Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Στις φλόγες της πίστης,της αγάπης,της προσευχής…( τρεις ιστορίες από τα Χριστούγεννα της Κατοχής)

Τρεις αληθινές ιστορίες Ορθοδόξων Χριστιανών 

που συνεχώς προσηύχοντο κι αγρυπνούσαν


Η γιαγιά μέσα στις φλόγες!


Μια κυρία μου διηγείτο, όταν ήτο επτά χρονών περίπου, συνέβη κάτι το συνταρακτικό την παραμονή των Χριστουγέννων.

Σε μια επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας, στη μαύρη και φοβερή Κατοχή του ’41 με ’42, όπου οι εκτελέσεις και οι σφαγές των αθώων ανθρώπων ήσαν ανελέητες και αθρόες, οι φυλακίσεις και οι εξορίες φοβερές, το ξύλο και τα βασανιστήρια τρομακτικά, και η πείνα ως γνωστόν θέριζε τους πάντες. Σε όλα αυτά δυστυχώς έχω και γω προσωπική πείρα διότι πολλά είδαν τότε τα παιδικά μου μάτια.
Η οικογένεια της κυρίας αυτής όταν ήτο παιδούλα, ήτο πολύ ευσεβής και ακόμα ευσεβέστεροι ο παππούς και η γιαγιά. Άνθρωποι της πολλής προσευχής και της πολλής ελεημοσύνης.
Το βράδυ που ξημέρωνε Χριστούγεννα, η πεντάχρονη αδελφή της ξύπνησε και της ζήτησε να βγουν έξω στην αυλή, για να πάει στην τουαλέτα. Δυστυχώς εκείνη την εποχή οι τουαλέτες ήσαν έξω στις αυλές. Έξι παιδιά κοιμόντουσαν όλα κάτω στο πάτωμα, στρωματσάδα, – δεν υπήρχαν κρεβάτια και πούπουλα και παπλώματα σαν τα σημερινά.
Σιγά σιγά βγήκαν έξω στο μικρό διάδρομο. Απέναντί τους ήταν το δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς.
Ξαφνιάστηκαν όμως γιατί είδαν, έντονο φως να βγαίνει από τις χαραμάδες και από τα πολλά ανοίγματα της σαραβαλιασμένης πόρτας. Πλησίασαν πιο κοντά και είδαν έντρομοι τη γιαγιά τους τυλιγμένη στις φλόγες. Άρχισαν να τσιρίζουν δυνατά, και η μεγάλη να φωνάζει:
– Φωτιά, φωτιά, η γιαγιά καίγεται!
Ξύπνησαν βέβαια όπως ήταν επόμενο όλοι, και πρώτοι έτρεξαν οι γονείς, οι οποίοι άνοιξαν την πόρτα, κοίταξαν μέσα, και ύστερα την έκλεισαν απαλά και σιγά σιγά. Γύρισαν στα παιδιά και τους είπαν:
– Μη φοβάστε, δεν είναι φωτιά.
Και με σιγανή φωνή είπε ο πατέρας στα παιδιά του:
– Αυτό που είδατε παιδιά μου, δεν είναι φωτιές. Είναι οι φλόγες του Αγίου Πνεύματος που μοιάζουν με φωτιές. Για κοιτάξτε τώρα… Σιγά σιγά σβήνουν. Έτσι γίνεται πάντοτε. Όταν η γιαγιά και ο παππούς προσεύχονται και μάλιστα τις πιο πολλές φορές όλη τη νύχτα. Διότι αν δεν ηπροσηύχονταν τόσο πολύ, ο παππούς και η γιαγιά, όπως και ποιος ξέρει, πόσοι άλλοι άγνωστοι χριστιανοί, δεν θα μας είχαν πετσοκόψει όλους τα Βουλγαρικά τότε στρατεύματα κατοχής. Από τέτοιες προσευχές και αγρυπνίες δεν θα αφήσει να χαθεί ποτέ η Ελλάδα η πατρίδα μας, ούτε και η Ορθοδοξία.
«Αυτά ήσαν τα λόγια του πατέρα μας, την αξέχαστη εκείνη νύχτα των Χριστουγέννων», μου είπε η κυρία και συνέχισε λέγοντας:
«Πολλές φορές από τότε, είδα τον παππού και τη γιαγιά να προσεύχονται όλη την νύχτα. Και όσες φορές επέτρεψε ο Θεός, στην παιδική μου τότε αθωότητα, έβλεπα να καίγονται σαν λαμπάδες από τις φλόγες της Πεντηκοστής. Έτσι μας έμαθαν να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα οι γονείς μας. Με προσευχή και με Δοξολογία. Με εκκλησιασμό και Θεία Κοινωνία».
Και η κυρία αναλύθηκε σε λυγμούς.

Και τώρα να σας ρωτήσω χριστιανοί μου.
Ποιος άραγε από μας τους σημερινούς χριστιανούς, περιμένει τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά το βράδυ με προσευχή;

Πόσοι και πόσοι από τους σημερινούς παππούδες και γιαγιάδες, σηκώνονται για να προσευχηθούν κατά την διάρκειαν της νύχτας; Να ανάψουν το καντήλι και να θυμιατίσουν;

Πόσοι γονείς και πόσοι πατέρες και μητέρες αγρυπνούν την νύχτα για να κάνουν μετάνοιες, σταυρωτά κομποσχοίνια, να κλάψουν, να συντριβούν και να προσευχηθούν πολύ;

Αλήθεια, πόσοι από τους σημερινούς Νεοέλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς που έχουν άλλοι παιδιά, και άλλοι παιδιά και εγγόνια, πονάνε, κλαίνε και αγρυπνούν, έστω για μια ώρα, για το ηθικό κατρακύλισμα των παιδιών μας, για την διαφθορά και τις εκτρώσεις, για την αναρχία και τα ναρκωτικά, για τα εύκολα διαζύγια, και τα νόθα παιδιά, για τις αιρέσεις και τα σκάνδαλα, που κλονίζουν κάθε τόσο χιλιάδες αδύνατες ψυχούλες;

Πόσοι αλήθεια χριστιανοί αγρυπνούν σήμερα;

Όχι αδελφοί μου. Δυστυχώς σήμερα οι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν προσεύχονται. Καιόμως περνούν ατέλειωτες ώρες μπροστά στην τηλεόραση. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, παππούδες και γιαγιάδες, όλοι χαζεύουν και αποβλακώνονται και διαστρέφονται μπροστά σ’ αυτό το διαβολοκούτι. Έτσι όχι μόνον δεν προσεύχονται και δεν αγρυπνούν οι Νεοέλληνες σήμερα Ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά ούτε και εγκρατεύονται. Δεν νηστεύουν! Και αν δεν μπορούν λόγω υγείας, δεν νηστεύουν τουλάχιστον στις αισθήσεις τους. Δε νηστεύουν με τη γλώσσα τους. Δε θυμιατίζουν το σπίτι πρωί και βράδυ, δεν μελετάνε Αγία Γραφή, δεν κάνουν προσευχή στο τραπέζι, δεν εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή τουλάχιστον ένας από κάθε οικογένεια. Δεν εξομολογούνται. Δε συμμετέχουν στην Θεία Κοινωνία. Δεν σέβονται τις παραδόσεις. Δεν τηρούν τις Ευαγγελικές εντολές και δεν πολεμούν τα πάθη και τόσα άλλα.

Και επειδή ακριβώς δεν σηκώνουμε τα χέρια μας κάθε βράδυ στο Χριστό με καθαρή καρδιά, γι’ αυτό και βλέπουμε τόσα ερείπια και τόσα ηθικά ναυάγια να συσσωρεύονται γύρω μας.
Πάμε δυστυχώς κάθε μέρα απ’ το κακό στο χειρότερο…
Ο Θεός να μας λυπηθεί.


_MG_0577


Γεμάτα τα ράφια με ψωμί, τυρί και λάδι!…


Η δεύτερη ιστορία από την ίδια κυρία.
Η γιαγιά και ο παππούς όπως και οι γονείς των ήσαν πολύ ελεήμονες. Ελεούσαν τους πάντες, όσους ζητούσαν βοήθεια, στα μαύρα εκείνα χρόνια της Κατοχής. Ήσαν φτωχοί. Αλλά ελεούσαν όμως, όπως και όσο μπορούσαν.
Κάποτε πέρασαν από την γειτονιά τους δυο τρείς ρακένδυτοι ζητιάνοι. Φαινόντουσαν όμως πολύ καθαρά ότι ήσαν και άρρωστοι. Τα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπό τους, ήταν γεμάτο πληγές και πύον. Ήσαν μάλλον λεπροί. Γι’ αυτό και όλοι τους έκλειναν τις πόρτες. Όπως και στη γειτονιά τους.
Εκείνη την ώρα έφτανε ο παππούς που ήταν κάπου έξω, και είδε και είχε ακούσει τι είχε γίνει. Τους φώναξε, τους έβαλε στην αυλή γιατί ήταν καλοκαίρι, και με τη βοήθεια της γυναίκας του, της γιαγιάς, έπλεναν τις πληγές και το πύον, κατόπιν τους τάισαν, με ψωμί και ελιές και τους έδωσαν και το λίγο τυράκι που είχε απομείνει. Φεύγοντας τους έδωσαν και ένα μπουκάλι λάδι, το τελευταίο που υπήρχε απομείνει στο φτωχό ράφι της κουζίνας.
Τα παιδιά του βέβαια μουρμούριζαν όλα. Τα παντρεμένα παιδιά εννοώ.
– Και τώρα τι θα γίνει; Πώς θα ταΐσουμε τα μωρά μας; Τι θα δώσουμε στα παιδιά μας;
Και η απάντησις του παππού.
Έχει ο Θεός!… Έχει ο Θεός.
«Έχει ο Θεός». Το πίστευε αυτό. Εμείς το λέμε αλλά δεν το πιστεύουμε.
Και ξεπροβόδησε τους τρείς αυτούς λεπρούς.
Οι γείτονες βγήκαν στις πόρτες, και άρχισαν να τον κακίζουν και να τον κατηγορούν. Όχι μόνον για την αδιακρισία του, όπως έλεγαν, αλλά γιατί μπορούσε και αυτός να κολλήσει αρρώστιες …
– Και μας θα μας κολλήσεις, του έλεγαν συνεχώς. Φτάνει που θα αφήσεις και τα παιδιά σου νηστικά.
Μπροστά σ’ αυτή τη διαγωγή, και του παππού βέβαια, και της γιαγιάς, όλοι είχαν μείνει, όλοι, με ανοιχτό το στόμα. Ο παππούς δεν είπε τίποτα. Έκανε το σταυρό του και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Και σε λίγο βγήκε τρέχοντας! Τρέχοντας και φωνάζοντας:
– Τρέξτε παιδιά μου, τρέξτε γείτονες! Όλα τα ράφια είναι γεμάτα και από ψωμιά!, και από τυρί!, και λάδια! … Ο Θεός έκανε το θαύμα Του. Ο Θεός ελεεί τους πιστούς του δούλους Του. Ελάτε να πάρετε όλοι σας.

Ναι χριστιανοί μου. Ο Θεός, έκαμε το θαύμα του, όπως το κάνει και κάθε μέρα σε όλους εκείνους που ελεούν με όλη τους την καρδιά. «Ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός». Και άλλωστε βεβαιώνει και ο ίδιος ο Κύριος ότι μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται.
Και τώρα σας ρωτώ χριστιανοί μου:
Είμαστε εμείς ελεήμονες; Δυστυχώς οι περισσότεροι από τους Νεοέλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς δεν είναι. Ελεήμονες σαν τον παππού και σαν τη γιαγιά, με αυτόν τον τρόπο εννοώ ελεήμονες. Δυστυχώς εμείς είμαστε οι κασιάρηδες. Άκαρδοι, άσπλαχνοι και τσιγκούνηδες. Και δεν ήσαν μόνο τα γερόντια αυτά, άνθρωποι της προσευχής, της αγρυπνίας και της ελεημοσύνης, αλλά ήσαν και σωστοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι τηρούσαν τις αργίες και τις νηστείες, έστω και στα γερατιά τους. Εκκλησιάζονταν κάθε Κυριακή και τις μεγάλες γιορτές. Εξομολογούντο και κοινωνούσαν των θείων μυστηρίων τακτικά. Έκαμαν πνευματικό αγώνα τη νύχτα και είχαν φόβον Θεού και πολλή αγάπη.




Ο ξένος που βοήθησε τον παππού με τα ξύλα…


Τρίτη ιστορία από την ίδια κυρία.
Ο χειμώνας βαρύς. Το χιόνι πολύ, και το κρύο τσουχτερό. Τα περισσότερα σπίτια ήσαν παγωμένα από την έλλειψη φωτιάς – και αυτό το έζησα παιδί.
Στο σπίτι για το οποίο μιλάμε είχε πέσει μεγάλη αρρώστια. Αφενός μεν από δυσεντερία, αφετέρου δε από ελονοσία. Μικροί και μεγάλοι στρωματσάδα, οι μόνοι όρθιοι που είχαν μείνει ήταν ο παππούς και η γιαγιά.
Ένα πρωί λέγει ο παππούς:
– Θα πάω να φέρω ξύλα από το απέναντι δάσος.
– Που θα πας ευλογημένε, του λέει η γιαγιά, γέρος άνθρωπος; Το δάσος απέχει δύο ώρες, εσύ θα κάνεις τρείς. Και πόσα ξύλα μπορείς να φέρεις εσύ, γέρος άνθρωπος; Ύστερα θα σε πιάσουν και οι Βούλγαροι.. Πού πάς;
– Όχι, θα πάω.
Έκανε την προσευχή του, αφού την είχε κάνει και όλη τη νύχτα. Έκανε το σταυρό του, και ξεκίνησε.
Πέρασε το μεσημέρι, κόντευε έτσι απόγευμα, τρείς – τέσσερεις, και δεν είχε φανεί. Έβγαινε η γιαγιά κάθε τόσο και κοίταζε στο βάθος του χωραφόδρομου.
Σε λίγο περνάει ένας γείτονας φορτωμένος στην πλάτη με λίγα ξύλα.
– Έρχεται, της λέγει, ο μπάρμπα Μήτσος. Τον βοήθησε πολύ και ένας ξένος.
Τελικά βλέπει η γιαγιά τον παππού μαζί με τον ξένο, να σέρνουν με σχοινιά δυο μεγάλα δένδρα.
Πώς τα είχαν κόψει; Μάλλον ο ξένος θα τάκοψε.
Πλησίασαν, τα έβαλαν εκεί έξω από την αυλή, τους καλωσόρισε η γιαγιά και τους κάλεσε μέσα. Εκείνη θα έκοβε μερικά κλαδιά και θα άναβε την σόμπα, για να ζεσταθούν, και οι άρρωστοι, και ο ξένος, και ο κατάκοπος παππούς.
Μπήκε μέσα ο παππούς, έκατσε σε ένα σκαμνί και λέγει:
– Άντε βρε γυναίκα κάνε λίγο τσάι ζεστό και φέρε λίγο ψωμί.
-Περίμενε, του λέει, ώσπου νάρθει ο ξένος.
– Ποιος ξένος;
– Να, αυτός που έσερνε μαζί σου τα δένδρα.
– Κανένας ξένος δεν ήταν μαζί μου. Μόνος μου έσερνα τα δένδρα.
– Πώς δεν ήταν, του λέει. Αφού σε είδε ο γείτονας. Και μάλιστα να κόβει τα δένδρα. Να τα φορτώνεται μαζί σου, να τα σέρνετε μαζί. Μα σε είδα και γω. Και τον καλωσόρισα και έξω απ’ την αυλή.
– Τι λές βρέ γυναίκα. Μόνος μου ήμουνα.
Και στάθηκε για λίγο.
Ξαφνικά φωτίστηκε το πρόσωπό του και φωνάζει:
– Άγγελος θα ήταν γυναίκα! Άγγελος θα ήταν! Γι’ αυτό λοιπόν τόσο γρήγορα τα τελείωσα και τάσερνα λές και ήταν πούπουλα. Άγγελος θα ήταν! Δόξα Σοι ο Θεός! Δόξα Σοι ο Θεός! Δόξα Σοι ο Θεός! Έλα τώρα γυναίκα να κάνουμε και εκατό μετάνοιες για να ευχαριστήσουμε τον Θεόν.
Και εκατό μετάνοιες, για να πουν ευχαριστώ στο Θεό. Μάλιστα.



Αυτές είναι οι ζωντανές ιστορίες των αληθινών Ορθοδόξων Χριστιανών.
Αυτή ήταν η Τρίτη ιστορία.
Ιστορίες γεμάτες πίστη! Και αγάπη, και προσφορά και θυσία αλλά και σκέπη αγία του Αγίου μας Θεού.

Χριστιανοί μου, ο Θεός τα πιστά Του παιδιά δεν τα εγκαταλείπει. Τα βοηθάει ποικιλοτρόπως. Τα βοηθάει κάθε μέρα με θαύματα ανεξήγητα. Άλλη φορά φανερά και άλλη φορά κρυφά. Διότι Αυτός είναι η σκέπη μας, η βοήθειά μας, το καταφύγιό μας. […] Αυτός που συγχωρεί τις αμαρτίες μας. Κάθε φορά που αμαρτάνουμε αλλά και μετανοούμε, που μας ελεεί, που μας αγαπά μέχρι Σταυρού.

Και που θα Τον βρούμε αυτόν τον Χριστόν; Που θα Τον βρούμε; Μα στην Εκκλησία! Στην Ορθόδοξη πίστη, στον εκκλησιασμό και στην Θεία Κοινωνία, στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση. Στην Ιερά Εξομολόγηση και στα υπόλοιπα των Αγίων Μυστηρίων. Στην προσευχή, στις Ευαγγελικές εντολές, στην ελεημοσύνη, στην αγάπη προς τους εχθρούς, στην ήσυχη συνείδηση, στην ήρεμη καρδιά… Ναι, τον Χριστό θα Τον βρούμε μέσα στις καρδιές μας, διότι η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί.



ΠΗΓΗ: ''ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ''

Μνήμες από τα Χριστούγεννα της Κατοχής…



Φωτογραφία από:parathyri.blogspot.com


Του Ευαγγέλου Ζύμαρη συνταξιούχου Δασκάλου

Παραμονές Χριστουγέννων.

Ήμουν τότε οκτώμισι χρόνων. Πήγαινα τρίτη δημοτικού, στο τρίτο δημοτικό σχολείο Βουνακιού. Οι μικρομπακάληδες του Φραγκομαχαλά είχαν παραλάβει να μοιράσουν δωρεάν με κουπόνια απορίας, σκουπόσπορο για να κάνουν οι ταλαίπωροι σκλάβοι καμιά μαύρη τηγανίτα, όσοι είχαν λάδι. Δεν θυμούμαι από ποιόν οργανισμό είχε δοθεί.

Κατ` άτομο έδιναν εκατό δράμια (σημερινά 320 γραμμάρια ) αλεύρι κόκκινο, γιατί το σιτάρι και το κριθάρι ήταν δυσεύρετα. Τα είχαν κατάσχει οι Γερμανοί ή τα κατείχαν μερικοί πλούσιοι μαυραγορίτες.

Θυμούμαι και το γράφω για πρώτη φορά, τον πατέρα μου τον συχωρεμένο που μου είπε: Δες να το λες και να το διηγείσαι. Αντί να δώσουν στους ανθρώπους λίγο τυρί ή κρέας μέρες που είναι δίνουν σκουπόσπορο που έτρωγαν τα ζώα…

Κάποια άλλα Χριστούγεννα της κατοχής πριν τις διακοπές (δεν θυμάμαι αν ήταν του 41 ή του 43) το συσσίτιο του σχολείου ήταν πιο πλούσιο. Μας έδωσαν ένα σικλάκι φασολάδα στον κάθε μαθητή (δυο μερίδες ) και το σπουδαιότερο, περίπου μισή οκά (640 γραμμάρια) σύκα ζαχαρένια σαν αυτά που πουλούν τα καταστήματα ξηρών καρπών. Όμως, στη διαδρομή μου για το σπίτι μέσω της οδού Αγίων Αποστόλων λίγα μέτρα πριν την σημερινή κλινική του Αυγουστή, ένας εικοσάχρονος νέος πεινασμένος, μου τ` άρπαξε και εξαφανίστηκε στο στενό. Δεν θα ξεχάσω την πίκρα και τα κλάματά μου. Γιατί εκτός από `μένα περίμεναν κι άλλοι τρεις στο σπίτι (γονείς και μικρή αδελφή), ν` απολαύσουν αυτό το ωραίο γλύκισμα…

Εκείνες τις μέρες ευτυχώς, είχαμε πουλήσει κάποια καλή κουβέρτα για δυο οκάδες κουκιά. Δεν φαντάζεσθε τι συμβούλια επί συμβουλίων έγιναν για το πως να τα απολαύσουμε. Ένα μέλος της οικογένειας έλεγε να τα βράζουμε λίγα-λίγα για να περάσουμε μια εβδομάδα τρώγοντας όποτε πεινούμε ένα πιάτο με πολύ ζουμί. άλλο, να τα φαμε μονομερίς τα μισά τα Χριστούγεννα και τα μισά το Πάσχα. Γιατί ποιος ξέρει αν ξαναβρίσκαμε άλλο τέτοιο κελεπούρι.Τελικά επικράτησε η δεύτερη γνώμη και κάναμε Χριστούγεννα και Πάσχα με κουκιά και μπόλικο λάδι.
Διότι κάναμε το παν να μη στερηθούμε το ευλογημένο λαδάκι. Χωρίς αυτό, (όσοι το στερήθηκαν) πρηζόταν και πέθαιναν με αργό θάνατο. Ενώ έχοντας το λαδάκι με χόρτα ακόμα και με τσουκνίδες ξεγελούσαμε την πείνα μας.

Ήρθαν τα Χριστούγεννα. Με συσκοτισμένα τα σπίτια (βάζοντας στα πορτοπαράθυρα μπλε χαρτί είτε σεντόνια, διαταγή του κατακτητή) περιμέναμε τα λίγα τολμηρά παιδιά, να μας πουν τα κάλαντα. Το φιλοδώρημα που έπαιρναν μ` ευχαρίστηση απ` όσους είχαν, ήταν μια φούχτα τσίκουδα, λίγα κουντουρούδια ή το καλύτερο, λίγα ξερά σύκα.

Που να βρεθούν γλυκά; Από τι αλεύρι; Αφού κι ο καφές που σέρβιραν κάποτε (στους επισκέπτες) ήταν κριθαρίτικος και για ζάχαρη η νοικοκυρά κοπάνιζε χαρούπια και τα ζεματούσε με νερό για να βγάλουν το λίγο μελάκι που είχαν μέσα…

Αυτά τα λίγα περιστατικά, λόγω σεβασμού στο χώρο του εξαίρετου περιοδικού «Δάφνη», επέλεξα απ` τα τόσα παράδοξα που πέρασε η γενιά μας στην κατοχή αυτές τις άγιες μέρες αλλά και όλη την τετραετία της Γερμανικής σκλαβιάς, για να εκτιμούν οι νεώτεροι και προ πάντων τα παιδιά και τα εγγόνια μας τι παράδεισο αφθονίας έχουμε τώρα και να δοξάζουν το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ και Σωτήρα Χριστό που μας χαρίζει την ελευθερία μας με τα πλούσια αγαθά της.

Να τα απολαμβάνουν με αγάπη και χαρά χωρίς να γκρινιάζουν και να εκτιμούν αυτά που έχουν, ευχόμενοι να μην ξαναέλθουν στο λαό μας αλλά και σε κανένα λαό του κόσμου τέτοιες δυσβάσταχτες εποχές δυστυχίας και στέρησης.




ΠΗΓΗ: ''ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ''

“Πώς γλύτωσε το σπίτι μας από την επίταξη των Γερμανών…” (διήγηση για θαυμαστή επέμβαση της Παναγίας


Κυδαθηναίων 9 είναι το σπίτι όπου ζούσε ο Γεώργιος Σεφέρης, όταν ήταν στην Ελλάδα, και από πάνω ζούσε η αδελφή του Ιωάννα με τον σύζυγό της Κωνσταντίνο Τσάτσο.

Κυδαθηναίων 9 είναι το σπίτι όπου ζούσε ο Γεώργιος Σεφέρης, όταν ήταν στην Ελλάδα, και από πάνω ζούσε η αδελφή του Ιωάννα με τον σύζυγό της Κωνσταντίνο Τσάτσο.



25 Απρίλη 1943


Πώς χτυπούσαν έτσι τα κουδούνια της πάνω και της κάτω εξώπορτας του σπιτιού. Έτρεξα να ανοίξω η ίδια . Ήταν δυο Γερμανοί αξιωματικοί και ένας Έλληνας. Ο ένας αξιωματικός κρατούσε τυλιγμένο σύρμα στα χέρια του.

-«Θέλομε το σπίτι σου», είπε ξεκάθαρα ο ρωμηός.

Μπήκαν μέσα και προχωρούσαν στα σαλόνια και στα δωμάτια, σαν να ήταν όλα δικά τους. Τους ακολουθούσα, χωρίς να καταλαβαίνω  καλά καλά τι συμβαίνει. Ανέβηκαν στην ταράτσα. Ο αξιωματικός που κρατούσε το σύρμα, έδεσε την μιαν άκρη σε ένα στύλο, κι έριξε το δέμα προς την ταράτσα του πλαϊνού σπιτιού, που ήταν επιταγμένο κι αυτό. Έμοιαζαν ευχαριστημένοι. Τους άρεσε το περιβολάκι. Μου είπαν πως θα έρθουν το απόγευμα μαζί με τους άλλους και έφυγαν.

Έμεινα στήλη άλατος. Και τώρα πού θα πάμε; Τι να μεταφέρω και πού να τα μεταφέρω; Είναι και το σπίτι του πατέρα από κάτω, γεμάτο πράγματα αξίας, σαν μουσείο.

Το κεφάλι μου και η ψυχή μου είναι άδεια.

Εμείς οι γυναίκες έχουμε καμιά φορά ανάποδη ιεραρχία αξιών. Πόλεμος είναι, σκλαβιά, θανατικό, μα το σπίτι είναι σπίτι. Χωρίς αυτό είμαστε γυμνοί, ζητιάνοι.

Τι να κάνω; Νιώθω απόγνωση.

Γονατίζω μπροστά στην Παναγία. Μου φαίνεται πως μαζί με τον Χριστό κρατά την καρδιά μου στα  χέρια Της.

Δεν έφαγα το μεσημέρι. Το κεφάλι μου πονούσε πολύ. Νόμιζα πως είχα πάθει συμφόρηση. Ξάπλωσα μια στιγμή και θα αποκοιμήθηκα βέβαια. Γιατί όνειρο ήταν. Ό,τι με κρατούσε πάνω στην σκληρή, στέρεη γη, είχε σπάσει. Βρέθηκα μόνη μέσα στο δυνατόν αέρα που βούιζε. Τρεμάμενη, στο σκοτεινό διάστημα, ήρθες Εσύ Μεγάλη Σκιά ,να με βοηθήσεις. Κι έβλεπα στρατό, πολύ στρατό να προχωρεί στην οδό Κυδαθηναίων (σ. η οδός όπου βρισκόταν το σπίτι τους). Μια γυναίκα όμως με σκούρα πέπλα άνοιγε τα μπράτσα Της και έκλεινε το δρόμο. Τα μπράτσα Της και τα πέπλα γίνονταν τείχος αδιαπέραστο. Κανείς δεν μπορούσε να εισχωρήσει.

Σηκώθηκα, βαριά, με κόπο, και γονάτισα μπροστά στην εικόνα Της, με μιαν εμπιστοσύνη απέραντης γλύκας. Δεν ξαναφάνηκαν. Και μέσα μου έχω την σιγουριά πώς δεν θα ξαναφανούν.

Από το βιβλίο Φύλλα Κατοχής, της Ιωάννας Τσάτσου, εκδόσεις Εστίας, σ. 89-91





ΠΗΓΗ: ''ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ''