Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

῾Ο Διαχρονικὸς Διδάσκαλος τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεώς μας ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης (ΠΑΛΑΙΟ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)


† ᾿Επισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος

ΠΡΙΝ ἀπὸ 200 ἀκριβῶς χρόνια, τὸ ξημέρωμα τῆς 14ης ᾿Ιουλίου τοῦ 1809, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὸ ῞Αγιον ῎Ορος ἕνας ὄντως Πολυεδρικὸς ᾿Αδάμας τῆς Χάριτος, μέγας καὶ ἀσίγαστος Διδάσκαλος τῆς ᾿Ορθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους μας ῞Αγιος Νικόδημος ῾Αγιορείτης, σὲ ἡλικία μόλις 60 ἐτῶν.
Πρόκειται γιὰ ἕναν χαρισματικὸ Διδάσκαλο, ὁποῖος εὐεργέτησε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εὐεργετῆ Μοναχοὺς καὶ Λαϊκούς, μᾶς καθιστᾶ δὲ προσιτὸ τὸ ἀπόσταγμα τῆς ῾Αγιοπατερικῆς σοφίας ἔργῳ καὶ λόγῳ.
Κάθε Διδάσκαλος πρῶτα διδάσκεται. ῎Ετσι καὶ ῞Αγιός μας, γνωστὸς ὡς Νικόλαος Καλλιβούρτζης ποὺ γεννήθηκε στὴν Νάξο τὸ 1749, διδάχθηκε τὰ γράμματα σὲ Σχολὴ στὸ νησί του καὶ ἀργότερα στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης. ῾Η ἐκπληκτικὴ ὀξύνοια, φιλομάθεια, ἐπιμέλεια καὶ ἀπέραντη μνήμη του, κατέστησαν σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα κτῆμα του ἀναφαίρετο τὴν κλασσικὴ παιδεία τῆς ἐποχῆς του.
Καὶ ἐνῶ σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν εἶναι Γραμματεὺς τοῦ ᾿Επισκόπου στὸ νησί του, μὲ διαγραφόμενο ἕνα λαμπρὸ ἐκκλησιαστικὸ μέλλον, τότε ἀκριβῶς εἶναι ποὺ ἀρχίζει νὰ διδάσκεται τὴν ὄντως κατὰ Χριστὸν Φιλοσοφία. Γνωρίζεται μὲ τοὺς καταφυγόντας στὸ νησί του ῾Αγιορεῖτες Πατέρες Γρηγόριο, Νήφωνα καὶ ᾿Αρσένιο καὶ ἔρχεται μέσῳ αὐτῶν σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὴν ἱερὰ ἐργασία τῆς νήψεως καὶ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς. ῾Η Θεοδιψητικὴ καρδιά του ἀναφλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ καταφεύγει στὴν ῞Υδρα, στοὺς ἐξορίστους «Κολλυβάδες» ἐξ ῾Αγίου ῎Ορους ῞Αγιο Μακάριο πρώην Κορίνθου καὶ Γέροντα Σίλβεστρο, προκειμένου νὰ πίη ῞Υδωρ Ζῶν. ᾿Απὸ αὐτοὺς μυεῖται στὸ νόημα τῆς γνησίας ᾿Εκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καὶ τῆς ἀληθινῆς ἡσυχαστικῆς καὶ εὐχαριστιακῆς ζωῆς.
῾Ο μελλοντικὸς Διδάσκαλος πλέον δὲν συγκρατεῖται. Καταφεύγει τὸ 1775 στὸν ἱερὸν ῎Αθωνα, στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ συνδυάση στὸ Κοινόβιο τοῦ Διονυσίου ἀρχικὰ- τὴν καλλιέργεια διὰ τῆς ἀσκήσεως τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, μὲ τὴν ῾Αγιοπνευματικὴ κοινωνικότητα διὰ τῆς λατρευτικῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως.
Καὶ μόλις μετὰ ὀλίγα ἔτη, διδασκόμενος εἰσέτι Μοναχὸς πλέον Νικόδημος, ἀρχίζει νὰ διδάσκη μέσῳ τῆς συγγραφῆς. Κατόπιν προτροπῆς τοῦ ῾Αγίου Μακαρίου Κορίνθου, ἐπιμελεῖται τὰ περίφημα κλασσικὰ ἔργα τῆς ᾿Ορθοδόξου πνευματικότητος: τὴν Φιλοκαλία, τὸν Εὐεργετινὸ καὶ τὸ Περὶ Συνεχοῦς Μεταλήψεως τῶν ᾿Αχράντων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων.
Καὶ ἐνῶ θεῖος Διδάσκαλος διαπρέπει νεώτατος στὴν συγγραφή, ταυτοχρόνως ὑποκαίεται νὰ γίνη Διδακτὸς Θεοῦ. Καὶ γνωρίζει, ἀπὸ ὅσα ἔχει ἀναγνώσει καὶ ἀπὸ ὅσα ἔχει διδαχθῆ, ὅτι τοῦτο δὲν ἐπιτυγχάνεται εἰμὴ διὰ ἀληθοῦς ὑπακοῆς καὶ νοερᾶς προσευχῆς. Αὐτὰ τὰ ἐγεύθη, ἀλλὰ ἐπιποθεῖ τὴν ἐντέλεια. Γι᾿ αὐτό, ὅταν μαθαίνη ὅτι ρῶσος Στάρετς ῞Οσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ διαλάμπει στὴν Μολδαβία ὡς ἀπλανὴς Γέρων χιλίων Μοναχῶν καὶ Διδάσκαλος τέλειος τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς, σπεύδει μὲ ἀσυγκράτητο ζῆλο εἰς συνάντησίν του, γιὰ νὰ καταριθμηθῆ στὴν ἐκλεκτὴ Συνοδία του καὶ νὰ ἀπολαύση τῆς βιωματικῆς φιλοκαλικῆς σοφίας του.
῞Ομως, ἐμποδίζεται στὸ ταξίδι του καὶ ἐπιστρέφει γιὰ ἄσκησι, μελέτη καὶ συγγραφὴ στὸ ῾Αγιώνυμον ῎Ορος. Μέσῳ τοῦ τεραστίου συγγραφικοῦ του ἔργου, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει ἑκατοντάδα γνωστῶν τουλάχιστον πονημάτων, ἑρμηνεύει, θεολογεῖ, ἁγιολογεῖ, ὑμνογραφεῖ, κωδικοποιεῖ, στηλιτεύει τὴν κακοδοξία καὶ μάλιστα τὴν Λατινική, καθοδηγεῖ, νουθετεῖ, διδάσκει...
Γίνεται δὲ πόλος ἕλξεως γιὰ Κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. ᾿Αλλά, αὐτὸς ὁ μακάριος ἀδημονεῖ, διότι ἐμποδίζεται στὴν συγγραφὴ καὶ τὴν νοερὰ προσευχή. Διδάσκει περὶ αὐτῆς τῆς εὐλογημένης καὶ θεοποιοῦ ἐργασίας αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἐφαρμόζει:

«῞Οταν λοιπόν, ἀδελφέ μου Χριστιανέ, τραβίξῃς τὸν νοῦν σου ἀπὸ ὅλα τοῦ κόσμου τὰ πράγματα: ἡδονάς, λέγω, καὶ δόξας καὶ ἀργύρια, καὶ ἐμβάσῃς αὐτὸν μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου, καὶ ἐκεῖ εὑρίσκων τὸν ἐν τῇ καρδίᾳ ἐνδιάθετον καλούμενον λόγον, μὲ αὐτὸν λέγῃς τὴν μονολόγιστον ταύτην Προσευχὴν μετὰ θερμῆς πίστεως καὶ ἐλπίδος καὶ ἀγάπης: ἤγουν τό, Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με, βαστῶν καὶ ὀλίγον τὴν ἀναπνοήν σου· τότε ἀποκτᾷς τὴν φυλακὴν τοῦ νοός. Διότι ἡ θέρμη ἐκείνη, ἥτις γεννᾶται ἀπὸ τὴν συχνὴν μελέτην τοῦ ῾Αγίου ὀνόματος τοῦ ᾿Ιησοῦ, αὐτὴ μαστίζει καὶ κατακόπτει τοὺς δαίμονας, ὡς μάχαιρα δίστομος, καὶ δὲν ἀφίνει αὐτοὺς νὰ προσβάλουν εἰς τὸν νοῦν σου τοὺς ἀτόπους αὑτῶν λογισμούς. ῞Οθεν εἶπεν ὁ ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος, “᾿Ιησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους”» (῾Εορτοδρόμιον, σελ. 19, Βενετία 1836, ἀνατύπ. Χ. Σπανός).

Στὸν ῞Αγιο Νικόδημο ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν λειτουργεῖ πάντοτε σὲ ἁρμονικὰ ἀδιάσπαστο συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν Χριστιανῶν, ὄχι μόνον τῶν συγχρόνων του, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπιγενομένων διὰ μέσου τῶν πολυτίμων συγγραφῶν του.
῾Η ᾿Αγάπη ὅμως δοκιμάζεται. ῾Ο Κύριός μας, κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν ῾Αγίων, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν διάταξι τῶν Μακαρισμῶν Του, δεικνύει καθαρὰ ὅτι ὅταν κατορθώσουμε τὸ τέλειον τῆς ᾿Αρετῆς (βλ. ἑπτὰ πρώτους, Ματθ. ε´ 3-9), τότε ἀκολουθοῦν ὁπωσδήποτε καὶ οἱ ἐξωτερικοὶ δριμεῖς διωγμοί, ὀνειδισμοὶ καὶ πειρασμοὶ ὡς δοκιμασία (βλ. τελευταίους δύο, Ματθ. ε´ 10-11).
᾿Εφ᾿ ὅσον ὁ ῞Αγιος ἦταν ἕνας γνήσιος ῾Ησυχαστής, ὁ ὁποῖος ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε Χριστόν, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ ποθῆ νὰ ἑνώνεται συνεχῶς μὲ τὸν Κύριο στὴν Θ. Εὐχαριστία, νὰ μὴ προσπαθῆ συνακόλουθα πάσῃ δυνάμει νὰ ὑποδεικνύη τὸ πρέπον στὸ πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἐν γένει, καὶ νὰ μὴ μεριμνᾶ νὰ ὑπανάπτη τὴν ἀγάπη τῶν Χριστιανῶν γιὰ τὰ θεῖα Μυστήρια.
Διδάσκει σοφά, ὅτι «καίτοι ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἱκανοποίησις (σημ.ἡμ.: κανόνας, προσπάθεια διορθώσεως-ἀποκαταστάσεως) δύνανται νὰ συγχωρήσουν τὰς ἁμαρτίας, ὅμως εἶναι ἀναγκαία καὶ ἡ θ. Μετάληψις εἰς τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν· διότι καθὼς μιᾶς πληγῆς δυσώδους πρῶτον εὐγάνει τις τοὺς σκώληκας, ἔπειτα κόπτει τὰ σεσηπότα μέρη καὶ ὕστερον ἐπιθέτει τὴν ἀλοιφὴν διὰ νὰ τὴν ἰατρεύσῃ, διότι ἄν τὴν ἀφήσῃ ἔρχεται πάλιν εἰς τὴν πρώτην κατάστασιν, τὸ αὐτὸ γίνεται καὶ εἰς τὴν ἁμαρτίαν· καὶ ἡ μὲν ἐξομολόγησις ἐξάγει τοὺς σκώληκας, ἡ δὲ ἱκανοποίησις κόπτει τὰ σεσηπότα, καὶ ὕστερον ἡ θεία Μετάληψις γίνεται ὡς ἀλοιφὴ καὶ τὴν ἰατρεύει. Διότι, ἄν δὲν ληφθῇ ἡ θεία Μετάληψις, ἔρχεται πάλιν ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος εἰς τὴν πρώτην κατάστασιν, καὶ γίνονται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χειρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα (Ματθ. ιβ´ 45)» (Περὶ τῆς Συνεχοῦς Μεταλήψεως..., σελ. 72, ἔκδ. Σ. Σχοινᾶ, Βόλος 1971).
᾿Επίσης, «ἀπὸ τὴν τράπεζαν τῶν σωματικῶν φαγητῶν, ἄν μᾶς ὑστερήσῃ τις μίαν μόνην ἡμέραν, λυπούμεθα, ἀδημονοῦμεν, καὶ μᾶς φαίνεται μέγα κακόν· ἀπὸ δὲ τὴν πνευματικὴν καὶ οὐρανίαν τράπεζαν τῶν θείων Μυστηρίων ἄν ὑστερηθῶμεν καὶ μία καὶ δύο, καὶ μῆνας ὁλοκλήρους, δὲν τὸ νομίζομεν κακόν· ὤ μεγάλη ἀδιακρισία, ἥν κάμνουσιν οἱ νῦν Χριστιανοὶ μεταξὺ σωματικῶν καὶ πνευματικῶν· διότι ἐκεῖνα μὲν μὲ ὅλην τὴν ἀγάπην τὰ ἐναγκαλίζονται, ταῦτα δὲ οὐδόλως ἐπιθυμοῦσι» (Αὐτόθι, σελ. 76).
῞Ομως, ἡ ἄγνοια, ἡ ἀμάθεια, ἡ κακὴ συνήθεια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμπάθεια πολλῶν ἀντιτιθεμένων ἔναντι τῶν ἀνωτέρω θεοσόφων ρημάτων τοῦ ῾Αγίου, τοῦ προεξένησαν πλῆθος διώξεων, συκοφαντιῶν καὶ διωγμῶν. ᾿Αλλὰ ὁ ἱερὸς Νικόδημος συγχωρῶν, ἀνεχόμενος καὶ προσευχόμενος, δὲν ἐκάμφθη, παρὰ μόνον ἀπελογεῖτο δι᾿ ἐξόχου ῾Ομολογίας Πίστεως καὶ ᾿Αληθείας, ὥστε νὰ ἀνακόψη τὴν φιλοκατήγορο γνώμη.
῾Ο ῞Αγιος Νικόδημος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, ἀφοῦ ἐδοκιμάσθη ἐπὶ πλέον καὶ ὑπὸ ψευδαδέλφων, ὡς καὶ ὑπὸ ἀσθενειῶν, ἔχων τὸν ᾿Ηγαπημένον Νυμφίον Χριστὸν στὰ χείλη, στὴν πνοή, στὸν νοῦ, στὴν καρδιὰ καὶ στὴν ὅλη ἁγιασμένη καὶ Χριστοποιημένη ὕπαρξί του. Καὶ συνεχίζει νὰ μᾶς διδάσκη καὶ νὰ μᾶς φρονιματίζη, γιὰ νὰ μᾶς καταστήση μετόχους οὐρανίου Δόξης καὶ Βασιλείας. ῎Ας τὸν μελετοῦμε, ἄς τὸν ἀκούουμε καὶ ἄς τοῦ ὑπακούουμε.

᾿Αμήν!