Εισήγηση του π. Σαράντη Σαράντου στην ημερίδα για τη Μεγάλη Σύνοδο

φωτογραφία από
 Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό
Τά ἠθικά καί κοινωνικά θέματα τοῦ καταλόγου και ὁ θεσμός τῆς νηστείας.

Τοῦ ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου,
ἐφημερίου τοῦ Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου.

Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς 23ης Μαρτίου 2016 στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας μέ θέμα «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» (Μεγάλη προετοιμασία χωρίς προσδοκίες).
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί ἀδελφοί.
Εἷς ἐκ τῶν ἐλαχιστοτάτων πρεσβυτέρων τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας,
ἐγώ ὁ λίαν ἰσχνόφωνος καί βραδύγλωσσος, καλοῦμαι νά μιλήσω γιά θέματα, τά ὁποῖα πλειάδες θεοφωτίστων ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι μόνο, θεοπνεύστως καί μέ ἀσύλληπτη ἁγιοπνευ­ματική, καί οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν καί μέ ἀφθο­νοῦσαν τήν θύραθεν σοφία ὅρισαν, ὑπεραφθονούσης μάλιστα καί τῆς μακροτάτης καί φιλοστοργοτάτης αὐτῶν ποιμαντικῆς ἐμπειρίας.

Σᾶς παρακαλῶ νά δεχθεῖτε τήν εὐτελέστατη αὐτή προσωπική μου κατάθεση, πού ἐπιτείνει ἡ ὑπόμνηση τοῦ προλόγου τοῦ πρώτου θεολογικοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου λέγοντος:
«Τό περί Θεοῦ λέγειν ἤ φθέγγεσθαι καί τά κατ’ αὐτόν ἐρευνᾶν καί τά ἀνέκφορα ποιεῖν ἔκφορα καί τά πᾶσιν ἀκατάληπτα ὡς καταληπτά ὑπεμφαίνειν τολμηρᾶς ἄν εἴη καί αὐθάδους ψυχῆς ἔνδειγμα.  Καί τοῦτο πάσχουσιν οὐχ ὅσοι ἀφ’ ἑαυτῶν τι λέγειν τολμῶσι μόνον περί Θεοῦ, ἀλλά καί ὅσοι τά πρός αἱρετικούς πάλαι λαληθέντα παρά τῶν θεσπεσίων θεολόγων καί γραφῇ παραδοθέντα ἀποστηθίζουσί τε καί πολυπραγμονοῦσιν, οὐχ ἵνα πνευματικήν τινα ὠφέλειαν καρπώσωνται, ἀλλ’ ἵνα θαυμάζωνται παρά τῶν ἀκουόντων ἐν πότοις καί συνεδρίοις καί θεολόγοι ἐπιφημίζωνται· ὅ καί μᾶλλον λυπεῖ με καί ἐν ἀδημονίᾳ ποιεῖ, ἐννοοῦντα τό φρικτόν τοῦ ἐγχειρήματος καί τό τοῖς τολμητίαις ἀποκείμενον κρῖμα.  Οἷα δέ φασι τῶν θείων κατατολμῶντες!» (Θεολογικός Α΄ καί κατά τῶν τιθεμένων τό πρῶτον ἐπί τοῦ Πατρός).  Μά πῶς τό τολμοῦν λέγει ὁ Ἅγιος Συμεων!
Ἄς ἀναλογισθοῦμε τί θαῦμα ἦταν αὐτό, τό νά καταφθάνουν γιά τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, στή Νίκαια ἀπ’ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου τριακόσιοι δέκα ὀκτώ  ἅγιοι πατέρες, σακάτηδες ἀπό τούς τελευταίους διωγμούς κατά τῶν χριστιανῶν καί νά γίνονται καλοδεχούμενοι ἀπό τόν ἀνώτατο ἄρχοντα τῆς τότε οἰκουμένης, μή βαπτισμένο ἀκόμα, αὐτοκράτορα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μετέπειτα ἅγιο Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἔσκυβε καί ἀσπαζόταν τίς οὐλές καί τά τραύματατῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν.  Μέ τί καρδιά καί μέ τί ψυχή θά ἀνοίξουμε τά πήλινα χείλη μας γιά νά ἐπαναδιαπραγ­ματευτοῦμε τά ὅσα αὐτοί καλῶς ἐδογμάτισαν!  Ἀφ’ ἑτέρου πῶς μποροῦμε νά διαχωρίσουμε τούς ἀνθρώπους σέ ἀρχαίους, σέ συγχρόνους, σέ νεωτερικούς καί μετανεωτερικούς; Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πιστεύει στήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀπό τοῦ πρώτου ζεύγους τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καί μέχρι τῶν ἐσχάτων.  Ὁ Χριστός μας θυσιάστηκε μόνο γιά κάποιους ἀνθρώπους καί ὄχι γιά πάντας τούς κατοικούντας ἐπί τῆς γῆς;

Ἀπό τήν πρώτη ἤδη Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη (21-28 Νοεμβρίου 1976) διαφαίνονται οἱ προθέσεις καί προοπτικές τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας» καί Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, διεκδικούσης τό κῦρος καί τήν ἁγιοπνευστία Οἰκουμενικῆς.
Ἀμέσως μετά, στίς 7 Μαΐου 1977, ὁ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ σήμερον Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπέστειλε ἱκετευτικόν ὑπόμνημα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ σοβαρές παρατηρήσεις, πού δήλωναν τίς προϋποθέσεις συγκλήσεως μιᾶς τοιαύτης Συνόδου.  Δέν φαίνεται νά ἔχουν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ἀπό κανένα ἐκ τῶν ἐμπλεκομένων θεολόγων κατά τίς μεταγενέστερες προσυνοδικές διασκέψεις μέχρι σήμερα.  Τό λυπηρότερο ὅμως εἶναι ὅτι δέν ἔχουν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν οἱ θεοφώτιστες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν Μεγάλων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων  τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.  «Συνοδικῶς», ἑπομένως, πλέον ἑδραιώνεται καί νομιμοποιεῖται ἡ μεταπατερική θεολογία.
Ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων καί ἡ μεθοδολογία τῆς προπαρα­σκευῆς της φανερώνουν ἀντισυνοδικό φρόνημα καί μιά νεοπαπιστι­κή ἐπιβολή μιᾶς οἰκουμενιστικῆς Συνόδου.  Μετά μάλιστα ἀπό τή συνολική εἰκόνα τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου πού ἔχουμε ἀπο­κρυ­σταλλώσει, ἡ προετοιμαζόμενη «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος διαθέτει ὅλα τά χαρακτηριστικά δεινῆς ὁλοκληρωτικῆς παπικῆς Συνόδου, σάν τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἡ ὁποία ἰσχυροποίησε καί ἐπξύξησε τό παπικό πρωτεῖο καί τό παπικό ἀλάθητο.  Ἁπλῆ ἀπομίμηση οὐμανιστικῶν νεοεποχίτικων συνεδρίων ἑτοιμάζεται.
Τό ὅτι ἡ πρώτη ἀλλά καί οἱ πέντε λοιπές προπαρασκευαστικές Προσυνοδικές Διασκέψεις, μέχρι καί τήν τελευταία τῶν Προκαθημένων, ἔχουν σαφέστατα τό χαρακτήρα κοσμικοῦ συνεδρίου καί ὄχι Ὀρθοδόξου Συνόδου, φαίνεται καί ἀπό τόν τεράστιο ἀρχικά ἀριθμό θεμάτων – σαράντα ἀρχικά – τά ὁποῖα κατέληξαν στόν ἀριθμό τῶν δέκα περίπου, ἀσύμβατος ἀριθμός θεμάτων μέ τόν ἀριθμό θεμάτων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.  Ἐκτός καί ἄν οἱ προεδρεύοντες στίς ἐπί μέρους συνεδρίες ἔχουν ἀποφασίσει προσυνοδικῶς τά πολλά ἐπί μέρους θέματα νά τά διεξέλθουν συνοπτικῶς καί ἕνα ἤ δύο ἐξ αὐτῶν νά τά ἀναδείξουν ὡς μείζονος σημασίας, ὅπως εἶναι ἡ σχέση τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας μέ τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό τοῦ ΠΣΕ.  Ἤδη ἔχουν προηγηθεῖ κείμενα διαφόρων «Πατριαρχικῶν» πού θεωροῦν ὡς μία καί ἑνιαία Ἐκκλησία τήν Ὀρθόδοξη, μαζί μέ τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό.  Δεδομένου μάλιστα τοῦ γεγονότος ὅτι ἤδη εἶναι προσκεκλημένοι στήν «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδο παρατηρητές ἑτερόδοξοι, αὐτό σημαίνει, ὅτι ἀνετότατα μπορεῖ νά προσφωνηθοῦν μέ τούς «ἐκκλησιαστικούς» βαθμούς τους καί Συνοδικῶς νά νομιμο­ποιηθοῦν ὡς μέλη καί ὡς βαθμοφόροι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μέ μία εἰκόνα τῆς τηλεοράσεως μέσα ἀπό τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἠρακλείου, ὅπου κατά τή μεγαλώνυμο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς θά παρίστανται ἅπαντες οἱ προσκεκλημένοι αἱρετικοί στήν περίλαμπρη ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, θά σαρωθεῖ ὁλόκληρη ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί θά ἰσοπεδωθοῦν συλλήβδην ἅπαντα τά πιστεύματά μας. Ἡ μέλλουσα «Ἅγία» καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἀδιανόητο νά ἀναμείξει τά ἄμεικτα, δηλαδή τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία μας μέ τήν αἱρετική ἐπίδραση τῶν παπικῶν παρατηρητῶν.  
Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν ἐπινοοῦσε τεχνητῶς, δέν ἐξεύρισκε θέματα, γιά νά συνέλθει καί νά συνεδριάσει σέ συνεδριάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων.  Μόνο γιά ἕνα ἤ δύο ἤ τό πολύ τρία  δογματικά θέματα συνήρχετο.  Θεωροῦσαν μάλιστα ἀπαραί­τητο οἱ Ἅγιοι πατέρες νά εὑρίσκονται παρόντες ἅπαντες οἱ ἐπίσκοποι τῆς Οἰκουμένης, μέ ἴση μάλιστα ψῆφο γιά τόσο σοβαρά θέματα.  Ἡ νοοτροπία αὐτή προῆλθε ἤδη ἀπό τίς Ἀποστολικές Συνόδους ὅπου παρευρίσκονταν ἅπαντες οἱ δώδεκα καί, εἰ δυνατόν, καί οἱ ἑβδομήκοντα καί ἄλλοι ἐκ τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν.  Ἀριστίνδην Οἰκουμενικές Συνόδους δέν εἴχαμε ποτέ.  Τό σημερινό ἐπιχείρημα τῆς πληθώρας τῶν ἐπισκόπων καί τῶν τεραστίων ἀποστάσεων πού πρέπει νά διανύσουν γιά νά συναχθοῦν ἐπί τό αὐτό δέν ἀξίζει νά προσπαθήσουμε νά τό ἀναιρέσουμε λόγῳ τῶν πολλῶν καί συγχρόνων μέσων μεταφορᾶς καί ἐπικοινωνίας. 
Κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καί κατά τούς ἁγίους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων δέν προετοιμάζεται σέ τόσες συνεδρίες προσυνοδικές ἐπί τόσα πολλά χρόνια, ἀλλά προκύπτει ἄμεσα μέ μόνο σκοπό τή σωτηρία καί τήν ἐν Χριστῷ θέωση τοῦ πληρώματος τῶν Ὀρθοδόξων.  Οἱ Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶχαν πάντοτεΧριστολογικό, Σωτηριολογικό καί Ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα.  Τό παμπεριεκτικόν πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ σωτηρία τῆς εἰκόνος Του, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, προκαλοῦσαν τή σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διά τῶν ἁγίων ἐνεργειῶν τῆς Ἐκκλησίας Του καί διά διαταγμάτων τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων.  Φόβος καί τρόμος κατελάμβανε τούς ὑπεύθυνους ἄρχοντες μπροστά στό διασπαστικό μίασμα τῶν αἱρέσεων, τῶν σχισμάτων καί τῶν πολλαπλῶν ἀλλοτριωτικῶν ρηγμάτων. 
Ἡ «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος  πού ἀπό χρόνια προετοιμάζεται δέν ἔχει αὐτό τό χαρακτήρα, γιατί τά ἐνδιαφέροντά της εἶναι κατακερματισμένα σέ ἐπί μέρους ἠθικῆς φύσεως θέματα, μέ στόχο τή διείσδυση καί ἐπικράτηση τῆς κοσμικῆς νεωτερικῆς ἤ μετανεω­τερικῆς ἤ καλύτερα μεταπατερικῆς συγχρόνου νοοτροπίας στή Θεολογία, στήν Παράδοση, στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.  Ἐπιχειρεῖται μάλιστα ὅπως θά δείξουμε κατωτέρω συγκεκριμενοποίηση καί ρύθμιση τῆς «Οἰκονομίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί προσομοίωση τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας πρός τό παπικό, τό ὁποῖο αὐστηρά ὁρίζει καί τήν ἀκρίβεια καί τήν Οἰκονομία.  Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων της τόνιζε πάντοτε τή θεόπνευστη ἀκρίβεια τῶν Κανόνων της, ἐφάρμοζε ὅμως ἀπέραντη καί ἀσύλληπτη Οἰκονομία στά μέλη της πού, ὄντας ἀσθενῆ, τά οἰκονομοῦσε καί τά χριστοοικονομεῖ στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ μακαρία Θεία Κεφαλή τόν θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί μέλη ὅλους μας, δικαίους καί ἐν μετανοίᾳ ἁμαρτωλούς.  Καμία δημαγωγία μετανεωτερική ἤ μεταπατερική δέν μπορεῖ νά φιμώσει τούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας στόν εὐαγγελισμό πάντων τῶν ἐθνῶν στή μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας.  «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Σκηνοθετημένη Σύνοδος δέν μπορεῖ νά στηθεῖ φωνάζει ἀπό τό 1977 ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.  Οὔτε εὐαγγελικό, οὔτε ὀρθόδο­ξο, οὔτε κανονικό, θά ἦταν να ἐπιτραπεῖ σέ ἕνα ἐκ τῶν Πατριαρχείων νά ὁδηγήσει τήν ὀρθοδοξία στό χεῖλος τῆς ἀβύσσου.
Ἐφ’ ὅσον τά μείζονα θέματα α) τῆς ἐκπροσωπήσεως καί β) τῆς θεματολογίας εἶναι ἀντίθετα πρός τήν παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τί νά ποῦμε γιά τά ἐπί μέρους;
Ἄς ἔλθουμε πιό συγκεκριμένα στό βασικό θέμα μας.  Στό θέμα τῆς νηστείας.  Μέσα στόν Παράδεισο ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ συνδημιουργός μέ τόν Θεό Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τελευταῖο δημιουργεῖ ἐκ τοῦ χοός τόν ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ καί ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ τήν Εὔα, κατ’ εἰκόνα Αὐτοῦ.  Μέσα στόν Παράδεισο ζοῦν τόν παρθενικό τρόπο ζωῆς, ἐνῷ παραλλήλως ὁ Θεός τούς εὐλογεῖ ὡς ζεῦγος καί τούς εὔχεται τό «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς».  Συνδέει δέ τήν ἄκρως ἀρχοντική αὐτή εὐλογία Του μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς γεύσεως ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ πονηροῦ.  Εὐλογία συνυφασμένη μέ τή νηστεία καί μέ τήν προοπτική τῆς κατά χάριν θεώσεώς τους.  Χαρισματική καί μακαρία ἡ διαμονή τους μέσα στόν πλούσιο σέ χάρη καί ὡραιότητα Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ἀενάως τροφοδοτούμενοι ἀπό τήν πληρότητα τῆς κοινωνίας τους μέ τό Θεό.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «πλάσας τόν ἄνθρωπον ὁ Θεός εὐθέως καί ἐκ προοιμίων τῷ πρωτοπλάστῳ ταύτην δέδωκεν τήν ἐντολήν.  Καί ἡ ἐντολή ἦταν ἀπαγόρευση ὄχι ἀπό κάτι κακό, ἀφοῦ τό δένδρο τῆς γνώσεως ἦταν ἕνα ἀπό τά καλά λίαν δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ». 
Ὁ Μέγας Βασίλειος στόν Α΄ περί νηστείας λόγο του λέγει: «Ἀρχαῖον δῶρον ἡ νηστεία… καί νόμου πρεσβυτέρα.  Συνηλικιώτης ἐστί τῆς ἀνθρωπότητος… ἐν τῷ Παραδείσῳ ἐνομοθετήθη». Πρῶτο χαρακτηριστικό τοῦ θεοπρεποῦς τρόπου ζωῆς μέσα στόν Παράδεισο ὑπῆρξε ἡ νηστεία πού προσείλκυε τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ κοντά στούς πρωτοπλάστους καί τούς ἀνέπτυσσε τή μακαριότητα καί τήν ὄρεξη νά βρίσκονται ἑκούσια κοντά καί ἄρρηκτα συνδεδεμένοι στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ.  Μακάριοι, μακαριώτατοι ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι γιατί εἶχαν ἐμπειρία τοῦ καλοῦ καί μόνο, χωρίς παράλληλα τή γνώση τοῦ κακοῦ, πού ὡς μεταπτωτικοί ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε χρειάζεται ἡ ἐμπειρία ἤ τουλάχιστον ἡ γνώση τοῦ κακοῦ γιά νά μή παραπλανηθοῦμε περισσότερο.  Ἡ Κυρία Θεοτόκος λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς οὐδέποτε ἡμάρτησε, οὔτε σκιά κακοῦ λογισμοῦ δέν ἐμόλυνε τό νοῦ της.
Στήν Παλαιά Διαθήκη μνημονεύονται δύο περιπτώσεις σαρανταήμερης νηστείας: Ἡ νηστεία τοῦ προφήτη Μωυσῆ πρίν παραλάβει τόν Νόμο (Ἔξοδ. 34,28) καί ἡ νηστεία τοῦ προφήτη Ἠλία στό ὄρος Χωρήβ (Γ΄ Βασιλ. 19,8)
Στή Καινή Διαθήκη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός νηστεύει σαράντα ἡμέρες πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του (Ματθ. 4,1-2).  Ἡ πράξη αὐτή τόν συνδέει μέ τόν Νόμο πού ἐπροσωπεῖ ὁ Μωυσῆς καί μέ τούς Προφῆτες, πού ἐκπροσωπεῖ ὁ Ἠλίας.
Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μνημονεύουν λατρευτικές τελετές, πού περιλαμβάνουν νηστεία καί προσευχή. «Λειτουργούντων δέ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καί νηστευόντων εἶπε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· Ἀφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαῦλον εἰς τό ἔργον ὅ προσκέκλημαι αὐτούς.  Τότε νηστεύσαντες καί προσευξάμενοι καί ἐπιθέντες αὐτοῖς τάς χεῖρας ἀπέλυσαν(Πραξ. 13,1-3)Ἐπίσης «…χειροτονήσαντες δέ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν καί προσευξάμενοι μετά νηστειῶν παρέθεντο αὐτούς τῷ Κυρίῳ» (Πραξ. 14,23).
Ἤδη ἀπό τούς Ἀποστολικούς χρόνους ἡ νηστεία ὡς βασική πνευματική καί σωματική ἄσκηση συνδυαζόμενη μέ τήν ἀνάμνηση τῆς Προδοσίας καί τῆς Σταύρωσης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,  καθιερώνει τήν Τετάρτη καί τήνΠαρασκευή.  Πολύ σύντομα ἀναδύεται ἀπό τά σπλάχνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος ἡ τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χαρισματική μίμηση τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας  τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.  Μεταγενέστερα ἀπό τήν παθοκτόνο ὠφέλεια τοῦ σαρανταημέρου θεσπίστηκε τό  τριήμερο ἀπόλυτης ἀποχῆς ἀπό κάθε τροφή.  Τό ἱερό τριήμερο γενικεύεται ὡς ἐνθουσιαστική σωματοπνευματική θεραπεία ἐφόδου, ἀκόμα καί στίς πολυπληθεῖς ἐνο­ρίες τῶν μεγάλων πόλεων τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου πατρίδος μας.  Κληρικοί μέ τίς οἰκογένειές τους συναμιλλῶνται μετά τῶν τιμίων ἀγωνιστῶν μοναχῶν καί μοναζουσῶν, προσφέροντας αὐτό τό ἰδιάζον εὐλογημένο μικρό μαρτύριο στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.   Τό ἀλάδωτο ὅλης τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς κατορθώνεται ἀφοῦ τοποθετήθηκαν οἱ γερές βάσεις νηστείας καί συμμετοχῆς στίς θεόπνευστες ἱερές Ἀκολουθίες. 
Ἀναλογικῶς καί λίαν ποθητῶς ἀναμένουν οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί ἐν τῷ κόσμῳ τίς ἐξαιρετικές εὐκαιρίες νηστείας τῶν Χριστουγέννων, τῆς Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν, τοῦ θερινοῦ Δεκαπενταυγούστου καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.  Ζηλεύουμε ὄντως ἐμεῖς, ἱερωμένοι ἐν τῷ κόσμῳ, τόν ἱερό ζῆλο οἰκογενειαρχῶν, μητέρων, ἐφήβων καί κορι­τσιῶν, ἀκόμα καί μικρῶν παιδιῶν καί ὑπερηλίκων, πού φιλοτιμοῦ­νται σ’ αὐτές τίς ἅγιες περιόδους καί συναγωνίζονται στόν ἄριστο ἀγώνα τῆς ἁγιωτάτης μητρός Ἐκκλησία μας.  Οἱ πιστοί μας δέν περιμένουν τεκμηριωμένες ὁμιλίες, ἐπιστημονικοῦ ἐπιπέδου γιά νά πεισθοῦν καί νά προετοιμασθοῦν γιά τό ἄθλημα τῆς νηστείας,  ἀλλά εἰσέρχονται στήν ἀρένα μέ τή δύναμη τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τό ὑπέρ πᾶν παράδειγμα θυσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. 
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀρκεῖται στή βεβαιότητα πού ἐκφράζεται μέ τή φράση «Παρελάβομεν ἐκ τῶν Πατέρων».
Εἶναι τόσα πολλά τά κείμενα περί νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, πού ἀναλύουν τίς παθοκτόνες καί σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δέν ἁρμόζει ὁ εὐτελισμός πού ὑφίσταται ἀπό τήν μινιμαλιστική νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιά τόν σύγχρονο κόσμο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μᾶς λέει:
«Νηστεία ἐστί, βία φύσεως καί περιτομή ἡδύτητος λάρυγγος· Πυρώσεως ἐκτομή· πονηρῶν ἐννοιῶν ἐκκοπή· ἐνυπνιασμῶν ἐλευθε­ρία· προσευχῆς καθαρότης· ψυχῆς φωστήρ· νοός φυλακή· πωρώσεως λύσις· κατανύξεως θύρα· στεναγμός ταπεινός· συντριμμός ἱλαρός· πολυλογίας ἀργία· ἡσυχίας ἀφορμή· ὑπακοῆς φύλαξ· ὕπνου κουφισμός· ὑγεία σώματος· ἀπαθείας πρόξενος· ἁμαρτημάτων ἄφεσις· παραδείσου θύρα καί τρυφή·» (Λόγος ΙΔ΄ Περί γαστριμαργίας λα΄ σελ. 191 ἔκδοση Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978).
Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς λέει:
«Ἤ ἀγνοεῖς ὅτι ὥσπερ ἐπί παρατάξεως ἡ τοῦ ἑτέρου συμμαχία ἧτταν ποιεῖ τοῦ ἑτέρου, οὕτως ὁ τῇ σαρκί μεταταξάμενος κατα­δουλοῦται τήν σάρκα; «Ταῦτα γάρ ἀλλήλλοις ἀντίκειται».  Ὥστε εἰ βούλει ἰσχυρόν ποιῆσαι τόν νοῦν, δάμασον τήν σάρκα διά νηστείας.  Τοῦτο γάρ ἐστιν ὅ φησίν ὁ ἀπόστολος· ὅτι «ὅσον ὁ ἔξωθεν ἄνθρωπος διαφθείρεται, τοσοῦτον ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦ­ται».  Καί τό «Ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμί»…
Τίς γάρ ἐν τροφῇ δαψιλεῖ καί τρυφῇ διηνεκεῖ ἐδέξατό τινα κοινωνίαν χαρίσματος πνευματικοῦ;…» (Περί νηστείας Α΄,9 ΕΠΕ τ. 6 σελ. 44-45).
 Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης πάλι:
«Θλῖβε κοιλίαν καί πάντως κλείσεις καί στόμα, νευροῦται γάρ γλῶσσα ὑπό πλήθους ἐδεσμάτων.  Πυκτεύων, πύκτευε αὐτῇ καί νήφων νῆφε δι’ αὐτήν· ἐάν γάρ μικρόν πονήσῃς, εὐθέως καί ὁ Κύριος συνεργεῖ σοι». (Λόγος ΙΔ΄ Περί γαστριμαργίας ιθ΄ σελ. 189)
Ὁ Μέγας Βασίλειος πάλι:
«Καί ἄλλως δέ ἀφορμή εἰς εὐφροσύνην ἐστί τό νηστεύειν.  Ὡς γάρ ἡ δίψα ἡδύ τό ποτόν εὐτρεπίζει, καί λιμός ἡγησάμενος ἡδεῖαν παρασκευάζει τήν τράπεζαν, οὕτω καί τήν τῶν βρωμάτων ἀπόλαυ­σιν νηστεία φαιδρύνει.  Μέσην γάρ ἑαυτήν παρενθεῖσα καί τό συνεχές τῆς τρυφῆς διακόψασα, ποθεινήν σοι τήν μετάληψιν φανῆναι ποιήσει ὥσπερ ἀπόδημον.  Ὥστε εἰ βούλει σεαυτῷ ἐπιθυμητήν κατασκευάσαι τήν τράπεζαν, δέξαι τήν ἐκ τῆς νηστείας μεταβολήν» (Περί νηστείας Α΄, 8, ΕΠΕ τ. 6, σελ. 40).
Καί πάλι στόν ἴδιο λόγο του:
«Ἐκακώθημεν διά τῆς ἁμαρτίας· ἰαθῶμεν διά τῆς μετανοίας· μετάνοια δέ χωρίς νηστείας ἀργή.  «Ἐπικατάρατος ἡ γῆ, ἀκάνθας καί τριβόλους ἀνατελεῖ σοι» (Γεν. 3,17-18).  Στυγνάζειν προσετάχθης, μή γάρ τρυφᾶν.  Διά νηστείας ἀπολόγησαι τῷ Θεῷ.  Ἀλλά καί ἡ ἐν παραδείσῳ διαγωγή, νηστείας ἐστίν εἰκών, οὐ μόνον καθότι τοῖς ἀγγέλοις ὁμοδίαιτος ὤν ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς ὀλιγαρκείας τήν πρός αὐτούς ὁμοίωσιν κατώρθου, ἀλλ’ ὅτι καί ὅσα ὕστερον ἡ ἐπίνοια τῶν ἀνθρώπων ἐξεῦρεν, οὔπω τοῖς ἐν τῷ παραδείσω διαιτωμένοις ἐπενενόητο· οὔπω οἰνοποσίαι, οὔπω ζωοθυσίαι· οὐχ ὅσα τόν νοῦν ἐπιθολοῖ τόν ἀνθρώπινον». (Περί νηστείας Α΄ 3, ΕΠΕ τ. 6, σελ. 28).
Ἐπίσης :
«Νηστεύοντος σεμνόν τό χρῶμα, οὐκ εἰς ἐρύθημα ἀναιδές ἐξανθοῦν, ἀλλ’ ὠχρότητι σώφρονι, κεκοσμημένον· ὀφθαλμός πραΰς, κατεσταλμένον βάδισμα, πρόσωπον σύννουν, ἀκολάστω γέλωτι μή καθυβριζόμενον, συμμετρία λόγου, καθαρότης καρδίας» (Περί νηστείας Α΄ 9, ΕΠΕ τ.6 σελ. 42).
Ἡ πρόταση τῆς Μεγάλης Συνόδου περί νηστείας στίς προσυνοδικές φυσικά δέν θά ἦταν ἀκύρωσή της.  Πλέκεται τό ἐγκώμιό της καί ἡ μεγάλη σημασία της στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.  Ὅμως τό δηλητήριο τῆς ἀλλοτριώσεως βρίσκεται στήν πρόταση γιά ἐξουσιοδότηση στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες νά διευθετήσουν τήν οἰκονομία περί νηστείας οἱ ἴδιες, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων.  «Ἐπαφίεται εἰς τήν πνευματικήν διάκρισιν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τό μέτρον τῆς φιλανθρώπου οἰκονομίας».  Ὡστόσο οὐδέποτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὑπῆρξε ἀφιλάνθρωπος.  Ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς οἰκουμένης τήν Οἰκονομία σέ ὅλο τό μεγαλεῖο της.  Ἄν ἡ «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καί τροφῶν, θά προσομοιάσει πρός τόν παπικό ὁλοκληρωτισμό τοῦ κανονικοῦ δικαίου πού καθορίζει θεσμικά καί ἀσφυκτικά ἀκόμα καί τήν Οἰκονομία.  Ἐκ τῆς ἐμπειρίας μας φρονοῦμε ὅτι δέν χρειάζεται νά γίνει ἐπίσημη σύν­τμηση τῆς περιόδου τῆς Νηστείας τῶν Χριστουγέννων.  Οὔτε ἄλλες προσθῆκες τροφῶν σέ λάδι καί σέ ψάρι.  Ἡ ἄφθονη παπική περιπτωσιολογία μειώνει τό κῦρος τῆς Συνόδου.  Ἐξ ἄλλου,­ τί νόημα ἔχει ἡ καινούργια θεσμοθέτηση τοῦ «συγκεκριμένου» ἐνῷ ὅλες οἱ Ὀρθόδο­ξες Ἐκκλησίες πού διαθέτουν ποίμνιο ἔχουν τήν ἐμπειρία καί τή ἐν Χριστῷ βούληση νά τό οἰκονομοῦν παντοιοτρόπως;
Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας, ὥστε δέν χρειάζεται καμία σύντμηση ἤ προσαρμογή.  Γιαυτό παρακαλοῦμε ἰῶτα ἕν καί μία κεραία νά μή πειραχθεῖ ἀπ’ ὅσα θεοπνεύστως ἔχουν θεσμοθετηθεῖ ἀπό τούς θεοφόρους Ἁγίους Πατέρες μας. Ἐμεῖς, οἱ χάριτι Θεοῦ χειροτονηθέντες ποιμένες, χρειάζεται νά ἀποκτήσουμε περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καί ἀσκητικό φρόνημα, γιά νά καταφέρουμε καί μέ τό παράδειγμά μας καί μέ τόν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατε­ρικῆς γραμματείας νά διδάξουμε διακριτικά τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας.   Ἀλλιῶς θά ἀποδειχθοῦμε κομπλεξικά μειράκια, παρασαλευόμενα ἀπό ὅλους τούς μεταπατερικούς ἀπαξιωτικούς ἀνέμους, τῶν ἀμύθητων θησαυρῶν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, πού ὡς μή μονοφυσιτική φροντίζει γιά ὅλον τόν ἄνθρωπο.  Καί ἡ νηστεία ὅπως εἶναι θεσμοθετημένη θεοπανσόφως βοηθεῖ ἀμεσότατα στήν ἐν Χριστῷ τελείωση ὅλων μας, κλήρου καί λαοῦ, μοναχῶν καί κοσμικῶν.
Μετά ἀπό τό σοβαρό θέμα τῆς νηστείας ἕπονται καί ἐπί μέρους ἠθικά θέματα, ὅπως:
2. Θέματα Βιοηθικῆς
3. Ἡ Κοινωνία ὡς θεολογικό θέμα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας.
4. Μοντερνισμός - ἐκκοσμίκευση.
5. Οἰκολογία.
Τά τέσσερα παραπάνω θέματα δέν ἔχουν περιληφθεῖ σέ κάποιες Μεγάλες Συνόδους.  Τά θέματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἤ ἕνα, τό Χριστολογικό, ἤ δύο, τό Σωτηριολογικό, ἤ τρία, τό Ἐκκλησιολογικό.  Ποιμαντικά βέβαια ὅλοι οἱ ἅγιοι μεγάλοι Πατέρες ἀσχολήθηκαν μέ τά κοινωνικά θέματα, ἡ ρίζα καί ἡ βάση τῶν ὁποίων εἶναι κοινή στούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀνά τήν Οἰκουμένη.
Ὅσον ἀφορᾷ τό ἠθικό θέμα: Ἡ Κοινωνία ὡς θεολογικό θέμα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐννοοῦμε ἄν ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιτρέπεται νά ἐπεμβαίνει δυναμικά στήν πολιτική ἐξουσία καί στό γενικότερο κοσμικό γίγνεσθαι, καί κατά πόσον ἡ πολιτική ἐξουσία μπορεῖ νά ἐμπλέκεται ζωηρά καί ἀποφασιστικά στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.  Οἱ ἅγιοι Πατέρες πάντοτε ἐνδιαφέρονταν γιά τήν ἐν Χριστῷ πνευματική προκοπή ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὕψωναν συχνά τούς τόνους τῆς φωνῆς τους γιά νά ἀφυπνίζονται οἱ ράθυμοι καί γιά νά μετανοοῦν οἱ βουλόμενοι καί καλοπροαίρετοι.  Δέν ἀπουσίαζε καί ὁ δριμύς ἔλεγχος τῶν ἀρχόντων ὅταν κακοποιοῦσαν ὑλικῶς καί ἠθικῶς τό λαό.  Ὑπερβάσεις ἔγιναν κατά καιρούς ἑκατέρωθεν μέσα στό ἱστορικό γίγνεσθαι.  Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὡς ἐπί τό πλεῖστον προσέφερε προσωπική διακονία στόν ἄνθρωπο χωρίς νά κηρύσσει ἱερούς πολέμους ἤ ἱερές ἐξετάσεις.  Τά κόμματα, ἡ διαφθορά, ἡ ἀνηθικότητα, ἡ ἐκκοσμίκευση δέν βρίσκονταν στήν ἡμερήσια διάταξη τῶν ἐνδιαφερόντων της, μολονότι προσπαθοῦσε ἐπηρεάζοντας προσωπικά ἕκαστον ἄνθρωπο, νά διευρύνει τό ἁγιαστικό της ἔργο σέ ὅλο τόν κόσμο.  Γιαυτό καί ποτέ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πάσχισε νά ἐγκαταστήσει ἐγκόσμιο κρατικό μηχανισμό ἐπί γῆς.  Ἡ κοσμική ἐξουσία ὅμως ὄχι σπανίως ἤγειρε διωγμούς κατά τῆς Ἐκκλησίας.  Αὐτή ὅμως ἐξακολουθεῖ νά βροντοφωνάζει ἀγαπᾶτε καί τούς ἐχθρούς ὑμῶν.
Ὅσον ἀφορᾶ στά θέματα βιοηθικῆς καί οἰκολογίας αὐτό πού ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν νά θυμίζει στή κοινωνία τίς δικές της ρίζες, τίς δικές της ἀξίες καί τή δική της θεανθρώπινη πνευματικότητα.  Σ’ αὐτά τά πλαίσια μποροῦν νά διαλέγονται καλοπροαίρετα ἡ Ἐκκλησία μέ τόν κόσμο πρός ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ. 
Εὐτυχήσαμε ἐμεῖς οἱ «μετανεωτερικοί», λαϊκοί καί κληρικοί νά ἔχουμε κοντά μας τούς τρεῖς μεγάλους καί θεοφώτιστους πατέρες, Πορφύριο καί Παΐσιο, ἤδη ἁγιοκαταταχθέντας καί τόν πατέρα Ἰάκωβο, τοῦ ὁποίου ἐπίκειται ἡ ἁγιοκατάταξη.  Μέ τόν πλούσιο φωτισμό τῆς ἀκτίστου ἐν Τριάδι Θείας Χάριτος στήριζαν χιλιάδες ἀνθρώπους σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί μέ τή χαρισματική ἐν Χριστῷ παιδεία τους ἐξυγίαιναν καί τράνωναν κάθε μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί κατ’ ἐπέκταση ὅλη τήν πάσχουσα μεταπτωτική κοινωνία.  Ἡ ἀσύλληπτη ἐν Χριστῷ διάκρισή τους ἀπέφευγε τίς θεαματικές συγκρούσεις ἐναντίων τῶν μή πιστῶν, ἀφοῦ προτεραιότητά τους ἦταν ἡ μόρφωση τοῦ Χριστοῦ στίς ψυχές τῶν «νεωτερικῶν» καί «μετανεωτερικῶν» ἀνθρώπων καί δι’ αὐτῶν μεταμορφουμένων καί θεανθρωποποιουμένων, ἁπλωνόταν ὁ ἁγιασμός καί ἡ χριστοποιητική ἐπίδραση σέ σύμπασα τήν κοινωνία.  Ἡ ἐπίδραση ἐκ τῶν κάτω, τῶν λαϊκῶν στρωμάτων, ἡ ἐν σιωπῇ δράση, ἡ χριστοταπεινή ποιμαντική τῶν ὡς ἄνω ἁγίων, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας μυστικῶς, διαγιγνώσκεται καί στίς ἡμέρες μας.  Ὁ ἑλληνορθόδοξος λαός μας παρά τήν ἀνελέητη πολεμική τῶν ξένων καί ντόπιων κυβερνητῶν μας ἀντιστέκεται καί ὑπομένει καρτερικά μέ τίς εὐχές τῶν ἁγίων καί ἀναμένει τήν ἐπαλήθευση τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὅτι ἡ χριστιανική Ἑλλάδα εἶναι προορισμένη νά εἶναι φάρος καί διδάσκαλος τῆς Οἰκουμένης.
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.  Θά ἔπρεπε νά ἀρχίζαμε τήν εἰσήγησή μας ἀπό τό θέμα τῶν ἑτεροδόξων παρατηρητῶν πού εἶναι προσκεκλημένοι στήν Ἁγία καί Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο.  Ἡ παρουσία αἱρετικῶν παρατηρητῶν ἤ ἑτεροδοξων παπικῶν ἤ τοῦ ΠΣΕ, αὐτομάτως ἀκυρώνει τήν ἁγιότητά της, γιατί οὐδέποτε στήν ἱστορία τῶν ἁγίων καί Μεγάλων Συνόδων δέν ὑπῆρχαν παρατηρητές.  Ἀλλά καί ἄν ὑπῆρχαν, ἡ παρουσία τους ἦταν a priori ὁριοθετημένη ὡς αἱρετικῶν, κατά τῆς πλάνης τῶν ὁποίων ἐπιχει­ρη­ματολογοῦσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μέ σκοπό νά ἐπιστρέψουν οἱ πλανηθέντες αἱρετικοί ἐκ τῆς πλάνης πρός τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.  Σήμερα πρυτανεύει ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.  Οἱ προσκεκλημένοι παρατηρητές δέν θά παρίστανται ὡς αἱρετικοί ἀλλά ὡς ἰσότιμα μέλη, τά ὁποῖα  ἀνήκουν σέ ἄλλο κλάδο τοῦ ἑνιαίου κορμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.  Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας, τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά πρέπει νά προσέξουν πολύ καλά πῶς θά προσφωνηθοῦν οἱ αἱρετικοί ἑτερόδοξοι παρατηρητές.  Μέ ποιό τρόπο καί μέ ποιό χαιρετισμό;  Μέ ποιό κείμενο;  Μέ ποιό τρόπο θά ἀπαντήσουν οἱ παρατηρητές;  Μέ εἰσήγηση ἤ μέ παπική ἄνωθεν φιλόφρονα ἐπιστολή τοῦ «Ἁγίου Πατέρα»;  Ὅπως πάντως καί ἄν φραστικά προσφωνηθοῦν, ὅπως πάντως καί ἄν ἀπαντήσουν οἱ παρατηρητές, τό Ὀρθόδοξο κείμενο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν θά πρέπει νά ἐπιτρέψει νά ἐπικυρω­θεῖ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία  τῶν κλάδων τοῦ κ. Βαρθολομαίου, ἀλλά μέ ἁγιοπνευματική νοοτροπία καί σαφέστατη Ὀρθόδοξη φρασεολογία ἤ ὁρολογία νά μή ἀναμιχθοῦν τά ἄμικτα, ὥστε νά μή διατυμπανισθεῖ ἀπό τά ΜΜΕ ὅτι ἐπί τέλους φθάσαμε νά εἶναι ὅλοι οἱ χριστιανοί ἑνωμένοι καί νά συναποτελοῦν τό ἑνιαῖο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.  Μή ξεχνᾶμε τόν ἔνθεο Τιτάνα τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἱερό Φώτιο, πού ἔλεγε καλύτερα χωρισμένοι ἀπ’ αὐτούς καί μαζί μέ τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ, παρά ἑνωμένοι μέ τό πηχτό σκότος τῆς Δυτικῆς αἱρέσεως.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς στό ἱκετευτικό ὑπόμνημά του τό 1977 πρός τήν Ἱ.Σύνοδο τῆς Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἐκφράζει τό φόβο, μήπως ἡ μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος ὁδηγήσει τήν ὀρθό­δοξη Ἐκκλησία μας σέ μιά νέα Φλωρεντιανή περιπέτεια.  Μή γένοιτο, μή γένοιτο, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος! 
Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας ἄς μή μᾶς προδώσουν καί ἄς μή μᾶς ἀφήσουν, κληρικούς καί λαϊκούς, στά στόματα τῶν λύκων  τῆς ἀρειανικῆς παναιρέσεως τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ νεοταξικοῦ παπισμοῦ καί τοῦ πανθρησκειακοῦ χαώδους προτεσταντισμοῦ τοῦ ΠΣΕ.  Εὐλαβῶς καί ἱκετευτικῶς ἀσπαζόμαστε τούς τιμίους πόδας τῶν Σεβασμιωτάτων ἀρχιερέων μας καί τούς παρακαλοῦμε νά ἵστανται ἄγρυπνοι φρουροί τῆς μοναδικῆς ἁγιωτάτης ὀρθοδόξου ἀληθείας καί πίστεως γιά νά μποροῦμε ὅλοι μας, ὅλο τό ἱερό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νά χριστοκαταξιώνουμε τήν καθημερινότητά μας καί νά βηματίζουμε σταθερά πρός τήν θριαμβεύουσα Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Οἱ πολιτικοί μας μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς, οἱ πνευματικοί Πατέρες μας, οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἄς μᾶς κρατήσουν στήν θειότατη ἄβυσσο τοῦ ἐν Τριάδι ἐλέους.
Κλείνοντας ταπεινῶς φρονοῦμε τά κάτωθι.
Μακάρι νά δώσει ὁ ἐν Τριάδι Θεός νά μή συρθοῦμε  σέ τετελεσμένα γεγονότα, σέ συγχρωτισμούς καί ἐναγκαλισμούς μέ ὅλα τά εἴδη τῶν αἱρετικῶν.
Οἱ Σεπτοί Μητροπολῖτες μας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχουν, δόξα τῷ Θεῷ, τό χρόνο νά ζητήσουν νά εἶναι ἅπαντες παρόντες ὡς ἔχοντες τό ἀρχαιότερο Ὀρθόδοξο ποίμνιο.
Ἀκούστηκε ὅτι, ὅταν ὁ Μακαριώτατος πληροφορήθηκε τήν παρουσία τῶν παρατηρητῶν,  δυσανασχέτησε.  Δέν μπορεῖ νά ὁριοθετηθεῖ διαφορετικά ἡ συμπεριφορά μας ἔναντι αὐτῶν καί ἡ δική τους ἔναντι ἡμῶν;  Τό βέβαιο εἶναι ὅτι,  ὅπως ἔχουν προγραμματισθεῖ τά τῆς Συνόδου, οἱ ἐναγκαλισμοί, τά χαμόγελα καί οἱ ἀγαπολογίες θά ἐντυπωσιάσουν πάντας ἀνά τήν οἰκουμένη.
Ἄν οἱ Σεβασμιώτατοί μας ὑποκύψουν καί ὑπογράψουν μέ τήν τιμία χείρα τους προσφορά ἐκκλησιαστικότητας στούς παναιρετικούς, πῶς θά ἀσπαζόμαστε τό χέρι τους;  Πῶς θά μνημονεύουμε τό ὄνομά τους;
Μακάρι ποτέ νά μήν πραγματοποιηθεῖ μιά τέτοια Σύνοδος.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ










ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Ιακώβου Κουτλάκη εκ Πάτμου αποφοίτου Π.Ε.Σ. στην Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα με θέμα "ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΆΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ" -ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ-

Καλωσορίζουμε
 ἕνα νέο ἀντιοικουμενιστικό ἱστολόγιο!





ΠΗΓΗ: http://www.oikoymoikon.blogspot.gr/



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ










Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΚΑΛΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ!

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ'': ΕΒΓΑΛΑΝ ΤΟ ΤΑΛΑΙΠΩΡΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΑ ΚΑΝΑΛΙΑ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΟΠΩΣ ΕΙΔΑΜΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΙ!

ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΠΑΡΕΛΑΣΕ ΜΕ….ΜΑΝΤΗΛΑ(!) ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ!! (ΒΙΝΤΕΟ)



Εισήγηση Πρωτοπρ. Θεόδωρου Ζήση, στην ημερίδα για τη Μεγάλη Σύνοδο


 «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»
Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες
Ἐπιστημονική Θεολογική Ἡμερίδα. Πειραιᾶς, Τετάρτη, 9 Μαρτίου 2016,
Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, Αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη»

                                                         Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.

ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
   
Γιατί ἀπέσυρε τὸ φλέγον θέμα ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος;


1. Ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ τοῦ 1924 διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα καὶ προκάλεσε διαιρέσεις

Ἕνα ἀπὸ τὰ φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ ἀντιμετωπίσει μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἦτο καὶ τὸ θέμα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης, τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου, τὴν ὁποία, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς, ἐπέβαλαν ἀπὸ τὸ 1924 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τὴν μεταρρύθμιση δέχθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες ᾽Εκκλησίες ἀντέδρασαν καὶ τὴν ἀπέρριψαν, ὅπως τὰ τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, οἱ λοιπὲς Ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἡ ἀντισυνοδική, ἀντικανονικὴ καὶ ἀναμφιβόλως λανθασμένη αὐτὴ ἐνέργεια, ποὺ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ καμμία ποιμαντικὴ ἀναγκαιότητα, ἐτραυμάτισε τὴν ἑνότητα τῆς ᾽Εκκλησίας ἑορτολογικὰ καὶ λειτουργικά, ἡ ὁποία ἑνότητα ἐπὶ δεκαέξι αἰῶνες, ἀπὸ τὴν Α´ δηλαδὴ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325), ποὺ καθόρισε τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, παρέμενε ἀδιατάρακτη.
Ἡ ἑνότητα τραυματίσθηκε σὲ δύο ἐπίπεδα. Στὸ ἐπίπεδο ἐν πρώτοις τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν ἀποδέχθηκαν τὴν μεταρρύθμιση καὶ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νὰ ἑορτάζουν τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων κατὰ τὸ παραδεδομένο Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ χαρακτηρίζεται τώρα ὡς Παλαιό. Ἄλλες ἐκκλησίες προσχώρησαν σταδιακὰ στὴν μεταρρύθμιση καὶ ἀποδέχθηκαν τὸ ἀποκληθὲν Νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο μερικοὶ ἀποκαλοῦν «διορθωμένο» Ἰουλιανό, ἐνῶ οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ, ὁ ὁποῖος τὸ 1582 ἔκανε τὴν ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὴν Δύση, ὅπου καὶ ἐκεῖ στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις, σιγά-σιγὰ ὅμως υἱοθετήθηκε ἀπὸ ὅλους καὶ ἰσχύει μέχρι σήμερα ὡς κοινὸ Εὐρωπαϊκὸ Ἡμερολόγιο.
Ἡ μεταξὺ τῶν δύο ἡμερολογίων χρονικὴ διαφορὰ τῶν 13 ἡμερῶν, γιὰ τὴν διόρθωση τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ ἡ ἀλλαγή, συντελεῖ τώρα, ὥστε σὲ μεγαλύτερη ἔκταση νὰ ἔχουμε διάσπαση τῆς ἑορτολογικῆς ἑνότητας ἀπὸ τὴν πρὸ τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περίοδο, διότι τότε ὑπῆρχε ἡ διαφορὰ στὸν ἑορτασμὸ μόνον τοῦ Πάσχα, ἐνῶ τώρα ἡ διαφορὰ περιλαμβάνει ὅλες τὶς ἑορτές, Δεσποτικὲς, Θεομητορικὲς καὶ μνῆμες Ἁγίων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο βασικοὺς λόγους ποὺ συνεκλήθη ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἦταν νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα καὶ νὰ προσδιορίσει καὶ τὸν χρόνο ἑορτασμοῦ του μὲ ἀστρονομικὰ δεδομένα (ἐαρινὴ ἰσημερία, πανσέληνος), ὥστε νὰ μὴ συμπίπτει ὁ ἑορτασμός του μὲ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δυσκόλεψε τοὺς μεταρρυθμιστὰς νὰ προχωρήσουν καὶ στὴν ἀλλαγὴ τοῦ Πασχαλίου, διότι θὰ ἀνέτρεπαν ἐμφανῶς κανόνες καὶ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι᾽ αὐτὸ ἄφησαν ἄθικτο τὸ Πάσχα, νὰ ἑορτάζεται κατὰ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα ἀπὸ κοινοῦ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, γιατὶ δὲν ἐθίγη ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα. Ἔτσι ὅμως ἔχουμε πολλὲς παραδοξότητες· υἱοθετήσαμε τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὸ Παλαιὸ στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Γιορτάζουμε ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπὸ κοινοῦ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ χωριστά, μὲ διαφορὰ δεκατριῶν ἡμερῶν τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ ὅλες τὶς μνῆμες Ἁγίων, ὅλες δηλαδὴ τὶς ἀκίνητες ἑορτὲς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἔτους. Καὶ αὐτὸ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἑνότητα στὴ λατρεία, μαζὶ μὲ τὴν ἑνότητα στὴν πίστη καὶ στὴν διοίκηση.
Περισσότερο ἐπώδυνη εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο. Ἐπειδὴ ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ ποιμαντικὴ ἀνάγκη, δὲν προῆλθε δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ ἐπεβλήθη ἐκ τῶν ἄνω, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἐξωεκκλησιαστικὲς σκοπιμότητες, ὑπῆρξε σφοδρὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ ἀντίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, πολλῶν ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν μὲ συνέπεια νὰ δημιουργηθοῦν διαιρέσεις καὶ διαστάσεις μεταξὺ ἐπισκόπων καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μεταξὺ ἱερέων καὶ ἐπισκόπων, μοναστηριῶν καὶ ἐπισκόπων, μεταξὺ ἱερέων καὶ λαϊκῶν σὲ ἐπίπεδο ἐνορίας, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ἰδίας τῆς οἰκογενείας. Ποιός βάσκανος νοῦς σοφίσθηκε αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ καὶ κατέστρεψε σὲ μεγάλη ἔκταση τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ τοπικὸ καὶ σὲ ὑπερτοπικὸ ἐπίπεδο; Ἡ Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποκατέστησε τὴν ἑνότητα μὲ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ τώρα γιατί κάποιοι κατέστρεψαν ἀντισυνοδικὰ καὶ ἀντικανονικὰ σὲ μεγαλύτερη ἔκταση αὐτὴ τὴν ἑνότητα; Δὲν θὰ ὑπάρξει κάποια ἄλλη Σύνοδος ποὺ θὰ ἐπαναφέρει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη, θὰ θεραπεύσει τὰ τραύματα ποὺ προκάλεσε ἡ μονομερής, ἀντισυνοδική, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1924; Κοντεύει νὰ συμπληρωθεῖ ἕνας αἰώνας καὶ τὸ τραῦμα στὴν ἑνότητα παραμένει. Φροντίζουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες, χωρὶς νὰ ἀποκηρύξουν τὶς αἱρέσεις τους, καὶ μένουμε χωρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε καμμία διαφορὰ σὲ θέματα πίστεως.

2. Ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση τοῦ 1904: Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀλλάξει τὸ Ἡμερολόγιο. «Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»

Εἶναι πολὺ πικρὴ ἱστορία τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης καὶ -χουν γραφῆ γι᾽ αὐτὴν πλῆθος πολὺ ἄρθρων καὶ βιβλίων, μὲ ἀλληλοσυγ-κρουόμενη καὶ ἀλληλοαναιρούμενη ἐπιχειρηματολογία, ὥστε νὰ φαίνεται δύσκολο κατ᾽ ἀρχὴν νὰ βγάλει κανεὶς ἄκρη γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται τὸ δίκαιο. Πολὺ ἁπλᾶ καὶ σύντομα ἡ πορεία τοῦ πράγματος κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα ἔχει ὡς ἑξῆς:
Σὲ ἐπιστημονικοὺς κύκλους στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σὲ δυτικίζοντες καὶ ἐκκοσμικευμένους κύκλους ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἄρχισε νὰ συζητεῖται τὸ θέμα περὶ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, χωρὶς καμμία εὐρύτερη ἀπήχηση στὸ σύνολο τοῦ κλήρου καὶ στοὺς λαϊκούς. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε ἐπισήμως τὸ θέμα ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´ στὴν γνωστὴ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1902, πρὸς τοὺς προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ ἐγκύκλιο ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀλλάξει τὴν αὐστηρὴ παραδοσιακὴ θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι στοὺς ἀπεσχισμένους Χριστιανοὺς τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία πάντως δὲν πέρασε πανορθοδόξως μέχρι σήμερα· ἐπιχειρεῖται τώρα μὲ τὴν ἐγγίζουσα Σύνοδο τῆς Κρήτης καὶ μὲ ἀνατροπὴ βέβαια τῆς προηγουμένης συνοδικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ ἐγκύκλιος φαίνεται νὰ τηρεῖ ἴσες ἀποστάσεις ἀπέναντι τῶν δύο πλευρῶν, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ αὐτῶν ποὺ ἀντιτίθενται σ᾽ αὐτή, καταλήγει ὅμως μὲ τὴν σωστὴ ἐπισήμανση ὅτι ὁποιαδήποτε ἀπόφαση πρέπει νὰ εἶναι κοινὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων· «διαμείψασθαι πρὸς ἀλλήλας τὰς ἁγίας ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας σχετικὰς ἀνακοινώσεις, ἵνα καὶ περὶ τούτου διαμορφωθῆ κοινὸν ἐν αὐταῖς φρόνημα, μία δὲ γνώμη καὶ ἀπόφασις τῆς καθόλου ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[1]. Ἡ οὐδέτερη στάση τῆς ἐγκυκλίου δὲν ἀπαλλάσει τῆς εὐθύνης οὔτε τὸν πατριάρχη, οὔτε τοὺς συνοδικούς, διότι προέβαλαν πρὸς συζήτηση καὶ ἐπίλυση ἕνα θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε καμμία ποιμαντικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἄλλες σκοπιμότητες, πολιτικές, οἰκονομικές, διαχριστιανικές, ἄνωθεν ἐπιβαλλόμενες. Αὐτὸ προκύπτει ὁλοφάνερα ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶναι στὸ σύνολό τους αὐστηρὰ ἀρνητικές. Μνημονεύουμε τὴν κατακλεῖδα τῆς ἐπὶ τοῦ σχετικοῦ θέματος ἀπαντήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ἐπισημαίνει τὶς διαιρέσεις καὶ τὴν ἀταξία ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προκληθοῦν, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη: «Ἡ τοιαύτη γὰρ μεταβολή, ὡς διασαλεύουσα τὴν ἀνέκαθεν καὶ πολλάκις καθαγιασθεῖσαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τάξιν, συνεπήγετο ἂν ἀναμφιβόλως διασαλεύσεις τινὰς καὶ ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ βίῳ, ἐνῷ ἐν τῇ προκειμένῃ περιπτώσει τοιαῦται διασαλεύσεις οὐδεμίαν ἑαυταῖς εὑρίσκουσιν ἐπαρκῆ δικαιολογίαν οὔτε ἐν τῇ ἀποκλειστικῇ ὀρθότητι τῆς προτεινομένης μεταρρυθμίσεως οὔτε ἐν ὡριμασάσῃ τινι ἐκκλησιαστικῇ ἀνάγκῃ»[2]. Στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς ἁγίας Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας φρονεῖ καὶ ἐξαιτεῖται ἵνα μένωμεν εἰς ἅπερ εὑρισκόμεθα σήμερον· ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θίξωμεν τὰς κανονικὰς διατάξεις, ἐὰν ἠθέλομεν σκεφθῇ περὶ μεταβολῆς τινος ἢ μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μεθ᾽ οὗ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῆ ἀπὸ τοσούτου χρόνου ἢ καὶ νὰ μὴ αἰσθανθῇ στενοχωρίαν. Ἐκτὸς τούτου οὔτε διὰ τοῦ δακτύλου δὲν ἐπιτρέπεται ἡμῖν νὰ θίξωμεν τὰς ἀπηρχαιωμένας ἀποφάσεις, αἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν ἡμετέραν ἐκκλησιαστικὴν δόξαν»[3].
Εἶναι πάντως πρὸς τιμὴν καὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ὅτι, μετὰ τὶς ἀρνητικὲς ἀπαντήσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὄχι μόνον ἔκλεισαν τὸ θέμα, ἀλλὰ καὶ ἐκτιμοῦν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου: «Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Πόσο θὰ εὐχόμασταν ἡ ἴδια στάση νὰ ἐτηρεῖτο ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο σήμερα καὶ στὸ θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχει συνεχὴς καὶ μεγάλη ἀντίδραση πολλῶν ἐκκλησιῶν, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες καλῶς ἔπραξαν καὶ ἀποχώρησαν, ἄλλες δὲ τὸ εἶχαν ἀποφασίσει καὶ ἀνέστειλαν τὴν ἀποχώρηση μετὰ ἀπὸ πιέσεις καὶ ἀπειλές! Καμμία ἀπειλὴ οὔτε πίεση τότε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διασπασθεῖ ἡ ἑνότητα σύμπλευση πρὸς τοὺς διαφωνοῦντες. Γράφει ὡς ἀνταπάντηση πρὸς τὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τὸ 1904 διὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως: «Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον... ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»[4].
Εἶναι λοιπό, σεβαστὸ καὶ ἑδραῖο, δηλαδὴ ἀμετακίνητο, (αἰδέσιμον καὶ ἔμπεδον) τὸ Πάτριο παραδεδομένο Ἡμερολόγιο καὶ εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ καὶ καινοτομία: «Ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Οὐσιαστικῶς πρόκειται γιὰ πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ συμφωνοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, εἶναι σύμψηφες, ὡς πρὸς τὸ ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση. Δὲν ἐχρειάζετο τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ τηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση, καὶ νὰ κλείσει τὸ θέμα, ὁπότε θὰ ἀποφεύγονταν ὅλες οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ τραύματα στὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία ἔβγαινε ἀλώβητη ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τοῦ Πονηροῦ.

3. Μονομερής, ἀντισυνοδικὴ καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια τοῦ πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου

Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν κράτησε γιὰ πολύ, διότι τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀναστάτωσε καὶ ἀνατάραξε μία πολυτάλαντη, ἰσχυρή, ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ πολὺ ἐπικίνδυνη προσωπικότητα, Μελέτιος Μεταξάκης, ἀναλαβὼν ὑψηλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα σὲ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες, σπάνιο καὶ μοναδικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως σπάνια καὶ μοναδικὴ εἶναι καὶ ζημία ποὺ προκάλεσε στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἴδιος καὶ διὰ τῶν διαδόχων του πατριαρχῶν στὴν Κωνσταντινούπολη Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαίου, ποὺ βαδίζουν στὰ ἴχνη του. Μητροπολίτης Κιτίου στὴν Κύπρο (1910-1918), μητροπολίτης (=ἀρχιεπίσκοπος) Ἀθηνῶν (1918-1920), οἰκουμενικὸς πατριάρχης ὡς Μελέτιος Δ´ (1921-1923) καὶ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὡς Μελέτιος Β´ (1926-1935). Τὴν εὔκολη καὶ πολλὲς φορὲς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἀναρρίχησή του σὲ ὕπατα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα καὶ δι᾽ αὐτῶν τὴν ἐκθεμελίωση τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας, πολλοὶ ἀποδίδουν εἰς τὸ ὅτι ἦτο μεγαλομασόνος 33ου βαθμοῦ. Δὲν ἀγνοοῦμε τὶς προσπάθειες τῶν Οἰκουμενιστῶν σὲ ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πανεπιστημιακοὺς κύκλους νὰ τὸν προβάλουν ὡς μεγάλη καὶ σημαντικὴ ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα μὲ ἄρθρα, μελέτες καὶ συνέδρια, ὀργανούμενα μέχρι καὶ τῶν προσφάτων ἡμερῶν μας. Ὅσα ὅμως ἐπαινετικὰ καὶ ἂν εἰπωθοῦν, καὶ ὅσες ἐνέργειές του, μερικὲς πράγματι σημαντικές, καὶ ἂν ἐξαρθοῦν, συνολικὰ ἡ προσφορά του εἶναι ἀρνητική, διότι προκάλεσε σχίσματα, διαιρέσεις, ἀντιγνωμίες, συγκρούσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση, καὶ ὡς γνωστὸν εἶναι ἀναντίρρητο τὸ ἀπόφθεγμα «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται». Ὡς ἀντίβαρο στοὺς ἐπαίνους γιὰ τὸν Μεταξάκη προτείνουμε νὰ διαβάσουν οἱ ὑποστηρικτές του ὅσα λέγει περὶ αὐτοῦ μία μεγάλη ὁσιακὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, τὰ ὁποῖα παρουσιάσαμε σὲ πρόσφατο ἔργο μας[5], καὶ ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ πάμπολα ποὺ ἔχουν γράψει ἐναντίον του ἐπιφανεῖς ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς μορφές, στὶς ὁποῖες θὰ ἀναφερθοῦμε.
Δὲν θὰ μποῦμε σὲ λεπτομέρειες γιὰ τὸ πῶς ἐπανῆλθε ἡ συζήτηση γιὰ τὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιο. Τὴν ἐπανέφερε ὁ Μεταξάκης ὡς πανίσχυρος μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ὅπου τὸν ἀναβίβασε ὁ μεσουρανῶν τότε στὸ πολιτικὸ στερέωμα τῆς Ἑλλάδος συντοπίτης καὶ φίλος του Ἐλευθέριος Βενιζέλος· παρὰ ταῦτα δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἐπιβάλει τότε παρὰ ἀργότερα, ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, συνεργασθεὶς μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πανεπιστημιακὸ καθηγητὴ Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, πρὶν γίνει ἀρχιεπίσκοπος εἶχε γνωματεύσει ὡς μέλος εἰδικῆς ἐπιτροπῆς τὸ 1919 ὅτι «ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μὴ προσκρούουσα εἰς δογματικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους, δύναται νὰ γίνῃ μετὰ συνεννόησιν μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἰδίως μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ὃ καὶ θὰ ἦτο ἀνάγκη ν᾽ ἀνατεθῇ, ἡ πρωτοβουλία πάσης σχετικῆς ἐνεργείας»[6].
Ἡ συνεννόηση αὐτή «μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν» οὐδέποτε ἔγινε, διότι ἦσαν ὅλες σχεδὸν ἀντίθετες. Ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἡμερολογίου ἔγινε μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Ἀθήνα, τὶς ὁποῖες ἀκολούθησε καὶ ἡ Κύπρος. Ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συνεκάλεσε ὁ Μελέτιος τὸ γνωστό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923 (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου), στὸ ὁποῖο πάντως δὲν ἔλαβαν μέρος ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καὶ κυρίως οἱ περισσότερες ἀπέρριψαν τὶς ἀποφάσεις του γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου. Στὴν «Πατριαρχικὴ Ἐπιστολή» ποὺ ἔστειλε «Πρὸς τοὺς Μακαριωτάτους καὶ Σεβασμιωτάτους Προέδρους τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Κύπρου, Ἑλλάδος καὶ Ρουμανίας» (3 Φεβρουαρίου 1923), μὲ τὴν ὁποία παρακαλοῦσε νὰ ἀποστείλουν ἕνα ἢ δύο ἀντιπροσώπους στὸ Συνέδριο, ποὺ ἀρχικῶς ὀνόμαζε «Ἐπιτροπή», συνδέει τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση μὲ τὸ αἴτημα τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, ἐξομοιώνοντας Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικοὺς καὶ ἐνισχύοντας ἔτσι τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τῶν δύο προηγουμένων πατριαρχικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καὶ τοῦ 1920. Γράφει: «Διὰ τοι τοῦτο καὶ πανταχόθεν ἐκφέρεται εὐχὴ καὶ παράκλησις πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπως ἐξευρεθῇ τρόπος ἐπικρατήσεως ἑνὸς καὶ μόνον ἡμερολογίου ἔν τε τοῖς κοσμικοῖς καὶ τοῖς θρησκευτικοῖς, οὐ μόνον πρὸς ἁρμονίαν αὐτοῦ τούτου τοῦ ὀρθοδόξου πρὸς ἑαυτὸν ὥς τε πολίτην καὶ χριστιανόν, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν ἔν γε τούτῳ τῷ μέρει τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος πάντων τῶν ἐπικαλουμένων τῷ ὀνόματι Κυρίου, ἑορταζόντων τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὴν Γέννησιν αὐτοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασιν»[7]. Τὰ ἴδια ἐπανέλαβε καὶ κατὰ τὸν ἐναρκτήριο λόγο του κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν ἐργασιῶν τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» (10 Μαΐου 1923). Προσπαθώντας νὰ ἀνατρέψει τὴν προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ Ἡμερολόγιο, ὅπως τὴν ἐξέφρασε ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´ στὴν ἀνταπάντησή του πρὸς τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, «ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι», ἐπικαλεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι «τὰ ὀρθόδοξα κράτη ὡς ἀπὸ συνθήματος ἑνὸς ἐχώρησαν εἰς τὴν διὰ νόμου ἀντικατάστασιν τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου διὰ τοῦ νέου», ἑπομένως πρέπει καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὸ ἴδιο ἡμερολόγιο καὶ στὸν κοσμικὸ καὶ στὸν θρησκευτικὸ βίο. Συσκοτίζοντας δὲ περισσότερο τὰ πράγματα ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἀντιπαπικός, ἐνῷ προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, λέγοντας ὅτι τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ποὺ διατηρήθηκε ἐπὶ δεκατρεῖς αἰῶνες, μετὰ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τήν «διέσπασεν πρὸ τριῶν καὶ ἡμίσεως αἰώνων ἡ μονομερὴς ἀπόφασις τοῦ Ἀρχηγοῦ μιᾶς Μεγάλης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», ἐννοώντας τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1582 ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ´, καὶ ὅτι τώρα ἦλθε ἡ ὥρα «τῆς ἐκ νέου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν τουλάχιστον ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ»[8]. Ἀσύγγνωστη ἐπιπολαιότητα καὶ ἀδιακρισία, ἡ ὁποία οὔτε τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἐπέτυχε μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἀφοῦ τὸ Πασχάλιο ρυθμίζεται ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Πατρίου Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἀλλὰ προκάλεσε νέες διαιρέσεις μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ σῶμα τῶν Ὀρθοδόξων, μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποδοχὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἡ ὁποία εἶχε καὶ ἔχει ὡς συνέπεια μεταξὺ τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νὰ ἑορτάζονται τὰ Χριστούγεννα, οἱ Θεομητορικὲς ἑορτὲς καὶ οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων μὲ διαφορὰ δεκατριῶν (13) ἡμερῶν, νὰ ἐπέλθει δὲ μεγάλη ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμη καὶ στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας τῆς οἰκογενείας, καὶ νὰ δημιουργηθοῦν εὐνοϊκὲς καταστάσεις γιὰ τὴν δημιουργία στὴ συνέχεια σχισμάτων ποὺ διατηροῦνται μέχρι σήμερα. Ἔτσι ὁ στόχος τοῦ Μεταξάκη γιὰ παγχριστιανικὸ ἑορτασμὸ τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὄχι μόνον δὲν ἐπέτυχε, ἀλλὰ τραυμάτισε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων.
Τό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τελικῶς ἀποφάσισε νὰ «διορθωθεῖ» τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὴν ἀφαίρεση 13 ἡμερῶν, οὐσιαστικῶς δηλαδὴ νὰ γίνει δεκτὸ τὸ Γρηγοριανό, ἐκτὸς τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα ποὺ μένει ἀμετακίνητη. Γιὰ τὴν ἀφαίρεση τῶν 13 ἡμερῶν ὁρίσθηκε κατ᾽ ἀρχὴν νὰ ἀριθμηθεῖ ἡ 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1923 ὡς 14 Ὀκτωβρίου, οἱ δὲ ἑορτὲς τῶν παραλειπομένων ἑορτῶν νὰ ἑορτασθοῦν ἐφ᾽ ἅπαξ τὴν 14η Ὀκτωβρίου καὶ ἐφεξῆς ἢ ὅπως ὁρίσει ὁ ἀρχιερεὺς τῆς ἐπαρχίας[9].
Παρὰ ταῦτα οὐδεμία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προχώρησε στὴν ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως, οὔτε ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη, μέχρις ὅτου ἐνεργοποιήθηκε δυναμικὰ καὶ ἀποφασιστικὰ ὁ «συνεταῖρος» τοῦ Μεταξάκη, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ἐπιφανὴς καὶ διακεκριμένος ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, δηλαδὴ ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Σὲ συνεννόηση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφασίσθηκε καὶ ἀνακοινώθηκε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τῶν δύο δικαιοδοσιῶν, ὅτι ἡ 10η Μαρτίου τοῦ 1924 θὰ λογισθεῖ καὶ θὰ ὀνομασθεῖ 23η, χωρὶς μεταβολὴ τοῦ Πασχαλίου.

