Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ: «ΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΦΙΛΟΙ»


  • Εἰλικρινής φίλος εἶναι ἐκεῖνος πού, στήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, συμμερίζεται τίς θλίψεις, τίς ἀνάγκες καί τίς συμφορές πού φέρνει ἡ κάθε περίσταση στόν πλησίον, σάν νά εἶναι δικές του, μέ τρόπο ἀθόρυβο καί εἰρηνικό.

  • «Φίλος πιστός, σκέψη κραταιά» (Σοφ. Σειρ. 6.14), ἐπειδή καί στήν εὐημερία τοῦ φίλου εἶναι σύμβουλος ἀγαθός καί συμπαραστάτης ὁλόψυχος, καί στή δυστυχία του πραγματικός βοηθός καί ὑπερασπιστής πού συμπάσχει ἀπόλυτα. 

  • Μόνο ὅσοι τηροῦν πιστά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί εἶναι γνήσιοι μύστες τῶν θείων κρίσεων, δέν ἐγκαταλείπουν τούς φίλους πού πειράζονται μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Οἱ καταφρονητές ὅμως τῶν ἐντολῶν καί ἀμύητοι στά θεῖα κρίματα, ὅταν ὁ φίλος εὐημερεῖ, ἀπολαμβάνουν μαζί του, ἐνῶ, ὅταν ταλαιπωρεῖται ἀπό τούς πειρασμούς, τόν ἐγκαταλείπουν. Κάποτε μάλιστα συμμαχοῦν καί μέ τούς ἐχθρούς του.

ΠΗΓΗ: http://toeilhtarion.blogspot.gr/2014/10/blog-post_7.html



ΠΑΤΗΣΤΕ ΓΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Γιὰ τὸ «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης» Ὁμοφύλων



ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
 
ΣΑΝ γεγονὸς μιᾶς ἄνευ προηγουμένου καταπτώσεως, πνευματικῆς καὶ ἐθνικῆς, δύναται νὰ χαρακτηρισθῆ ἡ ψήφισις ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο τοῦ νόμου γιὰ τὸ «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης» Ὁμοφύλων, δηλαδὴ ἀνδρῶν μὲ ἄνδρες καὶ γυναικῶν μὲ γυναῖκες.

Καὶ μάλιστα μὲ τὴν διαδικασία προωθήσεως ἐπείγοντος νομοθετήματος, παραμονὲς τῶν μεγάλων Ἑορτῶν τῆς Χριστιανοσύνης, ὡσὰν αὐτὸ νὰ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον σοβαρὰ καὶ πιεστικὰ ζητήματα τῆς δύσμοιρης Πατρίδος μας, ἡ ὁποία στενάζει ὑπὸ τὸ βάρος ἀπεχθοῦς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἐνῶ εἶναι γνωστὸν ὅτι τὸ κύριο πρόβλημά της εἶναι τὸ δημογραφικό.

Καὶ ἀντὶ νὰ ἐνισχυθῆ ὁ θεοΐδρυτος θεσμὸς τῆς οἰκογενείας καὶ νὰ στηριχθοῦν μάλιστα οἱ ὀλίγοι ἡρωϊκοὶ πολύτεκνοι, μέσῳ τοῦ νέου νομοθετήματος καταφέρεται καίριο πλῆγμα κατὰ τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου καὶ τῆς Οἰκογενείας καὶ δίδεται στὴν νεότητα ἕνα χείριστο πρότυπο, ὡς μία νόμιμη καὶ κανονικὴ ἐπιλογὴ ζωῆς.

Διότι, ἡ ἀνηθικότητα προβάλλεται ὡς φυσικὸς τρόπος ζωῆς, ἡ διαστροφὴ ἀναγνωρίζεται ὡς κάτι τὸ φυσιολογικό, καὶ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας, κατὰ τὴν θεία Γραφή, νομιμοποιοῦνται, γιὰ νὰ ἀλλάξη δῆθεν πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωὴ χιλιάδων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἐπέλεξαν τὸν παρὰ φύσιν τρόπο ζωῆς, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα πρόκειται γιὰ μία πρωτοφανῆ ἐξαχρείωση τῆς κοινωνίας.

Ἄν τὸ «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης» γιὰ τὰ ἑτερόφυλα ἄτομα ἀποτελῆ τὴν ἀποθέωση τῆς ἀνευθυνότητος, τὴν χωρὶς δεσμεύσεις καὶ ὑποχρεώσεις καὶ θυσίες, δηλαδὴ τὴν χωρὶς ἀληθινὴ Ἀγάπη, σύναψη ἐλευθέρων σχέσεων, τότε τὸ ἀντίστοιχο «Σύμφωνο» γιὰ τὰ ὁμόφυλα ἄτομα συνιστᾶ διαστροφὴ καὶ παντελῆ πτώχευση ἠθική, πνευματικὴ καὶ ἐθνική.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἀπὸ πλευρᾶς ἐκκλησιαστικῆς, ἐθνικῆς, ἱστορικῆς καὶ πολιτισμικῆς ἀντιτασσόμαστε σθεναρὰ καὶ ἐκφράζουμε τὸν ἀποτροπιασμό μας, καταγγέλοντας ἐνώπιον Θεοῦ, ἀνθρώπων καὶ ἱστορίας τοὺς πρωτεργάτες, αὐτουργοὺς καὶ συνεργοὺς τοῦ νομοθετικοῦ αὐτοῦ ἐκτρώματος, τὸ ὁποῖο μόνον δεινὰ προοιωνίζεται γιὰ τὸ μέλλον τοῦ τόπου καὶ τοῦ πάλαι ποτὲ ἐνδόξου Γένους μας.

Ἐκκλησία τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, ὑπὸ τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο κ. Καλλίνικο, διακρατοῦσα τὴν Πίστη καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλώβητες καὶ ἀκαινοτόμητες ἀπὸ κάθε νόθευση καὶ ἀλλοίωση, καλεῖ σὲ Μετάνοια τὸ θεοφιλὲς Ποίμνιό της, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα τοὺς συμπατριῶτες μας, γιὰ τὴν ἀποτροπὴ τῆς ἐγγιζούσης δικαίας ὀργῆς τοῦ Θεοῦ· ταυτόχρονα, καλεῖ σὲ πνευματικὴ ἐγρήγορσι καὶ σὲ διατράνωσι καὶ ἐξαγγελία τῆς ἀποφασιστικότητος καὶ τοῦ κατὰ Θεὸν ζήλου, ἐφ’ ὅσον μαχόμεθα ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν, γιὰ νὰ διαφυλάξουμε καὶ νὰ προασπιστοῦμε τὴν Ὀρθόδοξη Πίστι μας καὶ τὸ Ἑλληνορθόδοξο Ἦθος μας πάσῃ θυσίᾳ, ἐνώπιον αὐτῆς τῆς «ἀποκαλυπτικῆς» ἀποστασίας καὶ αὐτοῦ τοῦ ἐκμαυλισμοῦ.

ἐπιχειρούμενος ἐρμαφροδιτισμὸς τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας καὶ τῶν παιδιῶν μας δὲν θὰ περάση!

«Στῶμεν καλῶς»!
 
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
 
12/25.12.2015
Ἁγίου Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος
τοῦ Θαυματουργοῦ
 

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ Β΄)


Ένα χρόνο περίπου μετά το Α΄ μέρος του εξαιρετικού βιβλίου "Οι ληστές της θείας διδασκαλίας" ο κ. Ρίζος επανέρχεται με το Β΄ μέρος, το οποίο φέρει τον υπότιτλο "Δοκίμιο στην Αποτείχιση".
Πρόκειται για ένα πόνημα 250 περίπου σελίδων, το οποίο αποτελεί εξαιρετικό εφόδιο για όλους του Ορθοδόξους, όχι μόνο τους απλουστέρους (μιας και η παράθεση των πατερικών κειμένων στην σημερινή μορφή της γλώσσας μας είναι ανεκτίμητης αξίας), αλλά και για τους πιο προχωρημένους, οι οποίοι έχουν σε ένα εγχειρίδιο συγκεντρωμένα όλα τα απαραίτητα επιχειρήματα για να αντιμετωπίσουν την παρεκτροπή των, κοινωνούντων με τους οικουμενιστές αντιοικουμενιστών, η οποία έδωσε δυστυχώς τόσο χρόνο και χώρο στην αίρεση.
Ας αφήσουμε όμως τα ίδια τα αποσπάσματα του βιβλίου να μιλήσουν για την ποιότητά του και την ακραιφνή ορθοδοξία του. Εμείς το συνιστούμε ανεπιφύλακτα σε όλους (παραγγελίες στο rzsster@gmail.com ) και ευχόμαστε στον εκλεκτό συγγραφέα "και εις άλλα με υγεία και Ορθοδοξία!".
 
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
(Χάριν συντομίας παραλείφθηκαν οι υποσημειώσεις)
 
"Σήμερα οἱ ἀντί-οἰκουμενιστὲς ἔχουμε εἰσάγει ἕνα ἀκόμα κριτήριο, αὐτὸ τοῦ Κοινοῦ Ποτηρίου δηλαδὴ τῆς συμμετοχῆς τῶν αἱρετικῶν στὴν Θεία Εὐχαριστία, στὸν κοινό «ἄρτο». Βέβαια καὶ αὐτὸ ἔλαβε καὶ λαμβάνει χώρα κυρίως ἐκτὸς Ἑλλάδας καί «δὲν κουνήθηκε φῦλλο». Ἔχει ὅμως νομίζω σημασία να ποῦμε ὅτι δὲν συναντήσαμε πουθενὰ αὐτὸ τὸ κριτήριο. Ποτὲ οἱ Πατέρες δὲν ἔφτασαν σὲ τέτοια ἐπίπεδα ὀπισθοχωρήσεων, ὥστε νὰ θέσουν μία τέτοια «κόκκινη γραμμή» ποὺ μοιάζει σὰ νὰ ἀποφασίζει τὸ Γενικὸ Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ ὅτι θὰ κηρύξει πόλεμο μὲ τὴν Τουρκία, ὅταν οἱ Τοῦρκοι τολμήσουν νά ὑψώσουν τὴν σημαία τους στὴν Ἀκρόπολη! Αὐτὴ ἡ «κόκκινη γραμμή» εἶναι μία νέα, πρωτότυπη καί «ἐπεξεργασμένη» ἰδέα ποὺ ἀγγίζει τήν «νέοπατερικὴ θεολογία», ἂν δὲν τὴν σφιχταγγαλιάζει!".

"Σὲ καμία Ἀποτείχιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας δὲν προτάθηκε ἢ διδάχθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἡ δυνατότητα ὅσων θέλουν νὰ ἀποτειχίζονται καὶ ὅσων θέλουν νὰ κάθονται καὶ νὰ περιμένουν νὰ ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος κάποια Σύνοδος. Μὲ ἄλλα λόγια, ὅσοι θέλουν νὰ διώκονται, νὰ ὑποφέρουν, νὰ βασανίζονται, νὰ δολοφονοῦνται γιά νὰ λάβουν τὸν στέφανο τῆς Θείας μακαριότητας, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ κάτσουν στὰ σπιτάκια τους καὶ θὰ ἀκολουθοῦν τὴν αἵρεση καὶ τὸν κακόδοξο Ἐπίσκοπο -«ἄχρι καιροῦ»- θὰ πᾶνε κι αὐτοὶ στὸν παράδεισο! Ἕνας τέτοιος φανερὸς παραλογισμός, θὰ ἐπέφερε ἐπιπλέον μία τρομακτικὴ συνέπεια: οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ὁμολογητὲς τῆς πίστεως θὰ ἔπρεπε νὰ κριθοῦν ὡς παράφρονες γιατὶ μαρτύρησαν ἀναίτια καὶ ἀζητητί. Σό «δυνητικό» τῆς Ἀποτείχισης εἶναι ἕνας «νέοπατερικός» νεολογισμὸς ὄχι τῶν Οἰκουμενιστῶν ἀλλὰ δυστυχῶς τῶν ἀντί-οἰκουμενιστῶν!".
 
"Δυστυχέστατα, στὰ πορίσματα τῆς Ἡμερίδας γιὰ τὴν Ἀποτείχιση ποὺ ὀργάνωσε ἡ Ἱ. Μητρόπολη Πειραιῶς (27/11/2014) περιλαμβάνεται ἡ νέα ἐπισκοπικὴ ἄποψη ποὺ λέει ὅτι: «δὲν εἶναι ἁρμόδιο τὸ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐπισημάνει καὶ νὰ διαγνώσει μὲ ἀσφάλεια τὴν αἵρεση, διότι δὲν ἔχει τὶς ἀνάλογες πνευματικὲς προϋποθέσεις, δὲν ἔχει δηλαδή τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως». Λυπᾶμαι τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς ἀδελφούς μου στὴν Ἐκκλησία ποὺ νομίζαμε ὅτι μὲ τὸ Ἅγιο Χρίσμα εἴχαμε λάβει ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος! Καὶ ὅτι: «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Στὴν ἐν λόγῳ Ἡμερίδα μάθαμε ὅτι ἀποφασίστηκε ἡ ἀφαίρεση τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού δόθηκαν στον κοσμάκη!! Έτσι ὁ κάθε βαπτισμένος καὶ χρισμένος Ὀρθόδοξος χριστιανὸς σύμφωνα με τούς «δολοῦντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ», ἀπό τις 27/11/2014 παύει να εἶναι ἱερέας, προφήτης καὶ βασιλιάς".
 
"Ἡ ἄμεση ἀντίδρασή τους μὲ τὴν ὁποία ἐλπίζουν νὰ τρομάξουν λαϊκοὺς καὶ κληρικοὺς εἶναι νὰ κηρύττουν ὅτι ἡ Ἀποτείχιση εἶναι σχίσμα. Ταυτίζονται μὲ τὴν θέση τοῦ π. Ἐπιφάνειου Θεοδωρόπουλου ποὺ γράφει: «Τὸ σχίσμα δὲν τὸ δημιουργοῦν οἱ παρεκκλίσεις ἀπὸ τοὺς Ἱ. Κανόνες ἀλλὰ ἡ διακοπὴ τῆς κοινωνίας καὶ ἡ ἀποκήρυξή της». Πρόκειται σίγουρα γιὰ ἕνα στρεβλὸ ὁρισμό, ἀφοῦ ἀντιμετωπίζει τὸ σχίσμα σὰν ἕνα διοικητικό-ἐξωτερικὸ φαινόμενο καὶ τὸ ἀπομονώνει ἀπὸ τὴν πνευματική-ἐσωτερική του διάσταση. Ἕνας τέτοιος ὁρισμὸς ὁδηγεῖ στὴν ἀπαράδεκτη συνέπεια κάποιος Ἐπίσκοπος νὰ πιστεύει ὅτι θέλει καὶ νὰ κηρύττει ὅτι θέλει, ἀρκεῖ νὰ μὴν διακόπτεται ἡ μνημόνευση τῶν ὑπολοίπων Ἐπισκόπων. Αὐτὸ βιώνουμε σήμερα. Αὐτὸ τὸ τερατούργημα ποὺ εἶναι ξένο πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ὀρφανό, ἔχει τουλάχιστον μία μάνα. Εἶναι ἡ Προτεσταντικὴ θεωρία τῆς «Περιεκτικότητας» ποὺ λέει ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι δηλαδὴ κάποιος μπορεῖ νὰ πιστεύει ὅτι θέλει ἀρκεῖ νὰ παραμένει στὴν «ἐκκλησία» σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους. Ἐκεῖ βασίζεται καὶ ἡ ἀπέραντη «θεωρία τῶν κλάδων» ἡ ὁποία δέχεται κάθε κακοδοξία ὡς μέρος τῆς ἀλήθειας".
 
