H πορεία του διαλόγου ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία βρέθηκε στο επίκεντρο ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στο Ποντιφικό Πανεπιστήμιο Αntonianum της Ρώμης, με αφορμή την εβδομάδα προσευχής για την ενότητα των Χριστιανών. Για το θέμα των διαλόγων μίλησαν σε ένα πυκνό ακροατήριο τρεις διακεκριμένες προσωπικότητες που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την πορεία τους, ο Πανοσιολ.π.Ανδρέας Παλμιέρι, Υπογραμματέας του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Ενότητα των Χριστιανών, ο Μοναχός Τζέιμς Πουλίζι, Καθηγητής και Διευθυντής του Κέντρου Pro Unione και ο θεολόγος κ.Δήμητριος Κεραμιδάς, διδάσκων στο Ποντιφικό Πανεπιστήμιο Angelicum της Ρώμης. Την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση συντόνισε ο Μον.Αλμπερτ Σμουκι, Καθηγητής και Αντι-Πρόεδρος του Istituto Francescano di Spiritualita του Πανεπιστημίου Antonianum.
«Το θέμα που απασχολεί την παρούσα φάση του διαλόγου μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι αυτό της Συνοδικότητας και του Πρωτείου. Για να μπορέσει όμως να παράξει θετικά αποτελέσματα ο διάλογος θα πρέπει να στοχεύει στην επίτευξη όσων ο τότε Καρδινάλιος Ρατζινγκερ είχε διατυπώσει, ήδη από την δεκαετία του 1970, όταν είχε τονίσει αναφορικά με το Πρωτείο, ότι η Ρώμη δεν πρέπει να απαιτήσει τίποτα περισσότερο από την Ορθόδοξη Εκκλησία από την κοινή εμπειρία της Πρώτης Χιλιετίας (ή όσα είχαν εφαρμοστεί και βιωθεί κατά την πρώτη χιλιετία)», σημείωσε, μεταξύ άλλων, ο Πανοσ. π.Ανδρέας Παλμιέρι και συνέχισε: «Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να κατανοήσουμε όσα είπε ο Πάπας Φραγκίσκος κατά τη διάρκεια της επισκέψεώς του στο Φανάρι το 2014 (κατά τη διάρκεια της θρονικής εορτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως): “Θέλω να διαβεβαιώσω τον καθένα από σας ότι για να φθάσουμε στον αναζητούμενο σκοπό της πλήρους κοινωνίας, η Καθολική Εκκλησία δεν προτίθεται να επιβάλλει καμμία απαίτηση, παρά μόνον εκείνη της ομολογίας της κοινής πίστεως, και ότι είμαστε έτοιμοι να αναζητήσουμε απο κοινού, υπο το φώς της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της εμπειρίας της πρώτης χιλιετίας, τους τρόπους με τους οποίους θα εξασφαλισθεί η αναγκαία ενότητα της Εκκλησίας στις σημερινές συνθήκες: το μόνο πράγμα που η Καθολική Εκκλησία επιθυμεί και εγώ αναζητώ ως Επίσκοπος Ρώμης "της Εκκλησίας της προκαθημένης της αγάπης"(Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας), είναι η κοινωνία με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες”».
Τη σημασία της ειλικρινούς διάθεσης του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου να προωθήσουν το διάλογο ιδιαίτερα σε μια εποχή που οι χριστιανοί διώκονται από τις αρχαίες τους εστίες επισήμανε ο θεολόγος κ.Δημήτριος Κεραμιδάς.
«Η (αναμενόμενη) σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου, στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχει συμπεριληφθεί και το θέμα των «σχέσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο», όπως και η ειλικρινή, αξιοθαύμαστη θέρμη με την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πάπας Φραγκίσκος προωθούν τον ρωμαιοκαθολικό-ορθόδοξο διάλογο, ακολουθώντας τα ευαγγελικά ίχνη της μαρτυρίας του Χριστού σε μια εποχή όπου οι χριστιανοί διώκονται βίαια από αρχαίες εστίες εκκλησιαστικής παράδοσης, μας θέτουν ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων ιστορικής σπουδαιότητας που αφορούν την ίδια την υπόσταση της χριστιανοσύνης στο δραματικά μεταβαλλόμενο κόσμο του 21ου αιώνα», τόνισε ο κ.Κεραμιδάς και συνέχισε: «Το καίριο ερώτημα είναι εάν σήμερα οι χριστιανοί έχουν ακόμα την πολυτέλεια να σεμνύνονται για τη δογματική τους αυτάρκεια, ή εάν η θεολογική, λειτουργική κληρονομιά της της μίας ή της άλλης Εκκλησίας μπορεί να βιώνεται, δίχως ν’ αλλοιώνεται ή να σχετικοποιείται η αξία της, με τρόπο που να μπορεί να αγκαλιάζει μια ευρύτερη διαχριστιανική οπτική».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν και η ομιλία του Καθηγητή Τζέιμς Πουλίζι, το Κέντρο του οποίου προΐσταται κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση της σημασίας και της αξίας του διαχριστιανικού διαλόγου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ημερίδες που διοργανώνει το Ποντιφικό Πανεπιστήμιο Angelicum προσελκύουν πάντοτε το ενδιαφέρον της επιστημονικής και εκκλησιαστικής κοινότητας λόγω του υψηλού επιπέδου των προσκεκλημένων ομιλητών.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας ομιλίας του θεολόγου κ.Δημητρίου Κεραμιδά:
Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί μαζί στην πορεία προς την ενότητα.
Η ανάγκη μιας «πνευματικότητας του διαλόγου»
Η Εβδομάδα Προσευχής για την Ενότητα των Χριστιανών (18-25 Ιανουαρίου), θεσμός που αναδύθηκε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και αγκαλιάστηκε από αρκετές Εκκλησίες, Ομολογίες και οικουμενικούς οργανισμούς, μας προσφέρει την ευκαιρία ν’ αναλογιστούμε το βαθμό συμμετοχής του πληρώματος της Εκκλησίας στο έργο της αποκατάστασης της ενότητας των Εκκλησιών, που αποτελεί θέλημα του Κυρίου (Ιω. 17,21). Είναι γνωστό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία (Γ΄ Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη) έχει δηλώσει ότι το οικουμενικό κίνημα δεν είναι ξένο προς τη φύση και την αποστολή της Ορθοδοξίας και ότι ο οικουμενισμός θέτει την εκκλησιαστική πίστη ενώπιον νέων ιστορικών συνθηκών και υπαρξιακών αιτημάτων του σύγχρονου ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η διαχριστιανική προσέγγιση δεν είναι απλά ζήτημα μιας εγκόσμιας εκκλησιαστικής διπλωματίας, αλλά εμπεριέχει βαθύτερα μόνιμα, οντολογικά χαρακτηριστικά που δεν μπορούν ν’ αφήσουν αδιάφορη την Ορθοδοξία, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αυτή έχει το ιερό χρέος να εργάζεται διαρκώς την καταλλαγή των πάντων εν Χριστώ, να κηρύσσει την οντολογική ενότητα του ανθρωπίνου γένους και την κοινωνία όλων στην τριαδική ζωή στην οποία η ίδια, κατά τη δήλωση της Γ΄ Προσυνοδικής, μετέχει πλήρως, όντας η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Η (αναμενόμενη) σύγκληση της Πανορθόδοξης Συνόδου, στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχει συμπεριληφθεί και το θέμα των «σχέσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο», όπως και η ειλικρινή, αξιοθαύμαστη θέρμη με την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πάπας Φραγκίσκος προωθούν τον ρωμαιοκαθολικό-ορθόδοξο διάλογο, ακολουθώντας τα ευαγγελικά ίχνη της μαρτυρίας του Χριστού σε μια εποχή όπου οι χριστιανοί διώκονται βίαια από αρχαίες εστίες εκκλησιαστικής παράδοσης, μας θέτουν ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων ιστορικής σπουδαιότητας που αφορούν την ίδια την υπόσταση της χριστιανοσύνης στο δραματικά μεταβαλλόμενο κόσμο του 21ου αιώνα. Το καίριο ερώτημα είναι εάν σήμερα οι χριστιανοί έχουν ακόμα την πολυτέλεια να σεμνύνονται για τη δογματική τους αυτάρκεια, ή εάν η θεολογική, λειτουργική κληρονομιά της της μίας ή της άλλης Εκκλησίας μπορεί να βιώνεται, δίχως ν’ αλλοιώνεται ή να σχετικοποιείται η αξία της, με τρόπο που να μπορεί να αγκαλιάζει μια ευρύτερη διαχριστιανική οπτική.
Πώς γίνονται κατανοητά τα παραπάνω ερωτήματα στο πλαίσιο του διαλόγου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία; Είναι γενικά αποδεκτό πως ο θεολογικός διάλογος μεταξύ της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ίσως ο πλέον σημαντικός των διμερών θεολογικών διαλόγων που διεξάγει η Ορθοδοξία, έχει μέχρι στιγμής παρουσιάσει αξιόλογα αποτελέσματα (δίχως, ασφαλώς, να απουσιάζουν οι εκκλησιαστικής, θεολογικής και άλλης φύσεως δυσκολίες), τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις δεν έχουν επαρκώς αξιοποιηθεί. Γι’ αυτό το λόγο, νομίζουμε πως σήμερα είναι αναγκαία η αναζήτηση μιας «πνευματικότητας του διαλόγου», με άλλα λόγια η ενσωμάτωση των κεκτημένων του διαλόγου στην καθόλου πνευματική εμπειρία και δράση της Εκκλησίας, ως απαραίτητη προϋπόθεση μιας ουσιαστικής προόδου της προσέγγισης των δύο Εκκλησιών.
Το α΄ μισό του 20ου αιώνα είχε αναδειχθεί μια νέα γενιά θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών που συνδύαζε θεολογική κατάρτιση, ποιμαντική ευαισθησία και πόθο για την επαναπροσέγγιση των χριστιανών. Η διπλωματική εμπειρία του Angelo Roncalli (μετέπειτα πάπα Ιωάννη ΚΓ΄) στη Βουλγαρία και την Κων/πολη τον βοήθησε να κατανοήσει την ευσέβεια και πνευματικά των ορθοδόξων· ομοίως, η ποιμαντική θητεία του Αθηναγόρα στην Αμερική τον κατέστησε έναν ιεράρχη κοσμοπολίτικης πνοής.
Η εκ νέου συνάντηση ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών, μετά από αιώνες όπου κυριαρχούσε ένθεν κακείθεν μια αντιρρητική νοοτροπία, έγινε τελικά πραγματικότητα χάρη στην έμπνευση και το όραμα του Πατριάρχη Αθηναγόρα και του Πάπα Παύλου ΣΤ΄, που αρχικά εναγκαλίσθηκαν «αδελφικώς» το 1964 στα Ιεροσόλυμα και εν συνεχεία (1965) ήραν τα αναθέματα του 1054 μεταξύ Ρώμης και Κων/πολης. Με τον τρόπο αυτό εγκαινίασαν τον «διάλογο της αγάπης» που, μεταξύ των δεκαετιών ’60 και ΄70, ξεδιπλώθηκε τόσο σε επίπεδο εκκλησιαστικής ηγεσίας (ανταλλαγή επιστολών, δώρων, αντιπροσωπειών στις θρονικές εορτές Ρώμης και Κων/πολης), όσο και εκκλησιαστικής βάσης (επιστροφή λειψάνων στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, κοινές προσευχές, επιστημονικές-ακαδημαϊκές συνεργασίες), διατρέχοντας κατά τον τρόπο καθέτως όλο το εκκλησιαστικό σώμα. Η πρόταξη του διαλόγου της αγάπης έναντι του θεολογικού διαλόγου ήταν μια συνειδητή επιλογή που οφειλόταν τόσο σε αντικειμενικούς λόγους (οι ορθόδοξοι μέχρι και την Δ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ήταν, γενικά, σκεπτικοί στην ιδέα της έναρξης του θεολογικού διαλόγου με τους ρωμαιοκαθολικούς), όσο και στη συνειδητοποίηση της ανάγκης να προετοιμαστεί ψυχολογικά το εκκλησιαστικό πλήρωμα, ώστε να εξοικειωθεί με το κλίμα φιλίας, καταλλαγής και «κάθαρσης της ιστορικής μνήμης» που ενέπνεε πλέον τις σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Είχαν προηγηθεί οι οικουμενικές διακηρύξεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1962-1965) ότι εκτός αυτής υπάρχουν πολλά στοιχεία αλήθειας και αγιότητας, όσο και αυτές της Προπαρασκευαστικής Διορθόδοξης Επιτροπής (1971) αναφορικά με την «οντολογική» παρουσία άλλων Εκκλησιών και Ομολογιών εκτός των κανονικών ορίων της Ορθοδοξίας. Είναι, επομένως, ορθή η εκτίμηση πως δίχως το διάλογο της αγάπης οι θεολογικές συζητήσεις θα καταπιάνονταν εκ νέου με όσα ήδη χώριζαν τις δύο Εκκλησίες, διακινδυνεύοντας την ίδια την ακεραιότητα της οικουμενικής προσέγγισης!
Έτσι, τελικά, όταν ξεκίνησε ο επίσημος καθαυτό θεολογικός διάλογος (1980), τα μέλη της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής για το Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπό τη επίδραση και του κλίματος φιλίας που είχε εν τω μεταξύ διαμορφωθεί, αποφάσισαν ορθά ότι ο διάλογος (που σκοπό έχει την αποκατάσταση της πλήρους ενότητας στην κοινή πίστη και την ευχαριστιακή κοινωνία), οφείλει να ξεκινά από αυτό που ενώνει τις δύο Εκκλησίες, να διεξάγεται με θετικό πνεύμα, προσευχητική διάθεση και εν ταπείνωσει. Με τον τρόπο αυτό, άλλαξε ριζικά η οπτική των σχέσεων ορθοδόξων-ρωμαιοκαθολικών· δεν ήταν πλέον η απολογητική θεολογία αυτή που καθόριζε τις διμερείς σχέσεις, αλλά η θετική «περιεκτική» διάθεση γνωριμίας της εκκλησιολογικής ταυτότητας του άλλου.
Κινούμενη στο κλίμα αυτό, η α΄ φάση του θεολογικού διαλόγου ορθοδόξων-ρωμαιοκαθολικών (1980-1988), που είχε την ευτυχία να καθοδηγείται από εμπνευσμένους εκκλησιαστικούς (καρδ. J. Willebrands, Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός Χαρκιανάκης) και θεολόγους υψηλού κύρους (Ι. Ζηζιούλας, J. Ratzinger κ.α.), υπήρξε, ομολογουμένως, εντυπωσιακή ως προς τα αποτελέσματά της. Σ’ αυτήν επιβεβαιώθηκε η προτεραιότητα της ευχαριστίας ως το κατεξοχήν προσδιοριστικό στοιχείο της Εκκλησίας, η σύνδεση του επισκοπικού αξιώματος με την ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας, η κοινωνία μεταξύ των τοπικών εκκλησιών μέσω των επισκόπων τους, η αξία των 34 Αποστολικού Κανόνα για την οργανική σχέση του «πρώτου» και των «πολλών», η δυνατότητα χρήσης διαφορετικών βαπτισματικών λειτουργικών εθίμων εφόσον δεν θίγεται η χριστολογία και η τριαδολογία, ο όρος «μεταβολή» προκειμένου για τα Τίμια Δώρα κ.α.
Η θεολογική σύγκλιση επήλθε χάρη στη δυνατότητα που έδωσε ο διάλογος της αγάπης να προσεγγιστούν τα θεολογικά ζητήματα με θετικό τρόπο και υπό το πρίσμα της πίστης της αδιαίρετης Εκκλησίας. Είναι καταφανής η διαφορά ύφους και περιεχομένου των κειμένων της α΄ περιόδου από παλαιότερα κείμενα καταδίκης των ρωμαιοκαθολικών διδασκαλιών (πράγμα που συναντούσε κανείς και σε αντίστοιχες ρωμαιοκαθολικές παρεμβάσεις).
Αντίθετο ήταν το παράδειγμα της β΄ φάσης του διαλόγου (1990-2000) που ασχολήθηκε με το ζήτημα της Ουνίας (ή των λεγόμενων «ελληνόρρυθμων Εκκλησιών»), όπου αφενός μεν απορρίφθηκε ο προσηλυτισμός, η «εκκλησιολογία της μεταστροφής» και η Ουνία ως μοντέλο ενότητας, αφετέρου δεν δόθηκε μια οριστική λύση στο πρόβλημα, αφού η διαχείρισή του αφέθηκε σε τοπικό επίπεδο, όπου δυστυχώς επικράτησαν τα τοπικά συγκρουσιακά εθνικά και θρησκευτικά συναισθήματα κι όχι η πνευματικότητα της καταλλαγής και της αγάπης.
Η γ΄ φάση του διαλόγου (2006-σήμερα) ανέδειξε, μεταξύ άλλων, την οργανική ενότητα μεταξύ πρωτείου και συνοδικότητας σε τοπικό, επαρχιακό/περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Αν και η συζήτηση αναφορικά με την άσκηση του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία συνεχίζεται, είναι αξιοσημείωτο, από ορθόδοξης πλευράς, το ότι επιβεβαιώθηκε εκ νέου η αξία του 34ο Αποστολικού Κανόνα και το κανονιστικό κύρος των Οικουμενικών Συνόδων.
Οι διακηρύξεις αυτές μας φέρνουν εγγύτερα στην ορθόδοξη άποψη πως η αποστολική πίστη βιώνεται εντός του εκκλησιαστικού σώματος (πατερική διδασκαλία, συνοδική ζωή – οικουμενικές σύνοδοι), με άλλα λόγια εντός της ευχαριστιακής και ιεραποστολικής ζωής, έτσι όπως εκφράζεται στην ευχαριστιακή εμπειρία και την «έξοδο»raquo; της Εκκλησίας στον κόσμο, κι όχι ανεξάρτητα ή εκτός αυτών. Η ευχαριστία είναι το καθαυτό γεγονός της Εκκλησίας, που φανερώνει την «καινή» πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού ως ένα γεγονός αγαπητικών σχέσεων, ενώ η ιεραποστολή δεν σημαίνει αποχώρηση από τον κόσμο, αλλά έξοδος σ’ αυτόν, για να κηρυχθεί το πανανθρώπινο μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας. Τί σημαίνει η παραπάνω αρχή για τον οικουμενικό διάλογο; Σημαίνει, καταρχήν, πως η οικουμενική κίνηση, παρά τις ευγενείς προθέσεις, δεν μπορεί να έχει μόνιμα και χειροπιαστά αποτελέσματα εάν δεν είναι έμπρακτα ριζωμένη στη ζωή του πληρώματος της Εκκλησίας – διαφορετικά παραμένει μια υπόθεση κάποιων ειδικών, εν πολλοίς ακατανόητη στους πολλούς. Για να μην συμβεί αυτό χρειάζεται να υπάρχει: α) υπεύθυνη ενημέρωση και κοινοποίηση των πορισμάτων του διαλόγου, β) δημιουργία, σε τοπικό επίπεδο, ενημερωτικών πρωτοβουλιών (εκκλησιαστικών, ακαδημαϊκών) οικουμενικού χαρακτήρα, γ) κοινές δράσεις με μέλη άλλων Εκκλησιών και Ομολογιών. Ερωτάται, όμως, σε ποιό βαθμό σήμερα εφαρμόζεται το παραπάνω τρίπτυχο· η λυπηρή διαπίστωση, εμπειρικά διαπιστωμένη, είναι πως, πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων, το επισκοπικό σώμα μαζί με κάποιες, λίγο ή πολύ «οργανωμένες», εκκλησιαστικές ομάδες εμφανίζουν απροθυμία στο να ενημερώσουν το πλήρωμα για όσα επισήμως και πανορθοδόξως έχουν αποφασιστεί αναφορικά με τους διαλόγους, αλλά και για τα πορίσματα των εν εξελίξει διμερών σχέσεων (ιδιαίτερα δε με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία), στους οποίους μετέχουν εκπρόσωποι που έχουν ορίσει οι…ίδιες οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες!
Η έλλειψη ενημέρωσης διασπά την συνοδική συνείδηση της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα να φαίνεται να συνυπάρχουν εντός του ιδίου εκκλησιαστικού σώματος από την μία όσοι συμμετέχουν, με διορθόδοξες αποφάσεις, στα οικουμενικά κεκτημένα και από την άλλη όσοι «αμύνονται» υπέρ της υπεράσπισης των δογμάτων και της διαφύλαξης (sic!) της Ορθοδοξίας από δήθεν εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς και την επιστροφή σε κάποιο ιδεατό παρελθόν. Κι όμως, η ασφαλέστερη μέθοδος θεραπείας των εκκλησιαστικών διαιρέσεων και εμπέδωσης του πνεύματος της καταλλαγής δεν είναι η επίκληση της «μεταστροφής» των άλλων, αλλά η από κοινού προσέγγιση της κοινής αποστολικής πίστης στις σημερινές υπαρξιακές συνθήκες του κόσμου. Επιστροφή στην πίστη των Αποστόλων δεν σημαίνει, ασφαλώς, μια κάποιου τύπου «μαγική» κατάργηση της εκκλησιαστικής ιστορίας της β΄ χιλιετίας, αλλά την επιβεβαίωση εάν οι θεολογικές διατυπώσεις και οι εκκλησιαστικές πρακτικές που αναδείχθηκαν στην Ανατολή και τη Δύση μετά το σχίσμα συμφωνούν ή όχι με την πίστη της αρχαίας Εκκλησίας και την ευχαριστιακή φανέρωση της Εκκλησίας, αλλά και εάν οι νεώτερες θεολογικές φόρμουλες εισήχθησαν με σκοπό να επεξηγήσουν την πίστη στο Ευαγγέλιου του Χριστού. Με μια τέτοια ειλικρινή νοοτροπία εν Χριστώ μετάνοιας όντως θα καθιστούσε δυνατή την κάθαρση της ιστορικής μνήμης.
Σημείο ελπίδας αποτελεί το γεγονός πως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Φραγκίσκος στις τελευταίες συναντήσεις τους θέλησαν να ενθυμίσουν ότι ο διμερής διάλογος είναι, καταρχήν, μία ευαγγελική δέσμευση. Στην Κοινή Διακήρυξη που υπογράφηκε στα Ιεροσόλυμα το 2014 (50 χρόνια μετά την ιστορική συνάντηση Αθηναγόρα-Παύλου ΣΤ΄) οι δύο ιεράρχες υπογράμμισαν την ανάγκη να διατηρηθεί η πνευματικότητα της κοινής ομολογίας της πίστης, της προσευχής, της μετάνοιας, της ανανέωσης της πνευματικής ζωής και του αδελφικού διαλόγου. Ενώπιον του Παναγίου Τάφου επιβεβαίωσαν, ακόμα, την αποφασιστικότητά τους να πορευθούν από κοινού κι όχι χωριστά, έχοντας κατά νου πως σήμερα, σε πολλές περιοχές του πλανήτη, οι χριστιανοί διώκονται και χάνουν τη ζωή τους όχι επειδή ανήκουν στην μία ή την άλλη χριστιανική Ομολογία, αλλά μόνο και μόνο επειδή φέρουν το όνομα του χριστιανού. Κι είναι ακριβώς η τραγωδία των σύγχρονων χριστιανών μαρτύρων που δεν πρέπει να μας αφήσει οικουμενικά ανενεργούς.
ΠΗΓΗ ΕΙΔΗΣΗΣ: ''ΑΜΕΝ. GR''
(Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟΥ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ)