Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Ὁ Ὅσιος Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης


Σκέφτομαι πολλές φορές, παιδιά, πῶς ἄραγε νά ἦταν οἱ ἄγιοι;

Πῶς νά ζοῦσαν;
Καί τί δέν θά 'δινα νά γνωρίσω ἀπό κοντά ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο.
Ποῦ νά τόν βρεῖς ὅμως στή σημερινή ἐποχή, πού ὅλοι μας ἔχουμε ἐξαχρειωθεῖ;
Ρώτησε ὁ διάκος τῆς συντροφιᾶς μας.

-Κι ὅμως ὑπάρχουν καί σήμερα ἅγιοι, τοῦ ἀπάντησα!
 Ἐγώ μάλιστα ἔχω γνωρίσει ἕναν!
Τόν λένε Γέροντα Ἱερώνυμο καί μένει στήν Αἴγινα!
-Αὐτό ἦταν!
Ἔτρεξε ἀμέσως ὡς ἡ διψασμένη ἔλαφος μέχρι τήν Αἴγινα!
 Βρῆκε τόν Γέροντα Ἱερώνυμο καί εἶπαν πνευματικά.
Ὅταν γύρισε καί μᾶς συνάντησε ἦταν ἀλλοιωμένος τήν καλήν ἀλλοίωσιν, πλήρης εὐλογίας καί πνευματικῆς εὐφροσύνης ἀπό τήν συνάντησή του μέ τόν Ὅσιο τῶν ἡμερῶν μας!
-Πλήρης ἐνθέων συναισθημάτων μᾶς διηγήθηκε:
-Ὅταν συνάντησα τόν Γέροντα Ἱερώνυμο, αἰσθάνθηκα τέτοια χαρά, πού νόμισα ὅτι βρῆκα τόν ἴδιο τόν Χριστόν μας!
Τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, ἀδελφοί;
Ἔνοιωσα τέτοια παρηγοριά, τέτοια ἀγαλλίαση καί τόση δύναμη μπῆκε μέσα μου, πού ἡ καρδιά μου πῆγε νά σπάσει ἀπό χαρά.
Τά συναισθήματά μου δέν περι-γράφονται!
Ἀπέναντί του ὅλες οἱ θεολογικές μου γνώσεις ἐκμηδενίστηκαν, μπροστά στόν δικό του ἁπλό, μά προφητικό λόγο.
Εἶναι ἕνας πραγματικός Ἅγιος!
(Γέροντας Ἱερώνυμος, ὁ Ἡσυχαστής τῆς Αἴγινας, ὑπό Πέτρου Μπότση, Ἀθῆνα 2006, σελ. 11 ἑπ.)



Τέτοιες εἶναι οἱ διηγήσεις ὅλων, ὅσοι συνάντησαν τόν Γέροντα Ἱερώνυμο τῆς Αἰγίνης.
Μέσα ἀπό τίς διηγήσεις αὐτές καί ἀπό τούς λόγους τοῦ Ὁσίου θά τόν γνωρίσουμε καί 'μεῖς σήμερα!
Ὁ Ὅσιος γέροντας Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ἕνας ἀπό τούς ἁγιώτερους ἀνθρώπους, πού ἔζησαν τόν περασμένο αἰῶνα.
Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἀνατολή.
Τό Γκέλβερι τῆς Καπαδοκίας!
Γεννήθηκε τό 1883 καί κοιμήθηκε τό 1966!

Ὅταν ἔβλεπε κανείς τόν Γέροντα Ἱερώνυμο, νόμιζε ὅτι βλέπει ἕναν ἀπό τούς μακαρίους ἀσκητάδες τῆς ἐρήμου τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Μεσοποταμίας!
Μετέφερε μέχρι σέ μᾶς τό πνεῦμα καί τήν ζωή τῆς μυροβόλου ἐρήμου τῆς Ἀνατολῆς!
Καί εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς, πῶς ἔφτασαν μέχρι τίς ἡμέρες μας τέτοιοι ἄνθρωποι ἀγάπης Θεοῦ καί προσευχῆς!

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ διαρκής, σέ ὅλη του τήν ζωή, ὁλοκάρδια προσευχή του πρός τόν Θεόν, «μή μέ πάρεις Κύριε, ἄν δέν γίνω ὅλος Σός! Σός!"
Ὁ Χριστός μας εἶχε γίνει ἡ ἀναπνοή του, τό φῶς του, ἡ ζωή του.
Εἶχε γίνει, ὅταν ἔφυγε γιά τήν αἰώνια καί ἀληθινή ζωή, ὅλος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τόν Ὁποῖον  ποθοῦσε καί λάτρευε νυχθημερόν. 
Ὁ Ἰησοῦς εἶχε γίνει ἕνα μέ τό πνεῦμα του! Ζοῦσε«οὐκέτι αὐτός ἀλλά ὁ Χριστός ἐν αὐτῷ».
Ἡ ψυχή του ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τά ὡραιότερα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἀγάπη, ἡ εἰρήνη, ἡ πραότητα, ἡ ἀγαθοσύνη καί ἡ  ἐγκράτεια φανερώνονταν  στό πρόσωπό του!
Μέ τά καλά του ἔργα δοξαζόταν τό ὄνομα τοῦ Πατρός ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἀφοῦ καθημερινά πρόσφερε στούς φτωχούς τῆς Αἴγινας ἀπό τό ὑστέρημά του καί ἀπό ἐκεῖνα πού τοῦ ἔδιναν οἱ ψαράδες καί οἱ πλουσιότεροι, πού τόν εὐλαβοῦντο ἀπεριό-ριστα, γνωρίζοντας τό ἀπέραντο ἔλεός του καί τήν ἀγάπη του γιά τούς ἀδυνάτους καί τούς κατατρεγμένους.  Στό πρόσωπό του ἔβρισκαν οἱ χῆρες καί τά ὀρφανά τήν στοργή καί τήν παρηγοριά, πού ἔλειπε ἀπό τόν κόσμο! 
Ἦταν ἄγγελος παρηγοριᾶς γιά ὅλους. Ὅλη μέρα ἀνακούφιζε τόν ἀνθρώπινο πόνο, καί τήν νύχτα τήν περνοῦσε προσευχόμενος μετά δακρύων καί βαθυτάτων ἀναστεναγμῶν καί ὀδύνη ψυχῆς γιά τούς ἀνθρώπους.
Μόνος, μόνῳ Θεῷ, ἡσυχάζοντας καί ἐντρυφώντας στό γλυκύ μέλι τῆς κοινωνίας μέ τόν Οὐράνιο Πατέρα μας!
Ἔλεγε:
" Ὅταν προσεύχομαι γιά τούς ἀδελφούς μου, δίνω κάτι ἀπό τόν ἑαυτό μου, ἡ καρδιά μου ματώνει! Προσευχή πού δέν ἔχει πόνο καί δάκρυ δέν εἶναι προσευχή!"

Ὁ λόγος του εἶχε σοφίαν!
Ὁμιλοῦσε πάντα μέ σοβαρότητα.
Λόγος ἀργός δέν ἔβγαινε ἀπό τά χείλη του.
Ὡς ἀνατολίτης ὅπου ἦταν, ὁμιλοῦσε πολλάκις ἀποφθεγματικῶς:
"-Θεολόγος εἶσαι, γράμματα ἠξεύρεις, φόβον Θεοῦ δέν ἔχεις, τότε τέχνην κατέχεις."
Δηλ. ἄν εἶσαι ἀπόφοιτος τῆς Θεο-λογίας, θά ἔχεις διαβάσει πολλά βιβλία, θά ξέρεις πολλά γράμματα, ἀλλά ἄν δέν ἔχεις καί φόβον Θεοῦ, τότε μόνον ἐπάγγελμα ἔχεις καί ὄχι τήν ὑψηλήν τέχνην τῆς Θεολογίας.

Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, ἀγάπησε τήν ἡσυχίαν καί τήν προσευχήν.
Δάσκαλός του ἦταν ὁ ἁγιασμένος Μισαήλ, πού ἀνέβαινε τήν Πέμπτη στά βουνά καί ἐπέστρεφε τήν Κυριακή γιά τήν Λειτουργία!
Ἐκεῖ, αὐτή ἡ εὐλογημένη ψυχή, ὁ ἀγάς-Μισαήλ, ὕψωνε τά χέρια του σέ προσευχή, ἀπό φυλακῆς πρωϊας μέχρι νυκτός καί μέ δάκρυα καί ἀναστεναγμούς προσευχόταν πρός τόν Κύριο.
Τόση δέ κατάνυξη εἶχε καί δάκρυα εἰς τήν προσευχήν, ὥστε ἁρπαζόταν σέ θεία θεωρία. Πολλές φορές ἀπό τήν μεγάλη ὀδύνη καί τήν ἔνταση τῆς προσευχῆς μαζί μέ τά δάκρυα ἔβγαινε καί αἷμα ἀπό τά μάτια του στήν προσευχή!
Τήν κατανυκτική προσευχή τήν διδάχθηκε ἀπό ἄγγελον!
Ὁ Μισαήλ ἦταν ἔγγαμος καί μέ οἰκογένειαν!
Εἶχε δέ καί μίαν θυγατέρα, ἡ ὁποία ἀπό μειράκιον τόν ἐμιμεῖτο, ἔκανε ὅ,τι ἔκανε καί ὁ πατέρας της.
Μπρούμυτα ἐπί ὧρες ὁ Μισαήλ, μπρούμυτα κι αὐτή!
Δάκρυα ὁ Μισαήλ στήν προσευχή, δάκρυα κι αὐτή!
Τόσον δέ εἶχε προχωρήσει στήν προσευχή, ὥστε, ὅταν ἔγινε κοράσιον 18-20 ἐτῶν ἔφτασε εἰς τό μέτρον τῆς Θεοφορίας. καί λόγον  Θεοῦ εἶχεν καί ἄλλους ἐδίδασκεν!
Ὅσο μεγάλωνε, τόσο ἤρχοντο γυναῖκες νά ὁμιλήσουν μέ αὐτήν πνευματικά. Οἱ ἄνδρες πήγαιναν εἰς τόν Μισαήλ καί οἱ γυναῖκες εἰς τήν θυγατέρα του. Καί ἤκουον κατανυκτικόν λόγον, καί εἶχον πένθος, μέ δάκρυα καί ἀναστεναγμούς. Μεγάλο ὄφελος ἐγίνετο εἰς τούς Χριστιανούς, ὄχι μόνον εἰς τό Γκέλβερι, ἀλλά καί στά γύρω χριστιανικά χωριά.
Ἀσθένησε ὅμως ἡ θυγατέρα τοῦ Μισαήλ βαρειά πρός θάνατον. Πολύ ἐστενοχωροῦντο οἱ γυναῖκες διά τόν θησαυρόν πού θά ἔχαναν. Πῆγαν λοιπόν εἰς τόν Μισαήλ καί τοῦ λέγουν νά κάνει ἐκτενῆ προσευχή νά γίνει καλά ἡ κόρη του, ὄχι τόσον διότι ἦτο θυγατέρα του ἀλλά διότι τούς ἦτο παρήγορος ἄγγελος μέσα εἰς τά βάθη τῆς Τουρκιᾶς, καί ἄν ἀπέθνησκε, θά στέρευε ἡ πηγή ἀπ' ὅπου ἐλάμβαναν ὕδωρ ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον καί ἐδροσίζοντο.
Ἔκανε προσευχή ἀπό ὑπακοή ὁ Μισαήλ καί ἀκούει φωνήν:
" Ἐγγυᾶσαι";
"Οὔτε κἄν ἐσκέφθην," εἶπε ἀργότερα.          " Ἐγώ δέν δύναμαι νά δώσω ἐγγύησιν διά τόν ἑαυτόν μου ἀκόμη, δέν γνωρίζω τί φέρνει ἡ ἐπιοῦσα, καί πῶς νά ἐγγυηθῶ διά τήν θυγατέρα μου; Σύ Κύριε, ὅπως θέλεις νά ποιήσεις. Γενηθήτω τό θέλημά Σου τό ἅγιον ἐν παντί". 
Πρός ἑσπέραν ἔρχεται ἀγγελιοφόρος καί τοῦ λέγει ὅτι ἐκοιμήθη ἡ θυγατέρα του καί νά σπεύσει πρός ἐνταφιασμόν αὐτῆς!

Αὐτός ὁ πνευματοφόρος πατήρ δίδαξε καί τόν Ἅγιον Ἱερώνυμο τήν προσευχή μέ δάκρυα, ὅπως τήν ἔλεγαν στήν πατρίδα του, τήν Ἀνατολή, γιατί δέν γνώριζαν τόν ὅρο καρδιακή προσευχή.
Δίδασκε ὁ Ὅσιος Γέροντας ἀργότερα, ὅτι:
-Ἐάν δέν ἔλθουν δάκρυα στήν προσευχή, ἡ προσευχή δέν εἰσακούεται.
-Νά μήν σηκωθεῖς ἀπό τήν προσευχή, ἐάν δέν χύσεις ἔστω καί ἕναν κόμπο δάκρυ!
-Πρέπει νά βρέξει στήν προσευχή, δηλ. πρέπει νά χύσεις δάκρυα, γιά νά εἰσακουστεῖς ἀπό τόν Θεόν.

Ἡ ἁγία ζωή του ἐνέπνευσε πολλούς νέους καί νέες, πού τον ἀκολουθοῦσαν καί τοῦ ἦταν ἀπόλυτα ἀφοσιωμένοι. Μαζί πήγαιναν σέ διάφορα ξωκκλήσια γιά νά κάνουν ἐσπερινό καί προσευχή.
Οἱ ἐμπειρίες πού ἔζησαν μαζί του σ' αὐτές τίς προσευχές ἔμειναν ἀλησμόνητες!
Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού τόν εἶδαν μετάρσιο τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ν' ἁρπάζεται ὁ νοῦς του στά οὐράνια καί νά μή συμμετέχει μέ καμμιά αἴσθησή του στά ἐγκόσμια! 
Τόν ἔβλεπαν πολλές φορές μέσα στό φῶς τήν ὥρα τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Θεόν, ἔχοντας ὑποστεῖ τήν καλήν ἀλλοίωσιν.
Ἦταν φοβερή ἡ ἐμπειρία, ὅπως διηγοῦνται αὐτόπτες μάρτυρες. Τούς προειδοποιοῦσε ὅμως νά μήν φανερώσουν σέ ἄλλους αὐτό πού ἔβλεπαν!
-Δέν εἶναι τίποτε, αὐτό κόρη! Ὑπάρχουν πολύ ἀνώτερα!
-Μήν πεῖς σέ κανένα τίποτε γιά ὅ,τι ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά δεῖς!
Εἶπε σέ μία αὐτόπτη μάρτυρα, πού συγκλονίστηκε στήν συνάντησή της μέ τόν Γέροντα, ὅταν τόν εἶδε προσευχόμενο!

Ἐνεθυμεῖτο ὁ  Γέροντας τήν πατρίδα του στήν Καπαδοκία, γιατί ἀγαποῦσε πολύ τήν ἡσυχία καί ἔλεγε, πῶς ἐκεῖ ὑπῆρχαν πολλοί ἥσυχοι τόποι γιά προσευχή!
Ἐν συγκρίσει μέ ἐδῶ, τά σπίτια μας στήν Ἀνατολή ἦσαν ὡσάν μοναστήρια!
Ὅλοι ἐνήστευον, προηύχοντο μέ δάκρυα, ἀγρυπνοῦσαν, τραγούδια κοσμικά δέν ἠκούοντο!
Ἄν κανείς τραγουδοῦσε ἄσματα κοσμικά, ἀμέσως ἤκουες οἱ μεγαλύτεροι νά τοῦ λέγουν:
-Ἁμαρτία, ἁμαρτία, σεϊτάν λαρί.
Καί ἤρχιζαν νά λέγουν διάφορους ὕμνους ἐκκλησιαστικούς.

-Ὅταν ἤλθαμε στήν Ἑλλάδα μετά τήν ἀνταλλαγή πολλά ἐσκανδαλίσθημεν, εἴπαμε:
-Ἀμάν ποῦ ἤλθαμε, ἄν ἦταν δυνατόν μέ τό πρῶτον νά ἐπιστρέφαμε πίσω εἰς τήν πατρίδα μας τήν Ἀνατολήν.
-Ἀλλά ποῦ ἡ ἀνατολή!
-Ἔσβησε αὐτή ἡ λυχνία τῆς Ἀποκαλύψεως καί γιαὐτό ὁ παρών χειμών πού ἔχει κατακλύσει τά πάντα!
-Οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ δέν προσηύχοντο, δέν νήστευαν, δέν ἀγρυπνοῦσαν, δέν ἐνεδύσκοντο σεμνά, τραγουδοῦσαν ἄσματα κοσμικά.
-Δέν γνώριζαν ποιά εἶναι ἡ δεξιά ὁδός καί ποιά ἡ ἀριστερά.
Κοντά εἰς τόν Γέροντα Ἱερώνυμο ἔβρισκαν οἱ ἄνθρωποι τό ὕδωρ τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον (Ἰω. δ΄ 14).
Ὁ Γέροντας ἦταν διορατικός!
Ὁ π. Παντελεήμων ἀπό τήν Βοστώνη θά πεῖ:
Ἐγνώρισα στήν ζωή μου μέχρι ἔξι διορατικούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἰς τόν Γέροντα Ἱερώνυμον τό διορατικόν καί προορατικόν χάρισμα ἦταν πλέον ἐμφανές ἀπό ὅλους!
Πολλούς, τούς ἀποκαλοῦσε μέ τό ὄνομά τους, πού τούς ἔβλεπε γιά πρώτη φορά.
Σέ ἄλλους ἀπαντοῦσε στίς σκέψεις τους, χωρίς ἐκεῖνοι νά τίς φανερώσουν.
Προέλεγε συχνά πράγματα πού συνέβαιναν μετά ἀπό ἀρκετό καιρό.
Γιαὐτό ἔτρεχαν οἱ ἄνθρωποι κοντά του ὥς αἱ διψασμένοι ἔλαφοι γιά νά ξεδιψάσουν  ἀπό τόν λόγο του καί νά τοῦ ἐναποθέσουν τίς μέριμνές τους καί τόν πόνο τους!
Γιά ὅλους εἶχε ἕναν καλό λόγο.
Ἦταν γιά ὅλους πατέρας καί ἀδελφός!
Ἐκεῖνο ὅμως πού στήριζε περισσότερο τούς πονεμένους ἦταν ἡ ἀδιάλειπτη καί μέ δάκρυα καί πόνο διαρκής προσευχή του γι’ αὐτούς.

Ὁ Γέροντας χειροτονήθηκε διάκονος ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἰκονίου Ἀθανάσιο καί ὁδήγησε στήν πατρίδα του πολλούς στήν Θεογνωσία. Ἡ ἐπιρροή του ἦταν τόσο μεγάλη, πού φοβήθηκαν οἱ ἄνδρες, μήπως οἱ γυναῖκες τους τούς ἐγκαταλείψουν καί φύγουν, καί γίνουν μοναχές!
Ἔτσι ὁ μισόκαλος ξεσήκωσε πόλεμο ἐναντίον του καί ἀναγκάστηκε νά φύγει ἀπό τήν ἀγαπημένη του Καπαδοκία καί νά πάει ἀρχικά στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἔμεινε ἐννιά μῆνες, στήν Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Ὅσες φορές στήν συνέχεια μιλοῦσε γιά τούς Ἁγίους Τόπους, τά μάτια του γέμιζαν μέ δάκρυα.
Ὅλους, ἀργότερα, τούς προέτρεπε νά πᾶνε ὁπωσδήποτε μιά φορά στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσουν, ἐκεῖ ὅπου ἔστησαν οἱ πόδες Αὐτοῦ, ὅπου ἡ Βηθλεέμ, ὁ Γολγοθᾶς καί ἡ Ἀποκαθήλωση, ὁ Πανάγιος Τάφος καί τά Πανάγια προσκυνήματα!
 
Ἦλθε στήν συνέχεια στήν Πόλη!
Ὑπηρέτησε ὡς διάκονος στό Πατριαρ-χεῖο, ὅπου πολλές φορές ἔκανε καί κηρύγματα. Μέ τήν φροντίδα του χτίστηκε πενταόροφο σχολεῖο, στήριξε τούς Ἕλληνες τῆς Πόλης. Ἔκανε συχνότατες ἀγρυπνίες στόν Ἅγιο Γεώργιο καί στόν Ἅγιο Σπυρίδωνα, ὅπου συμμετεῖχαν ἑκατοντάδες πιστοί κάθε φορά.
Ὁ κόσμος στήν Πόλη δέν εἶχε ξανασυναντήσει τέτοιον ἄνθρωπο καί ἔτρεχε κοντά του, τόν ἀγκάλιασε καί τόν ἀγάπησε πολύ. Πνευματικά καί ὑλικά στήριξε πολλούς ὁ ἅγιος Γέροντας, πού μετά τήν ἀνταλλαγή τοῦ '22 ἦλθαν στήν Ἑλλάδα, ξανα-συναντήθηκαν μαζί του καί μᾶς διηγήθηκαν θαυμαστά περιστατικά ἀπό τήν ζωή του.

Ἀγαπώντας ὑπέρ πάντα τήν ἡσυχία, ὁδηγήθηκε στήν Αἴγινα, ὅπου ἡ ἡσυχία τοῦ νησιοῦ, ἡ ἁπλότητα τῶν κατοίκων καί ἡ παρουσία τόσων ἁγίων, μέ προεξάρχοντα τόν νεοφανῆ Ἅγιο Νεκτάριο, ἀνέπαυσαν τήν φιλόχριστη ψυχή του. Ἔχτισε μέ δικούς του κόπους καί ἔξοδα τόν Ναό τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στό Νοσοκομεῖο τῆς Αἰγίνης.
Χειροτονήθηκε ἱερεύς, καί ὅσοι τόν ἔζησαν ὡς λειτουργό τοῦ Ὑψίστου, ἔζησαν οὐράνιες ἐμπειρίες. Μετέδιδε στούς πιστούς τήν κατάνυξη, πού ἔνιωθε ὁ ἴδιος καί τούς ἔκανε νά ζοῦν μέσα σέ μιά οὐράνια ἀτμόσφαιρα, γεμάτη θεία ἔξαρση, πλήρη παρουσίας ἀγγέλων.
Ἔλεγε πρός τούς ἱερεῖς τά ἑξῆς θαυμαστά:
-Ἄν δέν ἰδεῖς τόν ἄγγελόν σου, δίπλα σου, στό ἅγιο θυσιαστήριο, μή λειτουργήσεις, ἀποκαλύπτοντας προφανῶς τίς δικές του θεοπτικές ἐμπειρίες, πού εἶχε ὅταν λειτουργοῦσε.
-Ἀγγέλους ἔχεις συλλειτουργούς;
-Κάθε ἡμέρα νά λέγεις τό ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Κάθε ἡμέρα ὑπάρχει Ἄγγελος δίπλα ἀπό τόν ἱερέα, ὅταν εἶναι στό Θυσιαστήριον.
-Ὁ μακαρίτης ὁ Γεροντάς μου δέν ἠμποροῦσε νά πεῖ "τά Σά ἐκ τῶν Σῶν", ἀπ' αὐτά πού ἔβλεπε. Εἰκοσιέξι ἡμέρες νήστεψε. Οὔτε ψωμί δέν ἔτρωγε. Μόνον ἀντίδωρο!

Τήν ἱερωσύνη τήν θεωροῦσε πολύ σπουδαῖο πρᾶγμα ὁ Γέροντας καί ὑπούργημα βαρύ!
-Ὁ τάδε, πού μοῦ ἔστειλες πρό καιροῦ, χειροτονήθηκε ἤ οὔ;
Ἐρώτησε κάποτε ἕναν ἀδελφό.
-Χειροτονήθηκε, ἀπάντησε, καί ἤδη ὑπηρετεῖ ὡς ἱερεύς.
-Ἐάν δύναται νά σηκώσει τήν Αἴγιναν εἰς τήν ράχην του, τότε καλῶς ἔπραξε, ἐάν ὄχι, τότε κακῶς!
Λέει του ἡ Γερόντισσα Εὐπραξία:
-Τί ὅλο λέεις τέτοια πράγματα καί τρομάζεις τούς ἀνθρώπους;
-Δέν πρέπει νά χειροτονοῦνται οἱ ἄνθρωποι καί νά γίνονται ἱερεῖς; Πῶς θά λειτουργοῦν οἱ ἐκκλησίες; Καί πῶς θά κοινωνοῦν οἱ Χριστιανοί;
-Καλογραία, εἶπα καί οὕτως ἐστίν, καθώς εἶπα.
-Βαριά ἡ ἱερωσύνη! Ὅποιος ἔχει νοῦν καί κατανοεῖ!...
Ἀκούοντας τέτοια ἐξαίσια οἱ ἱερεῖς ἀκροατές του, οἱ ἴδιοι συγκλονίζονταν καί ἐταλάνιζαν ἑαυτούς, γιατί κλήθηκαν νά σηκώσουν τέτοιο βάρος!
Τό βάρος τῆς ἱερωσύνης!

Ὁ ἴδιος πολύ λίγο ἐλειτούργησε, ὅταν χειροτονήθηκε. Στίς σαράντα ἡμέρες εἶδε μία φοβερή ὁπτασία. Εἶδε μέσα εἰς τό ἅγιον Ποτήριον τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν νά λάμπει ὡς βρέφος καί ἀπό τότε δέν ἤθελε νά ξαναλειτουργήσει!
Μέ πολύν κόπον καί φόβον, ἐδέχθη νά λειτουργεῖ μέχρις ἐξευρέσεως ἄλλου κληρικοῦ καί μόνον ἐπί ἑξάμηνον. Τοῦτο τό ἀπεκάλυψεν ὁ ἴδιος στόν π. Ἰγνάτιο, κατά τήν Ἑορτήν τῶν Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου, κατά τήν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας, ὅταν ἐκεῖνος ἦλθε ὡς ἐφημέριος εἰς τόν ναόν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, πού εἶχε χτίσει ὁ Γέροντας!  (Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ὑπό Σωτηρίας Νούση, Ἀθῆνα 1986, σελ. 105).

Ἄλλη φορά, διηγεῖτο ὁ Γέροντας, διά ἕνα ἱερέα, ὅπου εἶχαν εἰς τό Γκέλβερι, Ἰωάννης τό ὄνομα, ἔγγαμος καί μέ οἰκογένεια. Ἦτο πολλά κατανυκτικός, καί ὅταν λειτουργοῦσε, δάκρυζε, ἀναστέναζε, καί ἔκλαιγε ὡσάν μικρό παιδί. Πολλάκις ἀργοῦσε εἰς τόν καιρόν τῆς ἐπικλήσεως, ὅταν καθαγιάζοντο τά τίμια δῶρα, πέντε λεπτά, δέκα λεπτά, δεκαπέντε λεπτά, καί πάνω. Οἱ ψαλτάδες δέν ἤξεραν τί νά κάνουν. Ἔπεφταν εἰς ἀμηχανίαν! Ἔψελναν ἀργά τό "Σέ ὑμνοῦμεν, Σέ εὐλογοῦμεν, ..." μιά φορά, δυό φορές, τρεῖς -μετά δέν ἤξεραν τί νά ψάλλουν. Νά ἀρχίσουν Πολυέλεο; Μά δέν πήγαινε. Νά ψάλλουν κοινωνικό; Μά κι' αὐτό δέν ἅρμοζε. Δέν ἤξεραν τί νά κάνουν. Λέγουσι μίαν ἡμέραν εἰς τούς μαθητάς τοῦ πατρός Ἰωάννου: Ὁ Δάσκαλος ἀργεῖ πολύ τόν καιρό τῆς ἐπικλήσεως, καί ἡμεῖς πέφτουμε εἰς ἀπόγνωσιν, τί νά κάνουμε. Ψέλνουμε συνέχεια τό "Σέ ὑμνοῦμεν", μά ὁ εὐλογημένος δέν τελειώνει, δέν ἀκοῦμε τό " Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου", καί γίνεται χασμωδία ἔξω.
Αὐτοί πάλιν λέγουσιν εἰς τόν πατέρα Ἰωάννη:
-Σεβάσμιε πάτερ, πολλάκις ἀργεῖς εἰς τόν καιρόν τῆς ἐπικλήσεως, καί οἱ ψαλτάδες καί ὁ λαός περιμένουν ἔξω. Οἱ ψαλτάδες πέφτουν εἰς ἀπόγνωσιν καί ἀμηχανίαν, τί νά λέγουν. Συγχώρησον, δέν δύνασαι νά τελειώνεις τήν εὐχήν, διά νά μήν γίνεται χασμωδία;
Ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος τούς λέει εἰς ἀπάντησιν:
-Πῶς θά γίνει αὐτό;
-Εὔκολον, τοῦ λέγουσιν.
-Ἐκεῖ ὁποῦ εἶσαι μπρούμυτα, νά σηκώνεσαι, καί σφραγίζοντας τά τίμια δῶρα μέ τήν δεξιάν σου εἰς σημεῖον τοῦ τιμίου σταυροῦ, νά λές: "Καί ποίησον τόν ἄρτον τοῦτον ... καί τό ποτήριον τοῦτο..." καί τά λοιπά λόγια τῆς εὐχῆς, καί οὕτω νά τελειώνης".
-Τήν εὐχήν, τούς ἀπαντᾶ, γινώσκω, καί εἰς τήν φυλλάδα ἐστί γεγραμμένη, ἀλλ' οὐ δύναμαι.
-Πῶς δέν δύνασαι, πατέρα μας; Συγχώρησόν μας, εὖκολον εἶναι! Μόνο νά ἀναγινώσκεις τήν εὐχήν καί νά σφραγίζεις τά τίμια δῶρα καί ἔτσι τελειώνουμε.
-Αὐτό εὖκολον οὐκ ἔστιν, ὅτι πῦρ γύρω τῆς τραπέζης καί δέν δύναμαι.
-Τήν εὐχήν λέω ἕως ἑνός σημείου, ἀλλά ἐξαίφνης ὁρῶ πῦρ γύρω τῆς τραπέζης -δύο τρία μέτρα ὕψος, καί οὐ δύναμαι νά εἰσέλθω εἰς τό πῦρ νά σφραγίσω τά τίμια δῶρα. Φόβος και τρόμος τότε ἐκεῖ καί οὐκ οἶδα τί ποιήσω.
-Πίπτω χαμαί, κλαίω, ἀναστενάζω. ἱκετεύω τόν Πατέρα τῶν φώτων, τόν τατλή Ἰησοῦν, τό Πανάγιον Πνεῦμα. "Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου!" φωνάζω, "Πλαστουργέ μου! Θεέ μου! φεῖσαι τοῦ πλάσματός Σου καί ἄρον τάς φλόγας ταύτας εἰς τό εἰσελθεῖν με καί σφραγίσαι τά τίμια δῶρα"!
-Τότε σηκώνω τά ὄμματά μου καί ἀτενίζω πρός τήν ἁγίαν τράπεζαν. Ἐάν αἱ φλόγες ἔχουσιν καταπαύσει, σηκώνομαι καί σφραγίζω τά δῶρα. Ἐάν οὔ, τότε προσεύχομαι πάλι καί ἱκετεύω μετά δακρύων καί ἀναστεναγμῶν ἕως ὅτου, εἴτε καταπαύσει τό πῦρ, εἴτε εὑρεθεῖ τρόπος ἵνα εἰσέλθω εἰς τό καταπέτασμα τοῦ πυρός χωρίς νά καῶ. Πότε - πότε, καταπαύει τό πῦρ καί γίνονται ὅλα ὅπως τό πρίν. Πότε-πότε, χωρίζουν αἱ φλόγες ἔνθεν καί ἔνθεν, καί γίνονται καμάρα, καί οὕτως τρέμων εἰσερχόμαι καί τολμῶν ἐκτείνω τήν χεῖρα μου καί σφραγίζω τά τίμια δῶρα.
Ἀκούοντας τοιαῦτα ἐξαίσια, δέν ἐνόχλησαν ἄλλην φοράν τόν πάτερ Ἰωάννην περί τόν χρόνον τῆς ἐπικλήσεως!

Τόσον εὐλαβής ἦτο αὐτός ὁ πάτερ Ἰωάννης καί κατανυκτικός εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, ὅπου καί ἀπό τά ἄλλα γειτονικά χωριά τοῦ Γκέλβερι ἤρχοντο πολλοί Χριστιανοί, ὧρες μακρυά πολλές φορές, διά νά εἶναι παρόντες, εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν. Ὑπῆρχε περίπτωσις, ὅπου χίλιοι καί περισσότεροι ἄνθρωποι -ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά- παρευρίσκοντο εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ π. Ἰωάννης.
Ὅλοι κατενύγοντο καί ἔκλαιγον, ὅπως λειτουργός.
Ὅταν τελείωνε ἡ Λειτουργία καί ἔφευγαν οἱ πιστοί, τό δάπεδο τῆς ἐκκλησίας ἦτο, χωρίς ἄλλο, νωπό, ὡσάν νά εἶχε ρίξει κανείς νερό -τόσο ἔκλαιγε ὁ κόσμος κι ἔβρεχε τό πάτωμα μέ τά δάκρυα! (π. Παντελεήμονος, ἡγουμένου Μονῆς Μεταμορφώσεως τῆς Βοστώνης, Ἀναμνήσεις ἀπό τόν Γέροντα Ἱερώνυμο).

Τόν Αὐγουστο τοῦ 1942, μετά ἀπό πολλή προσευχή καί φρικτό ὅραμα πού εἶδε, ὁ ὁσιος Γέροντας Ἱερώνυμος, ἀποφάσισε νά διακόψει τήν κοινωνία μέ τήν νέα ἐκκλησία καί νά ἀκολουθήσει τό παλαιό ἡμερολόγιο.   Συνέχισε νά ἀσκεῖ τό κοινωνικό του ἔργο καί νά δέχεται τούς ἐπισκέπτες του ὅπως πρίν, ἀδιάκριτα ἄν ἀκολουθοῦσαν τό παλαιό, καί πολλούς μέ διάκρισιν ἐνεθάρρυνε νά τό ἀκολουθήσουν, γιατί αὐτό εἶναι τό σωστό! (Εὐπραξίας μοναχῆς, διήγηση γιά τόν Γέροντα Ἱερώνυμο).
Ἔλεγε συχνά ὅτι ἀπό τότε πού ἡ ἐκκλησία εἰσήγαγε τό νέο ἡμερολόγιο ἔχασε τήν δύναμή της!
Ἄν ἔβλεπε ὁ Ἅγιος τήν σημερινή κατάσταση μέ τά οὐνιτικά συλλείτουργα, τίς συμφωνίες μέ τούς αἱρετικούς, τήν ἀπροκάλυπτη πλέον διακοινωνία τῶν Οἰκουμενιστῶν μέ τούς αἱρετικούς Λατίνους καί τίς συμπροσευχές μέ τούς ἀλλοθρήσκους, τί θά ἔλεγε;

Ἡ πρωταρχική του μέριμνα ἦταν, ὡστόσο, νά μορφωθεῖ ὁ Χριστός μας στούς ἀκροατές του!
-Μή λές ὁ Χριστός, ἀλλά ὁ Χριστός μας! Διόρθωνε τούς ἀκροατές του!
-Ἀκοῦς ἀδελφός καί κράζεις, καί δάκρυα σοῦ ἔρχονται εἰς τούς ὀφθαλμούς!
-Ἐγώ Χριστός θέλω νά ἀκοῦς καί νά κλαίεις, νά κατανύσσεσαι, νά σκιρτάει ἡ καρδιά σου!!!
Δίδασκε:
-Ἀπολαῦστε τήν πνευματική ζωή!
-Δέν ὑπάρχει τίποτε γλυκύτερο ἀπ' αὐτήν.
-Ὁ ἀγών εἶναι σκληρός, εἶναι γλυκεῖς ὅμως οἱ στέφανοι. Δριμύς ὁ χειμών, ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος.
-Στά πνευματικά εἰναι ἀνοιχτή ἡ καρδιά: ἀγάπη, χαρά.
-Τήν χαρά πού παίρνουμε ἐμεῖς ἀπό τά πνευματικά δέν τήν νιώθει ὁ διάβολος, γι' αὐτό μᾶς ζηλεύει, μᾶς φθονεῖ καί μᾶς στήνει παγίδες καί λυπούμεθα καί πέφτουμε. Πρέπει νά ἀγωνισθοῦμε, διότι χωρίς ἀγῶνα δέν ἀποκτοῦμε ἀρετή. 

Διηγεῖται ὁ π. Παντελεήμων ἀπό τήν Βοστώνη ὅτι: 
"Μία φορά μᾶς τηλεφώνησε μία πονεμένη μητέρα ἀπό τά βάθη τῆς Ἀμερικῆς καί μᾶς ρωτοῦσε, τί ἔφταιξε ὁ μικρός της καί γεννήθηκε μέ καρκίνο;"
Ἡ γυναῖκα ἦταν Ἑλληνίδα, ἀλλά γεννημένη στήν Ἀμερική!       Καί δέν γνώριζε καλά ἑλληνικά...
Ἐμεῖς τῆς στέλναμε λαδάκι ἀπό τόν Ἅγιο Νεκτάριο καί σταυρώναμε τά ροῦχα τοῦ μικροῦ στά Ἅγια Λείψανα καί τῆς τά ἐπιστρέφαμε νά τά φορέσει ὁ μικρός, μήπως γίνει καλά.
Ἀπό τίς πολλές φορές πού μᾶς τηλεφωνοῦσε στή συνέχεια, τῆς λέγω μιά φορά:
-Τί ξοδεύεσαι ἄσκοπα καί ὅλο μᾶς τηλεφωνεῖς ἀπό τόσο μακρυά.
Προσευχή σοῦ κάνουμε, ἀλλά δέν μᾶς ἀκούει ὁ Θεός.
-Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος νά μοῦ δώσει μιά ἀπάντηση; Μᾶς ρώτησε.
-Ἐδῶ στήν Ἀμερική ὄχι.
-Στήν Ἑλλάδα ὑπάρχει ἕνας Γέροντας, στό ἰδιο νησί μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο, ἀλλά εἶναι πολύ μακρυά ἀπό αὐτοῦ πού μένεις καί ἐξάλλου δέν γνωρίζει ἀγγλικά.
Αὐτό ἦταν!
Παίρνει τό ἀεροπλάνο καί ἔρχεται στήν Ἑλλάδα. Βρίσκει ἕναν ταξιτζή, πού ἤξερε δυό σπασμένα ἀγγλικά, ἤξερε καί αὐτή δυό σπασμένα ἑλληνικά καί ἔρχεται εἰς τήν Αἴγινα, στό ἡσυχαστήριο τοῦ Γέροντος!
Δέν τόν βρῆκε ἐκεῖ.
Εἶχε κατεβεῖ στήν χώρα. Τόν συνάντησε στόν δρόμο καί ἄρχισε νά τοῦ λέει ὅτι ἄκουσε ἀπό μᾶς γι' αὐτόν καί νά τοῦ ἐξιστορεῖ τόν πόνον της.
-Σύ εἶσαι ἡ αἰτία πού ὑποφέρει ὁ μικρός σου! Γιατί ἐσύ ἄφησες τόν νόμιμον ἄντρα σου καί πῆρες ἄλλον, τῆς λέει ὁ γέροντας.
-Καί δέν διέλυσε ὁ ἄνδρα σου τόν γάμον ἀλλά σύ ἀγάπησες ἄλλον!
-Τώρα τί παραπονεῖσαι.
-Ὁ μικρός σου, ὅπως-ὅπως σώζεται. Δέν μένει πλέον εἰς τόν ψεύτικον ντουνιάν τοῦτον.
-Μέ τούς ἀγγέλους θά εἶναι!
-Ἀλλά καί σύ ἄν θέλεις σώζεσαι, καλή χριστιανή γίνεσαι!
-Σέ ἀγαπᾶ ὁ Θεός!
-Ἄν δέν πονοῦσες τόν Θεόν δέν θά ἐσκέπτεσο. Τώρα, τώρα ἦλθες ἀπό τόσον μακρυά, γιά νά προσκυνήσεις εἰς τόν Ἅγιον Νεκτάριον.
Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Ἀμερική μᾶς τηλεφώνησε πάλι καί μᾶς διηγήθηκε τά τῆς συναντήσεώς της μέ τόν Γέροντα, σημειώνει ὁ π. Παντελεήμων.
Μετά ἀπό λίγο ἐκοιμήθη ὁ μικρός της, ὅπως τῆς εἶπε ὁ Γέροντας! 
-Ποῦ νά γνωρίζω τόν βίον τῆς γυναίκας ὁ τάλας ἐγώ.
Γνώρισα μέχρι ἕξι ἀνθρώπους προορατικούς, ἀλλά εἰς τόν Γέροντα Ἱερώνυμον τό προορατικόν ἦταν πιό ἔντονον ἀπό ὅλους. (π. Παντελεήμονος, ἡγουμένου Μονῆς Μεταμορφώσεως Βοστώνης, Ἀνα-μνήσεις ἀπό τόν Γέροντα Ἱερώνυμο, σελ. 269 ἑπ. στό "Γέροντας Ἱερώνυμος ὁ Ἡσυχαστής τῆς Αἴγινας", ὑπό Πέτρου Μπότση).

Ὁ Γέροντας ἐφήρμοζε σέ ὅλα τίς διδαχές τοῦ Ὁσίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Ἦταν, θά λέγαμε, ἡ ἐνσάρκωσις τῆς διδασκαλίας αὐτοῦ τοῦ Ὁσιωτάτου πατρός τοῦ μοναχισμοῦ.
Ὅταν τόν ρωτοῦσαν, Γέροντα τί βιβλία νά διαβάζουμε;
Ἀπαντοῦσε:
-Ἀββᾶ Ἰσαάκ!
-Εἶναι καθρέφτης ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ.
-Ὁπωσδήποτε νά διαβάζετε ἕνα φύλλο τήν ἡμέρα ἀββᾶ Ἰσαάκ!
Ἐφήρμοζε σέ ὅλα τούς λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ καί κατ’ ἐξοχήν τά:
""Ἔλεγξον τῇ δυνάμει τῶν ἀρετῶν σου τούς ἀντιδογματίζοντάς σοι, καί μή τῇ πιθανολογί τῶν λόγων σου"  (λόγ. 23).
"Μή παροξύνης τινά, ἤ ζηλώσῃς, μήτε διά πίστιν, μήτε διά τά ἔργα αὐτοῦ τά κακά" (λόγ. 5).
Ὁ Γέροντας ἐκοιμήθη μετά ἀπό ἐπώδυνον ἀσθένειαν στίς 3 Ὀκτωβρίου 1966.
Σάν ἤκουσαν τά πνευματικοπαίδια του διά τήν κοίμησίν του, ἀμέσως ἐτέλεσαν τρισάγια καί παννυχίδες (τριήμερα, ἐννεάμερα, τό τεσσαρακονθήμερον μνημό-συνον καί τό καθιερωμένον κομβοσχοίνιον κάθε νύχτα). Κάθε μέρα -ἐκτός Κυριακῆς- εἶχαν, μετά τήν Θεία Λειτουργία, τρισάγιο.
-Ὅταν συμπληρώθηκαν αἱ τεσσαρά-κοντα ἡμέρες, μετά τήν ἁγίαν Λειτουργίαν, ἀρχίσαμε νά ψέλνουμε τούς ὕμνους τοῦ μνημοσύνου, διηγεῖται ὁ π. Παντελεήμων.
-Ὅταν φτάσαμε στά εὐλογητάρια, καί ἐνῶ ψέλναμε, ἄρχισαν ὅλες οἱ κανδῆλες τοῦ ναοῦ τῆς μονῆς μας νά κινοῦνται αὐτομάτως, χωρίς κανείς νά τές ἀγγίξει.
Πρῶτον ἡ κρεμαστή κανδήλα τῆς ἁγίας Τραπέζης καί μετά τῆς ὡραίας Πύλης καί ἐν συνεχείᾳ τοῦ τέμπλου, τοῦ προσκυνηταρίου, τοῦ ἁγίου Νικολάου-ὅλες οἱ κανδῆλες ἡσύχως, χωρίς κρότον, ἄρχισαν νά κινοῦνται ἀπό δεξιά πρός τά ἀριστερά, ὅπως τάς κινοῦμε συνήθως εἰς τόν πολυέλεον. Ὅλοι ὅσοι εἴμαστε παρόντες τό εἴδαμε, καί εἴμαστε μάρτυρες. Μᾶς φάνηκε ὅτι ἦτο παρών ὁ Γέροντας. Στήν ἀρχήν οἱ κανδῆλες ἄρχισαν νά κινοῦνται ἐλαφρῶς, ἀλλά ἕως ὅτου τελειώσουμε τά εὐλογητάρια, ἐκινοῦντο τελείως, ὅπως εἰς τόν πολυέλεον καί σέ δοξολογίες, ὅτε τάς κινοῦμε διά χειρός.
Σπάνιοι οἱ ἄνθρωποι, ὡσάν τόν Γέροντα Ἱερώνυμον.
Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος γράφει κάπου ὅτι:
" Ὥσπερ μόλις ἐκ μυριάδων ἀνθρώπων εἷς εὑρίσκεται πληρώσας τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου καί φθάσας εἰς τήν τῆς ψυχῆς καθαρότητα, οὕτως εἷς ἐκ χιλίων εὑρίσκεται, καταξιωθείς φθάσαι μετά πολλοῦ κόπου εἰς τήν καθαράν προσευχήν".
Ὅσον διά αὐτό τό ὁποῖον εὑρίσκεται πέραν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τό ὁποῖον ὀνομάζει μυστήριο("τυχεῖν ἐκείνου τοῦ μυστηρίου"), μόλις κἄν εὑρίσκεται ἄνθρωπος ("καῖπερ ἄν ὁ φθάσας") ἀπό γενεά σέ γενεά (λόγ. 32).
Ἀπό αὐτούς τούς σπανιωτάτους ἦτο ὁ Ὅσιος τῶν ἡμερῶν μας, ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης!



''ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΑΙΟ ΜΑΣ ΜΠΛΟΚ/
ΑΓΙΟΙ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ''

Ἁγίου Γέροντος Ἱερωνύμου διδασκαλία





Ὁ π. Ἱερώνυμος ἦταν διάκονος στήν Πόλη. Δέν εἶχε χειροτονηθεῖ παπᾶς ἀκόμη. Βρισκόταν ἐκεῖ μέ τήν μητέρα του, μιά ἁγιασμένη ψυχή καί ἄνθρωπο τῆς ἀδιά-λειπτης προσευχῆς.

            Ἕνας τοῦρκος χωροφύλακας πῆγε στό σπίτι τους μιά μέρα καί τούς ζήτησε νά πᾶνε στό γραφεῖο τοῦ μεγάλου Καδῆ, (τοῦ ἀρχιδικαστῆ)!

            -Πρός στιγμήν ταράχθηκα, εἶπε ὁ Γέροντας. Τί νά μέ ἤθελε ὁ μεγάλος Καδής; Μήπως ἑτοίμαζαν νέους διωγμούς σέ βάρος τῶν δυστυχισμένων Ρωμηῶν;
            -Ὡστόσο, ἔκανα τήν προσευχή μου, ὁπλίστηκα μέ τήν ἀκατάλυτη δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πῆρα τήν εὐχή τῆς Μάννας καί πῆγα μέ θάρρος στόν Καδή, ἔχοντας πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό.

            -Μόλις ἔφτασα στό γραφεῖο τοῦ Καδῆ, ἐκεῖ ξεδιαλύθηκαν ὅλα. Ὁ ἀρχι-δικαστής μέ ὑποδέχθηκε μέ εὐγένεια καί φιλοφροσύνη, καί ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπό τό γραφεῖο του καί ἔκλεισε τίς πόρτες καλά, ἄρχισε νά μοῦ λέει:

            -Ἐφέντη μου παπᾶ, ἀπό τίς ἕξι λίρες πού παίρνω μισθό τό μῆνα, κρατάω δύο γιά νά ζήσουμε ἐγώ καί ἡ οἰκογένειά μου καί τίς τέσσερις τίς δίνω καί κάνω ἐλεημοσύνες!                       -Παντρεύω ὀρφανά, προστατεύω χῆρες, δίνω σέ ἀρρώστους. Νηστεύω καί προσεύχομαι μέ πίστη στόν Ἀλλάχ καί κρίνω τό δίκηο μέ τή συνείδησή μου, χωρίς νά ἀποβλέπω σέ πρόσωπο ἀνθρώπου, ἀμερόληπτα! Δέν δέχομαι καμμιά σύσταση ἤ ἀπειλή ἀπό κανένα, οὔτε καί ἀπό τόν Βεζύρη!
            -Δέν μοῦ λές, Ἐφέντη μου παπᾶ, ρώτησε χαμηλόφωνα, ἀλλά γεμᾶτος ἀγωνία τόν Γέροντα, θά πάω στόν Παράδεισο πού λέτε ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί;

            -Ὁ ὅσιος Γέροντας προσευχήθηκε μέσα του, νά τόν φωτίσει ὁ Θεός, τί ἀπάντηση νά δώσει στήν ψυχή αὐτή πού φαινόταν ὅτι λαχταροῦσε τήν σωτηρία της.     Λέει, λοιπόν στόν Καδῆ:
            Δέν μέ λέγεις ἐφέντη μ' Καδῆ, ἔχεις παιδιά;
            -Ἔχω, ἀπάντησε ὁ Ἀρχιδικαστής.
            - Ἔχεις καί δούλους, ὑπηρέτες, ξανα-ρώτησε ὁ Γέροντας.
            - Ἔχω καί δούλους, ὑπηρέτες.
            - Τούς ἀγαπᾶς τούς δούλους σου;
            - Τούς ἀγαπῶ, γιατί πάντοτε μέ ὑπακούουν καί ἐκτελοῦν ἀμέσως τό θέλημά μου καί πάντα πειθαρχοῦν σέ ὅ,τι τούς λέω.
- Ἔχεις σκοπό νά τούς καταστήσεις κληρονόμους στά ὑποστατικά σου καί στήν περιουσία σου, ὅταν πεθάνεις;
            - Ὄχι!
            - Γιατί;
            - Τό δικαίωμα τῆς κληρονομικῆς διαδοχῆς στήν πατρική περιουσία ἀνήκει ἀποκλειστικά καί μόνο στά νόμιμα τέκνα!

            - Ὁ ὅσιος Γέροντας σώπασε γιά λίγο, προσευχόμενος καί πάλι μέ τήν καρδιά του. Καί μετά ἀπό λίγο, λέει ἀποφασιστικά στόν Καδή:
            - Μέ ὅλα ὅσα κάνεις ἐφέντη μ' Καδή, εἶσαι ἕνας καλός δοῦλος, ὅπως οἱ δοῦλοι σου πού κάνουν ἀμέσως τό θέλημά σου καί πάντοτε σέ ὑπακούουν, πού δέν ἔχουν ὅμως κληρονομικό δικαίωμα!

            - Ἄν θέλεις νά κληρονομήσεις τόν πατρικό Οἶκο, τόν παράδεισο, πρέπει νά γίνεις τέκνον Του. Αὐτό σημαίνει πώς πρέπει νά ἀσπασθεῖς τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά βαπτισθεῖς!

            Ὁ Ἀρχιδικαστής δέχθηκε τόν λόγο τοῦ ὁσίου Γέροντα, πού ἦταν φωτισμένος καί μέ τόση διάκριση. Παραιτήθηκε, ἔφυγε ἀπό τήν Πόλη, ἀσπάθηκε τήν Ὀρθοδοξία καί βαπτίσθηκε, ἦλθε στήν Ἑλλάδα καί ἔζησε μέ τήν οἰκογένειά του.
Ἔλεγε ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ὅτι τά ἑπόμενα χρόνια οἱ ἱερεῖς θά εἶναι βουτηγμένοι στίς θλίψεις. Δέν θά ὑπάρχει ἡ ἀγάπη καί ἡ ὁμόνοια μεταξύ τῶν Χριστιανῶν. Ὅπως πράγματι βλέπουμε νά ἐξελίσσονται τά πράγματα στίς μέρες μας, πού ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν.
Μέ διάκριση προέτρεπε πολλούς νά ἀσπασθοῦν τό ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο, γιατί αὐτό εἶναι τό σωστό. Αὐτό εἶχαν οἱ Πατέρες! Ἀπό τότε πού μπῆκε τό Νέον Καλενδάριον ἐξασθένησε ἡ Ἐκκλησία, ἔλεγε.
            Εἶχε δεῖ ὁ Ὅσιος φοβερό ὅραμα καί μόνον λίγα χρόνια ἔμεινε μέ τό Νέο, ἀφοῦ πίστευσε καί αὐτός τίς ἀπατηλές ὑποσχέσεις τῶν Νεοημερολογιτῶν ψευδεπισκόπων ὅτι θά ἐπανέφερναν τήν παλαιά τάξη τῆς Ἐκκλησίας.
            Ὁπότε, τό 1942 ἀπεσύρθη στό μοναστήρι του καί ἀκολουθοῦσε ἔκτοτε τήν γραμμή τῶν Πατέρων καί τό Πάτριο Ἑορτολόγιο, ἔχοντας ἀφιερωθεῖ πλέον ὁλοκληρωτικά στήν ἡσυχία πού ὑπεραγαποῦσε. Ἔκοψε τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς κληρικούς τούς ἀκολουθοῦντες τήν Νέαν ἐκκλησίαν καί συγκεκριμένα μέ τόν μητροπολίτη Προκόπιο, πού δέν ἀνεγνώριζε τότε καί τήν ἁγιότητα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου!

            Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἁγιότητα τοῦ μεγάλου καί ἀγαπημένου μας Ἁγίου Νεκταρίου, ὁ Ὅσιος ἦταν πεπεισμένος ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὅτι ἦταν μεγάλος Ἅγιος!
            Τοῦτο φαίνεται ξεκάθαρα ἀπό αὐτά πού εἶπε ὁ γέροντας σέ μία μοναχή ἀσκήτρια, πού πῆγε νά προσκυνήσει στόν Ἅγιο Νεκτάριο τήν ἡμέρα πού τόν γιόρταζαν οἱ Νεοημερολογίτες καί εἶχε συρρεύσει πολύς κόσμος καί ταλαι-πωρήθηκε, γιά νά πάει στό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου.
            Τῆς εἶπε:
            - Ἄλλη φορά νά προσέχεις, καί τό ράσο νά τό πονᾶς, νά μή τό ἀναμιγνύεις μέ τούς κοσμικούς, περιφέροντάς το μέσα σέ τόσο κόσμο.
            -Ἐξάλλου, νά σοῦ εἴπω καί κάτι, τό ὁποῖον οἱ ἄλλοι δέν μποροῦν νά τό νοιώσουν;
            -Πολλές φορές, καλῶ τόν Ἅγιον Νεκτάριον καί ἔρχεται ἐδῶ καί συνομιλοῦμεν!           -Δύνασαι καί ἐσύ. Προσπάθησε...

            Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος εἶχε γίνει ἡ ἐνσάρκωση τῶν λόγων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ! Διότι, ἄν καί δέν ἔζησε στίς ἐρήμους τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Καππαδοκίας, ζοῦσε ὡς ἐρημίτης καί ἀσκητής στήν εὐλογημένην ἀπό τόν Θεόν Αἴγινα, προσπαθῶντας νά ἐφαρμόσει σέ ὅλα τούς λόγους τοῦ μεγάλου Ἀββᾶ Ἰσαάκ.
            -Εἶναι καθρέφτης ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ἔλεγε. Βλέπεις στούς λόγους του τόν ἑαυτό σου, σέ ποιό μέτρο ἔχεις φτάσει...
-Ἄν δέν ἔχεις χρήματα νά ἀγοράσεις τό βιβλίο του, νά ὑπάγεις εἰς τήν Ὁμόνοιαν καί νά ζητιανέψεις, διά νά τό ἀγοράσεις!
            Ἄλλοτε τόν ρωτοῦσαν:
            -Γέροντα, τί βιβλία νά διαβάζουμε;
            Καί ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος ἀπαντοῦσε:
            -Ἀββᾶ Ἰσαάκ!
            -Καλά, γέροντα, αὐτό τό διαβάζουμε. Ποιό ἄλλο νά διαβάσουμε;
            -Ἀββᾶ Ἰσαάκ! τόνιζε πάλι ὁ Ὅσιος. Εἶναι θησαυρός ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ. Κάθε μέρα νά διαβάζεις ἕνα φύλλο ἀπό τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ καί νά προσπαθεῖς νά ἐφαρμόσεις αὐτά πού διαβάζεις!
            Ὅπως ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἦταν ὁ κατ' ἐξοχήν μυστικός Πατέρας τοῦ μοναχισμοῦ, ἔτσι καί ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ἦταν μυστικός ἄνθρωπος! Ἔκρυβε μέ ἐπιμέλεια τήν ἀρετή του καί τίς καλές ἀλλοιώσεις πού ἐδέχετο ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα!
            Μερικές φορές, ὡστόσο, προδιδόταν, ἀθελά του, ὅταν φανερωνόταν τό προορατικό του καί τό διορατικό του χάρισμα, πού ἦταν ἀπόρροια τῆς καθαρῆς καί μυστικῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς του.
            Κάποτε, μάλιστα, ἐθεάθη σέ ἐκείνη τήν κατάσταση τῆς καλῆς ἀλλοιώσεως, πού συμβαίνει στούς Ἁγίους, ὅταν τούς ἐπισκέπτεται ὁ Παράκλητος καί ποιεῖ παρ' αὐτοῖς τήν μονήν Του!
            Τόν εἶδαν ἀλλοιωμένον, μέσα στό ἄκτιστο φῶς, πού προσευχόταν μπροστά στό ἅγιο θυσιαστήριο, σέ ἕνα ἐρημοκκλήσι, ὅταν κάποια ἀδελφή ἄνοιξε τήν θύραν τοῦ Ἱεροῦ, γιά νά τόν εἰδοποιήσει ὅτι εἶχε παρέλθει κατά πολύ ἡ ὥρα καί θά ἔπρεπε νά ἐπιστρέψουν ἀπό τήν ἐκδρομή πού εἶχαν κάνει, γιατί διαφορετικά θά τίς μάλλωναν οἱ γονεῖς τους, ἄν ἀργοῦσαν περισσότερο!
            -Μήν πεῖς σέ κανέναν, ὅσο ζῶ, αὐτό πού εἶδες, ζήτησε ταπεινά ὁ γέροντας, γιά νά προστατευθεῖ ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, πού ἀμέσως σπεύδει νά ὑποδαυλίσει ὁ πονηρός, γιά νά κλέψει τόν μισθό τῶν ἀληθινῶν φίλων τοῦ Χριστοῦ μας!
            Ἄλλοτε πάλιν ὁ Ὅσιος προσευχόταν, καί ἄλλη ἀδελφή εἰσῆλθε νά πάρει τήν εὐχήν του, γιά νά ἀναχωρήσει, καί εἶδε καί ἐξεπλάγη ἀπό τήν νεανικότητα τοῦ προσώπου τοῦ Γέροντος καί τό φῶς πού ἔλαμπε ἀλλά καί ἡ χεῖρα του ἦτο ὡς νέου καί ὄχι γέρου ἀνθρώπου.
            -Δέν εἶναι τίποτε αὐτά, κόρη, εἶπε ὁ Ὅσιος,ὑπάρχουν ἀνώτερα. Καί πάλιν συμβούλευσε νά μήν πεῖ σέ κανέναν τίποτε γιά τήν ἐπίσκεψη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νά βιώσει!




          


  Δίδασκε ὁ ἅγιος γέροντας Ἱερώνυμος, ὅτι ὀφείλουμε νά αὐξάνουμε τήν προσευχή. Νά μιλᾶμε στόν Θεό, σάν νά τόν ἔχουμε ἀπέναντί μας. Πρόσωπο πρός πρόσωπο.
            -Τήν ἄλλη φορά πού θά ἔλθεις, ἔλεγε, νά μοῦ πεῖς ὅτι προόδευσες στήν προσευχή!
            Τήν προσευχή πού δέν εἶχε δάκρυα δέν τήν θεωροῦσε ὡς προσευχή πού φέρνει καρπούς.
            -Μή σηκωθεῖς ἀπό τήν προσευχή, ἄν δέν χύσεις ἔστω καί ἕνα κόμπο δάκρυ!
            -Νά προσεύχεσαι μέχρι νά "βρέξει"!
            -Ἔγώ ὅταν προσεύχομαι ὑποφέρω! Δίνω ἀπό τόν ἑαυτό μου. Γιαὐτό σᾶς λέγω μή μοῦ δίνετε τίποτε... Δέν μπορῶ ἄλλο... Εἶμαι γέρων!
            Ἔδειχνε μέ αὐτό τόν τρόπο ὅτι γιά ὅ,τιδήποτε τοῦ ἔδιναν ἔκανε πολλή προσευχή καί ... "ἔδινε ἀπό τόν ἑαυτό του", θυσιαζόταν γιά τόν πλησίον!
            -Καί ἐγώ εἶμαι ὑποχρεωμένος σέ σᾶς γιά αὐτά πού μοῦ δίνετε, ἀλλά καί σεῖς ἔχετε ὑποχρέωση σέ μένα, ἔλεγε. Ἔτσι ἔδειχνε ὅτι ἔκανε πολλή προσευχή γι' αὐτούς πού τόν συνέδραμαν στό φιλανθρωπικό του ἔργο. Γιατί πολύ λίγα κρατοῦσε γιά τόν ἑαυτό του. Σχεδόν ὅλα ὅσα τοῦ ἔδιναν, τά ἔδινε καί κεῖνος στή συνέχεια στούς φτωχούς ἐλεημοσύνη!
            Δίδασκε αὐτούς πού ἔχουν οἰκο-γένεια καί ὑποχρεώσεις νά πολιτεύονται μέ σωφροσύνη καί μέ ἱλαρότητα νά δίνουν ἐλεημοσύνη ἀλλά καί μέ σύνεση, γιά νά μή στεροῦνται στή συνέχεια καί ἴδιοι!
            -Σύ τίς πρῶτες μέρες μόνον γελᾶς, μετά, μέχρι νά τελειώσει ὁ μῆνας κλαῖς, γιατί δέν ἔχεις νά περάσεις, ἀφοῦ τά δίνεις ὅλα στούς φτωχούς. Διάκριση! Νά ἔχεις διάκριση καί ὅλα νά τά οἰκονομεῖς καλῶς καί μέ σύνεση!



            Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν καί ἔζησαν σέ διαφορετικούς χρόνους καί σέ ἄλλα μέρη, ἔχουν τίς ἴδιες ἐμπειρίες καί ἡ διδασκαλία τους δέν διαφέρει...

            Τό ἴδιο μᾶς δίδασκε καί ὁ θαυμαστός ἐκεῖνος γέροντας, στήν Κερασιά τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ παπα-Μόδεστος!
            -Νά κάνετε οἰκονομία καί νά μή σπαταλᾶτε τά χρήματά Σας ἄσκοπα. Μᾶς ἔλεγε.
            Κάποτε πού εἴχαμε κάποιες δυσκολίες οἰκονομικές, ἄν καί ἡ χάρις τοῦ Χριστοῦ μας δέν μᾶς ἄφησε ποτέ καί εἴχαμε ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. ἀπό τότε πού γυρίσαμε μέ τήν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων μας, μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀρκετά μεγάλο ποσό καί μοῦ εἶπε:
            -Νά πάρεις γιά τά παιδιά ὅ,τι χρειάζεται. Νά μή στεροῦνται τίποτε, γιατί εἶστε μέ τήν Ὀρθοδοξία καί κάνατε μεγάλο βῆμα νά ἀρνηθῆτε τό μισθό σας καί τήν ἀσφάλεια.
            -Νά ξέρετε ὅτι τίποτε δέν θά σᾶς λείψει! Ὅλα θά τά οἰκονομήσει ὁ Πανυπεράγαθος καί γλυκύτατος Χριστός μας, γλυκύτατος πρᾶγμα καί ὄνομα, ὅπως μοῦ ἔγραφε καί στίς ἐπιστολές του...   

            Ἔτσι καί ὁ θαυμαστός ἅγιος τῆς Αἴγινας, ὁ γέροντας Ἱερώνυμος καθημερινά ἔπαιρνε τό ντορβά του καί γύριζε στήν Αἴγινα καί ὅλοι ἔσπευδαν νά τοῦ δώσουν κάτι ἀπό τά ψάρια ὅπου ἔπιασαν ἤ ἀπό τά προϊόντα πού πουλοῦσαν οἱ παντοπῶλες, γνωρίζοντας ὅτι θά ἔπιαναν τόπο! Γιατί στή συνέχεια ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος πήγαινε καί τά μοίραζε στούς φτωχούς καί σέ ὅσους "ἤξερε" ὅτι ἔχουν ἀνάγκη!
            Κάποτε κάποιος δέν τοῦ ἔδωσε ἀπό τά ψάρια πού ἔπιασε καί τά ἔβγαζε ἀπό τά δίχτυα. Δέν σήκωσε τό βλέμα του νά δεῖ τόν ὅσιο πού πέρασε μπροστά του.
            Σκέφτηκε:
             -Τί τά κάνει ὁ γέροντας τόσα ψάρια πού τοῦ δίνουμε;
            Οἱ ἄλλοι ψαράδες πρόθυμα ὅλοι ἔτρεχαν καί τοῦ γέμιζαν τή σακκούλα μέ ψάρια.
            -Πᾶρε κι ἀπό μένα γέροντα! Εἶναι εὐλογία, τοῦ ἔλεγαν μέ χαρά!
            -Τότε καί ὁ ψαράς ἐκεῖνος τό μετάνοιωσε καί ἔτρεξε στό γέροντα καί τοῦ λέει:
            -Γέροντα, πάρε κι ἀπό μένα αὐτά.
            -Γιατί δέν σταμάτησες καί σέ μένα; Τοῦ εἶπε μέ παράπονο. Καί τοῦ ἔβαλε μερικά ψάρια μαζί μέ τά ἄλλα.
            -Δέν σταμάτησα, διότι σύ καλῶς δι' ἐμέ δέν ἐσκέφθης! Τοῦ εἶπε, ἀπαντῶντας στούς λογισμούς του.
            -Τί σέ νοιάζει ἐσένα τί τά κάνω ἐγώ τά ψάρια. Ἄλλα τά δίνω καί ἄλλα τά κρατάω γιά τόν ἑαυτό μου.
            -Γέροντα συγχώρεσέ με, τοῦ εἶπε ταπεινωμένος ὁ ψαράς... Καί ἔκτοτε ἔτρεχε πρῶτος νά τοῦ δώσει τό μερίδιό του, γιά νά παίρνει καί 'κεῖνος εὐλογία!

Εἶχε, λοιπόν, ὁ Γέρων ἀπωλέσει τήν χεῖρα ἐξ ἀτυχήματος διά χειροβομβίδος. Συνέβαινεὅταν ἤρχετο κανείς νά τοῦ διηγηθεῖ τίς θλίψεις του, τά πένθη του καί τίς συμφορές, γιά νά τόν παρηγορήσει ἀλλά καί νά τόν διδάξει νά ἔχει ἀκλόνητον ἀλλά καί ἀπερίεργον ἐμπιστοσύνην εἰς τήν Πατρικήν Ἀγάπην τοῦ Θεοῦ μας, τοῦ ἔδειχνε τό χέρι του καί τοῦ ἔλεγε:
      -Τό βλέπεις αὐτό; Ποτέ δέν ἐρώτησα τόν Θεόν: "Γιατί;"
            Ἤρχετο δέ ἐπίσης κάπου-κάπου μία γερόντισσα μοναχή διά νά τόν περιποιηθεῖ. Κάποτε δέ πού ἡ Γερόντισσα αὐτή ἦτο παροῦσα ἦλθαν πρός ἐπίσκεψιν μία ἄλλη Γερόντισσα συνοδεύουσα νεαρόν μοναχόν. Καί ἐρώτησε ἡ γερόντισσα πού ἐπεριποιεῖτο τόν Γέροντα Ἱερώνυμον, τόν νέον μοναχόν νά μάθει ἀπό ποιό μοναστήρι εἶναι. Καί εἶπεν καί ἐκεῖνος, ἀπό τό δεῖνα!
            -Μήπως τότε γνωρίζεις τόν ἀδελφόν μου, τόν πατέρα Ἀρσένιον;
            -Καί βέβαια τόν γνωρίζω, ἀφοῦ εἴμεθα μαζί!
            -Ἄχ τί χαρά! Τί χαρά! Ἄρχισε νά φωνάζει ἡ Γερόντισσα πρός τόν Γέροντα Ἱερώνυμον. Ἔρχεται ἀπό τόν ἀδελφόν μου, τό ἀκοῦς;
            -Πᾶψε το καλογραία! Πᾶψε! Ἀπήντησεν ἐκεῖνος μέ τήν συμπαθητικήν καραμανλίδικη προφορά του!
            -Κύττα τήν καλογραίαν! Ἀκούει ἀδελφός καί χαίρεται! Γιά τόν ἀδελφό ἡ καρδιά τῆς καλογραίας χοροπηδάει. Ἀλλά γιά τόν Χριστό ἡ καρδιά κοιμᾶται!
            Καί τἄλεγε αὐτά ὄχι ἀπό σκληροκαρδίαν τάχα, ἀλλά γιά νά μήν ξεχάσει ἡ μοναχή πού πέθανε γιά τόν κόσμο συσσταυρούμενη μέ τόν Χριστόν ὅτι εἰς τό ἑξῆς μαμμιά χαρά δέν μποροῦσε πλέον νά ἐπισκιάσει τήν χαρά τῆς διαρκοῦς μνήμης τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶπεν κάι ὁ Χριστός μας ὅτι "ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστιν μου ἄξιος!" (Ματθ. ι΄, 37).
            Ὅταν δέ σηκώθηκαν νά φύγουν οἱ ἐπισκέπται, λέγει ὁ νεαρός μοναχός πρός τόν Γέροντα:
            -Εὔχεσθε, πάτερ, καί γιά μένα τόν ἁμαρτωλόν.
      -Ἐγώ δέν ἀκούω!
            Ὁ μοναχός κατάλαβε καί δέν ἐζήτησε περαιτέρω ἐξηγήσεις. Μία ὅμως ἐκ τῶν καλογραιῶν θέλησε νά ὑποστηρίξει τήν αἴτησίν του.
            -Σοῦπε νά τόν θυμᾶσαι στή προσευχήν σου!
- Ἐγώ δέν ἀκούω!
- Καλέ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, τί δέν ἀκοῦς; Μέχρι τώρα ἄκουες καί τώρα δέν ἀκοῦς; Προσευχή σοῦ ζητάει νά κάνεις ὁ ἄνθρωπος.
- Ἄκουσε παιδί μου! Μαζί νά κάτσουμε, ἐγώ νά τρώω κι' ἐσύ νά κυττάζεις ἐμένα. Χορταίνεις ἐσύ, ἐπειδή ἐγώ τρώω; Ἔτσι εἶναι καί μέ τήν προσευχήν. Ἡ προσευχή τηλέφωνο εἶναι. Ἄμα ἐγώ προσευχή κάνω, ντρίννν στόν οὐρανό τό τηλέφωνο χτυπάει καί ὁ Θεός ἀκουστικό παίρνει! "Τί θέλεις;" μέ λέει. "Νά εὐλογήσεις τήν ἀδελφή Κατίνα!" λέω.
"Καλά!" ὁ Θεός λέει, "Ἐγώ τώρα θά τηλεφωνήσω στήν Κατίνα!"
Ἔτσι τό τηλέφωνο τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά τῆς Κατίνας ντρίννν κάνει καί Κατίνα κοιμᾶται, ἤ ἔξω ἀπό τήν καρδιά τῆς Κατίνας ντρίνννν κάνει καί Κατίνα κοιμᾶται καί δέν ἀκούει τόν Θεό πού τήν καλεῖ. Τί ὠφέλησε τήν Κατίνα ἡ δική μου προσευχή;
- Ἄκουσε καλογραία, δέν θέλω νά σᾶς λυπήσω:
- Αὐτός μοναχός εἶναι!
- Νά κάνει μόνος του προσευχή! Γιά νά πάρει μισθό! Τό κατ' ἐξοχήν ἔργο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ προσευχή! [1]



[1] Ἀπό τό Σύγχρονον Λειμωνάριον, ἐκδιδόμενον ὑπό τοῦ Διορθοδόξου Φυλλαδίου "Ἡ παραδοθεῖσα πίστις", Γενεύη, 1972, σελ. 7-8).


''ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΑΙΟ ΜΑΣ ΜΠΛΟΚ/
ΑΓΙΟΙ ΚΟΛΛΥΒΑΔΕΣ''