογικῆς ἀποκλειστικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μάλιστα δὲ καὶ εἰς τὴν συνοδικὴν ἀναγνώρισιν τῶν ἑτεροδόξων Κοινοτήτων καὶ τῶν μυστηρίων αὐτῶν, εἰς τὴν συμπροσευχὴν μετ’ αὐτῶν καὶ δὴ εἰς ἐπίπεδον κορυφῶν, εἰς τὴν παροχὴν μυστηρίων εἰς αὐτούς, εἰς τὴν συνυπογραφὴν Κοινῶν Δηλώσεων καὶ Διακηρύξεων πρὸς κοινὴν δῆθεν μαρτυρίαν μετ’ αὐτῶν, ὡς ἐπίσης καὶ εἰς τὴν αἴσθησιν τοῦ χρέους τῆς συνδιακονίας τοῦ κόσμου, ὡς δῆθεν συνυπευθύνων (Ὀρθοδοξίας καὶ Αἱρέσεως) διὰ τὴν σωτηρίαν αὐτοῦ.
            14. Μέσῳ πάντων τούτων, ἔχει διαστρεβλωθῆ πλήρως ἡ ἔννοια τῆς εὐαγγελικῆς Ἀγάπης, ἀσκουμένης ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ διὰ τῆς Ἀληθείας· ἔχει παγιωθῆ ἕνας βαθὺς καὶ ὁλονὲν ἐμβαθυνόμενοςσυγκρητιστικὸς συγχρωτισμός· τηρεῖται, ἐν ὀνόματι μιᾶς νενοθευμένης οἰκονομίας, μία στάσις περιεκτικὴ καὶ περιχωρητικὴ ἔναντι τῆς ἑτεροδοξίας· ἔχει προέλθει μία ἄμεικτος μεῖξις· καὶ ἔχει ἀναδυθῆ μία ὄντως ὑφισταμένη ἕνωσις μεταξὺ τῶν πάσης προελεύσεως Οἰκουμενιστῶν, ἑνὸς Σώματος Πιστευόντων, ὄχι βεβαίως ἐν τῇ Μοναδικῇ Ἀληθείᾳ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἐπὶ τῇ βάσει ἑνὸς νεφελώδους ἀνθρωπιστικοῦ ὁράματος, χωρὶς ἱεραποστολικὴν διάστασιν καὶ κλῆσιν τῶν πεπλανημένων εἰς Ἐπιστροφὴν ἐν Μετανοίᾳ εἰς τὸν Οἶκον τοῦ Πατρός, τ.ἔ. εἰς τὴν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
 Γ’. Σεργιανισμός: Ἀλλοίωσις τῆς Κανονικότητος
1. Ἕν ἕτερον συγγενὲς πρὸς τὸν Οἰκουμενισμὸν φαινόµενον καὶ κίνημα, ἔχον ἐπίσης ἐκκλησιολογικὴν διάστασιν, εἶναι ὁ λεγόµενοςΣεργιανισµός, ὁ ὁποῖος εἰς τὰς πρωτοφανεῖς περιστάσεις τοῦ διωγµοῦ  τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν πρώην Σοβιετικὴν Ἕνωσιν παρέδωσε, μέσῳ τοῦ πεπτωκότος καὶ συμβιβασθέντος ἀρχικῶς μητροπολίτου καὶ μετέπειτα πατριάρχου Μόσχας, Σεργίου Στραγκορόντσκυ (+ 1944),  εἰς τοὺς ἀθέους καὶ θεομάχους Μπολσεβίκους ἕνα φαινοµενικῶς  ἄρτιον ἐκκλησιαστικὸν ὀργανισμόν, προκειμένου νὰ καταστῇ οὗτος εἰς χεῖρας αὐτῶν ἄβουλον ὄργανον κατὰ τὴν ἀδυσώπητον αὐτῶν πολεµικὴν ἐναντίον Αὐτῆς τῆς ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας ὡς φορέως τοῦ πληρώµατος τῆς Ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ.
            2. Ὁ Σεργιανισµὸς δὲν εἶναι μόνον σοβιετικὸν φαινόµενον, διότι ἔπληξε δεινῶς καὶ τὰς Τοπικὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τῶν χωρῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἔνθα ἐπεκράτησαν, µετὰ τὸν Β’ Παγκόσµιον Πόλεµον, ἀθεϊστικὰ καὶ ἀντιχριστιανικὰ κοµµουνιστικὰ Καθεστῶτα.
            3. Ἡ πεμπτουσία τοῦ Σεργιανισμοῦ εἶναι ἡ υἱοθέτησις τῆς πλάνης ὅτιἡ ἐξαπάτησις θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ χρησιµοποιηθῇ δῆθεν ὡς µέσον διασώσεως τῆς Ἀληθείας, ἐπίσης δὲ ὅτι ἡ συνεργασία µετὰ τῶν ἐχθρῶν καὶ διωκτῶν τῆς Ἐκκλησίας ἦτο δῆθεν ὁ τρόπος ἐπιβιώσεως Αὐτῆς· ἀλλ’ ὅμως, ἐν τῇ πράξει συνέβη ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον: οἱ σεργιανισταὶ ἐπίσκοποι κατεστάθησαν ὄργανα τῶν ἀθέων Κοµµουνιστῶν, προκειμένου νὰ ἀσκοῦν ἔλεγχον ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας, µὲ σκοπὸν τὴν ἠθικὴν καὶ πνευµατικὴν Αὐτῆς ἐξασθένησιν, ἕως τῆς τελικῆς ἀποδομήσεως καὶ τοῦ ἐξαφανισμοῦ Αὐτῆς.
            4. Εἰς τὸ ἐκκλησιολογικὸν πεδίον, ὁ Σεργιανισμὸς διεστρέβλωσε πλήρως τὴν ἔννοιαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικῆς Κανονικότητος, ἐφ’ ὅσον εἰς τὰ ὅρια τοῦ σεργιανισμοῦ, ἡ Κανονικότης ἦτο οὐσιαστικῶς ἀποκεκοµµένη ἀπὸ τὸ Πνεῦµα καὶ τὴν Ἀλήθειαν τῆς αὐθεντικῆς Κανονικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, λαβοῦσα τοιουτοτρόπως µίαν τυπικὴν προσαρµογὴν εἰς τὴν νοµιµότητα, δυναμένη νὰ χρησιμοποιηθῇ, προκειμένου νὰ δικαιολογήσῃ πᾶσαν ἀνοµίαν τῆς διοικούσης Ἱεραρχίας· ἐν τέλει δέ, ἡ τοιαύτη κατ’ ἐπίφασιν Κανονικότηςκατέστη µία διοικητικὴ τεχνική, διὰ τὴν ὑπαγωγὴν τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν σεργιανιστικὴν ἱεραρχίαν, ἀσχέτως τῆς κατευθύνσεως πρὸς τὴν ὁποίαν αὕτη ὡδήγει τοὺς πιστούς.
            5. Μετὰ τὴν κατάρρευσιν τῶν ἀντιχριστιανικῶν Καθεστώτων, περὶ τὰ τέλη τοῦ παρελθόντος εἰκοστοῦ αἰῶνος, ἡ βαρυτάτη ἐκκλησιολογικὴ ἐκτροπὴ τοῦ Σεργιανισμοῦ, ὑπὸ τὰς νέας συνθήκας τῆς πολιτικῆς ἐλευθερίας, διετηρήθη ὡς κληρονοµία τοῦ παρελθόντος καὶ συγχρόνωςµετεσχηµατίσθη.
            6. Ὁ ἐκκλησιομάχος Σεργιανισμός, ἔχων πρὸ πολλοῦ ἐνσωµατώσει εἰς τὸ ἐνδότερον αὐτοῦ εἶναι τὸ κοσμικὸν πνεῦμα, τὴν ἀσυνειδησίαν, τὴνἐξαπάτησιν καὶ τὴν παθολογικὴν δουλικότητα ἔναντι τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσµου τούτου, συνεχίζει νὰ προδίδῃ τὴν Ἐκκλησίαν, ὄχι πλέον ἐξ αἰτίας δῆθεν τοῦ φόβου τῶν ἀντιποίνων ἐκ μέρους τῶν ἀθέων Κρατούντων, ἀλλὰ χάριν ἰδιοτελῶν καὶ ἐγκοσμιοκρατικῶν κινήτρων, ὑπὸ τὸ πέπλον δὲ δῆθεν τῆς Κανονικότητος, ἐκποιεῖ πλέον τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἐκκλησίας,µὲ ἀντάλλαγµα τὸ κέρδος τῆς φιλίας μετὰ τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσµου τούτου, µεθ’ ὅλων βεβαίως τῶν συναφῶν ὑλικῶν συµφερόντων καὶ τῆς περιόπτου κοινωνικῆς θέσεως.
            7. Εἰς τὴν µεταλλαγµένην ταύτην µορφὴν σήµερον, ὁ ἰὸς τοῦΣεργιανισµοῦ, ὡς νεο-Σεργιανισµὸς ἢ µετα-Σεργιανισµός, ἀλλ’ ἐπίσης καὶ μὲ ἄλλας πολιτειοκρατικὰς μορφάς, προσβάλλει ἔν τινι βαθμῷ μέγα µέρος τῆς Ἱεραρχίας τῶν τοπικῶν ἐπισήμων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνὰ τὸν κόσµον, συμβάλλων τοιουτοτρόπως εἰς τὴν προαγωγὴν τοῦ ἐπίσης ἐγκοσμιοκρατικοῦ καὶ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπὸ τὴν σκέπην μιᾶς ψευδοῦς Κανονικότητος.
*  *  *
            8. Οἱ ἔχοντες ὑγιᾶ Δογματικὴν καὶ Κανονικὴν Συνείδησινεὐσεβεῖς, Κλῆρος καὶ Λαός, ἔναντι φαινομένων καὶ κινήσεων ἐχόντωνἐκκλησιολογικὴν καὶ σωτηριολογικὴν σημασίαν, ὡς ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶΣεργιανισμός, ὀφείλουν νὰ τηρήσουν μίαν γνησίαν Πατερικὴν στάσιν,ὅταν μάλιστα αὐτὰ ἑδραιώνωνται συστηµατικῶς καὶ διαδίδωνται εὐρέως, ἔστω καὶ ἄν δὲν ἐπιδιώκουν πάντοτε µίαν σαφῆ δογµατικὴν ἔκφρασιν, ἀλλ’ εἰσχωροῦν καὶ ἐνσπείρονται εἰς τὸ Σῶµα τῆς Ἐκκλησίας µὲ ὕπουλον καὶ διαβρωτικὸν τρόπον, δηλαδὴ υἱοθετοῦνται ἐνεργῶς ἢ ἐπιτρέπονται παθητικῶς ὑφ’ ὅλων τῶν Ἐπισκόπων µιᾶς ἢ περισσοτέρων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν.
9. Εἰς τὰς περιπτώσεις αὐτάςἡ οὐσία τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῶν ἀντι-ευαγγελικῶν, ἀντορθοδόξων καὶ ἐκφυλιστικῶν αὐτῶν φαινοµένωνδὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον μία δυνητικὴ στάσις ἐν τῷ πλαισίῳ μιᾶς δῆθεν οἰκονομίας, ἀλλ’ ἐπιβάλλεται πάραυτα ἡ παῦσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας µὲ τὸν Ἐπίσκοπον καὶ τὴν Ἱεραρχίαν, ἡ ὁποία εἰσάγει μάλιστα συνοδικῶς τὴν αἵρεσιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἴτε κηρύττουσα αὐτήν, εἴτε συµβάλλουσα εἰς τὴν διάδοσιν αὐτῆς διὰ µέσου τῆς σιωπῆς, τῆς παθητικότητος ἢ τῆς ἀδιαφορίας (ΙΕ’ Κανὼν τῆς Πρωτο-δευτέρας).
10. Ἡ Ἀποτείχισις ἀπὸ τοὺς ἐκπεσόντας ποιμένας, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται πλέον ὡς «ψευδεπίσκοποι» καὶ «ψευδοδιδάσκαλοι»,ἀποτελεῖ ἀναγκαιοτάτην ὑποχρέωσιν τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων ἐν καιρῷ αἱρέσεως, πρὸς διαφύλαξιν τῆς Μοναδικότητος, τῆς Ἑνότητος καὶ τῆςΚαθολικότητος τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς ὁμολογιακὴν Μαρτυρίαν Πίστεως,ἀλλὰ καὶ πρὸς ἱεραποστολικὴν σωτήριον Κλῆσιν Μετανοίας πρὸς τοὺς ἐκτρεπομένους καὶ τοὺς κοινωνοῦντας μετ’ αὐτῶν. 
Δ’. Ἡ λεγομένη ἐπίσημος Ὀρθοδοξία
            1. Τὸ νόημα τοῦ ὅρου «ἐπίσηµος Ὀρθοδοξία» εἶναι στενὰ συνδεδεµένον µὲ τοὺς ὅρους «ἐπίσηµος Ἐκκλησία» καὶ «ἐπίσηµοι τοπικαὶ Ἐκκλησίαι».
2. Ἡ «ἐπίσηµος Ὀρθοδοξία» εἶναι τὸ ἰδιαίτερον ἐκεῖνο ἰδεολόγημα τῶν λεγομένων ἐπισήµων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, τὸ ἀντιπροσωπεῦον µίαν Ὀρθοδοξίαν ὁλονὲν καὶ περισσότερον χλιαράν (βλ. Ἀποκ. γ’ 16), ἡ ὁποία, διὰ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν Ἐκκλησιολογικῶν καὶ Κανονικῶν Καινοτομιῶν, τῶν προβλεπομένων ἀπὸ τὸ προαναφερθὲν Πατριαρχικὸν Διάγγελμα τοῦ 1920, ὡδηγήθη εἰς τὴν σταδιακὴν ἀποξένωσιν αὐτῆς ἀπὸ τῆς αὐθεντικῆς Ὀρθοδοξίας.
3. Τό 1924 ἐγένετο τὸ πρῶτον καί μέγα βῆμα πρὸς ἐφαρμογὴν αὐτῆς τῆς προσχεδιασμένης καὶ μεθοδευμένης ἀλλοτριώσεως ἀπὸ τὴν γνησιότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, διὰ τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Παπικοῦ Ἡμερολογίου εἴς τινας Τοπικὰς Ἐκκλησίας, αὐξηθείσας ἐν καιρῷ, ἕως σημείου ἀποδοχῆς εἰς περιπτώσεις τινὰς ἀκόμη καὶ τοῦ Παπικοῦ Πασχαλίου, πρὸς καταφανῆ παραβίασιν τοῦ Ὅρου τῆς Α’ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
            4. «Ἐπίσηµος Ἐκκλησία» εἶναι τὸ ὄνοµα, τὸ ὁποῖον προσέδωσαν οἱ Ῥῶσοι πιστοὶ τῶν Κατακοµβῶν εἰς τὴν κρατικὴν Ἐκκλησίαν, δηλαδὴ τὴν ἀναγνωριζομένην καὶ ἐντελῶς ἐξαρτωμένην ἀπὸ τὸ ἄθεον Σοβιετικὸν Καθεστώς, τὴν καὶ ἐξελιχθεῖσαν εἰς τὸ γνωστὸν σεργιανιστικὸν καὶ οἰκουμενιστικὸν Πατριαρχεῖον Μόσχας.
