Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΠΙΚΩΝ-ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ «ΔΙΑΛΟΓΟΥ»!


H πορεία του διαλόγου ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία βρέθηκε στο επίκεντρο ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στο Ποντιφικό Πανεπιστήμιο Αntonianum της Ρώμης, με αφορμή την εβδομάδα προσευχής για την ενότητα των Χριστιανών. Για το θέμα των διαλόγων μίλησαν σε ένα πυκνό ακροατήριο τρεις διακεκριμένες προσωπικότητες που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την πορεία τους, ο Πανοσιολ.π.Ανδρέας Παλμιέρι, Υπογραμματέας του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Ενότητα των Χριστιανών, ο Μοναχός Τζέιμς Πουλίζι, Καθηγητής και Διευθυντής του Κέντρου Pro Unione και ο θεολόγος κ.Δήμητριος Κεραμιδάς, διδάσκων στο Ποντιφικό Πανεπιστήμιο Angelicum της Ρώμης. Την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση συντόνισε ο Μον.Αλμπερτ Σμουκι, Καθηγητής και Αντι-Πρόεδρος του Istituto Francescano di Spiritualita του Πανεπιστημίου Antonianum.
«Το θέμα που απασχολεί την παρούσα φάση του διαλόγου μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι αυτό της Συνοδικότητας και του Πρωτείου. Για να μπορέσει όμως να παράξει θετικά αποτελέσματα ο διάλογος θα πρέπει να στοχεύει στην επίτευξη όσων ο τότε Καρδινάλιος Ρατζινγκερ είχε διατυπώσει, ήδη από την δεκαετία του 1970, όταν είχε τονίσει αναφορικά με το Πρωτείο, ότι η Ρώμη δεν πρέπει να απαιτήσει τίποτα περισσότερο από την Ορθόδοξη Εκκλησία από την κοινή εμπειρία της Πρώτης Χιλιετίας (ή όσα είχαν εφαρμοστεί και βιωθεί κατά την πρώτη χιλιετία)», σημείωσε, μεταξύ άλλων, ο Πανοσ. π.Ανδρέας Παλμιέρι και συνέχισε: «Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να κατανοήσουμε όσα είπε ο Πάπας Φραγκίσκος κατά τη διάρκεια της επισκέψεώς του στο Φανάρι το 2014 (κατά τη διάρκεια της θρονικής εορτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως): “Θέλω να διαβεβαιώσω τον καθένα από σας ότι για να φθάσουμε στον αναζητούμενο σκοπό της πλήρους κοινωνίας, η Καθολική Εκκλησία δεν προτίθεται να επιβάλλει καμμία απαίτηση, παρά μόνον εκείνη της ομολογίας της κοινής πίστεως, και ότι είμαστε έτοιμοι να αναζητήσουμε απο κοινού, υπο το φώς της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της εμπειρίας της πρώτης χιλιετίας, τους τρόπους με τους οποίους θα εξασφαλισθεί η αναγκαία ενότητα της Εκκλησίας στις σημερινές συνθήκες: το μόνο πράγμα που η Καθολική Εκκλησία επιθυμεί και εγώ αναζητώ ως Επίσκοπος Ρώμης "της Εκκλησίας της προκαθημένης της αγάπης"(Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας), είναι η κοινωνία με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες”».
Τη σημασία της ειλικρινούς διάθεσης του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου να προωθήσουν το διάλογο ιδιαίτερα σε μια εποχή που οι χριστιανοί διώκονται από τις αρχαίες τους εστίες επισήμανε ο θεολόγος κ.Δημήτριος Κεραμιδάς.
«Η (αναμενόμενη) σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου, στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχει συμπεριληφθεί και το θέμα των «σχέσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο», όπως και η ειλικρινή, αξιοθαύμαστη θέρμη με την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πάπας Φραγκίσκος προωθούν τον ρωμαιοκαθολικό-ορθόδοξο διάλογο, ακολουθώντας τα ευαγγελικά ίχνη της μαρτυρίας του Χριστού σε μια εποχή όπου οι χριστιανοί διώκονται βίαια από αρχαίες εστίες εκκλησιαστικής παράδοσης, μας θέτουν ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων ιστορικής σπουδαιότητας που αφορούν την ίδια την υπόσταση της χριστιανοσύνης στο δραματικά μεταβαλλόμενο κόσμο του 21ου αιώνα», τόνισε ο κ.Κεραμιδάς και συνέχισε: «Το καίριο ερώτημα είναι εάν σήμερα οι χριστιανοί έχουν ακόμα την πολυτέλεια να σεμνύνονται για τη δογματική τους αυτάρκεια, ή εάν η θεολογική, λειτουργική κληρονομιά της της μίας ή της άλλης Εκκλησίας μπορεί να βιώνεται, δίχως ν’ αλλοιώνεται ή να σχετικοποιείται η αξία της, με τρόπο που να μπορεί να αγκαλιάζει μια ευρύτερη διαχριστιανική οπτική».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν και η ομιλία του Καθηγητή Τζέιμς Πουλίζι, το Κέντρο του οποίου προΐσταται κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση της σημασίας και της αξίας του διαχριστιανικού διαλόγου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ημερίδες που διοργανώνει το Ποντιφικό Πανεπιστήμιο Angelicum προσελκύουν πάντοτε το ενδιαφέρον της επιστημονικής και εκκλησιαστικής κοινότητας λόγω του υψηλού επιπέδου των προσκεκλημένων ομιλητών.

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας ομιλίας του θεολόγου κ.Δημητρίου Κεραμιδά:
Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί μαζί στην πορεία προς την ενότητα.

Η ανάγκη μιας «πνευματικότητας του διαλόγου»