4. Ἡ ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἡμερολογιακοῦ πραξικοπήματος

α) Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος: Μόνον Πανορθόδοξη Σύνοδος εἶναι ἁρμόδια νὰ ἀποφασίσει.

Οἱ ἀντιδράσεις ὑπῆρξαν σεισμικὲς ἀλλὰ καὶ ἀναμενόμενες. Πολλὲς ἐκκλησίες ἀντέδρασαν, ὅπως καὶ πολλοὶ ἱεράρχες, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἰδιαίτερα τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος σὲ ἀπαντητική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ γράφει ὅτι δὲν ὑπῆρχε καμμία ἀνάγκη γιὰ τὴν διόρθωση τοῦ Ἡμερολογίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ εἰς αὐτὸ συμφωνοῦν καὶ οἱ λοιποὶ προκαθήμενοι τῶν ἀποστολικῶν καὶ ἀρχεγόνων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδὴ οἱ πατριάρχες Ἀντιοχείας Γρηγόριος, Ἱεροσολύμων Δαμιανὸς καὶ Κύπρου Κύριλλος, οἱ ὁποῖοι ἐπρότειναν «συγκρότησιν συνόδου πασῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, μόνης δυναμένης ἁρμοδίως καὶ ὁριστικῶς ἀποφήνασθαι». Δὲν ἀποκρύπτει τὴν λύπην του, διότι ἀποκρούσθηκε ἡ ἀδελφικὴ σύσταση τεσσάρων Ἀποστολικῶν θρόνων νὰ μὴ προχωρήσει ἡ «διόρθωσις» τοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐν χρήσει ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θεωρεῖ ὡς πρόφαση καὶ δικαιολογία τὴν συναίνεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ὅλοι γνωρίζουν «ἐν οἵᾳ νῦν τελεῖ καταστάσει ὁ ἁγιώτατος Ἀποστολικὸς καὶ Πατριαρχικὸς θρόνος, ἀπωρφανισμένος μὲν τὰ πολλά, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἀπωρφανισμένος δὲ τοῦ πλείστου, ἵνα μὴ λέγωμεν παντὸς τοῦ ποιμνίου, γυμνὸς δὲ καὶ πάσης τῆς προτέρας δυνάμεως καὶ χρήζων αὐτὸς συγκροτήσεως ἐν τῇ νέα καταστάσει καὶ πανθομολογουμένως ὑπὸ περιπετείας διατελῶν θλιβερωτάτας»[10].
Ἐνωρίτερα μετὰ τὴν λήξη καὶ τὶς ἀποφάσεις τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» ὁ αὐτὸς πατριάρχης Φώτιος γράφοντας πρὸς τὸν Ἀθηνῶν Χρυσόστομο (ἀριθ. Σ. Πρωτ. 2664/1/14.8.1923) λέγει ὅτι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ζῆλο «οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν» ἐκσφενδονίσθηκαν ἀποφάσεις ἐπὶ ζημίᾳ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ ἁρπακτικὴ ὁρμὴ αἰώνιοι ἐχθροὶ βυσσοδομοῦν ἐναντίον τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐννοώντας τὶς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης στὸ προσκυνηματικὸ καθεστὼς τῶν Ἁγίων Τόπων»[11

β) Ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος: Ἀλλόδοξες ἐκκλησίες καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες πίσω ἀπὸ τὸν Μελέτιο Μεταξάκη.

σοβαρός, συνετὸς καὶ ἐπιφανὴς μητροπολίτης Κασανδρείας Εἰρηναῖος, ἐνῶ εὑρίσκετο ἀκόμη ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πρὸ τῆς παραχωρήσεως δηλαδὴ τὸ 1928 τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» ἐπιτροπικῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γράφει ἐπιστολὴ σὲ φίλο του ἱερομόναχο στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὴν 1/14 Μαΐου 1924, στὴν ὁποία ἐκθέτει πῶς ἀντέδρασε στὴν μεταρρύθμιση τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Ἀθήνας. Τοῦ λέγει ὅτι στὸν Γενικὸ Διοικητὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ ἐκ μέρους τῆς Κυβερνήσεως δι᾽ ἐγγράφου νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου ἀπήντησε ὅτι «ἐν τοσούτῳ σοβαροῖς ζητήμασιν, ἐν οἷς διακυβεύεται τὸ κῦρος Ἀποστολικῶν καὶ Συνοδικῶν κανόνων ἀδυνατοῦμεν νὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς συστάσεις κοσμικῶν». Στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἐπίσης, τὸ ὁποῖο μὲ ἐγκύκλιό του τῆς 27ης Φεβρουαρίου 1924 διέτασσε νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ χαρακτήριζε «τὸ κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1923 συνελθὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Μεταξάκη καταφανῶς ἀντορθόδοξον Συνέδριον ὡς Πανορθόδοξον, γνωστοῦ ὄντος ὅτι οὐδεὶς τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἀπεδέξατο νὰ συμμετάσχη αὐτοῦ», ἔστειλε ἐκτενέστατη ἐπιστολὴ γιὰ νὰ ὑποδείξει τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει ἡ γαλήνη τῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου σὲ τόσο δύσκολους καιρούς. Προσέθετε δὲ καὶ τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν Μεταξάκη: «Ἐχαρακτηρίσαμεν δὲ πρεπόντως τὰ ἀντορθόδοξα σχέδια καὶ ἐνεργείας τοῦ κακῇ τῇ μοίρᾳ διὰ μέσου τοσούτων παρανομιῶν ἀνελθόντος τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον Μεταξάκη, ὅστις νυχθημερὸν εἰργάζετο, ἵνα κλονίση τὰ ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Ὀρθοδοξίας, ἤτοι τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς παραδόσεις καὶ διατάξεις· ἐπιπροσθέτως ὅτι δὲν πρέπει νὰ παρασύρηται τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑπὸ τῶν εἰσηγήσεων τοῦ Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ ἀποστολὴν νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ ἀντορθόδοξον πρόγραμμα τοῦ συνεταίρου του Μεταξάκη πρὸς ἐπικράτησιν τῆς ἀπιστίας»[12].
Ὁ αὐτὸς μητροπολίτης Εἰρηναῖος, ὡς μέλος πλέον τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπέβαλε βαρυσήμαντο «Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας» ποὺ συνεκλήθη στὶς 14.6.1929, στὸ ὁποῖο καταφέρεται μὲ πολλὴ αὐστηρότητα ἐναντίον τοῦ Μελετίου Μεταξάκη. Γράφει εἰς αὐτὸ ὅτι τὸ πνεῦμα τῶν νεωτερισμῶν καὶ τῆς ἀνταρσίας ἐναντίον τῶν καλῶς ἐχόντων στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνσαρκώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ μοιραίου Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος υἱοθετώντας ὅσα σποραδικῶς γράφονται σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, ἀνάλογα μὲ τὸ τὶ ἀρέσει σὲ κάθε δημοσιογράφο, «καὶ ἱκανοποιῶν ἁμαρτωλὰς θελήσεις καὶ ἰδιοτελεῖς ἐπιθυμίας ἀλλοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ μυστικῶν ἑταιρειῶν», οἱ ὁποῖες ἱκανοποίησαν τὴν τυφλὴ φιλοδοξία του καὶ τὸν ἐβοήθησαν νὰ ἀνέλθει στὰ ὕπατα ἀξώματα τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συνεκάλεσε τὸ τιτλοφορούμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο, στὴν ἀλήθεια ὅμως ἀντορθόδοξο, στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Μάϊο τοῦ 1923, ὅπου ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἀποφάσεις ἀντικατέστησε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὸ Γρηγοριανό, ἀγνοώντας ὅλες τὶς σχετικὲς ἀπαγορεύσεις. Ἀναφέρεται καὶ στὶς ἄλλες ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τοῦ Συνεδρίου ποὺ τὶς χαρακτηρίζει καινοτομίες καὶ διερωτᾶται: «Ποῖον δικαίωμα εἶχεν ὁ ἔπηλυς οὗτος, ἄνευ τῆς γνώμης τῶν ἐπὶ μέρους μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, νὰ συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Συνέδριον; Καὶ κατὰ ποῖον νόμον ἢ κανόνα ὁ ἀρχηγὸς μιᾶς ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας ἀπεφάσισε τὴν ἀκύρωσιν ἀποφάσεως ὅλων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, γενομένης ἐν τῇ ὑπὸ τῶν ἐξεχόντων μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κων/πόλεως, ᾽Εκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ Πατριαρχῶν Ἱερεμίου τοῦ Β´ Κων/πόλεως, τοῦ Ἀλεξανδρείας Μελετίου Πηγᾶ, τοῦ Ἀντιοχείας Ἰωακεὶμ καὶ Ἱεροσολύμων Σωφρονίου, ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου; Ἐπιτρέπεται ἡ ἀκύρωσις ἀποφάσεως μείζονος δικαστηρίου ὑπὸ ἐλάσσονος; Δικαιοῦται τὸ Πρωτοδικεῖον, λόγου χάριν, νὰ ἀνατρέψῃ ἀπόφασιν Ἐφετείου;». Οἱ καινοτομίες τοῦ Μεταξάκη ἀπομάκρυναν τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐρήμωσαν τοὺς ναοὺς τῆς ὑπαίθρου, ἀλλὰ καὶ διήρεσαν καὶ ἐχώρισαν μεταξύ τους τὶς τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ποὺ ἦσαν μὲ ζηλευτὸ τρόπο ἑνωμένες στὴν λατρεία καὶ ἐξύμνηση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ πρώτη φορά, λέγει, ἐγίναμε ὅλοι μάρτυρες τοῦ θλιβεροῦ γεγονότος νὰ γιορτάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ρουμανικὴ Ἐκκλησία τὸ Πάσχα πέντε Κυριακὲς ἐνωρίτερα ἀπὸ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατὰ τὸ παρὸν ἔτος (1929). Καὶ αὐτὴν τὴν καταπάτηση τῆς ἑνότητας στὸν ἑορτασμό τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τὴν ἐπλήρωσε πολὺ ἀκριβά, γιατὶ ἀποσχίσθηκαν περὶ τὰ 8 ἐν ὅλῳ ἑκατομμύρια Ρουμᾶνοι, κυρίως στὴν Βεσσαραβία, ποὺ γιόρτασαν τὸ Πάσχα κατὰ τὸ ἀρχαῖο καθεστὼς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.[13]
Σημαντικώτερη εἶναι ἡ ἐνέργεια στὴν ὁποία προέβη ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας μαζὶ μὲ τοὺς μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως καὶ Δημητριάδος. Στὴν συνεδριάζουσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς 4 Ἰουλίου τοῦ 1929 ὑπέβαλε ἱστορικὴ ὄντως καταγγελία καὶ πρόταση γιὰ τὴν προσωρινὴ διευθέτηση τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος. Εἰς αὐτὴν ἔθετε κάποιους ὅρους, οἱ ὁποῖοι, πράγματι, ἂν ἐγίνοντο δεκτοί, θὰ ἀποφεύγονταν οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Σὲ ἀντίθεση περίπτωση ἐξέφραζαν τὴν διαμαρτυρία τους γιὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων καὶ ἐπεφυλάσσοντο νὰ τὰ καταγγείλουν «ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἡ βράδιον συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου». Τὸ σπουδαῖο αὐτὸ κείμενο τὸ παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση[14].

γ) Ὁ ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης καὶ τὸ Ἅγιον Όρος

Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης ἀναφέρεται ἐπαινετικὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κασσανδρείας Εἰρηναῖος ἀντιμετώπισε τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση καὶ στὴν ἐπαρχία του, στὴν Χαλκιδική, καὶ ἔναντι τῶν Ἁγιορειτῶν ποὺ ζητοῦσαν τὴν γνώμη του. Γράφει ὅτι τὰ «θρησκευτικὰ ζητήματα λύονται καὶ ρυθμίζονται διὰ τῆς πειθοῦς καὶ καλωσύνης καὶ οὐχὶ διὰ τῆς βίας καὶ δυναστείας». Καὶ συνεχίζει: «Τρανὴ ἀπόδειξις τούτου εἶναι ἡ στάσις τῆς Χαλκιδικῆς εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου, παρ᾽ ὅλον ὅτι εἶναι συνδεδεμένη γεωγραφικῶς μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐν τούτοις δὲν ὑπάρχει Παλαιοημερολογιτισμὸς ἐν αὐτῇ καθ᾽ ὅλην τὴν ἔκτασίν της, μόνον 15 οἰκογένειαι εἶναι μὲ τὸ παλαιὸν εἰς τὸ χωρίον Νικήτη, καὶ αὗται ἐξυπηρετοῦντο ὑπὸ ἱερέως τῆς Μητροπόλεως καὶ μόνο ἀπὸ διετίας ἀπέκτησαν ἴδιον ἐφημέριον. Τοῦτο δὲ ὀφείλεται εἰς τὸν τότε Μητροπολίτην Κασσανδρείας ἀείμνηστον Εἰρηναῖον, ἀπολαμβάνοντα μεγάλης τιμῆς καὶ ὑπολήψεως παρὰ τῷ κλήρῳ καὶ λαῷ αὐτῆς ὡς καὶ παρὰ τοῖς Ἁγιορείταις μοναχοῖς. Ὅτε ἐγένετο ἡ ἀλλαγή, ἔτρεξαν καὶ τὸν συνεβουλεύθησαν οἱ ὡς ἄνω καὶ τῶν δύο Μητροπόλεων τοῦ Νομοῦ, ὡς καὶ οἱ μοναχοὶ τῶν Μετοχίων καὶ τὸν ἠρώτων τὶ νὰ κάμωμεν Σεβασμιώτατε; Τοῖς ἀπήντα μὲ τὴν γλῶσσαν τοῦ Παύλου. Ἐντολὴν Θεοῦ δὲν ἔχω ἐπ᾽ αὐτοῦ, καθότι δὲν ἐγένετο ὡς ἔπρεπε δι᾽ αὐτὸ καὶ εἶμαι διχασμένος. Θεωρητικῶς εἶμαι μὲ τὸ παλαιόν, πρακτικῶς δὲ μὲ τὸ νέον, τὸ παλαιὸν σέβομαι ὡς ἡνωμένον μὲ τὴ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ αἰῶνας, ἀλλὰ δὲ μοὶ ἐπιτρέπεται νὰ παρακούσω τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ ἀκολουθήσω τὸ νέον. Σεῖς κάμετε, ὅπως σᾶς φωτίση ὁ Θεός, δὲν σᾶς λέγω τίποτε ἄλλο, εἰμὴ ὅτι δὲν θὰ ἀνεχθῶ χωρισμόν σας ἀπὸ τὴν Μητρόπολίν σας καὶ τὸν Μητροπολίτην σας. Τοῦ ἔλεγον ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐδήλωσεν ὅτι δὲν θὰ δεχθῆ τὸ νέον. Ὀρθῶς, τοῖς εἶπεν· τὴν στάσιν τῶν Πατέρων ἐγκρίνω καλὴν καὶ πιστεύω ὅτι καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ τὴν δεχθῆ, διότι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἀκρίβειαν εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὴν ἀρχαίαν τάξιν. Τὸ ἡμερολόγιον τοῖς ἔλεγε δὲν εἶναι δόγμα οὔτε κανὼν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ζήτημα τάξεως, καὶ δι᾽ αὐτὸ θὰ ἀκολουθήσω τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας. Μετὰ μετέπεισεν ὅλους καὶ τὸν ἠκολούθησαν ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν. Ὅταν ὅμως συνῆλθεν ἡ Ἱεραρχία τὸ 1931 διὰ τὸ ἡμερολογιακὸν ζήτημα, ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῶν θελόντων ἐπαναφορὰν τοῦ Παλαιοῦ. Ἐψήφισαν καὶ παρ᾽ ὀλίγον νὰ τὸ ἐπιτύχη· ἐπὶ 61 Ἀρχιερέων, οἱ 28 ἐψήφισαν ὑπὲρ τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ Παλαιοῦ καὶ 33 ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τοῦ νέου»[15].
Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης δὲν παραλείπει νὰ μᾶς ἐξηγήσει καὶ τὴν στάση τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπέναντι στὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, γιὰ τὴν ὁποία γράφει τὰ ἑξῆς: «Κατὰ ταῦτα ἡ Ἐκκλησία ἔσφαλε κατὰ τὴν γνώμην ἐγκύρων κύκλων, ἀποφασίσασα μονομερῶς τὴν ἀλλαγὴν τοῦ ἡμερολογίου καὶ ἑορτολογίου, ἐξ οὗ παρουσιαζόμεθα σήμερον διηρημένοι Ἐκκλησιαστικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι πρὸς σκανδαλισμὸν τῶν εὐλαβεστέρων πιστῶν, καὶ χλεύην παρὰ τῶν ἀλλοπίστων. Τὸ Ἅγιον Ὄρος, πιστὸν εἰς τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεδοκίμασε τὴν μονομερῆ ταύτην ἀπόφασιν καὶ ἀλλαγὴν ὡς πρωτοφανῆ εἰς τὴν μακραίωνα τάξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ ἐδήλωσε πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ὅτι δὲν θὰ ἐφαρμόσῃ τὸ νέον ἡμερολόγιον καὶ ἑορτολόγιον καὶ θὰ ἐμμείνῃ ἀκραδάντως εἰς τὴν ἀνέκαθεν τάξιν καὶ τὸ Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον, χωρὶς νὰ ἀποστῇ ἐκκλησιαστικῶς ἀπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ διετύπωσε πρὸς αὐτὴν εὐσεβάστως τὴν γνώμην του καὶ τὴν εὐχὴν ὅπως ἀγαθυνομένη συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον πρὸς ρύθμισιν τοῦ ζητήματος. Τὴν ἀπόφασιν ταύτην ὑπέγραψαν καὶ ἀπεδέχθησαν αἱ δεκαεννέα Ἱεραὶ Μοναί, καὶ μόνον ἡ τοῦ Βατοπαιδίου ἐδήλωσεν ὅτι πειθαρχοῦσα εἰς τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐφήρμοσε καὶ θὰ ἀκολουθήσῃ τὸ νέον ἡμερολόγιον. Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ἐπιεικῶς κρίνουσα τὴν στάσιν της, καὶ ἵνα μὴ προσκρούσῃ εἰς τὴν Μητέρα Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ἠνέχθη τὸν χωρισμὸν ὡς ἠνέχθη καὶ ἐκείνη τὴν στάσιν της ἐν προκειμένῳ, ἀφήσασα τὰ περαιτέρω εἰς τὴν ὀρθοφροσύνην καὶ τὴν φιλαδελφίαν τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς ταύτης, ἡ ὁποία καὶ ἐπεκράτησε μετὰ πεντήκοντα ἔτη καὶ ἐπανῆλθε καὶ ἡ γεραρὰ αὕτη Μονὴ εἰς τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, καὶ οὕτως τὸ Ἅγιον Ὄρος σύσσωμον ἐμμένει εἰς τὴν παλαιὰν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἀποσχισθῇ ἐξ Αὐτῆς, εὐχόμενον τῷ δομήτορι Θεῷ, ὅπως ἄρῃ ἐν καιρῷ τὸν διχασμὸν καὶ ἐπανέλθῃ ἡ παλαιὰ τάξις, ἵνα ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ δοξάζεται τὸ πανάγιον Αὐτοῦ ὄνομα ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν Ὀρθοδόξων»[16].

δ) Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ἡ Κωνσταντινούπολη μοντέρνα καὶ ἀντιπατερική. Δὲν θὰ ἀκολουθήσουμε.

ἴδιος ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης, ἐκ τῶν μεγάλων ἁγιορειτικῶν μορφῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μᾶς παραδίδει, ὡς αὐτήκοος μάρτυς, ὅσα σοφὰ καὶ ἀξιοπρόσεκτα εἶπε γιὰ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τὶς ἄλλες καινοτομίες τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» ποὺ συνῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1930, μεγάλος Σέρβος λογιώτατος ἱεράρχης, τώρα δὲ καὶ Ἅγιος τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἤμην τότε ἀντιπρόσωπος παρὰ τῇ Ἱερᾷ Κοινότητι καὶ εἶχε συνέλθει εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Βατοπαιδίου τὸ Διορθόδοξον Συνέδριον πρὸς λύσιν διαφόρων ζητημάτων, ἐν οἷς καὶ περὶ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τούτου συζητουμένου ἔλαβε τὸν λόγον καὶ ἐκπρόσωπος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας Ἀχριδῶν Νικόλαος, ἐξέχουσα μορφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁποῖος εἶπεν: “Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς κατὰ φυσικὸν λόγον αἱ μητέρες εἶναι συντηρητικώτεραι τῶν θυγατέρων, ἐπὶ τοῦ κρινομένου ὅμως θέματος ἡμεῖς βλέπομεν τὴν μητέρα μας Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν νὰ προχωρῇ εἰς ἀποφάσεις μοντερνιστικὰς καὶ ἐν ἀγνοίᾳ τῶν ἐπὶ μέρους ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου μετὰ λύπης δηλοῦμεν ὅτι δὲν θὰ ἀκολουθήσωμεν τὸν χαραχθέντα ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας δρόμον καὶ θὰ ἐμμείνωμεν, ἐν οἷς ἐδιδάχθημεν καὶ ἐμάθομεν παρὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων”. Εἰς ταῦτα κάτι ἠθέλησε νὰ ἀπαντήσῃ ὁ τότε Κερκύρας καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἀλλὰ τὸν ἐσταμάτησε ὁ Προεδρεύων Γέρων Ἡρακλείας Φιλάρετος, δηλώσας ὅτι τὸ θέμα ἀναβάλλεται δι᾽ εὐθετώτερον χρόνον, λόγῳ ποὺ ἐλλείπει ἐκ τοῦ Συνεδρίου μας ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία. Καὶ οὕτως ἔκτοτε, καίτοι κατὰ κανόνα ἀναγράφεται τὸ ζήτημα πρὸς λύσιν εἰς τὰ συνερχόμενα Πανορθόδοξα προσυνέδρια οὐδέποτε συζητεῖται, καθότι ἐν τῇ προεργασίᾳ δὲν διαβλέπεται θετικὴ λύσις καὶ ὅλοι ἀναμένουν τοιαύτην ἐκ τοῦ πανδαμάτορος χρόνου»[17].
Ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ Πρακτικὰ τῆς «Προκαταρκτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους» προκύπτει ἡ ἀρνητικὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος γιὰ τὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τοῦ 1923, τὸ ὁποῖο, ὅπως εἶπε, προκάλεσε «εἶδός τι σχίσματος» καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου προῆλθον πλῆθος γνωστῶν ἀνωμαλιῶν[18].

ε) Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος: Ὁ μασόνος πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης παρέσυρε τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο. Νὰ ἐπανέλθουμε στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο.

Τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ στὶς ὑγιεῖς ἀντιδράσεις γιὰ τὴν μὴ ἀναγκαία, μονομερῆ, ἀντισυνοδικὴ πραξικοπηματικὴ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, ποὺ εἶναι πάμπολλες, θὰ τὴν κλείσουμε μὲ ἐλάχιστα ἀπὸ ὅσα λέγει γιὰ τὸ Ἡμερολόγιο ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁποῖος, παρὰ τὸ ὅτι ἀκολούθησε «κατ᾽ οἰκονομίαν» τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, δὲν ἔπαυσε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νὰ ἀγωνίζεται, νὰ συμβουλεύει ἀρχιερεῖς, ὅπως τὸν ἀγωνιστὴ καὶ ὁμολογητὴ ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο Καντιώτη, ἀκόμη καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Β´ Χατζησταύρου, νὰ ἐπαναφέρουν τὸ παλαιὸ ἑορτολόγιο, διότι αὐτὸ τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθῆ ὡς ὀρθὴ λύση ἐξ οὐρανοῦ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχή. Ὁ τελευταῖος τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ πὼς θὰ τὸ πράξει, δὲν ἐπρόλαβε ὅμως λόγῳ τῆς ἐκδιώξεώς του ἀπὸ τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Μάϊο τοῦ 1967. Διαβάζοντας τὰ κείμενα τοῦ ὁσίου Φιλοθέου γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα μποροῦμε νὰ κάνουμε τὶς ἑξῆς γενικὲς διαπιστώσεις. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ξενοκίνητης δημιουργίας τοῦ προβλήματος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας Φιλόθεος κράτησε ἑνιαία καὶ σταθερὴ θέση μὲ βάση τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν κανόνων καὶ τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν, γράφει, λανθασμένη ἀπόφαση ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, ποὺ δὲν ἐξέφραζε συνολικὰ καὶ ὁμόφωνα τὴν γνώμη τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων δηλαδὴ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν συνόδῳ, ἀλλὰ μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς δύο μόνον ἐκκλησιῶν, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὡς ἀντικανονική, λανθασμένη, ἀντισυνοδικὴ καὶ ἐπιζήμια γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διορθωθεῖ μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ παραδοσιακοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Ὁ Γέροντας Φιλόθεος ἐπὶ πολλὰ ἔτη καὶ παρὰ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκοῦσε ὁ ἐπιχώριος μητροπολίτης ἐξακολουθοῦσε στὴν Μονὴ τῆς Λογγοβάρδας νὰ τηρεῖ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, ὅπως ἔπρατταν καὶ πράττουν μέχρι σήμερα τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πολλὲς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἀγωνιζόταν καὶ ἔγραφε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ γρήγορα τὸ θέμα, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ σχίσμα. Ὅταν διεπίστωσε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πλέον προοπτικὴ διορθώσεως, ἀλλὰ παγιωνόταν ἡ χρήση τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὑπερσυντηρητικοὶ δὲ καὶ φανατικοὶ Ἁγιορεῖτες Ζηλωτὲς ἐξῆλθαν στὸν κόσμο καὶ ἀλλοίωναν τὸν χαρακτήρα τοῦ ζητήματος, ἀνάγοντάς το σὲ θέμα πίστεως καὶ δόγματος, μὲ ταυτόχρονη ἀποκήρυξη καὶ ἀναθεματισμὸ τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, γιατὶ δῆθεν ἐστερήθη τὴν Θεία Χάρη καὶ δὲν εἶχε πλέον ἔγκυρα μυστήρια, ἄλλαξε στάση, δέχθηκε κατ᾽ οἰκονομίαν τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο δὲν θίγει τὰ δόγματα οὔτε στερεῖ τὴν Θ. Χάρη, ἐξακολούθησε ὅμως νὰ πιστεύει καὶ νὰ γράφει ὅτι αὐτὴ ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν ἀποδοχὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου δὲν πρέπει νὰ παρατείνεται, ἀλλὰ ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀκρίβεια μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ παραδοσιακοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Ἤλπιζε ὅτι αὐτὸ θὰ γίνει σύντομα καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἐργαζόταν ἐπίμονα, συνιστώντας καὶ στοὺς παλαιοημερολογίτας νὰ μὴ ὀξύνουν τὰ πράγματα μὲ ἀκραῖες τοποθετήσεις ἐναντίον τῶν νεοημερολογιτῶν.
Ἀναφέρεται ἐπανειλημμένως στὸν μασόνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς κύριο ὑπεύθυνο τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης, χωρὶς βέβαια νὰ ἀπαλλάσσει τῆς εὐθύνης τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος ἐνώπιον τοῦ Γέροντος Φιλοθέου ἐμφανίσθηκε νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἐπιρρίπτει τὴν εὐθύνη στὸν Μεταξάκη, εἰπών ἐπὶ λέξει: «Νὰ μὴ τὸ ἔσωνα, νὰ μὴ τὸ ἔσωνα. Αὐτὸς ὁ διεστραμμένος ὁ Μεταξάκης μὲ πῆρε στὸ λαιμό του». Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα γράφει ὁ ὅσιος Φιλόθεος: «Τὴν διαίρεσιν καὶ τὸ σχίσμα ἐπέφερεν ἡ ἀπρομελέτητος, ἄσκοπος, ἄκαιρος καὶ διαβολικὴ καινοτομία, ἤτοι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ (Παπικοῦ) ἡμερολογίου ὑπὸ τοῦ μασόνου προκατόχου σας Μελετίου Μεταξάκη παρασύραντος τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Χρυσόστομον Παπαδόπουλον»[19].

5. Ὅλοι περίμεναν νὰ λύσει τὸ Ἡμερολογιακὸ ἡ μέλλουσα Σύνοδος

Ἀπὸ τὴν σύντομη ἀναφορὰ στὴν πικρὴ ἱστορία τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης προκύπτει ὅτι μετὰ τὸ μεγάλο τραῦμα στὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ στὶς διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα μεταξὺ τῶν πιστῶν, ὅλοι ἐκτιμοῦσαν ὅτι τραυματικὴ καὶ νοσηρὴ αὐτὴ κατάσταση ἔπρεπε νὰ θεραπευθεῖ ἐπειγόντως μὲ τὴν σύγκληση Πανορθόδοξης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ μόνο γιὰ τὸ θέμα αὐτό, γι᾽ αὐτὴν τήν «κατεπείγουσα χρεία», ἦταν ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη ἡ σύγκληση Μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου. Τὸ ἐπρότειναν πολλὲς τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ τὸ συνιστοῦσαν Ἅγιοι Γέροντες, συμβουλεύοντας νὰ κάνουν οἱ πιστοὶ ὑπομονή, γιατὶ ἐπρόκειτο περὶ προσωρινῆς ἀταξίας καὶ ἀνωμαλίας, τὴν ὁποία θὰ ἐθεράπευε ἡ Ἐκκλησία.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ ἀξιοσημείωτο ὅτι ἐπὶ ἑβδομήντα πέντε χρόνια τώρα ποὺ διαρκεῖ ἡ προσυνοδικὴ διαδικασία, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους» ποὺ συνεδρίασε στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου τὸ 1930, ἡ ὁποία καὶ κατήρτισε ἕνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων, μέχρι πρὶν ἀπὸ δύο μῆνες, μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016, τὸ Ἡμερολογιακὸ καὶ τὸ συνημμένο μὲ αὐτὸ θέμα τοῦ Πασχαλίου παρέμενε σταθερὰ καὶ ἀμετακίνητα ὡς κύριο καὶ βασικὸ θέμα πρὸς ἐπίλυση. Στὸν πρῶτο εὐρύτατο κατάλογο τῆς Α´ Πανορθόδοξης Διάσκεψης τῆς Ρόδου τὸ 1961 τὸ θέμα ἀναγραφόταν στὸ κεφάλαιο ΙΙΙ τῶν θεμάτων ὡς ἑξῆς: «Ἡμερολογιακὸν ζήτημα. Μελέτη τοῦ ζητήματος ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Πασχαλίου ἀπόφασιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐξεύρεσις τρόπου πρὸς ἀποκατάστασιν συμπράξεως μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ». Ἡ Δ´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ποὺ συνῆλθε στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1968 περιόρισε τὸν ἀριθμὸ τῶν θεμάτων, ἀλλὰ ἄφησε ἀμετακίνητο τὸ Ἡμερολογιακὸ μὲ τὸν ἴδιο τίτλο ποὺ μνημονεύσαμε. Ἡ πρώτη προσυνοδικὴ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1971 ἔπραξε τὸ ἴδιο. Τελικῶς στὸν ὁριστικὸ κατάλογο τῶν δέκα (10) θεμάτων ποὺ ἐπρότεινε ἡ Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης τὸ 1976 περιλαμβανόταν καὶ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ὑπὸ τὸν τίτλο «Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου».

6. Μὲ παρέμβαση τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν Προτεσταντῶν ἐγκαταλείπεται τὸ Ἡμερολογιακό. Νέο θέμα: κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα.

Ἐν τῷ μεταξὺ συμμετοχή μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ τὰ «ἑνωτικά» ἀνοίγματα πρὸς τὸν Παπισμὸ ἐνεθάρρυναν αὐτοὺς τοὺς χώρους νὰ ζητήσουν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους τὴν συμφωνία γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα σὲ μία σταθερὴ Κυριακὴ τοῦ Ἀπριλίου. Κρατήσαμε τὴν ἑνότητά μας οἱ Ὀρθόδοξοι, τουλάχιστον στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ μετὰ τὴν ἡμερολογιακὴ καινοτομία τοῦ Μεταξάκη· τώρα ὁ ἔξωθεν πειραστής, ἀφοῦ μας διήρεσε ὡς πρὸς ὅλες τὶς μεγάλες ἀκίνητες ἑορτὲς καὶ συντηρεῖ πολὺ καλὰ αὐτὸν τὸν χωρισμό, ἐπιδιώκει καὶ ἄλλα σχίσματα μὲ τὸν προτεινόμενο κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Στὶς συζητήσεις μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες δὲν ἀπορρίψαμε αὐτὴν τὴν νέα σχισματικὴ ἀντορθόδοξη πρόταση, ἀλλὰ ἁπλῶς σὲ συνέδρια οἰκουμενιστικὰ καὶ παρεμφερεῖς συναντήσεις ἐπιφυλαχθήκαμε νὰ συμφωνήσουμε, φοβούμενοι νέα σχίσματα καὶ ἀταξίες, χωρὶς νὰ παύσουν κάποιοι ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι μας, ὅπως ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, νὰ δηλώνουν τὴν συμφωνία καὶ ἐπιθυμία τους γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα.
Ἡ νέα αὐτὴ ἀπαίτηση καὶ ἐξέλιξη περὶ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, κατὰ τὴν πάνσοφη πονηρία τῶν ὑποκινητῶν, ποὺ στηρίζεται στὸ ἐπιχείρημα «ζήτα περισσότερα γιὰ νὰ κρατήσεις αὐτὰ ποὺ ἔχεις», συνετέλεσε ὥστε τὸ μεγάλο ζήτημα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ 1924 νὰ περάσει ὄχι μόνο σὲ δεύτερη μοίρα, ἀλλὰ σχεδὸν νὰ ξεχασθεῖ καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει πλέον κάποια προοπτικὴ καὶ ἐλπίδα νὰ ἐπανέλθουν οἱ τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σὲ λειτουργικὴ ἑνότητα, καὶ ἡ διαίρεση τῶν πιστῶν σὲ παλαιοημερολογίτες καὶ νεοημερολογίτες νὰ τραυματίζει τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποκατέστησαν τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα· οἱ σύγχρονοι «Πατέρες» διέσπασαν τὴν ἑνότητα σὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἑορτές, καὶ ὄχι μόνον δὲν κάνουν τίποτε γιὰ νὰ τὴν ἀποκαταστήσουν, ἀλλὰ αὐθαιρέτως οἱ προκαθήμενοι τὸν περασμένο Ἰανουάριο, πραξικοπηματικῶς, χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν ἱεραρχιῶν τους, ἔβγαλαν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τοῦ Πασχαλίου ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, τὸ μόνο ἐπεῖγον καὶ ἀναγκαῖο πρὸς ἐπίλυσιν θέμα.
Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἄλλωστε ἦταν προσανατολισμένο καὶ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο ποὺ ἑτοίμασε ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης τοῦ 1982, τὸ ὁποῖο δέχθηκε ἀμετάβλητο ἡ «Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή», ποὺ συνέστησαν οἱ Προκαθήμενοι τὸν Μάρτιο τοῦ 2014, καὶ τὸ παρέπεμψε ὡς εἶχε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ὅπου ὅμως δὲν θὰ φθάσει ποτέ, ἀφοῦ τὸ ἀπέσυραν οἱ Προκαθήμενοι.
Στὸ κείμενο αὐτό, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει τὶς ἐκτιμήσεις μας, καὶ τὸ παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση, τὸ βάρος ρίπτεται στὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Δὲν ὑπάρχει καμμία σκέψη, πρόταση, ἐκτίμηση γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ τραῦμα τοῦ 1924 καὶ τὴν ἀνάγκη θεραπείας του. Οὐσιαστικῶς δικαιώνεται τὸ πραξικόπημα τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, καὶ καλοῦνται σὲ ὑπακοή «οἱ τυχὸν ἀντιφρονοῦντες πρὸς τὴν κανονικὴν αὐτῶν ἐκκλησίαν»[20]

7. Γιατί ἀποσύρθηκε τὸ Ἡμερολογιακὸ ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων; Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα κατώτερες τῶν περιστάσεων. Δὲν σήκωσαν τό «βάρος τῆς ἡμέρας».

Γιατί τότε ἀποσύρθηκε τὸ κείμενο ἀπὸ τὰ θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου; Οἱ ἐξηγήσεις τῶν ὑπευθύνων προσώπων δὲν συμφωνοῦν ἀπολύτως, δίδουν πάντως τὴν δυνατότητα κάποιων ἐκτιμήσεων. Ὁ μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, πρόεδρος τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν δύο τελευταίων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, ἐνημερώνοντας τοὺς ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ περασμένο καλοκαίρι (29.8.2015) εἶπε γιὰ τὸ θέμα: «Τὸ θέμα τοῦτο ἀπησχόλησε τὴν Β´ Προσυνοδικὴν Διάσκεψιν κατόπιν μακρᾶς προετοιμασίας, ἡ ὁποία περιελάμβανε γνωμοδοτήσεις καὶ συσκέψεις εἰδικῶν ἀστρονόμων, διὰ τῶν ὁποίων κατεδεικνύετο ἡ ἀνάγκη προσαρμογῆς τοῦ τρόπου ὑπολογισμοῦ τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καὶ διετυποῦτο ἡ πρότασις περὶ διερευνήσεως τῆς δυνατότητος κοινοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὑφ᾽ ὅλων τῶν χριστιανῶν. Κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, εἰς τὴν ὁποίαν τὸ κείμενον παρεπέμφθη ὑπὸ τῶν Προκαθημένων δι᾽ ἐπιμέλειαν διετυπώθη ὑπὸ τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσσίας, Σερβίας καὶ Γεωργίας ἡ πρότασις ὅπως τὸ ὅλον θέμα ἐκπέσῃ τοῦ καταλόγου τῶν θεμάτων τῆς Συνόδου ὡς μὴ ἀπασχολοῦν πλέον τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ αἱ λοιπαὶ ἀντιπροσωπεῖαι ἔκριναν ὅτι τὸ ζήτημα τοῦτο δὲον νὰ παραμείνῃ ἀνοικτὸν δοθέντος ὅτι, ἰδίᾳ ἐν τῇ Διασπορᾷ, τὸ θέμα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀποτελεῖ ποιμαντικὸν πρόβλημα, ἰδίᾳ εἰς περιπτώσεις μικτῶν γάμων καὶ γενικῶς λόγῳ τῆς ἀνάγκης τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως μετὰ τῶν μὴ Ὀρθοδόξων. Οὕτω, τὸ Κείμενον τῆς Β´ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως μὴ ὑποστὰν οἱανδήποτε μεταβολὴν ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς παραπέμπεται ὡς ἔχει εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον».
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στὴν τελευταία καὶ ἀποφασιστικὴ συνάντηση τῶν Προκαθημένων στὴν Γενεύη τὸν προηγούμενο Ἰανουάριο (2016) στὴν ἐναρκτήρια εἰσήγησή του (22 Ἰανουαρίου 2016) εἶπε γιὰ τὸ θέμα τὰ ἑξῆς: «Ἐν τῷ μεταξὺ χρόνῳ καὶ παρὰ τὰ ὁμοφώνως ἀποφασισθέντα Ἐκκλησίαι τινὲς ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμίαν ἢ καὶ ἀξίωσιν ὅπως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀναβληθῇ, μέχρις ὅτου συζητηθοῦν καὶ τύχουν ὁμοφώνου ἀποδοχῆς τόσον τὰ θέματα τοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ τῶν Διπτύχων, ὅσον καὶ τὰ μὴ τυχόντα ὁμοφώνου τροποποιήσεως ὑπὸ τῆς ἀνωτέρω μνημονευθείσης Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Κείμενα τῆς Β´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1982) περὶ Κωλυμάτων γάμου καὶ Κοινοῦ ἡμερολογίου. ῾Ως πρὸς τὰ τελευταῖα δύο θέματα δὲν δυνάμεθα εἰμὴ νὰ ἐκφράσωμεν τὴν ἔκπληξιν ἡμῶν ἐκ τῆς ὡς ἄνω ἀξιώσεως, δοθέντος ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνάξεως ἡμῶν τοῦ ἔτους 2014 οὐδόλως προέβλεπε ριζικὴν ἀναθεώρησιν (revision) τῶν κειμένων τούτων, ἀλλ᾽ ἁπλῆν «ἐπιμέλειαν» (editing) αὐτῶν ὑπὸ τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, διὸ καὶ ὀρθῶς ὁ προεδρεύων αὐτῆς δὲν ἐπέτρεψεν ριζικήν τινα ἀναθεώρησιν αὐτῶν, διότι τοῦτο θὰ ἀπετέλει παράβασιν ἢ ὑπέρβασιν τῆς δοθείσης τῇ Ἐπιτροπῇ ὑπὸ τῆς Συνάξεως ἡμῶν ἐντολῆς. Ἡ περὶ ἀναθεωρήσεως τῶν ἐν λόγῳ κειμένων ἀξίωσις ὡρισμένων Ἐκκλησιῶν θὰ ἀπῄτει σαφῶς νέαν ὁμόφωνον ἀπόφασιν τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, διάφορον τῆς ληφθείσης ἐν ἔτει 2014 τοιαύτης περὶ ἁπλῆς ἐπιμελείας τῶν ἐν λόγῳ κειμένων, ἥτις ἐπιμέλεια, ὡς ἐκ τῆς φύσεως αὐτῆς, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ θίξῃ τὸν πυρῆνα τοῦ περιεχομένου τῶν κειμένων τούτων».
Ἀπὸ Ἀνακοίνωση τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (23 Ἰανουαρίου 2016) πληροφορούμαστε τὰ ἑξῆς: «Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶναι βέβαιος ὅτι ἀναθεωρήσεως χρήζει τὸ σχέδιο κειμένου “Tὸ ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου” καὶ τόνισε ὅτι τὸ θέμα τοῦ “ἀκριβοῦς προσδιορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα” γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐπίκαιρο καὶ μόνο σύγχυση μπορεῖ νὰ προκαλέσει στοὺς πολλοὺς πιστούς».
Ἀπὸ τὶς τοποθετήσεις τῶν τριῶν αὐτῶν κατ᾽ ἐξοχὴν ὑπευθύνων προσώπων προκύπτουν τὰ ἑξῆς. Ὁ μητροπολίτης Περγάμου ὑπεραμυνόμενος σταθερὰ τὴν γραμμὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐμμένει νὰ κρατήσει ζωντανὴ τὴν πρόταση περί «κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὑφ᾽ ὅλων τῶν Χριστιανῶν», δεδομένου μάλιστα ὅτι στὶς χῶρες τῆς Διασπορᾶς αὐτὸ ἀποτελεῖ ποιμαντικὸ πρόβλημα, καὶ παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας, Σερβίας καὶ Γεωργίας, ποὺ πρότειναν νὰ ἐκπέσει τὸ θέμα καὶ νὰ μὴ συζητηθεῖ, κατόρθωσε νὰ τὸ περάσει χωρὶς ἀλλαγὲς καὶ νὰ τὸ στείλει στὴ Σύνοδο. Ἂν αὐτὸ τελικὰ γινόταν καὶ τὸ κείμενο ἐγκρινόταν ἀπὸ τὴ Σύνοδο, ὅπως ἤδη εἴπαμε, αὐτὸ θὰ ἀποτελοῦσε δικαίωση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μεταξάκη καὶ διαιώνιση τοῦ ἡμερολογιακοῦ σχίσματος, ἀλλὰ καὶ θὰ ἄνοιγε εὐέλπιδες προοπτικὲς γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὁ πατριάρχης τῆς Ρωσίας Κύριλλος, διπλωματικώτερα, δὲν ἐζήτησε νὰ ἀποσυρθεῖ τὸ κείμενο, ἀλλὰ νὰ γίνουν τροποποιήσεις. Φαίνεται ὅμως ὅτι οἱ τροποποιήσεις ποὺ ζητοῦσε ἀνέτρεπαν τὰ δύο σημαντικὰ στοιχεῖα τῆς γραμμῆς τοῦ Φαναρίου ποὺ μνημονεύσαμε, δηλαδὴ τὴν διατήρηση τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καὶ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ὁπότε προτίμησε καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς νὰ μὴ συζητηθεῖ τὸ θέμα ἀπὸ τὸ νὰ ἡττηθεῖ καὶ νὰ ἀνατρέψει τὴν οἰκουμενιστικὴ πολιτικὴ τῆς Κωνσταντινούπολης. Κερδισμένη πάντως περισσότερο εἶναι ἡ Μόσχα, ποὺ καυχᾶται ἤδη στοὺς δικούς της πιστοὺς ὅτι δὲν ἄφησε νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ δικαιωθοῦν οἱ μεταρρυθμίσεις στὸ Ἡμερολόγιο καὶ στὸ Πασχάλιο. Εἶναι χαμένη ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατὶ στερεῖται πλέον οἰκουμενικῶν διδασκάλων καὶ ἡγετῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν βλέπουν μόνον στενὰ καὶ τοπικὰ τὸ δικό τους ποίμνιο καὶ δὲν ἀλλοιθωρίζουν πρὸς τὴν ἰσχυρὴ καὶ αἱρετικὴ Δύση, ἀλλὰ καθολικὰ καὶ φιλάδελφα βέπουν ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων. Ποιός θὰ ἐπαναφέρει καὶ πότε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸν ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων; Δὲν ἐνδιαφέρεται γι᾽ αὐτὸ ἡ Μόσχα; Μὲ τὴν τοπικιστική, μὴ καθολικὴ αὐτὴ νοοτροπία, οὔτε τὸ θέμα τοῦ Ἀρείου, οὔτε τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα θὰ ἔλυε ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.
Τὸ πιὸ πικρὸ ὅμως καὶ ὀδυνηρὸ εἶναι ὅτι Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, παρὰ τὶς διαφορές τους σὲ ἐπὶ μέρους ζητήματα, προχωροῦν ὁμόφρονες καὶ ἀγαλλομένῳ ποδὶ στὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ τῶν αἱρετικῶν κειμένων ποὺ αὐτοὶ ἔχουν ἐκπονήσει καὶ μὲ τὴν συνέχιση τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὑποβιβάζοντας καὶ εὐτελίζοντας τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, σὲ μικρὸ κομμάτι καὶ συμπλήρωμα αὐτῆς τῆς αἱρετικῆς πανσπερμίας. Ὑπάρχει κάτι ἀνάλογο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας; Ἐκ τῶν προτέρων διαπιστώνεται ὅτι μὲ αὐτὲς τὶς προδιαγραφὲς καὶ κατευθύνσεις ἡ Σύνοδος δὲν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν προηγουμένων συνόδων καὶ θὰ ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς ψευδοσύνοδος.

Ἐπίλογος

ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατὶ δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν.
Πολλοὶ δέχθηκαν τὴν ἀλλαγὴ ὡς προσωρινὴ «κατ᾽ οἰκονομίαν» λύση, μέχρις ὅτου μία Πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος καὶ ἐπαναφέρει τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα, ποὺ ἦταν ἀδιατάρακτη στὴν Ἐκκλησία ἐπὶ 1600 χρόνια, ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μέχρι τὸ 1924. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἀλλόδοξες «ἐκκλησίες» καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσῳ τοῦ μασόνου πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη.
Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποὺ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη.
Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα. Καὶ ἀποσύρθηκε, διότι ἡ μὲν Μόσχα, ἀκολουθοῦσα πάντοτε τὸ Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, δὲν ἤθελε νομιμοποίηση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μεταξάκη καὶ μεταφορὰ τῶν διαιρέσεων καὶ στὸ δικό της ποίμνιο, ἡ δὲ Κωνσταντινούπολη, ἀδιαφοροῦσα γιὰ τὸ τραῦμα τῆς ἑνότητος ποὺ ἡ ἴδια προκάλεσε, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑποστηρίζει τὸ Νέο Ἡμερολόγιο καὶ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν πρόταση γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Καὶ ἐπειδὴ ἀμφότερες οἱ ἡγεσίες συμφωνοῦν στὴν νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ εἶναι πολὺ βαρύτερο θέμα ἀπὸ τὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιο, ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ μέση τὰ «χωρίζοντα» γιὰ νὰ προχωρήσουν μὲ τά «ἑνοῦντα», ὅπως θέλουν πάλι ἐξωεκκλησιαστικὰ κέντρα καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, γιὰ νὰ προκαλέσουν καὶ νέα σχίσματα.




[1]. Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος 2, Graz–Austria 19682, σελ. 1039 καὶ Αντωνιου Παπαδοπουλου, Κείμενα Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων, Ἐκδ. Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 15.
[2]. Αντωνιου Παπαδοπουλου, Αὐτόθι, σελ. 38.
[3]. Αὐτόθι, σελ. 53.
[4]. Ιωαννου Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 1043. Αντωνιου Παπαδοπουλου, Αὐτόθι σελ. 81. Ὁ ἀείμνηστος Ἁγιορείτης μοναχὸς Νικοδημος Μπιλαλησ, ἀπὸ τοὺς καλυτέρους γνῶστες καὶ μελετητὲς τοῦ θέματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου κρίνει διαφορετικὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´, σὲ μελέτη του μὲ τίτλο «Οἰκουμενισμὸς καὶ ἀλλαγὴ Πασχαλίου», εἰς Οἰκουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου. Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 23-25 Σεπτεμβρίου 2004, Ἐκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, τόμ. 2, σελ. 937. Γράφει:
«Ἔτσι ὁ Ἰωακείμ, “ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν” (Λουκ. 8, 35), ὡς μύστης τῆς φαναριωτικῆς διπλωματίας, ἀναδιπλώθηκε καὶ ἀπέστειλε νέο Ἐγκύκλιο Γράμμα τὸ 1904, ὅπου ὑπερθεματίζει γιὰ τὴ μὴ ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου! Πλὴν ὅμως, ὡς ἔμπειρος διπλωμάτης, μετέθετε τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὸ μέλλον. Ἰδοὺ χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Γράμματός του τοῦ 1904: “...Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς Ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον (=σεβαστό) εἶναι καὶ ἔμπεδον (=ἑδραῖο καὶ ἀμετακίνητο) τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον, ὡς (=ὥστε) οὐκ ἐξόν (=νὰ μὴν εἶναι δυνατό) περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι... Πρόωρον, τό γε νῦν, καὶ ὅλως περιττὸν ἡγούμεθα· ἡμεῖς τε γὰρ οὐδαμῶς ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ὑποχρεούμεθα μεταλλάττειν Ἡμερολόγιον”. Πῶς νὰ χαρκατηρίσουμε τὴν ἀνωτέρω παράγραφο; Θαυμάσιο ἐγκώμιο ὑπὲρ τοῦ “αἰδεσίμου καὶ ἐμπέδου... ” Ἡμερολογίου-Πασχαλίου; Δυστυχῶς ΟΧΙ, ἐφόσον περιέχει τὴν ἀκροτελεύτια περίοδο καὶ φράση καὶ μάλιστα τὶς λέξεις “πρόωρον...τό γε νῦν...”. Προφανῶς οἱ λέξεις αὐτὲς εἶναι μιὰ χαραμάδα ἢ ρωγμὴ στὸ ἀρραγὲς ὀρθόδοξο τεῖχος ἢ μιὰ σταγόνα δηλητηρίου σ᾽ ἕνα ὡραῖο ποτὸ ἢ φαγητό!...Ἐνῶ ρητὰ προαναφέρει “ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι...οὐδαμῶς...”, κατακλείει τὸ διπλωματικό του λόγο μὲ τὶς λέξεις “πρόωρον ..τὸ γε νῦν” ἢ ἄλλως “οὔπω καιρός”. Ὡσὰν δηλαδὴ νὰ λέγει: Περιμένετε λίγο, ὣς τὰ θλιβερὰ ἔτη 1920 καὶ 1923-24, ὁπότε ὁ δικός μου σπόρος θὰ ἔχει φυτρώσει καὶ θὰ ἔχει γίνει δένδρο μέ “μεγάλας ἀναδενδράδας...», ποὺ θὰ “ἑνωθοῦν” μὲ ἐκεῖνες τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ».
[5]. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζησης, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀναφορὲς στὴν ἐπικαιρότητα, Ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 80-101.
[6]. Βλ. Χριστοδουλου Παρασκευαϊδη, μητροπολίτου Δημητριάδος (μετέπειτα ἀρχιεπι-σκόπου Ἀθηνῶν), Ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ θεώρηση τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Ζητήματος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, Ἀθῆναι 1982, σελ. 41.
[7]. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923), ἐν Κωνσταντινουπόλει, Ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου 1923, σελ. 6.
[8]. Αὐτόθι, σελ. 13-14.
[9]. Αὐτόθι, σελ. 67.
[10]. Ὁλόκληρη ἡ ἐπιστολὴ εἰς Γρηγ. Ευστρατιαδη, Ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, Ἀθῆναι 1924, ἐπανέκδοση ἀπὸ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1977, σελ. 29-33.
[11]. Βλ. ᾽Αρχιμ. Θεοκλητου Α. Στραγκα, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία, τόμ. 2, Ἀθῆναι 1970, σελ. 1161-1162: «...καὶ περὶ ἄλλων μέντοι θεμάτων ὅσα τε ζήλῳ οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν ἐξεσφενδόνισται ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ ζημίᾳ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καὶ ὅσα ἅρπαγι ὁρμῇ ἐχθρῶν αἰωνίων βυσσοδομεῖται καὶ ἐπισείεται κατὰ τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν...».
[12]. Γρηγ. Ευστρατιαδη, Αὐτόθι, σελ. 185-186.
[13]. Μητροπολίτου Κασσανδρείας Ειρηναιου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, συγκληθεῖσαν τῇ 14 Ἰουνίου 1929, Ἐν Ἀθήναις, Τύποις «Αὐγῆς», Ἀθαν. Παπασπύρου 1929.
[14]. Βλ. Εἰς Γρηγ. Ευστρατιαδη, Αὐτόθι, σελ. 201-203: «Τῶν ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐπὶ Ἱερεμίου τοῦ Β´ τοῦ Τρανοῦ, ἐν Μεγάλῃ Συνόδῳ ἀποκηρυξάντων τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον καὶ δεινοῖς ἐπιτιμίοις ἀποκλεισάντων οἱανδήποτε ἀλλαγὴν τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου, μόνον Μείζονι Συνόδῳ Τοπικῇ ἢ Οἰκουμενικῇ νόμοις καὶ Ἱεροῖς Κανόνιν ἐπιτέτραπται πᾶσα περαιτέρω ἀνακίνησις τῶν ζητημάτων τούτων.
Κατὰ ταῦτα
Οὐδεμία τῶν ἐπὶ μέρους Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἴτε Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὀνομάζεται αὕτη εἴτε Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἢ ἄλλη τις ἐπὶ μέρους Ἐκκλησία, ἐδικαιοῦτο μονομερῶς, ἐφ᾽ ὕβρει τῶν οὕτω ὁμοφώνως θεσπισάντων Ἱερωτάτων Πατριαρχῶν καὶ ἀσεβεῖ καταπατήσει τῶν ὑπὲρ τῆς εἰρήνης, εὐσταθείας, ἑνότητος καὶ ὁμοφωνίας τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ συνεορτασμῷ τῶν Μεγάλων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως ἑορτῶν καὶ ἰδίᾳ τοῦ Ἁγίου Πάσχα ὑπὸ τῶν Μ. καὶ Ἁγίων 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων καθορισθέντων, ἵνα διὰ τοῦτον ἢ ἐκεῖνον τὸν λόγον εἰσαγάγῃ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μετηρρυθμισμένα ἡμερολόγια καὶ Πασχάλια, διασπῶσα οὕτω τὴν ζηλευτῶς ἐπὶ αἰῶνας βασιλεύουσαν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ Καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ κατὰ Ἀνατολὰς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, Ἑνότητα, Ὁμόνοιαν καὶ Ἀγάπην, καὶ σκανδαλίζουσα τὰ μετ᾽ ἀφοσιώσεως καὶ ἐν ἀφελότητι καρδίας προσκεκολλημένα εἰς τὸ ἀποπνέον ἀποστολικότητα, πατερικότητα καὶ οἰκουμενικότητα ἀρχαῖον Ἐκκλησιαστικὸν καθεστὼς πιστὰ τῆς Ἐκκλησίας τέκνα.
Οἱ ὑποφαινόμενοι Μητροπολῖται τῶν ἐν ταῖς Νέαις Χώραις διοικητικῶς ἡνωμένων Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μετὰ τῶν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὑρισκόμενοι ἀπέναντι τετελεσμένων γεγονότων, τὴν ἀνάγκην ποιούμενοι φιλοτιμίαν καὶ τὰ Μητρικὰ σφάλματα υἱϊκῇ στοργῇ καὶ σεβασμῷ συγκαλύπτοντες, ἀνεχόμεθα τὰ συναρπαγῇ τελεσθέντα καὶ ἑτοίμως ἔχομεν ἀποδέξασθαι ταῦτα, ἕως οὗ μείζων Σύνοδος ἐπιληφθῇ καὶ διευθετήσῃ αὐτά, ὑπὸ τοὺς ἑξῆς τρεῖς ὅρους:
1) Ἂν διὰ τοῦ ὑπὸ ὑπογραφὴν σήμερον περὶ ἡμερολογίου τῆς προχθὲς Τρίτης 2 Ἰουλίου Πρακτικοῦ ὁλόκληρος ἡ συνεδριάζουσα Ἑλληνικὴ Ἱεραρχία συνυποσχεθῇ, ὅτι ἀπὸ σήμερον κλείει ὁριστικῶς τὴν θύραν τῶν καινοτομιῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἐκκλησίᾳ.
2) Ἂν ἀξιοχρέῳ ποιμαντικῇ προνοίᾳ θελήσῃ νὰ παύσῃ πᾶσαν καταδίωξιν ἢ πίεσιν κατὰ τῶν στερρῶς ἐχομένων καὶ ἀνενδότως ἀφωσιωμένων εἰς τὸ ἀπὸ τῆς πρώτης συστάσεως μέχρι σήμερον ἐν τῇ Ἀγίᾳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ ἐν χρήσει ὑπάρχον Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον ἀγαπητῶν Ὁμογενῶν καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν καὶ τέκνων ἡμῶν καὶ
3) Ἂν ἀποφασίσῃ ἡ συνεδριάζουσα Ἱεραρχία, ἵνα ἀναθέσῃ εἰς τὴν σύνεσιν τῶν κατὰ τόπους Ἁγίων ἀδελφῶν τὴν διὰ τῶν κανονικῶν Ἱερέων ἐξοικονόμησιν καὶ θεραπείαν τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τῶν τυπτομένων τὴν συνείδησιν εὐσεβῶν τῆς Ἐκκλησίας τέκνων “ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν”.
Ἄλλως διαμαρτυρόμενοι διὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων, ἐπιφυλασσόμεθα ἵνα καταγγείλωμεν αὐτὰ ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἢ βράδιον συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθoδόξου Συνόδου».
[15]. Ἀρχιμ. Γαβριηλ Διονυσιατης, «Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος», εἰς Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα (Μικρὰ συμβολὴ εἰς τὴν ἐπίλυσίν του), Ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 2004, σελ. 18-19.
[16]. Αὐτόθι, σελ. 20-21.
[17]. Αὐτόθι, σελ. 19-20.
[18]. Συνεδρία Γ´ (10 Ἰουνίου 1930), Πρακτικὰ τῆς Προκαταρκτικῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς συνελθούσης ἐν τῇ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ τοῦ Βατοπεδίου (8-23 Ἰουνίου 1930), ἐν Κωνσταντινουπόλει 1930, σελ. 69: «Ἔχοντες πικρὰν τὴν πεῖραν ἐξ ἄλλης Συσκέψεως, ἐν ᾗ καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἶχεν Ἀντιπροσώπους, ἀναγκαζόμεθα νὰ εἴμεθα ὠμῶς εἰλικρινεῖς. Εἶνε γνωστὸν ὅτι αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης, καίπερ μὴ γενόμεναι ἀποδεκταί, ἐθεωρήθησαν ὡς Ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τοῦτο ἐδημιούργησεν εἶδός τι σχίσματος. Διό καὶ ἐζητήσαμεν διασαφήσεις, διότι ἀπεστάλημεν ἐνταῦθα μὲ πνεῦμα συντηρητικότητος». Στὴ δευτερολογία του: «Ὁ Σεβασμιώτατος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος, εὐχαριστῶν, ἐρωτᾷ μήπως ἡ παροῦσα Συνέλευσις ἔχῃ σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐπὶ τῇ ἀρνητικῇ ἀπαντήσει τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Προέδρου εὐχαριστεῖ καὶ αὖθις θερμῶς, δικαιολογῶν ἅμα τὴν ἐρώτησιν ἐκ τῶν τοῖς πᾶσι γνωστῶν ἀνωμαλιῶν, αἵτινες προῆλθον ἀπὸ τοῦ Συνεδρίου τούτου». Βλ. σχετικῶς Μοναχοῦ Σεραφειμ, «Ἡ Μασονία καὶ οἱ Πατριάρχες», Θεοδρομία 16 (2014) 524-525.
[19]. Περὶ ὅλων αὐτῶν καὶ ἄλλων βλ. εἰς Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος…, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 80-101.
[20]. «Ἐπὶ τοῦ θέματος: Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα. Μελέτη τοῦ ζητήματος ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Πασχαλίου ἀπόφασιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐξεύρεσις τρόπου συμπράξεως μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ, ὡς ἐπίσης καὶ τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἐν ὡρισμένῃ Κυριακῇ.
Ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις:
1. Ἤκουσε τὰς ἐπιστημονικὰς ἐπεξηγήσεις ἀστρονόμων καθηγητῶν ἐπὶ τοῦ θέματος καὶ ἀνεγνώρισεν ὅτι εἷς ἀκριβέστερος προσδιορισμὸς τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα -πάντοτε τὴν πρώτη Κυριακὴν μετὰ τὴν πανσέληνον μετὰ τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν, κατὰ τὴν ἀπόφασιν τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου- ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἐπιστημονικῶν τούτων δεδομένων, θὰ ἠδύνατο νὰ συμβάλῃ εἰς τὴν λύσιν τοῦ ζητήματος.
2. Εὑρέθη σύμφωνος, ἐν τῇ περαιτέρῳ ἐξετάσει τοῦ ζητήματος, ἐπὶ τῶν ἑξῆς κεφαλαιώδους σημασίας σημείων:
α) ὅτι τὸ ὅλον θέμα, πολὺ πέραν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας, εἶναι θέμα ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς μιᾶς καὶ ἀδιαιρέτου Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας ἡ ἑνότης κατ᾽ οὐδένα λόγον ἢ τρόπον πρέπει νὰ διασαλευθῆ·
β) ὅτι εἶναι θέμα ὑπευθύνου ἐκτιμήσεως ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῶν ποιμαντικῶν εὐθυνῶν αὐτῆς καὶ τῶν ἀντιστοίχων ποιμαντικῶν ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου αὐτῆς· καὶ
γ) ὅτι εἰς τὴν σημερινὴν διάρθρωσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέτοιμος ἢ τουλάχιστον ἀπροπαράσκευος καὶ ἀπληροφόρητος διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ καὶ δεχθῇ μίαν ἀλλαγὴν εἰς τὸ θέμα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα.
3. Ἔκρινε, διὰ πάντα ταῦτα, ὅτι πᾶσα ἀναθεώρησις ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον τῆς πράξεως ἐν τῷ καθορισμῷ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα, ἐν τῇ ὁποίᾳ πράξει καὶ ἔχομεν ἄλλωστε τὸν ἀπὸ αἰώνων κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα ἡμῶν, ἀφεθῇ δι᾽ εὐθετώτερον καιρόν, τοῦ Θεοῦ εὐδοκοῦντος.
4. Θεωρεῖ ἀπαραίτητον καὶ τὴν ἐφ᾽ ἑξῆς συστηματικωτέραν κατὰ τὸ δυνατὸν πληροφόρησιν τοῦ ποιμνίου εἰς ἑκάστην ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἵνα ἡ Ὀρθοδοξία, ἐν εὐρύτητι νοῦ καὶ καρδίας, προχωρήσῃ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀπὸ κοινοῦ ἐν ἀκριβείᾳ ἀλλὰ καὶ ἐν πιστότητι πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῆς ἀποφάσεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιτεύξεως ἑνιαίου ἑορτασμοῦ τῆς μεγίστης τῶν ἑορτῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦθ᾽ ὅπερ ἦτο καὶ ἡ σαφὴς πρόθεσις τῆς ἁγίας ἐκείνης Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
5. Διακηρύττει, ὅτι τὸ ἡμερολόγιον καὶ αἱ ἐπὶ τούτου δημιουργηθεῖσαι ἀνώμαλοι καταστάσεις δὲν πρέπει νὰ ὁδηγῶσιν εἰς διχασμούς, διαστάσεις ἢ καὶ σχίσματα ἀκόμη, καὶ ὅτι τυχὸν ἀντιφρονοῦντες πρὸς τὴν κανονικὴν αὐτῶν Ἐκκλησίαν πρέπει νὰ υἱοθετήσωσι τὴν ἐκ παραδόσεως καθιερωμένην τιμίαν ἀρχὴν τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὴν κανονικὴν Ἐκκλησίαν καὶ τῆς ἐπανασυνδέσεως αὐτῶν ἐντὸς τῶν κόλπων αὐτῆς ἐν εὐχαριστιακῇ κοινωνίᾳ, καὶ ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι «τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο καὶ οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον» (Μάρκ. 2, 27).
Ἀναγνωρίζει τὴν λυσιτέλειαν τῶν καταβαλλομένων ὑπὸ τῆς Γραμματείας ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου προσπαθειῶν ἐν προκειμένῳ καὶ τὴν χρησιμότητα τυχὸν μελλοντικῆς συνεχίσεως τούτων». Tὸ κείμενον ἐλήφθη ἀπὸ Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνου, Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον. Προβλήματα καὶ Προοπτικαί, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Σειρὰ Διαλέξεις, Ἀθῆναι 1990, σελ. 38-41.8-41.





ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