Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος,Στα χνάρια των αγίων Πατέρων, ή στα χνάρια του κ. Αθηναγόρα;

Εν Πειραιεί τη 21η  Μαΐου 2014.

Στα χνάρια των αγίων Πατέρων, ή στα χνάρια του κ. Αθηναγόρα;

Σχόλιο με αφορμή την προσεχή συνάντηση του Πάπα Φραγκίσκου του Α΄ και του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου του Α΄ στα Ιεροσόλυμα.

Πρ. Ιερού Ναού Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς

Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από την συνάντηση στα Ιεροσόλυμα (1964-2014) του πρώην Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου με τον τότε Πάπα Παύλο τον Στ΄. Ήταν μια συνάντηση, η οποία σηματοδότησε μια καινούργια πορεία στις σχέσεις μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου. 

Η συνάντηση αυτή θεωρήθηκε από πολλούς αρχιερείς, κληρικούς και θεολόγους ως ιστορικός σταθμός, διότι αποτέλεσε την αφετηρία των μετέπειτα ραγδαίων και ριζικών εξελίξεων στις διαχριστιανικές σχέσεις της Ορθοδοξίας με τον Παπισμό. Εις ανάμνησιν δε αυτού του γεγονότος, όπως είναι γνωστό, διοργάνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο από κοινού με το Βατικανό νέα συνάντηση, (24-26 Μαΐου), στον ίδιο τόπο, τα Ιεροσόλυμα, του νύν Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου του Α΄. Με την συνάντησή τους αυτή, η οποία θα προβληθεί βεβαίως διεθνώς και θα τύχει ευρείας δημοσιότητος από την εκκλησιαστική και πολιτική επικαιρότητα, οι δύο εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν στοχεύουν απλώς να τιμήσουν τους προκατόχους των, αλλά προφανώς να διαδηλώσουν επί πλέον και την  σταθερή και αταλάντευτη πρόθεσή τους να βαδίσουν πάνω στα χνάρια τους και να συνεχίσουν με πιστότητα και συνέπεια την οικουμενιστική γραμμή που εκείνοι εχάραξαν. Και τις οίδε, (μόνον ο Θεός γνωρίζει), αν οι δύο αυτοί ηγέτες στο προσεχές μέλλον προχωρήσουν σε ακόμη τολμηρότερα βήματα, στην…αγιοκατάταξή των! Δεν έχουμε την πρόθεση με τον σύντομο αυτό σχολιασμό μας να ασχοληθούμε με τον εκλιπλόντα Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄, διότι όπως λέγει και μέγας Παύλος «τι γαρ μοι και τους έξω κρίνειν;» (Α΄Κορ.5,12). Ποιά αρμοδιότητα έχουμε να κρίνουμε τους «έξω» της Εκκλησίας; Καμία. Αφού όπως λέγει παρά κάτω «τους δε έξω ο Θεός κρίνει» (Α΄Κορ.5,13). Τους εκτός της Εκκλησίας, τους κατακεκριμένους ως αιρετικούς, τους έχει κρίνει ήδη ο Θεός. Με τον «έσω» όμως της Εκκλησίας κυρό Αθηναγόρα και μη εισέτι κατακριθέντα επισήμως και συνοδικώς για τις αντορθόδοξες θέσεις και διακηρύξεις του και για την οικουμενιστική γραμμή και πορεία, (μια πορεία ξένη προς την Ορθόδοξη Παράδοση και τους αγίους Πατέρες μας), την οποίαν ακολούθησε, έχουμε χρέος να ασχοληθούμε. Και τούτο διότι ο θησαυρός της πίστεως είναι κοινό κτήμα όλων, κλήρου και λαού. Και όλοι μας έχουμε χρέος να τον διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, ακέραιον και απαραχάρακτον από κάθε νοθεία και αίρεση.
Έχουν διατυπωθεί πολλά εγκωμιαστικά σχόλια σχετικά με τον πρώην Πατριάρχη από διάφορα πρόσωπα, κυρίως προερχόμενα από τον χώρο του Οικουμενισμού. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο εκδημήσας Πατριάρχης υπήρξε κατά κοινή ομολογία ως το πρόσωπο εκείνο, που κατ’ εξοχήν προώθησε την φοβερή αυτή αίρεση μέσα στα σπλάγχνα της Ορθοδοξίας. Ιδιαιτέρως προβλήθηκε από τους υμνητές του η υπ’ αυτού προβολή της Ορθοδοξίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε παγκόσμια κλίμακα, οι διπλωματικές του ικανότητες, η παγκόσμια πολιτική και κοινωνική του καταξίωση, η διεθνής ακτινοβολία και αναγνώρισή του και άλλα παρόμοια. Ήδη αμέσως μετά την κοίμησή του το επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία» έγραφε: «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, θα γραφή εις τας δέλτους της ιστορίας ως Μέγας…».[1]Ο τότε Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄, επιστήθιος και αγαπητός φίλος του κοιμηθέντος Πατριάρχου, εχαρακτήρισε αυτόν ως «μέγαν άνδρα  μιάς εκκλησίας σεβασμίας, αλλ’ όχι ακόμη τελείως ηνωμένης μετά της Καθολικής Εκκλησίας ημών…».[2]Το παραλήρημα του λιβανωτού των εγκωμίων έφθασε στο αποκορύφωμά του, όταν κάποιοι οικουμενιστικοί κύκλοι της εποχής εκείνης επεχείρησαν, να συντάξουν προσευχή προς αυτόν, η οποία κατέληγε ως εξής: «Μη κατολιγωρήσης ημών, αλλ’ επίβλεψονλαμπρώ και ιλέωόμματι, ως εν ζωή ών έπραττες, και κράτυνον το της Ορθοδοξίας ποίμνιον, χειραγωγών αυτό προς το καλόν της αγίας του Χριστού Εκκλησίας, υποδεικνύων αυτώ την ευθείαν οδόν, την φέρουσαν απλανώς προς τον Θεόν…».[3]

Ήταν όμως πράγματι μέγας; Εάν κανείς αξιολογήσει το πρόσωπό του με κοσμικά κριτήρια, δηλαδή την διεθνή του ακτινοβολία και αναγνώριση, την κοινωνική και πολιτική του καταξίωση, την διπλωματική του ευστροφία, την πρόσδοση κύρους και προβολής στο Φανάρι και άλλα ανάλογα, τότε μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς ως μέγα. Αν όμως αξιολογηθή με πνευματικά κριτήρια, δηλαδή με γνώμονα την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση, την Αγία Γραφή, το ιερό Πηδάλιο και τους Αγίους Πατέρες, τότε όχι μόνον μέγας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αλλ’ ως μία αξιοθρήνητη προσωπικότητα, ως τον πρωτοπόρο στον ολισθηρό κατήφορο του Οικουμενισμού, ως το πρόσωπο εκείνο που κατ’ εξοχήν προώθησε την φοβερή αυτή αίρεση, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με προδοσία της πίστεως. Την δε Πατριαρχείαν του ως κατ’ εξοχήν καταστρεπτική. Τον χαρακτηρισμό «μέγας» έδωσε η Εκκλησία στους αγίους και θεοφόρους Πατέρες, όχι απλώς μόνον διότι ανέβηκαν την κλίμακα των αρετών και έφθασαν στην θέωση, αλλά και διότι έκαμαν μεγάλους αγώνες και υπέφεραν πολλές θλίψεις για να καταπολεμήσουν τις αιρέσεις και να παραδώσουν τον θησαυρό της πίστεως ανόθευτο και απαραχάρακτο σεόλες τις επερχόμενες γενεές.Επομένως  είναι μεγάλο εκκλησιολογικό λάθος, να σπεύδουμε με πολλή προχειρότητα και επιπολαιότητα να αποδώσουμε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, τον οποίον μόνον η Εκκλησία μπορεί να αποδώσει αλάνθαστα, βασιζομένη στην άνωθεν μαρτυρία του αγίου Πνεύματος, στην μαρτυρία δηλαδή που δίδει ο ίδιος ο Θεός για το πρόσωπο αυτό, με θαύματα, που ενεργεί διά μέσου αυτού, είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον (διά του αγίου λειψάνου του).

Η χριστιανική ενότης.

Κατά κόρον επίσης προβλήθηκε από τους υμνητές του ο διακαής πόθος του και η επιθυμία του για την  προώθηση της παγχριστιανικήςενότητος. Πράγματι ο κ. Αθηναγόρας από της ημέρας της αναδείξεώς του στον Πατριαρχικό θρόνο μέχρι της κοιμήσεώς του θα έχει πλέον το βλέμμα της ψυχής του διαρκώς εστραμμένο προς την Δύση, η δε τραγωδία της διασπάσεως της Χριστιανοσύνης θα αποτελέση το κέντρο του ενδιαφέροντος του, την συνισταμένη όλων των ενεργειών του, την κατευθυντήρια γραμμή της εκκλησιαστικής του πολιτικής, σε συνδυασμό πάντοτε βέβαια με την πρόσδοση κύρους και διεθνούς ακτινοβολίας στον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μέσα στα πλαίσια αυτής της εκκλησιαστικής του πολιτικής εντάσσονται η μέριμνά του για την σύγκληση Πανορθοδόξων Διασκέψεων, οι συντονισμένες ενέργειές του για την άρση των αναθεμάτων, η καλλιέργεια σχέσεων αγάπης και φιλίας με το Βατικανό, η επιδίωξή του να συναντηθεί με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα και να έχει τις πρώτες μυστικές επαφές μαζί του και η καθιέρωση του λεγομένου «Διαλόγου της Αγάπης».
Ωστόσο την χριστιανική ενότητα την κατανοούσε και την οραματιζόταν ο κοιμηθείς Πατριάρχης με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο, σε σχέση με τον τρόπο που την κατανοούσε ανέκαθεν η Εκκλησία, με ένα τρόπο δηλαδή τελείως ξένο προς την διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας. Στη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους αιρετικούς δεν είναι δυνατόν να υπάρξη, παρά μόνον με την  μετάνοια και την επάνοδο των αιρετικών στην αλήθεια της Ορθοδοξίας, στην πίστη και στα δόγματα της Εκκλησίας. Επομένως και στην προκειμένη περίπτωση των αιρέσεων του Παπισμού και του Προτεσταντισμού δεν είναι δυνατόν να δεχθεί η Εκκλησία άλλη μορφή ενότητος. Η προσπάθεια του εκλιπόντος πατριάρχου ήταν να επιτύχει μια ενότητα συγκρητιστικού τύπου, μια ενότητα παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές με τους παπικούς και τους προτεστάντες, χωρίς δηλαδή αυτοί να έχουν αποβάλει τις πεπλανημένες αιρετικές διδασκαλίες τους, μιά ενότητα που θα μπορούσε να επιτευχθεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Σε θέματα όμως πίστεως δεν χωράει καμία συγκατάβασις και οικονομία. Την αλήθεια αυτή επιβεβαιώνουν οι μεγάλοι αγώνες των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας κατά των αιρέσεων, η συγκρότησις υπ’ αυτών Οικουμενικών Συνόδων κ.λ.π. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει σε κάποια ομιλία του σχετικά με το θέμα αυτό   «Ει που την ευσέβειανπαραβλαπτομένηνίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου…τηναλήθειαν μηδαμού προδιδούς».[4]

Άρσις των αναθεμάτων.

Μετά την συνάντηση των δύο εκκλησιαστικών ηγετών στα Ιεροσόλυμα, που αποτέλεσε μια πρώτη προσέγγιση μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να επακολουθήσει το δεύτερο μεγάλο βήμα προσεγγίσεως, δηλαδή η λεγόμενη άρση των αναθεμάτων, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1965. Όπως είναι γνωστό από του σχίσματος του 1054 και εντεύθεν έπαυσε να υπάρχει πλέον εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ του Παπισμού και της Ορθοδόξου Εκκλησίας λόγω των ποικίλων αιρετικών διδασκαλιών, που εν τω μεταξύ ανεπτύχθησαν μέσα στους κόλπους του Παπισμού. Αυτή η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας επισφραγίσθηκε με τα «αναθέματα», τα οποία επεβλήθηκαν εκατέρωθεν από την Ρώμη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο παπικὸςαπεσταλμένος Καρδινάλιος Ουμβέρτος, στις 16 Ιουλίου του 1054, αναθεμάτισε με έγγραφο αναθεματισμό, τον οποίο άφησε πάνω στην αγία τράπεζα του Ιερού Ναού της αγίας Σοφίας κατά την διάρκεια εσπερινής ακολουθίας, τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Μιχαὴλ τον Κηρουλάριο και όλους όσους  δεν αποδέχονταν τοFilioque και τις άλλες παπικές καινοτομίες. Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μιχαὴλ συγκάλεσε  στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιουλίου του 1054 ενδημούσα Σύνοδο και υπέβαλε σε «ανάθεμα» το έγγραφο, τους συντάκτες του, αυτούς που το επέδωσαν και όσους συνήργησαν σ’ αυτό. Στη συνοδική απόφαση αναιρούντο επί τη βάσει της Ιεράς Παραδόσεως οι κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας διατυπωθείσες κατηγορίες, ιδίως αυτές που αφορούσαν την αιρετική διδασκαλία του Filioque, ενώ παράλληλα διεγράφη το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχα του Οικουμενικού θρόνου. Οι συνοδικές αποφάσεις κοινοποιήθηκαν με συνοδικές επιστολές στα άλλα Πατριαρχεία της Ανατολής. 
Επομένως οιεκατέρωθεν αναθεματισμοὶ του 1054 δεν προήλθαν από προσωπικούς ανταγωνισμούς, αλλ᾿ από την σύγκρουση της Ορθοδόξου πίστεως προς τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Δεν ευσταθεί λοιπόν τοεπίσημοανακοινωθὲν τουΟικουμενικου Πατριαρχείου, κατὰ τοοποίο«τααναθέματα εκατέρωθεν περιωρίσθησαν εις ταπρωταγωνιστήσαντα πρόσωπα και δεν ανεφέροντο εις τας δύο Εκκλησίας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, αιοποίαι καιμετὰ ταύτα δεν διέκοψαν την εκκλησιαστικὴνκοινωνίαν, ουδὲυπήρξαν τα γεγονότα ταύτα ηοριστικὴεπισφράγισις τουμεταξὺΑνατολής και Δύσεως Σχίσματος». Επί πλέον η πράξις αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι αντικανονική και παράνομη, διότι επεχειρίθηχωρίς να προηγηθεί Πανορθόδοξη Σύνοδος,η οποία είναι και η μόνη αρμοδία, για να αποφασίσει ένα τέτοιο μεγάλο εκκλησιαστικό γεγονός. Επίσης απὸΟρθοδόξου θεολογικής πλευράς, είναι αδύνατο ναεννοήσωμεάρση τουκατὰ της Ρώμης «αναθέματος» χωρίς την ταυτόχρονο άρση όλων των αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού. Όπως ήταν επόμενο η αντικανονική αυτή ενέργεια του Οικουμενικού Θρόνου προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών από τον τότε αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Β΄και την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία σε δήλωσή της «με πολλήνδυσμένειανεπληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία».[5]Σε άλλη δήλωσή του, που έχει καταχωρηθή στα «Πεπραγμένα» του (τομ. Β΄, Αθήναι 1967, σελ. 197), αναφερόμενος στον κ. Αθηναγόρα λέγει: «Ο Αθηναγόρας  Α΄ ουδέν πρεσβεύει, εις ουδέν πιστεύει, ει μη μόνον εαυτώ δουλεύει και την απαθανάτισιν του ονόματός του επιδιώκει, έστω κατά Ηρόστρατον, διά της καταστροφής της Εκκλησίας»[6].Καθολική σχεδόν υπήρξε επίσης η αποδοκιμασία των αγιορειτών Πατέρωναπέναντι στον εκδημήσαντα Πατριάρχη. Μετά την δημιουργία υπ’ αυτού διπλωματικών σχέσεων με το Βατικανό και ιδίως μετά την άρση των αναθεμάτων, σάλος μέγας δημιουργήθηκε μέσα στο Άγιον Όρος. Όλοι σχεδόν οι αγιορείτες μοναχοί, τόσο από τις Ιερές Μονές, όσο και από τις Σκήτες και τα Κελιά, εξέφρασαν την πικρία, την λύπη και την απογοήτευσή τους, όταν πληροφορήθηκαν τις παρά πάνω ενέργειές του. Ορισμένες μάλιστα εκ των Ιερών Μονών, οκτώ τον αριθμόν, όχι απλώς αποδοκίμασαν τον κ. Αθηναγόρα, αλλά απεφάσισαν να διακόψουν την μνημόνευση του ονόματός του, η οποία συνεχίστηκε και επί Πατριαρχείας του διαδόχου του κ. Δημητρίου, κατά την τριετία από το 1970 έως το 1973. Μία από αυτές τις Μονές, η Ιερά Μονή Καρακάλλου, σε επιστολή της προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους έγραφε σχετικά με το θέμα αυτό μεταξύ άλλων τα εξής: «Επιθυμούμεν να επαναλάβωμεν την εν πεποιθήσει και αμετάθετοναπόφασιν ημών περί συνεχίσεως της διακοπής του πατριαρχικού μνημοσύνου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, εφ’ όσον ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Δημήτριος ο Α΄ θα συνεχίση την τηρουμένην υπό της Ιεράς Συνόδου γραμμήν, την οποίαν είχε χαράξει ο Αθηναγόρας…Θαπειθώμεθα εις τον νέον Πατριάρχην, όταν διαπιστώσωμεν, ότι ούτος θα αναθεωρήσει τας αιρετικάς ομολογίας του προκατόχου του και δεν θα συνεχίση την φιλοπαπικήνγραμμήν».[7]Ας σημειωθεί επίσης ότι μεταξύ αυτών που διέκοψαν το μνημόσυνο του Πατριάρχου ήταν και ο Γέροντας Παΐσιος.

«Διάλογος της Αγάπης».

Το επόμενο μεγάλο βήμα προσεγγίσεως μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού πρέπει να θεωρηθεί η καθιέρωση του λεγομένου «Διαλόγου της Αγάπης», του οποίουο μεγαλύτερος προπαγανδιστής και ένθερμος θιασώτης υπήρξε ο εκδημήσας Πατριάρχης. Πρόκειται για μιά μακρά περίοδο από το 1965 έως το 1980, εγκαρδίων σχέσεων φιλίας και αγάπης μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου,που θεωρήθηκε σαν ένα απαραίτητο προκαταρκτικό στάδιο πρίν από τον επακολουθήσαντα Θεολογικό διάλογομεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, ο οποίος αποσκοπούσε στην κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία εκατέρωθεν. Μέσα στα πλαίσια  της προετοιμασίας αυτής καθιερώνονται οι αμοιβαίες επισκέψεις εκπροσώπων του Πάπα και του Πατριάρχου στο Φανάρι και στη Ρώμη αντίστοιχα, η υιοθέτηση του όρου «αδελφές Εκκλησίες» προτού ακόμη αρθούν οι δογματικές διαφορές, οι ανταλλαγές δώρων, οι φιλοφρονήσεις, οι εναγκαλισμοί, οι κοινές δηλώσεις, οι συμπροσευχές και οι επιστροφές αγίων  λειψάνων από τους παπικούς προς τους Ορθοδόξους. Μέσα στην ατμόσφαιρα των καλών σχέσεων κατά κόρον προβλήθηκε η αγάπη με πλήρη ή μερική παραθεώρηση της αλήθειας. Πρώτη φορά στην εποχή εκείνη ακούστηκαν από κορυφαίους εκπροσώπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας οι λόγοι: «η θεολογία διαιρεί ενώ η αγάπη ενώνει», ή ότι «τα δόγματα πρέπει να τεθούν στο θησαυροφυλάκιο της Εκκλησίας». Τα αίτια του σχίσματος αποδόθηκαν σε πολιτικούς λόγους και σε έλλειψη αγάπης. Σύμφωνα με δήλωση του Πατριάρχη Αθηναγόρα: «Μέχρι το 1054 είχαμε πολλές διαφορές…αλλάηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054, που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές».[8]Η αγάπη προς τους αιρετικούς ανάγεται σε πανδόγμα, σε νέα κυρίαρχη θεολογική αντίληψη, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια  με δηλώσεις και διακηρύξεις των εκκλησιαστικών μας ηγετών να αμβλυνθούν, ακόμη και να εκμηδενιστούν οι δογματικές μας διαφορές προς τους Παπικούς, οι  οποίες αποδίδονται σε προκαταλήψεις και κατάλοιπα του παρελθόντος, που έχουν τώρα πλέον ξεπεραστεί και εκλείψει. Η Ορθόδοξη Θεολογία και οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας παύουν να αποτελούν κριτήριο λόγων και πράξεων και παραχωρούν τη θέση τους  στη διπλωματία και την πολιτική. Όσοι δεν ακολουθούν αυτή τη γραμμή θεωρούνται ακραίοι, φανατικοί, φονταμενταλιστές και παραμερίζονται στο περιθώριο της εκκλησιαστικής ζωής.
Ωστόσο η αληθινή εν Χριστώ αγάπη ποτέ δεν χωρίζεται από την αλήθεια, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να στραφεί εναντίον της. Όταν ο διάλογος της αγάπης δεν συνυπάρχει με τον διάλογο της αλήθειας, είναι επικίνδυνη παγίδα, που οδηγεί σε συγκρητιστική αδιαφορία και απομακρύνει από τη σωτηρία. Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από την στέρηση της σωτηρίας και μόνο ως έργο αγάπης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Εάν, όπως ισχυρίζεται ο κ. Αθηναγόρας, οι δογματικές διαφορές οφείλονται σε έλλειψη αγάπης, τότε έπεσαν έξω και πλανήθηκαν οι άγιοι Πατέρες, όπως ο Μέγας Φώτιος, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κ.α., που επεσήμαναν τις πλάνες του Παπισμού, διότι αγωνίστηκαν για ανύπαρκτες διαφορές. Έπεσε έξω ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, όταν μετά τη Σύνοδο Φεράρας–Φλωρεντίαςεδήλωσε ότι «ημείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων αλλ’ ή, ότι εισίν ου μόνον σχισματικοί αλλά και αιρετικοί. Δι’ ό  ουδέ πρέπει όλως ενωθήναιαυτοίς».[9] Και όχι μόνον έπεσαν έξω οι άγιοι Πατέρες, αλλά και εστερούντο αγάπης, ως ακραίοι και φανατικοί. Είναι φανερό, ότι οι παρά πάνω λόγοι του Πατριάρχου δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική και φανερώνουν άγνοια, ή διαστρέβλωση της ιστορίας.

Μαρτυρίες αγιασμένων και καταξιωμένων ανδρών της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του κοιμηθέντος Πατριάρχου.

Ο εσχάτως ανακηρυχθείς ως άγιος από την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτςσε υπόμνημά του προς την Ιερά Σύνοδο της Σερβικής Εκκλησίαςαναφέρει τα εξής συγκλονιστικά και συγχρόνως αποκαλυπτικά σχετικά με τον κ. Αθηναγόρα: «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αυτός με την νεοπαπιστικήνσυμπεριφοράν του εις τους λόγους και εις τας πράξεις σκανδαλίζει επί μίαν ήδη δεκαετίαν τας Ορθοδόξους συνειδήσεις, αρνούμενος την μοναδικήν και πανσωστικήνΑλήθειαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και πίστεως, αναγνωρίζων τας Ρωμαϊκάς και άλλας αιρέσεις ως ισοτίμους με την αλήθειαν, αναγνωρίζων τον Ρωμαίον Άκρον Ποντίφηκα με όλην την δαιμονικήναντιεκκλησιαστικήνυπερηφάνειάν του. Και προετοιμάζει με αυτοκτονική ταχύτητα και επιπολαιότητα, κατά το παράδειγμα του Βατικανού, αυτήν την ιδικήν του λεγομένην ‘ΜεγάληνΠανορθόδοξονΣύνοδον’ όχι όμως με το βασικόνευαγγελικόν και αγιοπαραδοσιακόν θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου, αλλά με καθαρώς σχολαστικο-προτεσταντικήνθεματολογίαν. Την προετοιμάζει μάλιστα εις τον πύργον της Βαβέλ του συγχρόνου αναρχικού και μηδενιστικού κόσμου  άνευ της συμμετοχής των πραγματικών Ορθοδόξων ομολογητών, φορέων της Ορθοδόξου πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως και Εκκλησιαστικότητος. Τον τελευταίον καιρόν  αυτός έχει γίνει πηγή αναρχισμού και μηδενισμού εις τον Ορθόδοξονκόσμον. Οι Αγιορείται δικαίως τον ονομάζουν αιρετικόν και αποστάτην εις τας επιστολάς των, τας απευθυνομένας προς αυτόν ανοικτώς διά του τύπου…».[10]
Επίσης ο μεγάλος χαρισματούχος Γέροντας Παΐσιος, του οποίου η αγιότης μαρτυρείται από όλους πανορθοδόξως, σύγχρονος του κοιμηθέντος Πατριάρχου, παρακολουθούσε με πολύ πόνο τα επικίνδυνα οικουμενιστικά ανοίγματά του, την ακατάσχετη κοσμικού τύπου αγαπολογία του, ιδίως δε την παράτολμη και παράνομη από νομοκανονικής απόψεως ενέργειά του να επιχειρήση μονομερώς και χωρίς την σύμφωνη γνώμη των άλλων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, άρση των αναθεμάτων, πράγμα που προκάλεσε μεγάλο σάλο και σκάνδαλο μέσα στην Εκκλησία. Σκέφθηκε λοιπόν να στείλει μιά επιστολή στις 23 Ιανουαρίου 1969, στον π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ιδρυτή της Π.Ο.Ε. και της μαχητικής εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος», που αφορούσε τον κ. Αθηναγόρα. Σ’ αυτή μεταξύ άλλων γράφει τα εξής: «…Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήναγάπην δυστυχώς του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος μητέρα μας δεν του κάμνει καμίαν εντύπωση, επειδή είναι πολύ σεμνή…Το αποτέλεσμα ήταν, να αναπαύση μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμο, να κατασκανδαλίση όμως όλους εμάς, τα πιστά τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβο Θεού». [11]
Κατά παρόμοιο τρόπο αποδοκιμάζεται ο πρώην Πατριάρχης και από μιά άλλη μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία των ημερών εκείνων, από τον αρχ. π. ΕπιφάνιοΘεοδωρόπουλο. Σε επιστολή του προς αυτόν γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Παναγιώτατε:Προυχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τα ρείθρα τουΡουβίκωνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, Κληρικών καί λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Διά την αγάπην του Κυρίου, οπισθοχωρήσατε! Μη θέλετε ναδημιουργήσητε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ θα κατορθώσητε, θα είναι να διασπάσητε τα ηνωμένα και ναδημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετεκαί συνέλθετε!...».[12]

Κακόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις του.

Θα κλείσουμε τον μικρό αυτό σχολιασμό μας με ορισμένες ακόμη κακόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις του, τις οποίες διετύπωσε δημοσίως σε λόγους, ομιλίες, ή συνεντεύξεις  του κατά την διάρκεια της Πατριαρχείας του: «Απατώμεθα και αμαρτάνωμεν (έλεγε), εάν νομίζομεν, ότι η Ορθόδοξος πίστιςκατήλθεν εξ’ ουρανού και ότι τα άλλα δόγματα είναι ανάξια. Τριακόσια εκατομμύρια ανθρώπων εξέλεξαν τον Μουσουλμανισμόν διά να φθάσουν εις τον Θεόν των και άλλαι εκατοντάδες εκατομμυρίων είναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας είναι να βελτιώσει τον άνθρωπον».[13]«Εις την κίνησιν προς την ένωσιν, δεν πρόκειται η μία Εκκλησία να βαδίσει προς την άλλην, αλλ’ όλαι ομού να επανιδρύσωμεν την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, και ΑποστολικήνΕκκλησίαν, εν συνυπάρξει εις την Ανατολήν και την Δύσιν, όπως εζώμεν μέχρι του 1054, παρά και τας τότε υφισταμένας θεολογικάς διαφοράς».[14]«Ο αιών του δόγματος παρήλθε».[15]«Καλούμεθα ν’ απαλλαγώμεν του πλέγματος της πολεμικής και της αντιρρήσεως εν τη Θεολογία και να εφοδιάσωμεν αυτήν διά του πνεύματος της ζητήσεως και της διατυπώσεως της αληθείας εν τη αγάπη και τη υπομονή. Ο Χριστιανισμός έχει ανάγκη σήμερον μιάς Θεολογίας της καταλλαγής».[16]
Τα παρά πάνω ελάχιστα στοιχεία, τα οποία παραθέσαμε είναι ικανά,πιστεύουμε, να μας δώσουν μια εικόνα περί του ποιός ήταν ο κ. Αθηναγόρας, τον οποίον θα σπεύσουν να εγκωμιάσουν και να εξυψώσουν μέχρι τρίτου ουρανού εντός των προσεχών ημερών οι ομόφρονές του οικουμενιστές. Στο δε ερώτημα που θέσαμε ως τίτλο του άρθρου μας, καλούμεθα όλοι μας (ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού) να απαντήσωμε. Είμαστε αποφασισμένοι να βαδίσουμε στα χνάρια των αγίων Πατέρων μας, ή στα χνάρια του κ. Αθηναγόρα; Ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του.



[1]Περιοδ. «Εκκλησία», 15 Αυγούστου 1972, σελ. 451.
[2]Περιοδ. «Επίσκεψις», 12 Ιουλίου 1975, σελ. 3.
[3]Περιοδ. «Εκκλησία», 15 Αυγούστου 1972, σελ.408-409.
[4]PG. 60, 611
[5]Αρχ. Ιωάσαφ Μακρή, Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20 ο αιώνα, εν: «Εν Συνειδήσει», Οικουμενισμός Ιστορική και κριτική προσέγγιση, Εκδ. Ιεράς Μονής Μεγ. Μετεώρου, Ιούνιος 2009, σελ. 55. Βλ. και δήλωση του αρχ. Αθηνών Χρυσοστόμου στον «Ορθόδοξο Τύπο», Νοέμβριος 1965.
[6]Αρχ. Μάρκου Μανώλη, Αιρετικός ο Αθηναγόρας, Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», 30 Μαρτίου 2012, σελ. 1,7. Βλ. και άρθρο της εφ. «Εκκλησιαστικός αγών», αδελφότητος «Ο Σταυρός», Μάϊος 1970, φ. 48, σελ. 3,4, με τίτλο «Ομιλεί ο Αθηναγόρας. Αι κατά καιρούς δηλώσεις. Τα μηνύματα και αι ενέργειαι αυτού»
[7]Ευθυμίου Τρικαμηνά, Η διαχρονική συμφωνία των Αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπής μνημονεύσεως Επισκόπου κηρύσσοντος επ’ Εκκλησίας αίρεσιν,Εκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2012, σελ. 263.
[8]Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Ομότιμου Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείο,Διαδικτυακός τόπος Ορθόδοξος Λόγος, www.orthodox.net.gr, σελ. 2-3.
[9]Mansi 31A, 885DE. Bλ. και «Πρακτικά της αγίας και Οικουμενικής εν Φλωρεντία Συνόδου»,εκδ. Gill, PontificumInstitutumOrientalium, Studiorum, Roma1953, Vol. V, fasc. II, σελ. 400 (25-53).
Μ. Εφέσου, Επιστολή τοις απανταχού της γης(…) Χριστιανοίς, CFDS, Ser. A΄, Τομ.Χ, fasc II, σελ.144(29-33).
[10]Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, «Περί την μελετωμένην ‘Μεγάλην Σύνοδον’ της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υπόμνημα προς την Σύνοδον της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», Αθήναι 1977, σελ. 14-17.
[11]Απόσπασμα επιστολής, που στάλθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1969 στον αρχ. π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο και δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο».
[12]Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Άρθρα-Μελέται, Επιστολαί, τ. Α΄, Αθήναι 1981, σσ. 152-153.
[13]Βλ. «Ορθόδοξος Τύπος», φ. 94, Δεκέμβριος 1968.
[14]Εκ του μηνύματός του επί της εορτή των Χριστουγέννων του 1967, ίδ. «Από την πορείαν της αγάπης», σελ. 87.
[15]Βλ. εφ. «Ακρόπολις», 29 Ιουνίου 1963.
[16]Εξ’ ομιλίας του εις την Θεολογική Σχολήν Βελιγραδίου την 12η  Ιουλίου 1967, Βλ. «Έθνος», 13 Οκτωβρίου 1967.

ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ


ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΤΑ ΕΞΗΣ:

Προδρομικές συναντήσεις των Εκκλησιών της Πρεσβυτέρας και Νέας Ρώμης


Του Αριστείδη Πανώτη, Μ. Ιερομνήμονα, Ιστορικού-συγγραφέα - για το Amen.gr


Σε λίγες ημέρες θα πραγματοποιηθεί μιά επίσημη επετειακή  «Ιερή Συνάντηση»  των Προκαθημένων της Πρεσβύτερης και της Νεότερης Ρώμης στην Αγία Πόλη των Ιεροσολύμων. Είναι ένα βαρυσήμαντο γεγονός για τη Χρισιανοσύνη που θα πρέπει την ιστορική ακολουθία του να πληροφορηθούν όλοι οι καλής θελήσεως χριστιανοί για να μην παρασυρθούν από διάφορα ηλεκτρονικά «χωνιά» αδιάβαστων εραστών του μονόλογου για να δείξουν άκαρπο «ομολογιακό  ζήλο»,  όπως το 1964,  για την  «Επανασυνάντηση»  των Προκαθήμενων των δύο αρχαίων αποστολικών καθεδρών  της  μιάς Εκκλησίας. 
Μέσα στη πρώτη χιλιετία της Εκκλησίας αυτές Καθέδρες για διάφορους κανονικούς και άλλους λόγους δοκιμάστηκαν από τους διχασμούς.  Από το 337 μέχρι το 843 που η Πρεσβυτέρα Ρώμη υπερασπίζεται με οξύτητα το προνόμιο της οικουμενικής διαστάσεως του «πρωτείου» της και δεν αναγνώριζε την εκλογή του ιερού Φωτίου, διακόπηκε η «κοινωνία» μεταξύ Ανατολής και Δύσεως 217 χρόνια! Τότε ο ιερός Φώτιος καταλόγισε στον πάπα Νικόλαο 10 σημαντικές «διαφορές». Και όπως συμβαίνει σε κάθε έντονη οικογενειακή διαφορά μεταξύ  δύο εριζόντων αδελφών η αντιλογία  συνοδεύεται από καταιγισμό ορμαθού αλληλοκατηγοριών που  για τη περίπτωση αυτή καλούνται «διαφορές». Όταν  όμως η Ρώμη αναγνώρισε τὴν εκλογή του ιερού Φωτίου όλες αυτές οι κατηγορίες ξεχάστηκαν και η διάσταση γεφυρώθηκε. Και όταν μετά ταύτα προέκυπταν διαφωνίες, αυξάνονταν συνεχώς και οι «διαφορές» για να δείχνονται ατελέσφορες οι  προσπάθειες για τη προσέγγιση.
Παρ' όλα αυτά η διάσταση του 1054  επανειλημμένα επιχειρήθηκε να γεφυρωθεί τους αιώνες που ακολούθησαν.  Όμως οι διαμάχες για  την κοσμική εξουσία και τα κρατικά συμφέροντα πολιτικοποίησαν μεγάλο μέρος και της Εκκλησίας και επιμήκυναν την απομόνωση της Ανατολής από τη Δύση με συνέπεια να παραταθεί η κυριαρχία των αλλόθρησκων κυρίαρχων επί των χριστιανών.
Μετά το διχασμό της Δυτικής Εκκλησίας από τη Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα αναζητήθηκε και πάλι τρόπος συνεννοήσεως της Πρεσβυτέρας με την Νεότερη Ρώμη για να λυθεί το «Ημερολογιακό ζήτημα». Η κοινή καταγωγή και κληρονομία των δύο Καθεδρών ποτὲ δεν αμφισβητήθηκε ως Εκκλησιών παρά την πικρή εμπειρία της Φλωρεντιανής Συνόδου.  Όταν ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄  επικοινωνεί στις 5 Φεβρουαρίου 1563 με  ειδικό Μπρέβιο  με τον πατριάρχη Ιερεμία Β΄ τον προσφωνεί: «Προς τον σεβάσμιον αδελφό Ιερεμία  Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως»! Και ο Ιερεμίας του ανταπαντά τον Αύγουστο: «Τῷ μακαριωτάτῳ πατρὶ καὶ δεσπότῃ, τῷ Πάπᾳ Γρηγορίῳ,δέκατῳ  τρίτῳ, ἂκρῳ ἀρχιερεῖ ἀξιωτάτῳ» * Κωδ. Βατικανοῦ. gr. 2124 f. ΙΙv. .  Αύτα ας τα διαβάσουν καλά οι κατεχόμενοι από τη  «διαταραχή»της  πλάνης ότι δεν υφίσταται Ρωμαϊκή Εκκλησία και Πάπας, μήπως καταλάβουν γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά την υφιστάμενη «ακοινωνησία» λόγω των διαφωνιών με θεολογούμενες απόψεις της Ρώμης, ποτέ δεν εξετράπη  και δεν  υποτίμησε την ιστορική και κανονική  κληρονομία της για να λοιδορήσει την  σεβασμία Εκκλησία εκατομμυρίων ψυχών, όπως έπραξαν οι ακραίοι ετερόδοξοι που της πρόσαψαν  ως υβριστικό  όρο το:  «παπισμός» και τον επαναλαμβάνουν οι αγνοούντες την προέλευσή του.
Όμως η διόρθωση του «Ιουλιανού Ημερολογίου» είχε προταθεί το 1324 στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ από τον βυζαντινό  σοφό Νικηφόρο Γρηγορά,  γιατί λανθασμένα υπολογιζόταν πλέον η ισημερία της Ανοίξεως και κατά τη άγραφη «συμφωνία» των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου προέκυπτε και λανθασμένος καθορισμός της Κυριακής του Πάσχα. Τον ακριβή αυτό υπολογισμό θέλησαν οι δυτικοί μαθηματικοί να τον προσφέρουν στον πάπα Γρηγόριο ΙΓ για να τον καθιερώσει – και  να κληθει η μεταρρύθμιση  «Γρηγοριανή» και το νέο ημερολόγιο «Γρηγοριανό»! Αυτά όμως συνέβησαν χωρίς την οικουμενική «συμφωνία» που είναι βασική για τη ενότητα της Μιάς Εκκλησίας και γι' αυτό και μόνον τότε απορρίφθηκε από την Ανατολή. Το θέμα επανήλθε στην Ανατολή τον 20ο αιώνα και ο άτακτος τότε χειρισμός του από το  κράτος το 1923, έδωσε την ευκαιρία να το εκμεταλλεύεται μέχρι σήμερα η «ευσεβής»  ζηλωτική αγυρτεία
Η μεγάλη μορφή του πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄,  μελέτησε κατά την πολυετή παραμονή του στο Άγιο Όρος όλα τα τότε σκιρτήματα για την επανασυνάντηση της Χριστιανοσύνης μέσα στη Δυτική Εκκλησία και στις «αναδενδράδες» της.  Και όταν επανήλθε το δεύτερο στον Οικουμενικό θρόνο το 1901  άρχισε να αναζητεί την συνεργασία των Ορθοδόξων Εκκλησιών για επίκαιρα εκκλησιαστικά ζητήματα και μάλιστα για τη νέα συμπορεία προς αναζήτηση των αδελφών που ζούν εκτός της ορθόδοξης παρεμβολής. Η πατριαρχία του όμως αναλώθηκε στην προστασία των μητροπόλεων της Ηπείρου, της Μακεδονία και της Θράκης από όσους επιχειρούσαν επιθετικά να αλλοτριώσουν πληθυσμιακά την αρχαία ελληνικότητα αυτών των περιοχών  για να υπηρετηθούν και τότε οι πολιτικές ιδεοληψίες του Βορρά.
Μετά τον θάνατό του το 1912 το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν ανέκοψε την  φροντίδα του για τα έθνη των χριστιανών.  Τα φρικτά γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου που διέπραξαν μία από τις σκληρότερες αδελφοκτονίες των αιώνων  ανάγκασαν τους συμπλακέντες να αναζητήσουν τον ειρηνικό τρόπο επιλύσεως των διαφορών τους και ίδρυσαν την «Κοινωνία των Εθνών». Τότε άρχισε να κυοφορείται στο Φανάρι μιά παρόμοια πρωτοβουλία για τον χριστιανικό κόσμο της Οικουμένης και διατυπώθηκαναπό ορθοδόξου πλευράς οι βασικές αρχές της «καταλλαγής» για να ξανασυναντηθούν  οι πιστεύοντες στον Ιησού Χριστό και συντάχθηκε ο πρώτος «Χάρτης των Διαχριστιανικών σχέσεων» με την «Συνοδικὴ Εγκύκλιο του 1920», ένα θεολογικό κείμενο ύψιστης σημασίας που βοήθησε στην ανάπτυξη της «Οικουμενικής Κινήσεως» στον 20ον αιώνα. Μὲ τὴ πρωτοβουλία μας προτείνεταινα  συγκροτηθείένας  θεσμός για νααυτοπροστατευθούν οι χριστιανοὶ απότους μεταξύ τους διαμάχες και  ανταγωνισμούς, καθώς  και από τη λαίλαπα του άγονου αντιρρητισμού. 
Οι μετριοπαθείς αυτές σκέψεις του Οικουμενικού Θρόνου ήταν δύσκολο να προχωρήσουν σε μιά θλιβερή περίοδο που ο Εθνικός Διχασμός των Ελλήνων είχε επιρρεάσει και τα εκκλησιαστικά ζητήματα  και εμποδιζόταν επί τέσσερα χρόνια η εκλογή διαδόχου του παραιτηθέντος  πατριάρχη Γερμανού Ε΄. Η μακρά χηρεία της πατριαρχικής καθέδρας ευνοούσε μόνον τις σχέσεις με πολιτικό χρώμα με την ταυτισμένη με το βρεταννικό στέμμα «Αγγλικανική κοινωνία».  Όμως,  εμπρός στην προδιαγραφόμενη στάση του συμμαχικού παράγοντα της Δύσεως να παρασπονδήσει για να συναλλαγή κατά τα συμφέροντά του  με τους αντιστάμενους στην Ανακωχή του 1918  Τούρκους, προμηνυόταν μιά τρίτη Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως  και δοκιμασία των χριστιανών της Ανατολής και έπρεπε να αποκτήσει τον «Μωϋσή» του ο ακέφαλος λαός. Έτσι, ο εξόριστος στην Αμερική Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης εκλέχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ως Μελέτιος Δ΄ και άρχισε την τεταραγμένη από τη πολεμική των αντιπάλων του από την Αθήνα και την Άγκυρα, πατριαρχία.
