Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ Π. ΣΑΒΒΑ ΛΑΥΡΙΩΤΗ. ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ Π. ΣΑΒΒΑ

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ Ι. Μ. ΚΥΔΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΥΤΗΣ

       Σέ Ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου, τῆς κατά κόσμον πατρίδος μου, ἀφοῦ ἐγκωμιάστηκε ἡ λεγομένη Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδος ὡς «…..μεγάλη εὐλογία καί τιμήν διά τήν Ἐκκλησίαν μας καί ὅλους ἡμᾶς, ἡ πραγματοποίησις εἰς τόν τόπον μας μετά ἀπό 1300 ἔτη περίπου τοῦ μοναδικοῦ τούτου ἱστορικοῦ γεγονότος...... », ἀναφέρθηκαν καί στήν ἐλαχιστότητά μου ὡς ἑξῆς:
    «Ὁ π. Σάββας Λαυριώτης ἐκ τῆς Ἱ.Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, εἶναι ἀνεπιθύμητος εἰς τήν Μητρόπολίν μας καί παρακαλεῖσθε νά μήν ἔχετε κοινωνίαν μαζί του. Ἄγεται καί φέρεται εἰς τήν Ἐπαρχίαν μας, ὑβρίζει τόν Πατριάρχην, παρουσιάζεται εἰς τοπικόν τηλεοπτικόν μέσον ἄνευ ἀδείας, καθώς καί εἰς ἐκδηλώσεις πού ἀντίκεινται πρός τήν Ἁγίαν καί Ἱεράν Μεγάλην Σύνοδον».
     Ἐπίσης, σέ γράμμα πού ἔστειλαν στό Πατριαρχεῖον, στήν Ἱερά Κοινότητα Ἁγίου Ὄρους, καί εἰς τήν Μονήν μου, μέ κατηγοροῦν πώς διχάζω, τρομοκρατῶ καί παραπληροφορῶ τόν πιστό κρητικό λαό, καί πώς κυκλοφορῶ ( ἄκουσον - ἄκουσον ) μέ συνοδεία μπράβων, καί μέ Χρυσαυγίτες στά Χανιά, καί σέ ἐκδηλώσεις ἐναντίον τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου!!!
   Πραγματικά ξεπέρασαν τόν ἑαυτόν τους καί κάθε ἐπιστημονική  φαντασία. Δέν θά ἀσχολούμην κἄν μέ τέτοιες κακοήθειες καί συκοφαντικές δυσφημήσεις, διότι ὅλοι ὅσοι γνωρίζουν στήν Κρήτη τον π. Σάββα, καταλαβαίνουν πώς αὐτό γίνεται ἐπειδή,  ὡς Ἁγιορεῖτες, ὅντως πληροφοροῦμε ὁρθόδοξα καί ἔγκυρα τόν κόσμο. Ἄλλωστε, ἡ ἐκδήλωση πού ἔκαναν μέ καλεσμένο τόν π. Βασίλειο Γοντικάκη καί ἄλλους, ἦταν ὡς ἀντίβαρο τῆς παρουσίας μας καί τῆς ἔγκυρης πληροφορήσεως πού παρέχουμε στόν Κρητικό Λαό. Ὅπως ἐπίσης γνωρίζω, πώς ὁ ἀγαπητός καί παραδοσιακός Ἐπίσκοπος Χανίων κ.κ. Δαμασκηνός, πού πολύ τόν ἐκτιμῶ καί τόν ἀγαπῶ, ἔχει πέσει θῦμα παραπληροφόρησης, ἰδιαιτέρως ἀπό τόν Πρωτοσύγγελό του καί διαφόρους καλοθελητάδες, γιά τό τί ἔχει συμβεῖ. Γιά αὐτόν τό λόγο ἐξηγοῦμαι:
       1ον Ὅντως, τό τοπικό τηλεοπτικό κανάλι Νέα Τηλεόραση, μοῦ ἀπηύθυνε πρόσκληση, νά παρουσιαστῶ ζωντανά, γιά νά μιλήσουμε γιά τήν κάρτα τοῦ πολίτη, τό θέμα τῆς Συνόδου, καθώς καί ἄλλα. Ὁ καθένας μπορεῖ νά δεῖ τί εἰπώθηκε στήν ἐκπομπή καί νά βγάλει τά συμπεράσματά του, ἀφοῦ εἶναι ἀναρτημένο στό διαδίκτυο. Σέ καμία περίπτωση δέν ἐξύβρισα πρόσωπα, καί ἰδιαίτερα τόν Πατριάρχη, καί δέν κακολόγησα κανέναν, ἀλλά εἰπώθηκε ἡ ἀλήθεια. Ὁ Πρωτοσύγγελος πού ἐπικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί μου πρίν ἀπό τήν ἐκπομπή, μοῦ εἶπε πώς δέν ἔχω εὐλογία νά παρουσιαστῶ στό κανάλι. Τοῦ ἀπάντησα πώς δέν εἶναι στήν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας καί δέν μπορεῖ  νά μοῦ τό ἀπαγορεύσει, ὅπως ἔχουν κάνει γιά τούς ἐκκλησιαστικούς χώρους, πού φυσικά τό τηρῶ. Ἐξάλλου, τούς κάθε λογῆς αἱρετικούς τούς ἀφήνουν ἐλεύθερους νά ὁμιλοῦν στήν τηλεόραση, στό ραδιόφωνο, σέ συγκεντρώσεις, κ.λ.π. Σε αὐτούς γιατί δέν κάνουν συστάσεις νά μήν ὁμιλοῦν στό ποίμνιό τους, πού τούς τό ἔχει ἐμπιστευθεῖ τό Ἅγιον Πνεύμα; Αὐτό ἰσχύει μόνο γιά ἕναν Ἁγιορείτη πού λέει τήν ἀλήθεια; Ὅσον ἀφορᾶ στήν παραπληροφόρηση καί στήν κινδυνολογία, αὐτά εἶναι συκοφαντίες καί εὔκολα κάποιος τό ἀντιλαμβάνεται ὅταν δεῖ τήν ἐκπομπή.
       2ον Μέ συκοφαντοῦν πώς δέν ἔχω εὐλογία ἀπό τό Μοναστήρι μου να μιλῶ καί τό κάνω ἀπό μόνος μου. Στό Μοναστήρι μου, ἤδη ἔχω δηλώσει πώς δέν κάνουμε ὑπακοή ὅταν πρόκειται γιά θέματα ἀνηθικότητας, ἤ γιά δογματικά θέματα. Ἐξάλλου, ἔχω τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μου πατρός καί 300 ἐρημιτῶν πού μέ ἐνθαρρύνουν νά μιλήσω, διότι αὐτοί δέν ἔχουν τό βῆμα τοῦ λόγου πού ἔχουμε ἐμεῖς.
   3ον Μέ συκοφαντοῦν, ἀνυπόστατα, πώς πηγαίνω σέ ἐκδηλώσεις πού ἀντίκεινται στήν Μεγάλη καί Ἁγία Σύνοδο. Στήν μόνη ἐκδήλωση πού παρευρέθηκα ὡς ἀκροατής καί ὄχι ὡς ὁμιλητής, ἦταν τῆς Συνάξεως τῶν Ὀρθοδόξων Κρητῶν καί τῆς Ἐστίας Πατερικῶν Μελετῶν Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, Μεθώνης, μέ ὁμιλητή τόν κ. Κυριάκο Κυριαζόπουλο, Καθηγητή Ἐκκλησιαστικοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ Α.Π.Θ., δικηγόρο παρ’ Ἀρείῳ Πάγῳ καί θεολόγο, πού αὐτή ἔγινε γιά ἐνημέρωση καί ὄχι γιά πολεμική τῆς Συνόδου.
    4ον Μέ συκοφαντοῦν πώς σχετίζομαι μέ τήν Χρυσή Αὐγή, καί κυκλοφορῶ στά Χανιά μέ συνοδεία μπράβων. Πρᾶγμα τελείως ἀνυπόστατο, κακόβουλο καί γελοῖο. Μπέρδεψαν τόν κ. Γεώργιο Βλαμάκη, ἀρχιτέκτονα, συντονιστή τῆς ἐκδηλώσεως στό ξενοδοχεῖον ΑΚΑΛΗ στά Χανιά μέ ὀμιλητή τόν κ. Κυριάκο Κυριαζόπουλο, ὁ ὁποῖος μέ εἶχε καλέσει στήν ἐκδήλωση πού ὀργάνωσαν, μέ τόν κ. Στέλλιο Βλαμάκη, ἀρχηγό τῆς Χρυσῆς Αὐγῆς στά Χανιά. Καί μόνον ἀπό αὐτό καταδεικνύεται πώς θέλουν μέ κάθε τρόπο νά μέ διαβάλλουν, διότι θέλουν νά μᾶς φιμώσουν τό στόμα γιά νά μήν ὑπάρχουν ἀντιδράσεις καί ἔγκυρη πληροφόρηση τοῦ πιστοῦ Κρητικοῦ Λαοῦ.
     5ον  Μέ ποιά δικαιολογία ἐπιβάλλουν στούς Ἱερείς τους νά μήν ἔχουν ἐπικοινωνία μαζί μου; Μήπως εἶμαι αἱρετικός; Θέλουν νά ἐφαρμόσουν τούς κανόνες Κανονικοῦ Δικαίου στό πρόσωπό μου καί τήν σωρεία παραβάσεων τῶν Ἱερῶν Κανόνων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου δέν τίς βλέπουν; Ὡς προϊστάμενό τους δέν θά τόν ἐλέγξουν κάποτε, ὅτι δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας Ἀλλά τό πρῶτο εἶναι ἀρεστό στόν Πατριάρχη, ἐνῶ τό δεύτερο θά τόν ἐξόργιζε καί ἔτσι θά εἶχαν πρόβλημα καί μέ τίς θεσούλες τους καί μέ τήν καριέρα τους. Γιατί ὅλα αὐτά πού προαναφέραμε μᾶς ὁδηγοῦν ἀβίαστα στό παραπάνω συμπέρασμα. Καί μήν προφασίζονται πώς ἐπειδή εἶναι Πατριάρχης δέν μποροῦν νά τόν ἐλέγξουν, διότι οἱ περισσότεροι καί μεγαλύτεροι αἱρετικοί ἀνά τούς αἰώνας ἦταν Πατριάρχες.
  Λυπᾶμαι πολύ Ἅγιε Χανίων καί λοιποί, ἀλλά κανένας ἐκφοβισμός, κανένας περιορισμός καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο κάνετε ἐσεῖς ἤ ὁ ὁποιοσδήποτε, δέν πρόκειται, μέ τήν χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μᾶς σταματήσει νά διατρανώνουμε τήν διαχρονική ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῆς καθημαγμένης, ἀπό τά αἵματα τῶν Μαρτύρων μας, Ὀρθόδοξης Πίστης. Πρῶτον, διότι ὅλα ὅσα λέτε γιά μένα εἶναι ἀνυπόστατα, ψευδῆ καί συκοφαντικά καί δεύτερον, διότι ἔχουμε ἐντολή ἀπό τόν ἴδιο τόν Δομήτορα τῆς Ἐκκλησίας, νά ὁμολογοῦμε τήν ἀλήθεια ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο:
    Συγχωρέστε με πού θά ὁμιλήσω ὡς ἄφρων, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά τό ἐπιβάλλει ἡ περίσταση. Τό 1996 ὑπηρετοῦσα τήν πατρίδα μου στό ἐπίλεκτον σῶμα τῶν καταδρομέων ἀλεξιπτωτιστῶν, στήν Πρώτη Μοίρα Ἀλεξιπτωτιστῶν τοῦ Μάλεμε,  στά Χανιά τῆς Κρήτης. Ὅταν λοιπόν, συνέβη τό περιστατικό μέ τά Ἴμια, τότε μαζί μέ τά ἄλλα παιδιά πού ὑπηρετούσα, ἀφοῦ συναχθήκαμε καί ἀντιληφθήκαμε τό σοβαρόν τῆς ὑποθέσεως, συγκινημένοι  ὑποσχεθήκαμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον ὅτι θά πολεμήσουμε γιά τόν Χριστό, τήν Πατρίδα μας καί τούς συγγενεῖς μας μέχρι θανάτου. Καί τώρα ἔρχονται καί μοῦ λένε, πώς εἶμαι ἀνεπιθύμητος στό μέρος πού θά ἔδινα τήν ζωή μου γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού τώρα μέ διώκουν, ἐπειδή λέω τήν ἀλήθεια πού αὐτοί φοβοῦνται νά ποῦν. Σέ καμμία περίπτωση. Ἐγώ ἤδη σᾶς ἔχω συγχωρέσει, ἔστω καί ἀν ἐσεῖς συνεχίσετε τήν πολεμική σας. Ἀλλά θά ἦταν φρόνιμο ἀπό μέρους σας νά τό σταματήσετε ἐδῶ, ἀκόμα καί ἀν δέν ζητήσετε συγνώμη.
         Εὔχομαι ὁ Πανάγαθος Θεός νά δίνει φώτιση, ὁμολογία καί καλήν ἀπολογίαν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ σέ ὅλους μας καί κυρίως στούς Ἐπισκόπους πού δέν ὁμιλοῦν.

Μετά τιμῆς, ἀληθείας καί ἀγάπης
Γέρων Σάββας

Μήνυµα Ἐγρηγόρσεως





Μήνυµα
Ἐγρηγόρσεως καὶ Πιστότητος 
εἰς τὴν «Ὀρθὴν τῆς Πίστεως Ὁµολογίαν» 
τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν

† Κυριακὴ τῆς Σαµαρείτιδος, 16η Μαΐου 2016 ἐκ. ἡµ.

Ἡ «Ὑγιαίνουσα Διδασκαλία» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων  καὶ τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων καὶ ἡ λεγοµένη Μεγάλη Σύνοδος τῶν Οἰκουµενιστῶν 

Ἡ Γνησία Ὀρθοδοξία ἔναντι τῆς Αἱρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουµενισµοῦ


Α’. Εἰσαγωγὴ-Κριτικὴ στάσις καὶ προετοιµασία

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Συλλειτουργοί·
Ἀγαπητὰ ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῇ Γνησίᾳ Ὀρθοδοξίᾳ τέκνα·

1. Ἡµεῖς, οἱ ἀξιωθέντες, ἐλέῳ καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Σωτῆρος ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ διακονοῦµε τὸ Μικρὸν Ποίµνιον τῆς Γνησίας Ἐκκλησίας, εὐχόµεθα ἐκ µέσης καρδίας διὰ τὸν στηριγµόν Σας εἰς τὴν «῾Υγιαίνουσαν Διδασκαλίαν» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων, καὶ Σᾶς ἀσπαζόµεθα ἐν τῷ Φωτὶ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀµωµήτου ἡµῶν Πίστεως.

2. Κατὰ τὰς ἡµέρας αὐτάς, Χάριτι Θεοῦ καὶ βοηθείᾳ τῆς Θεοτόκου, ἔχουµε συνέλθει Ἕλληνες, Ρῶσοι καὶ Ρουµᾶνοι Ποιµένες καὶ Ἀντιπρόσωποι τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουµένην Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, προκειµένου νὰ συµµετάσχουµε εἰς τὸ ἐξαιρετικὸν πράγµατι Γεγονὸς τῆς ἐπισήµου συµπεριλήψεως εἰς τὸ Ὀρθόδοξον Ἁγιολόγιον τοῦ Ὁµολογητοῦ Ἱεράρχου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόµου (Καβουρίδου, † 1955), ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ δὲ αὐτῇ, συσκεπτόµενοι ἀπὸ κοινοῦ, νὰ Σᾶς ἀπευθύνουµε λόγον εἰρήνης, παραµυθίας, ἐνισχύσεως καὶ ἐνηµερώσεως.

3. Τοῦτο θεωροῦµεν ἀναγκαῖον, ἐφ᾿ ὅσον ἐπίκειται ἡ σύγκλησις, µετὰ ἀπὸ τρεῖς ἑβδοµάδας, ὑπὸ τῶν Οἰκουµενιστῶν, ἤτοι τῶν λεγοµένων ἐπισήµων Ἐκκλησιῶν, τῆς ἀπὸ δεκαετηρίδων ἑτοιµαζοµένης καὶ καλουµένης ὑπ᾿ αὐτῶν Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, τῆς ὁποίας τὸ κῦρος ἀµφισβητεῖται ἤδη ἰσχυρότατα ἀκόµη καὶ ἀπὸ τοὺς ἐν Καινοτοµίᾳ θεολόγους καὶ εἰδήµονας, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πλέον συνειδητοποιήσει πλήρως, ὅτι ὁ Οἰκουµενισµὸς ἀποτελεῖ µίαν ἐκκλησιολογικὴν παναίρεσιν κατά τε τὴν πρᾶξιν καὶ τὴν θεωρίαν.

4. Βεβαίως, πρὸ τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου αὐτῆς τῶν Οἰκουµενιστῶν καὶ πρὸ τῶν τελικῶν αὐτῆς ἀποφάσεων δὲν δυνάµεθα νὰ ἐκφέρωµεν λόγον ὁριστικὸν καὶ ἀποφαντικὸν περὶ αὐτῆς· ἐν τούτοις, δυνάµεθα νὰ τηρήσωµεν κριτικὴν στάσιν ἔναντι τῆς Συνόδου αὐτῆς καὶ νὰ ἑτοιµασθοῦµε διὰ τὰ µετὰ ἀπὸ αὐτήν, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι γνωστὰ καὶ ἀπολύτως τεκµηριωµένα τόσον ἡ ἀφετηρία, ἡ ἐξέλιξις, τὰ στάδια καὶ αἱ µεταλλάξεις αὐτῆς, τὰ θεµέλια καὶ τὰ δοµικὰ αὐτῆς ὑλικά, ὅσον καὶ τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἐπὶ ἕνα καὶ πλέον αἰῶνα εἰργάσθησαν µεθοδικὰ πρὸς ἐπίτευξιν τῆς Συνόδου αὐτῆς, χωρὶς ὅµως τὰς γνησίας ὀρθοδόξους ἁγιοπατερικὰς καὶ ἁγιοσυνοδικὰς προϋποθέσεις.

* * *

Β’. Τύποις καὶ οὐσίᾳ, ὄχι «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος»


Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Συλλειτουργοί·
Ἀγαπητὰ ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῇ Γνησίᾳ Ὀρθοδοξίᾳ τέκνα·
1. Ἐν πρώτοις, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκαλῆται καὶ θεωρῆται Ἁγία, ἡ Σύνοδος αὐτὴ τῶν Οἰκουµενιστῶν, διότι δὲν ὑπάρχει προοπτικὴ ἐπικυρώσεως τῶν πρὸ αὐτῆς Ἁγίων Οἰκουµενικῶν καὶ Πανορθοδόξων Συνόδων, ἀλλὰ µᾶλλον ἔχει προγραµµατισθῆ νὰ ἀντινοµοθετήσῃ πρὸς αὐτάς, ἐφ᾿ ὅσον –ὡς εἶναι γνωστὸν– αἱ ποικίλαι ἐκκλήσεις διὰ τὴν ἀναγνώρισιν τῶν Ἁγίων Η’ καὶ Θ’ Οἰκουµενικῶν Συνόδων ἀπερρίφθησαν, προκειµένου νὰ µὴ δυσαρεστηθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι τῆς Δύσεως, οὕτω δὲ οἱ Οἰκουµενισταὶ ἀρνοῦνται ἐν τῇ πράξει τὴν συνέχειαν τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τὸν χρυσοῦν κανόνα τοῦ Ἁγίου Βικεντίου Λερίνης: «Id teneamus quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est», ἤτοι: τοῦτο κρατῶµεν, ὅπερ ἁπανταχοῦ, ὅπερ ἀείποτε, ὅπερ ὑφ᾿ ἁπάντων ἐπιστεύθη.

2. Ἐπὶ πλέον, βάσει τῆς σχετικῆς θεµατολογίας καὶ τῶν κειµένων πρὸς τελικὴν ἔγκρισιν ὑπὸ τῆς Συνόδου τῶν ἐκτρεποµένων Οἰκουµενιστῶν, διαπιστώνεται, ὅτι ἡ λεγοµένη αὐτὴ Μεγάλη Σύνοδος δὲν θὰ εἶναι καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ θεωρῆται Μεγάλη οὔτε κατὰ τὸν τύπον οὔτε κατὰ τὴν οὐσίαν· ἀντιθέτως µάλιστα: θὰ εἶναι µικρὰ καὶ ἐλαχίστη, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Σωτῆρος µας (πρβλ. Ματθ. ε’ 19), ὁπωσδήποτε δὲ θὰ ἀποκλεισθῇ ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου Συνειδήσεως.

3. Δὲν θὰ εἶναι τυπικῶς αὐτὴ ἡ Σύνοδος ὄντως Μεγάλη, ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἀριθµὸν τῶν Συνέδρων, διότι –βάσει τοῦ Κανονισµοῦ αὐτῆς– θὰ ἀποτελῇ τελικῶς µίαν διευρυµένην Σύναξιν Προκαθηµένων, βασιζοµένην εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἀντιπροσωπεύσεως, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑκάστη Τοπικὴ Ἐκκλησία θὰ ἔχῃ µίαν µόνο ψῆφον, πρᾶγµα τὸ ὁποῖον εἶναι ἀδιανόητον διὰ µίαν γνησίαν Ἐκκλησιαστικὴν Σύνοδον τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεώς µας.

4. Τοιουτοτρόπως, ἡ Σύνοδος αὐτὴ τῶν καινοτόµων Οἰκουµενιστῶν δὲν πληροῖ τοὺς ὅρους µιᾶς ὄντως Συνόδου τῆς Παραδόσεως, διότι τὸ αὐθεντικὸν Συνοδικὸν Ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ ἔκφρασιν τῆς οὐσίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαιτεῖ τὴν κατάθεσιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐµπειρίας ὑπὸ τοῦ συνόλου τῶν Ἐπισκόπων καὶ ἐξ ὀνόµατος τοῦ χριστωνύµου Λαοῦ ἑκάστης Ἐπισκοπῆς, ἐφ᾿ ὅσον –κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν– ὁ Ἐπίσκοπος ἐκπροσωπεῖ τὴν ὑπ᾿ αὐτὸν Τοπικὴν Ἐκκλησίαν εἰς τὴν Σύνοδον, ἡ δὲ γνησιότης τῆς τριπλῆς αὐτοῦ Διακονίας (Διακονία Μυστηρίων, Διδασκαλίας καὶ Διοικήσεως), συνιστᾶ καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν πιστότητα καὶ τὸ ἀσάλευτον, τόσον Αὐτοῦ, ὅσον καὶ τοῦ περὶ αὐτὸν Κλήρου καὶ Λαοῦ, εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν Ἀλήθειαν, ἤτοι εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ζωῆς.

5. Τὸ ἀντιπροσωπευτικὸν σύστηµα εἶναι κατ᾿ οὐσίαν ἀντι-συνοδικὸν σύστηµα, διότι ἀποκλείει τὴν συµµετοχὴν εἰς τὴν Σύνοδον ἐκείνων τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐξέφραζαν τὴν διαφωνίαν αὐτῶν πρὸς τὴν θεωρίαν καὶ τὴν πρᾶξιν τοῦ ἐκκλησιοµάχου Οἰκουµενισµοῦ, ταυτοχρόνως δὲ εἶναι σαφές, ὅτι ἐπιδιώκει τὴν ἀνάδειξιν τῆς γνώµης τῶν ἐλαχίστων –προεκλεγέντων καταλλήλως– ἀντιπροσώπων, ὡς ἔκφρασιν δῆθεν πανορθοδόξου συµφωνίας

6. Κατὰ δὲ τὴν οὐσίαν, δὲν θὰ εἶναι ὄντως Μεγάλη ἡ Σύνοδος αὐτὴ τῶν ψευδοδιδασκάλων Οἰκουµενιστῶν, ἐφ᾿ ὅσον τὰ θέµατα, τὰ ὁποῖα θὰ τὴν ἀπασχολήσουν οὔτε µεγάλα εἶναι οὔτε καίρια οὔτε σωτήρια, ἀλλ᾿ εἶναι ὄντως µικρὰ καὶ ἐλάχιστα, ἐπουσιώδη καὶ ὁπωσδήποτε ἐγκοσµιοκρατικῆς προοπτικῆς, οὐδόλως ἀφορῶντα ἀφ᾿ ἑνὸς µίαν ζῶσαν Ἐκκλησίαν, ποντοποροῦσαν ἐν µέσῳ ποικίλων προκλήσεων τῆς συγχρόνου ζωῆς, ἀφ᾿ ἑτέρου ἕνα κόσµον πληττόµενον θανασίµως ἀπὸ τὴν Φιλοδοξίαν, τὴν Φιλαργυρίαν καὶ τὴν Φιληδονίαν, βυθιζόµενον δὲ ἔτι καὶ ἔτι εἰς τὴν σύγχυσιν καὶ τὴν ἀπουσίαν νοήµατος ζωῆς.

7. Μία ὄντως Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας θὰ ἔπρεπε σήµερα νὰ ἀσχοληθῆ ἐπισταµένως, ὄχι µὲ θέµατα, τὰ ὁποῖα εἶναι αὐτονόητα καὶ ἔχουν ἤδη λυθῆ ἐπαρκῶς καὶ τελεσιδίκως ὑπὸ τῆς Εὐαγγελικῆς καὶ Κανονικῆς Παραδόσεως (Γάµος, Νηστεία, Εἰρήνη καὶ Συµφιλίωσις Λαῶν κ.τ.ὅ.)· ἀλλά, µὲ πολὺ σοβαρὰ καὶ ἐπίκαιρα Θέµατα Πίστεως-Δόγµατος καὶ Ζωῆς-Ἤθους, ἐν σχέσει µάλιστα µὲ λίαν ἐπικινδύνους συγχρόνους µας αἱρέσεις, ποικιλοµόρφους πλάνας καὶ ἰδεολογικὰ ρεύµατα, διαβρώνοντα σταδιακῶς, σταθερῶς καὶ ἐνίοτε ἀνεπαισθήτως τὴν χριστιανικὴν ἰδιαιτέρως κοινωνίαν οὕτως, ὥστε

 νὰ ἀκυρώνουν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Σωτηρίας (αἵρεσις τοῦ πολυµόρφου Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουµενισµοῦ, σχετικοποίησις τῆς Ἀληθείας, ἐκκλησιολογικὴ περιεκτικότης [comprehensivness], ἐκκοσµίκευσις, συγκρητιστικὰ κινήµατα «Νέας Ἐποχῆς»)·

 νὰ ἀναιροῦν τὸ Εὐαγγελικὸν Ἦθος (Βιοηθική, διαστροφὴ Ἀνθρωπολογίας, κοινωνικο-οικονοµικαὶ θεωρίαι), ἐν τέλει δέ,

 νὰ κηρύττουν «ἕτερον εὐαγγέλιον, παρ᾿ ὃ εὐηγγελίσθηµεν καὶ παρελάβοµεν» (ἀκαδηµαϊκή, στοχαστική, φιλοσοφίζουσα καὶ οἰκουµενιστικὴ θεολογία κ. ἄ.).

8. Εἶναι δὲ ἀκόµη µικροτέρα καὶ ἐλαχίστη ἡ Σύνοδος αὐτή, διότι προδίδει τὴν ἐλπίδα τοῦ κόσµου, προδίδει τὴν προσδοκίαν τῶν καλοπροαιρέτων ἀναζητητῶν τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ζωῆς, µέσῳ τῆς ἀντορθοδόξου διδασκαλίας αὐτῆς περὶ Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν ὁποίαν εἰς τὰ Κανονικὰ καὶ Χαρισµατικὰ Ὅρια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας περιλαµβάνονται δῆθεν καὶ αἱ νοθεύσασαι ποικιλοτρόπως τὸ Εὐαγγελικὸν Μήνυµα πολυώνυµοι αἱρετικαὶ θρησκευτικαὶ Κοινότητες Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἐν τέλει δὲ τὸ Θεοΐδρυτον Οἰκοδόµηµα τῆς Μιᾶς καὶ Μοναδικῆς Ἐκκλησίας τίθεται εἰς θέσιν καὶ σχέσιν ἰσότιµον καὶ παράλληλον πρὸς τὰς λεγοµένας Θρησκείας τοῦ Κόσµου, καταργουµένης τοιουτοτρόπως τῆς Ἱεραποστολικῆς-Εὐαγγελικῆς Κλήσεως πρὸς µετάνοιαν, ἐπιστροφὴν καὶ ἔνταξιν εἰς τὸ Ἓν καὶ Μοναδικὸν Σῶµα Αὐτῆς τῶν ἑτεροδόξων καὶ ἑτεροθρήσκων.

9. Ἐπιπροσθέτως, εἶναι ἐνδεικτικὸν τῆς ἀπουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος ἀπὸ τὴν προετοιµασίαν τῆς λεγοµένης Μεγάλης Συνόδου τῶν ποικιλοτρόπως ἐκτρεποµένων Οἰκουµενιστῶν, τὸ ὅτι ἀκόµη καὶ τὰ κείµενα, τὰ ὁποῖα προ-
ωθοῦνται πρὸς ἔγκρισιν, δὲν διέπονται ἀπὸ τὴν ζῶσαν καὶ ζωοποιοῦσαν πνοὴν τοῦ εὐαγγελικοῦ καὶ πατερικοῦ λόγου, οὔτε ἐµπνέονται ἀπὸ τὴν χριστοφόρον, ἐλπιδοφόρον καὶ ἀνακαινιστικὴν µαρτυρίαν τοῦ Θείου Παρακλήτου.

10. Τὰ θέµατα καὶ τὰ κείµενα τῆς Συνόδου αὐτῆς δὲν εἰσάγουν µόνον καινὰς καὶ αἱρετικὰς δοξασίας· εἰσάγουν ἐπίσης νεοφανῆ καὶ κενὸν τρόπον, κυριολεκτικῶς ἐγκοσµιοκρατικὸν καὶ χαµηλοτάτου ἐπιπέδου, ἀπευθυνόµενα δῆθεν πρὸς τὸν κόσµον, µὲ κανόνας µιᾶς γλώσσης γραφειοκρατικῆς, ἰδεολογικῆς, ἐπαγγελµατικῆς, ψυχρῆς καὶ ἀκάµπτου, ὁπωσδήποτε δὲ εἰς ἕνα κλῖµα νοσηρᾶς ἐσωστρεφείας.

 Ἆρά γε, αὐτὸ θὰ ἀνέµενεν, ὡς Φωνὴν τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ὁ ἀποπροσανατολισµένος σύγχρονός µας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀσφυκτιᾷ καὶ βιώνει τὴν κατάθλιψιν καὶ τὸν πνευµατικὸν θάνατον ἐντὸς ἑνὸς Νεο-ειδωλατρικοῦ Πολιτισµοῦ;

* * *

Γ’. Ἱστορικὴ Ἀναδροµὴ-Πορεία Ἀποστασίας


Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ Συλλειτουργοί·
Ἀγαπητὰ ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῇ Γνησίᾳ Ὀρθοδοξίᾳ τέκνα·
1. Θὰ πρέπει ὅµως νὰ ὑπογραµµισθῇ, ὅτι ἡ ἐκ τῶν προτέρων κριτικὴ στάσις καὶ ἐν τέλει ἀπόρριψις ἐκ µέρους τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας τῆς λεγοµένης
Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῶν πεπτωκότων Οἰκουµενιστῶν καὶ ὁ χαρακτηρισµὸς αὐτῆς ὡς µικρᾶς καὶ ἐλαχίστης καὶ ὁπωσδήποτε ὡς ψευδοσυνόδου, δὲν ὀφείλεται µόνον εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἀντιπροσωπεύσεως, ὡς καὶ εἰς τὴν θεµατολογίαν καὶ τὰ κείµενα αὐτῆς, ἀλλὰ πρωτίστως καὶ θεµελιωδῶς εἰς τὰ πρόσωπα καὶ τὴν ἱστορικὴν πορείαν αὐτῆς, ἀναγοµένης εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ Κ’ αἰῶνος, καὶ πάντοτε βεβαίως ἐν συναρτήσει τόσον µετὰ τῆς προϊστορίας τοῦ Συγκρητισµοῦ, ὅσον καὶ µετὰ τῆς γενέσεως καὶ τῆς ἐξελίξεως τῆς συγχρόνου µας παναιρέσεως τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, τῆς ὁποίας αἱ ἁπαρχαὶ ἀνιχνεύονται εἰς τὸν συγκρητιστικὸν Γνωστικισµόν, τὸν καταδικασθέντα ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας συνοδικῶς καὶ διδάσκοντα σωτηρίαν «µόνον ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς».

2. Εἶναι γνωστόν, ὅτι ἡ λεγοµένη Οἰκουµενικὴ Κίνησις, ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τῆς συνεργασίας τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Ὁµολογιῶν, προκειµένου δῆθεν νὰ διακονήσουν ἀπὸ κοινοῦ τὸν κόσµον, µὲ τελικὸν σκοπὸν τὴν ἕνωσιν αὐτῶν, ἐνεφανίσθη τὸ πρῶτον κατὰ τὰ µέσα τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος ἐντὸς τοῦ προτεσταν-τικοῦ κόσµου τῆς Δύσεως, ἑτοιµάζουσα ποικιλοτρόπως τὸ ἔδαφος διὰ µίαν οἰκουµενικὴν συνεργασίαν πάντων τῶν Χριστιανῶν, θεσµικῶς ἐκφραζοµένην, µὲ τὴν σύµπηξιν ἑνὸς Παγχριστιανικοῦ Ὀργανισµοῦ, τοῦ ὁποίου ὅµως τὰ µέλη δὲν θὰ ἀληθεύουν ἐν τῇ Ἀγάπῃ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀλλὰ θὰ δραστηριοποιοῦνται συγκρητιστικῶς εἰς τὸ πλαίσιον µιᾶς ἐγκοσµιοκρατικῆς Ἀγάπης καὶ Διακονίας.

3. Ἀκριβῶς εἰς τὸ κρίσιµον αὐτὸ σηµεῖον, εἰσέρχεται ἐπισηµότατα εἰς τὰ οἰκουµενιστικὰ δρώµενα τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναλαµβάνει πρωτοβουλίας, αἱ ὁποῖαι ἀποτελοῦν ὄντως Καινοτοµίαν καὶ ἀνατρέπουν πλήρως τὸν ἀκριβῆ Κανόνα καὶ Ὅρον τῆς εὐσεβοῦς Διδασκαλίας, τοῦ Ἀποστολικοῦ «Τύπου Διδαχῆς» (πρβλ. Ρωµ. Ϛ’ 17).

4. Κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ Κ’ αἰῶνος, ἐπικρατοῦντος ἤδη κλίµατος καινοτοµιῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Πατριάρχης Ἰωακεὶµ Γ’ ἀποστέλλει πρὸς τὰς ἄλλας Τοπικὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας δύο Συνοδικὰς Ἐγκυκλίους (1902 καὶ 1904), διὰ τῶν ὁποίων τίθεται τὸ ζήτηµα τῶν σχέσεων, ὡς καὶ τὸ θέµα τῆς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «ἐν τῷ παρόντι καὶ ἐν τῷ µέλλοντι», «µετὰ τῶν δύο µεγάλων τοῦ χριστιανισµοῦ ἀναδενδράδων (τ.ἐ. ἀναρριχοµένων ἀµπέλων, κληµαταριῶν), τῆς Δυτικῆς δηλονότι καὶ τῆς τῶν Διαµαρτυροµένων Ἐκκλησίας»· ἐπίσης, προτείνονται τρόποι προλειάνσεως τῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν παγκόσµιον χριστιανικὴν ἑνότητα, καὶ τέλος ἀπευθύνεται προτροπὴ διὰ σπουδὴν πρὸς ἕνωσιν εἰδικὰ µὲ τοὺς Παλαιοκαθολικοὺς καὶ Ἀγγλικανούς, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται ὡς «διϊστάµενοι», ἤτοι ὄχι ὡς Χριστιανοὶ ἀποκεκοµµένοι τῆς Μιᾶς καὶ Μοναδικῆς Ἀµπέλου, ἑποµένως δὲ κείµενοι εἰς πτῶσιν, ἀλλ᾿ ὡς ἱστάµενοι ἐν τῇ Πίστει, µὴ κοινωνοῦντες ὅµως πρὸς τὸ παρὸν µὲ τοὺς ᾿Oρθοδόξους.

5. Εἰς τὰς δύο αὐτὰς Ἐγκυκλίους ἀπηχεῖται σαφέστατα ἡ ἀγγλικανικὴ Θεωρία τῶν Κλάδων καὶ εἰς αὐτὰς εὑρίσκονται αἱ ρίζαι καὶ ἀπαρχαὶ τόσον τῆς ἐµπλοκῆς, ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τῶν ᾿Oρθοδόξων εἰς τὴν προτεστατικὴν Οἰκουµενικὴν Κίνησιν, ὅσον καὶ τῆς ἤδη ἀναµενοµένης Μεγάλης Συνόδου τῶν ψευδοδιδασκάλων Οἰκουµενιστῶν.

6. Τὸν Ἰανουάριον τοῦ 1920, ἡ Κωνσταντινούπολις, διὰ µέσου τοῦ Πατριαρχικοῦ Διαγγέλµατος, τῆς «ἱδρυτικῆς» αὐτῆς «χάρτας τῶν συγχρόνων οἰκουµενικῶν κινήσεων», κηρύσσει πλέον ἐπισήµως καὶ µὲ τρόπον πρωτοφανῆ, ἀπροκαλύπτως καὶ γυµνῇ τῇ κεφαλῇ, τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ἐφ᾿ ὅσον κατὰ κύριον λόγον ἀναγνωρίζει τὰς πολυωνύµους αἱρέσεις ὄχι «ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας, ἀλλ᾿ ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ “συγκληρονόµους καὶ συσσώµους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ”»· ἐπίσης, προτείνει, διὰ τὴν ὠφέλειαν δῆθεν «τοῦ ὅλου τῆς Ἐκκλησίας σώµατος», ἐντὸς τοῦ ὁποίου νοοῦνται ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι, τὴν ἵδρυσιν µιᾶς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν», ἡ ὁποία τελικῶς ἐπραγµατοποιήθη, ὡς γνωστόν, ἐν ἔτει 1948 µὲ τὴν σύµπηξιν τοῦ οὕτω καλουµένου Παγκοσµίου Συµβουλίου Ἐκκλησιῶν.

7. Εἰς τὰ θεµέλια τῆς προτεινοµένης ὑπὸ τοῦ Διαγγέλµατος τοῦ 1920 Διαχριστιανικῆς Ὁµοσπονδίας κεῖνται αἱ τρεῖς κύριαι κακοδοξίαι τοῦ πολυ-αιρετικοῦ Οἰκουµενισµοῦ: ἡ Βαπτισµατικὴ Θεολογία, ὁ Δογµατικὸς Συγκρη-τισµὸς καὶ ἡ Ἐγκοσµιοκρατικὴ Προοπτική, αὐταὶ δὲ αἱ κακοδοξίαι ἔκτοτε εὑρίσκονται εἰς τὸ κέντρον τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως καὶ διὰ µέσου αὐτῶν οἱ ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουµενισταὶ ἔχουν τὴν αἴσθησιν, ὅτι ἀνήκουν πλέον εἰς µίαν Νέαν Οἰκουµενικὴν Ἀδελφότητα καὶ ἀποκτοῦν µίαν νέαν ἐκκλησιολογικὴν αὐτο-συνειδησίαν.

8. Ἄµεσος ἀπόρροια τοῦ Πατριαρχικοῦ Διαγγέλµατος τοῦ 1920 ἦτο ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡµερολογίου κατὰ τὸ ἔτος 1924, ἐφ᾿ ὅσον τὸ οἰκουµενιστικὸν Διάγγελµα εἶχε προτείνει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τὴν παραδοχὴν «ἑνιαίου Ἡµερολογίου πρὸς ταυτόχρονον ἑορτασµὸν τῶν µεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπὸ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν», τῆς δὲ ἀλλαγῆς εἶχε προηγηθῆ τὸ λεγόµενον Πανορθόδοξον Συνέδριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως (10.5-8.6.1923), τοῦ ὁποίου οἱ σύνεδροι, ὑπὸ τὸν Καινοτόµον-Νεωτεριστὴν-Τέκτονα πατριάρχην Μελέτιον Μεταξάκην, εἶχον τὴν συνείδησιν, ὅτι ἀποτελοῦσαν «µέλη τῆς παγχριστιανικῆς ἀδελφότητος» καὶ ἐπεδίωκον τὴν ἀλλαγὴν τοῦ Ἡµερολογίου, ὥστε νὰ ἐπιτευχθῇ ἡ «προσέγγισις τῶν δύο χριστιανικῶν κόσµων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως», εἶναι δὲ γνωστόν, ὅτι ἐν ὀνόµατι τῆς προσεγγίσεως αὐτῆς ἐν τέλει διεσπάσθη ἡ µακραίων καὶ καθηγιασµένη Ἑορτολογικὴ Ἑνότης τῶν Ὀρθοδόξων.

9. Αἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ 1902 καὶ 1904, ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 καὶ τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον τοῦ 1923, ἀλλὰ βεβαίως καὶ ἡ Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ 1930 (Ἱερὰ Μονὴ Βατοπεδίου, Ἁγίου Ὄρους), θεωροῦνται ἑνιαίως, µὲ οἰκουµενιστικὴν προοπτικὴν καὶ ἀναφορὰν πρὸς τὴν συγκληθησοµένην Μεγάλην Σύνοδον καὶ ἀποτελοῦν «ἐκφάνσεις µιᾶς µακροπνόου ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς» τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ἡ δὲ θεµατολογία αὐτῶν εἶναι ὁ κύριος ἄξων µιᾶς προβληµατικῆς, ἡ ὁποία ἐξεδηλώθη πλέον συγκεκριµένως εἰς τὰς Πανορθοδόξους Διασκέψεις ἐν Ρόδῳ (1961-Α’, 1963-Β’, 1964-Γ’) καὶ ἐν Γενεύῃ (1968-Δ’).

10. Δὲν θὰ πρέπει νὰ λησµονῆται, ὅτι ἡ ἀπὸ µακροῦ παρασκευαζοµένη Μεγάλη Σύνοδος τῶν καινοτόµων Οἰκουµενιστῶν ἔχει ἀναµφιβόλως καὶ ὁµολογουµένως ὡς βάσιν αὐτῆς τὴν Ἐγκύκλιον τοῦ 1920· τοῦτο εἶχεν ἀποφασισθῆ καὶ δηλωθῆ εἰς τὸ πρῶτον θεµατολόγιον, ἐν Ρόδῳ (1961-Α’): 
«Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουµενικὴ Κίνησις -α. Ἡ ἐν τῷ πνεύµατι τῆς Πατριαρχικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 παρουσία καὶ συµµετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῇ Οἰκουµενικῇ Κινήσει»·

 ἡ δὲ ἀντορθόδοξος Ἐγκύκλιος αὐτὴ ἀποτελεῖ, ὡς ἔχει ὀρθῶς ἐπισηµανθῆ, «ἐπιστολὴν τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη».

11. Ἡ προγραµµατιζοµένη ὑπὸ τῆς λεγοµένης Μεγάλης Συνόδου ἀναγνώρισις τῆς ἐκκλησιαστικότητος τῶν αἱρετικῶν Κοινοτήτων Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς δὲν εἶναι ζητούµενον ὑπὸ τῶν ἐκκλησιοµάχων Οἰκουµενιστῶν, διότι αὐτὴ ἔχει ἤδη διακηρυχθῆ, ἔχει γίνει συλλογικῶς/πανορθοδόξως δεκτή, βιώνεται ἀδιαταράκτως καὶ σκοπίµως ἐπὶ ἕνα περίπου αἰῶνα, τώρα δὲ ἁπλῶς θὰ θεσµοθετηθῆ συνοδικῶς καὶ τοιουτοτρόπως ἡ πολύµορφος αἵρεσις τοῦ Οἰκουµενισµοῦ θὰ δογµατοποιηθῇ µὲ πολὺ συγκεκριµένον τρόπον, ὅπως προέβλεπεν τὸ γράµµα καὶ τὸ πνεῦµα τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920:

 Αἱ ἁπανταχοῦ ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ, αἱ συναποτελοῦσαι τὴν Νέαν Οἰκουµενικὴν Ἀδελφότητα, δὲν ἀντικρύζουν ἀλλήλας ὡς ἀγνώστους καὶ ξένας, ἀλλ᾿ ὡς συγγενεῖς καὶ ἀποτελούσας τὴν οἰκοδοµὴν τοῦ Χριστοῦ καὶ οὔσας συγκληρονόµους καὶ συσσώµους καὶ συµµετόχους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ.

* * *

Δ’. Ἐπίλογος: Ἐµµονὴ εἰς ὃ εὐηγγελίσθηµεν καὶ παρελάβοµεν

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Ἀδελφοὶ καὶ πεφιληµένα ἐν Κυρίῳ τέκνα·

1. Εὐχόµεθα νὰ µὴ ἐπιτρέψῃ ἡ ἄµαχος θεοµητορικὴ Σκέπη τοιαύτην κατά-πτωσιν τῶν λεγοµένων ἐπισήµων Ἐκκλησιῶν, ἅπαντες δὲ οἱ πλανηθέντες καὶ πεπτωκότες Οἰκουµενισταί, ἐν συντριβῇ καὶ µετανοίᾳ, νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν Ὁδὸν τῶν Πατέρων ἡµῶν καὶ νὰ µὴ συµµετάσχουν εἰς µίαν κακέκτυπον Σύνοδον ἢ µᾶλλον εἰς ἕνα κατ᾿ ἀκρίβειαν Οἰκουµενιστικὸν Συνέδριον, εἰς τὸ πνεῦµα τῆς λεγοµένης Β’ Βατικανῆς Συνόδου τοῦ παναιρετικοῦ Παπισµοῦ (1962-1965).

2. Οἱ καλοπροαίρετοι ἀδελφοί µας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, οἱ εὑρισκόµενοι ἀκόµη εἰς κοινωνίαν µὲ τοὺς καινοτόµους ποιµένας αὐτῶν, ἂν καὶ ἔχουν σαφῆ γνῶσιν τῶν Δογµατικῶν καὶ Κανονικῶν ἐκτροπῶν τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουµενισµοῦ, µάλιστα δὲ οἱ ἁγιορεῖται Μοναχοί, εἶναι πλέον καιρὸς νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ σκότος καὶ τὸ ψεῦδος τῆς αἱρέσεως καὶ νὰ εἰσέλθουν εἰς τὸ Φῶς καὶ τὴν Ἀλήθειαν τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, διότι «ἐὰν εἴπωσιν ὅτι κοινωνίαν ἔχουσι µετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατοῦσι, ψεύδονται καὶ οὐ ποιοῦσι τὴν Ἀλήθειαν» (πρβλ. Α’ Ἰωάν. α’ 6).

3. Ὁ Κλῆρος καὶ ὁ Λαός µας, τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς διαφόρους χώρας, ἐµπνεόµενοι ἀπὸ τοὺς Μάρτυρας καὶ τοὺς Ὁµολογητάς, ἔχουν πρωτοστατήσει ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς ἐµφανίσεως τοῦ ἐκκλησιοµάχου Οἰκουµενισµοῦ, ἀγωνιζόµενοι «τὸν Ἀγῶνα τὸν Καλόν»· ἔχουν τηρήσει ἀκεραίαν καὶ Γνησίαν τὴν Πίστιν τῶν Πατέρων αὐτῶν, βαστάσαντες τὸν καύσωνα καὶ τὸ ψῦχος δεινῶν διωγµῶν· καὶ σήµερον, ἐν ὄψει τῆς ἀποκορυφώσεως τῆς συγκρητιστικῆς Ἀποστασίας, αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκην νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Σωτῆρα µας Χριστόν, διότι ἠξίωσεν αὐτοὺς νὰ παραµείνουν ἑδραῖοι καὶ ἀµετακίνητοι εἰς τὴν «῾Υγιαίνουσαν Διδασκαλίαν» τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων, ἤτοι εἰς τὴν «Ὀρθὴν τῆς Πίστεως Ὁµολογίαν» καὶ νὰ δίδουν περὶ Αὐτῆς Μαρτυρίαν, ἔργῳ καὶ λόγῳ.

4. Τὰ τέκνα τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας, ἐµµένοντα ἀκλινῶς εἰς τὴν θεόπνευστον Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ παραπέµποντα διαρκῶς «ἐπὶ τὸν εὐκλεῆ καὶ σεµνὸν τῆς Παραδόσεως ἡµῶν Κανόνα», κατὰ τὸν Ἅγιον Κλήµεντα Ρώµης, εἶναι ἕτοιµα, ὅταν ὁ καιρὸς καλέσῃ τοῦτο, νὰ ἐπαναλάβουν καὶ συλλογικῶς, ἐν Συνόδῳ Γνησίᾳ καὶ Ἀντι-οικουµενιστικῇ, αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἔπραξαν κατὰ τὸ παρελθὸν διὰ Συνόδων Τοπικῶν, ἤτοι τὸ Ἀποστολικόν:

«Καὶ ἐὰν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ἡµῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελίσθηµεν, ἀνάθεµα ἔστω!... Εἴ τις ἡµᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾿ ὃ παρελάβοµεν, ἀνάθεµα ἔστω!» (πρβλ. Γαλ. α’ 8-9).

Κείμενον διαμορφωθὲν καὶ ἐγκριθὲν ὑπὸ τῆς Διορθοδόξου Συσκέψεως τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (13/26.5.2016)


ΠΗΓΗ: http://www.ecclesiagoc.gr/index.php/ekklisiologika/950-minima-egrigorsews