"Ὅταν ἦταν ὁ Ἅγιος Μάξιμος στὴ Ῥώμη τὸν ἐπισκέφτηκε ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ αὐτοκράτορα Γρηγόριος ποὺ εἶχε πάει στὴ Ῥώμη γιὰ νὰ προτρέψει τὸν Πάπα σὲ Ἕνωση (μὲ τοὺς Μονοθελητές).Ὁ Γρηγόριος θὰ ἐπιδίωκε τὴν Ἕνωση μὲ βάση δύο ἀπολύτως αἱρετικὰ κείμενα τόν «Τύπο» καὶ τήν «Ἔκθεση». Ὅταν τὸ κατάλαβε ὁ Μάξιμος ἀντέδρασε ἀρνητικά. Ὁ Γρηγόριος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ὁ «Ὁ Τύπος δὲν προβαίνει σὲ διαγραφὴ τῆς θείας διδαχῆς ἀλλὰ στὴν ἀποσιώπησή της γιὰ νὰ οἰκονομήσουμε τὴν εἰρήνη». Καὶ ὁ θεῖος Μάξιμος τοῦ ἀπάντησε: «Ὑπάρχει στὴ θεία Γραφὴ σιωπὴ καὶ διαγραφή;…Ἐὰν γιὰ χάρι τῆς Οἰκονομίας ἀφανίζεται ἡ σωτήριος πίστις μέσα στὴν κακοδοξία, τότε τοῦτο τὸ εἶδος τῆς λεγομένης Οἰκονομίας εἶναι πλήρης χωρισμὸς Θεοῦ καὶ ὄχι κατὰ Θεὸν ἕνωσις. Διότι αὔριο οἱ δυσώνυμοι Ἰουδαῖοι θὰ εἰποῦν: ‚Ἂς οἰκονομήσουμε τὴν μεταξύ μας εἰρήνη καὶ ἅς ἑνωθοῦμε. Ἂς ἀφαιρέσουμε ἐμεῖς τὴν περιτομὴ καὶ ἐσεῖς τὸ βάπτισμα καὶ ἅς μὴ φιλονικοῦμε πλέον μεταξύ μας. Αὐτὸ πρότειναν κάποτε καὶ οἱ Ἀρειανοὶ ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου λέγοντας: ‚Ἂς ἀφαιρέσουμε τὸ ὁμοούσιο καὶ ἐτερούσιο καὶ ἅς ἑνωθοῦν οἱ ἐκκλησίες‛ ὅμως οἱ θεοφόροι Πατέρες μας δὲν ἀποδέχτηκαν τὴν πρότασί τους, ἀλλὰ προτίμησαν νὰ διωχθοῦν καὶ νὰ πεθάνουν». Τότε φωνάζει κάποιος : «Μὲ αὐτὰ ποὺ λέγεις ἔσχισες τὴν Ἐκκλησία» ὁ δὲ Ὅσιος τοῦ εἶπε: «Ἐὰν αὐτὸς ποὺ λέγει τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων σχίζῃ τὴν Ἐκκλησία, τότε τὶ θὰ φανεῖ ὅτι προξενεῖ σ΄Αὐτὴν αὐτὸς ποὺ διαγράφει τὰ δόγματά τους, ἄνευ τῶν ὁποίων οὔτε τὸ ἴδιο ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ;»".
 
"Ἐδῶ καὶ κοντὰ ἕναν αἰῶνα μερίδες πιστῶν («Ζηλωτές» ἤ «τοῦ Πατρίου ἡμερολογίου» ὅπως ὀνομάζονται) προχωροῦν σὲ Ἀποτείχιση ἔναντι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πῶς ἄραγε θὰ κρίνει ὁ Κύριος τὸν καθένα; «Τις γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου ἥ τις σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;». Μήπως στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ αὐτοὶ οἱ «βιαστικοί» ἀποτειχισμένοι «Ζηλωτές» πού «ἀποπήδησαν ὡς ἀπὸ ὄφεος» ἀπὸ τὴν αἵρεση, χωρὶς στήριγμα Συνόδου, θὰ εἶναι οἱ πρῶτοι προσληφθέντες ἀπὸ τὸν Θεό, ὡς «ἐργάτες τῆς πρώτης ὥρας», σὲ σχέση μὲ τούς «χλιαρούς», μὴ ἀποτειχισμένους καὶ κοινωνοῦντας μὲ τὴν αἵρεση «Ὀρθοδόξους» τοὺς ὁποίους ἐντέλει «θὰ τοὺς ἐμμέσει»;".
 
"Κάποιοι περιμένουν κάποιους πράγματι ἁγίους Γέροντες νά πάρουν «πληροφορία» ἀπό τόν Θεό γιά νά σημάνουν τήν Ἀποτείχιση. Θέλω νά καταγράψω ὅτι πουθενά δέν συνάντησα οἱ πρωταγωνιστές τῶν ἀποτειχίσεων νά δηλώνουν ὅτι προέβησαν σέ Ἀποτείχιση ἐπειδή ἔλαβαν «πληροφορία» ἀπό τόν Θεό. Ὁδηγός τούς ἦταν ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ διδασκαλία καί ὁ βίος τῶν Ἁγίων, οἱ Σύνοδοι καί οἱ Ἱεροί Κανόνες. Αὐτή ἦταν ἡ «πληροφορία» ἀπό τόν Θεό! Ὅποιος δέν πείθεται ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Γραφῆς καί τῶν Πατέρων , οὔτε καί νεκρός νά ἀναστηθεῖ, οὔτε καί «πληροφορία» σέ κάποιον Γέροντα νά δοθεῖ, δέν θά πεισθεῖ. Ἔτσι μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί πτωχοῦ Λαζάρου. Καί ἀπό τόν ἀντιαιρετικό βίο τῆς Ἐκκλησίας βλέπουμε ὅτι ἀπό τήν αἵρεση δέν προστατεύει ἡ «πληροφορία» ἄλλα ἡ παραδεδομένη διδασκαλία".
 
"Κάποτε ἀγαπητὲ ἀναγνώστη ἔγινε Σύνοδος ποὺ καταδίκασε τὸν Ἄρειο, τὸν Σέργιο, τὸν Βέκκο, τὸν Καλέκα καὶ ὅσους κοινωνοῦσαν μὲ αὐτούς. Ἴσως κάποτε νὰ εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ γίνει Σύνοδος ποὺ θὰ ἀναθεματίζει τὸν Μεταξάκη, τὸν Ἀθηναγόρα, τὸν Βαρθολομαῖο καὶ ὅσους κοινωνοῦσαν μὲ αὐτούς, δηλαδὴ ἐμᾶς! Καὶ ἂν αὐτὴ ἡ Σύνοδος δὲν γίνει ποτὲ στὴ γῆ, θὰ γίνει ὁπωσδήποτε στὸν οὐρανὸ καὶ Κριτές μας ἐκεῖ δὲν θὰ εἶναι οἱ ἐδῶ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ Πνευματικοί μας ἀλλὰ οἱ Ὁμολογητὲς καὶ Μάρτυρες τῆς Πίστεως. Ὅποιος προετοιμαστεῖ θὰ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει λιγότερους κλιδωνισμοὺς και κινδύνους κατὰ τό «ἐτοιμάσθην καὶ οὐκ ἐταράχθην». Ὅσοι θέλουν ἂς προσέξουν, γιατί «ἡ νύχτα θὰ εἶναι πολὺ μακρυὰ καὶ πολὺ σκοτεινή».
H Ἀποτείχιση δὲν εἶναι δημοφιλὴς, γιατὶ εἶναι ἀντίθετη στήν «τυρρανία τῶν ἀπολαύσεων».Ἀφορᾷ τήν «στενὴ πύλη καὶ τὴν τεθλιμμένη ὁδό τὴν ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωὴ καὶ ποὺ εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ τὴν βρίσκουν». Ὁ κατ΄ ἐπίγνωση ἀποτειχισμένος ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ μὲ λόγια τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅτι εἶναι ὁ «τέλειος τῆς τελείας θεότητος πρόσφυγας». Εἶναι αὐτὸς πού «δὲν θέλει νὰ δώσει οὔτε ἕνα ἐλάχιστο κομμάτι τῆς ψυχῆς του στὸν διάβολο, γιατὶ ξέρει ὅτι τὸ ὑπόλοιπο θὰ εἶναι ἄχρηστο γιὰ τὸν Θεό»".
 
 
 

Βέλγιο - Σε Παπικό ναό θα γιορτασθούν ΜΑΖΙ η Γέννηση του Σωτήρος Ιησού Χριστού και του Μωάμεθ

Εδώ οδηγεί ο οικουμενισμός. Στον Παπικό ναό των Βρυξελλών, Béguinage, και σε διάφορες αίθουσες εκδηλώσεων θα γιορτασθούν στις 19 & 26 & 27 /12/2015 η Γέννηση του Σωτήρος Ιησού Χριστού και του Μωάμεθ. Ιδιαίτερα μάλιστα προκλητικό είναι  και το θέμα των εκδηλώσεων «Ιησούς και Μωάμεθ, δύο ακτίνες φωτός στην ανθρωπότητα».

Ο συγκεκριμένος ναός έχει γίνει καταυλισμός μουσουλμάνων μεταναστών από Αφγανιστάν και  Πακιστάν (δείτε παρακάτω φωτογραφίες).
Τους εορτασμούς διοργανώνουνδιάφορες ΜΚΟ όπως οι « Les Amis de l’Islam, Ensemble pour la Paix et la Fraternité et AISA Bruxelles (Association Internationale Soufie Alâwiyya)». 

ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΠΙΚΟΥ ΝΑΟΥ



ΠΗΓΗ: ''ΑΚΤΙΝΕΣ''

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Από την Ορθοδοξία στον Οικουμενισμό η μεγάλη ανατροπή του 20ου αιώνα


ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ 20οῦ ΑΙΩΝΑ

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης,
Ὁμότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ.


1. Ἐξαπλώνεται ἀνεμπόδιστα ὁ Οἰκουμενισμός

Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ χειρότερη αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, προελαύνει ἀκάθεκτη·
διαβρώνει συνειδήσεις κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, χωρὶς ἀποτελεσματικὴ ἀντίσταση. Ἐμφανίζεται μὲ ἔνδυμα προβά­του, ὡς δῆθεν ἀγάπη, εἰρήνη, καὶ ἑνότητα πρὸς τοὺς ἀλλοθρήσκους καὶ αἱρετικούς, ἐνῶ πρόκειται γιὰ βαρὺ καὶ ἄγριο λύκο ποὺ κατασπαράσσει τὸ ποίμνιο. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ποιμένες ἔχουν ἀσπασθῆ τὴν αἵρεση καὶ ἔχουν μεταβληθῆ σὲ λύκους· οἱ περισσότεροι εἶναι μισθωτοὶ καὶ δὲν θέλουν νὰ διώξουν τοὺς λύκους γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν καλοπέραση, τὶς τιμὲς καὶ τὶς δόξες, ἄλλοι εἶναι δειλοὶ καὶ φοβοῦνται τοὺς λύκους, καὶ μόνον ὀλίγοι ἀγωνίζονται νὰ τοὺς διώξουν.
Τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι τὸ ποίμνιο ἀκατήχητο καὶ ἀκαθοδήγητο, ἀνυπο­ψίαστο, δὲν διακρίνει τοὺς λύκους κάτω ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τοῦ προβάτου, καὶ ὄχι μόνο δὲν προφυλάσσεται, ἀλλὰ τοὺς τιμᾶ καὶ τοὺς δοξάζει. Στὶς ἐνορίες οἱ ἱερεῖς διστάζουν νὰ ὁμιλήσουν ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκου­μενισμοῦ καὶ νὰ ἐνημερώσουν τοὺς πιστούς, διότι οἱ μὲν ἐξ᾽ αὐτῶν ἄγαμοι ἐπιθυμοῦν νὰ φορέσουν ἀρχιερατικὴ μίτρα, ποὺ δίδεται κατὰ κανόνα σὲ οἰκουμενιστὲς ἢ σὲ καλοπερασάκηδες τῶν συμποσίων καὶ τῶν πολυτελῶν ἀμφίων, οἱ δὲ ἔγγαμοι πρεσβύτεροι ὑπολογίζοντες εὐμενεῖς ἢ δυσμενεῖς τοποθετήσεις, μεταθέσεις καὶ ἄλλες συνέπειες γιὰ τὶς οἰκογέ­νειές τους σιωποῦν καὶ δὲν ἐκδηλώνονται, ἐκτὸς ἐξαιρέσεων  ἐπαινετῶν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ νὺξ βαθεῖα καὶ σκότος γιὰ τὸν εὐλογημένο λαὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἂς ψάλλουμε σὲ κάθε λειτουργία «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυ­νοῦντες». Ἡ ἀληθινὴ πίστη διώκεται, συκοφαντεῖται, κακοποιεῖται, ἀναμει­γνυόμενη μὲ φρικτὲς αἱρέσεις, καὶ ἡ Ἁγία Τριάδα βλασφημεῖται μὲ τὸ εὕρημα ὅτι οἱ τρεῖς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες, Ἰουδαϊσμός, Χριστιανισμὸς καὶ Ἰσλάμ, ἔχουν τὸν ἴδιο Θεὸ καὶ ἄλλες ἀντιτριαδικὲς δοξασίες.
Ἡ ἄτυπη «Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἀγωνίζεται καὶ φροντίζει μὲ συνέδρια, συνεντεύξεις, δημοσιεύματα, ὁμολογητικὰ καὶ ἀντιρρητικὰ κείμενα, νὰ ρίξει λίγο φῶς στὸ σκοτάδι, νὰ διδάξει, νὰ ἐνημερώσει, νὰ κατηχήσει τὸ ἀκατήχητο ποίμνιο, μέσα σὲ πολλὲς δυσκολίες καὶ πολλὰ ἐμπόδια ποὺ ὑψώνονται ὡς τείχη γιὰ νὰ μὴν ἀκουσθῇ ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία βέβαια, ὅσα ἐμπόδια καὶ ἂν προβληθοῦν ἀπὸ τοὺς ἰσχυρούς, δὲν πρόκειται νὰ χαθεῖ καὶ νὰ ἡττηθεῖ, διότι «ὁ λόγος τοῦ  Θεοῦ οὐ δέδεται»[1], ἀλλὰ καὶ διότι τό «ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί»[2].
Στὰ πλαίσια λοιπὸν αὐτῆς τῆς ἀνάγκης νὰ ἐνημερώσουμε τοὺς πιστοὺς γιὰ τοὺς πρωτεργάτες καὶ ὑποστηρικτὲς τῆς συγκρητιστικῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀναλαμβάνουμε νὰ παρουσιάσουμε τά «Λεχθέντα τῶν Οἰκουμενιστῶν» ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τοῦ ἀπατεῶνος, ποὺ θεωρεῖται ὡς ὁ αἰώνας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐνδεικτικὰ βέβαια, ὥστε καὶ «ἐξ ὄνυχος» νὰ κατανοήσουν οἱ ἀμφιβάλλοντες τόν «λέοντα» αὐτὸν τῆς προδοσίας καὶ ἀποστασίας ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Κατὰ τὸν πρόχειρο σχεδιασμὸ ποὺ κάναμε θὰ παρουσιάσουμε πρῶτα οἰκουμενιστικὲς θέσεις τῶν πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως Ἰωακεὶμ τοῦ Γ´, τοῦ τοποτηρητοῦ Δωροθέου Προύσσης, τοῦ Μελετίου Δ´ Μεταξάκη, τοῦ Ἀθηναγόρα Α´, τοῦ Δημητρίου Β´ καὶ τοῦ Βαρθολομαίου Α´. Θὰ ἀκολουθήσουν οἰκουμενιστικὰ λεχθέντα ἀρχιερέων καὶ κατόπιν οἰκουμενιστικὲς θέσεις ἐπωνύμων καθηγη­τῶν τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ὅπως καὶ ἀπαράδεκτες οἰκουμενιστι­κὲς ἀποφάσεις σὲ θεολογικοὺς διαλόγους καὶ συνελεύσεις τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», ἤγουν τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Αἱρέσεων καὶ Πλανῶν». Δὲν θὰ παραλείψουμε νὰ σχολιάζουμε ὀρθοδόξως τὰ λεγόμενα καὶ προβαλλόμενα, διότι πολλοί, λόγῳ ἀγνοίας καί «καλῶν λογισμῶν», δὲν ἐντοπίζουν τὶς πλάνες.


2. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο κατὰ τὸν ΙΘ´ αἰώνα. Ὀρθοδοξεῖ τὸ Πατριαρχεῖο, προτεσταντίζει ἡ Ἑλλάδα


Στὸν χῶρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸν 19ο αἰώνα τίποτε δὲν προεμήνυε τὴν μεγάλη ἀλλαγὴ καὶ ἀνατροπὴ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ στὶς ἀρχὲς καὶ καθ᾽ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰῶνος. Ἡ πολιτικὰ αἰχμάλωτη στοὺς Ὀθωμανοὺς Μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ βάση τὰ προνόμια ποὺ τῆς παρεχώρησε κατὰ θεία ρύθμιση ὁ πορθητὴς φάνηκε ἄξια τῶν καιρῶν καὶ τῶν περιστάσεων. Μὲ σύνεση, ταπείνωση, διάκριση σταμάτησε τὸ μεγάλο ρεῦμα τῶν ἐξισλαμισμῶν, ἀνέδειξε νεομάρτυρες, μιμούμενη τὴν Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων, διεφύλαξε καὶ ἐπροστάτευσε τὸν Μοναχισμὸ καὶ τὴν εὐσεβῆ παιδεία, μέσα σὲ κρυφὰ καὶ φανερὰ σχολεῖα, καὶ οὐσιαστικῶς μέσα στὴν ὑπάρχουσα Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἀνέστησε τὴν ἑλληνορθόδοξη αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, τὴν Ρωμιοσύνη, ὥστε προσφυῶς νὰ χαρακτηρίζεται ἡ περίοδος αὐτὴ ὡς «Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο».
Τὴν ἴδια στάση ποὺ κράτησε ἀπέναντι στὸν ἐξ Ἀνατολῶν κίνδυνο, τὸ Ἰσλάμ, κράτησε καὶ ἀπέναντι στὸν ἐκ Δύσεως κίνδυνο τῶν δυτικῶν ἱεραποστόλων, Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκμεταλλευόμενοι τὴν φτώχεια καὶ τὴν ἀμάθεια τοῦ λαοῦ ἐπιχειροῦσαν μὲ ποικίλους τρόπους νὰ τοὺς ἐκδυτικίσουν, ἀλλὰ στὴν συνέχεια καὶ ἀπέναντι στὸν ἄθεο Δυτικὸ Διαφωτισμό, «στὰ ἄθεα γράμματα», ὅπως ἔλεγε ὁ Χριστοφόρος Παπουλά­κος. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ ἔγινε μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνα­νέωση τοῦ Ἡσυχασμοῦ στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸν 18ο αἰώνα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Κολλυβάδες Πατέρες, κάτω ἀπὸ τὴ στέγη καὶ εὐλογία τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Καμμία ἔκπτωση, κανένας συμβιβασμὸς στὰ θέματα τῆς πίστεως, καμμία ἀλλαγὴ στάσεως καὶ συμπεριφορᾶς ἀπέναντι στὶς πα­λαιὲς καὶ στὶς νέες αἱρέσεις, ἀπέναντι στὶς ἄλλες θρησκεῖες. Τῶν Ἀπο­στόλων τὸ κήρυγμα καὶ τῶν Πατέρων τὰ δόγματα, τό «μὴ μεταίρειν ὅρια αἰώνια ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν» καὶ τό «ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι», ἦσαν ἡ ἀσφαλὴς ὁδὸς πάνω στὴν ὁποία ἐπορεύετο ἡ Ἐκκλησία Κωνσταν­τινουπόλεως, χωρὶς νὰ παρεκκλίνει, μέχρι τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀνήκουσα ἐπὶ αἰῶνες στὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐκινδύνευσε μετὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1822 καὶ τὴν δημιουργία τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους, μὲ ἐξαίρεση τὸ σύντομο διάστημα τῆς διακυβέρνησης ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια, νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἡ περίοδος τῆς Βαυαροκρατίας τοῦ Ὄθωνος, μὲ πρωτεργάτες τὸν προτεστάντη Γερμανὸ Μάουερ καὶ τὸν συνεργάτη του ἀρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη, συνεργάτη καὶ ὀπαδὸ τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ, εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ μαῦρες σελίδες τῆς ἑλλαδικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Φοβούμενοι οἱ ξένοι Βαυαροὶ καὶ οἱ ντόπιοι συνεργάτες τους ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὴν πεῖρα καὶ τὴν παράδοση τῶν αἰώνων θὰ ἀντιδροῦσε στὰ σχέδια ἐκδυτικισμοῦ καὶ ἐκπροτεσταντισμοῦ τῶν ὑπηκόων τοῦ νέου κράτους ἀπέκοψαν αὐθαίρετα τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸ 1933 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, διακηρύξαντες αὐτογνωμόνως τὴν ἀνεξαρτησία της καὶ προκαλέσαντες ἔτσι σχισματικὴ κατάσταση ἐπὶ δεκαεπτὰ ἔτη μέχρι τὸ 1850, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἀμοιβαῖες συζητήσεις ἤρθη τὸ σχίσμα καὶ παραχωρήθηκε μὲ τὸν συνοδικὸ τόμο τοῦ 1850 κανονικὰ τὸ αὐτοκέφαλο ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο στὴν ᾽Εκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Μάουρερ καὶ Φαρμακίδης ὑπέταξαν ἀπολύτως τὴν Ἐκκλησία στὴν Πολιτεία, ὁ ἀρχηγὸς τῆς ὁποίας, ὁ βασιλεύς, ἦταν καὶ ἀρχογὸς καὶ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ μέλη τῆς πενταμελοῦς συνόδου διορίζονταν ἀπὸ τὸν βασιλέα, χωρὶς δὲ τὴν παρουσία τοῦ βασιλικοῦ ἐπιτρόπου δὲν μποροῦσε νὰ συνεδριάσει ἡ σύνοδος, οἱ δὲ ἀποφάσεις της χωρὶς τὴν ὑπογραφή του ἦσαν ἄκυρες. Ἀπόλυτη προτεσταντικὴ πολιτειοκρατία, δέσμιοι καὶ αἰχμάλωτοι οἱ συνοδικοί.
Ἀκολούθησε ἡ διάλυση τῶν 412 ἀπὸ τὰ 500 μοναστήρια, καὶ πετάχθη­καν στοὺς δρόμους, οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχές, γιὰ νὰ  μὴ μποροῦν καὶ αὐτοὶ νὰ ἀντιδράσουν στὴν κατεδάφιση τῆς Ὀρθοδοξίας· δόθηκε πλήρης ἐλευθερία καὶ ἀσυδοσία στὶς ξένες ἱεραποστολές, παπικὲς καὶ προτεσταν­τικές, νὰ ἱδρύουν σχολεῖα, συλλόγους, φιλανθρωπικὰ καταστήματα κ.τ.λ. καὶ νὰ προσηλυτίζουν τοὺς Ὀρθοδόξους. Σὲ ἐκκλησιαστικὸ καὶ θεολογικὸ ἐπίπεδο ἦταν ἀποτελεσματικὴ ἡ ἀντίδραση τοῦ λογίου ἐγγάμου κληρικοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων ἀπέναντι στὶς θεολογικὲς καὶ κανονικὲς ἀκροβασίες τοῦ Θεοκλήτου Φαρμακίδη. Κατὰ τὰ ἄλλα μία ἄφωνη ἱεραρχία ὑποταγμένη κυριολεκτικὰ στὸν Καίσαρα. Καὶ ὅταν οἱ ἁπλοϊκοὶ ἀγωνιστὲς Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος καὶ Χριστόφορος Παπουλάκος ἐνημέρωναν καὶ ἀφύπνιζαν τὸν λαό, συλλαμβάνονταν καὶ φυλακίζονταν ὡς βλάσφημοι, ὑβριστὲς καὶ συνωμότες. Ἡ θεολογικὴ παιδεία ἐπίσης ποὺ παρεχόταν στὴν νεοϊδρυθεῖσα Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κατὰ τὰ προτεσταντικὰ γερμανικὰ πρότυπα, μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς πρώτους καθηγητὰς τὸν Θεόκλητο Φαρμακίδη, ἐμποτίσθηκε ἀπὸ τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὸν φιλελευθερισμὸ μὲ ἀνάλογους καρποὺς στὴν μόρφωση τῶν κληρικῶν καὶ τῶν θεολόγων, παραμερισθείσης σχεδὸν καθ᾽ ὁλοκληρίαν τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Θεολογίας, μέχρι τέτοιου σημείου, ὥστε ἀκόμη καὶ μεγάλοι πανεπιστημιακοὶ καθηγηταὶ τοῦ 20οῦ αἰῶνος νὰ περιορίζουν τὴν πατερικὴ παράδοση χρονικὰ μέχρι τὸν 8ο αἰώνα καὶ νὰ ἀπορρίπτουν τὴν ἡσυχαστικὴ θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Χρειάσθηκε πολὺς καιρὸς καὶ δόθηκαν πολλοὶ ἀγῶνες ἀπὸ τοὺς εἰρωνικὰ χαρακτηριζόμενους ὡς συντηρητικοὺς καὶ παραδοσιακούς, γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ ἐλευθερώνεται ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ πολιτειοκρατία, νὰ ἐπιστρέφουν οἱ Πατέρες στὴν Θεολογία καὶ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐνισχύεται καὶ ἀνασυγκροτεῖται ὁ διαλυμένος καὶ δυσφημισμένος Μοναχισμὸς κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος.
Τὸ ἀξιοπαρατήρητο εἶναι ὅτι τὴν ἴδια περίοδο ποὺ στὴν Ἑλλάδα κυριαρχοῦσαν οἱ «φωτισμένοι» τοῦ Κοραῆ καὶ οἱ προτεσταντίζοντες τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ Φαρμακίδη, στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ 19ου αἰῶνος ἐπικρατοῦσε ἀκραιφνὴς Ὀρθοδοξία καὶ ποιμαντικὴ ἀγρύπνια ἐναντίον τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντικῶν διεισδύσεων καὶ ἐπιρροῶν, οἱ ὁποῖες ἐλεύθερα ἁλώνιζαν στὸν ἑλλαδικὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ θεολογικὸ χῶρο. Ἂν αὐτὸ συνεχιζόταν καὶ στὸν 20ὸ αἰώνα, θὰ παρετηρεῖτο μία ἀληθινὴ νεοπατερικὴ ἄνθηση, ἕνα ἰσχυρότατο Ὀρθόδοξο μέτωπο, διότι οἱ ἀναδυόμενες στὴν Ἑλλάδα ὀρθόδοξες φιλοπατερικὲς παραδοσιακὲς δυνάμεις θὰ ἐνίσχυαν σημαντικὰ τὸ μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος παραδοσιακὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.


3. Τὸ Πατριαρχεῖο ἀλλάζει πορεία. Ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων


Δυστυχῶς, οἱ ρόλοι ἀντεστράφησαν. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο προχωρεῖ σὲ πρωτόγνωρη στὴν ἱστορία ἀλλαγὴ πορείας. Ἀνοίγεται στὸν Οἰκουμενισμό, γίνεται φιλοπαπικὸ καὶ φιλοπροτεσταντικό, διακριτικὰ στὴν ἀρχή, ὁλοφάνερα καὶ προκλητικὰ στὴν συνέχεια μέχρι τῶν ἡμερῶν μας· καυχιέται γι᾽ αὐτὴν τὴν ἀλλαγή, γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καὶ τὴν περιφρόνηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Συναντιέται τώρα καὶ συμμαχεῖ μὲ τοὺς ἐν Ἑλλάδι “προοδευτικούς”, τοὺς συνεχιστὰς τῆς γραμμῆς τοῦ Κοραῆ καὶ τοῦ Φαρμακίδη, τοὺς θιασῶτες τῆς Μεταπατερικῆς Θεολογίας τοῦ Βόλου καὶ τοὺς καιροκόπους τοῦ Θεολογικοῦ Συνδέσμου «Καιρός», οἱ ὁποῖοι ἐπὶ ἔτη ἀγωνίζονται νὰ μεταβάλουν τὸ ὁμολογιακὸ ὀρθόδοξο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν σὲ θρησκειολογία καὶ νὰ εἰσαγάγουν στὶς Θεολογικὲς Σχολὲς τὴν διδασκαλία τοῦ Κορανίου μὲ τὴν ἵδρυση μέσα σ᾽ αὐτές «Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν». Ξεπέρασαν καὶ τὸν Κοραῆ καὶ τὸν Θεόκλητο Φαρμακίδη. Τὰ εὐλογοῦν καὶ τὰ προωθοῦν ὅλα αὐτὰ κρυφὰ καὶ φανερὰ καὶ τὸ Φανάρι καὶ ἡ Ἀθήνα, ἀφοῦ τοὺς πρωτεργάτες τοὺς τοποθετοῦν σὲ θέσεις διευθυντῶν, συμβούλων, συνεργατῶν, μελῶν σὲ διάφορες ἐπιτροπές, τοὺς ἐπαινοῦν καὶ τοὺς βραβεύουν. Ἡ Ἱεραρχία τοῦ Φαναρίου παντελῶς κωφὴ καὶ ἄλαλη, ἡ δὲ τῆς Ἑλλάδος ἐπαμφοτερίζουσα, δειλή, διστακτικὴ καὶ ἄπραγη, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων.
Ὅλη δὲ αὐτὴ ἡ κατάσταση προδικάζει καὶ προμηνύει τὶς ἀντορθόδο­ξες ἀποφάσεις ποὺ θὰ ληφθοῦν στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τοῦ 2016 στὴν Κωνσταντινούπολη, τῆς ὁποίας κύριος στόχος εἶναι ὄχι ἡ ἐπίλυση ἐπειγόντων ποιμαντικῶν προβλημάτων, ὅπως τὸ σχίσμα ποὺ προκάλεσε ἡ ἀδικαιολόγητη ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου τὸ 1924 καὶ ἡ θεραπεία του, οὔτε ἡ καύση τῶν νεκρῶν, οἱ μεικτοὶ γάμοι, ἡ ἐπέλαση τοῦ Ἰσλάμ, ὁ ἀποχριστιανισμὸς τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἐξοβελισμὸς τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ὁ πολιτικὸς γάμος, ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἡ ἠθικὴ κατάσταση τοῦ κλήρου, καὶ πολλὰ ἄλλα, ἀλλὰ ἡ σχέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, δηλαδὴ ὁ Οἰκουμενισμός, ὡσὰν νὰ μὴν εἶναι γνωστή, θεοπαράδοτη, ἀποστολοπαράδοτη καὶ πατροπαράδοτη ἡ σχέση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς αἱρετικούς.
Γιὰ νὰ φανεῖ αὐτὴ ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ καὶ ἀνατροπὴ ποὺ ἔγινε στὴν Κωνσταντινούπολη, διακριτικὰ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἰωακεὶμ Γ´, στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μὲ θρασύτητα καὶ ὁρμὴ ἀπὸ τὸν τοποτηρητὴ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου μητροπολίτη Προύσσης Δωρόθεο (Ἐγκύκλιος 1920), καὶ προκλητικὰ ἀπὸ τοὺς Μελέτιο Μεταξάκη, Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαῖο, θὰ παρουσιάσουμε ἐνδεικτικὰ συνοδικὰ καὶ πατριαρχικὰ κείμενα τοῦ 19ου αἰῶνος, γιὰ τὶς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο, κυρίως πρὸς τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, τοὺς ὁποίους, ἀδίστακτα χαρακτηρίζουν ὡς ἐπικίνδυνες αἱρέσεις, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι ἔχει διακοπῆ ἡ διαδοχὴ στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ἑπομένως καὶ ἡ διαδοχὴ στοὺς θρόνους, καὶ οἱ ὁποιεσδήποτε ἑπομένως ἀποφάσεις λαμβάνονται ἢ θὰ ληφθοῦν δὲν θὰ προέρχονται ἀπὸ Ὀρθόδοξη Σύνοδο, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδοσύνοδο αἱρετικῶν καὶ αἱρετιζόντων.


4. Πατριαρχικὰ καὶ συνοδικὰ κείμενα τοῦ 19ου αἰῶνος γιὰ τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ
α´ Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1836. Κατὰ τῶν Διαμαρτυρομένων ἱεραποστόλων

Ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἐξαπόλυση τῆς πατριαρχικῆς καὶ συνοδικῆς ἐγκυκλίου ἦταν ἡ προσηλυτιστικὴ δράση τῶν Προτεσταντῶν ἱεραποστόλων μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ καθηγητὴς Ἰω. Καρμίρης «φαίνεται λίαν πιθανὸν ὅτι εἰς τὴν σύνταξιν αὐτῆς συνεργάσθησαν ὑπὸ τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Ἄνθιμον Ϛ´ κατὰ πρῶτον μὲν καὶ κύριον λόγον ὁ Στέφανος Καραθεοδωρῆς, εἶτα δὲ συμβουλευτικῶς καὶ ὁ Ἠλίας  Τανταλίδης, εἰς τοὺς “Παπιστικοὺς ἐλέγχους” τοῦ ὁποίου παραπέμπεται ῥητῶς καὶ ἐπανειλημμένως ἐν τῇ προσθήκῃ τῆς β´ ἐκδόσεως τοῦ 1863, καὶ ἴσως τελευταῖος ἐπίσης συμβουλευτικῶς καὶ ὁ παραλλήλως καὶ ἀνεξαρτήτως συντάσσων τότε τὴν ἰδίαν “Ἀπάντησίν” του Κωνστάντιος Α´ ὁ ἀπὸ Σιναίου πρῴην Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ οὕτω δὲ καταρτισθεῖσα Ἐγκύκλιος πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους ὑπεβλήθη ὑπὸ τὴν κρίσιν καὶ τῶν ὑπολοίπων Πατριαρχῶν καὶ τῶν πατριαρχικῶν αὐτῶν Συνόδων, ὑφ᾽ ὧν τελικῶς ἐνεκρίθη, ἴσως μετά τινας τροποποιήσεις, καὶ ὑπεγράφη ὑπ᾽ αὐτῶν.
Ἡ παροῦσα ὀρθόδοξος Ἐγκύκλιος ἐξεδόθη αὐτοτελῶς ὑπὸ τὸν τίτλον: “Ἐγκύκλιος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξους, ἐν Κων/πόλει, ἐκ τῆς πατριαρχικῆς τοῦ γένους τυπογραφίας, 1848”».
Γράφει τὸ κείμενο τῆς ἐγκυκλίου: «Διὰ ταῦτα καὶ οἱ σήμερον ἀναφανέντες αἱρετικοὶ εἶναι καὶ οἱ πλέον πολυάριθμοι καὶ οἱ πλέον δόλιοι καὶ οἱ πλέον ἐπιτήδειοι εἰς τὸ νὰ κρύ­πτωσι τὸν φαρμακερὸν αὐτῶν ἰὸν ὑπὸ τὰ πλέον εὔσχημα σεμνολο­γήματα καὶ ἐπωφελῆ δῆθεν εὐεργετήματα, ὥστε νὰ ἐξαπατῶσι πολλούς, μάλιστα τῶν ἁπλουστέρων καὶ ἀκάκων... Οἱ σημερινοὶ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι καταπο­λεμοῦσι καὶ διαφθείρουσι τὴν ἱερὰν ἡμῶν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν δολερῶς καὶ ὑπούλως, εἶναι μαθηταὶ καὶ ὀπαδοὶ τοῦ Λουθήρου, τοῦ Ζβιγγλίου, τοῦ Καλβίνου, τῶν Σωκίνων καὶ ἄλλων παλαιῶν τοιούτων αἱρετικῶν».
Ἀκολουθοῦν κεφάλαια α) Περὶ τοῦ Λουθήρου καὶ τῶν αὐτοῦ αἱρέσεων β) Περὶ τῶν ὀλεθρίων ἀποτελεσμάτων τῶν αἱρέσεων τοῦ Λουθήρου γ) Περὶ Σβιγγλίου καὶ τῶν αὐτοῦ αἱρέσεων δ) Περὶ τοῦ Καλβίνου καὶ τῶν αὐτοῦ αἱρέσεων ε) Περὶ τῶν Σωκίνων καὶ τῶν αὐτῶν αἱρέσεων στ) Περὶ τῶν σημερινῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἐπιβουλῶν αὐτῶν ζ) Πρὸς τοὺς ἀποστόλους τῶν σημερινῶν αἱρετικῶν η) Διαταγαὶ πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ πατριαρχικοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου θ) Συμβουλαὶ πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς τῶν ἄλλων παροικιῶν ι) Προτροπὴ πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς ια) Νουθεσίαι πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξου λαοὺς ιβ) Πρὸς τοὺς προσηλύτους αὐτῶν καὶ ἡμῶν ὁμογενεῖς ἢ βοηθοῦντας αὐτοὺς τοὺς νέους αἱρετικούς. Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές:
† Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Ϛ´ ἀποφαίνεται.
† Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιος ἀποφαίνεται.
† Ὁ Ἐφέσου Γεράσιμος
† Ὁ Ἡρακλείας Διονύσιος
† Ὁ Κυζίκου Ἄνθιμος-
† Ὁ Νικομηδείας Πανάρετος
† Ὁ Χαλκηδόνος Ἱερόθεος
† Ὁ Δέρκων Γερμανός
† Ὁ Θεσσαλονίκης Μελέτιος
† Ὁ Προύσης Ἄνθιμος
† Ὁ Ἄρτης ᾽Ιγνάτιος
† Ὁ Φιλαδελφείας Πανάρετος
† Ὁ Μαρωνείας Δανιήλ
† Ὁ Λήμνου Ἱερώνυμος
† Ὁ Δημητριάδος Ἰωσήφ
† Ὁ Νυσσάβας Νεκτάριος
† Ὁ Ἐρσεκίου Προκόπιος
† Ὁ Κενστεντελίου Ἀρτέμιος
† Ὁ Σαμακοβίου Νεόφυτος[3].
β´ Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1838 κατὰ τῶν Λατινικῶν καινοτομιῶν

Κατὰ τὴν πρώτη αὐτοτελῆ ἔκδοσή της ἡ Ἐγκύκλιος ἔφερε τὸν τίτλο «Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος ἐπιστολή, παραινετικὴ πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους, καὶ πολλῷ πλέον πρὸς τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ, Συρίᾳ τε καὶ Παλαιστίνη, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς ἐπιπολαζούσης παπικῆς πλάνης. Διακηρυχθεῖσα παρὰ τοῦ παναγιωτάτου οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Γρηγορίου καὶ τῆς περὶ αὐτὸν ἱερᾶς Συνόδου, ἤδη πρῶτον τύποις ἐκδοθεῖσα ἰδίοις ἀναλώμασι τῆς αὐτοῦ σεβασμιωτάτης Παναγιότητος. Ἐν ἧ ἐπισυνάπτεται διὰ τοῦ τύπου καί τις ἐπιστολὴ κατὰ τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν,Σύνταγμα τοῦ ἀοιδίμου Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, ὡς πολλὰ ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμος. Κατὰ τὸ Πατριαρχεῖον, ¸απλθ´».
Ὑπενθυμίζεται κατ᾽ ἀρχὴν στὴν Ἐγκύκλιο ἡ εὐθύνη τῶν ποιμένων ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ ἐξαπόλυση πρὸ δύο ἐτῶν ἐγκύκλιας ἐπιστολῆς κατὰ τῆς «ψυχολέθρου λύμης τῶν Λουθηροκαλβινιστῶν», καὶ στὴν συνέχεια ἐκτίθενται οἱ πλάνες τοῦ Παπισμοῦ, τὸν ὁποῖον χαρακτηρίζουν «ἀπάτην καὶ σατανικὴν πλάνην»:
«Ἀλλ᾽ ἤδη πάλιν μὲ ὑπερβάλλουσαν τῆς ψυχῆς μας λύπην ἐνωτισθέν­τες τὰ κατὰ Συρίαν, Αἴγυπτον καὶ Παλαιστίνην ραδιουργήματα καὶ τὰ κα­τὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπιβουλεύματα τῶν τῆς πλάνης τοῦ Παπισμοῦ ὀπα­δῶν, καὶ μὴ ἀνεχόμενοι νὰ θεωρῶμεν διαδιδομένην καὶ ἐπὶ πλέον ἐπεκτει­νομένην τὴν τοιαύτην ψυχόλεθρον ἐν τοῖς Ὀρθοδόξοις λύμην, ἀλλ᾽ ἐπιθυ­μοῦντες νὰ στήσωμεν καὶ τὸν ροῦν τῆς ἀπάτης ταύτης καὶ σατανικῆς πλά­νης, ἵνα μὴ τῷ χρόνῳ συμπροϊοῦσα πᾶν τὸ ὀρθόδοξον λυμήνηται πλήρωμα, οὐκ ὠκνήσαμεν κ.τ.λ... στηλιτεύσωμεν δημοσίως, ὁποῖοί εἰσιν οἱ προβατό­σχημοι οὗτοι λύκοι, οἱ δόλιοι καὶ ἀπατεῶνες οἱ νεωστὶ ἤδη ἀπὸ τοῦ Λιβα­νίου ὄρους, ὡς ἄλλοι σκοτεινοὶ ἑωσφόροι ἀναφανέντες καὶ κατασκιάσαντες ὡς νέφος μέλαν τε καὶ ἐπαχθὲς καὶ πνιγηρὸν τὰ μέρη τῆς Συρίας, Αἰγύ­πτου καὶ Παλαιστίνης, λαλοῦντες βλάσφημα, κατὰ τῆς εὐαγγελικῆς ἀλη­θείας, καὶ διδάσκοντες σοφιστικῶς ἐναντίον τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως, καὶ οὕτω προφυλάξωμεν τοὺς ἀληθῶς εὐσεβεῖς ἀπὸ τῆς ἑωσφορικῆς πλά­νης αὐτῶν καὶ τὰ γνήσια τέκνα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰς βλα­σφημίας τοῦ Παπισμοῦ. Καθότι ἡ ἀκόρεστος λύσσα τοῦ Παπισμοῦ κ.τ.λ.».
Ἐκθέτει στὴ συνέχεια τὶς πλάνες, καινοτομίες καὶ βλασφημίες τοῦ Παπισμοῦ: α) Τὴν καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Filioque), β) τὸ Βάπτισμα διὰ ραντίσματος καὶ ὄχι μὲ τριττὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση μέσα στὸ ὕδωρ, γ) τὴν χρήση ἀζύμων στὴν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας, δ) τὴν βρώση πνικτῶν καὶ αἵματος, ε) τὴ νηστεία κατὰ τὸ Σάββατο, στ) τὴν ὑποχρεωτικὴ ἀγαμία τοῦ κλήρου, ζ) τὸ καθαρτήριο πῦρ, η) τὸ πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο τοῦ πάπα, θ) τὴν διὰ χρημάτων χορήγηση συγχωροχαρτίων.
Πρὸ τῆς παραθέσεως τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας ὡς πρὸς τὶς πλάνες τοῦ Παπισμοῦ λέγουν: «Οἱ δὲ τῶν Κατολίκων αὐτῶν ἀνίεροι, φρονοῦντες καὶ δογματίζοντες κατ᾽ ἔκτασιν ὅσα καὶ αὐτὸς ὁ τῶν δογμάτων αὐτῶν κορυφαῖος, πρὸς ὃν ὑπόκεινται τετυφλωμένως ὡς ἀνδράποδα, οὐκ αἰσχύνονται νὰ λέγωσιν, ὅτι εἰσὶν ἱερεῖς καὶ ὅμοιοι καὶ ὁμόφρονες κατὰ πάντα ἡμῖν τοῖς Ὀρθοδόξοις, δελεάζοντες καὶ πλανῶντες διὰ τῆς ἐπιπλάστου ἐξωτερικῆς μόνης ἐξομοιώσεως αὐτῶν[4] τοὺς ἁπλουστέρους τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ ἐκτραχηλίζοντες αὐτοὺς εἰς τὰ βάραθρα τῶν αἱρέσεών των καὶ εἰς τοὺς ψυχοφθόρους κρημνοὺς τῆς παπικῆς πλάνης των». 
Ἡ ἐγκύκλιος καταλήγει μὲ τὰ ἑξῆς: «Ταῦτα ἐξεθέμεθα, τέκνα ἡμῶν ἀγαπητά, συντόμως μὲν καὶ κεφαλαιωδῶς, σαφῶς δὲ πρὸς διάκρισιν ὑμετέραν καὶ ἀσφάλειαν εἰς τὰ περὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἵνα γνωρίσητε ὅσον τὸ διάφορον ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τῶν Κατολίκων, καὶ ἵνα μὴ ἀπα­τᾶσθε τοῦ λοιποῦ ἀπὸ τὰ σοφίσματα καὶ καινοφωνίας τῶν ψυχοφθόρων τούτων αἱρετικῶν, οἵτινες ἀκολουθοῦντες σοφιστικαῖς κακοτεχνίαις καὶ παραλελογισμέναις διδασκαλίαις, ἐκτρεπόμενοι εἰς βεβήλους καινοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις ψευδωνύμων γνώσεων, ἠστόχησαν κατὰ τὸν Παῦλον, περὶ τὴν πίστιν, καὶ ἀγωνίζονται ὅλαις δυνάμεσιν καὶ ἑτέρους συνεφελκύσαι εἰς τὸ ἴδιον βάραθρον, καὶ προσηλύτους ποιῆσαι ὑμᾶς τῆς ματαιοφρόνου καὶ σατανικῆς τούτων αἱρέσεως...».Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές:
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος, ἔχων καὶ τὰς γνώμας τῶν μακαριωτάτων Πατριαρχῶν,
τοῦ τε Ἀλεξανδρείας κυρίου Ἱεροθέου καὶ τοῦ Ἀντιοχείας κυρίου Μεθοδίου,
ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀποφαίνεται.
† Ὁ Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ συναποφαίνεται.

† Ὁ Ἡρακλείας Διονύσιος
† Ὁ Χαλκηδόνος Ἱερόθεος
† Ὁ Δέρκων Γερμανός
† Ὁ Θεσσαλονίκης Μελέτιος
† Ὁ Σερρῶν Ἀθανάσιος
† Ὁ Ἰωαννίνων Ἰωαννίκιος
     † Ὁ ᾽Αγκύρας Νικηφόρος
† Ὁ Φιλαδελφείας Δανιήλ
† Ὁ Κενστεντιλίου Ἀρτέμιος
† Ὁ Λήμνου Ἱερώνυμος
† Ὁ Σκοπίων Γαβριήλ[5].

γ´. Ἀπάντησις τῶν Ὀρθοδόξων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὸν πάπαν Πῖον θ´(1848)

Τὸ σπουδαῖο αὐτὸ κείμενο ποὺ ὑπογράφεται ἀπὸ τέσσαρες πατριάρχες (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεοροσολύμων) καὶ ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς μητροπολίτες τῶν πατριαρχείων, ἐν ὅλῳ 29, ἀποτελεῖ  ἀπάντηση στὴν ἐγκύκλιο τοῦ πάπα Πίου θ´ «Πρὸς τοὺς Ἀνατολικούς», μὲ τὴν ὁποία καλοῦσε τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἑνωθοῦν ἀναγνωρίζοντας τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα.
Οἱ  Ὀρθόδοξοι πατριάρχες στὴν ἀπάντησή τους ἀναφέρονται στὴν ἀρ­χὴ στὸν κίνδυνο ποὺ πέρασε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς παλαιὲς αἱρέσεις, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες χάθηκαν, ἄλλες φθίνουν καὶ ἀπομαραίνονται, ἄλλες ὅμως θάλλουν καὶ πλατύνονται, ὅπως ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος ὅμως τελικῶς θὰ ἐξαφανισθεῖ:
«Τούτων τῶν πλατυνθεισῶν, κρίμασιν οἷς οἶδεν Κύριος, ἐπὶ μέγα μέρος τῆς οἰκουμένης αἱρέσεων, ἦν ποτε ὁ Ἀρειανισμός, ἔστι δὲ τὴν σήμερον καὶ ὁ Παπισμός· ἀλλὰ καὶ οὗτος (ὥπερ κἀκεῖνος ὁ ἤδη παντάπασιν ἐκλελοιπώς), καίτοι ἀκμαῖος τό γε νῦν, οὐκ ἰσχύσει εἰς τέλος, ἀλλὰ διελεύσεται καὶ καταβληθήσεται, καὶ ἡ οὐράνιος μεγάλη φωνὴ ἠχήσει “ΚΑΤΕΒΛΗΘΗ”».
Στὴν συνέχεια ἀναιρεῖται μὲ ἰσχυρὰ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα ἡ πλάνη τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἐμφανῶς ὡς αἵρεση, ἀπαγορεύεται δὲ ρητῶς κάθε κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων πρὸς τοὺς Παπικοὺς αἱρετικούς:
«Διὰ τοῦτο ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἑπομένη τοῖς ἴχνεσι τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀνατολικῶν τε καὶ δυτικῶν, ἐκήρυξέ τε πάλαι ἐπὶ τῶν Πατέρων ἡμῶν, καὶ κηρύττει πάλιν σήμερον συνοδικῶς, αὐ­τὴν μὲν τὴν ρηθεῖσαν καινοφανῆ δόξαν, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐκπορεύε­ται ἐκ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, εἶναι οὐσιωδῶς αἵρεσιν, καὶ τοὺς ὀπαδοὺς αὐτῆς, οἱοιδήποτε καὶ ἂν ὦσιν, αἱρετικούς, κατὰ τὴν ρηθεῖσαν συνοδικὴν ἀπόφασιν τοῦ ἁγιωτάτου πάπα Δαμάσου, καὶ τὰς ἐξ αὐτῶν συγκροτουμέ­νας συνάξεις αἱρετικάς, καὶ πᾶσαν κοινωνίαν πνευματικὴν καὶ θρη­σκευτικὴν τῶν Ὀρθοδόξων τέκνων τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς τοιαύτους ἄθεσμον, μάλιστα τῇ δυνάμει τοῦ ζ´ κανόνος τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου».
Κατόπιν γίνεται ἱστορικὴ ἀναφορὰ στὴν ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως στὴν Δύση ἐπὶ ἀρκετοὺς αἰῶνες, μέχρις ὅτου κατακυριεύθηκε τὸν 9ο αἰώνα καὶ ἡ πρεσβυτέρα Ρώμη, ἐνῶ δύο πάπες κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Φωτίου τὴν ἀπεκήρυξαν «οἷος Λέων ὁ Γ´ καὶ Ἰωάννης ὁ Η´, ὁ μὲν διὰ τῶν ἀργυρῶν ἐκείνων ἀσπίδων, ὁ δὲ διὰ τῆς εἰς τὴν Η´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδον πρὸς τὸν ἱερὸν Φώτιον ἐπιστολῆς αὐτοῦ»Οἱ προκάτοχοι Πατέρες προσεπάθησαν νὰ θεραπεύσουν τὸ τραῦμα, ἀλλὰ προσέκρουσαν στὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἀμετανοησία τῶν Παπικῶν, καὶ ἔτσι «μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν ἀδελφικήν» παρητήθησαν. «Ἔκτοτε οὐδεμία κοινωνία πνευματικὴ ἡμῖν τε καὶ αὐτοῖς· βαθὺ γὰρ ὤρυξαν τὸ χάσμα ἰδίαις χερσὶ τὸ μεταξὺ αὐτῶν τε καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας».
Χαρακτηρίζουν οἱ πατριάρχες τὴν ἐγκύκλιο τοῦ πάπα «Πρὸς τοὺς Ἀ­νατολικούς» ὡς «ἔξωθέν ποθεν ἐρχόμενον μίασμα» καὶ στὴ συνέχεια διὰ πολλῶν ἱστορικῶν καὶ θεολογικῶν ἐπιχειρημάτων κονιορτοποιοῦν τὴν ἀ­ξίωση τοῦ πάπα περί «πρωτείου». Μεταξὺ δὲ τῶν πολλῶν ἄλλων προσθέ­τουν ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μεταβολὲς καὶ νοθεύσεις εἰς τὰ τῆς πίστεως δὲν γίνονται οὔτε ἀπὸ πατριάρχες οὔτε ἀπὸ συνόδους, διότι φύ­λακας τῆς πίστεως εἶναι τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ λαός: «Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ». Οἱ Ὀρθόδοξοι κρατοῦμε ἄδολη καὶ ἀνό­θευτη τὴν πίστη, ὅπως τὴν παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες «ἀποστρεφόμε­νοι πάντα νεωτερισμὸν ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ διαβόλου· ὁ δεχόμενος νεωτε­ρισμὸν κατελέγχει ἐλλιπῆ τὴν κεκηρυγμένην ὀρθόδοξον πίστιν. Ἀλλ᾽ αὕτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ ἐπιδεχομένη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξη­σιν, μήτε ἀλλοίωσιν ἥντιναοῦν, καὶ ὁ τολμῶν ἢ πρᾶξαι ἢ συμβουλεῦσαι ἢ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἑκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τὸ αἰώνιον ἀνάθεμα διὰ τὸ βλασφημεῖν εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὡς τάχα μὴ ἀρτίως, λαλῆσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καὶ διὰ τῶν οἰκουμενι­κῶν Συνόδων».
Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές:
† Ἄνθιμος ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, νέας ῾Ρώμης, καὶ οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Ἱερόθεος ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Μεθόδιος ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης τῆς μεγάλης θεουπόλεως Ἀντιοχείας καὶ πάσης Ἀνατολῆς, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Κύριλλος ἐλέῳ Θεοῦ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων καὶ πάσης Παλαιστίνης, ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.

Ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἱερὰ Σύνοδος

† Ὁ Καισαρείας Παΐσιος
† Ὁ Ἐφέσου Ἄνθιμος
Ὁ Ἡρακλείας Διονύσιος
† Ὁ Κιζύκου Ἰωακείμ
† Ὁ Νικομηδείας Διονύσιος
† Ὁ Χαλκηδόνος Ἱερόθεος
† Ὁ Δέρκων Νεόφυτος
† Ὁ Ἀνδριανουπόλεως Γεράσιμος
† Ὁ Νεοκαισαρείας Κύριλλος
† Ὁ Βερροίας Θεόκλητος
† Ὁ Πισσιδείας Μελέτιος
† Ὁ Σμύρνης Ἀθανάσιος
† Ὁ Μελενίκου Διονύσιος
† Ὁ Σόφιας Παΐσιος
† Ὁ Λήμνου Δανιήλ
† Ὁ Δρυϊνουπόλεως Παντελεήμων
† Ὁ Ἐρσεκίου Ἰωσήφ
† Ὁ Βοδενῶν Ἄνθιμος.
Ἡ ἐν Ἀντιοχείᾳ ἱερὰ Σύνοδος

† Ὁ Ἀρκαδίας Ζαχαρίας
† Ὁ Ἐμέσης Μεθόδιος
† Ὁ Τριπόλεως Ἰωαννίκιος
† Ὁ Λαοδικείας Ἀρτέμιος
Ἡ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἱερὰ Σύνοδος

† Ὁ Πέτρας Μελέτιος
† Ὁ Βηθλεὲμ Διονύσιος
† Ὁ Γάζης Φιλήμων
† Ὁ Νεαπόλεως Σαμουήλ
† Ὁ Σεβαστείς Θαββαῖος
† Ὁ Φιλαδελφείας Ἰωαννίκιος
† Ὁ Θαβωρίου Ἱερόθεος[6].
δ´. Γρηγορίου Στ´ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀπόρριψις τῆς Παπικῆς προσκλήσεως εἰς τὴν ἐν Βατικανῷ Σύνοδον (1868)

Ὁ ἴδιος πάπας Πῖος Θ´ ἀπέστειλε πρόσκληση στὶς 8 Σεπτεμβρίου τοῦ 1868 «Πρὸς πάντας τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τοὺς μὴ κοινωνοῦντας τῇ Ἀποστολικῆ ἕδρᾳ», ἐπαναλαμβάνων τὶς περὶ πρωτείου ἀξιώσεις του. Τὴν πρόσκληση ἐπεχείρησε νὰ ἐπιδώσει στὶς 6 ᾽Οκτωβρίου τοῦ 1868 τετραμελὴς παπικὴ ἀντιπροσωπεία, ἀλλὰ ὁ πατριάρχης Γρηγόριος Στ´ ἀρνήθηκε νὰ τὴν παραλάβει, ἐφ᾽ ὅσον ἐξακολουθοῦσε ὁ πάπας νὰ μένει στὶς ἴδιες πλάνες τοῦ 1848, τὶς ὁποῖες τότε εἶχαν ἀπορρίψει οἱ πατριάρχες τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως εἴδαμε στὸ προηγούμενο κείμενο. Σὲ ἐπίσημο ἀνακοινωθὲν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀναφέρονται οἱ λόγοι τοῦ πατριάρχου πρὸς τὴν παπικὴ ἀντιπροσωπεία. Σὲ ἐρώτηση ἐκπροσώπου τοῦ πάπα ποιές εἶναι οἱ πλάνες τοῦ Παπισμοῦ ὁ πατριάρχης ἀπήντησε:
«Ἵνα παραλίπωμεν τὰ καθέκαστα, ἡμεῖς, ἐφόσον ὑπάρξει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος ἐπὶ τῆς γῆς, δὲν δυνάμεθα νὰ παραδεχθῶμεν, ὅτι ἐν τῇ ὅλῃ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ἐπίσκοπός τις ἄρχων καὶ κεφαλὴ ἄλλη καὶ ἄλλος παρὰ τὸν Κύριον· ὅτι Πατριάρχης τις ὑπάρχει ἀλάθητος καὶ ἀναμάρτητος, ὁμιλῶν ἀπὸ καθέδρας καὶ ὑπέρτερος τῶν οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐν αἷς ἔνεστι τὸ ἀλάνθαστον, συμφωνούσαις τῇ Γραφῇ καὶ τῇ ἀποστολικῇ Παραδόσει· ἢ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ὑπῆρξαν ἄνισοι πρὸς ὕβριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ φωτίσαντος ἐπίσης τοὺς πάντας· ἢ ὅτι οὗτος ἢ ἐκεῖνος ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Πάπας ἔσχον τὰ πρεσβεῖα τῆς ἕδρας οὐκ ἀπὸ συνοδικοῦ καὶ ἀνθρωπίνου, ἀλλ᾽ ἐκ θείου ὡς λέγετε, δικαίου, καὶ τὰ τούτοις ὅμοια».
Σὲ τοποθέτηση ἄλλου παπικοῦ ἀντιπροσώπου ὅτι ἡ ἐν Φλωρεντίᾳ Σύνοδος τὰ ἐξήτασε αὐτὰ καὶ ἕνωσε τὶς δύο Ἐκκλησίες καὶ ὅτι ὁ πάπας καλεῖ τώρα στὴν νέα οἰκουμενικὴ σύνοδο γιὰ νὰ ἑνωθοῦν ὅσοι τότε δὲν ἑνώθηκαν, ὁ πατριάρχης σχεδὸν προσβλητικὰ ἀπήντησε ὅτι μόνον «ἀπαί­δευτος ἄνθρωπος ἐνδέχεται ν᾽ ἀγνοῇ πόσα ἐρρέθησαν καὶ ἐγράφησαν κατὰ τῆς Φλωρεντινῆς συνόδου», καὶ βέβαια δὲν θεωρεῖ ἀπαίδευτο τὸν ὁμιλή­σαντα. Λέγει ὅτι ἡ βεβιασμένη καὶ καταναγκασμένη ἐκείνη ἕνωση «ἀπέθα­νεν εἰς τὰ σπάργανά της»Περὶ τοῦ ποιά σύνοδος μπορεῖ νὰ χαρακτηρι­σθεῖ ὡς οἰκουμενικὴ καὶ πῶς συγκαλεῖται λέγει τὰ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα ὁ πατριάρχης, ἐν ὄψει καὶ τῆς ἰδικῆς μας Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου:
«Καθ᾽ ἡμᾶς οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία καὶ ἀληθινὴ καθολικότης ἐστὶ καὶ λέγεται ἐκεῖνο τὸ ἅγιον καὶ ἀκήρατον σῶμα, ἐν ᾧ ἀνεξαρτήτως τοῦ ὑλικοῦ πληθυσμοῦ αὑτοῦ συγκεφαλαιοῦται ἁγνὴ ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ ἡ πίστις πάσης τοπικῆς Ἐκκλησίας, στηριχθεῖσα καὶ βασανισθεῖσα ἀπὸ τῆς θεμελιώσεως τῆς Ἐκκλησίας μέχρι τῶν ὀκτὼ πρώτων αἰώνων, ἐν οἷς οἱ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως καὶ αἱ ἁγιώταται καὶ πνευματοκίνητοι Σύνοδοι καὶ ἐκεῖνοι οἱ σεβάσμιοι Πατέρες, ὧν γνωστὰ τοῖς πᾶσιν εἰσὶ τὰ συγγράμματα, γινέσθωσαν ὁ ἄπταιστος καὶ ἀσφαλὴς ὁδηγὸς παντὸς χριστιανοῦ καὶ ἐπισκόπου τῆς Δύσεως, τοῦ εἰλικρινῶς ποθοῦντος καὶ ζητοῦντος τὴν εὐαγγελικὴν ἀλή­θειαν. ᾽Εκεῖνοί εἰσι τὸ ὑπέρτατον κριτήριον τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας· ἐκεῖνοί εἰσιν ἡ ἀσφαλὴς ὁδός, ἐφ᾽ ἧς δυνάμεθα νὰ συναντηθῶμεν ἐν τῷ ἁγίῳ φιλήματι τῆς δογματικῆς ἑνώσεως· πᾶς δὲ ὁ ἐκτὸς τῆς τροχιᾶς ἐκείνης περιπορευόμενος θεωρηθήσεται παρ᾽ ἡμῶν ἔκκεντρος καὶ ἀναρμό­διος εἰς τὸ συγκεντρῶσαι περὶ ἑαυτὸν τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Εἰ δὲ τυχὸν ἔνιοι τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων, ἔχοντες ἀμφιβολίαν περὶ τινων δογμάτων αὑτῶν, θέλουσι νὰ συνέλθωσι, συνερχέσθωσαν καὶ ἀναθεωρείτωσαν αὐτὰ καθ᾽ ἡμέραν, εἰ βούλονται. Ἡμεῖς οὐδεμίαν ἀμφιβολίαν ἔχομεν περὶ τῶν πατροπαραδότων καὶ ἀναλλοιώτν δογμάτων τῆς εὐσεβείας. Καὶ ἄλλως δέ, ὦ σεβάσμιοι ἀββάδες, περὶ οἰκουμενικῆς Συνόδου ὄντος τοῦ λόγου, δὲν διαφεύγει βεβαίως τὴν μνήμην ὑμῶν, ὅτι αἱ οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἄλλως πως συνεκροτοῦντο, ἢ ὅπως ἤδη διεκήρυξεν ἡ Α. Μακαριότης. Ἐὰν ὁ τῆς ῾Ρώμης μακαριώτατος Πάπας ἠσπάζετο τὴν ἀποστολικὴν ἰσοτιμίαν καὶ ἰσαδελφίαν, ἔπρεπεν, ὡς ἐν ἴσοις τὴν ἀξίαν καὶ πρῶτος τῇ τῆς ἕδρας τάξει, κατὰ τὸ κανονικὸν δίκαιον, ν᾽ ἀπευθύνῃ γράμμα ἰδιαίτερον πρὸς ἕκαστον τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν Συνόδων τῆς Ἀνατολῆς, οὐχ ἵνα ἐπιβάλῃ ἐγκυκλίως καὶ δημοσιογραφικῶς, ὡς πάντων ἄρχων καὶ δεσπότης, ἀλλ᾽ ἵνα ἐρωτήσῃ ἀδελφοὺς ἀδελφός, ἰσότιμός τε καὶ ἰσοβάθμιος, εἰ συνεγκρίνουσι, ποῦ καὶ πῶς καὶ ὁποίας ἱερᾶς Συνόδουξ τὴν συγκρότησιν. Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἢ ἀναδραμεῖσθε καὶ ὑμεῖς εἰς τὴν Ἱστορίαν καὶ εἰς τὰς οἰκουμενικὰς Συνόδους, ἵνα ἱστορικῶς κατωρθωθῇ ἡ παρὰ πάντων ποθουμένη ἀληθὴς καὶ χριστοσύλλεκτος ἕνωσις, ἢ πάλιν ἀρκεσθησόμεθα εἰς τὰς ἡμῶν διηνεκεῖς προσευχὰς καὶ δεήσεις ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, τῆς εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως. Ἐν δὲ τοιαύτῃ περιπτώσει μετὰ λύπης διαβεβαιοῦμεν ὑμῖν, ὅτι περιττὴν καὶ ἄκαρπον νομίζομεν τήν τε πρόσκλησιν καὶ ὅπερ συνεπιφέρετε ἐπιστολιμαῖον τοῦτο φυλλάδιον»[7].

ε´ Ἀπάντησις τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1895 πρὸς τὸν πάπα Λέοντα ΙΓ
Ἀφορμὴ γιὰ τὴν τελευταία αὐτὴ Ὀρθόδοξη πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἀπάντηση τοῦ 19ου αἰῶνος ἔδωσε ἡ ἐγκύκλιος τοῦ πάπα Λέοντος ΙΓ´, τὴν ὁποία ἀπηύθυνε «Πρὸς τοὺς ἡγεμόνας καὶ τοὺς λαοὺς τῆς οἰκουμένης» τὸν Ἰούνιο τοῦ 1894, καλώντας καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸν παπι­κὸ θρόνο. Τὸ ἀρχικὸ σχέδιο τῆς ἀπαντήσεως ἑτοίμασε ὁ τότε καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης καὶ μετέπειτα μητροπολίτης Καστορίας καὶ θρυλικὸς Μακεδονομάχος Γερμανὸς Καραβαγγέλης, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ τὸ ἐξήτασε τριμελὴς συνοδικὴ ἐπιτροπή, ἔγινε δεκτὸ ἀπὸ τὴν Σύνοδο, μεταφράσθηκε σὲ ὅλες τὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ σχολιάσθηκε εὐμενῶς[8].
Τὸ κείμενο ἀρχίζει μὲ ἀναφορὰ στὶς αἱρέσεις ποὺ ὡς ζιζάνια ἐφύτρωσαν στὸν ἀγρὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς σπέρματα πονηρὰ δικαίως ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὸ ὑγιὲς σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τῇ ἐπηρείᾳ τοῦ Διαβόλου ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁλόκληρα ἔθνη τῆς Δύσεως, ἐξ αἰτίας τῆς ἀλαζονείας τῶν ἐπισκόπων τῆς Ρώμης, οἱ ὁποῖοι ἐγέννησαν ἄθεσμες καὶ ἀντιευαγγελικὲς καινοτομίες.
Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὸν πόθο τῆς ἑνώσεως. «Συμφώνως δὲ πρὸς τὸν ἱερὸν τοῦτον πόθον ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία πάντοτε ἑτοίμως ἔχει ἀποδέξασθαι πᾶσαν περὶ ἑνώσεως πρότασιν, ἐὰν μόνον ὁ τῆς Ρώμης ἐπίσκοπος ἀποτινάξῃ ἅπαξ διὰ παντὸς τὸν ὁρμαθὸν τῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ παρεισαχθέντων πολλῶν καὶ ποικίλων ἀντευαγγελικῶν νεωτερισμῶν». Ἡ ἕνωση μετὰ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ὄχι ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν) πρέπει νὰ γίνει «ἐν τῷ ἑνὶ κανόνι τῆς πίστεως»Δὲν εἶναι δυνατὸν μέσα στὴν Ἐκκλησία ἄλλος νὰ πιστεύει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός, καὶ ἄλλος ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ· ἄλλος στὸ Βάπτισμα νὰ ραντίζει, καὶ ἄλλος νὰ βυθίζει τρεῖς φορές· ἄλλος στὴ Θ. Εὐχαριστία νὰ χρησιμοποιεῖ ἔνζυμο ἄρτο, καὶ ἄλλος ἄζυμο· ἄλλος νὰ μεταδίδει στὸ λαὸ καὶ ἀπὸ τὸ ἅγιο ποτήριο, καὶ ἄλλος μόνο ἀπὸ τὸν ἄρτο. Παρουσιάζονται στὴν συνέχεια καὶ ἀναιροῦνται δέκα καινοτομίες τοῦ Παπισμοῦ κατὰ σειράν: ἡ ἐκπόρευση καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque), τὸ ράντισμα στὸ Βάπτι­σμα, τὰ ἄζυμα στὴν Θ. Εὐχαριστία, ὁ καθαγιασμὸς τῶν Τιμίων Δώρων διὰ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι διὰ τῆς ἐπικλήσεως, ἡ κοινωνία τῶν λαϊκῶν μόνον ἀπὸ τὸν ἄρτο, τὸ καθαρτήριο πῦρ, ἡ περισσεύουσα ἀξιομισθία τῶν ἁγίων καὶ οἱ ἀφέσεις, ἡ πλήρης μακαριότης τῶν ἁγίων πρὸ τῆς δευτέρας παρουσίας, ἡ ἄσπιλος σύλληψη τῆς Θεοτόκου καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα. Στὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα δίνει ἰδιαίτερη βαρύτητα ἡ ἀπάντηση, διότι οἱ παπικοὶ παραθεωροῦν τὶς ἄλλες σημαντικὲς διαφορὲς καὶ θεωροῦν ὅτι μόνον αὐτὴ εἶναι τὸ ἐμπόδιο, πρέπει ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ τὸ δεχθοῦν, διότι ἔχει θεία προέλευση, στηρίζεται στὸ πρωτεῖο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Εἶναι σαφέστατη, ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ ἡ θέση τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1895 καὶ ἀπορεῖ κανεὶς πῶς εὑρίσκονται σήμερα θεολόγοι τοῦ Φαναρίου, γεγηρακότες καὶ νεοσσοί, οἱ τελευταῖοι ὄντως νήπια ἀθεολόγητα, νὰ ὁμιλοῦν περὶ παγκοσμίου πρωτείου τοῦ πάπα καὶ τοῦ πατριάρχου, ὁ ὁποῖος ἄκουσον, ἄκουσον! δὲν εἶναι πρῶτος μεταξὺ ἴσων (primus inter pares), ὅπως ἡ συνοδικὴ καὶ κανονικὴ παράδοση ἐπιτάσσει, ἀλλὰ πρῶτος ἄνευ ἴσων (primus sine paribus), ὅπως ὁ φιλοπαπικὸς καὶ φιλοπατριαρχικὸς ἀνώριμος νοῦς τους καὶ ἡ ἀμάθεια τοὺς ὑπαγορεύει. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν Βαρθολομαῖο, ποὺ κατακρημνίζει τὴν Παράδοση, ὅλοι οἱ πρὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος πατριάρχες καὶ σύνοδοι στηρίζουν καὶ ἐνισχύουν τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση. Γράφει σχετικὰ τὸ πατριαρχικὸ καὶ συνοδικὸ κείμενο: «Οἱ θεῖοι Πατέρες, τιμῶντες τὸν ἐπίσκοπον Ρώμης μόνον ὡς ἐπίσκοπον τῆς πρωτευούσης πόλεως τοῦ κράτους, ἀπέδωκαν αὐτῷ προεδρείας πρεσβεῖα τιμητικά, θεωρήσαντες αὐτὸν ἁπλῶς ὡς πρῶτον τῇ τάξει ἐπίσκοπον, τουτ᾽ ἔστι πρῶτον ἐν ἴσοις, ἅπερ πρεσβεῖα καὶ τῷ Κωνσταντινουπόλεως ἀπένειμαν κατόπιν, ὅτε ἡ πόλις αὕτη ἐγένετο πρωτεύουσα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, ὡς μαρτυρεῖ περὶ τούτου ὁ κη´ κανὼν τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι οἰκουμενικῆς Συνόδου, λέγων πρὸς τοῖς ἄλλοις τάδε:
“Τὰ αὐτὰ καὶ ἡμεῖς ὁρίζομέν τε καὶ ψηφιζόμεθα περὶ τῶν πρεσβείων τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς αὐτῆς Κωνσταντινουπόλεως, νέας ῾Ρώμης· καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας ῾Ρώμης διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην οἱ πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα· καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ κινούμενοι οἱ ρν´ ἐπίσκοποι τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας ῾Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ”. Ἐκ τοῦ κανόνος τούτου καταφαίνεται, ὅτι ὁ ῾Ρώμης ἐστὶν ἐπίσκοπος ἰσότιμος τῷ ἐπισκόπῳ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῖς τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἐν οὐδενὶ δὲ κανόνι καὶ παρ᾽ οὐδενὶ τῶν Πατέρων ὑπαινιγμός τις γίνεται, ὅτι ποτὲ ὁ ῾Ρώμης μόνος ἐστὶν ὁ ἀρχηγὸς τῆς καθόλου Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἀλάθητος κριτὴς τῶν ἐπισκόπων τῶν ἄλλων ἀνεξαρτήτων καὶ αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἢ διάδοχος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καὶ τοποτηρητὴς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.
Ἑκάστη κατὰ μέρος αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία ἔν τε τῇ Ἀνατολῇ καὶ τῇ Δύσει ἦν ὅλως ἀνεξάρτητος καὶ αὐτοδιοίκητος κατὰ τοὺς χρόνους τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅπως δὲ οἱ ἐπίσκοποι τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, οὕτω καὶ οἱ τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Ἱσπανίας, τῶν Γαλλιῶν, τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Βρεττανίας ἐκυβέρνων τὰ τῶν Ἐκκλησιῶν αὑτῶν ἕκαστοι διὰ τῶν ἰδίων τοπικῶν Συνόδων, οὐδὲν ἀναμίξεως δικαίωμα ἔχοντος τοῦ ἐπισκόπου ῾Ρώμης, ὅστις καὶ αὐτὸς ἐπίσης ὑπήγετο καὶ ὑπεῖκεν εἰς τὰς συνοδικὰς ἀποφάσεις. Ἐν σπουδαίοις δὲ ζητήμασι, δεομένοις τοῦ κύρους τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, ἐγίνετο ἔκκλησις εἰς οἰκουμενικὴ Σύνοδον, ἥτις μόνη ἦν καὶ ἔστι τὸ ἀνώτατον ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ κριτήριον. Τοιοῦτον ὑπῆρχε τὸ ἀρχαῖον τῆς Ἐκκλησίας πολίτευμα· οἱ δὲ ἐπίσκοποι ἦσαν ἀνεξάρτητοι ἀπ᾽ ἀλλήλων καὶ ἐλεύθεροι ὅλως ἐν τοῖς ἰδίοις ἕκαστος ὁρίοις, μόνον ταῖς συνοδικαῖς διατάξεσιν ὑπείκοντες, καὶ παρεκάθηντο ἴσοι πρὸς ἀλλήλους ἐν ταῖς συνόδοις· οὐδεὶς δὲ αὐτῶν διεξεδίκει ποτὲ μοναρχικὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Εἰ δὲ ποτε φιλοδοξοῦντές τινες ἐπίσκοποι τῆς ῾Ρώμης ἤγειρον ὑπερφιάλους ἀξιώσεις ἀγνώστου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπολυταρχίας, οἱ τοιοῦτοι προσηκόντως ἠλέγχθησαν καὶ ἐπετιμήθησαν. Ἀνακριβὲς ἄρα καὶ προφανὴς πλάνη ἐξελέγχεται, ὅπερ διϊσχυρίζεται ὁ Λέων ΙΓ´ λέγων ἐν τῇ ἐγκυκλίῳ αὐτοῦ, ὅτι πρὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ μεγάλου Φωτίου τὸ ὄνομα τοῦ ῥωμαϊκοῦ θρόνου ἦν ἅγιον παρὰ πᾶσι τοῖς λαοῖς τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἡ δὲ Ἀνατολὴ ὁμοίως τῇ Δύσει ὁμοθυμαδὸν καὶ ἄνευ ἀντιστάσεως ὑπετάσσετο τῷ ῾Ρωμαίῳ ἀρχιερεῖ, ὡς διαδόχῳ δῆθεν νομίμῳ τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, καὶ κατὰ συνέπειαν τοποτηρητῇ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς».
Περὶ τὸ τέλος ἡ συνοδικὴ καὶ πατριαρχικὴ ἀπάντηση συμπεραίνει τὰ ἑξῆς συνοψίζουσα ὅσα περὶ τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ τοῦ Παπισμοῦ ἐπίστευεν ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν αἰώνων: «Ἡ Ὀρθόδοξος ἄρα Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία δικαίως καυχᾶται ἐν Χριστῷ, ὅτι ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν ἐννέα πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἑπομένως ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, “στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” ἡ δὲ νῦν ῾Ρωμαϊκή ἐστιν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας τῆς τε ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ὅρων τῶν ἁγίων Συνόδων· διὸ εὐλόγως καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἐφ᾽ ὅσον ἂν ἐμμένῃ ἐν τῇ πλάνῃ αὐτῆς. “Κρείσσων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος, λέγει καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ”».
Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές:
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιμος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Ὁ Κυζίκου Νικόδημος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Ὁ Νικομηδείας Φιλόθεος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† ῾Ο Νικαίας Ἱερώνυμος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Ὁ Προύσης Ναθαναὴλ ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Ὁ Σμύρνης Βασίλειος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Ὁ Φιλαδελφείας Στέφανος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Ὁ Λήμνου Ἀθανάσιος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Ὁ Δυρραχίου Βησσαρίων ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Ὁ Βελεγράδων Δωρόθεος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέ­της.
† Ὁ Ἐλασσῶνος Νικόδημος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέ­της.
† Ὁ Καρπάθου καὶ Κάσσου Σωφρόνιος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης.
† Ὁ Ἐλευθερουπόλεως Διονύσιος ἐν Χρι­στῷ τῷ Θεῷ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ εὐχέτης[9].


5. Τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῶν πατριαρχικῶν καὶ συνοδικῶν κειμένων, τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ ἡ σημερινή τους ἀθέτηση.


Ἐπειδὴ ὅσοι ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀθέσμου καὶ ἀντιπατερικῆς ἀνατροπῆς καὶ ἀλλαγῆς κατηγορούμαστε ἀπὸ κάποιους ὡς παρασυνάγωγοι καὶ ἀνυπάκουοι, ἐνῶ ἀντίθετα ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε καὶ ὑπακούουμε στὶς τόσο πυκνὲς πατριαρχικὲς καὶ συνοδικὲς ἀποφάσεις τοῦ 19ου αἰῶνος, ποὺ ἀποτελοῦν σταθερὴ καὶ ἀδιάκοπη συνέχεια καὶ διαδοχὴ ὅλων τῶν αἰώνων, ἐνῶ ἄλλοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ φατριάζουν καὶ ἀπειθοῦν, ὅπως προκύπτει σαφέστατα ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ καταθέσαμε, θὰ συνοψίσουμε ἐδῶ γιὰ εὐκολώτερη κατανόηση μερικὲς ἀπὸ τὶς θέσεις τῶν κειμένων, οἱ ὁποῖες σήμερα ἔχουν ἐγκαταλειφθῆ καὶ συκοφαντηθῆ:
α) Οἱ Οἰκουμενισταὶ ἀποκαλοῦν σήμερα τοὺς Παπικούς «ἀδελφὲς ἐκκλησίες», συμμετέχουμε ἰσότιμα, ἐπὶ ἴσοις ὅροις, μὲ τοὺς Προτεστάντες, στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δεχόμαστε ὅτι ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια καὶ χορηγοῦν τὴν Χάρη καὶ τὴν σωτηρία, ἐνῶ στὰ ὀρθοδοξώτατα καὶ πατερικὰ κείμενα τοῦ 19ου αἰῶνος ἀποκαλοῦνται «αἱρέσεις» μὲ βαρεῖς χαρακτηρισμούς. Ἑπομένως βάσει τῶν συνοδικῶν καὶ πατριαρχικῶν κειμέ­νων ἔχουμε δίκαιο ὅσοι ἀποκαλοῦμε τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ὀρθότατα καὶ ὀρθοδοξώτατα ὡς «Παγκόσμιο Συμβούλιο Αἱρέσεων».
β) Ἀπέναντι αὐτῶν τῶν αἱρέσεων δὲν ὑπάρχει σήμερα ἀγωνία καὶ ποι­μαντικὴ μέριμνα, ὥστε νὰ μὴ βλαβεῖ τὸ ποίμνιο καὶ χάσει τὴν σωτηρία του. Οὔτε ἡ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῶν αἱρέσεων ἀσχολεῖται μὲ αὐτές. Ἀντίθε­τα εἶναι ἔκδηλο τὸ ποιμαντικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ ἀγωνία τῶν συνοδικῶν καὶ πατριαρχικῶν κειμένων, ποὺ φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἀναιροῦνται μία πρὸς μία οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ πλάνες. Τὸ ποίμνιο ἀγνοεῖ σήμερα τὸν κίνδυνο ἀπὸ αὐτὲς τὶς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ.
γ) Τοὺς Χριστιανοὺς τοῦ Πάπα δὲν τοὺς ὀνομάζουν τὰ κείμενα οὔτε Καθολικοὺς οὔτε Ρωμαιοκαθολικούς, ἀλλὰ Κατόλικους καὶ Παπιστάς. Χρησιμοποιοῦν τό «Κατόλικοι», γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἔχουν νοθεύσει τό «Καθολικοί», ἀλλὰ καὶ ἀκουόμενο νὰ ὑπενθυμίζει τοὺς λύκους: «Κατόλυ­κοι». Ἀληθινὰ Καθολικοὶ εἴμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι, ὡς μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ Ρωμαιοκαθολικοί, διότι ἀκολουθοῦμε, τὴν ὀρθόδοξη παλαιὰ Ρώμη (τῆς Ἰταλίας) καὶ τὴν ὀρθόδοξη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη).
δ) Σήμερα ἡ αἱρετίζουσα θρασύτητα τῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος (Βόλος), θέλει, καὶ ἐπιδιώ­κει νὰ παραμερίσει νὰ περιθωριοποιήσει τοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλη­σίας, μὲ τὴν γνωστὴ «Μεταπατερικὴ Θεολογία» ἤ «Μεταπατερικὴ Αἵρεση», ὅπως τὴν ἀποκάλεσε γνωστὸς ἑλλαδίτης ἐπίσκοπος. Τὴν «Μεταπατερικὴ Αἵρεση» καλύπτουν καὶ τὸ Φανάρι καὶ ἡ Ἀθήνα μὲ ἐπαίνους, ἐγκώμια, βραβεῖα κ.ἄ. πρὸς τοὺς ἐκπροσώπους της, ἀντὶ ποινῶν καὶ ἐπιπλήξεων, δυστυχῶς στὴν πράξη πράττουν τὸ ἴδιο καὶ κάποιοι ἐπίσκοποι ποὺ τὴν ἐπικρίνουν στὴν θεωρία. Στὰ συνοδικὰ καὶ πατριαρχικὰ κείμενα ἀντίθετα εἶναι ἔκδηλος ὁ σεβασμὸς καὶ συχνότατη ἡ ἐπίκληση τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν ὁποίων ἀκολουθοῦν μὲ πιστότητα τὴν αὐστηρὴ στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Παραμερίζουν τοὺς Ἁγίους Πατέρες, διότι ἀποτελοῦν φραγμὸ καὶ ἐμπόδιο στὴν κακὴ «ἕνωση» ποὺ ἑτοιμάζουν μὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἀλλοθρήσκους. Ἔτσι μόνον δικαιολογεῖται ἡ παντελῶς ἀδικαιολόγητη, ἀπαράδεκτη καὶ βλάσφημη, οἰκουμενιστικὴ ρήση τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, ποὺ ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριῶν στὸ Ἅγιον Ὄρος, οἱ ὁποῖες κατασίγασαν δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ ἀστεῖες, γιὰ παιδιὰ καὶ ἀνοήτους, ἐξηγήσεις. Εἶπε ὁ πατριάρχης, γιὰ νὰ θυμόμαστε: «Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου Ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ»[10]. Νὰ λοιπὸν ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ «ἐπὶ ἴσοις ὅροις»· σατανοκίνητοι οἱ αἱρετικοί, σατανοκίνητοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὁ Μ. Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, οἱ Ἅγιοι Κολλυβάδες κ.ἄ. Ὑπάρχει χειρότερη βλασφημία; Μὲ βάση αὐτὴν τὴν δήλωση θὰ πρέπει νὰ κατεβάσουμε τὶς εἰκόνες αὐτῶν τῶν Ἁγίων, ὁμολογητῶν καὶ ἀγωνιστῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, νὰ καταργήσουμε τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς ἀκολουθίες τους, καὶ ἀντὶ νὰ ζητοῦμε τὶς πρεσβεῖες τους, νὰ κάνουμε μνημόσυνα, γιὰ νὰ τοὺς συγχωρήσει ὁ Θεός. Δὲν ἀποκλείεται καὶ αὐτὸ νὰ συμβεῖ, ἀφοῦ ἀκολουθοῦμε καὶ θαυμάζουμε τὸν πάπα. Λίγους ἁγίους κατήργησε ὁ ἀλάθητος καί «πρῶτος χωρὶς ἴσους» πάπας;
ε) Στὸν Διάλογο Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν ποὺ διαρκεῖ τριάντα πέντε χρόνια, γιατὶ ἐκτὸς τῶν ἄλλων λόγων συζητούσαμε ἐπὶ ἔτη, κατὰ παγκόσμια ἱστορικὴ πρωτοτυπία ὄχι γιὰ τὰ διαιροῦντα ἀλλὰ γιὰ τὰ ἑνοῦντα, ἀρχίσαμε ἐπὶ τέλους νὰ συζητοῦμε γιὰ τὸ τεράστιο θέμα τοῦ «πρωτείου» τοῦ πάπα. Καὶ στὸ θέμα αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἀπέκλιναν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐδέχθησαν, παπίζοντες καὶ λατινίζοντες, πρωτοφανῆ κακόδοξη θεωρία ὅτι τό «πρωτεῖο» ὑπάρχει σὲ τρία ἐπίπεδα· σὲ τοπικὸ σὲ περιφερειακὸ καὶ σὲ παγκόσμιο. Σὲ τοπικὸ πρῶτος εἶναι ὁ ἐπίσκοπος σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους κληρικούς, σὲ περιφερειακὸ ὁ μητροπολίτης σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους, καὶ σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο ὁ πάπας σὲ σχέση μὲ ὅλους τοὺς ἐπισκόπους. Ἡ παπικὴ αὐτὴ θεωρία, ὑποστηρίχθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τοὺς θεολόγους τοῦ Φαναρίου μέσα στὸν Διάλογο, διότι ἂν γινόταν δεκτή -εὐτυχῶς ποὺ δὲν ἔγινε- καὶ δεδομένου ὅτι ὁ πάπας, πρὶν νὰ γίνει ἡ ἕνωση, ἔχει δικαιοδοσία μόνον ἐπὶ τῶν Παπικῶν, ὡς πρῶτος μεταξὺ τῶν Ὀρ­θοδόξων σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο ἀπομένει ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπό­λεως. Μεγάλη θεολογικὴ ἀνακάλυψη γιὰ τὴν στήριξη τοῦ Φαναρίου, ἡ ὁποία συμπληρώθηκε ἀπὸ μικροὺς καὶ ἀνόητους θεολόγους μὲ δύο ἄλλες μεγάλες θεολογικὲς ἀνακαλύψεις! Ὅτι ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, πολὺ περισσότερο ὁ πάπας, εἶναι πρῶτος ὄχι μεταξὺ ἴσων, ὅπως διαχρονικὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δέχεται ἡ Ἐκκλησία (primus inter pares), ἀλλὰ εἶναι πρῶτος χωρὶς ἴσους (primus sine paribus). Καὶ γιὰ νὰ μὴ στηρίζεται τὸ πρωτεῖο μόνο σὲ ἱστορικοὺς λόγους, στὴν πολιτικὴ δηλαδὴ σημασία τῶν θρόνων, στὴν Ρώμη καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τοὺς ῾Ιεροὺς Κανόνες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει καὶ θεολογικὴ θεμελίωση, νὰ προέρχεται ὄχι ἐξ ἀνθρωπίνου, ἀλλὰ ἐκ θείου δικαίου, ἐφεῦραν τὴν τριαδολογικὴ θεμελίωση τοῦ πρωτείου μὲ βάση τὸ πρωτεῖο τοῦ Πατρὸς σὲ σχέση μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα. Ποιός μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν φωτίζει καὶ τοὺς σημερινοὺς θεολόγους στὴν διεκδίκηση πρωτείων, πρωτοκαθεδρίας, ἀξιωμάτων; Δὲν τὰ ἐγνώριζαν αὐτὰ μεγάλοι Ἅγιοι Πατριάρχες, δὲν τοὺς εἶχε φωτίσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ μᾶς παρέδωσαν, ὅπως καὶ τὰ συνοδικὰ καὶ πατριαρχικὰ κείμενα τοῦ 19ου αἰῶνος, ὅτι δὲν ὑπάρχουν «πρωτεῖα ἐξουσίας» ἀλλά «πρεσβεῖα τιμῆς»; Ὅτι καὶ ὁ πάπας τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καὶ ὁ πατριάρχης τῆς Νέας Ρώμης εἶναι ἴσοι μὲ ὅλους τοὺς ἐπισκόπους; Ἁπλῶς κατὰ τὴν τάξη τῶν θρόνων εἶναι «πρῶτοι μεταξὺ ἴσων» καὶ αὐτὴ ἡ πρωτιά τους, αὐτὴ ἡ πρόταξη, ὀφείλεται στὴν πολιτικὴ σημασία τῶν πόλεων-θρόνων, δὲν προέρχεται ἐκ θείου δικαίου, ποὺ δὲν ἀλλάσσει, ἀλλὰ ἐξ ἀνθρωπίνου δικαίου, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει.
στ) Προωθοῦν σήμερα οἱ Οἰκουμενισταὶ ὄχι τὴν ἀληθινὴ ἕνωση, ἀλλὰ τὴν κακὴ ἕνωση, ὅπως ἔγινε καὶ στὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ἀληθινὴ εἶναι ἡ ἕνωση, ὅταν ὑπάρχει ἑνότητα στὴν πίστη, ὅταν πιστεύουν ὅλοι στὰ ἴδια δόγματα τῆς πίστεως, καὶ κατ᾽ ἐπέκτασιν ὅταν ὑπάρχει ἑνό­τητα στὴν λατρεία καὶ στὴν διοίκηση· σὲ θέματα μάλιστα πίστεως δὲν δι­καιολογεῖται καμμία ποικιλομορφία· «ἰῶτα ἕν, ἢ μία κεραία» δὲν ἐπι­τρέ­πεται νὰ διαφέρει. Αὐτὸς ποὺ ἀλλάσσει τὴν πίστη στὸ παραμικρό, αὐτὸς καταστρέφει τὸ πᾶν. Ἡ ἕνωση ποὺ προβάλλεται σήμερα εἶναι κακὴ ἕνωση· ἐπιτρέπονται καὶ δικαιολογοῦνται οἱ διαφορὲς στὴν πίστη, ὅπως στὰ συγκρητιστικὰ συστήματα· θὰ κρατήσουμε ὅλοι τὰ πιστεύματά μας, καὶ οἱ αἱρέσεις τὶς πλάνες τους, καὶ θὰ ἑνώσουμε τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμμα· αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει τὸν πάπα εἶναι νὰ τὸν ἀναγνωρίσουμε ὡς πρῶτο, τοὺς δὲ Προτεστάντες νὰ πιστεύουν καὶ νὰ διδάσκουν, ὡς ἄλλοι πάπες, ὁ καθένας ὅ,τι θέλει, ὥστε νὰ ὑπάρχει πολλότης καὶ ποικολομορφία. Τὰ κείμενα, συνοδικὰ καὶ πατριαρχικὰ ποὺ παραθέσαμε «ἑπόμενα τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», διδάσκουν ὅτι ἀπαραίτητος ὅρος γιὰ τὴν ἕνωση εἶναι ἡ ἀποτίναξη, ἡ ἀπόρριψη ὅλων τῶν αἱρέσεων καὶ κατόπιν ἡ ἕνωση «μετὰ τῆς Ἐκκλησίας»· ὄχι «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» ἀλλά «ἕνωση μὲ τὴν Ἐκκλησία».
ζ) Πρὶν νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ ἕνωση τῶν αἱρετικῶν μὲ τὴν Ἐκκλησία, κάθε ἐπικοινωνία μὲ αὐτοὺς εἶναι ἄθεσμη, ἀντικανονική. Καὶ αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ ἔλλειψη ἀγάπης, ἀλλὰ ἀπὸ ἀληθινὴ ἀγάπη. Γιὰ νὰ διερωτηθοῦν, γιατί δὲν ἐπικοινωνοῦμε μαζί τους, καὶ νὰ μάθουν ὅτι ὅσα πιστεύουν καὶ πράττουν εἶναι ἀντιευαγγελικὰ καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. Ὅποιος ἀγαπᾶ λέγει τὴν ἀλήθεια στὸν ἀγαπώμενο, δὲν τὸν παραπλανᾶ.
η) Οἱ διεξαγόμενοι σήμερα Διάλογοι «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» ἀποτελοῦν τέχνασμα τοῦ Διαβόλου, ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐξισώσει τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος, τὴν ᾽Ορθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση. Τὸ «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» σημαίνει ὅτι ἀποδέχονται οἱ διαλεγόμενοι ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχουν τὴν ἀλήθεια καὶ οἱ δύο πλευρές· δὲν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια ἀποκλειστικὰ στὴ μία πλευρά. Καὶ μόνον ἡ ἀποδοχὴ αὐτοῦ τοῦ ὅρου σημαίνει ὅτι ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὸ ἂν ὁ Χριστός, ἡ Ἐκκλησία, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες ἔχουν καὶ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια. Ἂν στὴν «ἐπὶ ἴσοις ὅροις» συζήτηση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, λόγῳ ρητορικῆς δεινότητος τῶν αἱρετικῶν, ὑψηλοτέρου μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, διαλεκτικῆς ἱκανότητος ὑπερισχύσουν τῶν ἀσθενεστέρων εἰς αὐτὰ Ὀρθοδόξων ἢ τοὺς ἐξαναγκάσουν μὲ διαφόρους τρόπους, ὅπως ἔγινε στὴν Φερράρα-Φλωρεντία, νὰ δεχθοῦν τὰ τῶν αἱρετικῶν, αὐτὸ σημαίνει ὅτι βρέθηκε ἡ ἀλήθεια; Ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν αἰώνων κηρύσσει, διδάσκει, νουθετεῖ, ὁμολογεῖ τὴν ἀλήθεια πρὸς τοὺς ἀντιφρονοῦντες, πιστεύουσα ἀκραδάντως ὅτι ἔχει τὴν ἀλήθεια· δὲν ἐξισώνεται μὲ  τὴν αἵρεση «ἐπὶ ἴσοις ὅροις», ἀφήνουσα νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι καὶ οἱ αἱρετικοὶ μπορεῖ νὰ ἔχουν τὴν ἀλήθεια καὶ ὅτι αὐτὸ θὰ προκύψει ἀπὸ τὸν διάλογο. Αὐτὸ ἐπίστευε ὁ Κύριος συζητώντας μὲ τὴν Σαμαρείτιδα, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες; Διδάσκουμε κηρύττουμε, ὁμολογοῦμε τὴν ἀλήθεια, «μαθητεύουμε πάντα τὰ ἔθνη», καὶ ἂν οἱ διδασκόμενοι καὶ νουθετούμενοι δὲν πείθονται, τοὺς ἀφήνουμε νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμο τους. Δὲν συζητοῦμε ἐπὶ πέντε, δέκα, εἴκοσι, σαράντα χρόνια. Εἶναι σαφὴς ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίανπαραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατά­κριτος»[11]. Αὐτὸ ἐτήρησε καὶ ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας Β´, ὁ ὀνομαζόμενος Τρανός, στὸν δι᾽ ἀλληλογραφίας διάλογο ποὺ ἔκανε μὲ τοὺς Προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγκης. Ὅταν ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τους κατάλαβε ὅτι ἐμμένουν στὶς πλάνες τους, διέκοψε τὸν διάλογο καὶ τοὺς ἄφησε στὸν δρόμο τῆς πλάνης. Τοὺς ἔγραψε τὸ 1581: «Ἀξιοῦμεν δὲ ὑμᾶς τοῦ λοιποῦ μὴ κόπους παρέχειν ἡμῖν, μηδὲ περὶ τῶν αὐτῶν γράφειν καὶ ἐπιστέλλειν, εἴ γε τοὺς τῆς Ἐκλησίας φωστῆρας καὶ θεολόγους ἄλλοτε ἄλλως μεταχειρίζεσθε, καὶ τοῖς λόγοις τιμῶντες αὐτοὺς καὶ ἐπαίροντες τοῖς ἔργοις ἀθετεῖτε, καὶ τὰ ὅπλα ἡμῶν ἄχρηστα ἀποδεικνύετε, τοὺς λόγους αὐτῶν τοὺς ἁγίους καὶ θείους δι᾽ ὧν ἡμεῖς γράφειν καὶ ἀντιλέγειν ὑμῖν εἴχομεν. Ὥστε τὸ καθ᾽ ὑμᾶς, ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τὴν ὑμετέραν οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μὲν περὶ δογμάτων, φιλίας δὲ μόνης ἕνεκα, εἰ βουλητόν, γράφετε»[12].
θ) Τέλος, εἶναι ἀπαραίτητο καὶ κρίσιμο νὰ τονισθεῖ ὅτι τελικῶς στὶς συνοδικὲς διεργασίες ἀποφασιστικὸ ρόλο καὶ λόγο ἔχει ὁ πιστὸς λαός, ὁ ὁποῖος διαμορφώνει μὲ τὴν στάση του, θετικὰ ἢ ἀρνητικά, τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν συγκατάθεση καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀποφάσεις ὁποιωνδήποτε ἐπισκόπων καὶ ὁποιωνδήποτε συνόδων, ἀκόμη καὶ οἰκουμενικῶν, εἶναι ἄκυρες καὶ ἄ­χρηστες. Αὐτὸ συνέβη πολλὲς φορὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅπως π.χ. μὲ τὴν εἰκονομαχικὴ σύνοδο τῆς Ἱερείας τοῦ 754 καὶ μὲ τὴν ψευδο­σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), ποὺ μολονότι συγκλήθηκαν ὡς οἰκουμενικές, ἀπορρίφθηκαν ὡς αἱρετικές. Αὐτὸ ὀφείλουν νὰ τὸ λάβουν σοβαρὰ ὑπ᾽ ὄψιν οἱ ὑπεύθυνοι τῆς συγκλήσεως τὸ ἑπόμενο ἔτος (2016) τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ ἔτη κάτω ἀπὸ τὸν οὐδέτερο τίτλο«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο» προσπαθοῦν νὰ ἀποχαρακτηρίσουν τὶς αἱρε­τικὲς χριστιανικὲς κοινότητες καὶ νὰ τὶς δεχθοῦν, γιὰ πρώτη φορὰ στοὺς αἰῶνες, ὡς ἐκκλησίες καὶ ὡς ὁδοὺς σωτηρίας. Ἐπαναλαμβάνουμε τὶ ἀπήν­τησαν οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες τὸ 1848 πρὸς τὸν πάπα Πίο Θ´: «Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι, ἐδυνήθησαν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»[13].




[1]. Β´ Τιμ. 2, 9.
[2]. Α´ Κορ. 2, 25.
[3]. Ιωαννου ΚαρμιρηΤὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τόμ. ΙΙ, Akademische Druck – u. Verlagsanstalt Graz-Austria 19682, σελ. 951-972.
[4]. Ἐννοοῦν τοὺς Οὐνίτες ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι, ἐνδυόμενοι ἐξωτερικὰ ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ στὴν λατρεία καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, παρασύρουν πολλοὺς ἁπλοὺς πιστοὺς στὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ.
[5]. Ιωαννου Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 973-982.
[6]. Αὐτόθι, σελ. 982-1005.
[7]. Αὐτόθι, σελ. 1006-1010.
[8]. Περὶ αὐτοῦ ὁ Τ. Γριτσοπουλοσ, γράφει εἰς «Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία», τόμ. 4, στ. 400: «Μεταξὺ 1891 καὶ 1896 ἐδίδαξεν ὡς καθηγητὴς τῆς Σχολῆς Χάλκης. Εὐρέως ἔγινε τότε γνωστὸς ἀπὸ τὴν περίφημον κατ᾽ ἐντολὴν Ἀνθίμου Στ´ ἐγκύκλιον εἰς ἀπάντησιν τοῦ πάπα Λέοντος ΙΓ´, καλοῦντος εἰς ἕνωσιν τὰς ἀνατολικὰς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐν λόγῳ πατριαρχικὴ ἐγκύκλιος μετεφράσθη εἰς ὅλας τὰς εὐρωπαϊκὰς γλώσσας καὶ ἐσχολιάσθη εὐμενῶς».
[9]. Ιωαννου Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 1016-1032.
[10]. Περιοδικό «Ἐπίσκεψις» τοῦ «Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης, τεῦχος 563, σελ. Δημοσιεύθηκε ἐπίσης στήν «Ἐκκλησιαστικὴ Ἀλήθεια» τῶν Ἀθηνῶν στὶς 16-2-1998. Ἡ δικαιολογητικὴ ἀπάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρὸς τοὺς Ἁγιορεῖτες δὲν δημοσιεύθηκε ποτέ. Ἂς τὴν δημοσιεύσουν ἐπὶ τέλους εἴτε οἱ ἀποστείλαντες εἴτε οἱ παραλῆπτες.
[11]. Τίτ. 3, 10-11.
[12]. Ιωαννου Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 569.
[13]. Αὐτόθι, σελ. 1000.