Όμως σαν  πραγματικός ηγέτης  εν μέσω θυέλλης ανέστρεψε κάθε μορφής προκατάληψη και επιχειρεί διάφορα ανοίγματα προς τις ετερόδοξες Εκκλησίες και Ομολογίες. Αν και φίλος των Αγγλικανών και γνώστης τής ανορθόδοξης τακτικής του Βατικανού προς το Φανάρι, όπως ήταν η σύσταση «ενωτικού θύλακα» στη Πόλη,  αποφασίζει ο Μελέτιος να επωφεληθεί της εκλογής του νέου Πάπα για να επικοινωνήσει με την ερμητικά κλεισμένη στον εαυτό της Εκκλησία της Ρώμης.  Γιά  πρώτη φοράμετά από  διακοπή σχέσεων αιώνων το Φεβρουάριο του 1922 πραγματοποιεί ο Πατριάρχης συγχαρητηρία επίσκεψη με την πατριαρχική συνοδεία του στὴν Αποστολικὴ Επιτροπεία της Αγίας Έδρας στο Πέραν γιανα εκφράσει τις εγκάρδιες ευχές του επί τηεκλογήτου λόγιου και γνωστού ελληνιστί αρχιεπισκόπου Μιλάνου Αμβρόσιου Ράττι, ως  πάπα Πίου ΙΑ΄. Η επίσκεψη αυτή έδωσε την ευκαιρία στο Μελέτιο να δείξει πόσον ενήμερος ήταν για την προσωπικότητα και την διακονία του ως Δελεγάτου στη Πολωνία του νέου Προκαθήμενου της Ρώμης, αλλά κυρίως για να εκθέσει την γενική επιθυμία πως μετά την εμπειρία του φονικού πολέμου πρέπει και τα εκκλησιαστικά ζητήματα να επιλύονται φιλάδελφα όπως είναι και η ρητή εντολή του Δομήτορα της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης έγινε τιμητικά δεκτός από τον Δελεγάτο και την ακολουθία του και τα διαμειφθέντα ενδιαφέροντα μεταβιβάστηκαν  στη Ρώμη (* Συνοδικόν, τ. Β΄. 562).  Η επίσκεψη αυτή είχε επιρροή για να προσεχθεί από τον Πάπα η οργάνωση και στελέχωση με Ιησουΐτες επιστήμονες, του «Ποντιφίκιου Ανατολικού Ινστιτούτου» της Ρώμης, που συνέστησε ο προκάτοχός του Βενέδικτος ΙΕ΄, για να προχωρίσουν ερευνητικά  οι ανατολικές σπουδές για την αποκτήσουν και την  αγαθοποιό εκτίμηση στον θεολογικό χώρο της Ανατολής, κάτι που  δημιούργησε ένα διάλογο, όπως θα δούμε, επί πατριαρχίας Βασιλείου Γ΄.
Η επίσκεψη αυτή γνωστοποιήθηκε  και στον Σμύρνης Χρυσόστομο  ο οποίος  με οδύνη παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα από τις «χριστιανικές» κυβερνήσεις των Συμμάχων σε βάρος των χριστιανών της Τουρκίας. Γνώριζε το κύρος της Αγίας Έδρας στις Ρωμαιοκαθολικές χώρες και στις κυβερνήσεις τους και απογοητευμένος απότα διαβήματά στους πολιτικούς αποφασίζει ως ἀρχιεπίσκοπος της Ιωνίας και ἐξ ονόματος των αποστολικών Εκκλησιών της Μικρασίας να απευθύνει προσωπικὴ επιστολὴ στον εκλεγέντα Πάπα Ρώμης  για τὴ σωτηρία της Χριστιανοσύνης της Μικρασίας απὸ τὸ παρασκευαζόμενο ἐν Παρισίοις ανοσιούργημα κατὰ της Ιστορίας καὶ της Εκκλησίας της Ιωνίας.
Μετὰ τὸ Πάσχα (4/18-4-1922) ο Σμύρνης Χρυσόστομος απευθύνεται στον πάπα Πίο τον ΙΑ΄ και μεταξύ των άλλων του γράφει:
 «Μὴ ἀνεχθήτε, Μακαριώτατε, τηλικοῦτον βδελυρὸν κατὰ τῶν ἐλευθερωθέντων ἅπαξ τέκνων τοῦ Χριστού ἀνοσιούργημα ἀνασταυρώσεως καὶ παντελούς αυτών ἀφανισμοῦ. Υψώσατε τὴν πατρικὴν  φωνήν Σας. Λαλήσατε εἰς τὰς καρδίας τῶν Ισχυρών. Διδάξατε εἰς τοὺς ἐνοικούντας άρχειν τών Εθνών στοιχειώδην δικαιοσύνην καὶ σεβασμὸν πρὸς τὰς ἐλευθερίας τῶν λαών καὶ τὰ ἀνθρώπινά των δίκαια....διὰ νὰ μὴ ἐγκολαφθή διὰ δευτέραν φοράν ἐπὶ του προσώπου της Χριστιανικής Ευρώπης τὸ ἱστορικὸν στίγμα της 29ης Μαΐου τοῦ 1453.
  Εὐγνώμων ἐν Χῷ ἀδελφός».ΣμύρνηςΧρυσόστομος. (* Το  Το πλῆρες κείμενον τῆς ἐπιστολῆς : Βλ. Χρῆστος Σολομωνίδης, Ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος. Ἀθῆναι 1971, τ. Β΄, σσ. 46-48).
Ο εν Αγίοις Χρυσόστομος προσφωνεί τον Πάπα «Μακαριώτατο», στοιχιζόμενος απόλυτα στην εκ των ιερών κανόνων και της παραδόσεως εθιμοτυπία του Φαναρίου. Η δεοντολογία αυτή ουδέποτε καταλήθηκε ακόμη και σε εποχές κρίσεων των σχέσεων με την Ρώμη, ὀταν και σταθερά τηρήθηκε η ορθόδοξη διαγνώμη  για την  Εκκλησία της Δύσεως ότι είναι κανονική Εκκλησία με Προκαθήμενο, ο οποίος ως ο επίσκοπος της Ρώμης διατηρεί ακέραια την αρχιερωσύνη του και έγκυρα την διαβιβάζει στους διαδόχους του και στους επισκόπους του. Αυτό δεχόταν και ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, πριν την ατυχή έκβασή της με ευθύνες τρίτων.
Δεν γνωρίζουμε άν το κείμενο αυτόέφθασε τότε στα χέρια του Πάπα. Όμως γνωρίζουμε την απάντηση της Ρώμης κατά τις «αποκαλυπτικές» έσχατες ημέρες τηςΙεράς Μητροπόλεως Σμύρνης, ότανοΓενουάτηςαρχιεπίσκοποςτων λατίνων στὴ Σμύρνη Ιωάννης-Βαπτιστής Βερλέγκαςέκανε χρήση της διπλωματικής του ιδιότητας και πρόσφερε τρόπο διαφυγής στον μητροπολίτη Χρυσόστομο, για να αποφύγει την εκδικητικότητα των νικητών του πολέμου και εκείνος αρνήθηκε λέγοντας:  «Θα υπακούσω στην εντολή πουέδωσε ο Θεός για τον επίσκοπο της Σμύρνης στην Αποκάλυψη: «Να είναι πιστός μέχρι θανάτου  και θα σου δώσω το στεφάνι της ζωής» (β΄. 10) !
Πραγματικά, ο Χρυσόστομος ασχολείτο από μακρού με την διακρίβωση του μηνύματος διαφόρων οραμάτων του προφητικού αυτού βιβλίου της Καινής Διαθήκης. Οαρχιεπίσκοπος  Βερλέγκας είχε τοποθετηθεί  στη Σμύρνη  το 1921 και συνδεόταν με τους  Ορθοδόξους. Κατά την είσοδο των κεμαλικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, πριν κατακαύσουν οι νικητές τις συνοικίες Ελλήνων και Αρμενίων και με τις πρώτες πληροφορίες για βιαιοπραγίες εκ μέρους τους, άνοιξε τις πύλες του επισκοπίου του και πρόσφερε την προστασία του στους διωκόμενους.  Έσωσε πολλούς κληρικούς,  μεταξύ των οποίων τον τότε μητροπολίτη Εφέσου Χρυσόστομο Χατζησταύρου, μετά αρχιεπίσκοπο Αθηνών, τον  αρχιδιάκονο Σμύρνης Βασίλειο Παπαδημητρίου, μετά Φλωρίνης, τον π. Αμφιλόχιο Βούρο και πολλούς άλλους  κληρικούς και λαϊκούς και γυναικόπαιδα ελληνικής και αρμενικής καταγωγής απότην ομοιρεία και τον αφανισμό. Τους κληρικούς τους προστατευσε ως Καθολικούς καὶ τούς λοιπούς ως πιστούς της Εκκλησίας του. Με τη φροντίδα του επίσης  μὲ διάφορους πλαγίους τρόπους τούς διεκπεραίωνε σὲ φιλικά του σκάφη για να διαφύγουν τον τουρκικό έλεγχο και να γλυτώσουν τη ζωή τους. Ο αρχιεπίσκοπος Βερλέγκας στάθηκε πραγματικός σωτήρας στους τότε κληρικούς και παραμένει αξιομνημόνευτος  ευεργέτης Ρωμαιοκαθολικός ιεράρχης και στο αρχείο του ΥΠΕΞ. Απεχώρησε  από τη Σμύρνη το 1929 και απεβίωσε στη πατρίδα του  το 1944.
Ο πάπας Πίος ο ΙΑ φαίνεται πως  η μακρά υπηρεσία του στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού, πριν αναλάβει διπλωματική ιδιότητα  είχε προσεγγίσει το πρόβλημα της διαστάσεως της Εκκλησίας του με την ορθόδοξη Ανατολή. Ήταν άνθρωπος μελέτης και έρευνας και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πώς η δύση δεν γνώριζε βαθύτερα την Ανατολή γι' αυτό ο  Ρωμαϊκός  Ενωτισμός (Ουνία) δεν απέδιδε σπουδαίους καρπούς και μάλλον διηύρυνε τό χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως.  Μετά  τα συμβαίνοντα κατά των χριστιανών στη Ρωσία το ενδιαφέρον του εστιάζεται να γνωρίσει καλύτερα τη θεολογία και την εκκλησιαστική ζωή των Ορθοδόξων ξεκινώντας από τη Βουλγαρία, όπου είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες πολλοί ακαδημαϊκοί εκ των ρωσικών θεολογικών Ακαδημιών, όπως ο περίφημος ιστορικός Νικόλαος Γκλουμποκόβσκυ κ.ά. 
Η συμβολή του Άγγελου Ρονκάλι - μετέπειτα Πάπα Ιωάννη 23ου - στην (επανα)προσέγγιση των δύο Εκκλησιών
Το 1925 αποφασίζει να στείλει στη Σόφια ένα κληρικό που υπηρετούσε στη Ρώμη σε ιεραποστολικό ἐργο και είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για την Ανατολή. Ενέκρινε την εκλογή του Αγγέλου-Ιωσήφ Ρονκάλλι ως επισκόπου Αρεοπόλεως.Αυτός  κατά το λατινικόέθος διάλεξε ως  επισκοπικό του έμβλημα το ρητό: «Obedientia et Pax» («Ὑπακοή καὶ Εἰρήνη») και το ακολούθησε με πραγματική ταπείνωση  σε όλη του τη σταδιοδρομία της οποίας απόσταγμα είναι το απόφθεγμα:  «Πως η  καλύτερη διπλωματία στα εκκλησιαστικά  είναι η ταπείνωση και να μη σηκώνεις τις πέτρες που σου πετούν»!
Εγκαταστάθηκε στη Σόφια αλλά η εκεί Εκκλησία ήταν τότε απομονωμένη λόγω του σχίσματός της και θέλησε να επικοινωνήσει με το  Φανάρι ευθύς μετά την απέλαση του πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε΄, όταν επέστρεψε κάπως η ομαλότητα στο Φανάρι  με την εκλογή του πατριάρχη Βασιλείου Γ΄. Είχε μάθει πόσο σοφός και  διακριτικός ήταν ο νέος Πατριάρχης και επιδιώκει να τον γνωρίσει με την πρώτη του επίσκεψη στη Πόλη. Ήταν  γνώστης της εκκλησιαστικής τάξεως και  μόλις έφθασε στη Πόλη ζήτησε από το Φανάρι  να επισκεφθεί  τον Πατριάρχη και αμέσως  έγινε δεκτός, τον Μάρτιο του 1926, με όλη την πρέπουσα εθιμοτυπία από την πατριαρχική Αυλή . Εγκάρδια ήταν και η υποδοχή του από τον πατριάρχη Βασίλειο.  Κατά το έθος άρχισε ο Πατριάρχης τις συζητήσεις για να πληροφορηθεί τα της εκκλησιαστικής  καταστάσεως στη Βουλγαρία. Ο Σεβ. Ρονκάλλι διαβεβαιώνει τὸν Πατριάρχη ότι το Βατικανὸ τηρεί την αρχαία κανονική παράδοση και είναι κατά πάσης κατατμήσεως του ενιαίου εκκλησιαστικού σώματος που αποσυνδέειαπό τον κορμό της μιάς καθέδρας του κλίματος τις τοπικές Εκκλησίες. Γι΄ αυτόδεν επιδοκιμάζει τα διάφορα τοπικά «αυτοκέφαλα» που επιβάλλονται  από  εθνικιστικές πιέσεις για να θέτουν την τοπική Εκκλησία υπό τον έλεγχο του κράτους και των πολιτικών. Με την ευκαιρία αυτή η συζήτηση  επεξετάθη και στο επίκαιρο τότε ζήτημα της  ανεξάρτητης διοικήσεως των μητροπόλεων της Δωδεκανήσου που άρχισε να αξιώνει πιεστικά η ιταλική κυβέρνηση κατά το πρότυπο της Ελλαδικής Εκκλησίας.  Του εξήγησε πώς η Αγία Έδρα  μετά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία αγωνίζεται να διασφαλίσει την οικουμενικότητά της μέσα από ένα συμβολικό ανεξάρτητο κράτος και οι συζητήσεις προχωρούν με την κυβέρνηση Μουσολλίνι για τη σύναψη κονκορδάτου και τον  διαβεβαίωσε ότι για στο «Δωδεκανησιακό ζήτημα» δεν έχει ανάμειξη το Βατικανό αλλά ανοίκει στις επιδιώξεις του κυβερνώντος κόμματος. Οι  έντιμες αυτές σκέψεις ελέχθηκαν και ενώπιον αρχιερέων, όπως του  τότε Ανέων Θωμά και του αρχιγραμματεύοντος τότε Λαοδικείας Δωρόθεου που μου τα μεταβίβασαν όταν έγραφα τους «Ειρηνοποιούς».
Η υποδοχή και τα λεχθέντα συνεκίνησαν και ικανοποίησαν πλήρως τον Σεβ. Ρονκάλλι και στην πραγματικότητα  είχε διανοίξει τον δίαυλο επικοινωνίας που κέρδισε την εκτίμηση του Φαναρίου και αυτά διαμηνήθηκαν στη Ρώμη. Το  θέρος του 1927  επισκέπτεται τον Πατριάρχη ο διευθυντής του «Ανατολικού Ινστιτούτου» της Ρώμης  επίσκοπος Ιλίου Μιχαήλ Ντερμινὺ για να τον συμβουλευτεί σχετικά με τη σύσταση εδρών Ανατολικής Θεολογίας στις διάφορες θεολογικές σχολές της Ρώμης προς βαθύτερη γνώση της Ανατολης και για τον εμπλουτισμό της δυτικής  σκέψεως  γιαναεπιβεβαιωθεί  η γνωστή σκέψη  του ότι : «Η  Εκκλησία δεν είναι μόνον ελληνική και  λατινική, ούτεκαι σλαβική  κτλ.αλλά  Οικουμενική και Καθολική».
Ο πάπας Πίος ΙΑ΄ διαβλέπει τις κλήσεις για ενότητα της εποχής και ανταποκρίνεται στην προπαρασκευή αυτής της Χριστοθέλητης πορείας με λόγους και επιστολές. Το 1935 προάγει τον Ρονκάλλι σε αρχιεπίσκοπο Μεσημβρίας της Θράκης και Αποστολικό Απεσταλμένο (Δελεγάτο) της Αγίας Έδρας  στη Τουρκία και στην Ελλάδα.  Μετακομίζει από τη Σόφια στη Πόλη και ερχόταν τακτικά στην Αθήνα. Συνεχίζεται και κατά τη πατριαρχία  του Φωτίου και του Βενιαμίν η ίδια εκτίμηση στο θερμής ιδιοσυγκρασίας σεμνό πρόσωπό του.  Το ενδιαφέρον του να μελετήσει τα της Ορθοδοξίας είναι ανεξάντλητο και πάντα χωρίς να επιδίδεται σε ασκήσεις αντιρρητισμού και δογματικής δοκησισοφίας  ταπεινά παρακολουθεί το ελεύθερο εν Χριστώ πνεύμα του Φαναρίου και το σπουδάζει για να πλουτίζει τις εκκλησιολογικές γνώσεις και πεποιθήσεις του. Επωφελείται της εκτιμήσεως των Πατριαρχών στο πρόσωπό του  και με τις συστάσεις τους επισκέπτεται μητροπόλεις και μονές και γνωρίζει  την ευσέβεια του ελληνικού λαού ως απλός Ιταλός ιερέας.  Καλλιεργεί προσωπικές σχέσεις με ακαδημαϊκούς κύκλους των Αθηνών και με παράγοντες της δημοσίας ζωής της Ελλάδος.  Με προσοχή προσεγγίζει την Αγιώνυμη Πολιτεία. Περιέρχεται τις μονές της, πλησιάζει γλωσσομαθείς πατέρες και τους ερωτά για πνευματικά ζητήματα. Προσκυνά με πραγματική ευλάβεια τις ιερές εικόνες της Παναγίας και θαυμάζει τα κειμήλια.  Ώρες περιέρχεται στις βιβλιοθήκες για ενημέρωση εκφράζοντας τον θαυμασμό του για  την ποιότητα  και τον πλούτο τους . Έχει λαμπρές εμπειρίες για την ευγένεια των Αγιορειτών και από τη  φιλοξενεία τους.  Κανείς δεν ενοχλήθηκε που κάθε πρωΐ λειτουργουσε μόνος στο κελλί του  και αμέσως κατερχόταν να συμπροσευχηθεί στο νάρθηκα του καθολικού με τους πατέρες της μονής. Αλλά και όταν περιέρχεται τους ναούς και τα προσκυνήματα των ομοπίστων του στη χώρα και στα νησιά  αριστα συνεργάζεται με την τοπική Ιεραρχία των ΡΚαθολικών για να τονώσει το ποιμαντικό έργο  τους.  Για όλα αυτά  γράφει τους καλούς του λόγους και σημειώνει στο εκδοθέν «Ημερολόγιό του» σελ.242 πώς: «Όταν βρεθώ στην Ελλάδα νιώθω σαν το ψάρι που το ξαναπετούν στο νερό»!
Επιστέγασμα όλων αυτών των επαφών των δύο αποστολικών κέντρων προ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι τα διαμειφθέντα αδελφικά συλλυπητήρια για την εκδημία του πάπα Πίου ΙΑ  από τον  γέροντα πατριάρχη Βενιαμίν που διαβίβασε ο Μ. Πρωτοσύγκελλος Αδαμάντιος Κασαπίδης στις 10 Φεβρουαρίου 1939. Επίσης για την εκλογή στίς 2 Μαρτίου 1939 του νέου Πάπα Πίου ΙΒ΄ τα συγχαρητήρια του Πατριάρχη προς τη Ρώμη  τα διαβίβασε πάλι ο Μ. Πρωτοσύγκελλος  του. Η πράξη αυτή συνεκίνησε τον  Σεβ. Ρονκάλλι και τη  θεώρησε είδηση της ημέρας γι' αυτό την ανακοίνωσε επ' εκκλησίᾳ με τα εξής: «Κάποια ημέρα το όραμα του Κυρίου για μιά ποίμνη θα είναι η τερπνή πραγματικότης του ουρανού  και της γής»! 
Η Ρώμη μετά την εκλογή του νέου Πάπα  εγκρίνει τα ανοίγματα του Δελεγάτου της και τον επιφορτίζει να διαβιβάσει επίσημα τις ευχαριστίες του Πάπα  στον Πατριάρχη Βενιαμίν. Στις 27 Μαΐου 1938 και ώρα 11π.μ. ο Σεβ. Ρονκάλλι συνοδευόμενος  από τους κληρικούς του Ρ.Κολλάρο, Ιω. Τσιλίκουα, Ιάκ. Τέστα και Ιω. Φιλιππούση γίνεται δεκτός με τιμές στο Πατριαρχείο.  Ο πατριάρχης Βενιαμίν υποδέχεται επίσημα στο γραφείο του τον εκπρόσωπο του πάπα Πίου ΙΒ΄ και την ακολουθία του  παρουσία των μητροπολιτών Ηλιουπόλεως Γενναδίου και Λαοδικείας Δωροθέου  και της Αυλής του  με επικεφαλής τον Μ. Πρωτοσύγγελο Αδαμάντιο, που ως μητροπολίτης Περγάμου καθ΄ υπόδειξη το 1947 του ίδιου του πατριάρχου Μαξίμου υπήρξε ο πρώτος Γέροντάς μου μέχρι την εκδημία του το 1958.
Μετά τις τυπικές συστάσεις  ο Σεβ. Ρονκάλλι  διαβίβασε τις θερμές ευχαριστίες του νέου Πάπα για τις πατριαρχικές ευχές  με την διαβιβασθείσα σε αυτόν επιστολή του καρδιναλίου Μαλλιόνε, με την οποία  εντελλόνταν να τις διαβιβάσει προσωπικά στον Πατριάρχη. Ανταπαντώντας ο πατριάρχης Βενιαμίν έπλεξε το εγκώμιο του απεσταλμένου του Πάπα και επήνεσε: «τον ένθεο ζήλο του για την αγάπη του Χριστού και για την ειρήνη του κόσμου που βρίσκουν  βαθειά απήχηση και προκαλούν την ευλάβεια όλου του χριστιανικού κόσμου». Και παρεκάλεσε να διαβιβαστούν οι προσωπικοί χαιρετισμοί του στον πάπα Πίο ΙΒ΄. Η εγκάρδια αυτή συνομιλία συνεχίστηκε  πέραν της μισής ώρας με θέμα τις προοπτικές για ένα βηματισμό συναδελφώσεως  των χριστιανών και έκλεισε με όλες τις προβλεπόμενες τιμές.
Όμως μετά από λίγους μήνες  αρχίζει ο φονικός  Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ολες οι διεκκλησιαστικές σχέσεις αναστέλλονται. Μεσολαβή η Κατοχή που ο Σεβ. Ρονκάλλι αναλαμβάνει μιά τεράστια πρωτοβουλία για τον επισιτισμό του ελληνικού λαού που αποτελεί το μεγάλο κεφάλαιο της αγαθοποιού παρεμβάσεως του που απησχόλησε και την Ακαδημία των Αθηνών και θα γράψουμε  μελλοντικά.
Τα προδρομικά αυτά συμβάντα που συνέβησαν μεταξύ 1922 και 1939 στις σχέσεις της Πρεσβυτέρας και της Νεότερης Ρώμης θεμελίωσαν  αυτά που άρχισαν να εξελίσσονται μετά εικοσαετία -και τώρα τιμούμε την  πεντηκονταετία τους -και τα οποία αποτελούν νέα σπουδαία κεφάλαια της σύγχρονης Εκκλησιαστικής Ιστορίας.-
   Α.Π. 

     ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ -ΛΕΖΑΝΤΕΣ
  1.- 2. Ο πατριάρχης Βασίλειος Γ΄και ο Σεβ. Άγγελος Ρονκάλλι.
  3. Ο Σεβ. Άγγελος Ρονκάλλι στην Αθήνα μεταξύ μελών της
  νεολαίας της Εκκλησίας του. 
- See more at: http://www.amen.gr/article18127#sthash.ip3ciy0g.dpuf




ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΚΑΙ ΠΑΠΑ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ


ἱστοσελίς τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐνημερώνει τούς ἀναγνώστας αὐτῆς γενικῶς περί τῆς προγραμματιζομένης ἐπισκέψεως τῆς Α.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου εἰς τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων διά τήν Συνάντησιν Αὐτοῦ μετά τοῦ Ἁγιωτάτου Πάπα Ρώμης κ. Φραγκίσκου ἐπί τῇ συμπληρώσει πεντηκονταετίας ἀπό τῆς συναντήσεως εἰς τά Ἱεροσόλυμα τοῦ μακαριστοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου μετά τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ’, ἐπιφυλασσομένη νά συμπληρώσῃ τήν ἐνημέρωσιν αὐτῆς κατά τήν πραγματοποίησιν τῆς ἐπισκέψεως Αὐτῆς. 
Ἡ Α.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος μετά τῆς τιμίας Αὐτοῦ Συνοδείας, συμφώνως πρός τό πρόγραμμα, τό συνταχθέν ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῇ συνεργασίᾳ τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, θά ἀφιχθῇ εἰς τήν Ἱερουσαλήμ τήν Παρασκευήν, 10ην /23ην Μαΐου 2014. 
Τό ἑσπέρας τῆς ἡμέρας ταύτης, τήν 6.30 μ.μ. θερινήν ὥραν ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης θά προεξάρξῃ τῆς Δοξολογίας ἐπί τῆ ἀφίξει Αὐτοῦ εἰς τόν Πανίερον Ναόν τῆς Ἀναστάσεως, παρουσίᾳ τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ. Θεοφίλου καί ἀκολούθως θά τιμηθῇ δι’ ὑποδοχῆς εἰς τό Πατριαρχεῖον. Ἡ εἴσοδος διά τούς πιστούς εἰς τό γεγονός τοῦτο θά εἶναι ἐλευθέρα. Ἡ ἀκολουθία θά μεταδοθεῖ ζωντανά μέσω διαδικτύου ἀπό τόν Ραδιοφωνικό Σταθμό τοῦ Πατριαρχείου. 
Τήν ἑπομένην, Σάββατον, 11ην /24ην Μαΐου 2014, καί περί ὧραν 11.00 π.μ. θερινήν ἡ Α.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης θά ἐπισκεφθῇ τήν Βασιλικήν τῆς Γεννήσεως καί τό Θεοδέγμον Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ, ἔνθα θά ἐπιφυλαχθῇ Αὐτῷ θερμή ὑποδοχή ὑπό τοῦ ἐν Βηθλεέμ Πατριαρχικοῦ Ἐπιτρόπου Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἰορδάνου κ. Θεοφυλάκτου τῇ ἐλευθέρᾳ συμμετοχῇ κλήρου καί λαοῦ καί ἔνθα θά προεξάρξῃ Δοξολογίας. 
Τήν Κυριακήν, 12ην /25ην Μαΐου 2014, ἀπό 7.00 π.μ. θερινῆς ὥρας, ἡ Α.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος θά προεξάρξῃ Πατριαρχικοῦ καί Πολυαρχιερατικοῦ Συλλειτούργου εἰς τό Καθολικόν τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, συλλειτουργοῦντος τῆς Α.Θ.Μ. τοῦ Πατρός ἡμῶν καί Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου, τῶν Συνοδῶν Ἀρχιερέων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τῶν Συνοδῶν Ἀρχιερέων τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, Ἱερέων καί διακόνων, παρουσίᾳ τοῦ Γενικοῦ Προξένου τῆς Ἑλλάδος εἰς τά Ἱεροσόλυμα κ. Γεωργίου Ζαχαριουδάκη, τῶν συνοδῶν τοῦ Παναγιωτάτου τῶν ἐξ Ἀμερικῆς καί ἐξ Ἑλλάδος φίλων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῇ συμμετοχῇ πιστοῦ λαοῦ, διά τόν ὁποῖον ἡ εἴσοδος θά εἶναι ἐλευθέρα ἀπό τῆς Νέας Πύλης διά τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων –St Francis –Hanke- Μονῆς Ἁγίου Χαραλάμπους, Μπάμπ Χάν Ἰλ-ζέτ, – Mouristan καί τῆς Πύλης τῆς εἰσόδου τοῦ Μετοχίου τῆς Γεθσημανῆς. Ἡ ἀκολουθία θά μεταδοθεῖ ζωντανά μέσω διαδικτύου ἀπό τόν Ραδιοφωνικό Σταθμό τοῦ Πατριαρχείου.  
Ἅμα τῇ ἀπολύσει τῆς θείας Λειτουργίας ὁ πιστός λαός παρακαλεῖται νά ἀποχωρήσῃ τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, λόγῳ τῶν μέτρων ἀσφαλείας τῆς Ἰσραηλινῆς Ἀστυνομίας διά τό ἐπικείμενον γεγονός ἐν τῷ Ναῷ τῆς Ἀναστάσεως, τῆς συναντήσεως δηλονότι τοῦ Ἁγίωτάτου Πάπα Ρώμης κ. Φραγκίσκου καί τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. 
Διά τήν συνάντησιν ταύτην ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος θά προσέλθῃ ἀπό τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων μετά τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων κ. Θεοφίλου εἰς τήν αὐλήν τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως ἀπό τήν Πύλην τῆς Ἁγίας Ἑλένης διά τόν ἀσπασμόν τῆς εἰρήνης καί ἀκολούθως διά προσευχήν εὐχαριστίας ἐνώπιον τοῦ Κουβουκλίου τοῦ Παναγίου Τάφου συμφώνως πρός τό πρόγραμμα τό συνταχθέν ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀδελφότητος τῶν Φραγκισκανῶν. 
Εἰς τό γεγονός τοῦτο δύνανται νά συμμετάσχουν μόνον οἱ ἔχοντες πρόσκλησιν, συμμορφούμενοι πρός τάς ὁδηγίας, τάς ἀναγραφομένας ἐν τῇ προσκλήσει. 
Τήν Δευτέραν, 13ην /26ην Μαΐου 2014, ὁ Πάπας Φραγκῖσκος καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος θά ἀποδώσουν ἐπίσκεψιν εἰς τόν Μακαριώτατον Πατριάρχην Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλον εἰς τήν ἐπί τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν θερινήν κατοικίαν Αὐτοῦ παρά τόν Ναόν τῶν Γαλιλαίων Ἀνδρῶν (GaliliViri). Εἰς τό γεγονός τοῦτο ἡ εἴσοδος ἐπιτρέπεται μόνον διά προσκλήσεως. Οἱ ὡς ἄνω πληροφορίαι παρέχονται εἰς τούς τιμῶντας τήν ἱστοσελίδα τοῦ Πατριαρχείου διά μίαν γενικήν γνῶσιν περί τῆς ἐν λόγῳ ἐπισκέψεως, θά δοθοῦν δέ πλείονες πληροφορίαι ἅμα τῇ πραγματοποιήσει ταύτης. 

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας.