Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΕΙΣ ΤΗΝ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ) ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ (3ο ΜΕΡΟΣ)



Δεδομένου ότι εκ φύσεως ό άνθρωπος είναι χριστολογική καί θεοκεντρική ύπαρξη, -κατά την αρχή, κατά τή δομή της ύπαρξης του καί κατά τόν προορισμό του-, μόνο στρεφόμενος προς τό Θεό γίνεται πραγματικά άνθρωπος. Μόνο μέ τήν πλήρη ένωσή του μέ τό Χριστό, ό άνθρωπος μπορεί νά είναι «όντως άνθρωπος» (σύμφωνα μέ τήν έκφραση του άγιου Γρηγορίου Νύσση), -εμείς θά λέγαμε φυσιολογικός άνθρωπος-, καί νά βρίσκεται σέ κατάσταση πλήρους υγείας, όπως γράφει ό άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: «[ή] προς [τόν Χριστόν] άφομοίωσι[ς], ταύτόν [έστιν] ειπείν ύγιεία ψυχής καί τελείωσι[ς]».

Μακριά άπό τό Χριστό, ό άνθρωπος δέν είναι ούτε πραγματικά ούτε πλήρως άνθρωπος αποτελεί μόνο ενα κομμάτι της φύσης του, ανάπηρος καθώς του λείπει ενα τμήμα του εαυτού του, βρίσκεται σέ κατάσταση αλλοτρίωσης, όπως θά δείξουμε στή συνέχεια. Ό άνθρωπος γίνεται όλοκληρωμένος καί τέλειος καί αποδεικνύεται αντίστοιχος μέ τήν αυθεντική του φύση μόνο δταν γίνεται Θεός διά της υιοθεσίας του ώς υιού εν Χριστώ: στό πρόσωπο του Χριστού έχει συντελεστεί ή ένωση της τέλειας ανθρώπινης φύσης μέ τη θεία φύση καί ό όλος άνθρωπος είναι δυνατόν νά γίνει πραγματικότητα μόνο όταν ομοιωθεί προς αυτή. Επαναλαμβάνουμε ότι ό άνθρωπος είναι άνθρωπος διά της θεανθρώπινης φύσης: έάν δέν είναι άνθρωπος -Θεός καθ' ομοίωση του Θεανθρώπου-, δέν εΐναι κάν άνθρωπος· ό άνθρωπος είναι ύπαρξη μή άνθρώπινη, όταν ορίζεται άφεαυτού, ανεξάρτητα άπό τή σχέση του μέ τό Θεό, πού είναι χαραγμένη στην ίδια τή φύση του δέν υπάρχει αμιγής ανθρώπινη φύση: ό άνθρωπος, ή είναι άνθρωπος-θεός ή δέν είναι άνθρωπος.

Συχνά επίσης ή Αγία Γραφή καί ή Ιερά Παράδοση παραβάλλουν τήν κατάσταση του ανθρώπου, πού δέν είναι ακόμη σύμμορφος του Χριστού, πού δέν έχει ακόμη πραγματοποιήσει πλήρως τίς δυνατότητες της φύσης του μέ τήν επιτέλεση της ομοίωσης μέ τό Θεό, μέ τό στάδιο της νηπιότητος. Ή βαθμιαία καί προοδευτική ένωση μέ το Θεό ορίζεται ώς στάδιο τής αύξησης καί ή πραγμάτωση αυτής της ένωσης μέσα στην τελειότητα του παραβάλλεται μέ τό στάδιο της ενηλικίωσης τού ονομάζεται επίσης στάδιο του τετελεσμένου ή του τέλειου ανθρώπου. Κατ' αυτό τόν τρόπο ό απόστολος Παύλος υπενθυμίζει «τήν οίκοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις τήν ενότητα τής πίστεως και τής επιγνώσεως του υιού του Θεού εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι [...] άληθεύοντες έν αγάπη αύξήσωμεν εις αυτόν τά πάντα, ός εστιν ή κεφαλή, ό Χριστός» (Έφεσ. 4,12-15). Καί συμβουλεύει: «Άνδρίζεσθε» (Α' Κορ. 16,13). Χρησιμοποιώντας τήν ίδια εικόνα καί μέ τό ίδιο νόημα, ό άγιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος γράφει: «Καθ' έκάστην αυξάνει τήν πνευματικήν ήλικίαν, καταργών μέν τά του νηπιώδους φρονήματος, προκόπτων δέ έπί τήν άνδρικήν τελειότητα. Διότι καί κατά τό μέτρον τής [πνευματικής] ηλικίας άλλοιούται τάς ψυχικάς δυνάμεις καί ενεργείας καί προς τάς πράξεις των έντολών του Θεού ανδρειότερος καί κραταιότερος γίνεται».




Ό άνθρωπος καλείται νά γίνει τέλειος κατ' εικόνα καί καθ' ομοίωση του Χριστού (Κολ. 1,28. Έβρ. 10,14· 12,2· 12,23. Ίακ. 1,4), «έν Χριστώ» καί «διά Χριστόν» («έσεσθε τέλειοι» Ματθ. 5,48) καί νά γίνει έτσι κοινωνός τής θείας ;ωής (Β' Πέτρ. 1,4). «Ους προέγνω, καί προώρισε συμμόρφους τής εικόνος του υιού αυτού, εις το είναι αυτόν πρωτοτοκον έν πολλοίς άδελφοίς» (Ρωμ. 8,29). Γιά μας, γράφει ό Κλήμης ό Άλεξανδρεύς, [ό Χριστός] «ήμίν εικών [έστιν] ή άκηλίδωτος, τούτο παντί σθένει πειρατέον έξομοιούν τήν ψυχήν». Καί ό άγιος Ειρηναίος αναφέρει ότι «μιμηταί μέν των έργων, ποιηταί δέ των λόγων αύτού γινόμενοι κοινωνίαν εχομεν μετ' αύτού, άπό του τελείου καί πρό πάσης κτίσεως αύξησιν λαμβάνοντες οι νεωστί γεγονότες [Σ.τ.μ.: Έμείς πού μόλις δημιουργηθήκαμε], καί άπό του μόνου καλού καί άγαθού, τήν προς Αυτόν όμοίωσιν». Ό Άγιος Ισαάκ ό Σύρος άπό τήν πλευρά του παρατηρεί ότι «ούτω καί οι πατέρες ημών [...] έποίουν, όταν προς έκείνην τήν τελειότητα καί όμοίωσιν, τήν πλήρη ζωής του Κυρίου Ίησού Χριστού έν έαυτοίς έλάμβανον πάντοτε».


Μέ τήν άσκηση των αρετών ό άνθρωπος αποκτά τήν όμοίωση προς τό Χριστό. 'Εχουμε δεί, ότι άπό τή δημιουργία του ό άνθρωπος είχε στην ίδια τή φύση του όλες τίς αρετές, πρύ συνιστούν τήν εικόνα του Θεού μέσα του· άλλα οι αρετές του δόθηκαν έν σπέρματι καί ήταν ευθύνη του άνθρώπου νά τίς αυξήσει, εως ότου τίς οδηγήσει στην πλήρη ανάπτυξη τους· σ' αυτό άλλωστε συνίσταται ή επιτέλεση τής ομοίωσης. Έν Χριστώ αποκαλύπτονται τό αρχέτυπο, ή ίδια ή αρχή καί τό τέλος τής κάθε αρετής. Οι δεδομένες, στή φύση του άνθρωπου κατά τή δημιουργία του, αρετές καί ανεπτυγμένες μέ τήν ελεύθερη μέθεξη του στή θεουργό χάρη του Θεού, φαίνεται άπό τότε ότι δέν είναι κάτι διαφορετικό άπό τή μετοχή του άνθρωπου στίς αρετές του Χριστού. Αυτό διδάσκει καί ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής: 