5. Σήμερον, οἱ ὅροι «ἐπίσηµος Ἐκκλησία» καὶ «ἐπίσηµοι τοπικαὶ Ἐκκλησίαι», ἀναφέρονται εἰς τὰς γνωστὰς ἱστορικῶς διαμεµορφωµένας Τοπικὰς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ἡ ἱεραρχικὴ Ἡγεσία ἀποδέχεται ἐπισήμως καὶ μετέχει συνοδικῶς εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν,προωθεῖ, ἐπιτρέπει ἢ ἀνέχεται αὐτὴν ὡς θεολογικὴν ἔννοιαν καὶ ὡς θρησκευτικὴν πρᾶξιν, καλύπτεται ὑπὸ τὸ πέπλον τῆς δῆθεν Κανονικότητος,ὡς ἐννοεῖ ταύτην ὁ Σεργιανισµός, υἱοθετεῖ δὲ -ἀμέσως ἢ ἐμμέσως- καὶ πολλὰς ἄλλας µορφὰς τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξίαν (βλ. διαβρωτικὰ φαινόμενα, ὡς τὴν νόθευσιν τῶν Μυστηρίων καὶ δὴ τοῦ τύπου τοῦ Βαπτίσματος, λειτουργικὰς μεταρρυθμίσεις ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», τὴν νεόκοπον «μεταπατερικὴν θεολογίαν», τὴν ἐπισήμως καὶ δὴ εἰς τὰς πανεπιστημιακὰς θεολογικὰς Σχολὰς ἐπιτελουμένην βαθεῖαν διείσδυσιν τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν ἀπώλειαν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων πρὸς Διακήρυξιν Ἁγίων, ποικίλας μορφὰς ἐκκοσμικεύσεως καὶ ἀλλοιώσεως τοῦ αὐθεντικοῦ Ἐκκλη-σιαστικοῦ Ἤθους, τὴν υἱοθέτησιν μιᾶς ἀντιπατερικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας κ.λπ.).
6. Ἅπασαι αἱ λεγόμεναι αὗται ἐπίσημοι Ἐκκλησίαι ἔχουν πλέον προσχωρήσει ἀποφασιστικῶς, σταθερῶς καὶ ἀμετανοήτως εἰς τὴν διαδικασίαν τῆς συγκρητιστικῆς Ἀποστασίας, σεργιανιστικοῦ καὶ οἰκουμενιστικοῦ τύπου, µίαν ἀντιεκκλησιαστικὴν καὶ ἀντικανονικὴν διαδικασίαν, ἡ ὁποία ἔχει προωθηθῆ ἢ ἐπιτραπῆ συνοδικῶς ἀπὸ τὰς Ἱεραρχίας αὐτῶν, μετὰ τῶν ὁποίων ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ νὰ ἔχῃ οἱανδήποτε προσευχητικήν, μυστηριακὴν καὶ διοικητικὴν κοινωνίαν, συνεπὴς οὖσα πρὸς τὰς Ἐκκλησιολογικὰς Ἀρχὰς Αὐτῆς ἔναντι τῶν «ψευδεπισκόπων» καὶ «ψευδοδιδασκάλων».
Ε’. Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
           
1. Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία περιλαμβάνει εἰς τοὺς κόλπους Αὐτῆς καὶ συνενώνει ἐν τῷ Πατρί, διὰ τοῦ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τὴν μεγάλην ἐκείνην μερίδα τοῦ εὐσεβοῦς Κλήρου καὶ Λαοῦ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἀντέδρασε σθεναρῶς εἰς τὴν διακήρυξιν τῆς ἐκκλησιοκτόνου αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὰς ἀμέσους πρακτικὰς ἐφαρμογὰς αὐτοῦ, ὡς καὶ τοῦ ἐκκλη-σιομάχουΣεργιανισμοῦ, διακόψασα πᾶσαν κοινωνίαν μετὰ τῶν Καινοτόμων Οἰκουμενιστῶν, ὡς καὶ τῶν Σεργιανιστῶν.
2. Οἱ ἐν Ῥωσίᾳ πιστοὶ τηρηταὶ τῆς Παρακαταθήκης τοῦ Ἁγιωτάτου Πατριάρχου Τύχωνος (+1925), δὲν ἀνεγνώρισαν τὴν καθεστωτικὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν Σεργιανισμὸν (1927 ἑ.), προτιμήσαντες μέρος μὲν ἐξ αὐτῶν νὰ ὑποστῇ διωγμοὺς καὶ νὰ καταφύγῃ εἰς τὰς Κατακόμβας,ἀναδεῖξαν οὕτω Μάρτυρας καὶ Ὁμολογητὰς τῆς Πίστεως, μέρος δὲ ἕτερον ἐξελθὼν τῆς Ρωσίας, συνεκροτήθη ἐκκλησιαστικῶς-διοικητικῶς εἰς τὴνΔιασποράν, ἀναδεῖξαν ἐπίσης λαμπρὰς Ὁμολογιακὰς καὶ Ἁγίας Μορφάς, παγκοσμίου μάλιστα φήμης καὶ περιωπῆς.
3. Ἐν Ἑλλάδι, ἐν Ῥουμανίᾳ, ἐν Κύπρῳ, ἐν Βουλγαρίᾳ καὶ ἀλλαχοῦ, συμπαγεῖς πληθυσμοὶ ἀπέρριψαν τὴν Ἡμερολογιακὴν-Ἑορτολογικὴν Καινοτομίαν τοῦ 1924 καὶ τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,  προτιμήσαντες ὡσαύτως τὰς διώξεις καὶ ἀναδείξαντες Μάρτυρας καὶ Ὁμολογητὰς τῆς Πίστεως, προκειμένου νὰ φανοῦν συνεπεῖς εἰς τὰς ἱερὰς Παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, διὰ δὲ ἐντυπωσιακῶν καὶ θαυμαστῶν Θεοσημειῶν, ὡς τῆς ἐμφανείας τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἐν Ἀθήναις (14.9.1925), ὁ Κύριος ἡμῶν ἐνεθάρρυνε καὶ ἐπεβράβευε τὸν κατὰ Θεὸν ζῆλον τῶν γνησίων Αὐτοῦ τέκνων.
            4. Μετὰ τὴν εἰσαγωγὴν τῆς Καινοτομίας τοῦ 1924 εἰς τὴν Ἑλλάδα, οἱ ἐμμεί-ναντες εἰς τὰς Πατρώας Παραδόσεις ἤρχισαν χρησιμοποιοῦντες τὴν ὀνομασίαν «Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί», τὸ αὐτὸ δὲ ἔπραξαν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τῶν Κατακομβῶν τῆς Ῥωσίας, οἱ λεγόμενοιΤυχωνῖται.
5. Κατὰ τόπους ὅμως καὶ κατὰ διαστήματα ἔχουν χρησιμοποιηθῆ καὶ ἕτεραι ποικίλαι ὀνομασίαι διὰ τοὺς ἀπορρίψαντας μὲν τὴν Καινοτομίαν τοῦ 1924 καὶ τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ εὑρισκομένουςπάντοτε ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ γνησίου ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ εὐαγγελικοῦ ἤθους, ὡς καὶ τῆς νομίμου καὶ κανονικῆς τάξεως, καὶἔχοντας γνησίαν καὶ ἀδιάκοπον Ἀποστολικὴν Διαδοχὴν, οἱ ὁποῖοι βεβαίως συγκροτοῦν ἐν τῷ συνόλῳ αὐτῶν τὴν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, Ἥτις ἀποτελεῖ, μετὰ τὴν συνεχῶς καὶ μεγαλυτέραν ἀπομάκρυνσιν τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τῆς Ἀληθείας, τὴναὐθεντικὴν συνέχειαν τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν σύγχρονον ἡμῶν ἐποχήν.
            6. Ἡ δογματικῶς ἀναγκαία Ἐπισκοπικὴ Δομή, πρὸς συγκρότησιν καὶ συνέχειαν τῶν κατὰ τόπους Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,ἐξησφαλίσθη, χάριτι Θεοῦ, εἴτε διὰ προσχωρήσεως ἐκ τῆς Καινοτομίας Ἀρχιερέων εἰς Αὐτάς κατόπιν βεβαίως Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας, εἴτε διὰ χειροτονίας Ἐπισκόπων ἐκ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς ἐν τῇ Διασπορᾷ, ἐχούσης ἀναμφισβήτητον Ἀποστολικὴν Διαδοχήν, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ καὶ ἡ Κανονικότης τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἀποδεδειγμένη καὶ βεβαιουμένη, ἀπρόσβλητος καὶ ἀναντίρρητος, θεοσημείαις δὲ ἐπικεκυρωμένη.
ΣΤ’. Ἡ Ἐπιστροφὴ εἰς τὴν Γνησίαν Ὀρθοδοξίαν
           
1. Εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῶν µετανοούντων αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν, αἱ Οἰκουµενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, ἐκτὸς τῆς ἀρχῆς τῆς Ἀκριβείας, ἐφήρµοσαν κατὰ καιροὺς καὶ τὴν λεγομένην ἀρχὴν τῆς Οἰκονοµίας, μίαν δηλαδὴ Κανονικὴν καὶ Ποιµαντικὴν πρᾶξιν, κατὰ τὴν ὁποίαν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνεται πρόσκαιρος ἀπόκλισις ἀπὸ τοῦ γράμματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἄνευ παραβιάσεως τοῦ πνεύµατος Αὐτῶν.
2. Ἐν τούτοις, ἡ Οἰκονοµία δὲν δύναται ποτὲ βεβαίως καὶ εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν ἀμνήστευσιν οἱασδήποτε ἁµαρτίας ἢ οἱουδήποτε συµβιβασµοῦ σχετικῶς µὲ τὴν «Ὀρθὴν καὶ Σωτήριον τῆς Πίστεως Ὁμολογίαν», ἐφ’ ὅσον ἡ Οἰκονοµία ἀποβλέπει καθαρῶς καὶ μοναδικῶς, ἐν πνεύματι φιλανθρώπου συγκαταβάσεως, εἰς τὴν διευκόλυνσιν τῆς σωτηρίας ψυχῶν, ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν.
            3. Ἡ ἐφαρµογὴ τῆς Οἰκονοµίας κατὰ τὴν εἰσδοχὴν τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισµατικῶν εἰς Ἐκκλησιαστικὴν Κοινωνίαν, οὐδόλως σηµαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἐγκυρότητα καὶ τὸ ὑπαρκτὸν τῶν μυστηρίων αὐτῶν, τῶν τελεσθέντων ἐκτὸς τῶν Κανονικῶν καὶ Χαρισματικῶν Ὁρίων Αὐτῆς.
4. Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀνεγνώρισεν, οὔτε κατ’ Ἀκρίβειαν, οὔτε κατ’ Οἰκονομίαν, τὰ ἐκτὸς Αὐτῆς τελούμενα μυστήριαἀπολύτως καὶ ἐξ ἀποστάσεως, ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ οἱ τελοῦντες ἢ οἱ μετέχοντες τῶν μυστηρίων τούτων παραμένουν ἐν τοῖς κόλποις τῆς ἰδίας αὐτῶν αἱρετικῆς ἢ σχισματικῆς Κοινότητος.
5. Διὰ τῆς ἐφαρμογῆς τῆς Οἰκονομίας ἀποκλειστικῶς καὶ μόνονκατὰ τὴν εἰσδοχὴν ἐν μετανοίᾳ τῶν ἐκτὸς Αὐτῆς, μεμονωμένων προσώπων ἢ Κοινοτήτων, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται μὲν μόνον τὸν τύποντοῦ ἐξ αἱρετικῶν ἢ σχισματικῶν μυστηρίου, ἐὰν βεβαίως οὗτος ἔχῃ τηρηθῆ ἀνόθευτος, εἰδικῶς μάλιστα ἐν σχέσει πρὸς τὸ βάπτισμα, ζωοποιεῖ δὲ τοῦτον τὸν τύπον διὰ τῆς ἐνυπαρχούσης εἰς Αὐτὴν Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσῳ τῶν φορέων τῆς ἐν Ἀληθείᾳ Χριστοῦ πληρότητος Αὐτῆς, ἤτοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
6. Εἰδικώτερον περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν τελουμένων εἰς τὰς λεγομένας ἐπισήμους ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, δὲν διαβεβαιοῖ περὶ τοῦ κύρους αὐτῶν, οὔτε καὶ περὶ τῆς σωτηριολογικῆς ἀποτελεσματικότητος τούτων, ἰδίως εἰς ὅσους κοινωνοῦν «ἐν γνώσει» μετὰ τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς καὶ τοῦ Σεργιανισμοῦ, ἔστω καὶ ἂν Αὕτη δὲν ἐπαναλαμβάνῃ ὁπωσδήποτε τὸν τύπον αὐτῶν εἰς τοὺς ἐν μετανοίᾳ εἰσερχομένους εἰς κοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς συγκλήσεως μιᾶς Μεγάλης Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, εἰς ἐπισφράγισιν τῶν ἤδη γενομένων εἰς τοπικὸν ἐπίπεδον.
7. Εἶναι βέβαιον πάντως ὅτι, ὅταν πλήττεται ἡ καθαρότης τοῦ Δόγματος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἐξασθενῇ ὁ ἀρραγὴς σύνδεσμοςὉμολογίας-Καθολικότητος-Κοινωνίας ἢ καὶ διαρρηγνύεται ἐντελῶς, τότε αἱ μυστηριολογικαὶ καὶ σωτηριολογικαὶ συνέπειαι εἶναι σοβαρώταται καὶ βαρύταται, προβλεπόμεναι σαφῶς ἀπὸ τὴν Ἀποστολικήν, Πατερικὴν καὶ Συνοδικὴν Παράδοσιν.
            8. Λαμβανομένου ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἄν καὶ τάσσεται ὑπὲρ τῆς Ἀκριβείας, ἀποδέχεται ὅμως καὶ τὴν χρῆσιν τῆς Οἰκονομίας ἔναντι αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν τινων (Ἱερὸς Κανὼν Α’), εἶναι σημαντικὸν νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει καὶ συνοδικῶς τὴν χρῆσιν καὶ τῆς Οἰκονομίας εἰς «τοὺς προστιθεμένους τῇ Ὀρθοδοξίᾳ καὶ τῇ μερίδι τῶν σωζομένων», ὡς ἐμφαίνεται μάλιστα εἰς τὸν περίφημον 95ον Κανόνα τῆς Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Πενθέκτης Συνόδου, διὰ τοῦ ὁποίου γίνονται δεκτοὶ ποικιλοτρόπως διάφοροι σχισματικοὶ καὶ αἱρετικοί, εἴτε μόνον διὰ Μετανοίας, Λιβέλλου καὶ Ὁμολογίας, ὡς οἱ καταδεδικασμένοι πρὸ αἰώνων Νεστοριανοὶ καὶ Μονοφυσῖται, εἴτε διὰ Χρίσματος, εἴτε διὰ Βαπτίσματος.
* * *
            9. Ἐν γνώσει πάντων τῶν ἀνωτέρω,  ὡς καὶ τῶν ἰδιαιτέρων καταστάσεων εἰς ἑκάστην Τοπικὴν Ἐκκλησίαν, ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει µετὰ ἰδιαιτέρας προσοχῆς ὅσους Κληρικοὺς καὶ Λαϊκοὺς ἐκ τῶν λεγομένων ἐπισήμων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπιθυµοῦν νὰ εἰσέλθουν εἰς κοινωνίαν μετ’ Αὐτῆς, φροντίζουσα -κατὰ τὴν ἄσκησιν ὑπ’ Αὐτῆς τῆς ποιµαντικῆς προνοίας δι’ αὐτοὺς- διὰ τὸ λίαν οὐσιῶδες, ἤτοι νὰ προβοῦν οὗτοι εἰς τὴν ἐπιλογὴν αὐτῶν ἐλευθέρως, συνειδητῶς καὶ ὑπευθύνως.
            10. Κατὰ γενικὸν κανόνα, οἱ Μοναχοὶ καὶ οἱ Λαϊκοὶ ἐκ τούτων, οἱ ἔχοντες βεβαίως βαπτισθῆ κατὰ τὸν ὀρθόδοξον τύπον, γίνονται δεκτοὶ εἰς Κοινωνίαν διὰ Χρίσματος, μέσῳ μιᾶς εἰδικῆς Τάξεως, συνδεδεμένης πάντοτε πρὸς τὸ Μυστήριον τῆς ἱερᾶς Ἐξοµολογήσεως, οἱ δὲ Κληρικοὶὑποβάλλουν γραπτὴν αἴτησιν καὶ ἐφ’ ὅσον αὕτη ἐγκριθῇ, γίνονται δεκτοὶ εἰς Κοινωνίαν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὡς καὶ διὰ µιᾶς εἰδικῆς Τάξεως Χειροθεσίας, συντεταγµένης πρὸς τοῦτο, εἰδικῶς διὰ τοιαύτας περιπτώσεις.
11. Εἶναι κατανοητὸν ὅτι, ἀναλόγως τῶν κατὰ τόπους καὶ κατὰ περίπτωσιν ἰδιομορφιῶν, διὰ τὴν ἐφαρμογὴν ἐπιεικεστέρας ἢ αὐστηροτέρας Τάξεως, ἀποφαίνεται ὁ ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος ἐπὶ τῇ βάσει ὁρισθέντων συνοδικῶς κριτηρίων ἢ ἡ ἁρμοδία Σύνοδος, κατά τὸν λόγον τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρχηδόνος:
             «Εἰς τὸ θέµα τοῦτο οὐδένα ἐξαναγκάζοµεν οὐδὲ ἐπιβάλλοµεν νόµον, ἐφ’ ὅσον ἕκαστος Ἱεράρχης ἔχει τὴν ἐλευθερίαν τῆς βουλήσεως εἰς τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἔχῃ δὲ νὰ ἀπολογηθῇ διὰ τὰς πράξεις αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου».
            12. Μία Μείζων Γενικὴ Σύνοδος, πανορθοδόξου κύρους, θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ θεσπίσῃ τὰ γενικὰ κριτήρια καὶ τὰς προϋποθέσεις, διὰ τῶν ὁποίων θὰ ἀσκῆται ἡ πρακτικὴ τῆς εἰσδοχῆς τῶν ἐπιστρεφόντων ἐκ διαφόρων νεοφανῶν σχισματικῶν καὶ αἱρετικῶν Κοινοτήτων εἰς τὴνΓνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
Ζ’. Πρὸς σύγκλησιν Μεγάλης Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
           
1. Κατὰ τὸν παρελθόντα εἰκοστὸν αἰῶνα, γνήσιοι Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς προέβησαν τοπικῶς, ὅτε τοῦτο ἦτο δυνατὸν νὰ πραγματοποιηθῆ, εἰς συνοδικὰς καταδίκας τόσον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅσον καὶ τοῦ Σεργιανισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ (Μασωνίας).
2. Ἐνδεικτικῶς, ἀναφέρονται αἱ καταδίκαι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῆς Ῥωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν Διασπορᾷ ἐν ἔτει 1983, ὡς καὶ ἀπὸ τὴν ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίαν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ἐν ἔτει 1998· ἐπίσης, ἡ καταδίκη τοῦ Σεργιανισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Κατακομβῶν ἐν Ῥωσίᾳ, ὡς καὶ ἐπίσης ἀπὸ τὴν Ῥωσικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐν Διασπορᾷ κατὰ διαφόρους καιρούς, τέλος δὲ καὶ ἡ καταδίκη τοῦ Ἐλευθεροτεκτονισμοῦ (Μασωνίας) ἀπό τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος ἐν ἔτει 1988.
            3. Αἱ Συνοδικαὶ αὗται ἐπικρίσεις, ἰδίως μάλιστα τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀποτελοῦν σημαντικοὺς σταθμοὺς πρὸς τὴν ὀρθὴν κατεύθυνσιν, διὰ τὴν σύγκλησιν μιᾶς Γενικῆς Συνόδου Γνησίων Ὀρθοδόξων, Ἥτις θὰ ἀποφανθῇ μετ’ ηὐξημένου κύρους περὶ τῆςἩμερολογιακῆς-Ἑορτολογικῆς Καινοτομίας καὶ τοῦ ἀντι-ευαγγελικοῦ καὶ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
            4. Τὸ ἀναγκαῖον σήμερον εἶναι, ἐπὶ τῇ βάσει τῆς κοινῆς καὶ Ὀρθῆς Ὁμολογίας τῆς Πίστεως, ἡ ἕνωσις εἰς ἕν κοινὸν Σῶμα πασῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γνησίας Όρθοδοξίας, προκειμένου νὰ δηµιουργηθοῦν αἱ προϋποθέσεις πρὸς συγκρότησιν/σύγκλησιν Μείζονος Γενικῆς Συνόδου Αὐτῶν, πανορθοδόξου ἐμβελείας καὶ κύρους, διὰ τὴν δραστικὴνἀντιμετώπισιν τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ὡς καὶ τοῦ ποικιλομόρφου Συγκρητισμοῦ, ἐπίσης δὲ καὶ διὰ τὴν ἐπίλυσιν ποικίλων προβλημάτων καὶ ζητημάτων πρακτικῆς καὶ ποιμαντικῆς φύ-σεως,ἅτινα ἀπορρέουν ἐκ τούτων καὶ ἀπασχολοῦν τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας γενικῶς, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν εἰδικῶς, ὥστε νὰ διασφαλισθῆ ὁ σύνδεσμος τῆς ἐν Χριστῷ Εἰρήνης καὶ Ἀγάπης.
            5. Ἡ ἀνάγκη αὕτη καθίσταται κατανοητὴ ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ἀληθὴς Ἐκκλησία, ὡς τὸ πραγματικὸν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὡς ἐκ τῆς φύσεως Αὐτῆς Καθολικὴ ἐν τῇ πληρότητι τῆς Ἀληθείας, τῆς Χάριτος καὶ τῆς Σωτηρίας, ἀποφαίνεται δὲ Συνοδικῶς διὰ τῶν Ἐπισκόπων Αὐτῆςἔναντι ἑτεροδιδασκαλιῶν καὶ τοῦ ἐξ αὐτῶν παγκοσμίου σκανδάλου· ὡς ἐκ τούτου, ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκῃ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν διατύπωσιν τῶν Ἀληθειῶν τῆς Πίστεως, πρὸς ὁριοθέτησιν τῆς Ἀληθείας ἔναντι τοῦ ψεύδους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν στηλίτευσιν καὶ καταδίκην τῆς πλάνης καὶ τῆς φθορᾶς ἐκ  τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν, διὰ τὴν προστασίαν τοῦ Ποιμνίου,διαπιστώνουσα καὶ διακηρύττουσα τὴν ἤδη ὑφισταμένην ἔκπτωσιν τῶν αἱρετικῶν.
            6. Οὕτως, ἐν Συνόδῳ Μεγάλῃ καὶ Γενικῇ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέον ὅπως διακηρυχθῇ πάσῃ τῇ κτίσει, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ἐν ἡμῖν Μοναδικὴ Ἐλπὶς, ὡς μόνη διέξοδος ἐξ ὅλων τῶν ἀδιεξόδων «διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν», ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ πλήρης καὶ ὁριστικὴ ἀντίθεσις, ὡς ἀλληλο-αποκλειομένων, Ὀρθοδοξίας καὶ Συγκρητισμοῦ, οἰκουμενιστικῆς καὶ σεργιανιστικῆς κατευθύνσεως, πρὸς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Θεομητορικαῖς,  Ἀποστολικαῖς, καὶ Πατερικαῖς πρεσβείαις.
            7. Εἴθε νὰ ἀξιωθῶμεν εἰς τὸ ἐγγὺς μέλλον, ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι καὶ ταῖς Ἁγίαις Συνόδοις, διαφυλάσσοντες δὲ ἀκαινοτόμητον τὴν ἅπαξ Παραδοθεῖσαν Πίστιν εἰς ἡμᾶς, νὰ συνδιακηρύξωμεν μὲ τοὺς Πατέρας τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ 1848:
«“Κρατῶμεν τῆς Ὁμολογίας”, ἣν παρελάβομεν ἄδολον...,ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου· ὁ δεχόμενος νεωτερισμόν, κατελέγχει ἐλλιπῆ τὴν κεκηρυγμένην Ὀρθόδοξον Πίστιν. Ἀλλ’ Αὕτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ ἐπιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν ἡντιναοῦν, καὶ ὁ τολμῶν ἢ πρᾶξαι ἢ συμβουλεῦσαι ἢ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ».
+
Ἀρχῆς Χορηγῷ καὶ Τέλους,
τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι,
τῇ μιᾷ τῶν Πάντων Θεότητι,
ἔστω Δόξα· ἔστω Κράτος· ἔστω Τιμή·
νῦν καὶ ἀεί,
καὶ εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!