Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014
Ἐκκλησιοκτόνος ἡ Αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
Καταλύει τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας
† Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανοῦ
Μακαριώτατε·
Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς·
Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·
Ὁσιώτατοι Μοναχοί, Γέροντες καὶ Γερόντισσες·
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Ἀδελφές·
Σεβασμιώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς·
Σεβαστοὶ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί·
Ὁσιώτατοι Μοναχοί, Γέροντες καὶ Γερόντισσες·
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Ἀδελφές·
1. Ἡ εὐγνωμοσύνη μας πρὸς τὸν Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο
Σήμερα, ἐν καιρῷ θέρους, δροσιζόμενοι ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ πλατύφυλλου Δένδρου τῆς προσφάτου καὶ θεοφιλοῦς Ἑνώσεώς μας, ἡ Χάρις τοῦ Ἀγίου Πνεύματος μᾶς συνήγαγε, προκειμένου νὰ ἐκφράσωμε προσευχητικά, ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, τὴν εὐγνωμοσύνη μας ἐξαιρετικὰ πρὸς τὸν οὐρανοβάμονα Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο· τὸν Φωτιστὴ τῆς Πατρίδος μας· τὸν Ἱδρυτὴ τῶν πρώτων Ἐκκλησιῶν ἐπὶ εὐρωπαϊκοῦ ἐδάφους· τὸν θεμελιωτὴ τῆς Τοπικῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν· τὸν θεοκίνητο Μυσταγωγό μας στὸ Μυστήριο τοῦ Σωτῆρός μας Χριστοῦ· τὸν ἄριστο Καθηγητὴ τῆς Μυστικῆς-Ἐμπειρικῆς-Εὐχαριστιακῆς Θεολογίας· τὴν ἀστείρευτη αὐτὴ Πηγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Χριστοκεντρικῆς Ἐκκλησιολογίας.
Τὸν Παῦλο ἀναφέρομε εὐλαβικά, καὶ οἱ καρδιές μας στρέφονται πρὸς τὴν Ἁγία Πίστι μας, τὴν Ὁποία Αὐτὸς μᾶς παρέδωσε· ἡ Ὁποία εἶναι ταυτόσημος μὲ τὴν διαιώνια Πίστι τῆς Ἐκκλησίας· ἡ Ὁποία ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ εἶναι καὶ λέγεται Ἀποστολική· καὶ ἐξ αἰτίας τῆς Ὁποίας, ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας εἶναι καὶ καλεῖται καὶ ὁμολογεῖται Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Ναί, ὁπωσδήποτε, «ἡ ἔλευση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Ἑλλάδα εἶχε κοσμογονικὸ χαρακτῆρα καὶ γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ προπάντων γιὰ τὴν Πατρίδα μας»[1].
Ναί, πράγματι, «ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὑπῆρξε “ὁ πατὴρ” τῆς Χριστιανικῆς Ἑλλάδος· “ὁ Θεμελιωτὴς καὶ Οἰκοδόμος τοῦ Ἑλληνικοῦ Χριστιανισμοῦ”· “ὁ μεγάλος ἀφυπνιστὴς τοῦ Ἔθνους μας”· ὁ Ἱδρυτὴς τῆς Τοπικῆς Ἑλλαδικῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας»[2].
Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ χριστοκίνητος Παῦλος, ὅπως ἐπιγραμμα- τικὰ λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «τὴν Ἑλλάδα, τὴν βάρβαρον πᾶσαν», λόγῳ τῆς εἰδωλολατρίας, αὐτὸς «ὁ σκηνοποιὸς ἐπέστρεψε» στὴν ἐπίγνωσι τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[3].
Ναί, ἀναμφισβήτητα, ὁ θεοφόρος Παῦλος εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐβάπτισε στὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὥστε νὰ μὴν εἴμεθα πλέ- ον «ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν Ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, οἰκοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»[4].
Ναί, γιὰ ὅλα αὐτά, ἀνέκαθεν καὶ σήμερα καὶ τὴν στιγμὴ αὐτή, καταστέφομε τὴν Μνήμη καὶ τὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου μὲ ἄνθη εὔωσμα εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας· μὲ τὰ νοητὰ μύρα τῆς Πίστεως, τῆς Ἐλπίδος καὶ τῆς Ἁγάπης· ἀλλά, καὶ μὲ τὰ δάκρυα τῆς αὐτομεμψίας καὶ μετανοίας, διότι δὲν ἀποδειχθήκαμε ἄξιοι τῶν οὐρα- νίων αὐτῶν δωρεῶν.
* * *
2. Τὸ «Μυστήριο τῆς Ἀνομίας» καὶ ὁ συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμὸς
Παρὰ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα βεβαίως εἶναι πηγὴ ἐμπνεύσεως καὶ ἀφυπνίσεως, θὰ ἤθελα ἀπόψε νὰ στρέψωμε τὴν προσοχή μας στὸ πολὺ ἐπίκαιρο θέμα τῆς Ἀποστολικότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Ἡ τετάρτη αὐτὴ ἰδιότης τῆς Ἐκκλησίας, συναπτομένη ἀρρήκτως μὲ τὴν Μοναδικότητα, τὴν Ἁγιότητα καὶ τὴν Καθολικότητά Της, βάλλεται στὶς ἡμέρες μας συνεχῶς καὶ ἀπροκαλύπτως ἀπὸ τὴν ἐκκλησιοκτόνο αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου στὸ «θεμέλιο τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Προφητῶν»[4] ἔχει σήμερα ἐξαιρετικὴ σημασία, ἐφ᾿ ὅσον τόσο οἱ Προφῆται, ὅσο καὶ οἱ Ἀπόστολοι, βεβαίως δὲ καὶ οἱ Διάδοχοί τους, κατεπολέμησαν σθεναρῶς τὸν Συγκρητισμό, δηλαδὴ τὴν ἀνάμειξι τῆς Ἀληθοῦς Πίστεως μὲ τὰ ἀλλότρια στοιχεῖα τῆς Εἰδωλολατρίας καὶ τῆς Αἱρέσεως· ἀντεστάθησαν στὴν νόθευσι τῆς Ἀληθείας· κατεδίκασαν τὴν σταδιακὴ ἐπικράτησι τῆς ἀδιαφορίας ἔναντι τῆς Ἀληθείας· ἐμαρ- τύρησαν γιὰ νὰ μὴν ἀκυρωθῆ ἡ σχέσις μὲ τὸν ἀποκεκαλυμμένο Θεὸ τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Σωτηρίας.
Ὀφείλομε νὰ εἴμεθα εἰλικρινεῖς: ἡ διαρκῶς αὐξανομένη συγκρητιστικὴ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλλοίωσις Αὐτῆς μέσῳ τοῦ ψεύδους, ὡς καὶ ἡ ἐξίσωσις Αὐτῆς μὲ τὴν πλάνην-αἵρεσιν, εἶναι τὸ ἐνεργούμενον διὰ μέσου τῶν αἰώνων Μυστήριον τῆς Ἀνομίας»[5], τὸ ὁποῖο προηγεῖται τῆς τελικῆς «Ἀποστασίας»[6], ἀλλὰ καὶ προπαρασκευάζει Αὐτήν, μέχρι τῆς ἐμφανίσεως-ἀποκαλύψεως τοῦ κατ᾿ἐξοχὴν «Ἀνόμου»[7], τοῦ «Υἱοῦ τῆς Ἀπωλείας»[6], τοῦ «Ἀντικειμένου»[8] καὶ «Ἀντιχρίστου»[9].
Στὴν προοπτικὴ αὐτή, ἡ λεγομένη Οἰκουμενικὴ Κίνησις, ἡ ὁποία ἐνεφανίσθη καὶ ἀνεπτύχθη κατὰ τὸν προηγούμενο αἰῶνα, μὲ σκοπὸ τὴν ἐπανένωσι τοῦ διηρημένου καὶ πολυδιασπασμένου Χριστιανισμοῦ, ἔχει συγκρητιστικὸ χαρακτῆρα καὶ ἐντάσσεται στὸ ἐνεργούμενο «Μυστήριον τῆς Ἀνομίας»[5]:
• διεκηρύχθη ἐπισήμως τὸ ἔτος 1920· μετὰ ἀπὸ ὀλίγα ἔτη, τὸ 1924, προκειμένου νὰ ἐφαρμόση τὸ πρόγραμμα-σχέδιό του, εἰσήγαγε τὴν Ἡμερολογιακὴ-Ἑορτολογικὴ Μεταρρύθμισι, ἡ ὁποία διέρρηξε τὴν ἑνότητα τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν· κατόπιν, κατέρριψε τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο καὶ μετέθεσε «Ὅρια Αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες»[10 ἡμῶν· καὶ σήμερα, ὁμιλεῖ ἀπροκάλυπτα γιὰ ἕναν χριστιανοφανῆ Συγκρητισμό,
■ ὅταν διαπιστώνη, ὅτι δῆθεν «ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὶς ἄλλες [ἑτερόδοξες] Ἐκκλησίες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία»·
■ ὅταν «ἀναγνωρίζει τὴν ὀντολογικὴ ὕπαρξη τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων», δηλαδὴ «τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν ἄλλων [ἑτεροδόξων] Ἐκκλησιῶν»·
■ ὅταν λαμβάνη «στάση περιεκτική», «περιχωρητική», «ἔναντι τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν»·
■ ὅταν γίνεται λόγος γιὰ «“εὐρύχωρη” ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογικὴ θεώρηση τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν»·
■ ὅταν υἱοθετῆται ἡ ὑπέρβασις τῆς «παλαιᾶς αἱρεσιολογίας», ὡς καὶ τῆς «ἐκκλησιολογικῆς καὶ σωτηριολογικῆς ἀποκλειστικότητος»[11].