«Ει γάρ ουσία τής έν έκάστω αρετής ό εις υπάρχων Λόγος του Θεού μή άμφιβέβληται -ουσία γάρ πασών των αρετών αυτός έστιν ό Κύριος ημών Ίησους Χριστός, ώς γέγραπται: "ός έγενήθη ήμίν σοφία άπό Θεού, δικαιοσύνη τε καί αγιασμός καί άπολύτρωσις" (Α' Κορ. 1,30), απολύτως ταύτα έπ' αύτού λεγόμενα έχων, ώς αύτοσοφία καί δικαιοσύνη καί άγιότης ων, καί ούχ Ός έφ' ημών πρρσδιορισμένως, οίον ώς σσφός άνθρωπος ή δίκαιος άνθρωπος,- πάς δηλονότι άνθρωπος αρετής καθ' εξιν παγίαν μετέχων άναμφηρίστως Θεού μετέχει τής ουσίας τών αρετών, ώς τήν κατά φύσιν σποράν του άγαθού γνησίως κατά προαίρεσιν γεωργήσας καί ταυτόν δείξας τή αρχή τό τέλος καί τήν αρχήν τω τέλει, μάλλον δέ ταυτόν αρχήν ούσαν καί τέλρς, ώς άνόθευτος Θεού τυγχάνων συνήγορος- είπερ παντός πράγματος αρχή καί τέλος ό έπ' αύτώ σκοπός ύπάρχειν πεπίστευται, τήν μέν ώς εκείθεν είληφώς προς τω είναι καί τό κατά μέθεξιν φύσει αγαθόν, τό δέ ώς κατ' αυτήν γνώμη τε καί προαιρέσει τόν έπαινετόν καί προς αυτήν άπλανώς άγοντα έξανύσας δρόμον διά σπουδής, καθ' δν γίνεται Θεός, εκ τοϋ Θεου τό Θεός είναι λαμβάνων, ώς τω κατ' εικόνα φύσει καλώ καί προαιρέσει τήν δι' αρετών προσθείς έξομοίωσιν, διά τής έμφύτου προς τήν ιδίαν αρχήν αναβάσεως τε καί οικειότητος. Καί πληρούται λοιπόν καί έπ' αύτώ τό άποστολικόν ρητόν τό φάσκον: "έν αύτώ γάρ ζώμεν καί κινούμεθα καί έσμέν"» (Πράξ. 17,28) (ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί αποριών, 7, ΡG 91,1081-1084).




Ο Υιός του Θεού, στή δημιουργία καί τή θέωση του ανθρώπου, διαδραματίζει ένα ρόλο ειδικό καί κεντρικό. Τό σχέδιο του Θεού γιά τόν άνθρωπο αποκαλύπτεται καί πραγματοποιείται στον κόσμο ώς το «Μυστήριο τρυ Χριστού» (Έφεσ. 3,4. Κσλ. 1,27· 2,2· 4,3. Α' Τιμ. 3,16). Αλλά στό Μυστήριο του Χριστού αποκαλύπτεται καί πραγματοποιείται τό Μυστήριο τής Τριαδικής Οικονομίας. Ή δημιουργία του άνθρωπου καί ή θέωσή Του φαίνεται ότι είναι τό κοινό έργο τής Αγίας καί Ζωοποιού Τριάδος, τό έργο του εύδοκούντος θελήματος του Πατρός (Έφεσ. 1,5.9. Ματθ. 11,26. Αποκ. 4,11), τό όποιο πραγματώνει ύποστατικώς καί αύτουργικώς ό Υιός (Έβρ. 10,7· Ίωάν. 1,3. 4. 34· 5,30) καί στό οποίο συνεργεί τό Άγιο Πνεύμα, πού ζωοποιεί, αγιοποιεί καί οδηγεί στήν τελειότητα (Γέν. 1,2. Λουκ. 1,35. Πράξ. 2,4-38. Β' Κορ. 13,13. Έφεσ. 1,3-14. Τίτ. 3,4-6. Α' Κορ. 6,11· 12,3-13. Β' Κορ. 3,6). Κάθε θείο πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος λοιπόν συνεισφέρει στην πραγματοποίηση τής θείας Οικονομίας μέ συγκεκριμένο τρόπο. Τό έργο δμως κάθε προσώπου συνδέεται σταθερά μέ τό έργο τών δύο άλλων προσώπων στην πραγματοποίηση του κοινού θελήματος, ένω τό κάθε πρόσωπο συμμετέχει καί συνεργεί κατά τήν υπόσταση του. Οι Πατέρες φρονούν δτι ή δημιουργία του άνθρωπου, (όπως καί αυτή του κόσμου), έχουν ώς πηγή τή μεγάλη προαιώνια Βουλή τής Αγίας καί Όμοουσίου Τριάδος. Οι Πατέρες και ή όλη Παράδοση τής Εκκλησίας βλέπουν στον πληθυντικό αριθμό τής διατύπωσης «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ήμετέραν καί καθ' όμρίωσιν» (Γέν. 1,26) μιά έκφραση του τριαδικού χαρακτήρα τής δημιουργίας του άνθρώπου. Ή Μεγάλη Τριαδική Βουλή θέλησε ό άνθρωπος νά γίνει μέτοχος καί κοινωνός τής αιώνιας καί μακάριας ζωής τής θείας Τριάδος.




Οι Πατέρες επιβεβαιώνουν επίσης ότι ό άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα του Υιού του Θεού-, γιατί όπως λέγει ό άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «ει δέ χρή τι καί ουκ άπιθάνως ειπείν, άναγκαίον ην ημάς μέλλοντας υιούς όνομάζεσθαι Θεού, κατ' εικόνα του Υιού γενέσθαι μάλλον, ίν' ήμίν έμπρέπη καί ό της υιότητος χαρακτήρ». Ό κατ' εικόνα του Υιού του Θεού δημιουργηθείς άνθρωπος είναι στην πραγματικότητα πλασμένος κατ' εικόνα της Αγίας Τριάδος. Συναφώς, γράφει ό άγιος Κύριλλος, ότι «Ούκούν κάν ει γέγονε κατ' εικόνα του Υιού ό άνθρωπος, καί ούτως εστί κατ' εικόνα Θεού· όλης γάρ αύτώ της ομοουσίου Τριάδος οι χαρακτήρες έλλάμπουσιν, άτε δη καί μιας ούσης της κατά φύσιν θεότητος της έν Πατρί καί Υιώ καί Άγίω Πνεύματι». Ό Χριστός «έστιν εικών του Θεού του αοράτου» (Κολοσ. 1,15), τό «άπαύγασμα της δόξης καί χαρακτήρ της υποστάσεως» (Έβρ. 1,3) του Πατρός. Ό Υιός, μέ τη σάρκωση Του οδηγεί στη γνώση του Πατρός (Ματθ. 11,27· Ίωάν. 8,19· 14, 6-7. 9). Ή τέλεια εικόνα του Πατρός εΐναι έν Χριστώ καί προς αυτή ό άνθρωπος προσκαλείται νά γίνει σύμμορφος: «έσεσθε ύμείς τέλειοι, ώσπερ ό πατήρ υμών ό έν τοις ούρανοίς τέλειος έστιν» (Ματθ. 5,48) καί «γίνεσθε οίκτίρμονες, καθώς καί ό πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λουκ. 6,36). Κάθε δωρεά, πού λαμβάνει ό άνθρωπος, κάθε τελειότητα, κάθε αρετή μέ τήν οποία κοινωνεί του Χριστού έχει τήν πηγή της στον Πατέρα: «πάσα δόσις αγαθή καί πάν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον άπό του πατρός τών φώτων» ('Ιακ. 1,17). Ετσι εν Αύτώ, ό Χριστός μας ενώνει μέ τόν Πατέρα. Ό Χριστός μας ενώνει καί μέ τό Άγιο Πνεύμα, γιατί θέλει νά μας εισάγει στους κόλπους της τριαδικής ζωής καλώντας νά είμαστε «θείας φύσεως κοινωνοί» (Β' Πέτρ. 1,4). ΟΙ δέ αρετές, (πού όνομάζονται καί τελειότητες, ενέργειες, χάριτες), διά τών οποίων πραγματοποιείται ή κοινωνία είναι ή δόξα, τό φώς, ή χάρη, οι ενέργειες, οι τελειότητες, τά κοινά ιδιώματα όλων τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος (πρβλ. Β' Κορ. 13,13). Νά λοιπόν γιατί οι Πατέρες μπορούν νά αναφέρουν τά ιδιώματα καί στα τρία Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος: τά αποδίδουν στον Πατέρα, ώς πηγή τους· στον Υιό, ως τό Πρόσωπο, πού τις εκφράζει υποστατικά καί καθιστά κοινωνούς τών αρετών τους ανθρώπους, πού πιστεύουν σ' Αυτόν· στό Άγιο Πνεύμα, ώς τό Πρόσωπο, πού είναι Φορέας καί Δωρητής τών αρετών. 

Οι Πατέρες κάποτε αποκαλούν τίς αρετές φώς ή δόξα του Πατρός, άλλοτε χάρη, φώς ή δόξα του Υιού καί άλλοτε χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τό Άγιο Πνεύμα, ώς Φορέας καί Δωρητής των χαρίτων, των αρετών ή των άκτιστων ενεργειών παίρνει μερικές φορές τό όνομα τών αρετών καί έτσι καλείται: Πνεύμα Χάριτος, Πνεύμα Σοφίας, Πνεύμα Δυνάμεως, Πνεύμα Δόξας, Πνεύμα Γνώσεως, Πνεύμα Φόβου Θεού, Πνεύμα Αληθείας (Ήσ. 42,1-4· 61,1. Ματθ. 12,18. Ίωάν. 14,17· 15,26. Έφεσ. 1,17. Έβρ. 2,4. Γαλ. 5,22· Β' Τιμ. 1.7. Α' Πέτρ. 4,14 κ.λπ.). Ό Προφήτης Ησαΐας καί ή Αποκάλυψη μιλούν γιά τό Άγιο Πνεύμα σέ πληθυντικό αριθμό: «τά επτά πνεύματα του Θεού» (Ήσ. 11, 1-3· Άποκ. 1,4· 3,1 4,5· 5,6), τρόπος πού κατά τους Πατέρες σημαίνει τίς ενέργειες ή τίς χάριτες του Αγίου Πνεύματος. Μπορούμε ισοδύναμα νά μιλήσουμε γιά τό Άγιο Πνεύμα, όπως ό άγιος Μακάριος ό Αιγύπτιος πού αναφέρει ότι ό άνθρωπος πλάσθηκε «κατά τήν "εικόνα" τοϋ Πνεύματος». Ή κατάφαση αυτή συνάπτεται μέ τή διδασκαλία του αγίου Ειρηναίου" καί τών πρώτων Πατέρων, πού βλέπουν τό Άγιο Πνεύμα στην πνοή ζωής, που εμφυσήθηκε στον άνθρωπο κατά τή δημιουργία του (Γέν. 2,7). 

Ή απόδοση τών ιδίων αρετών στον κατά Χριστό άνθρωπο καί στον έν Αγίω Πνεύματι άνθρωπο φανερώνει οτι οι αρετές είναι κοινές ενέργειες τών τριών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος άλλα καί επιπλέον ότι στή δημιουργία καί τή θέωση του άνθρωπου, ό Υιός καί τό Πνεύμα συνεργάζονται στενά στά πλαίσια τής πραγματοποίησης του θελήματος του Πατρός, πού είναι ταυτόχρονα καί θέλημα τους. Ό άγιος Ειρηναίος ονομάζει τόν Υιό καί τό Άγιο Πνεύμα «χείρ[ας] του Πατρός». Κατ' αυτό τόν τρόπο ό άνθρωπος καί όλα τά όντα δημιουργήθηκαν διά του Υιού (Ίωάν. 1,3) έν Αγίω Πνεύματι. Γράφει ό Μέγας Αθανάσιος ότι «ό γάρ Πατήρ διά του Λόγου έν τω Πνεύματι κτίζει τά πάντα, έπεί ένθα ό Λογος, έκεί καί τό Πνεύμα· καί τά διά του Λόγου κτιζόμενα έχει έκ του Πνεύματος παρά του Λόγου τήν του είναι ίσχύν». «Βουλήμάτι μέν του Πατρός» τά κτίσματα [Σ.τ.μ.: Τό σχετικό κείμενο του Μεγάλου Βασιλείου αναφέρεται ειδικότερα στά λειτουργικά πνεύματα, δηλαδή στον αγγελικό κόσμο] «ύπάρχειν, ενεργεία δέ του Υιού εις τό είναι παράγεσθαι, παρουσία δέ του Πνεύματος τελειούσθαι». Κάθε αρετή στον άνθρωπο έχει τήν αναφορά της στον Υιό άλλα ζωοποιείται, αγιάζεται καί τελειούται άπό τό Άγιο Πνεύμα στό όνομα του Πατρός. Ή εικόνα καί ή ομοίωση του Θεού στον άνθρωπο, συνεπώς, είναι θέλημα του Πατρός, πραγματοποιείται διά του Υιού, ολοκληρώνεται έν Αγίω Πνεύματι καί οδηγείται στην τελείωση άπό Αυτό [Σ.τ.μ.: τό Άγιο Πνεύμα]. Τό επιτελούμενο μέ τή Σάρκωση του Χριστού έργο γίνεται τή συνεργία του Αγίου Πνεύματος. Ό Χριστός επιτρέπει στον άνθρωπο, πού στρέφεται προς Αυτόν νά λάβει τό Άγιο Πνεύμα καί τό Πνεύμα ενώνει τόν άνθρωπο μέ τό Χριστό καί δι' Αύτού μέ τόν Πατέρα. Τό Άγιο Πνεύμα μεταδίδει τό πληρωμα τής θεότητας σέ κάθε μέλος του σώματος του Χριστού. Διά του Πνεύματος ό άνθρωπος πραγματώνει έν Χριστώ την προς τόν Θεό ομοίωση, καθώς διά του Πνεύματος κοινωνεί μέ τους άλλους ανθρώπους καί τελοποιεί κάθε δώρημα Κορ. 12,11) καί κάθε αρετή. Ό Μέγας Βασίλειος ονομάζει τό Άγιο Πνεύμα «πηγή άγιασμού». Τό Άγιο Πνεύμα δείχνει στον πιστό «τήν εικόνα του αοράτου» καί «έν τω μακαρίω τής εικόνος θεάματι τό άρρητον όψει του αρχετύπου κάλλους». «Διά τούτου τών προκοπτόντων τελείωσις». Αυτό θεώνει τόν άνθρωπο, τόν καθιστά σύμμορφο του Χριστού καί ό έν Χριστώ άνθρωπος είναι σύμμορφος του Πατρός. Πνεύμα «τελειούν», τό ονομάζει ό Άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός.




Συνεπώς, μόνο έν Αγίω Πνεύματι ό άνθρωπος μπορεί νά πραγματοποιήσει τό Αρχέτυπο τής φύσης του δηλαδή νά ομοιάσει στο Χριστό. Γιά νά κατοικεί ό Χριστός μέσα του, πρέπει καί τό Άγιο Πνεύμα νά κατοικεί μέσα του, δηλαδή νά γίνει ό άνθρωπος πνευματοφόρος. Ή απόκτηση τής όμοίωσης μέ τό Χριστό καί ή απόκτηση του Αγίου Πνεύματος βρίκονται σέ αντιστοιχία καί σέ σχέση αμοιβαίας προϋπόθεσης [Σ.τ.μ.: ή μία αποτελεί προϋπόθεση γιά τήν άλλη καί αντίστροφα]. Ό χριστιανός ζώντας έν Χριστώ λαμβάνει τό Άγιο Πνεύμα, πού πέμπεται άπό τόν Πατέρα έν τώ ονόματι του Υιού (Ίωάν. 14,26). Ζώντας έν Αγίω Πνεύματι ενώνεται μέ τό Χριστό διά τής μετοχής του στίς αρετές του Χριστού, τίς δωρεές του Αγίου Πνεύματος. 


Γιά νά φθάσει ό άνθρωπος στην τελείωση τής ύπαρξής του έν Χριστώ, γιά νά πραγματώνει καθολοκληρία τή φύση του, τής οποίας κανόνας, αρχή καί τέλος είναι ό Χριστός καί γιά νά βρίσκει έτσι τή σωτηρία, τήν αληθινή ζωή καί τήν πλήρη υγεία του, οφείλει νά ζει σύμφωνα μέ τό Άγιο Πνεύμα, νά ζει αγιοπνευματικά. 



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ




Μολδαβία: "Η απολογία της διακοπής του μνημόσυνου στη Θεία Λειτουργία και σε όλες τις άλλες ακολουθίες της Εκκλησίας.."

Τις 20 Φεβρουαρίου 2016, στην επίσημη ιστοσελίδα της Μητρόπολης Μολδαβίας, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με τίτλο «Η δήλωση της κανονικής ανυπακοής» [1], το οποίο αποτελεί απάντηση στη δήλωση, που απεύθυναν στον Σεβασμιώτατο Βλαδίμηρο οι κάτωθι υπογράψαντες κληρικοί της Μητρόπολης Μολδαβίας, όπου ανακοινώσαμε ότι διακόπτουμε το μνημόσυνο στις θείες ακολουθίες του τοπικού επισκόπου, του Μητροπολίτη Κισινέφ και πάσης Μολδαβίας, Βλαδιμήρου, και του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας, κ.κ. Κυρίλλου, λόγω των τελευταίων εκκλησιαστικών γεγονότων, που σχετίζονται με την προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, αλλά και με τη συνάντηση στη Κούβα του Πάπα Ρώμης, Φραγκίσκου, και του Πατριάρχη Μόσχας, κ. Κυρίλλου, και με το κείμενο της κοινής τους δήλωσης.
Εμείς [θέλουμε και] περιμένουμε με ανυπομονησία να μνημονεύσουμε και πάλι τον Ιεράρχη μας και τον Πατριάρχη μας, δεν είμαστε παραβάτες, ούτε θέλουμε το σχίσμα, είμαστε υπέρ της Εκκλησίας και μέσα στην Εκκλησία, αλλά η διακοπή του μνημόσυνου αποτελεί επισήμανση και διαμαρτυρία μας μέσα στην Εκκλησία λόγω του ότι κάτι δεν πάει καλά[2]. Δεν προτιθέμεθα να οργανώσουμε «παράλληλες Συνόδους», αλλά να εφαρμόσουμε τον ιε΄ Κανόνα της Α΄-Β΄ Συνόδου, ακριβώς επειδή θέλουμε να είμαστε πρωτίστως σε πλήρη κοινωνία με την ορθόδοξη πίστη.
Εμείς, οι κάτωθι κληρικοί, υπογράψαντες του παρόντος, τους οποίους αναφέρει το εν λόγω άρθρο, απορρίπτουμε όλες τις κατηγορίες εναντίον μας, ιδιαιτέρως τις κατηγορίες για δημιουργία σχίσματος, διότι αυτές δεν έχουν καμία κανονική βάση. Η ενέργειά μας βασίζεται αυστηρά στη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί σχίσματος και αιρέσεως, η οποία διατυπώνεται από τους Κανόνες ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ της Α΄-Β΄ Συνόδου της Κωνσταντινούπολης το 861. Το β΄ μέρος του ιε΄ Κανόνα, σύμφωνα με την ερμηνεία του Αγίου Ομολογητή Νικοδήμου[3], αποτελεί μια ολοκλήρωση των τριών προηγουμένων κανόνων, διότι θέτει τους κανονικούς όρους της εφαρμογής τους και προσδιορίζει την μοναδική περίπτωση για τη διακοπή του μνημόσυνου του τοπικού ιεράρχη, δηλαδή την διακήρυξη της αίρεση γυμνῇ τῇ κεφαλῇ. Καθώς μας διδάσκει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, η υπακοή και η υποταγή στον ιερέα, στον ιεράρχη ή στην Σύνοδο δεν ισχύουν πλέον όταν πρόκειται για αίρεση: «Εἰ μὲν γὰρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον κἂν ἄγγελο; ᾗ, μὴ πείθου˙ εἰ δὲ ὀρθὰ διδάσκει, μὴ τῷ βίῷ πρόσεχε, ἀλλὰ τοῖς ῥήμασιν» (Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ὁμιλία Β΄ εἰς Β΄ Τιμοθ., PG 62, 610).
Αυτοί οι κανονικοί όροι διατυπώνονται κυρίως στην ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου στον α΄ Κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Εκδίδοντας αυτόν τον όρο, η Σύνοδος του Εφέσου αποβλέπει εκείνο τον νομικό-εκκλησιαστικό κανόνα, βάσει του οποίου η εκκλησιαστική ιεραρχική διοίκηση κατέχει την πλήρη νόμιμη εξουσία μόνο τότε όταν ενεργεί μέσα στα όρια που θέτει ο νόμος και όταν οι διαχειριστές αυτής της εξουσίας υποτάσσονται αυστηρά στους νόμους και στη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας˙ και, αντιθέτως, όταν αυτοί απομακρύνονται από αυτούς τους νόμους και παραβιάζουν τους αυστηρά προσδιορισμένους έννομους όρους, αυτή η [εκκλησιαστική] εξουσία χάνει όλα τα δικαιώματά της. Αν ερμηνεύσουμε στη συνέχεια τους κανόνες της Συνόδου που συγκεντρώθηκε στη Κωνσταντινούπολη το 861, θα καταλάβουμε τι δύναμη είχε πάντοτε στην Εκκλησία αυτός ο κανόνας»[4]. Επομένως, ενεργώντας μέσα στους αυστηρούς όρους του Κανονικού Δικαίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δηλώνουμε ότι η μοναδική αιτία της διακοπής εκ μέρους μας του μνημόσυνου του τοπικού Επισκόπου μας και του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας, κ.κ. Κυρίλλου, είναι η δημόσια και ανοικτή διακήρυξη της αίρεσης εκ μέρους τους.
Παρόλο που στο αναφερθέν άρθρο, το οποίο δημοσιεύτηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της Μητρόπολης Μολδαβίας, υπογραμμίζεται ότι ο Σεβασμιώτατος Βλαδίμηρος «ποτέ δεν προώθησε και δεν διακήρυξε τον οικουμενισμό δημόσια ή υπό άλλη μορφή», διαπιστώνουμε με βαθιά θλίψη και οδύνη ότι αυτός ο ισχυρισμός του δεν αληθεύει, διότι το να υπογράψει κανείς ή να ψηφίσει θετικά, ή το να μην αντισταθεί και να μην δηλώσει δημόσια την αποδοκιμασία του απέναντι σε ένα δημόσιο έγγραφο, το οποίο είναι ανορθόδοξο και έγινε δεκτό από το συνοδικό σώμα της ιεραρχίας στην οποία ανήκει, ταυτίζεται με το να συμφωνεί και ο ίδιος και να διακηρύττει την αίρεση γυμνῇ τῇ κεφαλῇ. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διέκοψε την κοινωνία με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, επειδή αυτός είχε υπογράψει το αιρετικό μονοθελητικό και μονοενεργητικό έγγραφο.
Ούτως, τις 2-3 Φεβρουαρίου 2016, η Ιεραρχία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, με την άμεση συμμετοχή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κισινέφ και πάσης Μολδαβίας, κ.κ. Βλαδιμήρου, έγκρινε τα προκαταρτικά κείμενα για την Αγία και Μεγάλη Πανορθοδόξου Σύνοδο, τα οποία έχει συντάξει η Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του Σαμπεζύ, και συνεδρίασε από τις 21 έως 28 Ιανουαρίου 2016. Ιδιαιτέρως στην γ΄ παράγραφο της «Απόφασης της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας από τις 2-3 Φεβρουαρίου 2016» ισχυρίζεται: «Τα μέλη της Ιεραρχίας ομολογούν ότι στην παρούσα μορφή, τα προκαταρτικά έγγραφα για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δεν παραβιάζουν την αυθεντικότητα της Ορθοδόξου πίστεως και δεν έρχονται σε αντίθεση με την κανονική παράδοση της Εκκλησίας»[5].
Ένα από τα εν λόγω προκαταρτικά κείμενα, με τίτλο «Σχέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», περιέχει μια σειρά εκκλησιαστικών αιρέσεων, λόγων των οποίων καταλήξαμε στη διακοπή μνημόσυνου του τοπικού επισκόπου και του Πατριάρχη Κυρίλλου. Συγκεκριμένα, οι λόγοι διακοπής του μνημόσυνου είναι οι εξής:
[Ο ισχυρισμός περί της] χαμένης ενότητας των χριστιανών
Στη ε΄ παράγραφο του συγκεκριμένου κειμένου γίνεται λόγος για «την αποκατάσταση ενότητας των χριστιανών» και «για την χαμένη ενότητα των χριστιανών»[6]. Όμως, έχοντας υπόψη μας όλα αυτά, αναρωτιόμαστε μαζί με τον Απόστολο Παύλο: «μεμέρισται ὁ Χριστός;» (Α΄Κορ. 1:13). Η χρήση τέτοιων όρων αποτελεί άμεση άρνηση του δόγματος περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, επειδή, σύμφωνα με τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς: «Ο Θεάνθρωπος Χριστός ένωσε στην Εκκλησία Του «τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ» (Εφ. 1:10). Όλα τα μυστήρια του ουρανού και της γης ενώθηκαν σε ένα μοναδικό μυστήριο, σε ένα «μεγάλο μυστήριο», στο υπερ-μυστήριο της Εκκλησίας»[7] και πάλι: «Ο Αληθινός Θεάνθρωπος Χριστός, στην τέλεια πληρότητα της ευαγγελικής του θεανθρώπινη πραγματικότητα, είναι όλος παρών στο θεανθρώπινό Του Σώμα, δηλαδή στην Εκκλησία, τόσο στους καιρούς των Αποστόλους, όσο και σήμερα και στον αιώνα»[8]. Η Εκκλησία είναι Μια, όπως και ο Χριστός είναι Ένας, και η ενότητα των «χριστιανών» εκτός της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι παρά μια ενότητα στην αμαρτία και αίρεση. Το κείμενο της ε΄ παραγράφου δεν ξεκαθαρίζει τι σημαίνει η «ενότητα των χριστιανών», αφήνοντας περιθώριο να ερμηνεύει ο καθένας ό, τι θέλει.
Η αναγνώριση της ύπαρξης άλλων χριστιανικών εκκλησιών
Στη στ΄ παράγραφο, το αναφερθέν έγγραφο ορίζει ότι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽αὐτῆς»[9]. Αν η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μια Εκκλησία, τότε πως μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη «ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν»; Οι θρησκευτικές οργανώσεις στις οποίες αναφέρεται το έγγραφο με τίποτε δεν δύναται να ονομαστούν «εκκλησίες», ιδιαίτερα εφόσον πρόκειται για συνοδικό έγγραφο, το οποίο εγκρίθηκε από μια αρχιερατική σύνοδο. Ζητάμε να διευκρινίσει η Σύνοδος τον όρο «χριστιανικές εκκλησίες» σε σχέση με την «Ορθόδοξη Εκκλησία», επειδή αυτές οι διατυπώσεις είναι αντιφατικές, από την μια αρχίζουμε με την ιδέα ότι η Εκκλησία είναι Μια, και από την άλλη μιλάμε για «χριστιανικές εκκλησίες».
Τι είδος εκκλησιολογίας προκύπτει από εδώ; Εμείς, όμως, μαρτυρούμε μαζί με τον Μέγα Φώτιο ότι «Υπάρχει μόνο μια Εκκλησία του Χριστού, αποστολική και καθολική. Όχι περισσότερες, ούτε δύο. Και οι άλλες είναι συναγωγές των πονηρών και σύνοδος των παραβατών»[10]. Και ο ισχυρισμός ότι υπάρχουν και άλλες χριστιανικές εκκλησίες είναι αντίθετος προς στη θεμελιώδη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι αποτελεί αιρετική εκκλησιολογία. Ακόμα περισσότερο – εφόσον πρόκειται για δημόσια έγγραφα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα οποία ψηφίστηκαν και κατοχυρώθηκαν από τα μέλη της ανωτέρας ιεραρχίας, σε συνοδικό επίπεδο, «ἡ ὁρολογία τῶν ἀποφάσεων πρέπει νά εἶναι αὐστηρῶς θεολογική καί ἐκκλησιολογική. Οἱ ἀποφάσεις πρέπει νά συντονίζωνται στήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν εἶναι συντηρητική, ἀλλά παραδοσιακή, δέν συνιστᾶ μιά ἀδράνεια, ἀλλά μιά κίνηση, μέσα, ὅμως, ἀπό θεολογική καί ἐκκλησιολογική σκέψη. Ἔτσι, στήν συγγραφή τῶν κειμένων θά πρέπει νά συμμετέχουν Ἀρχιερεῖς καί θεολόγοι πού θά ἐπιμεληθοῦν τήν ὁρολογία πού θά χρησιμοποιηθῆ, ὥστε νά μήν ἐκφράζη τήν νεοσχολαστική, ὑπαρξιστική» καί μεταπατερική θεολογία, μὲ διπλή ἔννοια, ποὺ δὲν οριοθετήθηκε ἐννοιολογικὰ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση. «Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἀγωνίσθηκαν μέ σθένος καί, μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χρησιμοποίησαν τήν κατάλληλη ὁρολογία («τῷ βραχεῖ ρήματι καί πολλῇ συνέσει») πού νά ἐκφράζη τήν ὀρθόδοξη πίστη ἀσφαλῶς καί θεοπνεύστως. Ἐπιλογή μιᾶς ἐσφαλμένης ὁρολογίας δημιουργεῖ ἐκτροπή ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή σέ αὐτό καί ἀπαιτοῦνται ἱκανοί Κληρικοί πού θά γνωρίζουν ἐπαρκῶς τήν ἱστορία καί τό περιεχόμενο τῶν ὅρων καί τῶν φράσεων»[11].
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών
Στη συνέχεια, στο κείμενο που αναλύουμε ισχυρίζεται ότι «Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μετέχουν πλήρως καί ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν»[12], το οποίο στην ουσία είναι πηγή εκκλησιαστικών αιρέσεων. Ούτως, στο ιθ΄ άρθρο ισχυρίζεται ότι το καταστατικό της εν λόγω οργάνωσης αποτελεί τη βάση για τη συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησία στο Π.Σ.Ε., καθώς και η Δήλωση του Τορόντο του 1950[13]. Στο πρώτο από αυτά τα έγγραφα, στο καταστατικό του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ορίζεται ότι «διά μέσω του Π.Σ.Ε., οι εκκλησίες προτίθενται […] να διευκολύνουν την κοινή μαρτυρία στο κάθε τόπο και σε όλους τους τόπους και να υποστηρίξουν η μια εκκλησία την άλλη στο έργο τους για ιεραποστολή και ευαγγελισμό»[14]. Όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία, εφόσον είναι η Μια Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί με αιρετικές οργανώσεις σε κοινές δηλώσεις και δεν μπορεί να τους στηρίξει το έργο ιεραποστολής και κηρύγματος ευαγγελίου, διότι αυτές δεν καθοδηγούν τους ανθρώπους στον Χριστό, κατά την μαρτυρία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «καὶ ταῦτα εἰδότες οὔτε ἐν τοῖς κατὰ νόμον ἀλλ' ἐν Χριστῷ τὴν ἁπαντὸς τοῦ κόσμου σωτηρίαν ἴσμεν περαιουμένην, οὐδὲ ταῖς ἀθέοις αἱρέσεσιν ἀπονέμομέν τι πρὸς τὴν ἐλπίδα ἀλλὰ παντελῶς ἔξω τῆς ἐλπίδος τίθεμεν αὐτάς, ἅτε δὴ μηδὲ τὴν βραχυτάτην ἐχούσας Χριστοῦ μετουσίαν»[15].

Και η Δήλωση του Τορόντο (1951), η οποία επισημαίνεται κι αυτή στο κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον χριστιανικό κόσμο», περιέχει τον εξής ισχυρισμό: «Οι Εκκλησίες μέλη αναγνωρίζουν ότι η ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας του Χριστού είναι πιο περιεκτική από την ιδιότητα στο δική της εκκλησιαστικό σώμα [...] Όλες οι χριστιανικές εκκλησίες, περιλαμβανομένης της Εκκλησίας της Ρώμης, θεωρούν ότι δεν υπάρχει μια πλήρης ταυτότητα μεταξύ της ιδιότητας του μέλους της δικής τους εκκλησίας και της ιδιότητας του μέλους της Καθολικής Εκκλησίας. Αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν μέλη της εκκλησίας εκτός των τειχών της [extra muros], ότι αυτοί ανήκουν εξίσου [aliquo modo] στην Εκκλησία ή ακόμα ότι υπάρχει εκκλησία εκτός της εκκλησίας [ecclesia extra ecclesiam][16].

Θεωρούμε ότι αυτές οι αιρέσεις και βλασφημίες δεν είναι συμβιβαστές με την Ορθοδοξία, διότι εμείς ομολογούμε ότι υπάρχει μια πλήρης ταυτότητα μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Εκκλησίας του Χριστού.
Στη συνέχεια, το έγγραφο «Σχέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ισχυρίζεται ότι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία […] ἐκτιμᾶ θετικῶς τά ὑπ᾽ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα» [υπό τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις»][17]. Ένα από αυτά τα θεολογικά κείμενα, το οποία συνάχθηκε στο Λίμα το 1982, με τίτλο «Βάπτισμα, Ευχαριστία και Ιεροσύνη» (Baptism, Eucharist and Ministry), ισχυρίζεται κυρίως ότι «Οι Εκκλησίες πρέπει να αποφεύγουν, λοιπόν, να αποδίδουν άμεσα την ιδιαίτερη μορφή της ιεροσύνης τους στο θέλημα και καθιέρωση του Ιησού Χριστού»[18]. Εμείς ομολογούμε ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι απολύτως ασυμβίβαστός με τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της οποίας η ιεροσύνη πιστεύουμε ότι ιδρύθηκε από την ίδιο τον Ιησού Χριστού.
Συγχρόνως, στο κείμενο που εγκρίθηκε στο Σαμπεσύ ισχυρίζεται ότι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως»[19]. Όμως, απέναντι στο κείμενο «Βάπτισμα, Ευχαριστία και Ιεροσύνη» δεν εκφράζονται τέτοιες επιφυλάξεις, πράγμα που τονίζει και ο Πατριάρχης Μόσχας, Κύριλλος, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω κείμενο είναι το αποτέλεσμα «ορθόδοξης συμμετοχής και μαρτυρία στο Π.Σ.Ε.»[20].
Οι ανωτέρω αποδείξεις, οι οποίες δεν εξαντλούν τη σειρά των αιρέσεων του Π.Σ.Ε., όπου οι Ορθόδοξες Εκκλησίες συμμετέχουν «πλήρως και σε ίσιους όρους», είναι περισσότερο από επαρκείς για να ισχυριστούμε ότι αυτή η οργάνωση, το Π.Σ.Ε., είναι αιρετική. Και όταν η ίδια η συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Π.Σ.Ε. είναι απαράδεκτη, τόσο περισσότερο είναι καταδικαστέα η κατοχύρωση των αξιών αυτής της οργάνωσης στο επίπεδο της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και δύναται να γίνει αποδεκτή από τους ορθοδόξους πιστούς.
Το συνοδικό σύστημα
Στη συνέχεια του κειμένου που εκδόθηκε από τη Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ισχυρίζεται ότι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως»[21]. Το συνοδικό σύστημα είναι πολύ σημαντικό για την Εκκλησία, επειδή αποτελεί έκφραση της Καθολικότητά της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να ονομαστεί «ἁρμόδιος καί ἔσχατος κριτής περί τῶν θεμάτων πίστεως», πράγμα που αποδείχτηκε τόσες φορές στην Ιστορία της Εκκλησίας. Ας υπενθυμίσουμε τουλάχιστον την ληστρική Σύνοδο του Εφέσου το 449, στην οποία συμμετείχαν 600 επίσκοποι και κατοχύρωσε την μονοφυσιτική αίρεση.
Και «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως» αποτελεί αρμοδιότητα της Καθολικότητας της Εκκλησίας, διότι η Εκκλησία «Καθολικὴ μὲν οὖν καλεῖται, διὰ τὸ κατὰ πάσης εἶναι τῆς οἰκουμένης, ἀπὸ περάτων γῆς ἕως περάρων˙ καὶ διὰ τὸ διδάσκειν καθολικῶς καὶ ἀνελλειπῶς ἅπαντα τὰ εἰς γνῶσιν ἀνθρώπων ἔλθεῖν ὀφείλοντα δόγματα, περὶ τε ὁρατῶν καὶ ἀοράτων πραγμάτων, ἐπουρανίων τε καὶ ἐπιγείων˙ καὶ διὰ το πᾶν γένος ἀνθρώπων εἰς εὐσέβειαν ὑποτάσσειν»[22], η οποία πίστη όμως δεν διασφαλίζεται μόνο από το συνοδικό σύστημα - το οποίο δεν δύναται να θεωρηθεί αλάθητος - αλλά διασφαλίζεται από το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Το ίδιο μας λέει και ο Απόστολος Παύλος: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ' ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1: 18-9), ρήματα τα οποία ο Άγιος Θεοφύλακτος της Βουλγαρίας τα ερμηνεύει ως εξής: «Διά μὲν οὖν τοῦς ἀγγέλους ἀναθεματίσαι, πᾶν ἀξίωμα ἐκβάλλει˙ διὰ δὲ τοῦ ἑαυτὸν, πᾶσαν οἰκειότητα. […] Οὐχ ὡς καταγινώσκων δὲ τῶν ἀποστόλων ταῦτά φίσην, άλλὰ βουλόμενος ἀποῤῥάψαι τὰ στόματα τῶν πλάνων, καὶ δείξαι, ὅτι ἀξίωμα οὐ προσιέται, ὅταν ὁ λόγος περὶ δογμάτων ᾖ»[23].
Επομένως, μια σύνοδος είναι η αυθεντική έκφραση της Καθολικότητας της Εκκλησίας μόνο τότε όταν βρίσκεται σε ομοφωνία και ομοφροσύνη με την Αγία Γραφή, τις Αγίες Συνόδους και τους Αγίους Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και όχι αποκλείστηκα διά μέσου της μηχανικής έκφρασης του συνοδικού συστήματος, καθώς ισχυρίζεται και ο Μέγας Βασίλειος: «Ὅτι δεῖ τῶν ἀκροατῶν τῶν πεπεδευμένους τὰς Γραφὰς, δοκιμάζειν τὰ παρὰ τῶν διδασκάλων λεγόμενα˙ καὶ τὰ μὲν σύμφωνα ταῖς Γραφαῖς δέχεσθαι, τὰ δὲ ἀλλότρια ἀποβάλλειν˙ καὶ τοὺς τοιούτοις διδάγμασιν ἐπιμενόντας ἀποστρέφεσθαι σφοδρότερον»[24]. Ο ισχυρισμός του προτεινόμενου κειμένου τείνει να αντικαταστήσει την Καθολικότητα της Εκκλησίας με το συνοδικό σύστημα ως απόλυτο σημείο αναφοράς στα θέματα της πίστεως, πράγμα που είναι αλλότριο για τη διδασκαλία της Εκκλησίας.
Συμπεράσματα
Θεωρούμε την θέσπιση (ακόμα και μέσω του εξής ισχυρισμού: «Τα μέλη της Ιεραρχίας ομολογούν ότι στην παρούσα τους μορφή, τα προκαταρτικά κείμενα για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δεν παραβιάζουν την αυθεντικότητα της ορθοδόξου πίστεως και δεν έρχονται σε αντίθεση με την κανονική παράδοση της Εκκλησίας») του κειμένου «Σχέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ως διακήρυξη της αίρεσης γυμνῇ τῇ κεφαλῇ και νομοθέτηση στο επίπεδο της Τοπικής Συνόδου των ανωτέρω αναφερθέντων αιρετικών διδασκαλιών, πράγμα για το οποίο, ακολουθώντας τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας που διατυπώνεται στον ιε΄ Κανόνα της Α΄-Β΄ Συνόδου από την Κωνσταντινούπολη το 861, καθώς και σε ολόκληρη την Παράδοση της Εκκλησία, στους βίους και τα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διακόπτουμε το μνημόσυνου του τοπικού επισκόπου και του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και πάσης Ρωσίας, οι οποίοι συμμετείχαν και ψήφισαν το εν λόγω έγγραφο, και θα ενεργήσουμε με αυτόν τον τρόπο έως την κατάργηση και καταδίκη των αιρέσεων που διατυπώνονται στο αναφερθέν κείμενο.



[1] www.mitropolia.md, 20.02.2016
[2] Τα σχετικά επιχειρήματα θα παρουσιαστούν στη συνέχεια.
[3] Αγίου Νικοδήμου Μίλα – Правила Святой Православной Церкви с толкованиями Никодима, Епископа Далматинско-Истрийского ( Οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ερμηνεία στον ιε΄ Κανόνα της Α΄-Β΄ Συνόδου της Κωνσταντινούπολη).
[4] Αγίου Νικοδήμου Μίλα – Правила Святой Православной Церкви с толкованиями Никодима, Епископа Далматинско-Истрийского ( Οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ερμηνεία στον α΄ Κανόνα της Γ΄Οικουμενική Σύνοδο).
[5] Постановления Освященного Архиерейского Собора Русской Православной Церкви, γ΄ παράγραφο.
[7] Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Εκκλησιολογικά Κεφάλαια, 34.
[8] Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Εκκλησιολογικά Κεφάλαια, 34.
[10] Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Ἐπιστολή πρὸς τὸν Πάπα Νικόλαο.

[11] Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, «Ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν», Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση 212,  Μάρτιος 2014.

[14]  ”the churches through the Council will […] facilitate common witness in each place and in all places, and support each other in their work for mission and evangelism”, http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/assembly/2013-busan/adopted-documents-statements/wcc-constitution-and-rules
[15] Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, In sanctum pascha (sermo 1), 14, PG 59, 725.
[16]”All the Christian churches, including the Church of Rome, hold that there is no complete identity between the membership of the Church Universal and the membership of their own church. They recognize that there are church members "extra muros", that these belong "aliquo modo" to the Church, or even that there is an "ecclesia extra ecclesiam". This recognition finds expression in the fact that with very few exceptions the Christian churches accept the baptism administered by other churches as valid”, http://www.oikoumene.org/en/resources/documents/central-committee/1950/toronto-statement.
[18] „Baptism, Eucharist, Ministry”, 1982, cap. 3, II.11, apud oikoumene.org
[20] Μητροπολίτης Kiril (Gundeaev) – Православие и экуменизм: Документы и материалы 1902-1998 (Ορθοδοξία  και Οικουμενισμός: Κείμενα και Υλικά 1902-1998), σ. 44.
[22] Κυρίλλου Ἰεροσολύμων, Κατήχησις ΙΗ΄, κεφ. ΚΓ΄, PG 33, 1044A.
[23] Θεοφυλάκτου, Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τὴν Προς Γαλάτας, PG 124, 960-961.
[24] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ἀρχή τῶν ἠθηκῶν, ΟΒ΄, α΄, PG 31, 845D, 848A.





                                                                                                                           ΠΗΓΗ: ''ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ''

Επιστολή γ. Σάββα Λαυριώτη σε όσους διέκοψαν το Μνημόσυνο του Ρώσου Πατριάρχη και επισκόπων της Μολδαβίας


Sf.-Marea-Lavra-300x226.jpg

Σεβαστοί Πατέρες καί ἀδελφοί ἐν Χριστῷ. 
Ἐπληροφορήθημεν ὅτι ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας στήν Σύνοδο πού ἔλαβε χώρα στίς 2-3 Φεβρουαρίου 2016 ψήφισε ὀμόφωνα ὅτι τά προπαρασκευαστικά ἔγγραφα στήν παρούσα μορφή τους γιά τήν ἀγία καί μεγάλη σύνοδο δέν παραβιάζουν τήν αὐθεντικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί δέν ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Μέ ὄλη τήν ταπείνωση καί ἀγάπη καί μέ τόν ζήλον πρός τήν κοινή μας Ὀρθόδοξη Πίστη, εἴμαστε ἐνοχλημένοι ἀπό αὐτήν τήν ἀνακοίνωση τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίαςν ἐπειδή τά προπαρασκευαστικά ἔγγραφα γιά τήν ἀγία καί μεγάλη σύνοδο, πού ὑπογράφηκαν ἀπό προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἔχουν πολλά δογματικά καί κανονικά λάθη. Ἤδη ὑπάρχουν σοβαρές κριτικές γιά αὐτά τά κείμενα ἀπό μεγάλες θεολογικές προσωπικότητες τῆς Ὀρθοδοξίας ὅπως εἶναι ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανά-σιος, Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος Βλάχος, Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Συμεών, Πρωτοπρεσβύτερος καί καθηγητής θεολογίας Θεόδωρος Ζήσης, ὁ καθηγητής Θεολογίας στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ.
Δημήτριος Τσελεγγίδης ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι ἔγκριτοι θεολόγοι, καθηγητές, ἱερεῖς, μοναχοί καί ἁγιορείτες γέροντες. Ἐκτός ἀπό αὐτές τίς φωνές ὑπάρχη καί ἡ ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, πού ἀποσύρει τό ἄρθρο «οἱ σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν ὑπόλοιπο Χριστιανικό Κόσμο» ἀλλά καί ἄλλα ἄρθρα μέσα σέ αὐτά τά κείμενα. Οἱ μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀνησυχοῦν γιά αὐτά τά ἔγγραφα καί πολλοί θά διακόψουν τό μνημόσυνο καί τήν κοινωνία μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, σέ περίπτωση πού αὐτά τά ἔγγραφα θά ἐπισημοποιηθοῦν στήν Ἁγία καί μεγάλη Σύνοδο. Ὅπως γνωρίζεται τό Ἅγιον Ὄρος διέκοψε τό μνημόσυνο τοῦ Πατρί-αρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ἔκανε τήν λεγομένη ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μέ τήν Παπική παρασυναγωγή. Οἱ Μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶτε εἶναι ἀπό κελλιά εἶται ἀπό Μοναστήρια ἤ Σκήτες, ἀνησυχούν καί μόνο μέ τήν ἰδέα μίας μεγάλης καί ἀγίας πανορθοδόξου Συνόδου. Ἐν πρώτοις ἐπειδή αὐτός ὁ ὄρος Ἁγία καί μεγάλη Σύνοδο δέν ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἀλλά ἔχουμε μόνον τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Αὐτή τήν ἁγία καί μεγάλη σύνοδο, τήν τοποθετούν πάνω ἀπό τό Εὐαγγέλιον καί τούς Ἁγίους Πατέρες, τίς Οἰκουμενικές καί τοπικές Συνόδους, καί τό συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ ἀξία τοῦ συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἐκεί ὑπάρχουν ὄλα τά ἀναθέματα γιά τούς αἰρετικούς ὄλων τῶν αἰώνων εἶναι διαχρονική γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μία Σύνοδος πού δέν ἀναγνωρίζει τήν σύνοδο τοῦ Ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου, καί τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, (σύνοδος γιά τήν ἔριδα τῶν ἡσυχαστῶν) ὥς Οἰκουμενικές καί δέν ἀναγνωρίζουν τίς ἐγκυκλίους τῶν ἀνατολικῶν Πατριαρχῶν ἐναντίον τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν μέχρι τόν 19 αἰώνα, δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν ἀξίωση αὐθεντίας στά θέματα τῆς Πίστεως, ὅπως φιλοδοξεῖ αὐτῆ ἡ σύνοδος. Γνωρίζουμε στήν Ἰστορία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὑπήρχαν πολλές ληστρικές Σύνοδοι, πού εἴχαν τήν ἀξίωση νά εἶναι ἀνώτατοι κριτές καί αὐθεντίες στά θέματα πίστεως. Μέ ἄλλα λόγια θέλουν νά ἐφαρμόσουν στήν Ἐκκλησία, ἕνα καινούργιο σύστημα, μεταπατερικό μέ παπική προέλευση, πού ὁ Πάπας ἀντικαθιστάτε ἀπό τήν λεγομένη πανορθόδοξο σύνοδο, προστάζοντας exkathedra στήν Ἐκκλησία, χωρίς νά διαλέγετε μέ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅποιος δέν θά συμφωνεῖ μέ αὐτούς θά εἶναι αὐτόματα καταδικασμένος μέ ἀφορισμό, καθαίρεση καί ἀποκλεισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἡ «Ἐκκλησία» δηλαδή, προσδιορίζεται κατ’ αὐτούς ὡς μία ὀμάδα ἐπισκόπων καί πατριαρχῶν πού ἐν τῇ ἐνότητι αὐτῶν ἔχουν τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀντί νά ὑπάρχει καθολικότητα, θέλουμε μία σύνοδο μέ μαγικές ἰδιότητες, πού μόνον ἐπειδή ὀνομάζεται μεγάλη καί ἁγία, αὐτομάτως θεωρείται καί ἀλάθητη, καθώς καί ὁ πάπας τῆς Ρώμης. Κάθε τόπική ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο, εἶναι Ὀρθόδοξη καί κατανοεῖται ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μόνον ἐάν εἶναι ἐπόμενη τῶν προγενεστέρων ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί τοπικῶν Συνόδων.
Σέ ἄλλο ἄρθρο ἀπό τά προπαρασκευαστικά ἔγγραφα, γίνεται λόγος γιά τήν παρουσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό ΠΣΕ. Ἡ Παρουσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία ὡς μέλος στό λεγόμενο ΠΣΕ εἶναι ἀπαράδεκτη γιά μᾶς, ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατατάσσετε καί θεωρεῖται ὡς μία ἀπό τίς πολλές ὀμάδες τῶν προτεσταντῶν τοῦ ΠΣΕ. Ἀλλά στήν πραγματικότητα μᾶς θεωροῦν κατώτερη ἐκκλησία ἀπό τίς διάφορες προτεσταντικές ὀμολογίες (ἐκκλησίες γιά αὐτούς) ἐπειδή δέν μπορούμε νά καταλάβουμε καί νά δεχθούμε τούς ὀμοφυλοφιλικούς γάμους, καί τίς χειροτονίες τῶν γυναικῶν.
Σέ ἄλλο ἄρθρο γίνεται ἀναφορά γιά τούς μικτούς γάμους. Αὐτοί οἱ γάμοι δέν εἶναι ἀποδεκτοί ἀπό τήν Ἐκκλησία, οἱ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ξεκάθαροι. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἔνωσις σέ κάτι πού δέν ἐνώνεται. Ἄντρας καί γυναίκα πρέπει νά εἶναι Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι. Τό θεμέλιο τοῦ γάμου εἶναι ἡ κοινή πίστη στήν Ἀλήθεια πού διαδίδεται καί στίς ἐπόμενες γενεές.
Ἀπό Ἐκκλησιολογικῆς πλευράς, στό κείμενο ἐπικρατεῖ σύγχυση καί γίνεται φανερή ὅτι ἐπικρατεῖ ὡς ἐν ἐσόπτρῳ ἡ διδασκαλία τῆς Β! Βατικανείου Συνόδου, γιά τό θέμα τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ὅτι ὄλες οἱ Χριστιανικές ὀμολογίες βρίσκονται σέ μία ἀόρατη ἔνωση μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί μέ κάποιο τρόπο «τό ἅγιον Πνεύμα, συμπληρώνει αὐτό πού λείπει σέ αὐτές τίς ὀμολογίες πού Θεωροῦνται «ἐλλειματικές ἐκκλησίες»». Ὅπως λοιπόν ὑποστηρίζουν, ὅλες οἱ χριστιανικές ὀμολογίες πού πιστεύουν στήν Ἁγία Τριάδα, καί στόν Ἰησοῦ Χριστόν ὡς ἐνσαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ, εἶναι μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί
Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Χρησιμοποιούν ὡς ἐπιχείρημα τίς κατ’ οἰκονομία ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού δεχόμαστε κάποιες ὀμάδες αἰρετικῶν στήν Ἐκκλησία μόνον μέ τό Χρίσμα ἤ μόνον μέ τήν ὀμολογία Πίστεως, μετατρέποντας τήν οἰκονομία σέ δόγμα καί ἀκρίβεια, καί συμπεραίνοντας (μεταπατερικά) ὅτι αὐτές οἱ αἰρετικές ὀμάδες πού προέρχονται εἶναι κανονικές Ἐκκλησίες. Στήν Ἐκκλησία ὄμως, ὅταν χρησιμοποίητε ἡ οἰκονομία δέν σημαίνει σέ καμμία περίπτωση πώς αὐτή ἀντικαθιστά καθ’ ὄλα τήν ἀκρίβεια. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τίς αἰρέσεις. Οἱ αἰρέσεις εἶναι τά κλαδιά πού ἀποκόπηκαν ἀπό τήν Ἀμπελλο (Ἐκκλησία), πού ξεραίνονται καί τελικῶς καίγονται μέ τήν ἀποκοπή μέσω τῶν ἀναθεμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ νεοπατερική διδασκαλία εἶναι ἐκκλησιαστική αἴρεση καί πρέπει νά καταδικασθεῖ ἀπό ὀρθόδοξη Σύνοδο.
Αὐτά τά προπαρασκευαστικά ἔγγραφα γιά τήν Ἀγία καί μεγάλη Σύνοδο, δέν ἀλλάζουν τό πασχάλιο, οὔτε τό ἐκκλησιαστικό ἠμερολογιο, οὔτε τίς ὀρθόδοξες νηστεῖες, δέν ἀλλάζουν τίς ἱερές ἀκολουθίες, τήν διδασκαλία γιά τόν Μοναχισμό καί τήν παρθενία, ἀλλά ἀλλάζουν κάτι πιό σημαντικό ἀπό αὐτά. Ἀλλάζει ἡ ἴδια ἡ διδασκαλία τό τί σημαίνει Ἐκκλησία. Διαφθείρουν τό Ἐκκλησιαστικό δόγμα, καί δέν ὑπάρχει τίποτε πιό σοβαρό καί ἐπικίνδυνο ἀπό αὐτό.
Ἀγαπητοί Πατέρες καί ἀδελφοί, ἡ ἐνέργειά σας, νά διακόψετε τό μνημόσυνο τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ρωσίας, καί τῶν ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μολδαβίας εἶναι ἄξια ἐπαίνων. Ἐκπληρώνει τήν ἐντολή τοῦ ἀποστόλου Παῦλου, πού μᾶς ἀναφέρει «καὶ ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ' ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». (Γαλάτας Α’, 8). Δέν κάνατε τίποτε περισσότερο, ἀπό τό νά ἐφαρμόσετε τόν 15ο κανόνα τῆς πρωτοδευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἰς ἔνδειξιν διαμαρτυρίας ἄρχι καιροῦ, ἕως νά ἀποφασισθεῖ σέ σύνοδο ἡ καταδίκη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παύοντας τό μνημόσυνον μόνον μέ τούς ἐπισκόπους που δημόσια κηρύττουν τήν παναίρεση καί ἔχουν τό αὐτό φρόνημα. Καί τό Ἅγιον Ὄρος ὄμως, ἐφάρμοσε τό ἴδιον κατά καιρούς, διά νά προστατευθεῖ ἀπό τούς αἰρετικούς καί τίς αἰρέσεις.
Σᾶς παροτρύνουμε νά ἐντείνετε τόν πνευματικό σας ἀγώνα, ἔχοντας καρδιακό πόνο γιά τά τεκταινόμενα καί τήν μεγάλη ἀποστασία τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου ἀπό τό πραγματικό καί ἀληθινό πνεύμα τοῦ Εὐαγγελίου, πού δυστυχῶς μολύνει πατριάρχες, ἀρχιερεῖς, μοναχούς, ἱερεῖς, μέχρι καί ἀσκητές. Μέ τήν διακοπή μνημοσύνου, βάλατε τόν τύπον ἐπί τῶν ἤλων, γιά νά στρέψετε τήν προσοχή τῶν ἁγίων ἐπισκόπων πρός ἐσᾶς καί ἐν τέλει νά συζητηθεῖ συνοδικῶς ἡ ἀπόσυρσει τῶν μή ὀρθοδόξων κειμένων, καί τῶν ἀναθεματισμό ὄλων τῶν οἰκουμενιστικῶν καί αἰρετικῶν διδασκαλιῶν μέσα στά κείμενα τῆς πανορθοδόξου, πού μέ πονηρό τρόπο διατυπώνονται καί ἔτσι εἶναι δυσδιάκριτα ἀκόμα καί ἀπό θεολόγους. Μέ τήν διακοπή τοῦ μνημοσύνου δέν σημαίνει πώς ἀποκόβεσθαι ἀπό τήν Ἐκκλησίας, ὅτι γίνεσθε σχισματικοί. Οὔτε ὅτι δέν ὑπακούετε σέ αὐτήν, ἀλλά ἀντιθέτως, τώρα βρίσκεσθε σέ τελεία ὑπακοή πρός τήν Μία Ἐκκλησία καί ἐπόμενοι τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού διέκοπταν τό μνημόσυνο Πατριαρχῶν καί Συνόδων, ὅταν αὐτές ἐδίδασκαν ἀλλότρια τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἡ Χάρη τῆς ἱερωσύνης δέν ἀποχωρεῖ μαγικῷ τῶ τρόπῳ ἀπό αὐτούς πού ὀμολογούν ὀρθόδοξα, καί καμμία καθαίρεση δέν εἶναι ἔγκυρη ὅταν ἐσεῖς κατέχετε τήν ἀλήθεια. Παρακαλοῦμε τούς ἅγιους ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας καί ἰδιαίτερα τόν Μακαριώτατο Πατριάρχη Ρωσσίας, νά ἀναιρέσουν ὄλα τά ἀνορθόδοξα κείμενα, καί νά ὀμολογούν Τόν Χριστό, γράφοντας δημόσια τίς θέσεις τους, ὅπως οἱ Μητροπολίτες τῆς Ἐλλάδος καί Κύπρου ἤδη ἔκαναν.
Μέ πολύ πόνο ψυχῆς, προσευχόμαστε ἔνδακρυς στόν Κύριόν μας Ἰησοῦ Χριστόν, πού γιά Αὐτόν ἤρθαμε στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νά νικήσει πάλι ἡ Ὀρθοδοξία, καί νά καταισχυνθούν οἱ αἰρέσεις καί οἱ αἰρετικοί ἀπό ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους.
Μέ ἀγάπη ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γέρων Σάββας Λαυριώτης, Ιερά Μονή Μέγιστης Λαύρας Αγίου Όρους 
Γέρων Γαβριήλ,  Ιερό Κελλί  "Αγ Χριστοδουλο"  Ιερά Μονή  Κουτλουμουσίου, Αγίου Όρους
Μοναχός Δαμιανος, Ιερά Μονή Χιλανδαρίου   fix:+302377-023754 - fax:+302377-023762