Eπιστολή προς την Ιερά Σύνοδο απέστειλε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος σχετικά με την Μεγάλη Σύνοδο.
Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΤΟΙΜΑΖΟΜΕΝΗ ΣΥΝΟΔΟ
Επιστολή
(από 24.7.2015) της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Σερβίας πριν από την Ε΄
Πανορθόδοξη Προσυνοδική Διάσκεψη (Σαμπεζύ, 10-17.10.2016).
Αν
οι προτάσεις για το εκκλησιολογικό ζήτημα γίνονταν αποδεκτές, η Πανορθόδοξη
Σύνοδος θα ήταν αδιαμφισβήτητα η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της
Ορθοδοξίας.
Ποιοι
και γιατί δεν άφησαν υλοποιηθούν οι προτάσεις αυτές;
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΣΕΡΒΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ
ΙΕΡΑ
ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ
ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Αρ. πρωτ. 439 Εν Βελιγραδίω την 24ην
Ιουλίου 2015
Τω
Παναγιωτάτω Αρχιεπισκόπω
Κωνσταντινουπόλεως,
Νέας Ρώμης
και
Οικουμενικώ Πατριάρχη
Κυρίω
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΩ
Εις
Κωνσταντινούπολιν.
Παναγιώτατε,
Η
Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά την τακτικήν
συνεδρίασίν Της του παρελθόντος Μαΐου ε.ε. εξήτασε την έκθεσιν των εκπροσώπων
τής καθ΄ ημάς Τοπικής Εκκλησίας, που αφορούσε εις την τρίτην συνάντησιν της
Ειδικής Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής διά την Αγίαν και Μεγάλην
Σύνοδον και αποφάσισεν όπως κοινοποιήση τας προτάσεις Αυτής διά την Πέμπτην
Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, εν ταυτώ ειπείν διά την μέλλουσα Αγίαν και
Μεγάλην Σύνοδον της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής του Χριστού
Εκκλησίας.
Η
απόφασις και αι προτάσεις της ημετέρας Συνόδου της Ιεραρχίας κοινοποιούνται εις
τους Προκαθημένους πασών των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών επί κεφαλής όντος
του Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η
απόφασις και αι προτάσεις αι αφορώσαι εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον έχουν ως
ακολούθως:
«Μετά
πλήρους συναισθήσεως της εξαιρέτου ιστορικής σπουδαιότητος της προετοιμαζομένης
Μεγάλης Συνόδου διά την μαρτυρίαν και αποστολήν της Μίας, Αγίας, Καθολικής και
Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον, η Σύνοδος της Σερβικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας εν όψει της προετοιμασίας της Μεγάλης Συνόδου, η οποία
επρογραμματίσθη όπως συνέλθη το 2016, γνωρίζει εις τους Προκαθημένους και τας Ι.
Συνόδους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών τας επισήμους απόψεις και προτάσεις
Της:
1.
Είναι εις όλους γνωστόν, ότι η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία συμμετέχει ενεργώς και
απ’ αρχής εις τας προετοιμασίας της Μεγάλης Συνόδου καθώς και ότι έχει λάβει
μέρος εις όλας τας Πανορθοδόξους Προπαρασκευαστικάς Επιτροπάς από της πρώτης εν
έτει 1961 έως και σήμερον. Το γεγονός αυτό διατρανώνει την επιθυμία Της διά την
σύγκλησιν της Συνόδου και την συναίσθησιν των ευθυνών δια την καλυτέραν
προετοιμασίαν του οροσήμου τούτου διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και την υλοποίησιν
της ευαγγελικής αποστολής Της.
Προκαλεί
όμως ανησυχίαν εις την καθ’ ημάς Τοπικήν Εκκλησίαν
το γεγονός ότι ενώ η Σύνοδος συνέρχεται λίαν προσεχώς, τα προγραμματισθέντα
θέματα της Συνόδου δεν απαντούν εις ουσιαστικά ζητήματα, με τα οποία βρίσκεται
αντιμέτωπος η σημερινή Ορθόδοξος Εκκλησία. Ως γνωστόν, αι Οικουμενικαί Σύνοδοι
και άπασαι αι της αυτής σπουδαιότητος Σύνοδοι εν τη ιστορία της Εκκλησίας
αντιμετώπιζαν εν πρώτοις τα εμφανισθέντα δογματικά ζητήματα και ακολούθως, εν
συσχετισμώ προς αυτά, και τα ζητήματα διοργανώσεως και κανονικής ευταξίας εν τη
Εκκλησία.
Αδιαμφισβητήτως
το κεντρικόν δογματικόν ζήτημα από του Μεγάλου Σχίσματος (1054 μΧ) και εντεύθεν,
μετά την εμφάνισιν της Διαμαρτυρήσεως (από του 16ου αι.) έως και της
σήμερον, είναι το εκκλησιολογικό ζήτημα: το περί Εκκλησίας ερώτημα.
Συνεπώς
το προβλεπόμενον θέμα της Συνόδου, προερχόμενον από τον συγκερασμόν δύο πρώην
θεμάτων (περί Οικουμενισμού και περί του Διαλόγου μετά των άλλων Χριστιανικών
Εκκλησιών) υπό τον τίτλον Η σχέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού
Χριστιανικού κόσμου, αναποφεύκτως απαιτεί προκαθορισμόν τινά της
διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και
Αποστολικής, εν η πιστεύομεν, εν τω Συμβόλω της Πίστεως ομολογούντες, ότι αύτη
εστίν η Ορθόδοξος Εκκλησία - η Εκκλησία του Συμβόλου. Μόνον υπό το φως τοιαύτης
προκαθορισμένης αυτογνωσίας της Εκκλησίας δύναται το προβλεπόμενον θέμα, ήτοι
«Η σχέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά του λοιπού Χριστιανικού κόσμου»,
να εύρη την πραγματικήν αυτού θέσιν. Τούτο ακριβώς το ουσιώδες
δογματικο-εκκλησιολογικό ζήτημα έχουσα υπ’ όψιν η καθ’ ημάς Τοπική Εκκλησία
προέτεινε διά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με απόφασιν της Συνάξεως αυτής (υπ’
αριθμ. 771/зап. 160 της 26ης Μαΐου 2011), επικύρωσιν τινά της
οικουμενικής σπουδαιότητος της Συνόδου του Φωτίου (879/890), ειδικώς δε της
διδασκαλίας αυτής περί του Filioque,
το οποίο και ήτο ο κύριος λόγος διά τον χωρισμόν της Εκκλησίας της Ρώμης από το
πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Διά
τον αυτόν λόγον, η ημετέρα Σύναξις προέτεινε, και πάλιν προτείνει, διά την Αγίαν
και Μεγάλην Σύνοδον, την επικύρωσιν υπό της Μεγάλης Συνόδου των Ησυχαστικών
Συνόδων του 14ου αι., και την αποδοχήν της διδασκαλίας των εξ
ολοκλήρου ορθοδόξου περί της θείας Ουσίας και των αιωνίων Θείων Ενεργειών ως
μίαν ουσιώδη διαφοράν εν σχέσει με την Ρωμαιοκαθολικήν διδασκαλίας περί της
Θείας Χάριτος, τουτ’ έστιν εν γένει περί της σχέσως του Θεού προς την κτίσιν
Αυτού, διδασκαλίαν από της οποίας οργανικώς συνάγεται η ρωμαιοκαθολική
κατανόησις του Filioque,
καθώς και η υπερτροφία, η ρωμαϊκή κατανόησις της θέσεως του Πρώτου εις
την Εκκλησίαν (πρωτείον) - αφ’ ης η απουσία του Αγίου Πνεύματος ανταλλάσσεται
από το αλάθητον ανθρώπου τινός.
Θεωρούμεν
επίσης ως ουσιώδες η Μεγάλη Σύνοδος να επικυρώση τας αποφάσεις της Συνόδου
της Κωνσταντινουπόλεως (1282-84), διά της οποίας η ένωσις της Λυώνος
ηκυρώθη, και της Μεγάλης Συνόδου (1484) διά της οποίας αι αποφάσεις της
Συνόδου της Φλωρεντίας ηκυρώθησαν. Εις τα πλαίσια αυτά θα ήτο εξαιρετικής
σημασίας να ορισθή η θέσις της Εκκλησίας επί του (Πετρείου) Πρωτείου, και επί
της σφαλεράς διδασκαλίας των Συνόδων Λυώνος, Φλωρεντίας, και Βατικανής Ι και ΙΙ,
επί του θέματος αυτού, καθώς επίσης και η θέσις του Πρώτου εις την
Εκκλησίαν.
Η
καθ΄ ημάς Εκκλησία έχει έτοιμον σχέδιόν τι επί του θέματος «Περί της Μίας,
Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», και είναι ετοίμη να το αποστείλη
διά την Πέμπτην Προσυνοδικήν Διάσκεψιν προς μελέτην και προετοιμασίαν διά την
τελικήν μορφήν εις την Σύνοδον.
Μόνον
υπό το φως της Εκκλησιολογίας θα λάβουν άπαντα τα άλλα θέματα την θέσιν την
οποίαν δικαιούνται.
2.
2α. Τα επεξεργασθέντα θέματα: «Περί της αποστολής της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως
μαρτυρίας αγάπης εν διακονία» και «Περί της σπουδαιότητος της νηστείας και της
τηρήσεως αυτής σήμερον», θεωρούμεν ότι έχουν ολοκληρωθεί διά την ημερησίαν
διάταξιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
2β.
Προκειμένου να δικαιολογηθή η προώθησις του θέματος «κωλύματα γάμου» εις
την Μεγάλην Σύνοδον, είναι αναγκαίον πρώτον μεν να εξετασθή το υπαρξιακόν
ζήτημα της συγχρόνου ανθρωπότητος και της Εκκλησίας - το ζήτημα του ιερού
μυστηρίου του Γάμου και της χριστιανικής Οικογενείας, η οποία απειλείται την
σήμερον περισσότερον από ποτέ (εδώ πρέπει να υπογραμμισθή: βιοηθική, ο «γάμος»
συντρόφων του αυτού φύλου, το πρόβλημα της εκτρώσεως, αντισύλληψις, τεχνητή
γονιμοποίησις, κλωνοποίησις κ.α.). Μόνον εις τα πλαίσια αυτά δύναται να
δικαιολογηθή η συμπερίληψις του θέματος «κωλύματα γάμου». Και επί του
θέματος αυτού η καθ’ ημάς Εκκλησία είναι ετοίμη να προσφέρη σχέδιόν τι προς
μελέτην και προετοιμασίαν διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον. Ει δε μη, ελλείψει
τούτου, η γνώμη της Εκκλησίας ημών είναι ότι τούτο δεν είναι ζήτημα διά την
Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, αλλά μάλλον διά μίαν άλλην Πανορθόδοξον Κανονικήν
Επιτροπήν.
Το
αυτό ισχύει και επί του ζητήματος του Ημερολογίου.Επικεντρώνοντες το
ζήτημα αυτό περί την ερώτησιν του ενδεχομένου εορτασμού του ΠΑΣΧΑ ουδέν
επιλύεται (η Εκκλησία έχει λύσει το ζήτημα αυτό διά της οικονομίας), δύναται δε
να προκαλέση μόνον νέαν αντίδρασιν και σκάνδαλον εντός της Εκκλησίας. Ως εκ
τούτου, αυτά τα θέματα καθ’ αυτά θα πρέπει να αφαιρεθούν από τον κατάλογον των
θεμάτων διά την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον.
3.
Η καθ’ ημάς Εκκλησία θεωρεί άκρως σημαντικόν όπως εισαχθή εις την Σύνοδον το
ήδη προετοιμασμένο θέμα «Περί του Αυτοκεφάλου και του Αυτονόμου», ως αυτό προετάθη εις την
Προσυνοδική Διάσκεψιν (2009). Δεν είναι φρόνιμον να αφαιρεθή διά τυπικούς λόγους
(τρόπος υπογραφής του Τόμου) το καθοριστικόν τούτο θέμα διά την οργάνωσιν,
αποστολήν και κανονικήν ευταξίαν της Εκκλησίας.
Εις
το ανωτέρω πλαίσιον, συμφώνως προς την πρότασιν της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας (αρ. πρωτ. 1365 της 25ης Σεπτεμβρίου 2014), το
οποίο επεδόθη εις τον Πρόεδρον της Ειδικής Επιτροπής Μητροπολίτην Περγάμου κ.
Ιωάννην Ζηζιούλαν το 2014, η Σύνοδος της Ιεραρχίας εκτιμώντας ως ιδιαίτερα
σημαντικό, προέτεινε όπως εντός του πλαισίου του θέματος «Αυτοκέφαλον»
συμπεριληφθή και εξετασθή πρώτον το ζήτημα της επικυρώσεως πάντων των
αυτοκεφάλων, των χορηγηθέντων υπό μόνης της Μητρός Εκκλησίας (αι Οικουμενικαί
Σύνοδοι έχουν επικυρώσει μόνο τα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και την
Εκκλησίαν της Κύπρου). Εκ των νεωτέρων Εκκλησιών μόνον ο Τόμος Ανακηρύξεως του
Πατριαρχείου Μόσχας έχει υπογραφεί υπό των τεσσάρων Προκαθημένων των πρεσβυγενών
Πατριαρχείων. Η πρότασις αύτη είναι σύμφωνος προς την εισήγησιν της
Πανορθοδόξου Προσυνοδικής Διασκέψεως εν Σαμπεζύ, ότι το Αυτοκέφαλον δεν χορηγεί,
αλλά προτείνει η Μήτηρ Εκκλησία, επικυρώνει δε αυτό το ορθόδοξον πλήρωμα
εκδίδοντας τον Τόμον από κοινού.
Η
επικύρωσις αύτη θα αποτρέψει δύο μελλοντικούς κινδύνους:
α)
Την επανάληψιν του ιστορικού προηγουμένου (το οποίο τελούσε εν συναρτήσει
συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών) σύμφωνα με το οποίο το Οικουμενικόν
Πατριαρχείον ως Μήτηρ Εκκλησία έχει απονείμει μόνο του το αυτοκέφαλον, ενώ έχουν
παρατηρηθεί νεώτερες απόπειρες Μητέρων Εκκλησιών να απονείμουν αυτές μόνες
αυτοκέφαλα (πχ. το Πατριαρχείο Μόσχας εις την «Αμερικανικήν Ορθόδοξον
Εκκλησίαν»).
β)
Θα αποφευχθή ο πειρασμός της καταργήσεως αυτοκεφάλων εκ μέρους της Μητρός
Εκκλησίας (πχ. περίπτωσις του Πατριαρχείου Ιπεκίου το 1463 και το 1766, και του
Πατριαρχείου Τυρνόβου το 1767 και της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος).
Θα
πρέπει να συνεκτιμήσωμεν ότι εις την εποχή μας η Ορθόδοξος Εκκλησία, διά πρώτην
φοράν εν τη δισχιλιετή ιστορία Της εξαπλούται εις όλην την Οικουμένην όχι πλέον
ως Πενταρχία ή Τετραρχία. Έχει οργανωθεί εις δεκατέσσαρας Τοπικάς Αυτοκεφάλους
Εκκλησίας με την προοπτική εις το άμεσον ή απώτερον μέλλον όπως προκύψουν νέαι
τοπικαί Εκκλησίαι εις την σημερινήν διασποράν εν Ευρώπη, Βορείω και Νοτίω
Αμερική, Καναδά, Αυστραλία εκ των υπαρχουσών κατά περιοχάς σημερινών Επισκοπικών
Διασκέψεων. Όθεν καθίσταται αναγκαίον όπως το ζήτημα της απονομής τού
Αυτοκεφάλου εδρασθή επί υγειών, συνοδικών, κανονικών θεμελίων, ούτως ώστε να
αποτραπούν και να θεραπευθούν σχίσματα τα οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία κατά το
παρελθόν αντιμετώπισε και, δυστυχώς, αντιμετωπίζει και την σήμερον
ημέρα.
4.
Διά την τελικήν προετοιμασίαν και διεξαγωγήν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου,
καθίσταται απαραίτητος, το ταχύτερον δυνατόν, η συμμετοχή εις την σύνθεσιν της
Γραμματείας Προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου εν Σαμπεζύ, ενός, τουλάχιστον, εκπροσώπου εκάστης Αυτοκεφάλου
Εκκλησίας, κατόπιν προτάσεως των ιδίων Τοπικών Εκκλησιών.
Η
Πανορθόδοξος Γραμματεία Προπαρασκευής και Οργανώσεως της Συνόδου καλείται όπως
αναλάβη τις αρμοδιότητες των άχρι του νυν Προσυνοδικών Πανορθοδόξων Διασκέψεων
και των Ειδικών Διορθοδόξων Επιτροπών, μετά την ολοκλήρωσιν του έργου των, ώστε
η διεξαγωγή της Συνόδου να τελεσφορήση.
5.
Συμφώνως τη ημετέρα προτάσει, διατυπωθείσα εν τη τελευταία Διασκέψει των
Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών εν Κωνσταντινουπόλει, η καθ’ ημάς Σύνοδος
της Ιεραρχίας εισηγείται όπως η Πέμπτη Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις
εξετάση την σύστασιν Μονίμου Ειδικού Ταμείου ώστε μέσω ετησίων εισφορών εκ
μέρους όλων των Εκκλησιών εις το Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου
εν Σαμπεζύ ή αλλού, συγκεντρωθούν τα απαραίτητα κεφάλαια όχι μόνον διά την
κάλυψιν των εξόδων της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αλλά και διά την μελλοντικήν
εκκλησιαστικήν διακονίαν εις την προαγωγήν της Πανορθοδόξου Ενότητος, της ανά
τον κόσμον Πανορθοδόξου Ιεραποστολής, εις την βοήθειαν εις ενδεείς Εκκλησίας,
εις την προαγωγήν της θεολογικής εκπαιδεύσεως, του επιστημονικού έργου
πανορθοδόξως, των κοινών εκδόσεων κοκ.
Η
καθ’ ημάς Σύνοδος της Ιεραρχίας εκφράζει την βαθυτάτην ευγνωμοσύνην της προς την
πανορθόδοξον διακονίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θεωρώντας εν ταυτώ ότι η
Πρωτόθρονος Εκκλησία, ευρισκομένη επί αιώνες επί μεγάλου Σταυρού, δεν
υποχρεούται μόνη αύτη να επωμίζεται το οικονομικό βάρος της πανορθοδόξου
Διακονίας, συμφώνως προς το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσετε
τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. 6, 2).
Αι
αποφάσεις και προτάσεις να διαβιβασθούν αρμοδίως εις τους Προκαθημένους όλων των
κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών».
Όθεν,
διαβιβάζοντες τας αποφάσεις της Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου
Εκκλησίας, διατελούμεν,
Εν
Χριστώ αδελφός της Υμετέρας Παναγιότητος
Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΕΙΣ ΤΗΝ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ) ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ (1ο ΜΕΡΟΣ)
Ἀγαπητοὶ
ἀδελφοὶ ἀπὸ σήμερα τηροῦμε τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κρέας καὶ ἀπὸ τὴν ἐρχόμενη ἑβδομάδα
εἰσερχόμαστε εἰς τὴν Ἅγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Θὰ παρουσιάσουμε μιὰ σειρὰ
ἀρθρῶν ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἐπαναφορὰ μας εἰς τὴν ἀρχική ὑγεία. Τὴν ὑγεία ποὺ εἴχαμε
πρὸ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Σὲ ὅλη τὴν Τεσσαρακοστὴ θὰ
ἀσχοληθοῦμε μὲ ἑνότητες ποὺ ἀφοροῦν τὴν ὑγεία πρὸ τῆς
πτώσης, τὴν μετὰ τὴν πτώση ἀρχή τῶν νοσημάτων, τὴν παθολογία αὐτῶν, τὸν τρόπο
θεραπευτικῆς, τὰ σχετικὰ φάρμακα διὰ τὴν θεραπεία μᾶς κ.λπ.
Τὴν
μελέτη τὴν ξεκινήσαμε εἰς τὴν παλαιά μας σελίδα καὶ θὰ τὴν συνεχίσουμε καὶ εδῶ
σὲ ὅλο το διάστημα τῆς εὐλογημένης νηστείας!
Εἴθε
ὁ Δεσπότης Χριστὸς νὰ μᾶς χαρίσει τούτη τὴν πολυπόθητη ὑγεία ποὺ ἀγωνιζόμαστε
νὰ ἀποκτήσουμε διὰ νὰ εἰσέλθουμε εἰς τὸν Παράδεισο!
Καλὴ
καὶ εὐλογημένη Τεσσαρακοστή!
ΙΩΑΝΝΗΣ Ν.
Η υγεία του ανθρώπου πριν την πτώση
Οι Πατέρες παρομοιάζουν την υγεία του ανθρώπου στην κατάσταση
της τελειότητας με την υγεία γιά την οποία ό άνθρωπος είναι προορισμένος άπό τη
φύση του. Επομένως, ή τέλειότητα γιά την ανθρώπινη ύπαρξη είναι ή θέωσή της.
"Εγκειται στην ίδια τη φύση του άνθρωπου νά γίνει θεός κατά χάρη. Ό Θεός
δημιούργησε όντως τόν άνθρωπο «κατ' εικόνα καί καθ' όμοίωσίν Του» (Γέν. 1,26). Άπό την αρχή του έδωσε τη δυνατότητα, -εγγράφοντας την στην
ίδια τήν ύπαρξη του-, νά ομοιωθεί πλήρως προς Αυτόν. «Έγώ είπα· θεοί έστε [...] πάντες», μας καθιστά γνωστό ό Θεός μέ τή φωνή του
Ψαλμωδού (Ψαλμ. 81,6). Ό Μέγας Βασίλειος βεβαιώνει ότι ό άνθρωπος «Θεού τε κτίσμα τυγχάν[ει] καί θεός [...] κεκέλευσ[ται]». Παρόμοια, ό Άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός
γράφει, ότι, «επειδή τεύξεν έόν βροτόν άφθιτος Υιός [...]ήμασιν ύστατίοισι
Θεώ Θεός ένθεν όδεύση]».
Άπό τή δημιουργία του ό άνθρωπος κατείχε ήδη τήν τέλειότητα
σέ κάποιο βαθμό. Κυρίως ως τελειότητα των πνευματικών του δυνάμεων καί
ειδικότερα: α) Της διάνοιας του, -της μίμησης του νού [Σ.τ.μ.: όπου δέν υπάρχει
ειδικός λόγος, οι όροι νους καί διάνοια θά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως] του
Θεού, πού του έδινε τήν ικανότητα νά γνωρίζει τό Δημιουργό Του. β) Της
ελεύθερης βούλησης του, δημιουργημένης κατ' εικόνα της βούλησης τον Θεού, πού
τόν καθιστούσε ικανό νά προσανατολίζει όλη τήν ύπαρξή του προς Αυτόν, γ) Όλων
των δυνάμεων έπιθυμητικών καί άγαπητικών πού άποτελούν δείγματα της θείας
αγάπης" καί έχουν άναπαραχθεί στον άνθρωπο επιτρέποντας του νά ενωθεί μέ
τό Θεό.
Ή τελειότητα των δυνάμεων αυτών προκύπτει άπό τό γεγονός ότι:
α) έχουν δημιουργηθεί άπό τό Θεό κατ' εικόνα τών ιδικών του
ιδιοτήτων καί στον άνθρωπο αποτελούν εικόνα τών θείων δυνάμεων
καί
β)
συνιστούν τήν ικανότητα του ανθρώπου νά ομοιωθεί καθολοκληρία προς τό Θεό. Σέ
κάθε περίπτωση αυτό συμβαίνει μέ τήν προϋπόθεση ότι οι δυνάμεις τον άνθρωπου
δέν εκτρέπονται άπό (τόν προσανατολισμό τους προς) τό Θεό, όπως είναι ελεύθερες
(νά πράξουν), άλλα κοινωνούν μονίμως καί πλήρως μέ τό Θεό.
Ή σχετική τελειότητα, πού είχε ό άνθρωπος κατά τή δημιουργία
του, δέν συνίστατο μόνο στην απλή ικανότητα πού του παρείχαν οι δυνάμεις του νά
ένωθεί μέ τό Θεό: ό Αδάμ δημιουργήθηκε πραγματώνοντας ήδη σέ κάποιο βαθμό τήν
όμοίωση μέ τό Θεό, τήν αποστολή στην οποία έπρεπε νά πετύχει. Άπό τήν αρχή είχε
τροπή προς τό Θεό καί είχε όλες τίς άρετές στην ίδια του τή φύση, πού είχε
δημιουργηθεί κατ' εικόνα Θεού. Ό Άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει ότι [το] «κατ' εικόνα Θεού γεγένησθαι τόν άνθρωπον ίσον γάρ έστι [...]
τω ειπείν, ότι παντός άγαθού μέτοχον τήν άνθρωπίνην φύσιν έποίησεν. [...]
Ούκούν έστιν έν ήμίν παντός μέν καλού ιδέα, πάσα δέ αρετή καί σοφία, καί πάν
ότιπέρ έστι πρό τό κρειττον νοούμενον». Στό ίδιο πνεύμα ό Άγιος Δωρόθεος της Γάζης
διδάσκει ότι «κατ'
εικόνα Θεού έποίησεν ό Θεός τόν άνθρωπον [...] κεκοσμημένον πάση άρετή». Καί ό Άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός συμπληρώνει ότι «έποίησεν ό Θεός τόν άνθρωπον [...] πάση άρετή
κατηγλαϊσμένον, πάσιν άγαθοίς κομώντα». Παρόμοια, ό Άγιος Μάξιμος σημειώνει ότι «έγκεινται γάρ ήμίν [Σ.τ.μ.: Είναι σύμφυτες μέ τήν ψυχή μας]
έκ δημιουργίας [αί άρεταί]».
Άπό τή φύση του λοιπόν ό άνθρωπος είναι ενάρετος. Ό 'Άγιος
Δωρόθεος της Γάζης προσδιορίζει: «φυσικώς γαρ έχομεν τάς άρετάς παρά Θεοϋ δοθείσας ήμίν. 'Άμα
γάρ έποίησεν ό Θεός τόν άνθρωπον, ένέσπειρεν αυτώ τάς άρετάς». Καί συμπληρώνει ότι «"Ωστε φυσικώς έδωκεν ήμίν ό Θεός τάς άρετάς». Ό 'Άγιος Ισαάκ ό Σύρος παρατηρεί ότι «η αρετή φυσικώς εστίν έν τη ψυχή». Παρόμοια, ο Άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός γράφει
ότι «φυσικαί εισίν αι αρεταί και φυσικώς καί επίσης πάσιν
ένυπάρχουσιν». Οι Πατέρες, υπογραμμίζοντας ειδικότερα το γεγονός οτι οι
αρετές είναι σύμφυτες μέ τήν ίδια τή φύση του άνθρωπου, καί όχι ιδιότητες
επιπρόσθετες στή φύση κατά τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο, παρουσιάζουν σ' αυτό τό
θέμα μια δυναμική σύλληψη: οί αρετές δέ δίδονται στόν άνθρωπο πλήρως απαρτισμένες
[Σ.τ.μ.: σέ τέλειο βαθμό]· ανήκουν στη φύση του, μόνο όσο ή επιτέλεση τους
περιλαμβάνεται στό σκοπό της φύσης του άνθρωπου καί όσο συμβάλλουν στήν
πραγμάτωση και τήν τελείωση της φύσης. Ή επιτέλεση τών αρετών όμως προϋποθέτει
τήν ενεργό συμμετοχή του άνθρωπου στό σχέδιο του Θεού, τη συνεργασία όλων τών
δυνάμεών του μέ το θείο θέλημα καί τό ελεύθερο άνοιγμα της όλης ύπαρξής του στή
θεία Χάρη. Ό άνθρωπος πλάσθηκε μέ τή δυνατότητα επιτέλεσης τών αρετών καί
αρχίζοντας νά τίς επιτελεί. Κατείχε τίς αρετές έν σπέρματι. Ήταν ευθύνη του να
τις αυξήσει, γιά νά τίς οδηγήσει στήν τελείωση τους. Μ' αυτή τήν έννοια, οί
Πατέρες κατανοούν τή θεία εντολή πού δόθηκε στόν Αδάμ καί τήν Εύα: «Αύξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γεν. 1,28). Γι' αυτό λέγουν, ότι στόν παράδεισο ό άνθρωπος, ως νήπιο,
ήταν πολύ μικρός καί όφειλε αναπτυσσόμενος νά ένηλικιωθεί. Νά λοιπόν γιατί, γιά
νά εκφράσει τό δυναμικό χαράκτηρα της απόκτησης των αρετών και της θέωσης, η
πλειονότητα τών Πατέρων διακρίνει τήν εικόνα άπό τήν ομοίωση, με διαφοροποιούμενο
τόν Άγιο Γρηγόριο Νύσσης. Σύμφωνα μέ αύτη τή διάκριση, ή εικόνα του Θεού στόν
άνθρωπο προσδιορίζει τό σύνολο τών δυνατοτήτων επιτέλεσης της ομοίωσης, τό
δυναμικό χαρακτήρα της, προς τό Θεό, ομοίωσης. Ένώ ή ομοίωση συνίσταται στήν
πραγμάτωση της εικόνας, δηλαδή αποτελεί τήν ανάπτυξη της εικόνας, -σύμμορφης
προς την όλη φύση της, και έγκειται στην επιτέλεση της τελείωσής της. 'Ενώ ή
εικόνα είναι ενέργεια [Σ.τ.μ.: δηλ. πραγματική, υφίσταται], ή ομοίωση είναι
δυνάμει [Σ.τ.μ.: δηλ. δυνατόν νά επιτελεστεί], δηλαδή μπορεί νά πραγματοποιηθεί
μέ τήν ελεύθερη συμμετοχή του άνθρωπου στη θεουργό Χάρη του Θεού. Ό Μέγας
Βασίλειος εξηγεί: «"Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ήμετέραν καί καθ'
όμοίωσίν" τό μέν τη κτίσει έχομεν τό δέ έκ προαιρέσεως κατορθούμεν. Εν τη
πρώτη κατασκευή συνυπάρχει ήμιν το κατ΄ εικόνα γεγένησθαι Θεού έκ προαιρέσεως
ήμίν κατορθούται τό καθ' όμοίωσίν είναι Θεού. Τούτο δέ τό κατά προαίρεσιν,
δυνάμει ήμίν ενυπάρχει· ενεργεία δέ έαυτοίς έπάγομεν. Ει μή προλαβών είπεν ό
Κύριος ποιών ημάς "Ποιήσωμεν και "καθ' όμοίωσίν", εί μη τήν του
γενέσθαι καθ' όμοίωσίν δυνάμιν ήμίν έχαρίσατο, ούκ άν τή εαυτών εξουσία την
προς Θεόν όμοιωσιν έδεξάμεθα. Νύν μέντοι δυνάμει ημάς εποίησεν όμοιωτικούς Θεώ.
Δύναμιν δέ δούς προς τό όμοιούσθαι Θεώ, άφήκεν ημάς έργάτας είναι της προς Θεόν
όμοιώσεως, ίνα ημέτερος ή της εργασίας ό μισθός, ίνα μή ώσπερ εικόνες ώμεν παρά
ζωγράφου γενόμεναι, εική κείμεναι, ίνα μή τά της ημετέρας όμοιώσεως άλλω
έπαινον φέρη. "Οταν γάρ τήν εικόνα ίδης ακριβώς μεμορφωμένην προς τό
πρωτότυπον, ου τήν εικόνα επαινείς, άλλα τόν ζωγράφον θαυμάζεις. Ίνα τοίνυν τό
θαύμα έμόν γένηται καί μή άλλότριον, έμοί κατέλιπε τό καθ' όμοίωσίν Θεού
γενέσθαι. Κατ' εικόνα γάρ έχω τό λογικός είναι, καθ' όμοίωσίν δε γίνομαι έν τώ
Χριστιανός γενέσθαι» (ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ανθρώπου Κατασκευή, 1, 16).
Μέ παρόμοιο τρόπο ό Αγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός εξηγεί τήν
αναγκαιότητα της συμμετοχής του ανθρώπου στήν πρόσκτηση [Σ.τ.μ.: αύξηση της
υπάρχουσας, της αρχικής] της δωρεάς, πού κάνει ό Θεός γράφοντας: «ή ψυχή της άνω δόξης κληρονομήσειεν [...] καί αρετής άθλον,
άλλά μη Θεού δώρον μόνον, έχη τά έλπιζόμενα, καί τούτο δέ ήν άρα της άκρας
άγαθότητος, ποιήσαι τό αγαθόν καί ήμέτερον, ού φύσει μόνον κατασπειρόμενον,
άλλα καί προαιρέσει γεωργούμενον» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ, Λόγος 2, 17).
Οί Πατέρες, πού διακρίνουν τήν εικόνα άπό τήν ομοίωση,
προσαρτούν τίς αρετές στήν ομοίωση, καί θέλουν νά δείξουν μ' αυτό ότι οί αρετές
πρέπει νά αποκαλύπτονται καί νά αναπτύσσονται δυναμικά μέ τήν ενεργό συμμετοχή
καί τή διαρκή συνεργασία του άνθρωπου μέ τή θεουργό Χάρη της Αγίας Τριάδος. Δέ
θά έπρεπε νά αντιστοιχήσουμε ωστόσο στή διάκριση εικόνας - ομοίωσης τή διάκριση
φύσης-«ύπέρ φύσιν», όπου ή ομοίωση θά αποτελούσε τό «υπέρ φύσιν», πού μέ τή
Χάρη του Θεού θά προσετίθετο στή φύση. Μιά φύση, πού θά μπορούσε νά
συλλαμβάνεται νοητικά, ανεξάρτητα άπό τήν ομοίωση καί θά συνιστούσε τήν εικόνα.
Κατά τους Πατέρες όμως, στόν άνθρωπο είναι φυσική όχι μόνο ή εικόνα, άλλα
εξίσου καί ή ομοίωση: έγκειται στήν ίδια τήν ανθρώπινη φύση νά ομοιωθεί προς τό
Θεό, έγκειται σ' αυτή τή φύση τής εικόνας νά επιτύχει τήν τελείωση της μέ τήν
επιτέλεση ομοίωσης. Και το επαναλαμβάνουμε, ό άνθρωπος δημιουργήθηκε
πραγματώνοντας ηδη εκ φύσεως αύτη την ομοίωση δυνάμει τής εικόνας. Η ομοίωση
δέν είναι μιά εξωτερική πρόσθεση ή προσθήκη σέ μία φύση, πού θά μπορούσε νά
υπάρχει φυσιολογικά καί ανεξάρτητα άπό αυτήν (δηλ. την όμοίωση). Ομοίωση είναι
η ανάπτυξη της δεδομένης φύσης μέσα στην είκόνα. Μέσω της εικόνας του Θεού, πού
υπάρχει μέσα του, ό άνθρωπος είναι έκ φύσεως δυνάμει τέλειος, είναι εκ φύσεως
προικισμένος με τήν ικανότητα να πραγματώνει αυτό τό «έν δυνάμει», νά ομοιάσει
στό Θεό. Αυτός άλλωστε είναι ό φυσιολογικός σκοπός της ύπαρξης του, ό
φυσιολογικός προορισμός τής ίδιας του της φύσης. Καί αυτό είναι τό νόημα τών
θείων εντολών: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» (Γέν. 1,28)· «'Έσεσθε μοι άγιοι, οτι έγώ άγιος είμι»· (Λευιτ. 20,26)· «'Έσεσθε ούν ύμείς τέλειοι, ώσπερ ό πατήρ ύμών ό έντοίς
ούρανοίς τέλειος εστίν» (Ματθ. 5,48). Θά μπορούσαμε λοιπόν νά πούμε ύπό δυναμική έννοια,
οτι ό άνθρωπος είναι έκ φύσεως θεόμορφος.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