Ὁ Καλόγηρος, ὁ πάτερ Σαμουήλ, πρὸ πολλοῦ καιροῦ
ἠσχολεῖτο ἀόκνως εἰς τὴν ἐπισκευὴν τοῦ φρουρίου, πρὶν ἢ ἐν αὐτῶ κλεισθῶσιν οἱ
Σουλιῶται προβλέπων ὅτι ἐπὶ τέλους τὸ Κοῦγκι θὰ ἦτο τὸ μόνον καταφύγιον τῶν
Σουλιωτῶν, ὅταν αἱ ὑπερβάλλουσαι δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ ἤθελον καταβάλει διὰ τοῦ
ὄγκου αὐτῶν, τὴν ἀνδρείαν τῶν εὐαρίθμων ἐκείνων ἡρώων.
Ἐλᾶτε μ’ ἐμένα, δὲν
ἔπαυε λέγων ὁ Σαμουὴλ εἰς τοὺς Σουλιώτας, φέρτε ἐδῶ τὰ πράγματά σας,
τὸ γέννημά σας γιὰ νὰ μπορέσω νὰ δώσω, ὅταν ἐλθη ἡ ὥρα τῆς ἀνάγκης, τὸ δέκατο,
εἰς ἐκείνους ὁποῦ δὲν θὰ ἔχουν τίποτε στὴ δυστυχία ποὺ θὰ μᾶς πλακώση.
Ὁ πατέρας μου, ἔλεγεν ὁ γέρο-Σουλιώτης, τὸν
ἀφουγκράστηκε καὶ ἔστειλε ἀπὸ πρὶν στὸ κάστρο τὴ μάνα μου, μ’ ἐμένα καὶ τὴ μάνα
του. Ἡ μάνα μου, τοῦ ἔλεγε, «πῶς θὰ μὲ ἀφήσης νὰ
πάγω μοναχή μου κεῖ μέσα; Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοὶ δὲν ἀκούσανε τὸν
καλόγηρο, γιατὶ τὸν εἶχαν γιὰ τρελλόν, καθὼς γιὰ τρελλὸν τὸν πῆραν καὶ τὸν
ἄφησαν, ὅταν ἔτυχε νὰ τοὺς πῆ φανερά μιὰ μέρα, ὁποὺ ἐχόρευαν στὸ Σοῦλι:
Ἄχ!... Παιδιὰ δὲν θὰ ματαχορέψετε
ἄλλο, ὁποῦ δὲν θέλετε νὰ μὲ ἀφουγκραστῆτε.
Εἶναι
ζουρλὸς ἔλεγαν τότε, γελῶντες.
Οἱ κουτοί! Ἄν ὅλοι τὸν εἶχαν άφογκραστῆ καὶ εἶχον
ἑτοιμαστῆ, καθὼς τόσες φορές τοὺς τὸ εἶχε εἰπῆ ὁ καλόγηρος, δὲν θὰ εἶχαν
ἀπεράσει τόσες δυστυχίες, ὅσες ἀπέρασαν.
Ὁ καλόγηρος ἦτο ὁ μέγας διοικητής, ὁ φρούραρχος.
Πάντοτε εἰς αὐτὸν ὑπετάσσοντο, διότι ἦτον ἀνδρεῖος. Εἶχε προνοητικόν, ἦτο
προφήτης.
Ὁποῖος ἀνὴρ ἧτον ἐκεῖνος!
Πρῶτος πάντοτε εἰς τὸ πῦρ, εἰς τοὺς κινδύνους παντοῦ
εὑρίσκετο. Μὲ τὰ ἀνδραγαθήματά του ἐπεβάλλετο. Μὲ τὰς συμβουλὰς αὐτοῦ πάντας
ἐνίσχυε καὶ ἐνεθάρρυνεν εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ἐπικινδυνωδεστέρων πράξεων. Ἐπὶ
14 συνεχῆ ἔτη, νέος ἔτι ὤν, ἠκολούθησε τὸν Ἅγιον Κοσμᾶν, ἅγιον τῆς Ἠπείρου. Τοῦ
ἁγίου ἐκείνου τὰ θαύματα ἅπασα ἡ Ἤπειρος εἶδε κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον, καὶ τὴν
μνήμην αὐτοῦ ἡ Ἤπειρος ἅπασα εἰσέτι δοξάζει καὶ εὐλαβῶς ἑορτάζει. Ὁ καλόγηρος,
ὁ πάτερ Σαμουήλ, ἦτο ἀπὸ τὴν Λάκκαν τοῦ Μπότζαρη, καὶ ἰδιαίτερα, αὐτοῦ πατρὶς
ἦτο τὸ χωρίον Χίνγκα. Κατὰ τὰ τρία τῆς πολιορκίας ἔτη, ποῖος ποτὲ ἡσύχαζε ἐκεῖ
μέσα εἰς τὸ Κούγκι; Πάντοτε πόλεμος!...
Πολιορκούμενοι εἰς τὸ Κοῦγκι, ὤφειλον, ἀντὶ πάσης
θυσίας νὰ φροντίζωσι περὶ τῶν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν σπανιζόντων τροφίμων. Οἱ
πολυμήχανοι ἐκεῖνοι ἄνδρες διὰ μυρίων τεχνασμάτων ἡδυνήθησαν νὰ συντηρηθῶσι.
Ἀγωνιζόμενοι πάντοτε τὸν μᾶλλον ἄπελπιν καὶ ἀπεγνωσμένον ἀγῶνα, ἠδυνήθησαν ὡς
ἐκ θαύματος, ν’ ἀποκρούσωσι τὰ μαινόμενα στίφη τοῦ Ἀλη Πασᾶ καὶ ν’ ἀνθέξωσιν
ἀπέναντι τῶν ἀνεξαντλήτων μέσων, τὰ ὁποῖα διέθετεν ὁ αἱμοβόρος ἐκεῖνος Τοῦρκος
Ἠπειρώτης. Ὑπέμεινεν ἀγογγύστως ἐπὶ τρία ὁλόκληρα ἔτη ὅλας τὰς στερήσεις, ὅλας
τὰς κακουχίας, τὰς δυστυχίας τοῦ πολέμου, τὸν ἀποκλεισμόν, τὴν πεῖναν.
Ἄγρυπνοι! διότι ἄγρυπνος ὁ ἐχθρὸς ἐκαραδόκει τὴν στιγμὴν ἵνα αἰφνιδίως κατ’
αὐτῶν ἐφορμήση καὶ καταστρέψη αὐτούς!... Ἀλλὰ τέλος, ἀπηύδησαν. Ἄνθρωποι ἦσαν.
Ἡ πεῖνα ἔγινε ἀνυπόφορος. Οὐδεμία ἐλπίς. Ὁ ἀπελπισμὸς εἶχε σαλεύσει τὰς φρένας
τῶν ψυχροτέρων, τῶν γενναιοτέρων ἀνδρῶν. Ἡ ἀπειλὴ ἀναποδράστου γενικῆς
πανωλεθρίας ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀμοιβῆς, μετὰ τόσας καὶ τόσας θυσίας, μετὰ τόσας καὶ
τόσας ἡρωϊκὰς πράξεις παρίστατο ἐνὠπιον αὐτῶν, νύκτωρ καὶ ἡμέρας
τρομακτικώτατον φάσμα καὶ ἐπήγνυε τὸ αἷμα εἰς τὰς θερμὰς καρδίας τῶν ἀνδρείων
ἐκείνων ἀνδρῶν. Αἱ μητέρες δὲν ἔκλαιον, τὰ δάκρυα εἶχον ἀποξηρανθῆ εἰς τοὺς
βλοσυροὺς αὐτῶν ὀφθαλμούς. Ἔβλεπαν σπασμωδικῶς, φρενιτιῶσαι εἰς τὰς ἀγκάλας,
εἰς τὰ ξηρὰ στιμμένα στήθια των τὰ πεινῶντα ἰσχνὰ βρέφη. Οἱ πατέρες ἐδίψων
πάντοτε ἐκδίκησιν ἀλλ’ ὡς ἐν μέσω σιδηρᾶς ἁλύσεως ἔβλεπον ἑαυτοὺς δεσμευμένους.
Ἄφωνοι ὡς σκελετοὶ περιεφέροντο. Πάντες ἐγνώριζον ὅτι ἡ καταστροφὴ ἐπέκειτο,
ὅτι ἡ πατρὶς ἀπώλετο. Οἱ ὑπερήφανοι, οἱ ἀγέρωχοι Σουλιῶται ὤφειλον ὁσονούπω νά ὑποκύψωσιν
εἰς τὸν σκληρότατον ζυγὸν τοῦ αἱμοχαροῦς Ἀλῆ! Ὁ λαὸς ἤρχισε νὰ γογγύζη.
Καταπονημένοι ἦσαν πάντες. Ἦσαν ἐγκαταλελειμμένοι. Οὐδεμία διέξοδος. Οὐδεμία
ἐλπὶς σωτηρίας. Ἤρχισαν, τέλος, ν’ ἀναφανῶσι παντοῦ σημεῖα τινὰ δυσαρεστήσεως,
οἱ πρόδρομοι τῆς ἀναρχίας. Οἱ ἀρχηγοὶ πρὸ πολλοῦ εἶχον ἐννοήσει τὴν θέσιν εἰς
τὴν ὁποίαν ἤδη περιῆλθον.
Τότε ὁ Δῆμο Δράκος μίαν νύκτα, ὅτε ὁ ὕπνος εἶχε
καλύψει μὲ νεκρικὴν σιγὴν τὰ πέριξ άντικείμενα καὶ ὁ λαὸς ὡς ἐν ἀγωνία θανάτου
ἐκοιμᾶτο, ἐπλησίασε τὸν Φῶτον Τζαβέλαν, καὶ εἶπεν αὐτῷ.
—Πήγαινε εἰς τὸν καλόγηρο πές’ του ὅτι εἴμαστε
χαμένοι, ὅτι ὁ λαὸς ἀπέκαμε, ὅτι ἡ πεῖνα κατέφαγε ἀνηλεῶς τὰ σπλάχνα του, ὅτι
κανένας πλειὸ δὲν μπορεῖ νὰ βαστάξη. Πέ’ του ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ
συνθηκολογήσωμε μὲ τὸν Ἀλῆ, ὅτι εἶναι γραμμένο ν’ ἀφήσουμε τοῦτο τὸ ὕστερο
καταφύγιο. Οἱ γυναῖκες, τὰ παιδιὰ καὶ οἱ γέροντες, εὑρίσκονται μαζί μας. Τί θὰ
τοὺς κάμουμε εἰς τὴν ὕστερη φοβερὴ ὥρα;
Πηγαίνει ἀμέσως ὁ Φῶτος Τζαβέλας πρὸς τὸν καλόγηρον
καὶ ἀναφέρει αὐτῶ τὰ πάντα.
—Ναί,
ἀπήντησεν ὁ καλόγηρος. Πρέπει νὰ συνθηκολογήσουμε, τὸ βλέπω, ἀλλὰ πρέπει ὁ Ἀλῆς
νὰ ἔλθῃ πρῶτος εἰς ἐμᾶς. Ἀλοιῶς θὰ καταλάβῃ εὔκολα τί τρέχει, καὶ δὲν θὰ
συνθηκολογήσῃ ἢ θὰ μᾶς ἐπιβάλῃ ὅρους πολὺ σκληρούς, ἀπαραδέκτους. Πήγαινε, σὺ
Φῶτο, εἰς αὐτόν, προσπάθησε νὰ ἐπιτύχῃς, εἶσαι φίλος του!
— Δύο φορές, γιὰ θαῦμα, ἐγλύτωσα ἀπὸ τὰ
χέρια του καὶ δὲν πηγαίνω, ἀπήντησεν ἀποτόμως ὁ Τζαβέλας.
— Νὰ πᾶς Φῶτο. Ἐγὼ θὰ σ’ ἔχω στὸ λαιμό μου.
