Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

Η ΕΓΩΙΣΤΙΚΗ ΝΟΣΗΡΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ






Την έχουν εκείνοι  που μ’  ευκολία   επικαλούνται  την χριστιανική θύραθεν  παιδεία  τους  και μ’ όσα εκείνη φιλοξενεί. Ταυτόχρονα, κατ' αυτούς πρέπει  οι υπόλοιποι -υπεύθυνοι  και μη -  ν’  αποδεχθούν  τις κάποιες  γνώσεις  τους. 

Το θέμα  γίνεται όμως  δύσκολο  και  λαμβάνει άλλες  διαστάσεις  όταν γίνεται  υπόμνηση του λάθους,   άσχετα πού υπάρχει   ευθύνη   γι’  αυτό. Τότε,  με  περισσή  αυταρέσκεια  και  εμφανή εγωισμό  δεν  διορθώνουν τα κακώς κείμενα,  παρά   ορθώνουν αντιλογία  χωρίς   ουσιαστικό περιεχόμενο.   Λείπει η ταπείνωση δυστυχώς πρώτιστα από τους θρησκευόμενους. Η παραδοχή  των σφαλμάτων  τους  είναι μόνο άκουσμα  σε  κηρύγματα  και ποτέ  αφορμή ή όρος για σωτήρια.   Έτσι, η επιχειρούμενη ανατροπή  των λαθεμένων γνώσεών τους  ακουμπά  την επανάστασή τους,  την  απαξίωση  του συνομιλητή  τους  και φτάνει και στην….. κόλασή τους («με κολάσατε») . Ταυτόχρονα  αποθέτουν  την ευθύνη της  αποστασίας τους από την Εκκλησία   σ’ όσους τους παρατηρούν  για τα   στραβά που  ξέρουν   ή και πράττουν   («μάς διώχνεται  από την Εκκλησία» η προσφιλέστατη  έκφρασή τους), παρά στην σθεναρή και αδικαιολόγητη άρνηση ν' ακούσουν.

Δεν θέλουν   να  αποχωρισθούν  τα   στρεβλά που γνωρίζουν   ή επιλέγουν.  Μπορεί στην ζωή τους  όλα να τα έχουν -σαν  τον  πρωταγωνιστή  του αυριανού  Ευαγγελίου-, τους λείπει  όμως η διάθεση   υπακοής και με   επιπολαιότητα  φεύγουν.  Με την τακτική τους αυτή συντηρούν  απλά  την νοσηρή  πνευματικότητά  τους,  εκείνη παραχωρεί  θέση  στην έλλειψη  μαθητείας  και καταλήγει σε πνεύμα   ανυπακοής.   Τους  αρέσει  να  κατευθύνουν την σκέψη  τους  και την πρακτική  τους  μόνο σ’ όσα πατροπαράδοτα  έμαθαν  από  αδαείς. Εξυπηρετείται ποικιλότροπα  μόνο το προσωπικό τους συμφέρον.

Βέβαια   δεν ευθύνονται  μόνο αυτοί  που έπλασαν δική τους λειτουργική πράξη και θεολογική σκέψη. Τους ευνόησε και η νοοτροπία αρκετών να συντηρήσουν σχέσεις συμφέροντος  με  το  λιβανωτό του λαϊκισμού και της επιδοκιμασίας  για τα έργα  τους,  τις απαιτήσεις τους, τις απόψεις τους και γενικά με το  «χάϊδεμα»  των  αυτιών.  Γίνονται τα παραπάνω  σε  συνδυασμό  με την νωθρότητα, την  ραστώνη,  την παραίτηση όλων όσων   δεν  θέλουν  να ταράξουν  νερά  λιμνάζοντα   αμαθείας  ή  ημιμάθειας, μαζί με την διατήρηση και συντήρηση σχέσεων ποικίλων συμφερόντων. Είναι όλοι όσοι  αφήνουν  υποτίθεται συνειδητούς χριστιανούς, να υπερηφανεύονται  ότι εκείνοι μόνο γνωρίζουν το σωστό, αυτό που έμαθαν από έναν κληρικό ή είδαν σε κάποιο πρόγονό τους. Η    εμμονή  τους  να μη αναθεωρήσουν τις ιδέες τους είναι πεισματική και πειρασμική.

Η επίδειξη   γνώσεων  ύποπτης προέλευσης και η αποφυγή  τεκμηριωμένης   αναίρεσης  αυτών,  οδηγούν   πολλούς στην λεκτική ειρωνική  αντιμετώπιση,  ενώ  στην  καλύτερη περίπτωση υπάρχει το  υποκριτικό   «συγνώμη».  Αφού έχει γίνει το λάθος,   τότε  αντιλαμβάνονται  ότι  έπρεπε να  είχαν  ρωτήσει, όπως  κάνουν  αλλού (π.χ. σε  γιατρούς).  Τότε  η επίκληση της  συγχώρεσης  έρχεται   ως  εύκολη  δικαιολογία  και κάλυψη   αφέλειας ή και υστεροβουλίας. 

Προτιμότερη   γι’ αυτούς   είναι η  παραπληροφόρηση   παρά  η  υποχώρηση από την πολυπραγμωσύνη.  Πλούτο  δεν έχουμε  μόνο χρημάτων,  αλλά και γνώσεων.   Η πηγή,  η χρήση και η επίδειξή  τους  έχει σημασία. "Στην ημιμάθεια, καλύτερη είναι η αμάθεια", λέει ο λαός μας. Τα λάθη   πρέπει να τα διορθώνουμε,  όταν  μας  γίνεται  υπόδειξη.    Η φυγή  δείχνει  εγωπάθεια,   για την οποία  χαίρεται   ο διάβολος.

Μπορεί να τα έχουμε όλα ως χριστιανοί και να μας λείπει  το πνεύμα ανατροπής,   η προθυμία    αποδοχής  και η απόφαση αλλαγής. Σε  κάθε  άλλη περίπτωση  θα  απομακρυνόμαστε στην ουσία από την Εκκλησία,  θα παραμένουμε   στις  ψευδογνώσεις μας και θα ζούμε  με την έπαρση  του  ανίδεου -  πολύξερου.

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΟΥ ΣΤΕΝΟΧΩΡΟΥΣΑΝ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ.... (ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ)




Κάποτε με πλησίασαν δύο αδελφοί, που στενοχωρούσε ο ένας τον άλλον, και έλεγε ο μεγαλύτερος για τον μικρότερο: «Του λέω να κάνει κάτι και στενοχωριέται και στενοχωριέμαι κι εγώ, γιατί σκέπτομαι ότι, αν με αγαπούσε και μ’ εμπιστευόταν, θα τον πληροφορούσε ο Θεός να τα δεχθεί». Και ο μικρότερος έλεγε: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν μου μιλάει με φόβο Θεού, αλλά σαν να θέλει να με διατάζει. Και νομίζω ότι γι’ αυτό δεν αναπαύεται η καρδιά μου, όπως λένε οι Πατέρες».


Η αμφιβολία και η αβεβαιότητα, καρπός του μεταπτωτικού ψυχισμού του ανθρώπου, του αφαιρούν κάθε είδους αναπαύσεως της ψυχής του. Τότε μόνο αναπαύεται ο άνθρωπος, όταν πληροφορείται από την συνείδησή του ότι όλα έχουν καλώς και προς τον Θεό, και προς τον πλησίον και προς τον εαυτό του. Ο διάβολος όμως καλλιεργεί ψευδείς πληροφορίες και πλανά τους άπειρους στην πνευματική ζωή. Γι’αυτό και οι αγωνιζόμενοι νηπτικά, την πληροφόρησή τους δεν την δέχονται από τη συνείδησή τους, αλλά μόνο από τον Γέροντά τους ή από τον ίδιο τον Κύριο. «Πληροφορία» είναι η εσωτερική και συνειδητή βεβαιότητα για την ορθότητα πράξεως ή λογισμού ή γνώσεων κλπ. ή για την αποκάλυψη του θελήματος του Θεού σε κάθε περίσταση.


Προσέξτε, πως ο ένας έριξε το βάρος στον άλλο και κανείς τους δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Άλλοι δύο, που στενοχώρησαν ο ένας τον άλλο, έβαλαν μεν ο ένας στον άλλον μετάνοια, παρέμειναν όμως ανειρήνευτοι. Και ο μεν ένας έλεγε: «Δεν μου έβαλε με την καρδιά του μετάνοια και γι’ αυτό δεν αναπαύθηκα. Γιατί έτσι έχουν πει οι Πατέρες». Ο δέ άλλος έλεγε: «Επειδή δεν είχε προδιατεθεί με αγάπη προς το πρόσωπό μου, πριν εγώ του δείξω τη μετάνοιά μου, γι’ αυτό κι εγώ δεν αναπαύθηκα». Βλέπετε αυταπάτη, αδελφοί μου, βλέπετε πως διαστράφηκε ο λογισμός τους; Ο Θεός γνωρίζει πόσο μεγάλη κατάπληξη μου προξενεί το ότι ακόμα και τους Πατέρες χρησιμοποιούμε, σύμφωνα με τα θελήματά μας τα πονηρά, για να χάσουμε τις ψυχές μας. Έπρεπε να πάρει καθένας επάνω του την ευθύνη, να κατηγορήσει τον εαυτό του και να πεί: «Δεν έβαλα ειλικρινά μετάνοια στον αδελφό μου, γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Ο δε άλλος να πεί: «Εγώ δεν είχα την καρδιά μου έτοιμη να συγχωρέσει και να αγαπήσει τον αδελφό μου, πριν αυτός μου εκφράσει τη μετάνοιά του και γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός».


Έτσι θα έπρεπε να κάνουν και οι προηγούμενοι. Ο μεν πρώτος έπρεπε να πεί: «Εγώ μιλάω με αυθάδεια, γι’ αυτό δεν αναπαύει ο Θεός τον αδελφό μου». Και ο άλλος έπρεπε να λογίζεται: «Ο αδελφός μου μού δίνει εντολές με ταπείνωση και αγάπη, αλλά εγώ είμαι ανυπότακτος και δεν έχω φόβο Θεού». Αλλ’ όμως κανένας τους δεν βρήκε τον σωστό δρόμο και δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Αντίθετα, καθένας έριξε το βάρος στον άλλον.



Αββά Δωροθέου