Ἰνστιτοῦτο
Ἀστικοῦ καί Εὐρωπαϊκοῦ Δικαίου
Διευθυντής:
Νικόλαος Δημαρᾶς, Δρ. Νομικῆς
τοῦ Πανεπιστημίου Bielefeld Γερμανίας
Institut für
Bürgerliches und EG-Recht
Institute for
Civil and European Law
Direktor Dr. Jur. der Universität Bielefeld Nikolaos
Dimaras
Midias 9,
Papandreouplatz
26332 Patras
tel.: 2610334086
mob.: 6946210872
website:
users.otenet.gr/~dikaio
dikaio-dikaio.blogspot.com
Π.Ο.Ε. 29.11.2014,
Παραμόνου καί Φιλουμένου τῶν Μαρτύρων
Μακαριώτατε,
εὐλογεῖτε!
Ζητῶντας
ταπεινά τήν εὐχή Σας ὑποβάλλω υἱκῶς πρός ὑμᾶς τό κατωτέρω νομικό
ὑπόμνημά μου, ἀναφορικά μέ τό Ν. 4301/14 (ΦΕΚ ) «Οργάνωση της
νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και
άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές
διατάξεις», πού ψήφισε ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων καί
κύρωσε ὁ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας.
Στήν
μέριμνά της ἡ ἁγιωτάτη Ἐκκλησία μας, νά κατοχυρωθεῖ ὅσον τό δυνατόν
περισσότερο ἀπέναντι στίς πολλαπλές ἐπιθέσεις, πού δέχεται κατά τήν ἄσκηση τοῦ
ποιμαντικοῦ της ἔργου, προσπαθεῖ νά κάνει τήν καλύτερη δυνατή χρήση τοῦ νομικοῦ
πλαισίου, πού διαθέτει ἡ Ἑλληνική Πολιτεία μας, γιά νά κατοχυρωθεῖ καί
νομικά σέ ἐκεῖνες τῆς ἐκφάνσεις τοῦ ἔργου της, πού ἅπτονται νομικῶν
θεωρήσεων, ἀναφορικά κυρίως
-μέ
τήν καταχώρηση τῶν ληξιαρχικῶν γεγονότων, (γάμοι καί βαπτίσεις στά ληξιαρχεῖα
τοῦ κράτους),
-τοῦ
κοινωνικοῦ,
-φιλανθρωπικοῦ,
-λατρευτικοῦ
καί
-μελλοντικά,
ἴσως, καί τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ της ἔργου,
-ἀλλά
καί μέ τούς πιστούς της, ὡς πολιτῶν μιᾶς συντεταγμένης Δημοκρατίας,
-ὅπως
καί στήν καθημερινή συνδιαλλαγή της μέ τίς κρατικές-διοικητικές ὑπηρεσίες.
Γιά
τήν ἀναγνώρισή της, λοιπόν, ὡς φορέως ἀσκήσεως ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καί τήν
ἀπόκτηση κάποιων ἐμπραγμάτων, κυρίως, δικαιωμάτων, ἀπαιτεῖται ἡ ἱκανότητα
δικαίου, πού προϋποτίθεται κατά κανόνα καί γιά τήν ἱκανότητα διαδίκου, δηλ. γιά
τήν ἱκανότητα παραστάσεώς της ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων καί τῶν διοικητικῶν ἀρχῶν
τῆς χώρας μας ὡς νομικοῦ προσώπου.
Ἡ
ἱκανότητα αὐτή παρέχεται ἐπιπροσθέτως, ἐκτός
ἀπό τίς μορφές, μέ τίς ὁποῖες αὐτό συνέβαινε καί συμβαίνει μέχρι τώρα, δηλ. μέ
τήν μορφή τῶν σωματείων-ἀδελφοτήτων γιά τίς ἐνορίες μας καί τῶν ἀστικῶν
ἑταιρειῶν μή κερδοσκοπικοῦ χαρακτῆρα γιά τά μοναστήρια μας, μέσα ἀπό
τόν νέο νόμο (Ν. 4301/14 (ΦΕΚ ) “Οργάνωση της νομικής μορφής των
θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις
αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις”).
Ἡ
νέα αὐτή νομική κατάσταση δημιούργησε ἀνησυχία στήν Ἐκκλησία μας, γιατί οἱ
ρυθμίσεις τοῦ νέου νόμου ἅπτονται καί ὀρθοδόξων θεολογικῶν θεωρήσεων καί
ὀρθοδόξου προβληματισμοῦ, ὅπως ἤδη διαπιστώθηκε ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἔγινε
ἡ προσπάθεια ἐφαρμογῆς τῶν διατάξεών του. Αἰτιολογήθηκε, ὡστόσο, ἱστορικώς[1],
ὅτι καί στό παρελθόν ἡ Ἐκκλησία ἔκανε χρήση νομικῆς προσωπικότητας γιά τίς
σχέσεις της μέ τό κράτος καί λαμβανομένων ὑπ' ὄψιν καί τῶν κατωτέρω σημαντικῶν
νέων δεδομένων, τά ὁποῖα μοῦ ἐτέθησαν ὑπ' ὄψιν σημειώνω ἐπιπροσθέτως
τά ἑξῆς:
Βασικοί
καί θεμελιώδεις Κανόνες ἑνός συστήματος διοικήσεως καί ἀσκήσεως ἐξουσίας εἶναι
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι διασφαλίζουν τόν ἔλεγχο τῆς ἀσκουμένης ἐξουσίας. Ἡ
διοίκηση, κάθε διοίκηση, (καί ἡ Ἐκκλησιαστική), δηλαδή αὐτοκαθυποβάλλεται σέ
ἕναν αὐτοπεριορισμό, μιά καί ἡ ἴδια δέν ἐξαιρεῖται ἀπό τήν ἰσχύ τῶν Κανόνων πού
ἡ ἴδια θέτει γιά τόν αὐτοέλεγχό της!
Ἀσμένως
καί μέ ἰδιαίτερη ἱκανοποίηση δεχθήκαμε τήν ἄψογη Ὀρθόδοξη Ὁμολογία τῆς
Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν συνέχεια τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα μετά τήν ἐπάρατη Νεοημερολογιακή ἀλλαγή τό 1924!
Διά
τῆς Ὁμολογίας αὐτῆς[2] διασφαλίζεται
ἡ ἀπαρασάλευτος τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἐξασφαλίζεται
ὁ ἔλεγχος τῆς ἀσκουμένης ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, μέ τό θεμελιούμενο δικαίωμα
καί τήν ἐπιβαλλομένην ὑποχρέωση πρός ἀποτείχιση, ἐάν σημειωθεῖ παρέκκλιση εἰς
τά τῆς πίστεως ἀπό τούς πνευματικούς προϊσταμένους μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς
κοινότητας, ἐφ’ ὅσον κατοχυρώνεται ὁ 15ος Κανόνας τῆς
ΑΒ΄ Ἱερᾶς Συνόδου, κατά τήν ρητήν ἀναφοράν αὐτῆς, ὅτι ἀποδέχονται ὅλοι
οἱ ὑπογράφοντες τήν Πρώτην καί Δευτέραν Σύνοδον, τήν ἐπί Ἁγίου
Φωτίου τοῦ Μεγάλου συγκροτηθεῖσαν τό 861 μ. Χ. (σελ. 2 τῆς Ὁμολογίας
Πίστεως Γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ).
Κατοχυρώνεται
ἡ διοικητική αὐτοτέλεια τῶν Ἱερῶν Μοναστηρίων, Ἡσυχαστηρίων καί Ἐνοριῶν, ἐπί
τῶν ὁποίων ὁ ἐπίσκοπος ἀσκεῖ μόνον τήν πνευματικήν ἐξουσίαν, ἐφ’
ὅσον ρητῶς ὁρίζεται ἡ ἀνεπιφύλακτος ἀποδοχή:
v τῶν
Ἁγίων Ἑπτά Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων,
v τῶν
Ὅρων τῆς ὀρθῆς πίστεως, κατά τάς Ἀποστολικάς Παραδόσεις πού συνετάχθησαν διά
τῶν Ἁγίων Πατέρων,
v τῆς
Ἁγίας Συνόδου ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ 879/880,
v τοῦ
Συνοδικοῦ Τόμου τοῦ 1351 ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί Πατριάρχου
Καλλίστου Α΄,
v τῶν
Πανορθοδόξων Συνόδων, τῶν συγκληθεισῶν τά ἔτη 1583, 1587 καί 1593 πού
κατεδίκασαν τήν εἰσαγωγήν τοῦ Γρηγοριανοῦ-Φραγκικοῦ-Νέου Ἡμερολογίου,
v τοῦ
Πατριαρχικοῦ Τόμου τοῦ 1756 περί τοῦ βαπτίσματος τῶν ἑτεροδόξων,
v τοῦ
Συνοδικοῦ Σιγγιλίου τοῦ 1848 τῶν Ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς
v καί
τοῦ Συνοδικοῦ Συγγιλίου τοῦ 1872 ἐπί καταδίκῃ τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ.
Ἡ
Ὁμολογία ἀπορρίπτει:
v τόν
Οἰκουμενισμόν καί δι’ αὐτῆς θεωρεῖται ὡς πεπτωκώς περί τήν Πίστιν καί
ἐκκλησιαστικῶς ἀκοινώνητος ὁ ἀποδεχόμενος τήν αἵρεση αὐτή,
v ἀπορρίπτει
τό «Διάγγελμα» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινου-πόλεως, τό ὁποῖο προέβλεπε τήν
Νεοημερολογιτική Μεταρρύθμιση, τοῦ λεγομένου Πανορθοδόξου Συνεδρίου τοῦ 1923,
πού ἐφαρμόσθηκε στήν Ἑλλάδα τό 1924 καί πού παραβίασε τίς Ἀποφάσεις τῶν τριῶν
Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος.
v Δι’
αὐτῆς θεωροῦνται πεπτωκότες περί τήν Πίστιν οἱ ἐξ ὀρθοδόξων
συμμετασχόντες στήν ἵδρυση τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν
Ἐκκλησιῶν» τό 1948, πού καλλιεργοῦν τόν Διαχριστιανικό καί
Διαθρησκειακό Οἰκουμενισμό καί τίς λεγόμενες Πανορθόδοξες Διασκέψεις καί ὅσοι
ἀπό τό 1961 κ.ἑ. προετοίμασαν τήν κατακριτέα, ἄκυρη καί ἀνυπόστατη «ἄρση
τῶν Ἀναθεμάτων Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας» τό 1965, καί πού
καλλιεργοῦν τήν προοπτική, γιά τήν σύγκληση τῆς λεγόμενης Μεγάλης Πανορθοδόξου
Συνόδου, γιά τήν τελική ἀποδοχή, καθιέρωση καί δογματοποίηση τῆς συγκρητιστικῆς
αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐφ’
ὅσον οἱ Ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἱερές Παραδόσεις, διακηρυσσομένου καί τοῦ
Συμβόλου τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, τηροῦνται ἀπαρασάλευτα καί κατά
τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματός μας, κάθε ἄλλη ἀντίθετη διάταξη
κατωτέρας ἰσχῦος νόμου, εἶναι ἀνίσχυρη καί ἄκυρη καί ἰσχύουν αὐτοδικαίως γιά
κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανό τά ἀνωτέρω ἐξαντλητικῶς ὁμολογούμενα καί ὑπογραφόμενα
ὑπό τῶν μελῶν, ὅπως τά ἐξήγησαν καί τά ἐφάρμοσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί
ἐκτέθηκαν στό Ἱερό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ περίπτωση
ἀμφιβολίας, κενοῦ ἤ ἀσάφειας, τοῦ νέου νόμου.
Ὁποιαδήποτε
ἐπιφύλαξη περί δυσμενοῦς καί ἄνισης μεταχειρίσεως τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ.
ἔναντι ἄλλων θρησκευτικῶν κοινοτήτων ἀπό τίς διατάξεις τοῦ νέου νόμου,
ἐλεγχομένων ὡς ἀντιθέτων πρός τίς Συνταγματικές ἐπιταγές, εἶναι δυνατόν νά
προβληθεῖ ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων καί νά προσβληθοῦν οἱ σχετικές διατάξεις ὡς
μή σύμφωνες πρός τό Ἑλληνικό Σύνταγμα.
Ἐλεγχόμενες
συνταγματικά εἶναι ἐκεῖνες οἱ διατάξεις, μέ τίς ὁποῖες ἀντιμετωπίζονται
προνομιακά ὡς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαιου:
α)
οἱ Νεοημερολογίτες-Οἰκουμενιστές,
β)
οἱ Μωαμεθανοί τῆς Θράκης μας, ἀλλά καί
γ)
οἱ ... Ἰσραηλίτες (Ἰσραηλιτική Κοινότητα Ἑλλάδος)
Ἕλληνες
πολίτες, Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι, πού συνεχίζουν νά ἀποτελοῦν τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία στήν Πατρίδα μας, μέ τό νέο νόμο ἀντιμετωπίζονται διακριτικά,
ἀπολαύοντες δυσμενοῦς μεταχειρίσεως καί ἄρα ἀντίθετα πρός τό ἄρθρο 4 Σ.
Συνοπτικά,
λοιπόν, μποροῦν νά τονισθοῦν τά ἑξῆς, ὅπως τά σημειώνει καί ἡ Ἑλληνική Ἕνωση
γιά τά Δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου:
-πρόκειται
γιά ἕνα νόμο κατώτερο τῶν περιστάσεων καί δέσμιο ἑνός κρατικοῦ
συντηρητισμοῦ.
Γιατί:
-ἀντιμετωπίζει
τήν ἐλεύθερη ἐκδήλωση θρησκευτικῶν καί ἄλλων πεποιθήσεων ὡς διακινδύνευση τῆς
κοινωνικῆς συνοχῆς καί τάξης, πού στήν οὐσία του δέν προστατεύει, ἀλλά
περιορίζει τήν θρησκευτική ἐλευθερία, τήν ὁποία θέτει ὑπό τόν κρατικό ἔλεγχο,
πού γίνεται ἐπικίνδυνος σέ περιόδους κρίσεων (ἄρθρο 10). Ὁ νόμος ἀγνοεῖ τόν
οἰκουμενικό χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας μας καί ἀναδεικνύει ὡς ὑποκείμενο τῶν
ρυθμίσεών του τίς τοπικές, (οὔτε κἄν τίς ἐθνικές), θρησκευτικές κοινότητες καί αὐτό
μελλοντικά θά πρέπει νά γίνει ἀντικείμενο διεκδικήσεων ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας
μας γιά νομοθετικές βελτιώσεις ἀπό τήν Πολιτεία μας.
Ἐπιπλέον,
σύμφωνα μέ τήν Αἰτιολογική του Ἔκθεση ὁ νόμος ἐπιδιώκει νά ὁμογενοποιήσει τήν
νομική προσωπικότητα τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων, στήν πράξη, ὡστόσο,
διαμορφώνει ἕνα πλαίσιο διαφορετικῶν ταχυτήτων γιά τίς θρησκευτικές κοινότητες
καί τήν λειτουργία τους καί αὐτό θά πρέπει νά διορθωθεῖ σέ
μεταγενέστερη νομοθετική μεταρρύθμιση.
Τό
ἴδιο πράττει καί γιά τήν ἵδρυση τῶν χώρων λατρείας:
-δέν
καταργεῖ τό ἰσχῦον νομικό πλαίσιο τῆς δικτατορίας Μεταξά, τό ὁποῖο πολλές φορές
μᾶς δημιούργησε προβλήματα στό παρελθόν καί μᾶς δημιουργεῖ ἀκόμη
-ἐπεμβαίνει
στήν αὐτοδιοίκηση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί στίς ἐπεμβάσεις αὐτές θά
πρέπει νά ἐπιβληθοῦν φραγμοί, καί μέχρι τότε οἱ ἐπεμβάσεις αὐτές, βέβαια,
ἐλέγχονται ἀπό τήν δικαστική ἐξουσία, καί
-θέτει,
ὡς ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο γιά τήν σύσταση θρησκευτικῶν νομικῶν προσώπων, τήν
αἴτηση τουλάχιστον τριακοσίων πιστῶν, ὅταν τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας
ἔχει νομολογήσει, ὅτι γιά τήν ἵδρυση χώρων λατρείας ἐπαρκοῦν ἑπτά πιστοί (ΣτΕ
1842/1992, ὅπως ἰσχύει καί στό γερμανικό Δίκαιο), καί βεβαίως, ἀγνοῶντας, ὅτι ἡ
θρησκευτική πίστη καί κατ' ἐξοχήν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μετρᾶται μέ ἀριθμούς.
-Τέλος,
ὁρίζοντας ὡς αἴτιο διάλυσής του τήν ἀνήθικη ἤ τήν ἐνάντια πρός τήν δημόσια τάξη
λειτουργία του (ἄρθρο 10, παράγραφος γ΄), ἀφήνει ἀνοιχτό τό πεδίο γιά
αὐθαίρετους ὁρισμούς περί ἠθικοῦ καί μή ἠθικοῦ, παρέχοντας ἁπλόχερα στήν
ἑκάστοτε κυρίαρχη θρησκευτική κυριαρχοῦσα ἐξουσία -καί ὄχι μόνο- τό δικαίωμα νά
καλλιεργεῖ κατά τό δοκοῦν ἠθικούς πανικούς καί τό κράτος νά προστρέχει ὡς
προστάτης τῆς χαρακτηριζόμενης αὐθαίρετα ὡς κυρίαρχης ἠθικῆς ἐπιβλητέας τάξης
τῆς κρατοῦσας ἐκκλησίας, πρᾶγμα τό ὁποῖο, ὡστόσο, ἐλέγχεται ἀπό τήν
δικαστική κρίση καί τήν σχετική ἀπόφαση.[3]
Ἡ
Ἑλληνική Ἕνωση γιά τά Δικαιώματα τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΕΔΑ) χαρακτηρίζει τόν Νόμο γιά
τήν «Ὀργάνωση τῆς νομικῆς μορφῆς τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί τῶν
Ἑνώσεών τους στήν Ἑλλάδα» ὡς προβληματικό!
Συμπερασματικά καί μέ τίς ἰσχυρές ἀσφαλιστικές δικλεῖδες τῶν
Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων τῆς ἀνωτέρω ἐκτεθείσης
Ὁμολογίας Πίστεως, μή ὑπάρχοντος βελτίονος, πρός τό παρόν, νομικοῦ
πλαισίου, γιά τήν κτήση νομικῆς προσωπικότητας, ἀναγκαίας κατά τά ἐκτεθέντα γιά
τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπέναντι στό κράτος, ἀφίνεται στήν
ἐλεύθερη συνείδηση τοῦ κάθε πιστοῦ μας νά γίνει μέλος μιᾶς θρησκευτικῆς
κοινότητος[4] καί
τοῦ μείζονος συγκροτηθησομένου, ἀπό τά Διοικητικά Συμβούλια τῶν θρησκευτικῶν
κοινοτήτων, Ἐκκλησιαστικοῦ Νομικοῦ Προσώπου τῆς Ἐκκλησίας
Γ.Ο.Χ. τῆς Ἑλλάδος στή συνέχεια, ἔχοντας πρωτίστως ἐμπιστοσύνη στό
πρόσωπο τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου μας κ. κ. Καλλινίκου καί
στά πρόσωπα τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων μας τῆς περί Αὐτόν Ἱερᾶς Συνόδου μας τῆς
Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας ἐνεργά μέλη ἤδη διατελοῦμε.
Υἱκῶς,
ἀσπαζόμενος τήν ἁγίαν δεξιάν Σας,
πάντοτε
ὑμέτερος,
π.
Νικόλαος Δημαρᾶς Δρ.Ν.
[1] Γενικότερα έργα υπάρχουν και αναφέρονται στο Δίκαιο της
Ρωμαϊκής εποχής ή στη δράση των αναρίθμητων συλλόγων (επαγγελματικών,
αθλητικών, θρησκευτικών), που υπήρχαν την εποχή αυτή, η στα ταφικά έθιμα. Για τα collegia
funeraticia ακόμη παραπέμπεται το παλιό έργο του Schiess, Die römischen
collegia funeraticia (1888), ενώ για κάτι πιο καινούριο μπορεί
να δεί κανείς το Anna Cafissi, Contributo
alla storia dei collegi romani: i collegia funeraticia,
"Studi e Ricerche" II, 1984, 89-111. Ενα πιο πρόσφατο άρθρο είναι το
"Patronage, collegia and burial in imperial Rome", στο
βιβλίο Death in Towns (εκδότης S. Basset) 1992, 15-27. Την σχέση των Χριστιανών με τους συλλόγους αυτούς
υποστήριξε ο G.B. de Rossi κατά τη γνώμη τῆς καθηγήτριας Σοφίας
Ζουμπάκι πειστικά. Μια πρόσφατη
αναφορά σ' αυτόν και στο θέμα βλ. στον Jonathan S. Perry, 'In honorem Theodori Mommseni: G. B. de Rossi and the collegia funeraticia', στο βιβλίο του C.F. Konrad (ed.), Augusto Augurio. Rerum Humanarum et Divinarum Commentationes in Honorem
Jerzy Linderski.
Stuttgart: Franz
Steiner Verlag, 2004, σελ. 105-122. Ενα κλασικό εγχειρίδιο επιγραφικής με αναφορά στο θέμα
είναι το O. Marucchi, Christian epigraphy (reprint Chicago 1974)
29 ff.
Ως
προς τις κατακόμβες, εκτός από τη Ρώμη, υπάρχουν και της Μήλου. Ως προς την
Μήλο μπορεί να δεί κανείς τις σχετικές σελίδες στο βιβλίο G.
Kiourtzian, Recueil des inscriptions grecques chretiennes des
Cyclades (Paris 2000) 78-96, όπου υπάρχουν παραπομπές στην παλιότερη
βιβλιογραφία.
Βλ.
και τους ιστοτόπους http://www.catacombsociety.org/bibliography.html και http://www.catacombsociety.org/glossary.html
[2] Ἀποτελεῖ
ἀναπόσπαστο παράρτημα τοῦ παρόντος νομικοῦ ὑπομνήματος καί τῆς αἰτήσεως, γιά νά
γίνει κάποιος μέλος τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ νομικοῦ προσώπου .
[3] Αν
το κράτος, βέβαια, θέλει να μας πολεμήσει μπορεί, να το κάνει και με τις
ισχύουσες διατάξεις και αναφορικά με τις υπάρχουσες ενώσεις-αδελφότητες ή
ενορίες. Το άρθρο 10 περί διαλύσεως των θρησκευτικών νομικών προσώπων είναι
ανάλογο με τα άρθρα 103-105 του Α.Κ. περί διαλύσεως των σωματείων και υιοθετεί
ακριβώς την ίδια ορολογία:
Άρθρο
103
Διάλυση
του σωματείου
Το
σωματείο διαλύεται οποτεδήποτε με απόφαση της συνέλευσης των μελών.
Άρθρο
104
Το
σωματείο διαλύεται στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό.
Το
σωματείο διαλύεται μόλις τα μέλη του μείνουν λιγότερα από δέκα.
Άρθρο
105
Με
απόφαση του πρωτοδικείου μπορεί να διαλυθεί το σωματείο, αν το ζητήσει η
διοίκησή του ή το ένα πέμπτο των μελών του, ή η εποπτεύουσα αρχή: 1. αν, επειδή
μειώθηκε ο αριθμός των μελών του ή από άλλα αίτια, είναι αδύνατο να αναδειχθεί
διοίκηση ή γενικά να εξακολουθήσει να λειτουργεί το σωματείο σύμφωνα με το
καταστατικό. 2. αν ο σκοπός του σωματείου εκπληρώθηκε ή αν από τη μακρόχρονη
αδράνεια συνάγεται ότι ο σκοπός του έχει εγκαταλειφθεί. 3. αν το σωματείο
επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνον που καθορίζει το καταστατικό ή αν ο
σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν καταστεί παράνομοι ή ανήθικοι ή
αντίθετοι προς τη δημόσια τάξη.
(Η
§ 2 του άρθρου 105 καταργήθηκε με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ.) Βλ. Σχετικά για τα
νομικά πρόσωπα, Δρος Ν. Νικολάου Δημαρά, Εἰσαγωγή στο
Αστικό Δίκαιο, έκδ. Ε΄, 2003.
[4] Ἀφοῦ καί τά εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα τῶν πιστῶν,
κατά τήν ρητή ἀναφορά τοῦ νόμου, δέν κοινοποιοῦνται καί διασφαλίζονται μέ τίς
ἐγγυήσεις τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας.