“..
Παράλληλα
μὲ αὐτὸ τὸ κίνημα καὶ ὡς ἀπόρροια αὐτοῦ ἀναπτύχθηκε
αὐτὸ ποὺ ὁ Guardini ὀνόμασε μία «ἀφύπνιση τῆς Ἐκκλησίας στὴν ψυχὴ»[28], ἡ ὁποία,
σὲ θεολογικὸ ἐπίπεδο, μεταφράστηκε μὲ τὴν μορφὴ μίας κίνησης γιὰ τὴν ἀνακαίνιση
τῆς ἐκκλησιολογίας. Ἡ νέα αὐτὴ προοπτικὴ ἦταν ἡ «ἀνεπίσημη», «ὑπόγεια» φωνὴ τοῦ
Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ποὺ ἔμελλε νὰ γίνει ἡ εὐρείας ἀποδοχῆς ἐπικρατέστερη ἄποψη,
τόσο κατὰ τὴν διάρκεια ὅσον καὶ μετὰ τὸ πέρας τῆς Β΄ Βατικανῆς
Συνόδου[29].
Οἱ
ἡγετικὲς μορφὲς αὐτοῦ τοῦ ρεύματος ἦταν οἱ θεολόγοι Maurice
Blondel (1861-1949), Pierre Teilhard de Chardin (1881-1955), Marie-Dominique
Chenu (1895-1990), Henri de Lubac (1896-1991), Yves Congar (1904-1995), Karl
Rahner (1904-1984), Hans Urs von Balthasar (1905-1998), Jean
Daniélou (1905-1974), Louis
Bouyer (1913-2004), Edward Schillebeeckx (1914-2009), Hans Küng (1928-), Jean
Mouroux (1901-1973) καὶ Joseph Ratzinger (1927-)[30].
Ἡ μεγάλη εὐκαιρία γιὰ τοὺς ἐν λόγῳ θεολόγους ἦλθε, ὅταν οἱ περισσότεροι ἐξ
αὐτῶν προσκλήθηκαν ἀπὸ τὸν πάπα Ἰωάννη ΧΧΙΙΙ καὶ τοὺς ἐπισκόπους γιὰ νὰ
ὑπηρετήσουν ὡς periti (θεολόγοι ἐμπειρο-γνώμονες, σύμβουλοι τῶν ἐπισκόπων) κατὰ
τὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο. Χάρη
στὴν δική τους ἐπιρροή, «ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ παράδοση τῆς μεταρρύθμισης ἔφθασε στὴν
πληρέστερη ἔκφρασή της στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο»[31]. Κατὰ
κοινὴ ὁμολογία, οἱ θεολόγοι «ἦταν οἱ σχεδιαστὲς τῶν μεγάλων μεταρρυθμίσεων ποὺ
ἐγκαινιάστηκαν στὴν Β΄ Βατικανὴ»[32]. Ἡ συμβολὴ τους χαρακτηρίστηκε
«ἀξιοσημείωτη… Οἱ ἐπίσκοποι τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου εἶχαν ἐπίγνωση τῆς
σπουδαιότητας τῶν θεολόγων»[33]. Ἡ Σύνοδος ἀναγνώρισε ἐπισήμως τὶς ἐπὶ δεκαετίες
ἐργώδεις προσπάθειές τους γιὰ τὴν ἀναμόρφωση τῆς θεολογίας, ἰδιαιτέρως δὲ τῆς
ἐκκλησιολογίας[34].
Στὴν συνείδηση ὅμως ὅσων ἀρνοῦνταν τὴν νέα θεολογία ποὺ ἐκφράστηκε στὴν Β΄
Βατικανὴ Σύνοδο, λόγῳ τῆς ἀποκλίσεώς της ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ (μετα-Τριδέντια)
θεολογία τῶν Λατίνων, ἡ ἐπιρροὴ τῶν θεολόγων στὰ διατάγματα τῆς Συνόδου
ἰσοδυναμοῦσε μὲ αἵρεση[35]. Καταγγέλλουν
πὼς ἡ νέα ἐκκλησιολογία ποὺ υἱοθέτησε ἡ Σύνοδος, ἰδιαιτέρως ἡ προσέγγισή της
πρὸς τὸν οἰκουμενισμό, ἐρχόταν σὲ εὐθεία ἀντίθεση πρὸς τὰ οἰκουμενικὰ διδάγματα
τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας[36]. Εἰδικότερα ἐπισημαίνουν πὼς ἡ νέα ἀντίληψη,
ποὺ ἐνσωματώθηκε στὸ UR καὶ ἐκφράστηκε ἀπὸ θεολόγους ὅπως ὁ Yves Congar –
σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἑνότητα δὲν ἦταν πλέον ζήτημα ἐπιστροφῆς στὴν μία ἀληθινὴ
Ἐκκλησία ἀλλὰ ζήτημα ἀμοιβαίας συμφιλίωσης – ἐρχόταν σὲ εὐθεία ἀντίθεση μὲ τὴν
προαναφερθεῖσα ἐγκύκλιο Mortalium Animos τοῦ πάπα Πίου XI. Ἡ στάση τῆς Συνόδου
«δὲν εἶναι οἰκουμενική, ἐπειδὴ ἀπηχεῖ τὴν πάγια καὶ καθολικὴ διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἐπειδὴ βάσισε τὶς θεωρήσεις της σὲ μία καθαρὰ οἰκουμενικὴ
βούληση, τελείως ἀβάσιμη καὶ ἡ ὁποία καταδικάζεται ἀπ’ ὅλη τὴν προγενέστερη
αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία (magisterium)»[37].
Οἱ
ὑπέρμαχοι τῆς Συνόδου ἀπάντησαν στὶς κριτικὲς αὐτὲς μὲ τὰ λόγια τοῦ καρδινάλιου
Walter Kasper: «Θὰ ἦταν σφάλμα νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο,
ἰδιαιτέρως δὲ τὸ περὶ Οἰκουμενισμοῦ Διάταγμα, ὡς μία ρήξη μὲ τὴν Παράδοση. Στὴν
πραγματικότητα, ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους λόγους γιὰ τὴν σύγκληση αὐτῆς τῆς
Συνόδου ἦταν μία ressourcement, μία ἐπιστροφὴ στὶς πηγὲς · ἡ Σύνοδος
ἀναμετρήθηκε μὲ μία «ἐκ νέου πραγματοποίηση» τῆς Παραδόσεως, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ
aggiornamento...[38].
Ἡ περιγραφὴ τοῦ Kasper ἀποκαλύπτει πόσο βαθὺ ἦταν τὸ ἀποτύπωμα τῆς nouvelle
theologie στὴν Β΄ Βατικανή. Τόσο οἱ θιασῶτες ὅσο καὶ οἱ ἐπικριτὲς τῆς Συνόδου
συμφωνοῦν στὸ ὅτι «οἱ θεολογικοὶ στόχοι… τῶν μεταρρυθμιστῶν θεολόγων
ἐκπληρώθηκαν στὴν Β΄ Βατικανὴ Σύνοδο»[39] [...]. Πράγματι εἶναι ἀξιοσημείωτο,
ἀλλὰ καὶ ἀποκαλυπτικό τοῦ βαθμοῦ τῶν ἀνατροπῶν ποὺ ἔλαβαν χώρα, τὸ γεγονὸς πὼς
στὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου πολλοὶ ἀπ’ τοὺς ἴδιους αὐτοὺς
θεολόγους περιλαμβάνονταν στὴν «μαύρη λίστα» τοῦ Βατικανοῦ: Karl Rahner, John
Courtney Murray[40], Yves Congar, Edward Schillebeeckx, Henri de Lubac, Hans Urs
von Balthasar καὶ Ἰωσὴφ Ράτζινγκερ˙ ὅλοι τους σὲ κάποια προηγούμενη χρονικὴ
περίοδο ἦταν σεσημασμένοι ὡς «ὕποπτοι» γιὰ αἵρεση[41]. Ὅμως τώρα, στὴν Β΄
Βατικανὴ Σύνοδο, οἱ ἴδιοι αὐτοὶ ἔγιναν ξαφνικὰ εὐυπόληπτοι καὶ ὑψηλὰ ἱστάμενοι
σύμβουλοι τῶν ἐπισκόπων, ἰδιαίτερα χρήσιμοι γιὰ τὴν διαμόρφωση τῆς θεολογίας τῆς
Συνόδου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῶν μετέπειτα γενεῶν.
Εἶναι σημαντικό, προκειμένου νὰ τοποθετήσουμε στὴν σωστὴ ἱστορική της θέση τὴν
Σύνοδο, νὰ λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τὴν φράση τοῦ τότε καρδιναλίου Ἰωσὴφ Ράτζινγκερ καὶ
πρώην πάπα Βενεδίκτου XVI, ὁ ὁποῖος σαράντα χρόνια ἀργότερα περιέγραψε τὶς
τέσσερις δεκαετίες πρὸ τῆς Συνόδου (1920-1960) ὡς «μεστὲς ζυμώσεων καὶ ἐλπίδων»,
οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν τὴν Σύνοδο νὰ καθιερώσει «τὰ θεολογικὰ ρεύματα καὶ τὶς
τάσεις» τῆς νέας ἀφύπνισης καὶ τῆς νέας θεολογίας «ὡς μέρος τῆς κληρονομιᾶς ὅλης
τῆς Ἐκκλησίας»[42]. Κατὰ τὴν διάρκεια ὅμως τῆς περιόδου ἐκείνης τῶν τεσσάρων
δεκαετιῶν ἡ τότε ἡγεσία τοῦ Βατικανοῦ ἔβλεπε στὰ ἴδια αὐτὰ θεολογικὰ ρεύματα καὶ
τάσεις, σημεῖα τῆς «αἱρέσεως τοῦ μοντερνισμοῦ»[43].
Δὲν
χωράει ἀμφιβολία ὅτι ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος ὑπῆρξε γεγονὸς ἱστορικῆς σημασίας γιὰ
τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Στὴν καρδιὰ τῆς Συνόδου αὐτῆς ἦταν ἡ nouvelle theologie,
τόσο ὡς κίνημα μὲ τοὺς κύριους ἀντιπροσώπους της νὰ συμμετέχουν ὑπὸ τὴν ἰδιότητα
τῶν ἐμπειρο-γνωμόνων θεολόγων, ἀλλὰ καὶ ὡς ἕνα νέο πνεῦμα, μία νέα ἀντίληψη[44]
μὲ σαφῆ οἰκουμενικὴ προοπτική, ποὺ ἐρχόταν σὲ εὐθεία ἀντίθεση μὲ προηγούμενα
παπικὰ διατάγματα. Ἡ σφραγίδα αὐτῆς τῆς προοπτικῆς βρίσκεται σὲ ὅλα τὰ ἐπίσημα
κείμενα, ἰδιαίτερα δὲ στὸ UR – ποὺ ἀπὸ μόνο του ὑπῆρξε ἕνα ὁρόσημο, θὰ λέγαμε ἡ
διαχωριστικὴ γραμμὴ τῆς ρήξης μὲ τὸ θεολογικὸ παρελθὸν τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.
Διότι μὲ τὸ ἐν λόγῳ Διάταγμα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ Περὶ Ἐκκλησίας Σύνταγμα (LG),
ἐγκαινιάστηκε μία νέα ἐκκλησιολογία
[28] Guardini, R.,
Vom Sinn
der Kirche (1922), σ. 1, παρατίθεται
στό Commentary
on the Documents of Vatican II, Volume II, ἔκδ.
Burns and Oats
Limited, London 1968, σ 1.
[29] Ὁ Mettepenningen
διευκρινίζει στὸ Nouvelle Theologie: «Τὴν ‘ressourcement’ τοῦ Θωμισμοῦ ἀκολούθησε μία
θεολογικὴ ‘ressourcement’· καὶ τὴν γαλλόφωνη
ἐμφύτευση τῆς nouvelle theologie ἀκολούθησε μία περίοδος ἐσωτερίκευσης ποὺ
παρήγαγε μία εὐρύτερη ὑποστηρικτικὴ βάση γιὰ τὴν ἀφομοίωση τῶν κεντρικῶν σημείων
τῆς nouvelle
theologie κατὰ
τὴν διάρκεια τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου» (σ. 143).
[30] Οἱ θεολόγοι τῆς
“Nouvelle Theologie” παρὰ τὴν κοινὴ θεώρησή τους σὲ πολλὰ ζητήματα, εἶχαν
διαφορετικὲς ἀπόψεις γιὰ τὸ πῶς ἔπρεπε νὰ προχωρήσει καὶ ἐπεκταθεῖ ἡ ἀνανέωση
τῆς ἐκκλησίας. Ἡ ποικιλία αὐτῶν τῶν θέσεων ἔγινε προφανέστατη μετὰ ἀπὸ τὴν Β΄
Βατικανὴ Σύνοδο, μὲ τὴν ἔκδοση δύο διαφορετικῶν διεθνῶν θεολογικῶν ἐπιθεωρήσεων:
Concilium καὶ Communio. Συγκεκριμένα τὸ 1965
ξεκίνησε ἡ κυκλοφορία τοῦ Concilium ἀπὸ τοὺς Marie-Dominique
Chenu, Yves Congar, Karl Rahner, Edward Schillebeeckx καὶ Hans Kung, μεταξὺ
ἄλλων. Τὸ Communio κυκλοφόρησε τὸ 1972 μὲ τὴν
συνεργασία τῶν Hans Urs von Balthasar, Herni de Lubac, Joseph Ratzinger, Walter
Kasper, Louis Bouyer, καὶ ἄλλων. Ἀπὸ τὰ δύο προαναφερθέντα ἔντυπα τὸ
Concilium χαρακτηρίστηκε ὡς πιὸ
«φιλελεύθερο» στὴν θεολογική του προσέγγιση.
[31] Flynn, Yves
Congar’s Vision, σ. 61. Βλ. Latourelle, Rene,
‘Introduction,’ στό Latourelle, Vatican
II: Assessment and Perspectives, I, σσ.
XV-XIX.
[32] Swidler, Leonard, ‘The
Context: Breaking Reform by Breaking Theologians and Religious,’ in The
Church in Anguish: Has the Vatican Betrayed Vatican II?, ed. by Hans Kung and
Swidler, ἔκδ. Harper and Row, San
Francisco 1987, σσ. 189-192 (σ. 189), ὅπως ἀναφέρεται στὸν Gabriel, Yves
Congar’s Vision, σ. 57.
[33] Congar, Yves,
Le
Theologien dans l’Eglise aujourd’hui, σ. 12, as quoted in
Gabriel, Yves
Congar’s Vision, σ. 57.
[34] Βλ: Mettepenningen,
Nouvelle
Théologie. «Ἡ
ἐπιρροή τους, ὅπως μποροῦμε νὰ δοῦμε ἀπὸ τὶς acta τῆς Συνόδου καὶ τὰ ποικίλα
Συνοδικὰ ἡμερολόγια, ἀποδείχθηκε ἐξόχως σημαντικὴ» (σ. 6). Βλ. ἐπίσης: Guarino,
Thomas G., Foundations
of Systematic Theology. ἔκδ. T&T Clark, New York
2005), σ. 288. «Τὰ ὀνόματα ποὺ συνδέονται μ’ αὐτὴ τὴν κίνηση . . . ἐπρόκειτο ἐν
τέλει νὰ δώσουν τὴν ὤθηση γιὰ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς σημαντικότερες θεολογικὲς θέσεις
τῆς Β΄ Βατικανῆς».
[35]Γιὰ μία διεξοδικὴ
κριτικὴ τῆς Β΄ Βατικανῆς ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη, βλ.: Amerio, Romano, Iota
Unum: A Study of the Changes in the Catholic Church in the Twentieth
Century,
ἔκδ.
Sarto House,
Kansas City 1996).
[36] Lanterius, “The Dogma
of Ecumenism,” in Si Si,
No No, June
2005, Vol. XXVIII, No. 6, Fr. Du Chalard, μετάφ., Angelus Press, Kansas City,
MO.
[37] Fr. de La Rocque, “Le
presuppose oecumenique de Lumen
Gentium” in
Penser Vatican
II quarante ans apres: Actes du VI Congres Theologique de si si no
no, Rome,
January 2004, ἔκδ.
Courrier de
Rome, σσ.307-08
[38] Βλ. Kasper,
The
Fortieth Anniversary, σ. 21 (ἔμφαση τοῦ
γράφοντος).
[39] Flynn, Yves
Congar’s Vision, σ. 53.
[40] Ὁ John Courtney Murray
(1904–1967) ἦταν ἀρχισυντάκτης τῶν περιοδικῶν America καὶ Theological Studies.
Τὸ 1954, μετὰ ἀπὸ μία δεκαετία δημοσιευμάτων γιὰ ζητήματα θεολογικῆς ἐλευθερίας
καὶ σχέσεων ἐκκλησίας-πολιτείας, τοῦ δόθηκε ἄνωθεν ἐντολή, ἀπὸ τὸ Βατικανό, νὰ
σταματήσει νὰ ἀρθρογραφεῖ γιὰ τέτοια ζητήματα, ἐξ αἰτίας ἀντιρρήσεων ἀπὸ τὴν
Κουρία τῆς Ρώμης, ποὺ θεωροῦσε τὶς θέσεις του ἀνορθόδοξες. Δέκα χρόνια ἀργότερα,
ὡστόσο, ἐπὶ ποντίφικος Ἰωάννη XXIII, τὸν προσκάλεσαν γιὰ νὰ συμμετάσχει στὴν Β΄
Βατικανὴ Σύνοδο ὡς εἰδικὸς στὸ ζήτημα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι, αὐτὸς
ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴν σύνταξη τοῦ προσχεδίου τῆς «Διακηρύξεως περὶ Θρησκευτικῆς
Ἐλευθερίας» καὶ ἡ ὁποία, ἀπὸ μὲν τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς Συνόδου θεωρήθηκε ὡς ἕνα
ἀπὸ τὰ σημαντικότερα θεσπίσματα, ἀπὸ δὲ τοὺς δυσφημιστὲς αὐτῆς ὡς ἐξόχως
ἀπαράδεκτο.
[41] Βλ.: Informations
Catholiques Internationales (no. 336, May 15, 1969), σ.
9. Βλ. Ἐπίσης Mettepenningen, Nouvelle
Theologie, ὅπου
ἐξετάζει τὰ μέτρα ποὺ ἔλαβε ἡ Β΄ Βατικανὴ ἐναντίον αὐτῶν τῶν θεολόγων στὶς
δεκαετίες πρὶν ἀπὸ τὴν διεξαγωγὴ τῆς Β΄Βατικανῆς Συνόδου.
[42] Ratzinger, The
Ecclesiology of Vatican II.
[43] Ὁ πάπας Πίος XII, στὴν
Ἐγκύκλιό του Humani
Generis,
Περὶ
ὁρισμένων λανθασμένων ἀπόψεων ποὺ ἀπειλοῦν μὲ ὑπονόμευση τὰ θεμέλια τοῦ
Καθολικοῦ Δόγματος (sections 29, 30, 32, and
34), δημοσιευμένη στὶς 12 Αὐγούστου 1950, καταδίκασε κάποιες θεολογικὲς ἀπόψεις
καὶ δογματικὲς θέσεις αὐτῶν τῶν θεολόγων, ὡς ἔκφραση «νέο-μοντερνισμοῦ». Ἡ
κατηγορία ἐναντίον αὐτῆς τῆς θεολογικῆς κινήσεως ἢ «σχολῆς» εἶναι ὅτι ἀφ᾽ ἑνὸς
ἀπέκλινε ἀπὸ τὸν Θωμισμὸ – χρησιμοποιώντας τὴν σχετικιστικὴ ἱστορικὴ ἀνάλυση καὶ
ἐπικαλούμενη ἀξιώματα τῆς μοντέρνας φιλοσοφίας ὅπως ὁ θετικισμὸς ἢ ὑπαρξισμὸς –
καὶ ἀφ᾽ἑτέρου, ὅτι πολλοὶ ἀκαδημαϊκοὶ ἐκπρόσωποί της ἐξέφραζαν δογματικὲς θέσεις
δανειζόμενοι ἔννοιες τῆς μοντέρνας φιλοσοφίας (ὑπαρξισμός, immanentism,
ἰδεαλισμὸς).