Νὰ πᾶς Φῶτο, θὰ πᾶς. Αὔριο τὸ πρωΐ θὰ τὸν ἰδῆς ἀπάνου στὲς ράχες μὲ τρεῖς
χιλιάδες παλληκάρια του, ἕτοιμο νὰ πέση ἀπάνου μας. Αὔριο ἴσως θὰ εἶναι ἡ
ὕστερη ἡμέρα γιὰ μᾶς. Πρέπει νὰ πᾶς εἰς αὐτόν. Εἶσαι φίλος του, καὶ θὰ
ἐπιτύχης. Πρέπει σεῖς ὅλοι νὰ γλυτώσετε. Ἐγὼ ἐδῶ θὰ μείνω. Ὁρκίστηκα νὰ
ὑπερασπίσω ἕως τὸ ὕστερο τὸ Κοῦγκι ὁποῦ γιὰ τόσο καιρὸ μᾶς ἐφύλαξε. Τὸν ὅρκο
μου θὰ τὸν βαστάξω ἱερό. Ἅμα σὲ ἰδεῖ, πρώτην ἐρώτησιν ποὺ θὰ σοῦ κάμῃ, θὰ
εἶναι: «Πόσο γέννημα ἔχετε;» Σὺ θὰ τοῦ ἀπαντήσης». Ἔχουμε γέννημα γιὰ ἕξη μῆνες
καὶ πάλι ὁ Θεὸς ἔχει» θὰ ἰδῇς θὰ ἀκούσῃς. Ζήτησέ του ἄλογα, μουλάρια, ὅσα θὰ
πᾶμε, καὶ ἐπειδὴ δὲν πρέπει νὰ δώσουμε πίστι εἰς τὰ λόγια του, πές του ὅτι
θέλουμε νὰ μᾶς δώσῃ ἐνέχυρο, ἕως τὴν Πάργα.
Ἤκουσεν
ὅλα ταῦτα, ὁ Φῶτος μετὰ μεγίστης προσοχῆς, ἀλλὰ δὲν ἐπείσθη καὶ σύννους
ἀπῆλθεν, οὐδεμίαν δώσας ἀπάντησιν.
Ἡ
νὺξ παρῆλθε καὶ τὴν πρωἴαν, ἀνεφάνησαν εἰς τὰς κορυφὰς τῶν πέριξ λόφων, ὁ Ἀλῆς
μὲ τὰ παλληκάρια του.
Θαῦμα;
Θεὸς ἐνέπνευσε τὸν Σαμουὴλ ἢ διὰ κατασκόπων ἐπέτυχε νὰ μάθῃ περὶ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἀλῆ;
Ὁ
Φῶτος ἐνώπιον τοῦ θεάματος ἐκείνου ἔμεινεν ἔκθαμβος, ἐμβρόντητος. Εἶδεν ὅτι οἱ
λόγοι τοῦ Σαμουὴλ ἦσαν λόγοι προφητικοί. Ἀνέλαβε ὁλόκληρον τὸ θάρρος του.
Ἐπίστευσεν, ἀνεχώρησεν ἀμέσως καὶ ἐπορεύθη πρὸς τὸν Ἀλῆ. Ἅμα εἶδεν αὐτόν ὁ
Ἀλῆς.
Καλῶς
τὸν Φῶτο μου. Τί χαμπέρια; εἶπεν.
Ὁ
Ἀλῆς τὴν πρωΐαν ἐκείνην μόλις κατέλαβε τὰς θέσεις ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν λόφων,
διέταξεν ἀμέσως γενικὸν πυροβολισμόν. Πολεμικὸν ἐγερτήριον! πρῶτον ἐχθρικὸν
σημεῖον ἀγγέλον τὴν ἄφιξίν του εἰς τοὺς γενναίους πλὴν δυστυχοῦντας Σουλιώτας.
Τὸ
Κοῦγκι ἔκειτο ἐπὶ χαμηλοτέρου ἐδάφους.
Ὁ
Σαμουὴλ ὅστις ἐπρονόει εἰς πᾶν ἐνδεχόμενον, ὁπλίσας ἐγκαίρως νέους, γέροντας,
γυναίκας, παιδιά, πάντας ἐκείνους, οἵτινες ἠδύναντο νὰ ὁπλοφορῶσι, διέταξεν ἀμέσως
γενικὸν πυροβολισμόν, διατηρήσας αὐτὸν ζωηρότατον ἐπὶ ἡμισείαν ὥραν.
Τοιαύτη
ὑπήρξεν ἡ πρώτη γενναία ἀπάντησις τοῦ ἀτρομήτου Σαμουὴλ εἰς τὴν θρασεῖαν,
ἄνανδρον ἀπειλὴν τοῦ αἱμοβόρου Ἀλῆ.
Ὁ
Ἀλῆς ἤκουσε τὸν πυροβολισμὸν καὶ ἔμπλεως ὀργῆς, ἔδηξε τὰ χείλη του.
Τὰ
παλληκάρια του, παρουσιάσθησαν ἐνώπιον του καὶ τῶ εἶπον:
Ἡμεῖς
δὲν θὰ πολεμήσωμεν τοὺς Σουλιώτας, τὰ καλύτερα παλληκάρια ἐκεῖ μέσα εἶναι. Κόψε
μας, κάμε μας ὅ,τι θέλεις, δὲν θὰ πολεμήσωμε.
Ἀμφιταλαντευόμενος
ὁ Ἀλῆς μετὰ τὴν φανερὰν ταύτην, τῶν πιστῶν ἀκολούθων στάσιν προσεπάθει διὰ τῶν
συνήθων ὑποσχέσεων, δι’ ἀπατηλῶν λόγων, νὰ ἐνθαρρύνη αὐτούς. Ἀλλὰ διαγνώσας
ἀκριβῶς τὴν θέσιν, δὲν ἤξευρε τί ν’ ἀποφασίση. Ἐνῶ δὲ διετέλει εἰς ψυχικὸν ἀναβρασμὸν
εἰς μεγάλην ἀμηχανίαν ἐπαρουσιάσθη ἐνώπιόν του ὁ Φῶτος.
Καλῶς,
τὸν Φῶτο μου, τί χαμπέρια; Ὅλοι θὰ χαθῆτε μωρὲς Σουλιῶτες, ποὺ θέλετε ἀκόμα νὰ
πολεμήσετε. Θὰ χαθῆ καὶ ἀσκέρι πολὺ δικό μου, ἀλλὰ τί τὤχω; Θὰ σᾶς πάρω ἕνα ἕνα
ὅλα τὰ κεφάλια σας. Γιατὶ δὲν συνθηκολογεῖτε;…Πόσο γέννημα ἔχετε ἀκόμα;
Εἰς
τὴν ἐρώτησιν ταύτην ἡ μεγάλη καρδιὰ τοῦ Φώτου ἐσκίρτησεν. Ὁ Φῶτος ἐνθυμήθη πάλι
τοὺς προφητικοὺς λόγους τοῦ καλογήρου καὶ ἔμπλεως θάρρους, ἀπήντησεν.
Ἔχουμε
γέννημα διὰ ἔξη μῆνες καὶ πάλιν ὁ Θεὸς ἔχει.
Ὁ
Ἀλῆς προσποιούμενος ἀδιαφορίαν, ἠτένισε πρὸς τὸν Φῶτον ἀσκαρδαμυκτί.
Ἄν
θὰ φύγουμε, προσέθηκεν ὁ Φῶτος, φέρε μας ἄλογα,
μουλάρια γιὰ νὰ πάρουμε ὅλα τὰ πράγματά μας ἕως τὴν Πάργα, θέλουμε καὶ ἐνέχυρο.
Θέλουμε νὰ μᾶς δώσης τὸν Πασιόμπεη.
Συνωμίλησαν
ἐφ’ ἱκανὴν ὥραν. Ὁ Ἀλῆς τέλος παρεδέξατο πάντας τοὺς ὅρους, ἀλλὰ μὲ τὴν σταθερὰ
ἀπόφασιν ν’ ἀθετήση τὸν λόγον κατὰ τὴν πρώτην παρουσιασθησομένην κατάλληλον
εὐκαιρίαν. Ὁ Φῶτος κατέβη δρομαῖος ἵνα ἀναγγείλη εἰς τὸν Σαμουὴλ ὅτι ὁ Ἀλῆς
παρεδέξατο τοὺς προταθέντας ὅρους. Ἡ φήμη τῆς ἀπροσδοκήτου ἐπιτυχίας ἐν ἀκαρεὶ
διεδόθη καὶ τὸ στῆθος τῶν δυστυχῶν ἐκείνων ὄντων ἤρχισεν ν’ ἀναπνέη.
Αἱ
ἑτοιμασίαι τῆς ἐξόδου ἤρχισαν ἀμέσως. Ὁποία κίνησις! Ὁποία σύγχυσις! Οἴμοι!
Ὁλόκληρος λαὸς ἐπρόκειτο νὰ μεταναστεύση. Ὁποῖον ζοφερὸν μέλλον ἐνώπιον τῶν
ὀφθαλμῶν αὐτοῦ! Τὸ σύνθημα ἐδόθη!... Καὶ ἡ πένθιμος ἐκείνη συνοδεία, ἐκινήθη μὲ
βῆμα ἀργὸν ἐν μέσω βαθυτάτης σιωπῆς…
Ἅπαντες
εἶχον ἐξέλθει ἐκ τοῦ φρουρίου, ἅπαντες μέχρι τοῦ τελευταίου παραλύτου γέροντος.
Ἀλλὰ ὁ Σαμουὴλ μὲ ἓξ συντρόφους παρέμειεν ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων. Ἐγρηγόρει! Ἔχων
πάντοτε ὑπ’ ὄψει τὴν ἀπιστίαν τοῦ Ἀλῆ ἐφοβεῖτο προδοσίαν. Ἐφοβεῖτο μὴ ὁ Ἀλῆς
ἀθετῶν τὸν λόγον. Ταῦτα φοβούμενος, ὁ καλόγηρος, στέλλει κατεσπευσμένως πρὸς
τὸν Ἀλῆ νὰ ζητήση πεντακοσίους ἓξ ἵππους ὡς ἀναγκαιοῦντας δῆθεν διὰ τοὺς ἐν τῶ
φρουρίω ἓξ διαμένοντας Σουλιώτας καὶ μὴ δυνηθέντας ἐλλείψει φορτηγῶν ζώων νὰ
ἐξέλθωσιν. Τέχνασμα ἐπίτηδες ἐπινοηθὲν χάριν τῆς σωτηρίας τοῦ ὑπὸ τὴν εὐθύνην
αὐτοῦ ἀναχωροῦντος πλήθους. Καὶ τὸ τέχνασμα ἐπέτυχε.
Τί
θὰ ἦτο διὰ τὸν Ἀλῆ Τεπελὲν καὶ ἡ θυσία αὐτοῦ τοῦ Πασιόμπεη, τοῦ πιστοῦ φίλου,
τοῦ συντρόφου, ἐὰν ἡ ἀμοιβὴ θὰ ἦτο ἡ ἐν μιᾶ καὶ μόνη στιγμῆ καταστροφὴ ὅλων τῶν
Σουλιωτῶν; Ἀλλὰ γρηγορῶν καὶ μόνον περὶ τῆς σωτηρίας τῶν συμπατριωτῶν, μεριμνῶν
ἵστατο ὄρθιος ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τοῦ φρουρίου ὁ ἅγιος ἐκεῖνος καλόγηρος, ὁ
ἀθάνατος πατερ Σαμουήλ.
Γιατὶ
δὲν θέλεις νὰ βγῆς ἀπὸ τὴν πόρτα;
Ἐφώναζον
εἰς αὐτόν, ὁ Φῶτος Τζαβέλλας, ὁ Δράκος, ὁ Μπότσαρης, οἱ λοιποὶ καπεταναῖοι.
Θέλεις
νὰ πέσης ἀπὸ τὰ μουράγια; Ἔλα μ’ ἐμᾶς. Ἔλα καλόγηρε
Ὄχι, ἀνεβόησε
ὁ μεγάθυμος ἐκεῖνος ἀνήρ, ὄχι.
Τὴν
πόρτα θὰ τὴν ἀνοίξω ὅταν ἰδῶ μακρυὰ τὸν ὕστερον ἀπὸ σᾶς. Θὰ ὑπερασπίσω τὸ
κάστρο ἕως τὴν ὕστερη ὥρα μὴ φοβεῖσθε γιὰ μένα. Ἐμπρός!...
Ἅπαντες
εἶχον ἐξέλθει.
Ἡ
πύλη τοῦ φρουρίου ἠνεώχθη, ἐξῆλθον καὶ οἱ τελευταῖοι σύντροφοι τοῦ Σαμουήλ,
ἀλλὰ ἡ πύλη τοῦ φρουρίου πάλιν ἐκλείσθη… Μετ’ ὀλίγας στιγμὰς φοβερὰ ἔκρηξις
κατετρόμαξε τοὺς πάντας διασείσασα τὴν γῆν μέχρι τῶν βάθρων αὐτῆς. Ὁ κρότος
ἠκούσθη πέραν τῶν ὀρέων. Ἡ συνοδεία, ὡς διὰ ἐλάσματος ἔστη ἀκίνητος. Τὰ ὄμματα
πάντων ἐστράφησαν πρὸς τὸ Κοῦγκι, ὅπερ ὁλόκληρον σχεδὸν εἶχε καταπέσει καὶ ἐκ
τῶν ἐρειπίων τοῦ ὁποίου μεγάλη, ὑψηλὴ στἠλη μέλανος καπνοῦ ἀνυψοῦτο μέχρις
οὐρανοῦ!
Τὸ
φρούριον ἀνετινάχθη εἰς τὸν ἀέρα. Τὸ γεγονὸς δὲν ὑπῆρξε τυχαῖον. Ὄχι! Ὁ Σαμουὴλ
ἔμεινεν ἐντὸς τοῦ φρουρίου ἐπὶ τείχους τινός, ὅπου ἐκυμάτιζεν εἰσέτι εἰς τὸν
ἀέρα, ἡ ἐπὶ τεθλασμένου ἱστοῦ ἔνδοξος σημαία τῶν Σουλιωτῶν, ἔμεινεν ὁ Σαμουὴλ
ἵνα ἰδῆ σώους ἀπερχομένους τοὺς ὁμοθρήσκους του συμπατριώτας.
Καί καθὼς δὲν ἐγκατέλειψε τούτους ποτέ, οὕτω δὲν
ἠθέλησε νὰ ἐγκαταλείψη τὴν πατρίδα. Γονυκλινὴς ἐδεήθη!... Τότε!... ἴσως πρώτην
φορὰν, ἔκλαυσεν!...Ἀλλὰ δὲν ἔρρευσαν δάκρυα δειλοῦ ἀνδρὸς ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν του…
μὲ ἥσυχον συνείδησιν… ἀλλὰ μετὰ μεγάλης συγκινήσεως ηὐχαρίστει τὸν θεόν, ὅτι
ἠδυνήθη νὰ έκπληρώση τὴν ἐν τῶ κόσμω τούτω ἐντολήν. Ἐγερθεὶς δέ, ἀτάραχος καὶ
ὑπὸ θείου ἐνθουσιασμοῦ ἐμπνεόμενος ἐδράξατο ἀνημμένην δάδα καὶ θέσας πῦρ εἰς
τὴν πυρίτιδα ἀνετίναξεν εἰς τὸν ἀέρα τὸ φρούριον καὶ ταφεὶς ὑπὸ τὰ ἐρείπια,
ἀπέθανεν ἐλεύθερος, ἀφοῦ διὰ τῆς εὐφυΐας αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνδρείας ἔσωσεν
ὁλόκληρον λαὸν ἐξ ἀναποδράστου, βεβαίως πανωλεθρίας… Ἔμεινε πιστὸς εἰς τὸν
ὅρκον!
Καὶ
ὑπὸ τὴν ὀδυνηρὰν ἐντύπωσιν τοῦ ἡρωϊκοῦ θανάτου τοῦ Σαμουήλ, δακρυρροοῦντες οἱ
δυστυχεῖς πρόσφυγες, ἀνέλαβον τὴν πένθιμον ὁδοιπορίαν!
ΠΗΓΗ ''ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
ΣΟΥΛΙΩΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ ΤΟΥ 1821 Σ. ΤΖΙΠΗ'' σελ. 33 - 40)