Αὐτὸς ὁ προφανὴς ἐκκλησιολογικὸς Συγκρητισμός, κινούμενος στὰ ὅρια τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἦταν ἑπόμενο νὰ εἰσέλθη καὶ στὰ ὅρια τῶν ἄλλων Θρησκειῶν, ὡς Διαθρησκειακὸς Συγκρητισμός, ἐν τέλει δὲ νὰ διατυπωθῆ ἀπὸ τοὺς ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστὰς ὡς ἑξῆς:
«Παραδέχεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ὕπαρξιν Ἐκκλη- σίας ἐν εὐρυτάτῃ ἐννοίᾳ, ἢ μᾶλλον Ἐκκλησιῶν ἐκτὸς τῆς ἀληθοῦς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ecclesia extra ecclesiam), ὡς καὶ χριστιανῶν ἔξω τῶν τειχῶν καὶ τῶν ὁρίων αὐτῆς (extra muros), ἔνθα ἐπεκτείνεται ἀνεμποδίστως ἡ πανσθενουργὸς σωτήριος χάρις τοῦ Θεοῦ»[12].
* * *
3. Ἀποστολικότης Διδαχῆς καὶ Διαδοχῆς
Ἀνέφερα προηγουμένως, ὅτι ἡ Ἀποστολικότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας βάλλεται ἀπὸ τὸν συγκρητιστικὸ Οἰκουμενισμὸ συνεχῶς καὶ ἀπροκαλύπτως.
Εἶναι λοιπὸν ἀναγκαῖο νὰ ἀναφερθοῦν ἐν συντομίᾳ τὰ δύο κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Ἀποστολικότητος, ὥστε νὰ κατανοηθῆ ἔτι βαθύτερον, γιατὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἐκκλησιοκτόνος καὶ ἑπομένως ἐντάσσεται στὶς σύγχρονες ἐκφράσεις τοῦ «Μυστηρίου τῆς Ἀνομίας»[5].
Ἡ Ὀρθόδοξος Πατερικὴ Διδασκαλία διέκρινε ἀνέκαθεν τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, πρῶτον σὲ Ἀποστολικότητα Διδασκαλίας καὶ δεύτερον σὲ Ἀποστολικότητα Διαδοχῆς-Χειροτονίας.
Ἐν τούτοις, ἂν καὶ διακρίνωνται ἡ Διδασκαλία καὶ ἡ Διαδοχή, αὐτὲς εἶναι ἑνωμένες ἀδιαιρέτως, ὥστε ἡ μὲν Ἀποστολικὴ Διδασκαλία εἶναι αὐτὴ ἡ βάσις τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ἡ δὲ κανονικὴ Χειροτονία εἶναι τὸ ἐξωτερικὸ ἐκεῖνο γνώρισμα, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει τὴν ἑνότητα μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἡ Ὁποία θεμελιώθηκε ὑπὸ τῶν Ἀποστόλων.
Ἄλλαις λέξεσιν, ἡ μὲν Ἀποστολικότης τῆς Διδασκαλίας καθιστᾶ τὴν Ἐκκλησία στόμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἡ δὲ Ἀποστολικότης Διαδοχῆς-Χειροτονίας εἶναι ὁ σύνδεσμος τοῦ Λειτουργοῦ τῶν Μυστηρίων μὲ τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς Ἀποστόλους.
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ Ἀποστολικότης τῆς Ἐκκλησίας διασπᾶται καὶ καταλύεται, ὅταν ἀναιρῆται ἡ Ἀποστολικὴ Διδασκαλία μόνον ἢ ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ μόνον ἢ βεβαίως, ὅταν ἀναιροῦνται ἀμφότερα.
Ἡ Ἀποστολικότης τῆς Ἐκκλησίας συνδέει τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Πηγὴ τῆς Χάριτος, μὲ αὐτὸ τοῦτο τὸ Ὑπερῶον τῆς Πεντηκοστῆς: διὰ μέσου τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ Κανονικῶν καὶ Κοινωνικῶν Λειτουργῶν, τὰ Μέλη τῆς Ἐκκλησίας πίνουν ἀπὸ τὴν Πηγὴν τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ζωῆς, χριστοποιοῦνται διὰ τῶν Μυστηρίων.
Ἀποστολικότης ἀποκεκομμένη ἀπὸ τὴν Πηγὴ τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ζωῆς, εἶναι κενὴ ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου, εἶναι ψευδεπίγρα- φος, δὲν εἶναι ἐκκλησιαστική, ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Σωτῆρα Χριστό, τὸν πρῶτο καὶ μέγιστο «Ἀπόστολον»[13], ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς «Δώδεκα Ἀποστόλους τοῦ Ἀρνίου»[14].
Πολὺ χαρακτηριστικά, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἐρωτᾶ γιὰ τοὺς Ἀρειανούς: «Πῶς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰσὶν οἱ τὴν Ἀποστολικὴν ἀποτιναξάμενοι Πίστιν;»[15].
Ἐν συμπεράσματι: Ἀποστολικότης Διδασκαλίας καὶ Ἀποστολικότης Διαδοχῆς, ἀδιασπάστως συνυπάρχουσες, ἀλληλο-περιχωρούμενες καὶ ἀλληλο-επιβεβαιούμενες, εἶναι τὰ ἀπαραίτητα ἐκεῖνα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἐγγυῶνται τὴν Μοναδικότητα, τὴν Ἁγιότητα καὶ τὴν Καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, μαρτυροῦν τὴν Γνησιότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὸν χαρακτῆρα τῆς Ἀληθοῦς Ἐκκλησιας.
* * *
4. Ὁ Οἰκουμενισμὸς καταλύει τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας
Οἱ αἱρέσεις, ὅπως καὶ ὁ συγκρητιστικὸς Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶναι μία παμπεριεκτικὴ αἵρεσις, μία παναίρεσις, ἀποτελοῦν –ὅπως προελέχθη– βασικὴ παράμετρο τοῦ «Μυστηρίου τῆς Ἀνομίας»[5].
Μὴν θεωρηθῆ τοῦτο ὡς ὑπερβολή· εἶναι διδασκαλία Πατερική, μᾶς τὸ ὑπενθυμίζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός:
«“Μυστήριον Ἀνομίας” τὰς τῶν αἱρέσεων διδασκαλίας εἶναί φησι καὶ τὰ ψευδῆ αὐτῶν δόγματα. Ἐκείνου [τοῦ Μυστηρίου] γὰρ προβαδίζουσιν ὁδοποιοῦντες αὐτῷ [τῷ Μυστηρίῳ] καὶ καιρὸν ἀπάτης παρεχόμεναι· ἐξεληλύθεισαν δὲ ἤδη ἀπὸ τοῦ καιροῦ τῶν Ἀποστόλων αἱ αἱρέσεις»[16].
Καί, ἐπίσης, νὰ μὴ λησμονῆται, ὅτι «δὲν ὑπάρχουν μικρὲς ἢ μεγάλες αἱρέσεις, μικρὴ ἢ μεγάλη ἀπόκληση ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία. Ἡ Ἀλήθεια δὲν εἶναι ποτὲ θέμα ποσότητας. Ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας, τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἦθος καὶ ἡ Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα καὶ μοναδικὸ μέγεθος, ποὺ δὲν τεμαχίζεται»[17].
Ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Καθάπερ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρὸν τοῦ χαρακτῆρος περικόψας, ὅλον τὸ νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο· οὕτω καὶ ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται, ἐπὶ τὰ χείρονα προϊὼν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς»[18].
Ὁ συκρητιστικὸς Οἰκουμενισμὸς δὲν ἔχει ἀνατρέψει μόνον τὸ βραχύτατον τῆς ὑγιοῦς Πίστεως, ἀλλ᾿ ἔχει καταλύσει τὴν Ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας· ἦταν ἀνέκαθεν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἀλλότριος τῆς Συνοδικῆς καὶ Πατερικῆς Παραδόσεώς μας· συνενώνει τοὺς ὁπαδούς του στὴν λεγομένη «Εὐρεῖα Παγκόσμια Οἰκουμενικὴ Οἰκογένεια» (Broad Ecumenical World Family)[19], ἐντὸς τῆς ὁποίας διενεργεῖται μία de facto Συγκρητιστικὴ Διαδικασία, ἐξελισσομένη δυναμικὰ σὲ πολλὰ ταυτοχρόνως ἀλληλεξαρτώμενα ἐπίπεδα (Θεολογία, Λατρεία, Διακονία, Μαρτυρία, Παιδεία, Διάλογοι, Συνέδρια, Συμβούλια, Ἐκδόσεις κ.ἄ.), βάσει πάντοτε –ὅπως ἐνασμενίζονται νὰ διακηρύσσουν οἱ Οἰκουμενισταὶ– τῆς δῆθεν «Πρωτοπορειακῆς καὶ Δυναμικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1920»[20]!
Γιὰ τὴν τεκμηρίωσι τῆς θέσεώς μας αὐτῆς, δηλαδὴ τῆς καταλύσεως τῆς Ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν θὰ προστρέξω σὲ πολλὲς μαρτυρίες, ἀλλὰ θὰ ἀρκεσθῶ σὲ μία καὶ μόνο, τῆς ὁποίας ἡ βαρύτητα εἶναι ἐξαιρετικῆς σημασίας, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι συνοδικῆς-συλλογικῆς φύσεως: «εὐλογίᾳ καὶ ἐγκρίσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»[21].
Πρόκειται γιὰ τὴν «Ὁμολογία Θυατείρων»[21], ἡ ὁποία περιέχει μίαν «τελείως αἱρετικήν, προτεσταντικὴν ἢ οἰκουμενιστικὴν διδα- σκαλίαν περὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[22], ὅπως ἔγραφε ὀρθότατα τὴν 6.12.1975 ὁ ἐν Ἁγίοις Ὁμολογητὴς Μητροπολίτης Φιλάρετος, τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς.
«Οἱ χριστιανοὶ πιστεύουν», διδάσκει μεταξὺ ἄλλων αἱρέσε- ων καὶ πλανῶν ἡ «Ὁμολογία» αὐτή, «ὅτι ἀληθινὴ χειροτονία καὶ ἱερωσύνη ἔχουν καὶ μεταδίδουν οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ ἐπίσκοποι, οἱ κοπτοαρμένιοι καὶ αἰθίοπες ἐπίσκοποι, οἱ ἀγγλικανοὶ ἐπίσκοποι»· «δι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ μυστήρια τῶν ἀγγλικανῶν εἶναι μυστήρια τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας, ὡς εἶναι καὶ τὰ μυστήρια τῶν ρωμαιοκα- θολικῶν»· «ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ρωμαιοκαθολικοί, ἀγγλικανοί, κοπτοαρμένιοι καὶ αἰθίοπες, λουθηρανοὶ καὶ ἄλλοι προτεστάνται εἶναι χριστιανοὶ βαπτισμένοι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»· «ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μὲ τὸ ἴδιον βάπτισμα ἐγίναμεν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία»[23]!...
Στὴν «Ὁμολογία» αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἐπίσημος Ὁμολογία τῆς ἐκπεσούσης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἶναι ἡλίου φαεινό- τερον, ὅτι καταλύονται καὶ οἱ δύο συνιστῶσες τῆς Ἀποστολικότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ᾿ ὅσον ἀναγνωρίζονται συνοδικῶς τόσο ἡ Διδασκαλία, ὅσο καὶ ἡ Διαδοχὴ-Χειροτονία τῶν πολυειδῶν αἱρέσεων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, μάλιστα ἀκόμη καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖες ἔχουν καταδικασθῆ ρητῶς καὶ ὑπὸ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
* * *
5. Ἡ κλῆσίς μας σήμερα
Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!... Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Φωτιστὴς τοῦ Γένους μας καὶ Ἱδρυτὴς τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας, μὲ τὸ κῦρος καὶ τὴν αὐθεντία τοῦ Ἀπο- στολικοῦ Χαρίσματός του, μᾶς ἐμύησε στὴνἈποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας· μᾶς ἐβοήθησε νὰ συνειδητοποιήσωμε βαθύτερα τὴν καταστροφικότητα τῆς ἐκκλησιομάχου αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ· μᾶς εὐαισθητοποίησε περισσότερα στὴν νηφάλια καὶ προσεκτικὴ ἀνάλυσι σοβαρῶν πτυχῶν τῆς Αἱρέσεως· μᾶς ἐνίσχυσε στὸ νὰ ἐπιδεικνύωμε θεάρεστη ἐμμονὴ στὴν Ἀποστολικὴ Διδασκαλία καὶ στὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ-Ἱερωσύνη.
Σήμερα, χάριτι Θεοῦ, βιώνομε τὴν Ἑνότητά μας ἐν τῇ Ἀγάπῃ καὶ τῇ Ἀληθείᾳ τοῦ Σωτῆρός μας Χριστοῦ· οἱ Ὀρθόδοξοι Ἀντι-οικουμενισταὶ τοῦ Πατρίου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, συγκροτοῦντες πλέον ἕνα Σῶμα, καὶ μάλιστα διεθνοποιημένο· ἔχοντες συναντηθῆ σὲ μία ἰσχυρὰ βάσι, ἤτοι στὸ θεολογικὸ-ἐκκλησιολογικὸ Κείμενο: «Ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ»[24], καλούμεθα νὰ δώσωμε μία Μαρτυρία αὐθεντική, ὥστε «τῶν Ἀποστόλων τὸ Κήρυγ- μα, καὶ τῶν Πατέρων τὰ Δόγματα»[25] νὰ εἶναι ὁ ἀσφαλὴς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγός μας· ὥστε, ἡ εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολικὴ «ὑγιαίνουσα διδα- σκαλία»[26] νὰ διατηρηθῆ ἀνόθευτος ἀπὸ τὶς συγκρητιστικὲς ἐπιδράσεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Κάθε αἵρεσις, ἐφ᾿ ὅσον πλήττει καὶ ἀναιρεῖ τὴν Ἀποστολικότητα καὶ Πατερικότητα τῆς Ἐκκλησίας, «ἀποτελεῖ μία ἄλλη πίστη, μία ἄλλη στά- ση ζωῆς, τὴν ὁποίαν –ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος Λυῶνος– “οὔτε Προφῆται ἐκήρυξαν, οὔτε ὁ Κύριος ἐδίδαξεν, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι πα- ρέδωσαν”»· «κάθε αἵρεση, ὡς σύστημα πλάνης, στερεῖται ἀκριβῶς τὸν τρόπο θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ποὺ φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ τὸν βλέπουμε στὴν ἁγιοπνευματικὴ ἄθληση καὶ στὸ χριστομίμητο ἦθος τῶν Ἁγίων μας»[17].
* * *
Εἴθε οἱ ταπεινὲς αὐτὲς σκέψεις καὶ ὑπομνήσεις νὰ θεωρηθοῦν ὡς μία ἀνθοδέσμη εὐγνωμοσύνης στὸν Μέγα Φωτιστὴ τοῦ Γένους καὶ τῆς Πατρίδος μας Ἅγιο Ἀπόστολο Παῦλο· ἀλλά, καὶ ὡς μία ὤθησις γιὰ περαιτέρω προσευχὴ καὶ ἐγρήγορσι ἔναντι τοῦ ἐνεργουμένου «Μυστηρίου τῆς Ἀνομίας»[5], μέσῳ τῆς συγκρητιστικῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ·
καὶ ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τοῦ Πατρός·
καὶ ἡ Κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος·
ἄς εἶναι μαζί μας,
πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί,
καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Τῷ Δοτῆρι Θεῷ Δόξα καὶ Εὐχαριστία, εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν!
[Ἑόρτιος Ὁμιλία ἐπὶ τῇ ἱερᾷ Μνήμῃ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου - 29η Ἰουνίου 2014 - Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίας Παρασκευῆς - Μοναστηράκι Ἀθηνῶν]
***********************************************
1. Παύλου Παλούκα καὶ Θεοδώρου Ἀνθίμου, Τὸ Αἰώνιο Χρέος πρὸς τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, σελ. 47, Ἀθῆναι 2002.
2. Αὐτόθι.
3. Ἱ. Χρυσοστόμου, ΡG τ. 60, σελ. 407/Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Ὁμιλία Β΄, § ε΄.
4. Ἐφεσ. β΄ 19-20.
5. Β΄ Θεσσαλ. β΄ 7.
6. Β΄ Θεσσαλ. β΄ 3.
7. Β΄ Θεσσαλ. β΄ 8.
8. Β΄ Θεσσαλ. β΄ 4.
9. Α΄ Ἰωάν. β΄ 18, β΄ 22, δ΄ 3· Β΄ Ἰωάν. 7.
10. Πρβλ. Παροιμ. κβ΄ 28.
11. Στυλιανοῦ Χ. Τσομπανίδου, Ἐκκλησία καὶ Ἐκκλησίες – Ἡ θέση τῶν ἄλλων Χριστια- νικῶν Ἐκκλησιῶν στὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, σελ. 10, 283, 286, 287, 294, 295 κ.ἀ., ἐκδόσεις
«Ἁρμός», Ἀθῆναι 2013.
12. Ἰωάννου Καρμίρη, «Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ», Πρακτικὰ
Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν 56 (1981) 391-434, σελ. 401-402.
13. Γαλ. δ΄ 4· Ἑβρ. γ΄ 1.
14. Ἀποκαλ. κα΄ 14.
15. Μ. Ἀθανασίου, ΡG τ. 26, στλ. 20Α/Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος Α΄, § 4.
16. Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ΡG τ. 95, στλ. 924ΑΒ/Εἰς τὴν Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς, κεφ. Β΄, στχ. 7.
17. Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ἀ. Γεωργακοπούλου, Λέκτορος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., «Τὸ μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ φαινόμενον τῶν αἱρέσεων», ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 2010/14.2.2014, σελ. 3.
18. Ἱ. Χρυσοστόμου, ΡG τ. 61, στλ. 622/Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, Κεφ. Α΄, § Ϛ ΄.
19. Ἐκ τῆς Ἱστοσελίδος τοῦ «Π.Σ.Ε.»: World Council of Churches Μedia relations office, Ρress update, 6 June 2003, cf. Ρress Release, ΡR-03-20, of 28 Μay 2003: «Orthodox participation in ecumenical movement: “There is no alternative to dialogue”», accessed 13.12.2003.
20. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, «Βασικαὶ ἀρχαὶ τηρήσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος – Ὀρθόδοξοι Ἀπόψεις», στὸ «Ἐπιστημονικὴ Παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης», τ. Α΄, σελ. 351, ἐν Ἀθήναις 1987.
21. Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρου (Κοκκινάκη), Ἡ Ὁμολογία Θυατείρων – Ἡ Πίστις καὶ ἡ Προσευχὴ τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, Ἐκδίδεται τῇ εὐλογίᾳ καὶ ἐγκρίσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, Λονδῖνον 1975, ἀγγλιστὶ (σελ. 1-151), καὶ ἑλληνιστὶ (σελ. 153-286).
■ Στὶς σελίδες 4-5 παρατίθεται τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο καὶ ἡ ἀγγλικὴ μετάφρασις τοῦ ἐγκριτικοῦ πατριαρχικοῦ γράμματος (10.1.1975).
22. Ἱερομονάχου Καλλινίκου Ἁγιορείτου (ἐπιμ.), Ὀρθόδοξος Μαρτυρία – Ἀντιοικουμενιστικὰ Κείμενα τῆς περιόδου 1966-1983 τοῦ Προκαθημένου τῆς ἐν Διασπορᾷ Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Πανιερωτάτου Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου, σελ. 66, Ἅγιον Ὄρος-Ἀθῆναι
1985.
23. Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 203, 159 καὶ
204.
24. Βλ. περιοδ. «Ὀρθόδοξος Παρέμβασις», Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, ἀριθ. 1/Μάρτιος-Ἀπρίλιος- Μάϊος 2014, σελ. 11-19.
25. Κοντάκιον, Κυριακὴ τῶν Ἁγίων ΤΙΗ΄ (318) Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ.
26. Α΄ Τιμ. α΄ 10· Β΄ Τιμ. δ΄ 3· Τίτ. α΄ 9, β΄ 1.
2. Αὐτόθι.
3. Ἱ. Χρυσοστόμου, ΡG τ. 60, σελ. 407/Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Ὁμιλία Β΄, § ε΄.
4. Ἐφεσ. β΄ 19-20.
5. Β΄ Θεσσαλ. β΄ 7.
6. Β΄ Θεσσαλ. β΄ 3.
7. Β΄ Θεσσαλ. β΄ 8.
8. Β΄ Θεσσαλ. β΄ 4.
9. Α΄ Ἰωάν. β΄ 18, β΄ 22, δ΄ 3· Β΄ Ἰωάν. 7.
10. Πρβλ. Παροιμ. κβ΄ 28.
11. Στυλιανοῦ Χ. Τσομπανίδου, Ἐκκλησία καὶ Ἐκκλησίες – Ἡ θέση τῶν ἄλλων Χριστια- νικῶν Ἐκκλησιῶν στὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, σελ. 10, 283, 286, 287, 294, 295 κ.ἀ., ἐκδόσεις
«Ἁρμός», Ἀθῆναι 2013.
12. Ἰωάννου Καρμίρη, «Ἡ σωτηρία τῶν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ», Πρακτικὰ
Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν 56 (1981) 391-434, σελ. 401-402.
13. Γαλ. δ΄ 4· Ἑβρ. γ΄ 1.
14. Ἀποκαλ. κα΄ 14.
15. Μ. Ἀθανασίου, ΡG τ. 26, στλ. 20Α/Κατὰ Ἀρειανῶν, Λόγος Α΄, § 4.
16. Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ΡG τ. 95, στλ. 924ΑΒ/Εἰς τὴν Β΄ πρὸς Θεσσαλονικεῖς, κεφ. Β΄, στχ. 7.
17. Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ἀ. Γεωργακοπούλου, Λέκτορος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., «Τὸ μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ φαινόμενον τῶν αἱρέσεων», ἐφημερ. «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 2010/14.2.2014, σελ. 3.
18. Ἱ. Χρυσοστόμου, ΡG τ. 61, στλ. 622/Εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας, Κεφ. Α΄, § Ϛ ΄.
19. Ἐκ τῆς Ἱστοσελίδος τοῦ «Π.Σ.Ε.»: World Council of Churches Μedia relations office, Ρress update, 6 June 2003, cf. Ρress Release, ΡR-03-20, of 28 Μay 2003: «Orthodox participation in ecumenical movement: “There is no alternative to dialogue”», accessed 13.12.2003.
20. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, «Βασικαὶ ἀρχαὶ τηρήσεως καὶ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος – Ὀρθόδοξοι Ἀπόψεις», στὸ «Ἐπιστημονικὴ Παρουσία Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης», τ. Α΄, σελ. 351, ἐν Ἀθήναις 1987.
21. Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρου (Κοκκινάκη), Ἡ Ὁμολογία Θυατείρων – Ἡ Πίστις καὶ ἡ Προσευχὴ τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, Ἐκδίδεται τῇ εὐλογίᾳ καὶ ἐγκρίσει τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, Λονδῖνον 1975, ἀγγλιστὶ (σελ. 1-151), καὶ ἑλληνιστὶ (σελ. 153-286).
■ Στὶς σελίδες 4-5 παρατίθεται τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο καὶ ἡ ἀγγλικὴ μετάφρασις τοῦ ἐγκριτικοῦ πατριαρχικοῦ γράμματος (10.1.1975).
22. Ἱερομονάχου Καλλινίκου Ἁγιορείτου (ἐπιμ.), Ὀρθόδοξος Μαρτυρία – Ἀντιοικουμενιστικὰ Κείμενα τῆς περιόδου 1966-1983 τοῦ Προκαθημένου τῆς ἐν Διασπορᾷ Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Ἐκκλησίας Πανιερωτάτου Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου, σελ. 66, Ἅγιον Ὄρος-Ἀθῆναι
1985.
23. Ἀρχιεπισκόπου Θυατείρων καὶ Μ. Βρετανίας Ἀθηναγόρου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 203, 159 καὶ
204.
24. Βλ. περιοδ. «Ὀρθόδοξος Παρέμβασις», Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, ἀριθ. 1/Μάρτιος-Ἀπρίλιος- Μάϊος 2014, σελ. 11-19.
25. Κοντάκιον, Κυριακὴ τῶν Ἁγίων ΤΙΗ΄ (318) Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ.
26. Α΄ Τιμ. α΄ 10· Β΄ Τιμ. δ΄ 3· Τίτ. α΄ 9, β΄ 1.