 Η Εβδομάδα Προσευχής για την Ενότητα των Χριστιανών (18-25 Ιανουαρίου), θεσμός που αναδύθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και αγκαλιάστηκε από αρκετές Εκκλησίες, Ομολογίες και οικουμενικούς οργανισμούς, μας προσφέρει την ευκαιρία ν’ αναλογιστούμε το βαθμό συμμετοχής του πληρώματος της Εκκλησίας στο έργο της αποκατάστασης της ενότητας των Εκκλησιών, που αποτελεί θέλημα του Κυρίου (Ιω. 17,21). Είναι γνωστό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία (Γ΄ Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη) έχει δηλώσει ότι το οικουμενικό κίνημα δεν είναι ξένο προς τη φύση και την αποστολή της Ορθοδοξίας και ότι ο οικουμενισμός θέτει την εκκλησιαστική πίστη ενώπιον νέων ιστορικών συνθηκών και υπαρξιακών αιτημάτων του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η διαχριστιανική προσέγγιση δεν είναι απλά ζήτημα μιας εγκόσμιας εκκλησιαστικής διπλωματίας, αλλά εμπεριέχει βαθύτερα μόνιμα, οντολογικά χαρακτηριστικά που δεν μπορούν ν’ αφήσουν αδιάφορη την Ορθοδοξία, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αυτή έχει το ιερό χρέος να εργάζεται διαρκώς την καταλλαγή των πάντων εν Χριστώ, να κηρύσσει την οντολογική ενότητα του ανθρωπίνου γένους και την κοινωνία όλων στην τριαδική ζωή στην οποία η ίδια, κατά τη δήλωση της Γ΄ Προσυνοδικής, μετέχει πλήρως, όντας η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Η (αναμενόμενη) σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου, στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχει συμπεριληφθεί και το θέμα των «σχέσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο», όπως και η ειλικρινή, αξιοθαύμαστη θέρμη με την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πάπας Φραγκίσκος προωθούν τον ρωμαιοκαθολικό-ορθόδοξο διάλογο, ακολουθώντας τα ευαγγελικά ίχνη της μαρτυρίας του Χριστού σε μια εποχή όπου οι χριστιανοί διώκονται βίαια από αρχαίες εστίες εκκλησιαστικής παράδοσης, μας θέτουν ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων ιστορικής σπουδαιότητας που αφορούν την ίδια την υπόσταση της χριστιανοσύνης στο δραματικά μεταβαλλόμενο κόσμο του 21ου αιώνα. Το καίριο ερώτημα είναι εάν σήμερα οι χριστιανοί έχουν ακόμα την πολυτέλεια να σεμνύνονται για τη δογματική τους αυτάρκεια, ή εάν η θεολογική, λειτουργική κληρονομιά της της μίας ή της άλλης Εκκλησίας μπορεί να βιώνεται, δίχως ν’ αλλοιώνεται ή να σχετικοποιείται η αξία της, με τρόπο που να μπορεί να αγκαλιάζει μια ευρύτερη διαχριστιανική οπτική.
Πώς γίνονται κατανοητά τα παραπάνω ερωτήματα στο πλαίσιο του διαλόγου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία; Είναι γενικά αποδεκτό πως ο θεολογικός διάλογος μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ίσως ο πλέον σημαντικός των διμερών θεολογικών διαλόγων που διεξάγει η Ορθοδοξία, έχει μέχρι στιγμής παρουσιάσει αξιόλογα αποτελέσματα (δίχως, ασφαλώς, να απουσιάζουν οι εκκλησιαστικής, θεολογικής και άλλης φύσεως δυσκολίες), τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχουν επαρκώς αξιοποιηθεί. Γι’ αυτό το λόγο, νομίζουμε πως σήμερα είναι αναγκαία η αναζήτηση μιας «πνευματικότητας του διαλόγου», με άλλα λόγια η ενσωμάτωση των κεκτημένων του διαλόγου στην καθόλου πνευματική εμπειρία και δράση της Εκκλησίας, ως απαραίτητη προϋπόθεση μιας ουσιαστικής προόδου της προσέγγισης των δύο Εκκλησιών.
Το α΄ μισό του 20ου αιώνα είχε αναδειχθεί μια νέα γενιά θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών που συνδύαζε θεολογική κατάρτιση, ποιμαντική ευαισθησία και πόθο για την επαναπροσέγγιση των χριστιανών. Η διπλωματική εμπειρία του Angelo Roncalli (μετέπειτα πάπα Ιωάννη ΚΓ΄) στη Βουλγαρία και την Κων/πολη τον βοήθησε να κατανοήσει την ευσέβεια και πνευματικά των ορθοδόξων· ομοίως, η ποιμαντική θητεία του Αθηναγόρα στην Αμερική τον κατέστησε έναν ιεράρχη κοσμοπολίτικης πνοής.
Η εκ νέου συνάντηση ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών, μετά από αιώνες όπου κυριαρχούσε ένθεν κακείθεν μια αντιρρητική νοοτροπία, έγινε τελικά πραγματικότητα χάρη στην έμπνευση και το όραμα του Πατριάρχη Αθηναγόρα και του Πάπα Παύλου ΣΤ΄, που αρχικά εναγκαλίσθηκαν «αδελφικώς» το 1964 στα Ιεροσόλυμα και εν συνεχεία (1965) ήραν τα αναθέματα του 1054 μεταξύ Ρώμης και Κων/πολης. Με τον τρόπο αυτό εγκαινίασαν τον «διάλογο της αγάπης» που, μεταξύ των δεκαετιών ’60 και ΄70, ξεδιπλώθηκε τόσο σε επίπεδο εκκλησιαστικής ηγεσίας (ανταλλαγή επιστολών, δώρων, αντιπροσωπειών στις θρονικές εορτές Ρώμης και Κων/πολης), όσο και εκκλησιαστικής βάσης (επιστροφή λειψάνων στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, κοινές προσευχές, επιστημονικές-ακαδημαϊκές συνεργασίες), διατρέχοντας κατά τον τρόπο καθέτως όλο το εκκλησιαστικό σώμα. Η πρόταξη του διαλόγου της αγάπης έναντι του θεολογικού διαλόγου ήταν μια συνειδητή επιλογή που οφειλόταν τόσο σε αντικειμενικούς λόγους (οι ορθόδοξοι μέχρι και την Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ήταν, γενικά, σκεπτικοί στην ιδέα της έναρξης του θεολογικού διαλόγου με τους ρωμαιοκαθολικούς), όσο και στη συνειδητοποίηση της ανάγκης να προετοιμαστεί ψυχολογικά το εκκλησιαστικό πλήρωμα, ώστε να εξοικειωθεί με το κλίμα φιλίας, καταλλαγής και «κάθαρσης της ιστορικής μνήμης» που ενέπνεε πλέον τις σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Είχαν προηγηθεί οι οικουμενικές διακηρύξεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1962-1965) ότι εκτός αυτής υπάρχουν πολλά στοιχεία αλήθειας και αγιότητας, όσο και αυτές της Προπαρασκευαστικής Διορθόδοξης Επιτροπής (1971) αναφορικά με την «οντολογική» παρουσία άλλων Εκκλησιών και Ομολογιών εκτός των κανονικών ορίων της Ορθοδοξίας. Είναι, επομένως, ορθή η εκτίμηση πως δίχως το διάλογο της αγάπης οι θεολογικές συζητήσεις θα καταπιάνονταν εκ νέου με όσα ήδη χώριζαν τις δύο Εκκλησίες, διακινδυνεύοντας την ίδια την ακεραιότητα της οικουμενικής προσέγγισης!
Έτσι, τελικά, όταν ξεκίνησε ο επίσημος καθαυτό θεολογικός διάλογος (1980), τα μέλη της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής για το Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπό τη επίδραση και του κλίματος φιλίας που είχε εν τω μεταξύ διαμορφωθεί, αποφάσισαν ορθά ότι ο διάλογος (που σκοπό έχει την αποκατάσταση της πλήρους ενότητας στην κοινή πίστη και την ευχαριστιακή κοινωνία), οφείλει να ξεκινά από αυτό που ενώνει τις δύο Εκκλησίες, να διεξάγεται με θετικό πνεύμα, προσευχητική διάθεση και εν ταπείνωσει. Με τον τρόπο αυτό, άλλαξε ριζικά η οπτική των σχέσεων ορθοδόξων-ρωμαιοκαθολικών· δεν ήταν πλέον η απολογητική θεολογία αυτή που καθόριζε τις διμερείς σχέσεις, αλλά η θετική «περιεκτική» διάθεση γνωριμίας της εκκλησιολογικής ταυτότητας του άλλου.
Κινούμενη στο κλίμα αυτό, η α΄ φάση του θεολογικού διαλόγου ορθοδόξων-ρωμαιοκαθολικών (1980-1988), που είχε την ευτυχία να καθοδηγείται από εμπνευσμένους εκκλησιαστικούς (καρδ. J. Willebrands, Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός Χαρκιανάκης) και θεολόγους υψηλού κύρους (Ι. Ζηζιούλας, J. Ratzinger κ.α.), υπήρξε, ομολογουμένως, εντυπωσιακή ως προς τα αποτελέσματά της. Σ’ αυτήν επιβεβαιώθηκε η προτεραιότητα της ευχαριστίας ως το κατεξοχήν προσδιοριστικό στοιχείο της Εκκλησίας, η σύνδεση του επισκοπικού αξιώματος με την ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας, η κοινωνία μεταξύ των τοπικών εκκλησιών μέσω των επισκόπων τους, η αξία των 34 Αποστολικού Κανόνα για την οργανική σχέση του «πρώτου» και των «πολλών», η δυνατότητα χρήσης διαφορετικών βαπτισματικών λειτουργικών εθίμων εφόσον δεν θίγεται η χριστολογία και η τριαδολογία, ο όρος «μεταβολή» προκειμένου για τα Τίμια Δώρα κ.α.
Η θεολογική σύγκλιση επήλθε χάρη στη δυνατότητα που έδωσε ο διάλογος της αγάπης να προσεγγιστούν τα θεολογικά ζητήματα με θετικό τρόπο και υπό το πρίσμα της πίστης της αδιαίρετης Εκκλησίας. Είναι καταφανής η διαφορά ύφους και περιεχομένου των κειμένων της α΄ περιόδου από παλαιότερα κείμενα καταδίκης των ρωμαιοκαθολικών διδασκαλιών (πράγμα που συναντούσε κανείς και σε αντίστοιχες ρωμαιοκαθολικές παρεμβάσεις).
Αντίθετο ήταν το παράδειγμα της β΄ φάσης του διαλόγου (1990-2000) που ασχολήθηκε με το ζήτημα της Ουνίας (ή των λεγόμενων «ελληνόρρυθμων Εκκλησιών»), όπου αφενός μεν απορρίφθηκε ο προσηλυτισμός, η «εκκλησιολογία της μεταστροφής» και η Ουνία ως μοντέλο ενότητας, αφετέρου δεν δόθηκε μια οριστική λύση στο πρόβλημα, αφού η διαχείρισή του αφέθηκε σε τοπικό επίπεδο, όπου δυστυχώς επικράτησαν τα τοπικά συγκρουσιακά εθνικά και θρησκευτικά συναισθήματα κι όχι η πνευματικότητα της καταλλαγής και της αγάπης.
Η γ΄ φάση του διαλόγου (2006-σήμερα) ανέδειξε, μεταξύ άλλων, την οργανική ενότητα μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητας σε τοπικό, επαρχιακό/περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Αν και η συζήτηση αναφορικά με την άσκηση του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία συνεχίζεται, είναι αξιοσημείωτο, από ορθόδοξης πλευράς, το ότι επιβεβαιώθηκε εκ νέου η αξία του 34ο Αποστολικού Κανόνα και το κανονιστικό κύρος των Οικουμενικών Συνόδων.
Οι διακηρύξεις αυτές μας φέρνουν εγγύτερα στην ορθόδοξη άποψη πως η αποστολική πίστη βιώνεται εντός του εκκλησιαστικού σώματος (πατερική διδασκαλία, συνοδική ζωή – οικουμενικές σύνοδοι), με άλλα λόγια εντός της ευχαριστιακής και ιεραποστολικής ζωής, έτσι όπως εκφράζεται στην ευχαριστιακή εμπειρία και την «έξοδο»raquo; της Εκκλησίας στον κόσμο, κι όχι ανεξάρτητα ή εκτός αυτών. Η ευχαριστία είναι το καθαυτό γεγονός της Εκκλησίας, που φανερώνει την «καινή» πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού ως ένα γεγονός αγαπητικών σχέσεων, ενώ η ιεραποστολή δεν σημαίνει αποχώρηση από τον κόσμο, αλλά έξοδος σ’ αυτόν, για να κηρυχθεί το πανανθρώπινο μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας. Τί σημαίνει η παραπάνω αρχή για τον οικουμενικό διάλογο; Σημαίνει, καταρχήν, πως η οικουμενική κίνηση, παρά τις ευγενείς προθέσεις, δεν μπορεί να έχει μόνιμα και χειροπιαστά αποτελέσματα εάν δεν είναι έμπρακτα ριζωμένη στη ζωή του πληρώματος της Εκκλησίας – διαφορετικά παραμένει μια υπόθεση κάποιων ειδικών, εν πολλοίς ακατανόητη στους πολλούς. Για να μην συμβεί αυτό χρειάζεται να υπάρχει: α) υπεύθυνη ενημέρωση και κοινοποίηση των πορισμάτων του διαλόγου, β) δημιουργία, σε τοπικό επίπεδο, ενημερωτικών πρωτοβουλιών (εκκλησιαστικών, ακαδημαϊκών) οικουμενικού χαρακτήρα, γ) κοινές δράσεις με μέλη άλλων Εκκλησιών και Ομολογιών. Ερωτάται, όμως, σε ποιό βαθμό σήμερα εφαρμόζεται το παραπάνω τρίπτυχο· η λυπηρή διαπίστωση, εμπειρικά διαπιστωμένη, είναι πως, πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων, το επισκοπικό σώμα μαζί με κάποιες, λίγο ή πολύ «οργανωμένες», εκκλησιαστικές ομάδες εμφανίζουν απροθυμία στο να ενημερώσουν το πλήρωμα για όσα επισήμως και πανορθοδόξως έχουν αποφασιστεί αναφορικά με τους διαλόγους, αλλά και για τα πορίσματα των εν εξελίξει διμερών σχέσεων (ιδιαίτερα δε με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία), στους οποίους μετέχουν εκπρόσωποι που έχουν ορίσει οι…ίδιες οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες!
Η έλλειψη ενημέρωσης διασπά την συνοδική συνείδηση της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να φαίνεται να συνυπάρχουν εντός του ιδίου εκκλησιαστικού σώματος από την μία όσοι συμμετέχουν, με διορθόδοξες αποφάσεις, στα οικουμενικά κεκτημένα και από την άλλη όσοι «αμύνονται» υπέρ της υπεράσπισης των δογμάτων και της διαφύλαξης (sic!) της Ορθοδοξίας από δήθεν εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς και την επιστροφή σε κάποιο ιδεατό παρελθόν. Κι όμως, η ασφαλέστερη μέθοδος θεραπείας των εκκλησιαστικών διαιρέσεων και εμπέδωσης του πνεύματος της καταλλαγής δεν είναι η επίκληση της «μεταστροφής» των άλλων, αλλά η από κοινού προσέγγιση της κοινής αποστολικής πίστης στις σημερινές υπαρξιακές συνθήκες του κόσμου. Επιστροφή στην πίστη των Αποστόλων δεν σημαίνει, ασφαλώς, μια κάποιου τύπου «μαγική» κατάργηση της εκκλησιαστικής ιστορίας της β΄ χιλιετίας, αλλά την επιβεβαίωση εάν οι θεολογικές διατυπώσεις και οι εκκλησιαστικές πρακτικές που αναδείχθηκαν στην Ανατολή και τη Δύση μετά το σχίσμα συμφωνούν ή όχι με την πίστη της αρχαίας Εκκλησίας και την ευχαριστιακή φανέρωση της Εκκλησίας, αλλά και εάν οι νεώτερες θεολογικές φόρμουλες εισήχθησαν με σκοπό να επεξηγήσουν την πίστη στο Ευαγγέλιου του Χριστού. Με μια τέτοια ειλικρινή νοοτροπία εν Χριστώ μετάνοιας όντως θα καθιστούσε δυνατή την κάθαρση της ιστορικής μνήμης.
Σημείο ελπίδας αποτελεί το γεγονός πως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Φραγκίσκος στις τελευταίες συναντήσεις τους θέλησαν να ενθυμίσουν ότι ο διμερής διάλογος είναι, καταρχήν, μία ευαγγελική δέσμευση. Στην Κοινή Διακήρυξη που υπογράφηκε στα Ιεροσόλυμα το 2014 (50 χρόνια μετά την ιστορική συνάντηση Αθηναγόρα-Παύλου ΣΤ΄) οι δύο ιεράρχες υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθεί η πνευματικότητα της κοινής ομολογίας της πίστης, της προσευχής, της μετάνοιας, της ανανέωσης της πνευματικής ζωής και του αδελφικού διαλόγου. Ενώπιον του Παναγίου Τάφου επιβεβαίωσαν, ακόμα, την αποφασιστικότητά τους να πορευθούν από κοινού κι όχι χωριστά, έχοντας κατά νου πως σήμερα, σε πολλές περιοχές του πλανήτη, οι χριστιανοί διώκονται και χάνουν τη ζωή τους όχι επειδή ανήκουν στην μία ή την άλλη χριστιανική Ομολογία, αλλά μόνο και μόνο επειδή φέρουν το όνομα του χριστιανού. Κι είναι ακριβώς η τραγωδία των σύγχρονων χριστιανών μαρτύρων που δεν πρέπει να μας αφήσει οικουμενικά ανενεργούς.




ΠΗΓΗ ΕΙΔΗΣΗΣ: ''ΑΜΕΝ. GR''

(Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟΥ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ)

Η εισήγηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στη Σύναξη των Προκαθημένων στη Γενεύη



ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ, ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
κ. κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ, ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΝΑΞΙΝ TΩΝ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
(Γενεύη, 22 Ἰανουαρίου 2016)

Μακαριώτατοι καὶ πεφιλημένοι ἐν Κυρίῳ Ἀδελφοί, Προκαθήμενοι τῶν κατὰ τόπους Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ σεβάσμιοι ἐκπρόσωποι τῶν κωλυθέντων μετασχεῖν εἰς τὴν παροῦσαν Σύναξιν ἀδελφῶν Προκαθημένων, μετὰ τῶν τιμίων συνοδειῶν Ὑμῶν.


Ὡς εὖ παρέστητε ἐν τῷ ἱερῷ τούτῳ χώρῳ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τῷ Κέντρῳ τούτῳ τῷ ἀφιερωμένῳ εἰς τὴν διακονίαν τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος, τὸ ὁποῖον ἐφιλοξένησε καὶ φιλοξενεῖ ἤδη ἐπὶ δεκαετίας πληθὺν διορθοδόξων καὶ πανορθοδόξων συναντήσεων, δι’ ὧν σφυρηλατεῖται καὶ προάγεται ἡ ἑνότης τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀπὸ καρδίας εὐχόμεθα ὅπως ἡ διαμονὴ Ὑμῶν ἐνταῦθα εἶναι δι’ ἕκαστον ἐξ Ὑμῶν κατὰ πάντα ἱκανοποιητικὴ καὶ εὐχάριστος, τὸ δὲ ἔργον ἡμῶν καθοδηγούμενον ἀπὸ τὴν πνοὴν τοῦ Παρακλήτου ἀποφέρῃ καρποὺς πλουσίους εἰς ἀγάπην καὶ οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἰς δόξαν Θεοῦ.
Ὡς γνωστόν, ἡ παροῦσα Σύναξις ἡμῶν ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιηθῇ ἐν τῇ ἕδρᾳ ἡμῶν, ἀλλ’ ἔκτακτοι ἀντικειμενικαὶ περιστάσεις, ἐμποδίζουσαί τινας ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὅπως μεταβῶσιν ἐκεῖ, ἐπέβαλον τὴν μετάθεσιν τοῦ τόπου τῆς συναντήσεως ἡμῶν ἐνταῦθα. Εὐχαριστοῦμεν πάντας Ὑμᾶς διὰ τὴν κατανόησιν τῆς ἀνάγκης τῆς ἀλλαγῆς ταύτης, καὶ διὰ τὴν πρόθυμον ἔλευσιν Ὑμῶν ἐνταῦθα πρὸς πραγμάτωσιν τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ τῆς παρούσης Συνάξεως.
Ὄντως, πᾶσα Σύναξις ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἡμῶν τῶν ἐμπεπιστευμένων ὑπὸ τῆς χάριτος καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ τὴν ἡγεσίαν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Αὐτοῦ εἶναι ἱερά. Ἡ παροῦσα ὅμως Σύναξις κέκτηται ὅλως ἰδιαζόντως τὸν χαρακτῆρα τοῦτον, διότι συνδέεται πρὸς τὴν θεμελιώδη ἐκκλησιολογικὴν ἀρχὴν τῆς συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουσα ὡς κύριον ἀντικείμενον αὐτῆς τὴν προετοιμασίαν τῆς μελλούσης ἵνα συνέλθῃ, σύν Θεῷ, Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡμῶν.Συνήχθημεν, ὅθεν, ἐδῶ, διὰ νὰ ἐπιτελέσωμεν καθῆκον ὄντως ἱερόν, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν ὅλως ἰδιαιτέρως ἀνάγκην τῆς ἐνισχύσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Παρακλήτου, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐκ μέρους ἑνὸς ἑκάστου ἐξ ἡμῶν ἀγαθῆς προαιρέσεως, μακρὰν οἱωνδήποτε ἄλλων σκοπιμοτήτων, ὅπως συντελέσωμεν διὰ τῶν ἀποφάσεων ἡμῶν εἰς τὴν πραγμάτωσιν τῆς ἤδη ἐξαγγελθείσης ὑφ’ ἡμῶν Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Διότι εἰς ἡμᾶς ἀνέθηκεν ἡ Θεία Πρόνοια τὸ μέγα χρέος καὶ προνόμιον ὅπως δώσωμεν σάρκα καὶ ὀστᾶ εἰς τὸ ὅραμα τῶν μακαριστῶν προκατόχων ἡμῶν, οἱ ὁποῖοι πρὸ πεντήκοντα καὶ πλέον ἐτῶν συνέλαβον τὴν ἰδέαν τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου ταύτης. Εἰς ἡμᾶς ἀνήκει πλέον ἡ μεγάλη εὐθύνη ὅπως συντάμωμεν τὸν χρόνον, τὸν ἤδη κατὰ πολὺ συνεσταλμένον, καὶ ἄνευ περαιτέρω χρονοτριβῆς μετατρέψωμεν τὸ ὅραμα εἰς πραγματικότητα. Τοῦτο ἤδη, ἐκτὸς τῶν ἀοιδίμων προκατόχων ἡμῶν, ἀναμένει καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οὗτοι οἱ ἔξω τῶν κανονικῶν τειχῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας χριστιανοί, διὸ καὶ πᾶσα περαιτέρω τυχὸν ἀναβολὴ τῆς πραγματώσεως τῆς Συνόδου μόνον τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν καὶ τὸν χαιρέκακον Ἀντικείμενον θέλει ἱκανοποιήσει.
Ἡ Σύναξις ἡμῶν αὕτη κέκτηται ὅλως ἰδιαιτέραν σπουδαιότητα διὰ τὸν λόγον ὅτι καλεῖται νὰ διευθετήσῃ ζητήματα καὶ πτυχὰς τῆς τε ὑπολειπομένης προετοιμασίας καὶ τῆς ὅλης λειτουργίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Πρὸς τοῦτο ἐπιθυμοῦμεν νὰ ὑπομνήσωμεν εἰς τὴν Ὑμετέραν ἀγάπην ὡρισμένας ἐκ τῶν βασικῶν ἀρχῶν, τὰς ὁποίας ἡμεῖς αὐτοὶ δι’ ἐπισήμων ἀποφάσεων ἡμῶν ἀπεδέχθημεν καὶ ἐθεσπίσαμεν, καὶ τὰς ὁποίας, ὡς εἶναι φυσικόν, ὑποχρεούμεθα νὰ σεβασθῶμεν καὶ τηρήσωμεν μέχρι τέλους.
1. Ἐπὶ τῆς θεματολογίας
 Ὡς γνωστόν, ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου καθωρίσθη διὰ πανορθοδόξου ἀποφάσεως τῆς Α’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1976), περιλαμβάνει δὲ τὰ ἑξῆς δέκα θέματα κατὰ τὴν εἰς τὰ Πρακτικὰ τῆς Διασκέψεως σειράν:
α) Ὀρθόδοξος Διασπορά.
β) Τὸ Αὐτοκέφαλον καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ.
γ) Τὸ Αὐτόνομον καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ.
δ) Τὰ Δίπτυχα.
ε) Τὸ ζήτημα κοινοῦ ἡμερολογίου.
ς) Κωλύματα γάμου.
ζ) Ἀναπροσαρμογή τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων.
η) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον.
θ) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις.
ι) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καὶ λοιπῶν διακρίσεων.
Κατὰ τὸν ἰσχύοντα Κανονισμόν, ἕκαστον τῶν ὡς ἄνω θεμάτων, θὰ ἔδει νὰ διέλθῃ τὸ στάδιον τῆς προπαρασκευῆς διὰ τῆς ἐξετάσεως αὐτοῦ ὑπὸ Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς, ἥτις θὰ συνέλθῃ κατ’ ἐπανάληψιν ἕως ὅτου ἐπιτύχει τὴν ὁμόφωνον διατύπωσιν τοῦ σχετικοῦ κειμένου, τὸ ὁποῖον ἐν συνεχείᾳ θὰ ἔδει νὰ τύχῃ τῆς ἐγκρίσεως Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως διὰ νὰ παραπεμφθῇ τελικῶς ἄνευ ἑτέρου εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον.
Ἐκ τῶν ὡς ἄνω θεμάτων τὰ ὀκτὼ διῆλθον ἤδη τὸ στάδιον τῆς προπαρασκευῆς καὶ ἐγκρίσεως αὐτῶν ὑπὸ Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἐνῷ τὰ δύο ἐξ αὐτῶν, τὰ ἀφορῶντα εἰς τὸ Αὐτοκέφαλον καὶ τὰ Δίπτυχα δὲν ἔτυχον ὁμοφώνου ἀποδοχῆς κατὰ τὰς ἐπανειλημμένας συναντήσεις τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς ὥστε νὰ τύχουν τελικῶς ἐγκρίσεως ὑπό τινος Προσυνοδικῆς Διασκέψεως καὶ ἀποτελέσουν οὕτω θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Ἐν ὄψει τῆς οὑτωσὶ διαμορφωθείσης καταστάσεως εὑρέθημεν πρὸ τοῦ διλήμματος ἢ νὰ ἀναβάλωμεν τὴν πραγματοποίησιν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἕως οὗ ἐπέλθῃ συμφωνία καὶ ἐπὶ τῶν δύο τούτων θεμάτων ἢ νὰ χωρήσωμεν εἰς τὴν σύγκλησιν αὐτῆς ἀρκούμενοι εἰς τὰ ὀκτὼ θέματα.
Ἐπὶ τοῦ ἐρωτήματος τούτου ὑπῆρξε πανορθόδοξος ἀπόφασις ὅπως χωρήσωμεν εἰς τὴν σύγκλησιν τῆς Συνόδου ἀρκούμενοι εἰς τὰ ὀκτὼ θέματα ἅτινα ἔτυχον ὁμοφώνου ἐγκρίσεως ὑπὸ Προσυνοδικῶν Διασκέψεων.
Κατόπιν τούτου, ἡ Σύναξις ἡμῶν κατὰ Μάρτιον τοῦ ἔτους 2014 ὁμοφώνως ἀπεφάσισεν ὅπως συγκληθῇ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἐντὸς τοῦ ἔτους 2016 ἀφοῦ προηγουμένως Εἰδικὴ Διορθόδοξος Ἐπιτροπὴ προβῆ μέχρι τοῦ Πάσχα τοῦ ἔτους 2015 εἰς τὰς ἀκολούθους ἐνεργείας:
α) ἀναθεωρήσῃ (revise) τὰ ὑπὸ τῆς Γ’ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως συμφωνηθέντα Κείμενα περὶ τῶν θεμάτων: Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις. Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον˙ καί, Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης κ.λπ.
β) ἐπιμεληθῇ (edit) τῶν κειμένων τῆς Β’ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως περί: Προσαρμογῆς τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν Διατάξεων˙ Κωλυμάτων γάμου˙ καί τοῦ ζητήματος Κοινοῦ ἡμερολογίου.
γ) Εἰ δυνατόν («τυγχάνει εὐκταῖον») συζητηθοῦν καὶ τὰ θέματα τοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ τῶν Διπτύχων ὑπὸ τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς πρὸς ἐπίτευξιν ἐπ’ αὐτῶν ὁμοφωνίας.
Ἡ ἐν λόγῳ Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπετέλεσε τὸ ἔργον αὐτῆς ἐντὸς τῆς δοθείσης εἰς αὐτὴν προθεσμίας ὡς πρὸς τὰ σημεῖα (α) καί (β), ἐργασθεῖσα μέχρι τῆς προτεραίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Ἑβδομάδος τοῦ 2015, μὴ δυνηθεῖσα λόγῳ ἐλλείψεως χρόνου νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἐκφρασθεῖσαν εὐχὴν τῆς Συνάξεως περὶ τοῦ σημείου (γ).
Κατόπιν τούτου, παρέμειναν ὡς θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τὰ ἀρχικῶς συμφωνηθέντα ὀκτὼ τοιαῦτα, τὰ ὁποῖα ἔτυχον τῆς ὑπὸ τοῦ Κανονισμοῦ προβλεπομένης ἐγκρίσεως ὑπὸ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως.
Ἐν τῷ μεταξὺ χρόνῳ καὶ παρὰ τὰ ὁμοφώνως ἀποφασισθέντα Ἐκκλησίαι τινές ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμίαν ἢ καὶ ἀξίωσιν ὅπως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀναβληθῇ μέχρις ὅτου συζητηθοῦν καὶ τύχουν ὁμοφώνου ἀποδοχῆς τόσον τὰ θέματα τοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ τῶν Διπτύχων, ὅσον καὶ τὰ μὴ τυχόντα ὁμοφώνου τροποποιήσεως ὑπὸ τῆς ἀνωτέρω μνημονευθείσης Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Κείμενα τῆς Β’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1982) περὶ Κωλυμάτων γάμου καὶ Κοινοῦ ἡμερολογίου. Ὡς πρὸς τὰ τελευταῖα δύο θέματα δὲν δυνάμεθα εἰμὴ νὰ ἐκφράσωμεν τὴν ἔκπληξιν ἡμῶν ἐκ τῆς ὡς ἄνω ἀξιώσεως, δοθέντος ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνάξεως ἡμῶν τοῦ ἔτους 2014 οὐδόλως προέβλεπε ριζικὴν ἀναθεώρησιν (revision) τῶν κειμένων τούτων, ἀλλ’ ἁπλῆν «ἐπιμέλειαν» (editing) αὐτῶν ὑπὸ τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, διὸ καὶ ὀρθῶς ὁ προεδρεύων αὐτῆς δὲν ἐπέτρεψε ριζικήν τινα ἀναθεώρησιν αὐτῶν, διότι τοῦτο θὰ ἀπετέλει παράβασιν ἢ ὑπέρβασιν τῆς δοθείσης τῇ Ἐπιτροπῇ ὑπὸ τῆς Συνάξεως ἡμῶν ἐντολῆς. Ἡ περὶ ἀναθεωρήσεως τῶν ἐν λόγῳ κειμένων ἀξίωσις ὡρισμένων Ἐκκλησιῶν θὰ ἀπῄτει σαφῶς νέαν ὁμόφωνον ἀπόφασιν τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, διάφορον τῆς ληφθείσης ἐν ἔτει 2014 τοιαύτης περὶ ἁπλῆς ἐπιμελείας τῶν ἐν λόγῳ κειμένων, ἥτις ἐπιμέλεια, ὡς ἐκ τῆς φύσεως αὐτῆς, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ θίξῃ τὸν πυρῆνα τοῦ περιεχομένου τῶν κειμένων τούτων.
Εὑρισκόμεθα, λοιπόν, ἀδελφοί, πρὸ τοῦ διλήμματος, τὸ ὁποῖον θέτουν ἐνώπιον ἡμῶν Ἐκκλησίαι τινές, ἢ νὰ ἐμμείνωμεν εἰς τὴν ληφθεῖσαν ἐν ἔτει 2014 κοινὴν ἀπόφασιν ἡμῶν περὶ συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου μετὰ τῶν ὀκτὼ θεμάτων, τὰ ὁποῖα ἔτυχον ἤδη ὁμοφώνου πανορθοδόξου ἐγκρίσεως, ἢ νὰ ἀναβάλωμεν τὴν σύγκλησιν τῆς Συνόδου μέχρις ὅτου ἐπέλθῃ πανορθόδοξος συμφωνία καὶ ἐπὶ τῶν θεμάτων τοῦ Αὐτοκεφάλου, τῶν Διπτύχων καὶ τῶν περὶ Γάμου καὶ Ἡμερολογίου κειμένων.Ἐὰν ἐπιλέξωμεν τὸ τελευταῖον, θὰ χρειασθῶμεν σειρὰν ὅλην συναντήσεων τῆς Προπαρασκευαστικῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία κατὰ τὸν ἰσχύοντα Κανονισμὸν προετοιμασίας τῆς Συνόδου δέον νὰ καταλήξῃ εἰς τὴν ὁμόφωνον ἔγκρισιν τῶν σχετικῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα θὰ ὑποβληθοῦν εἰς νέαν Προσυνοδικὴν Διάσκεψιν πρὸς τελικὴν ἔγκρισιν. Τούτων δοθέντων θὰ παραμένῃ ἄγνωστον ἐὰν καὶ πότε θὰ συγκληθῇ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, μὴ ἀποκλειομένης ἐν τέλει τῆς ματαιώσεως αὐτῆς. Ἡ εὐθύνη ἡμῶν εἶναι ὄντως μεγίστη δι’ ὅ,τι ἤθελε συμβῆ καὶ ὀφείλομεν νὰ τὴν ἀναλογισθῶμεν πρὶν ἢ προτιμήσωμεν τὸ καλλίτερον ἔναντι τοῦ καλοῦ καὶ τὸ μεῖζον ἔναντι τοῦ ἀναγκαίου, ὑπαναχωροῦντες ἐκ τῆς ἀρχικῆς κοινῆς ἡμῶν ἀποφάσεως. Ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία δηλοῖ ὅτι ἀδυνατεῖ νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἱστορικὴν εὐθύνην τῆς ἀναβολῆς τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ τὸν ὡς ἐκ ταύτης κίνδυνον ματαιώσεως αὐτῆς.
2. Ἐπὶ τῶν ὑπολοίπων θεμάτων
 α) Τὸ Σχέδιον τοῦ Κανονισμοῦ λειτουργίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου
 Ὡς γνωστόν, ἡ συνελθοῦσα προσφάτως ἐν Ἀθήναις Εἰδικὴ Ἐπιτροπὴ πρὸς σύνταξιν σχεδίου Κανονισμοῦ λειτουργίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου δὲν κατώρθωσε νὰ ὁλοκληρώσῃ τὸ ἔργον αὐτῆς ἐγκρίνασα τελικῶς μόλις τέσσαρα ἐκ τῶν δεκαὲξ προταθέντων ἄρθρων, ὅπερ σημαίνει ὅτι δέον νὰ ἐξευρεθῇ τρόπος ὁλοκληρώσεως τοῦ ἔργου τούτου, εἰ δυνατὸν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς παρούσης Συνάξεως, δι’ εἰδικῆς ἐπιτροπῆς, ἐκ τῶν σπλάγχνων ἡμῶν, μετὰ τῆς σαφοῦς ἐντολῆς πρὸς αὐτὴν ὅπως ὁλοκληρώσῃ τὸ ἔργον της ἐντὸς τῶν ἡμερῶν καὶ ὑποβάλῃ αὐτὸ εἰς τὴν ὁλομέλειάν μας ἐνταῦθα πρὸς ἔγκρισιν, ὥστε νὰ μὴ χρειασθῇ νέα Σύναξις Προκαθημένων πρὸς ἔγκρισιν τοῦ Κανονισμοῦ.
β) Τὸ θέμα τῆς προσκλήσεως παρατηρητῶν εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον
 Τὸ θέμα τοῦτο πρόκειται ἡμῖν πρὸς ἀπόφασιν κατὰ τὴν παροῦσαν Σύναξιν ἡμῶν ὑπὸ τὴν διττὴν αὐτοῦ μορφήν, ἤτοι τῆς προσκλήσεως παρατηρητῶν τόσον ἐκ τῶν ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, ὅσον καὶ ἐξ ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, ἰδίᾳ ἐξ ἐκείνων ἐξ αὐτῶν, μετὰ τῶν ὁποίων εὑρισκόμεθα ἐν θεολογικῷ διαλόγῳ. Κατὰ τὴν γνώμην ἡμῶν, ἀμφότεραι αἱ κατηγορίαι αὗται δέον νὰ κληθοῦν ὅπως παραστοῦν εἰς τὰς ἐργασίας τῆς Συνόδου, βεβαίως ἄνευ δικαιώματος λόγου ἢ ψήφου, δοθέντος ὅτι ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἐνδιαφέρει κατὰ τρόπον ἄμεσον καὶ ζωτικὸν τόσον τοὺς Ὀρθοδόξους λαϊκούς, κληρικοὺς καὶ μοναχούς, ὅσον καὶ τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον. Σημειωτέον, ὅτι καὶ κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Β’ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία ἐκλήθη νὰ ἀποστείλῃ καὶ ἀπέστειλε παρατηρητάς.
Ἐφ’ ὅσον ὑπάρξει συμφωνία ἐπὶ τῆς ἀρχῆς τῆς προσκλήσεως τοιούτων παρατηρητῶν, δέον ὅπως προβῶμεν εἰς τὸν καθορισμὸν τοῦ τρόπου ἐκπροσωπήσεως αὐτῶν, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τῆς τοποθετήσεως αὐτῶν ἐν τῷ χώρῳ τῆς Συνόδου, ὡς καὶ ἐπὶ παντὸς ἄλλου σχετικοῦ πρὸς τὸ θέμα αὐτὸ ζητήματος.
γ) Τὸ θέμα τῆς αὐθεντίας τῆς Συνόδου δέον ἐπίσης νὰ ἀπασχολήσῃ τὴν παροῦσαν Σύναξιν. Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος θέλει πραγματοποιηθῆ εἰς μίαν ἐποχήν, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ θεσμοὶ γενικῶς διέρχονται κρίσιν αὐθεντίας, ἀμφισβητούμενοι ὑπὸ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, τοῦτο δὲ τείνει νὰ ἐπηρεάσῃ, δυστυχῶς, καὶ τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας. Συνοδικαὶ ἀποφάσεις, αἱ ὁποῖαι ἄλλοτε ἐγένοντο σεβασταὶ ὑπὸ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ ὡς φωνὴ Θεοῦ («ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» {Πράξ. ιε’, 28}), σήμερον ἀμφισβητοῦνται ὑπὸ μερίδος πιστῶν, ἐνίοτε πρὶν ἢ ληφθοῦν καὶ ἀνακοινωθοῦν. Εἶναι γνωστὸν ὅτι καὶ ἡ ἀποφασισθεῖσα ἵνα συνέλθῃ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀμφισβητεῖται ὑπό τινων «ἀγωνιστῶν τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀποκαλουμένη ὑπ’ αὐτῶν «ληστρική» πρὶν ἢ ἀκόμη συνέλθῃ. Ποῖον κανονικὸν κῦρος θὰ ἔχουν αἱ ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ ποίας κανονικὰς συνεπείας θὰ ἔχῃ ἡ τυχὸν ἀνυπακοὴ πρὸς αὐτάς; Φρονοῦμεν ὅτι τοῦτο δέον νὰ διευκρινηθῇ ὑφ’ ἡμῶν πρὸς ἀποφυγὴν συγχύσεως παρὰ τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλων δυσαρέστων συνεπειῶν ἐν τῷ σώματι τῆς Ἐκκλησίας.
δ) Τέλος, καθίσταται ἀναγκαῖον ὅπως διευκρινηθῇ ἓν ζήτημα, τὸ ὁποῖον προέκυψε, καθ’ ἡμᾶς ἀπροσδοκήτως, ἤτοι τὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ ἀκριβοῦς νοήματος τοῦ ὅρου ὁμοφωνία (consensus), τὴν ὁποίαν ἀπεδέχθημεν ὡς τρόπον λήψεως ἀποφάσεων τόσον κατὰ τὴν προετοιμασίαν ὅσον καὶ κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου δέον νὰ διευκρινηθῶσι τὰ ἀκόλουθα ζητήματα:
Πρῶτον, ἡ ἔννοια τῆς ὁμοφωνίας ὡς consensus, καὶ ὄχι ὡς unanimity, ἔχει διεθνῶς τὴν ἔννοιαν ὅτι ἐὰν μία ἢ περισσότεραι ἀντιπροσωπίαι διαφωνήσουν πρὸς μίαν συγκεκριμένην πρότασιν καὶ διατυπώσουν ἰδίαν τοιαύτην, δέον νὰ καταβληθῇ προσπάθεια ἀποδοχῆς τῆς ὑπὸ τῶν ἀντιπροσωπιῶν τούτων γνώμης ἢ προτάσεως, εἰς περίπτωσιν ὅμως κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν ἐπιτευχθῇ συναίνεσις (consensus) ἐπὶ τῆς ἀντιπροτάσεως, τότε ἡ διαφωνία αὕτη, ἐφ’ ὅσον οἱ διαφωνοῦντες ἐπιμένουν, καταγράφεται ἀλλὰ δὲν ἀκυρώνει τὴν πρὸς ἣν ὑπῆρξεν ἡ διαφωνία ἀρχικὴν θέσιν, καὶ οἱ διαφωνοῦντες ὑπογράφουν τὸ ἀρχικὸν κείμενον, καταγράφοντες, ἐὰν θέλουν, τὴν διαφωνίαν των. Ἐὰν ὑπάρξῃ ἄρνησις ὑπογραφῆς τοῦ κειμένου, τοῦτο θὰ ἐσήμαινεν ἀρνησικυρίαν (veto), πρᾶγμα τὸ ὁποῖον θὰ ὡδήγει εἰς ἀδιέξοδον.
Δεύτερον ζήτημα, τὸ ὁποῖον δέον νὰ διευκρινηθῇ, εἶναι ἐὰν ἡ ὁμοφωνία ἀναφέρεται εἰς τοὺς παρόντας κατὰ τὰς ἐργασίας «ἑνὸς σώματος ἢ ἀπαιτῇ τὴν φυσικὴν παρουσίαν ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος». Ἐὰν ἀποδεχθῶμεν τὸ δεύτερον, τότε ἡ τυχὸν ἀπουσία ἢ ἠθελημένη καὶ σκόπιμος ἀπουσία τινῶν ἐκ τῶν μελῶν θὰ ὡδήγει εἰς διάλυσιν τὰς ἐργασίας τοῦ σώματος ἐπὶ ἐπικλήσει τῆς ἐλλείψεως ὁμοφωνίας.
Τὸ πρῶτον ἐκ τῶν ὡς ἄνω ζητημάτων προέκυψε κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Ε’ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως, καθ’ ἣν δύο ἀντιπροσωπίαι ἠρνήθησαν νὰ ὑπογράψουν κοινὸν κείμενον, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι αἱ θέσεις τῶν Ἐκκλησιῶν των δὲν ἔγιναν δεκταὶ ὑπὸ πάντων τῶν μελῶν τῆς Διασκέψεως, καὶ οὕτως εὑρισκόμεθα πρὸ ἀδιεξόδου ὡς πρὸς τὴν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου, ἐφ’ ὅσον ἓν ἐκ τῶν βασικῶν κειμένων αὐτῆς παραμένει ἀνυπόγραφον ὑπό τινων ἐκ τῶν ἀντιπροσώπων.
Τὸ δεύτερον ζήτημα ἠγέρθη κατὰ τὴν πρόσφατον συνάντησιν ἐν Ἀθήναις τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς πρὸς σύνταξιν σχεδίου Κανονισμοῦ λειτουργίας τῆς Συνόδου. Κατὰ τὴν συνάντησιν ταύτην ἐζητήθη ἐπιμόνως ὑπό τινων ἀντιπροσώπων ὅπως περιληφθῇ εἰς τὸν Κανονισμὸν πρόβλεψις, καθ’ ἥν, ἐὰν μία Ἐκκλησία δι’ οἱονδήποτε λόγον ἀποχωρήσῃ ἐκ τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου, τότε ὁ Πρόεδρος αὐτῆς ὀφείλει νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν παρουσίαν αὐτῆς, διότι ἄλλως ἡ Σύνοδος ἀδυνατεῖ νὰ συνεχίσῃ τὰς ἐργασίας αὐτῆς (δηλαδὴ διαλύεται) λόγῳ μὴ ὑπάρξεως ὁμοφωνίας. Ἐκεῖ ὁδηγούμεθα ὄντως ἐὰν θεωρήσωμεν τὴν ὁμοφωνίαν ὡς ἐφαρμοζομένην ὄχι μόνον ἐπὶ τῶν παρόντων ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν ἀπόντων.
Ἐπιθυμοῦμεν νὰ δηλώσωμεν εὐθέως ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία καὶ ἡμεῖς προσωπικῶς ἀδυνατοῦμεν νὰ ἐννοήσωμεν καὶ ἀποδεχθῶμεν τὴν πραγματοποίησιν μιᾶς Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ τελῇ ὑπὸ τὴν δαμόκλειον σπάθην τῆς διαλύσεως αὐτῆς, ἐὰν μία ἢ περισσότεραι Ἐκκλησίαι ἀπεφάσιζον νὰ ἀποχωρήσουν ἐξ αὐτῆς. Μία τοιαύτη Σύνοδος, τελοῦσα ὑπὸ τὴν ἀπειλὴν τῆς διαλύσεως, εἶναι προτιμότερον νὰ μὴ γίνῃ ποτέ.
Ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζει ἐν τῇ ἐφαρμογῇ τῆς συνοδικότητος πλεῖστα ὅσα παραδείγματα Συνόδων, καὶ μάλιστα Οἰκουμενικῶν, κατὰ τὰς ὁποίας Ἐκκλησίαι τινὲς ἀπουσίαζον, ἄλλοτε ἀκουσίως καὶ ἄλλοτε ἠθελημένως, ἐκ τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου, χωρὶς τοῦτο νὰ ἐμποδίσῃ τὸ παράπαν τὴν λειτουργίαν αὐτῶν. Πολλῶν Συνόδων αἱ ἀποφάσεις ἀνεγνωρίσθησαν ἐκ τῶν ὑστέρων ὑπὸ τῶν μὴ μετασχόντων εἰς αὐτάς. Ἡ ἐξάρτησις τῆς ὁμοφωνίας ἐκ τῆς φυσικῆς παρουσίας δὲν ἔχει, καθ’ ὅσον γνωρίζομεν, ἱστορικὸν προηγούμενον.
Καὶ ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου καλούμεθα ἀδελφικῶς καὶ ἐν ἀγάπῃ νὰ διασκεφθῶμεν.
Ταῦτα τὰ θέματα εἰσηγούμεθα εἰς τὴν ἀγάπην Σας, ἀδελφοί, ὡς ἀναμένοντα τὴν διαβούλευσιν καὶ ἀπόφασιν ἡμῶν, ὥστε νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον ἐν ὁμογνωμίᾳ. Ἐκτὸς τούτων ὑπάρχουν καί τινα πρακτικῆς φύσεως ζητήματα, τὰ ὁποῖα καλούμεθα νὰ διευθετήσωμεν ἐν ὄψει τῆς Συνόδου. Ἀναφέρομεν ἐνδεικτικῶς τινα ἐξ αὐτῶν.
α) Ἡ διάρκεια τῆς Συνόδου. Δὲν γνωρίζομεν τί φρονεῖτε περὶ αὐτοῦ, ἀλλὰ κατὰ τὴν γνώμην ἡμῶν, ὁ ἀριθμός, ἡ ἔκτασις καὶ ἡ σπουδαιότης τῶν θεμάτων θὰ καταστήσουν ἀναγκαίαν τὴν διάρκειαν τῆς Συνόδου ἐπὶ δύο, τοὐλάχιστον, ἑβδομάδας, λαμβανομένων ὑπ’ ὄψιν καὶ τῶν λατρευτικῶν καὶ ἄλλων ἐκδηλώσεων, αἱ ὁποῖαι θὰ προστεθοῦν εἰς τὰς ἐργασίας αὐτῆς.
β) Ἡ ἀποφασισθεῖσα κατὰ τὴν προηγουμένην Σύναξιν ἡμῶν διάταξις καὶ ταξιθέτησις τοῦ Προέδρου καὶ τῶν Προκαθημένων θέλει δημιουργήσει τοπικὴν ἀπόστασιν μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν μελῶν τῶν ἀντιπροσωπιῶν αὐτῶν, ὅπερ θὰ δυσχεραίνῃ τὴν ἐπικοινωνίαν μεταξὺ τῶν Προκαθημένων καὶ τῶν ὑπ’ αὐτοὺς ἀντιπροσωπιῶν. Τὸ πρακτικὸν τοῦτο πρόβλημα χρῄζει διευθετήσεως.
γ) Εἶναι ἀνάγκη συντόμως νὰ δημιουργηθῇ ἡ κοινὴ διορθόδοξος Γραμματεία τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία, πλαισιώνουσα τὴν ἤδη ὑπάρχουσαν Γραμματείαν ἐπὶ τῆς Προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου, θὰ ἀναλάβῃ τὸ δυσχερές, ἀλλὰ σημαντικώτατον ἔργον τῆς προβολῆς τῆς Συνόδου πρός τε τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ πρὸς τὸν ἐκτὸς αὐτῆς κόσμον, δημοσιεύουσα καὶ κυκλοφοροῦσα τὰ συμφωνηθέντα κείμενα, ὥστε νὰ ἐνωτισθῇ ἡ Σύνοδος τὰς ἀντιδράσεις τῶν πιστῶν καὶ τοῦ κόσμου, καὶ νὰ λάβῃ αὐτάς, κατὰ τὸ δυνατόν, ὑπ’ ὄψιν εἰς τὸ ἔργον αὐτῆς. Tέλος,
δ) θὰ καταστῇ συντόμως ἀναγκαῖον νὰ ἀντιμετωπίσωμεν τὸ πρακτικὸν θέμα τῆς οἰκονομικῆς δαπάνης τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία ὡς ἐκ τοῦ μεγέθους αὐτῆς θὰ ὑπερβῇ τὰς δυνατότητας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὡς γνωρίζετε ἤδη, καθ’ ὅλην τὴν ἐπὶ δεκαετίας προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐπωμίζετο τὸ βάρος τῆς οἰκονομικῆς δαπάνης τῶν πολλῶν καὶ ἐπανειλημμένων συνεδριῶν τῶν Προπαρασκευαστικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, ὡς καὶ τῶν Συνάξεων τῶν Προκαθημένων. Τὸ ἔπραξε καὶ πράττει τοῦτο ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτοῦ λίαν εὐχαρίστως. Ἤδη ὅμως θὰ χρειασθῇ ἡ κατὰ τὴν δύναμιν ἑκάστης Ἐκκλησίας συνεισφορὰ εἰς κοινὸν Ταμεῖον ὑπὸ διορθόδοξον ἔλεγχον πρὸς ἀντιμετώπισιν τῶν μεγάλων δαπανῶν, αἱ ὁποῖαι θὰ ἀπαιτηθοῦν δι’ ἓν τόσον μέγα ἐγχείρημα, ὡς ἡ, σὺν Θεῷ, συγκληθησομένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι κατανοοῦν τοῦτο πᾶσαι αἱ ἀδελφαὶ Ἐκκλησίαι, καὶ θὰ συντρέξουν ἅπασαι κατὰ τὴν ἑκάστης δύναμιν.
Προσφιλέστατοι καὶ τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Διεγράψαμεν ἐν συντομίᾳ τὰ κατὰ τὴν ἡμετέραν γνώμην ἐκκρεμῆ ζητήματα, τὰ ὁποῖα ἀναμένουν τὴν λύσιν αὐτῶν ὑφ’ ἡμῶν τῶν Προκαθημένων τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν. Ὑμεῖς θὰ κρίνητε, ἐὰν καὶ ποῖα ἐξ αὐτῶν τυγχάνουν ἀμέσου προτεραιότητος ἢ ἐὰν ὑπάρχουν καὶ ἄλλα θέματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἔδει νὰ ἀπασχολήσουν τὴν παροῦσαν Σύναξιν ἡμῶν. Ἀναμένομεν πρὸς τοῦτο τὰς Ὑμετέρας παρατηρήσεις.
Ὄπισθεν τῶν προτάσεων ἡμῶν ὑπάρχει ἡ βεβαιότης ὅτι ἅπαντες μετὰ τοῦ αὐτοῦ ζήλου ἐπιποθοῦμεν τὴν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας ἡμῶν ἄνευ, ἐπαναλαμβάνομεν, περαιτέρω χρονοτριβῆς, δοθέντος ὅτι «ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστί»  (Α’ Κορ. ζ’, 29), καθότι πεντήκοντα καὶ πλέον ἔτη καθυστερήσεως καὶ ἀναβολῆς ἔχουν ἐκθέσει σοβαρῶς τὴν Ἐκκλησίαν ἡμῶν εἰς τὰ ὄμματα ἐχθρῶν καὶ φίλων, ἵνα μὴ εἴπωμεν καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἱστορίας. Χωρήσωμεν, λοιπόν, ταχὺ ἐπὶ τὸ προκείμενον ἡμῖν ἔργον «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. ιβ’, 2), Ὅστις, πρεσβείαις τῆς Παναχράντου Αὐτοῦ Μητρὸς καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, «οὐκ ἀφήσει ἡμᾶς ὀρφανούς» (πρβλ. Ἰωάν. ιδ’, 18), ἀλλὰ διὰ τοῦ Παρακλήτου θὰ ἑνώσῃ ἡμᾶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν Συνόδῳ, ὡς ἑνώνει ἤδη ἡμᾶς ἐν τῷ Σώματι καὶ τῷ Αἵματι Αὐτοῦ. «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατά παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. ιη’, 27).
«Χαίρετε, λοιπόν, ἀδελφοί, ἐν Κυρίῳ καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ἡμῶν» (πρβλ. Β’ Κορ. ιγ’, 11). Ἀμήν!


Патријарх српски допутовао у Женеву

Διαχριστιανική οικουμενιστική κηδεία για την «μητέρα» του Οικουμενισμού στη Βιέννη (Φωτογραφίες)


Διαχριστιανική οικουμενιστική κηδεία για την «μητέρα» του οικουμενισμού στη Βιέννη , Chr. Gleixner , τελέσθηκε  στο κοιμητήριο Kagraner. Η Gleixner πέθανε στις 29 Νοεμβρίου 2015 στη Βιέννη και θεωρούνταν από τους οικουμενιστές «πρωτοπόρος της κατανόησης και της συμφιλίωσης των χριστιανικών εκκλησιών στην Αυστρία» γι΄αυτό και ονομάστηκε «μητέρα» του Οικουμενισμού.Στην κηδεία έλαβαν μέρος ο Παπικός Καρδινάλιος Κρίστοφ Σένμπορν, ο Ορθόδοξος Μητροπολίτης Αρσένιος (Καρδαμάκης)και ο Λουθηρανός “Επίσκοπος” Michael Bunker.


unknown
unknown
unknown
unknown
unknown
unknown
unknown
unknown
unknown


ΠΗΓΗ: ''ΑΚΤΙΝΕΣ''