Βρέθηκα τυχαῖα σὲ μία συζήτηση μὲ ἕναν χριστιανὸ ὁ ὁποῖος πηγαίνει
συχνὰ στὸ Ἅγιον Ὅρος. Στὴ συζήτηση ποὺ κάναμε μὲ ρώτησε ἐὰν εἶμαι μὲ τὸ παλιὸ
ἑορτολόγιο. Τοῦ ἀπάντησα ὅτι μία εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία καὶ μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Παλιὸ καὶ Νέο εἶναι ἔννοιες οἱ ὁποῖες δημιουργηθῆκαν μετὰ τὸ ἡμερολογιακὸν
σχίσμα. Ὑπάρχει ὅμως Ὀρθοδοξία καὶ Αἵρεσις, ὅπως τὸ βλέπω ἐγώ. Ἰσχυρίστηκε ὅτι
οἱ Γέροντές του στὸ Ὅρος τοῦ ἔχουν ἐξηγήσει ὅτι αὐτὰ εἶναι λόγια τῶν
"Παλαιοημερολογιτῶν" καὶ ὅτι ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται εἶναι σὲ ἀσφαλῆ
λιμένα. Ἐγὼ δὲν μπήκα στὸν κόπο νὰ «διδάξω» τὸν συγκεκριμένο Χριστιανὸ ἀλλὰ
αποφάσισα νὰ γράψω τὶς σκέψεις μου μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν συζήτηση.
Οἱ σύγχρονοι αὐτοὶ Γεροντάδες, καθυσυχάζουν τοὺς Χριστιανοὺς ὅτι δὲν
συμβαίνει ἀπολύτως τίποτα μὲ θέμα τὴν αἵρεση, ἀλλὰ καὶ ἂν κάποιος ἐνδιαφερθεῖ,
τὸν ἑρμηνεύουν ὅτι τὰ δόγματα δὲν εἶναι γιὰ λαϊκοὺς ἀλλὰ γιὰ τοὺς θεολόγους καὶ
τοὺς Ἱερεῖς. Καὶ ἐμεῖς ρωτᾶμε: ἄραγε ὅταν ἕνας χριστιανὸς ἀπαγγέλει τὸ Σύμβολον τῆς πίστεως ποῦ τὰ περισσότερα λόγια του εἶναι δογματικού περιεχομένου μήπως δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀπαγγέλει; Ἡ πρέπει νὰ τὸ ἀπαγγέλει μόνο ἕνας θεολόγος ἡ
Ἱερεύς; Φυσικὰ καὶ ὄχι, καὶ δὲν νομίζω νὰ ὑπάρχει κάποιος ποὺ νὰ τὸ ἀσπάζεται
αὐτό. Φυσικὰ καὶ ὁποιοσδήποτε Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ἀπαγγέλλει τὸ Πιστεύω, ὅπως
καὶ στὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, ἡ στὶς καθημερινές μας προσευχές. Ὅμως οἱ
συγκεκριμένοι Γεροντάδες θὰ μᾶς ἀπαγορέψουν στὸ τέλος ἡ νὰ τὸ διαβάζουμε ἡ ὅταν
θὰ ρωτᾶμε νὰ μᾶς ἐξηγήσουν τί λέει, θὰ ἀπαντᾶνε ὅτι «τὰ δόγματα δὲν εἶναι γιὰ λαϊκοὺς
μὴν ρωτᾶτε»!! Η μήπως ὅταν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔγραφαν βιβλία ποὺ
ἐξηγοῦσαν τὰ δόγματα τῆς πίστης μας, τὰ ἔγραφαν μόνο γιὰ τοὺς Ἱερεῖς καὶ
μοναχοὺς ἡ γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως; Φυσικὰ γιὰ ὅλους βεβαίως. Ἀκόμα οἱ κανόνες
τῆς Ἐκκλησίας δίνουν ἐπιτίμια σὲ περιπτώσεις παραβάσεων, καὶ στοὺς Ἱερεῖς ἀλλὰ
καὶ στοὺς λαικούς.
Δυστυχῶς στὶς μέρες μας οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἀντὶ νὰ συμβουλεύουν τοὺς
Χριστιανοὺς γιὰ τὸ θέμα τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοὺς συμβουλεύουν νὰ
μὴν ἀκοῦνε τοὺς Παλαιοημερολογίτες.
Λέγουν ὅτι τὸ ἑορτολόγιον δὲν εἶναι θέμα πίστεως. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἴκ. Συνόδου ὅμως ὠρισαν: Εἰ
τὶς πάσαν παράδοσιν ἔγγραφον ἡ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα καὶ
Ἅπαντα τὰ παρὰ τὴν διδασκαλίαν καὶ ὑποτύπωσιν τῶν ἀοιδίμων Πατέρων
καινοτομηθέντα καὶ πραχθέντα ἢ μετὰ ταῦτα πραχθησομένα, ἀνάθεμα τρίς. Ἐπειδη τὸ παλαιὸν ἑορτολόγιον εἶναι
παράδοσις ἔγγραφος, ἐπειδὴ τὸ νέον εἶναι καινοτομία παπικῆς καὶ μασονικῆς
προελεύσεως, ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸ νέον εἶναι ὑποκείμενοι τῶ ἀναθέματι. Κάποιοι
βέβαια "Γεροντάδες"
ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἀκολουθοῦν τὸ παπικὸ ἡμερολόγιο, ἀλλὰ τὸ ''διορθωμένο'' Ἰουλιανό. Τὸ ἡμερολόγιο εἶναι πρώτιστα ζήτημα ἀστρονομικό. Γιὰ τὴν
Ἐκκλησία ὅμως, ἀφότου πάνω σ’ αὐτὸ οἰκοδόμησε τὸ ἑορτολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιό
της, ἀπόκτησε ἐκκλησιαστικὴ σημασία. Γι’ αὐτὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν τὴν ἐνδιαφέρει
τὸ ἡμερολόγιο ἀπὸ πλευρᾶς ἀστρονομικῆς. Τὴν πλευρὰ αὐτὴ τὴν ἀφήνει στοὺς
ἀστρονόμους. Τὴν ἐνδιαφέρει τὸ ἡμερολόγιο, μόνο ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική του
πλευρά.
Ἡ
Ἐκκλησία τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων ἀναπτύχθηκε μέσα στὸ ρωμαϊκὸ κράτος,
ποὺ ἴσχυε τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο. Πάνω σ’ αὐτὸ καθόρισε τὸ «ἑορτολόγιό» της. Οἱ
γιορτὲς τῆς ἦταν οἱ ἐπέτειοι τῆς ἄθλησης τῶν μαρτύρων, τῆς μνήμης τῶν ὁσίων της
καὶ κυρίως ὁ γιορτασμὸς τοῦ Πάσχα . Ἐπίσης, καὶ ὁρισμένα ἄλλα ἱστορικὰ γεγονότα
ἀπ’ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξ αἰτίας τοῦ πιὸ πάνω λόγου, τὸ
ἡμερολόγιο ἀπόκτησε καὶ ἐκκλησιαστικὸ χαρακτήρα. Ἤ, καλύτερα, θὰ λέγαμε, ὅτι
γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἔχει μόνο ἐκκλησιαστικὸ χαρακτήρα. Τὴν Ἐκκλησία δὲν τὴν
ἐνδιαφέρει τὸ ἡμερολόγιο ἀπὸ πλευρᾶς ἀστρονομικῆς. Οἱ Πατέρες τῆς Ἅ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, φαίνεται, ὅτι γνώριζαν ὅτι τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο κάθε
128 χρόνια χάνει μία μέρα, ὅτι δήλ. ἡ ἡμερομηνία τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας κατεβαίνει
μία μέρα. Γνώριζαν ἀκόμη ὅτι τὸ 325, ποὺ ἔγινε ἡ Σύνοδός τους ἡ ἰσημερία αὐτὴ
εἶχε φτάσει στὶς 21 Μαρτίου. Αὐτὸ ὅμως, δὲν τοὺς ἐνδιέφερε.
Ὁ Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄( 1572 –1585) ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς
μεγαλύτερους Πάπες τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπέβλεπε πάντοτε στὸν ἐκφραγκισμὸ
τῶν Ρωμαίων της Ἀνατολῆς. Ὁ Γρηγόριος ΙΓ΄ γιὰ νὰ «δοξάσει τὴν παπωσύνη» τοῦ ἀνέθεσε στὸν ἀστρονόμο Λουδοβίκο Λίλιο
νὰ διορθώσει τὰ σφάλματα τοῦ Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου. Ἔτσι, προέκυψε τὸ 1578 τὸ
λεγόμενο Γρηγοριανὸ ἢ Φράγκικο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο εἰσήγαγε ἀμέσως στὴν
Λατινικὴ Ἐκκλησία, ὄχι ὅμως καὶ στὰ προτεσταντικὰ κράτη. Ἡ Γερμανία τὸ δέχτηκε
μόλις τὸ 1700, ἡ Ἀγγλία τὸ 1725, καὶ ἡ Σουηδία τὸ 1753! Ὁ Γρηγόριος ΙΓ΄ θέλησε
νὰ τὸ εἰσαγάγει καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τὸ 1583 ἔστειλε στὸ Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμία Β΄ τὸν Τρανό, δυὸ Ἕλληνες ἀντιπροσώπους του μὲ δῶρα
καὶ ἐπιστολή. ΄Ἦταν ἡ πρώτη ἐπαφὴ μετὰ τὸ 1054, ποὺ ἔγιναν οἱ ἀναθεματισμοὶ
μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινούπολης. Μετὰ τοὺς πρέσβεις αὐτοὺς ὁ Πρίγκιπας τῆς
Ἐνετίας Νικόλαος Δαπόντε, ἔστειλε ἐκπρόσωπό του πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἱερεμία Β΄
τὸν Τρανό, γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ ἐπιτρέψει στοὺς Ὀρθοδόξους τῶν Ἰονίων Νήσων νὰ
συνεορτάζουν τὸ Πάσχα μαζὶ μὲ τοὺς Λατίνους. Ὁ Πατριάρχης ἀπάντησε ἀρνητικὰ
στὸν Νίκ. Δαπόντε μὲ μία ἱστορικὴ ἐπιστολή, στὴν ὁποία ἀποκαλοῦσε τὸ Νέο
ἡμερολόγιο «παγκόσμιο σκάνδαλο» Τὸ
1583 Σύνοδος, στὴν ὁποία ἐκτὸς τοῦ Πατριάρχη Ἱερεμία Β΄ τοῦ Τρανοῦ, ἔλαβε μέρος
καὶ ὁ Πατριάρχης Ἀλεξάνδρειας Σίλβεστρος, ὅπως καὶ πολλοὶ ἐπίσκοποι, καταδίκασε
τὸ Νέο ἡμερολόγιο τοῦ πάπα Ο Δ. Αἰγινίτης σὲ ἀνακοίνωσή του στὴν Ἀκαδημία
Ἀθηνῶν τὸ 1927 τονίζει ὅτι «τὸ Γρηγοριανὸν (ἡμερολόγιον) εἶναι ἡ ἀρτιωτέρα
διασκευὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ, τὴν ὁποία εἶχε φιλοπονήσει ὁ Ἕλλην Γρηγορᾶς» ( Μητροπολίτου
Δημητριάδος Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Ἡμερολογιακὸ ζήτημα, σ.17, ὑποσημ.)
Οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ πάπα εἶχαν τὴν ἐντολὴ νὰ πείσουν τὸν Πατριάρχη γιὰ « τὴν παραδοχὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου», « ἴνα μὴ ἐπικρατεῖ τοσαύτη ἀπὸ τῶν Λατίνων
διάστασις», ἴσως δὲ καὶ νὰ πετύχουν τὴν ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν». Γι’ αὐτὸ δόθηκαν ὁδηγίες στὸ Γάλλο πρεσβευτὴ στὴν
Κωνσταντινούπολη νὰ βοηθήσει τὴν ἀποστολὴ τῶν δυὸ ἀντιπροσώπων τοῦ πάπα ( Μητροπολίτου Δημητριάδος Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Ἡμερολογιακὸ ζήτημα, σ.19 ).
Μεταξὺ ἄλλων ὁ Ἱερεμίας ἔγραφε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφυλάσσει τὰ
παραδοθέντα σ’ αὐτήν, ἡ δὲ δυτικὴ κάνει ὅπως θέλει κι’ ἐπιθυμεῖ. Ἐμεῖς δὲν
μποροῦμε νὰ κάνουμε ἀλλιῶς γιατί ὁ κάθε Πατριάρχης ὀφείλει νὰ ὑπόκειται στοὺς
κανόνες καὶ νόμους καὶ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας…Τὸ σεβάσμιον, λοιπόν, Πάσχα…ἀπὸ
τὸν θεῖο Κλήμεντα καὶ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Νίκαιας, καλῶς ἐξετάστηκε,
καταρτίστηκε Πασχάλιον αἰώνιον, τὸ ὁποῖο διατηροῦμε αἰωνίως καὶ τὸ φυλάγουμε
μέχρι τὴ Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ παρουσία…
Στὴ Πανορθόδοξη Σύνοδο
τοῦ 1593, ἔλαβαν μέρος οἱ Πατριάρχες ΚΠόλεως
Ἱερεμίας Β΄ ὁ Τρανός, Ἀλεξανδρείας Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, ὁ ὁποῖος ἀντιπροσώπευε καὶ
τὸν Πατριάρχη Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος καὶ 41 ἀρχιερεῖς. Ἡ Σύνοδος
αὐτὴ «ἐπισημότερον, ἀλλ’ ἐμμέσως»
ἀπέκρουσε τὸ Νέο ἡμερολόγιο, γιατί κατ’ αὐτό, ἦταν δυνατὸ νὰ συμπέσει
συνεορτασμὸς τοῦ χριστιανικοῦ Πάσχα, μὲ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα. Ἔμμεσα καταδίκασαν τὸ
Νέο ἡμερολόγιο καὶ μεταγενέστερες Σύνοδοι, ὅπως στὰ ἔτη 1722 καὶ 1727. Αὐτές,
χωρὶς ν’ ἀναφέρουν ὀνομαστικὰ τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, τὸ καταδίκασαν, ὅταν
καταδίκαζαν κάθε «καινοτομία καὶ
νεωτερισμό» στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ
Σύνοδος τοῦ 1722 μὲ Ἐγκύκλιό της πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους Ἀντιοχεῖς, στὴν
περιφέρεια τῶν ὁποίων δροῦσε πολὺ ἔντονα ἡ προπαγάνδα τῶν παπικῶν ἱεραποστόλων,
συμβούλευσε τοὺς πιστοὺς νὰ μὴν ἐξαπατῶνται εὔκολα καὶ νὰ μὴν ἀνοίγουν τὰ αὐτιά
τους, ν’ ἀκούουν τὶς κακοδοξίες τῶν Λατίνων. Τοὺς συνέστησε νὰ μὴν δέχονται
τοὺς νεωτερισμούς τους καὶ τὰ ὀλέθρια δόγματα, μὲ τὰ ὁποῖα θέλουν νὰ τοὺς
ἐξαπατήσουν. Τὴν Ἐγκύκλιο αὐτὴ ὑπέγραψαν τρεῖς Πατριάρχες, ὁ Κωνσταντινουπόλεως
Ἱερεμίας Γ΄, ὁ Ἀντιοχείας Ἀθανάσιος, ὁ Ἱεροσολύμων Χρύσανθος καὶ πολλοὶ
ἐπίσκοποι. Ἐπίσης, ἡ Σύνοδος τοῦ 1727
διακήρυξε, ὅτι ὀφείλουμε νὰ μὴν ἀλλάζουμε τίποτε ἀπὸ τὶς παραδόσεις τῆς
Ἐκκλησίας μας, νὰ μὴν ἀθετοῦμε τίποτε καὶ νὰ μὴ προσθέτουμε ἢ ἀφαιροῦμε τίποτε.
Τὴν Ἐγκύκλιο αὐτὴ ὑπέγραψαν οἱ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Παΐσιος Β΄,
Ἀντιοχείας Σίλβεστρος, Ἱεροσολύμων Χρύσανθος καὶ πολλοὶ ἐπίσκοποι. Τὸ ὅτι, οἱ μετὰ τὸν 16ο αἰώνα Πανορθόδοξοι Σύνοδοι
δὲν καταδίκασαν ὀνομαστικὰ τὸ Νέο ἡμερολόγιο, ἦταν μία πολὺ σοφὴ καὶ
ἐνδεδειγμένη ἐνέργεια. Διαμηνύθηκε ἔτσι, ὅτι τὸ θέμα τῆς ἀλλαγῆς τοῦ
ἡμερολογίου, μετὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων τῶν ἐτῶν 1583, 1587 καὶ 1593 δὲν
ὑφίσταται γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὴ θέση αὐτὴ ἀκολούθησαν πάντοτε οἱ
Ὀρθόδοξοι, μολονότι γνώριζαν, ὅτι τὸ Παληὸ ἢ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, χάνει κάθε
128 χρόνια μία μέρα, ὡς πρὸς τὴν ἐαρινὴ ἰσημερία. Θεωροῦσαν τὸ θέμα τοῦ
ἡμερολογίου λυμένο γιὰ πάντα, ἀρνούμενοι κάθε συζήτηση γι’ αὐτό.
Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Παληοῦ ἡμερολογίου υποστήριζαν, ὅτι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου εἶναι δογματικὸ θέμα, γιατί ἅπτεται
αἱρέσεως. Ἔβλεπαν τὴν αἵρεση στὸ γεγονός, ὅτι μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ
διαταράχθηκε ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ δόγματος.
Ἐπίσης, τὸ ὅτι καταλύθηκε τὸ δόγμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία ἅγια καθολικὴ καὶ
ἀποστολική». Ἀκόμη, τὸ ὅτι ἀποτέλεσε τὸ πρῶτο βῆμα τοῦ «Οἰκουμενισμοῦ» μέσα
στὴν Ἐκκλησία. Καὶ τέλος, τὸ ὅτι μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου «φράγκεψε»
ὁ λαός. Τὶς τέσσερες αὐτὲς θέσεις τοὺς ἐξετάζουμε στὴ συνέχεια:
1.
Τὸ ὅτι διαταράχθηκε ἡ λατρεία μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ τὸ 1924, αὐτὸ εἶναι
ὄντως ἀληθές. Συνέβη αὐτό, γιατί ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εἰσήγαγε τὸ νέο
ἡμερολόγιο μόνο στὸ Ἑορτολόγιο, ποὺ περιλαμβάνει τὶς ἀκίνητες γιορτές. Δὲν τὴν
εἰσήγαγε ὅμως καὶ στὸ Πασχάλιο, ποὺ περιλαμβάνει τὶς κινητές, κι’ ἔχει
ἐπίκεντρό του τὸ Πάσχα. Τὸ Ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τότε μόνο ἐναρμονίζεται μὲ
τὸ Πασχάλιο, ὅταν καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ ἔχουν στὴ χρήση τοὺς τὸ ἴδιο ἡμερολόγιο.
Ἀλλιῶς, προκαλεῖται σύγχυση καὶ ἀνωμαλία. Ἡ διατάραξη ὅμως τῆς λατρείας ἀπὸ τὴν
ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ αἵρεση. Ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ
ἔχουν δίκηο, ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτό, ὅσοι ὑποστηρίζουν, ὅτι ἡ διάσπαση τῆς
λατρείας μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου στὸ Ἑορτολόγιο ἀποτελεῖ αἵρεση. Ἀποτελεῖ
μία ἀντικανονικὴ κι’ ἀντιεκκλησιαστικὴ πράξη. Ὄχι ὅμως καὶ αἵρεση.
2.
Ὡς πρὸς τὴν δεύτερη ἄποψη, ποὺ διετύπωσαν ὅσοι ἔμειναν πιστοὶ στὸ Παληὸ
ἡμερολόγιο, ὅτι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου κατέλυσε τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας αὐτὸ
εἶναι ἀληθές. Καί, ὅταν μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου καταλύεται τὸ δόγμα τῆς
ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸ συνιστᾶ πράγματι αἵρεση! Ὄχι ὅμως πάντοτε. Καὶ δὲν
εἶναι αἵρεση στὶς παρακάτω περιπτώσεις:
α. Ὅταν μία ἀλλαγὴ εἶναι ὑποχρεωτικὴ γιὰ
τὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἀλλαγὲς ἢ ρυθμίσεις, ποὺ συνήθως γίνονται στὴν Ἐκκλησία, εἶναι
δυὸ εἰδῶν. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν οἱ ὑποχρεωτικές, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ
τὶς κάνει ὁπωσδήποτε . Ἀφ’ ἑτέρου, ὑπάρχουν ὁρισμένες ἄλλες ἀλλαγές, ποὺ δὲν
εἶναι ὑποχρεωτικές. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ τὶς ἀποφύγει, ἢ νὰ
τὶς ἀναβάλει γιὰ εὐθετώτερο χρόνο χωρὶς νὰ ὑποστεῖ ζημιά. Αὐτὲς οἱ δεύτερες ἀλλαγές,
ἂν γίνουν, μπορεῖ νὰ καταλύσουν τὸ δόγμα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, πράγμα ποὺ
εἶναι αἵρεση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωντανὸς ὀργανισμός. Ἔχει τὸ δικαίωμα πάντοτε νὰ
ἀποφασίζει τὰ συμφέροντα γιὰ τὴ θεοφιλῆ διαποίμανση τῶν πιστῶν. Αὐτὸ σημαίνει,
ὅτι μπορεῖ νὰ ἐκλέγει κατὰ τὴ κρίση τῆς τοὺς προσφορότερους «τρόπους» καὶ
«μέσα», γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ της. Πρέπει ὅμως, ὅλοι αὐτοὶ οἱ «τρόποι»
καὶ «μέσα» νὰ μὴν εἶναι ἀντίθετοι μὲ τὴν Ἱερὴ Παράδοσή της, δήλ. τὴν Ἁγία
Γραφή, τὶς ἀποφάσεις καὶ Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, τὴν
διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τὴν ἐν γένει ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ μιὰ
τέτοια περίπτωση δὲν θὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία αἱρετική, ἐὰν ποτὲ ἀποφασίσει μία
ὑποχρεωτικὴ ρύθμιση καὶ ὁρισμένοι πιστοὶ ἀντιταχθοῦν σ’ αὐτὴ μέχρι σημείου νὰ
πάψουν τὴν «κοινωνία». Στὴ περίπτωση αὐτὴ αἱρετικοὶ θὰ εἶναι ὅσοι ἔπαψαν τὴν
«κοινωνία». Αὐτὸ ἔγινε μὲ τοὺς λεγόμενους Παλαιόπιστους ἢ Ρασκόλνικους στὴ
Ρωσία, οἱ ὁποῖοι ἀντέδρασαν στὴν ὑποχρέωση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας νὰ διορθώσει
ὁρισμένα δογματικὰ λάθη στὰ λειτουργικὰ βιβλία της καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα
τοῦ λαοῦ. Τὶς διορθώσεις αὐτὲς εἶχε ἐγκρίνει προηγουμένως Σύνοδος στὴ Ρωσία τὸ
1665, πανορθόδοξης ἐμβέλειας. Οἱ Ρασκόλνικοι τελικὰ ἀναθεματίστηκαν ἀπὸ τὴν
ἑπόμενη Ρωσικὴ Σύνοδο.
β. Ὅταν ἡ ἀλλαγὴ γίνεται ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν
Ἐκκλησία, καὶ ὄχι ἀπὸ ὁρισμένους ἐπισκόπους, ἢ ὁρισμένες τοπικὲς Ἐκκλησίες.
γ. Ὅταν πρὶν ἀπὸ κάθε νόμιμη καὶ κανονικὴ
ἀλλαγὴ ἢ ἄλλη ρύθμιση ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ἔγινε ἡ ἀναγκαία ἐνημέρωση καὶ
διαφώτιση τοῦ ποιμνίου, γιὰ τὴν ἀποφυγὴ σκανδαλισμοῦ καὶ σχίσματος.
δ. Τέλος, ὅταν πρὶν ἀπὸ κάθε ἀλλαγὴ ἢ ἄλλη
ρύθμιση ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ἔγινε ἔλεγχος, ἂν ὑπάρχει σοβαρὸς κίνδυνος ἡ
ἀλλαγὴ αὐτὴ νὰ ὁδηγήσει σὲ διάσπαση τὴν Ἐκκλησία. Τὸ νὰ ἀντιμετωπίζει ἕνας
ἐκκλησιαστικὸς ἡγέτης, ἢ μία τοπικὴ Ἐκκλησία, ἐν ψυχρῷ τὸν κίνδυνο διάσπασής
της καὶ νὰ ἀδιαφορεῖ, ἢ ἀποδέχεται τὸν κίνδυνο αὐτό, τότε ἀπὸ πρόθεση καὶ
ἠθελημένα καταλύεται τὸ δόγμα τῆς «Μίας ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας»!
Πρώτη ἐκδήλωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὸ χῶρο
τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἦταν πράγματι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924! Τὸ
«φράγκεμα» τῶν Ὀρθόδοξων μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ κατήγγειλε ὁ ἴδιος ὁ
λαός, ὅταν τὸ 1924 φώναζε «φραγκέψαμε, φραγκέψαμε»!
Ποῦ στηρίζεται ἡ ἄποψη, ὅτι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ
ἡμερολογίου τὸ 1924 ἔγινε γιὰ λόγους «οἰκουμενιστικούς»;
Τὸ 1583 ὁ πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ μὲ ἀπεσταλμένους τοῦ στὸ Πατριάρχη Ἱερεμία
Β΄ ζήτησε τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ φράγκικου ἡμερολογίου «ἴνα μὴ ἐπικρατῆ τοσαύτη ἀπὸ τῶν Λατίνων
διάστασις»! Γιὰ τὸν Πάπα ἡ «ἐκκλησία»
του καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι περίπου τὸ ἴδιο πράγμα. Διαφέρουν, κατ’
αὐτόν, στὸ ὅτι δὲν γιορτάζαμε ταυτόχρονα τὶς γιορτές, μετὰ τὸ ἡμερολόγιο, ποὺ ὁ
ἴδιος ἐπέβαλε τὸν προηγούμενο χρόνο στὴν «ἐκκλησία» του. Ὁ ταυτόχρονος συνεορτασμὸς
τῶν μεγάλων γιορτῶν θὰ ἔφερνε, κατὰ τὸν πάπα, πιὸ κοντὰ τὶς δυὸ Ἐκκλησίες! Δὲν
ἦταν ὅμως μόνο ὁ Πάπας, ποὺ ἤθελε τὸν συνεορτασμὸ τῶν μεγάλων γιορτῶν μὲ τοὺς
Ὀρθοδόξους. Ἦταν ὁλόκληρη ἡ Δύση. Ὁ Ἄγγλος ἐπίσκοπος Γκόρ, στὴ προσφώνησή του
στὸ λεγόμενο «Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως» τὸ 1923 εἶπε:
«Δι’ ἠμᾶς τοὺς ἐν τῇ Δύσει ἦτο μεγάλη πνευματικὴ
εὐχαρίστησις νὰ εὐρεθῶμεν εἰς θέσιν, ὥστε νὰ συνεορτάζωμεν τᾶς μεγάλας
χριστιανικᾶς ἐορτᾶς τῆς Γεννήσεως καὶ τῆς Ἀναστάσεως καὶ Πεντηκοστῆς… Τὸ δεύτερον
βῆμα θὰ μᾶς κάμη τὸ ἡμερολογιακὸν ζήτημα, τὸ ὁποῖον θὰ μᾶς φέρει εἰς τὸν
συνεορτασμὸν τῶν ἑορτῶν..».
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ Ἱεροὺς
Κανόνες τῆς ἀπαγορεύει τὸν συνεορτασμὸ τῶν γιορτῶν μὲ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ οἱ
μὲν αἱρετικοὶ (Πάπας, Ἀγγλικανοὶ κλπ.), μπορεῖ νὰ ἐπιδιώκουν τὸν συνεορτασμὸ μὲ
τοὺς Ὀρθοδόξους. Οἱ ὑποτιθέμενοι ὅμως Ὀρθόδοξοι ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες στὶς
ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, πῶς τόλμησαν νὰ προτείνουν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου,
χάριν τῆς «παγχριστιανικῆς ἑνότητος»;
Ἁπλούστατα εἶχαν διαβρωθεῖ ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἐξ αἰτίας της ἄλλαξαν τὸ ἡμερολόγιο.
Στὴ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο τοῦ 1920
προτείνονταν 11 πρακτικὰ μέτρα οἰκουμενιστικὴς ἑνώσεως τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν.
Εἶναι ἡ πρώτη φορᾶ ποὺ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ( ἂν ὑποθέσουμε ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ
Πατριαρχεῖο τότε ἐξέφραζε ἀκόμη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία!) μὲ τόσο ἐμφανῆ καὶ
πανηγυρικὸ τρόπο ἀναγνώριζε τὴν ὕπαρξη ἄλλων Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ! Καὶ
ζητοῦσαν τὴν ἕνωσή τους, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε νὰ κατορθωθεῖ «διὰ τῆς παραδοχῆς ἑνιαίου ἡμερολογίου πρὸς ταυτόχρονον ἑορτασμὸν τῶν
μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπὸ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν»
Τὸ ἴδιο ἐπεδίωκε καὶ ὁ Μελέτιος
Μεταξάκης μὲ τὸ γράμμα, ποὺ ἔστειλε ὡς Πατριάρχης στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
στὶς 3.2.1923 καὶ στὸ ὁποῖο ἔγραφε γιὰ τὴν ἀνάγκη ἑνὸς νέου ἡμερολογίου «πρὸς
ἐξυπηρέτησιν τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, πάντων τῶν ἐπικαλουμένων τῷ ὀνόματι
Κυρίου ἑορταζόντων τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὴν γέννησιν αὐτοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασιν».
Ἐπίσης, στὴν ΄Ἔκθεση ποὺ ὑπέβαλε στὸ «Πανορθόδοξο
Συνέδριο Κωνσταντινουπόλεως» τὸ 1923 ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος μασόνος Μητροπολίτης Δυρραχίου Ἰάκωβος, ἀναφέρεται:
«Μετὰ τὴν ἀποδοχὴν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ νέου
ἡμερολογίου διὰ τᾶς ἀνάγκας τᾶς βιωτικᾶς ἡ προσαρμογὴ πρὸς αὐτό, καὶ δὴ ταχέως,
καὶ τοῦ Ἑορτολογίου ἀποβαίνει ἀναπόφευκτος. Ἄλλος λόγος, ἐπὶ πλέον πρὸς ἄμεσον
προσαρμογὴν καὶ τοῦ Πασχαλίου εἶναι ἡ μεγάλη ἠθικὴ σημασία καὶ ἐντύπωσις, ἢν θὰ
παραγάγη εἰς ὄλον τὸν πεπολιτισμένον κόσμον ἡ διὰ τῆς ἀβιάστου πρωτοβουλίας
ταύτης προσέγγισις τῶν δυὸ χριστιανικῶν κόσμων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως ἐν
τῷ ἐορτασμῷ τῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν»