Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙ(ΣΤΙ)ΚΗ ΚΙΝΗΣΗ, ΑΙΡΕΣΙΣ Η΄ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ (4ο ΜΕΡΟΣ)


Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ


Τα σχετικά με τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα τα δανειζόμαστε από το εξαίρετο, θαυμάσιο και πολύ εμπεριστατωμένο κείμενο του πανοσιολογιωτάτου αρχιμανδρίτου π. Ιωάσαφ Μακρή «Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20ο αιώνα»[5].

Η εκλογή του Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρα

Κορυφαία όσο και καθοριστική εκδήλωση του ενεργού ενδιαφέροντος και ενασχολήσεως της αμερικανικής πολιτικής με τις υποθέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι η επιλογή και επιβολή το 1948 στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως του μέχρι τότε Αρχιεπισκόπου Αμερικής κυρού Αθηναγόρα. Είναι ο μοναδικός Πατριάρχης που εκλέγεται στον Οικουμενικό Θρόνο, χωρίς να έχει την τουρκική υπηκοότητα, όπως προβλέπεται από την Συνθήκη της Λωζάνης. Είχε προηγηθεί ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Πατριάρχη Μαξίμου του Ε΄ καί η διαγραφή από την τουρκική κυβέρνηση όλων των Ιεραρχών της ενδημούσης συνόδου από τον κατάλογο υποψηφίων.

Η αναγκαστική παραίτηση του Πατριάρχη Μαξίμου του Ε΄, που επισήμως αποδόθηκε σε λόγους υγείας, αποδίδεται σε αμερικανική απόφαση για αναχαίτιση των πρωτοβουλιών του Πατριαρχείου της Μόσχας και των Σοβιετικών με την θεωρούμενη ανοχή του Πατριάρχη.

«Το 1945 το Πατριαρχείο Μόσχας συγκάλεσε μία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, στην οποία συμμετείχαν και οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας Χριστοφόρος και Αντιοχείας Αλέξανδρος. Εκεί τέθηκαν οι νέες βάσεις για την Πανορθόδοξη ενότητα και μαρτυρία. Όλα έγιναν εν αγνοία της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και του Προκαθημένου της. Το γεγονός θορύβησε τις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στην αρχή και πολλοί έβλεπαν ότι οι Σοβιετικοί τροπαιούχοι από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν το Πατριαρχείο στη προσπάθεια διείσδυσης σε νέες σφαίρες επιρροής. Οι απόψεις αυτές ενισχύθηκαν ένα χρόνο αργότερα, όταν, κατά τη διάρκεια της ενθρόνισής του, ο Πατριάρχης Μάξιμος ο Ε΄ τίμησε με εξαιρετικό τρόπο τον Σοβιετικό πρέσβυ, τον οποίο υποδέχθηκε ως εκπρόσωπο της Τσαρικής Ρωσίας, ενώ υπάρχουν και πληροφορίες ότι κάποια στιγμή ταξίδεψε μαζί με τον Ρώσο διπλωμάτη στο αυτοκίνητό του. Έτσι οι ΗΠΑ αποφάσισαν να λάβουν μέτρα : η εκλογή του κυρού Αθηναγόρα, η άφιξή του με το αεροσκάφος του Αμερικανού Προέδρου Χάρι Τρούμαν, η παραχώρηση της τουρκικής υπηκοότητας με το σκεπτικό ότι, όταν γεννήθηκε, το χωριό του στην Ελλάδα αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής επικράτειας, ήταν μερικές μόνον από τις κινήσεις, που δρομολόγησε η Ουάσιγκτον»[6].

Οι λεπτομέρειες της εκλογής του κυρού Αθηναγόρα έχουν ως εξής:

«Ενώ στην εκλογή Μαξίμου ο νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε δηλώσει στην πατριαρχική αντιπροσωπεία, που τον επισκέφθηκε, ότι οι αρχιερείς του Φαναρίου μπορούσαν να εκλέξουν όποιον θέλουν, στην εκλογή Αθηναγόρα έθεσε θέμα αποκλεισμού απ’ αυτήν όλων των αρχιερέων λέγοντας το περίφημο ‘ουδείς εξ υμών’. Κι αυτό, γιατί για την τουρκική κυβέρνηση, συμφωνούντων και της ελληνικής και της αμερικανικής, μοναδικός υποψήφιος ήταν ο Αμερικής Αθηναγόρας.
Η υποψηφιότητα Αθηναγόρα προκάλεσε αντιδράσεις τόσο στην Σύνοδο του Πατριαρχείου, όσο και στην Ιεραρχία των Νέων Χωρών στην Ελλάδα. Τότε εκδηλώθηκε ανοικτή υποστήριξη προς τον υποψήφιο τόσο από την ελληνική, όσο και κυρίως από την τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα άρχισαν οι πιέσεις από τον νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως προς όσους αντιδρούσαν. Ακόμη η υποψηφιότητά του παραβίαζε τον τεσκερέ του 1923, σύμφωνα με το οποίο οι Οικουμενικοί Πατριάρχες έπρεπε να είναι Τούρκοι πολίτες. Παρά ταύτα όχι μόνο έγινε δεκτός, αλλά μετά την εκλογή του, του δόθηκε η τουρκική υπηκοότητα και όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο νομάρχης του παρέδωσε την ταυτότητα.

Με τον τρόπο αυτό άρχισε η πατριαρχία Αθηναγόρα, που κράτησε για 24 χρόνια. 

Ποιοί οι καρποί, τα αποτελέσματα της πατριαρχίας Αθηναγόρα; α) Το 300.000 ορθοδόξων πιστών ποίμνιο, αυτός κατάφερε να το συρρικνώσει στις 3.000, και β) κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του δεν σημειώθηκε καμμία μεταστροφή αιρετικού ή ετεροδόξου στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο καθένας παρέμεινε στην αίρεση και την ετεροδοξία του.
Για το Οικουμενικό Πατριαρχείο η επιλογή ήταν δεδομένη και την είχε εκμυστηρευτεί αποκαλυπτικά στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο ο ίδιος ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας : «Από αυτή την κατάθλιψη, στην οποία ζούμε εδώ επί αιώνες, δεν είναι δυνατόν να μας βγάλει κανείς. Πρέπει να βγάλουμε εμείς τον εαυτό μας, κοιτάζοντας προς την Δύση, προς την Ευρώπη γενικά και τις Εκκλησίες της Δύσεως»[9].

Η καλλιέργεια σχέσεων με το Βατικανό

Από το ξεκίνημα της πατριαρχίας του «ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας ενηγκαλίσθη μετά παροιμιώδους ζωτικότητος το ζήτημα της αναθερμάνσεως των επαφών με την Ρώμην, την οποίαν εν τω ενθρονιστηρίω ήδη λόγω του ασπάζεται μετ’ απεράντου σεβασμού αδελφικώς εν Χριστώ»[10] 

Το άνοιγμα και οι στενές σχέσεις του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα με το Βατικανό ήταν κάτι το αναμενόμενο και προγραμματισμένο, καθώς «από Μητροπολίτης Κερκύρας είχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις με τον Παπισμό που ως αρχιεπίσκοπος Αμερικής τις αξιοποίησε περισσότερο. Όταν μάλιστα ως Οικουμενικός Πατριάρχης διήρχετο με το προσωπικόν αεροπλάνον του Τρούμαν από το ιταλικό έδαφος, παρακάλεσε τον πιλότο να πετάξη πάνω από την Αγία Έδρα, ανταποκρινόμενος κατ’ αυτόν τον τρόπον στην επιθυμία πολλών φίλων του της Αμερικής να συνδεθή στενότερα με τον Παπισμό»[11].

Ο πρώτος επίσημος απεσταλμένος του Φαναρίου στο Βατικανό ήταν ο μόλις εκλεγμένος τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο πρώτος ορθόδοξος Ιεράρχης που συναντήθηκε με τον πάπα μετά από αιώνες.

Στην συνάντηση, που είχε με τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ κατά το έτος 1959, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής του μεταφέρει προσωπικό μήνυμα του Πατριάρχη Αθηναγόρα : «Αγιώτατε. Η Α. Θ. Παναγιότης ο Πατριάρχης μοι ανέθεσε την υψίστην τιμήν να επιδώσω προς την Υμετέραν Αγιότητα, όχι εν γράμμασιν αλλ’ εν τη ζώση, το εξής μήνυμα : ‘εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης’. Διότι πιστεύει ότι Υμείς είσθε ο δεύτερος Πρόδρομος, ο επιφορτισμένος παρά του Θεού με την εντολήν ευθείας να ποιήσητε τας τρίβους Αυτού»[12].

Στην απάντησή του ο Πάπας αποκαλύπτει τις προθέσεις του Βατικανού εν όψει της Β΄ Βατικανής Συνόδου, που επρόκειτο να ξεκινήσει τις εργασίες της. «Σκοπός της νέας Συνόδου είναι η επανένωσις της Εκκλησίας»δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο και συμφωνούν από κοινού ότι «η «ένωση των εκκλησιών» πρέπει να στηριχθεί στις αρχές της Γαλλικής Επαναστάσεως»[13]«Εάν δεν επικρατήση το σύνθημα της Γαλλικής Επαναστάσεως: ελευθερία, ισότης, αδελφότης, ούτε ειρήνη θα υπάρξει μεταξύ των εθνών, ούτε ένωσις μεταξύ των Εκκλησιών»[14].
Τέλος, ο Πάπας ορίζει τις βασικές αρχές αυτής της «ενώσεως» : «Η ένωσις θα είναι ένωσις καρδιών. Ένωσις προσευχής. Ένωσις – καρπός αναζητήσεως του ενός υπό του άλλου»[15], δηλώνει στον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο και σηματοδοτεί, έτσι, την νέα οικουμενική πολιτική του Βατικανού έναντι της Ορθοδοξίας.

Η νέα αυτή πολιτική, που θα λάβει την επίσημη μορφή της με τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1963-1965) και το περίφημο «Διάταγμα περί Οικουμενισμού», θα επιβληθεί στο εξής στον διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, αφού θα γίνει δεκτή και εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Πρόκειται για την γνωστή ουνιτικού τύπου «ενότητα», με τον αμοιβαίο εμπλουτισμό των δύο παραδόσεων, την ενότητα εν τη ποικιλία, η οποία προπαγανδίζεται κατά κόρον και στις μέρες μας. Ενότητα δηλ., όχι στην πίστη και την αλήθεια, αλλά μία συγκρητιστικού τύπου συγχώνευση, μία απορρόφηση, ουσιαστικά, της Ορθοδοξίας στον παπισμό, χωρίς αυτός να αποβάλει καμμία από τις αιρετικές πλάνες του.

Με την αναρρίχησή του στον Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας ξεκίνησε επίσημες και μυστικές επαφές με το Βατικανό. «Ο Αθηναγόρας επί συνεχή έτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακώς με το Βατικανό την συνάντηση του με τον Πάπα. Διαμεσολαβητής είναι ο Ρουμάνος Αρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, και διάφορες προσωπικότητες του παπικού κόσμου»[1].
Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 1964 στα Ιεροσόλυμα. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄, κατά την διάρκεια της λήξεως των εργασιών της Β΄ Βατικανής Συνόδου, προανήγγειλε την προσκυνηματική του επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας έσπευσε να δηλώσει ότι θα πάει και ο ίδιος στα Ιεροσόλυμα με σκοπό να συναντήσει τον Πάπα. Επιθυμούσε δε στην συνάντηση αυτή να συμμετάσχουν και οι ηγέτες του Προτεσταντισμού με σκοπό μια παγχριστιανική προσέγγιση, που θα οδηγούσε στην ένωση.
«Δεν ηρκέσθη δε μόνον εις τούτο. Επρότεινε ταυτοχρόνως, ίνα και οι Πατριάρχαι και Πρόεδροι των εκασταχού Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών πορευθώσιν όλοι ομού εις Ιεροσόλυμα, συναντηθώσι μετά του Πάπα και διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί της ενώσεως των Εκκλησιών»[2], σχολιάζει ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Η συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη στάθηκε μία υποδειγματική εφαρμογή της προαποφασισμένης οικουμενιστικής τακτικής. Επικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις και μια ακατάσχετη αγαπολογία κυριάρχησε στην πολύκροτη συνάντηση, έτσι όπως μας την περιγράφει ο ίδιος ο Πατριάρχης : «Κι όταν είδε ο ένας τον άλλο, αι χείρες μας ήνοιξαν αυτομάτως. Ο ένας ερρίφθη εις την αγκάλην του άλλου. Όταν μας ηρώτησαν πως εφιληθήκαμεν, αδελφοί, ύστερα από 900 χρόνια - Ερωτάς πως; Επήγαμε οι δύο μας χέρι με χέρι εις το δωμάτιόν του, και είχαμεν μίαν μυστικήν ομιλίαν οι δύο μας. Τι είπαμεν; Ποιός ξέρει τι λέγουν δύο ψυχές όταν ομιλούν! Ποιός ξέρει τι λέγουν δύο καρδίαι, όταν ανταλλάσσουν αισθήματα»[5]!

ΘΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΟΥΜΕ ΕΝΑ ΒΙΝΤΕΟ ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ. 





Η άρση των αναθεμάτων

Αυτή η «ένωση στο κοινό Ποτήριο» επιχειρήθηκε με την περίφημη «άρση των αναθεμάτων» μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου, που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 1965, με μονομερή απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία «με πολλήν δυσμένειαν επληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παν. Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία»[11], καθώς εδήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χρυσόστομος  Β΄.
Με την άρση των αναθεμάτων οι δύο πλευρές εννοούσαν την άρση του Σχίσματος. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κυρός Ιάκωβος, επίσημος απεσταλμένος εκείνη την περίοδο του Πατριάρχη κυρού Αθηναγόρα προς τους Παπικούς, αποκαλύπτει το περιεχόμενο των μηνυμάτων, που αντέλλασσαν Φανάρι και Βατικανό «μέχρι του τολμηρού επίσης μηνύματος, που μου ανέθεσε ο Πατριάρχης να μεταβιβάσω στον πρόεδρο της Επιτροπής Σχέσεων Δύσης και Ανατολής, που ήταν ένας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ο Αυγουστίνος Μπέα».
Και συνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος: «Λίγο καιρό μετά, επισκέπτομαι τον Μπέα στη Νέα Υόρκη. Τον ρώτησα: ‘Τι λέτε, σεβασμιότατε, μπορούμε να φέρουμε τις Εκκλησίες μας πιο κοντά με την άρση του Σχίσματος;’ Μου λέει: ‘Καλή ιδέα, δεν ξέρω πώς θα τη δεχτούν στη Ρώμη, αλλά εγώ νομίζω ότι πρέπει να γίνει η άρση του Σχίσματος. Έτσι, δεν θα έχουμε λόγο κανέναν να μην πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο».
Ερώτηση Γ. Μαλούχου: «Την άρση του Σχίσματος ή του αναθέματος»;
Απάντηση Αρχιεπισκόπου : «Και τα δύο αυτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί όταν κατέθεσαν οι αντιπρόσωποι του Πάπα το ανάθεμα, τρόπον τινά, με το οποίο αναθεμάτιζε ο Πάπας Νικόλαος τον Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ήταν το οριστικό Σχίσμα πια. Δεν έγινε άλλη επίσημος πράξις, που να καθιερώσει το Σχίσμα ως μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσεως»[12]. Η άρση του σχίσματος εντάσσεται, άλλωστε, και στην λογική των αποφάσεων της Β΄ Βατικανής Συνόδου, που πραγματοποιείτο εκείνο το διάστημα, για άρση της ακοινωνησίας και αναγνώριση των μυστηρίων των Ορθοδόξων.
Στο λατινικό μάλιστα κείμενο της «άρσεως των αναθεμάτων» υπάρχει ο όρος excommunicatio = ακοινωνησία, ο οποίος στην επίσημη μετάφραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταφράζεται ως «αναθέματα»[13]. Το κείμενο, δηλαδή μιλούσε για «άρση της ακοινωνησίας». «Οι New York Times μετέδωσαν την από κοινού αγγελίαν του Βατικανού και του Φαναρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1965 δια την άρσιν του excommunicatio (της ακοινωνησίας του Λατινικού κειμένου) εις την πρώτην σελίδα, ως το τέλος του σχίσματος του 1054 και ως την επανέναρξιν της μυστηριακής κοινωνίας, που είχε τότε δήθεν διακοπεί. Φαίνεται πλέον σαφώς ότι το Ελληνικόν κείμενον, που αναγγέλει την ‘άρσιν των αναθεμάτων’, ήτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται είχε σκοπόν να αμβλύνη ενδεχομένας αρνητικάς αντιδράσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών»[14], επισημαίνει ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, επίσης, είναι ότι «ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, πρίν επισκεφθεί το Φανάρι (30-11-1979)... εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι η ενότητα έχει αποκατασταθεί στην πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[15],όπως υπογραμμίζει ο Αντώνιος Παπαδόπουλος.

Το νέο οικουμενιστικό δόγμα, που διαμορφώνεται μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου στα μέσα του 20ου αιώνα, θεωρεί αμελητέες τις δογματικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, αποδίδει το Σχίσμα και την διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας σε πολιτικούς λόγους και την έλλειψη αγάπης εκατέρωθεν. Με βάση αυτή την λογική, λοιπόν, αυτό, που χρειαζόταν, για την αποκατάσταση της ενότητος, ήταν η άρση του Σχίσματος και «να αγαπηθούμε», κατά τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα, αφού «έως το 1054 είχαμε πολλάς διαφοράς... αλλά ηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054, που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές. Ηγαπώμεθα και είχομεν το ίδιον μυστήριον. Το ίδιον βάπτισμα, τα ίδια μυστήρια και ιδιαιτέρως το ίδιο Άγιον Ποτήριον. Τώρα που ξαναγυρίσαμεν εις το 1054, διατί δεν ξαναγυρίζομεν και εις το Άγιον Ποτήριον»[16].


Ο στόχος, λοιπόν, είναι δεδομένος : η πλήρης «ένωση», το κοινό Ποτήριο. Για την επίτευξη αυτού του στόχου θα πρέπει να ακολουθηθεί μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Για τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα «υπάρχουν δύο δρόμοι : Ο Θεολογικός διάλογος. Και έχομεν τους θεολόγους εκατέρωθεν, οι οποίοι μελετούν το ζήτημα της επανόδου εις τα παλαιά. Και επειδή δεν έχω πολλές ελπίδες από τον θεολογικόν διάλογον ... δι’ αυτό εγώ προτιμώ τον διάλογο της αγάπης. Να αγαπηθούμε! Και τι γίνεται σήμερα; Πνεύμα μέγα αγάπης εξαπλώνεται υπέρ τους Χριστιανούς Ανατολής και Δύσεως. Ήδη αγαπώμεθα. Ο Πάπας το είπε : απέκτησα έναν αδελφόν και του λέγω σ’ αγαπώ! Το είπα και εγώ : Απέκτησα έναν αδελφό και του είπα σ’ αγαπώ! Πότε θα έλθη αυτό το πράγμα; Ο Κύριος, το ξέρει. Δεν το ξέρομε. Αλλά εκείνο το οποίο ξεύρω, είναι ότι θα έλθει. Πιστεύω, ότι θα έλθη. Διότι δεν είναι δυνατόν να μη έλθη, διότι ήδη έρχεται. Διότι ήδη εις την Αμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς από το Άγιον Ποτήριον και καλά κάνετε! Και εγώ εδώ, όταν έρχονται Καθολικοί η Προτεστάνται και ζητούν να μεταλάβουν, τους προσφέρω το Άγιον Ποτήριον! Και εις την Ρώμη το ίδιο γίνεται και εις την Αγγλίαν και εις την Γαλλίαν. Ήδη έρχεται μοναχό του. Αλλά δεν κάνει να έλθει από τους λαϊκούς και από τους ιερείς. Πρέπει να είναι σύμφωνος και η Ιεραρχία και η Θεολογία. Γι’ αυτό λοιπόν προσπαθούμε να έχωμεν και θεολόγους μαζί, δια να έλθει αυτό το μεγάλο γεγονός, του Παγχριστιανισμού. Και μαζί με αυτό το μεγάλο γεγονός, θα έλθει μίαν ημέραν το όνειρόν μας της Πανανθρωπότητος»[17].



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ



Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙ(ΣΤΙ)ΚΗ ΚΙΝΗΣΗ, ΑΙΡΕΣΙΣ Η΄ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ (3ο ΜΕΡΟΣ)

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΝ ΤΩΝ «ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ»


Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, συνέβαλαν καθοριστικά στη γένεση της οικουμενικής κίνησης, πρώτα στη διαμόρφωση των Κινήσεων «Ζωή και Εργασία» και «Πίστη και Τάξη» και ακολούθως στην ίδρυση του Π.Σ.Ε. 

Η ιδρυτική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. πραγματοποιήθηκε στο διάστημα από 22 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου 1948, στο Άμστερνταμ, αποτελώντας τη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη παγχριστιανική συνάντηση της εποχής. Ο κύριος σκοπός ήταν η αποδοχή του Καταστατικού, σύμφωνα με το οποίο γίνονταν δεκτές ως μέλη οι Εκκλησίες που ομολογούσαν τον “Κύριο ημών Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα”, και συνεπώς η οριστική σύσταση του Π.Σ.Ε.. Ακόμη, επρόκειτο να ψηφιστούν οι κανόνες λειτουργίας του και να ληφθούν αποφάσεις για άλλα διοικητικά θέματα. Κύριο θέμα της Συνέλευσης ήταν “Η βουλή του Θεού και η αταξία του ανθρώπου”, το οποίο χαρακτηρίστηκε από την πλευρά της Ε.τ.Ε. ως θέμα θεολογικό και κοινωνικό, δηλωτικό του ηθικοκοινωνικού σκοπού της σύστασης του Συμβουλίου. Τα επί μέρους θέματα είχαν ως εξής: α) η παγκόσμιος Εκκλησία εν τη βουλή του Θεού, β) η μαρτυρία της Εκκλησίας εν τη βουλή του Θεού, γ) η Εκκλησία και η αταξία της κοινωνίας, και δ) η Εκκλησία και η διεθνής αταξία, η Ε.τ.Ε. συμμετείχε στην προετοιμασία του κυρίου θέματος της Γ.Σ. του Άμστερνταμ πολύ πριν από τη σύγκλησή της με τη συμβολή συγκεκριμένων θεολόγων της, οπότε το θέμα είχε μελετηθεί επαρκώς και είχαν λάβει γνώση σχετικά οι διάφορες Εκκλησίες.

Η Γ.Σ. στο Άμστερνταμ, περιλάμβανε συνεδριάσεις της ολομέλειας, συνεδριάσεις των Τμημάτων και των Επιτροπών, διαλέξεις, ενώ σημαντική θέση κατείχε και η θεία λατρεία. Σε όλες τις εργασίες της Γ.Σ. έλαβαν μέρος και οι έλληνες αντιπρόσωποι, οι οποίοι κατανεμήθηκαν στις διάφορες επιτροπές, σε μια προσπάθεια να υπάρχει ορθόδοξη εκπροσώπηση σε κάθε μία τουλάχιστον από αυτές. Όσοι από αυτούς είχαν την απαιτούμενη πείρα, γνώση και γλωσσομάθεια μπόρεσαν να λάβουν ενεργά μέρος στις συζητήσεις και, όπου η γνώμη τους εκφράστηκε, έτυχε σεβασμού και προσοχής, καταγράφηκαν οι αντιρρήσεις τους και συζητήθηκαν από τα μέλη των Επιτροπών και της Συνέλευσης.


 Η A' Γενική Συνέλευση που συνήλθε το 1948 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας συνιστά μια απαρχή και έχει χαρακτήρα ιδρυτικό. Πήραν μέρος 351 αντιπρόσωποι 147 εκκλησιών από 44 χώρες. Για να φανεί πόσο έχει αυξηθεί ο αριθμός των εκκλησιών που συμμετέχουν στο Π.Σ.Ε., με ό,τι αυτό σημαίνει για την αντιπροσωπευτικότητα και το ρόλο του στην οικουμενική κίνηση, σημειώνουμε ότι στη Θ' Γενική Συνέλευση στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας το 2006 πήραν μέρος 704 αντιπρόσωποι 348 εκκλησιών από 120 χώρες. 


Στην A' Συνέλευση του Άμστερνταμ αντιπροσώπους από την ορθόδοξη πλευρά απέστειλαν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Ελλάδας και της Κύπρου, καθώς και η ρουμανική επισκοπή στην Αμερική. Αυτές οι εκκλησίες φέρουν τον τίτλο των ιδρυτικών εκκλησιών. Η απόφαση των εκκλησιών αυτών να συμμετάσχουν στην ιδρυτική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. θεωρήθηκε «καλός οιωνός» για τη μελλοντική εξέλίξη των σχέσεων των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς την οικουμενική κίνηση. Ωστόσο το γεγονός αυτό επισκιάστηκε απο την αρνητική στάση έναντι του Π.Σ.Ε. των Ορθόδοξων Εκκλησιών των σοσιαλιστικών χωρών, οι οποίες στη Διάσκεψη της Μόσχας (1948) αποφάσισαν να μη συμμετάσχουν στο Π.Σ.Ε. και να δηλώσουν αποχή από τη συνέλευση του Άμστερνταμ. Η Διάσκεψη της Μόσχας πρόβαλε ως λόγους της αποχής από τις εργασίες της Συνέλευσης τους εξής: α) Ο σκοπός του Π.Σ.Ε. να συστήσει μια «οικουμενική εκκλησία», δεν ήταν σύμφωνος με τις αρχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, β) το Π.Σ.Ε. με τη δημιουργία μιας «Οικουμενικής Εκκλησίας» έτεινε να ασκήσει επιρροή πάνω σε διεθνή ζητήματα, γ) η οικουμενική κίνηση με την παρούσα μορφή της είχε χάσει κάθε ελπίδα ένωσης των Εκκλησιών και απέβλεπε περισσότερο στην πραγματοποίηση μιας ένωσης επί κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού επιπέδου, και δ) η πίστη μόνο στον Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα δεν ήταν αρκετή.
Πάντως οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι στο Άμστερνταμ είχαν την αίσθηση ότι ενεργούσαν, σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με το πνεύμα της Εγκυκλίου του 1920 και ότι συμμετείχαν στην ίδρυση του Συμβουλίου σε μια δομή που ουσιαστικά δεν διέφερε από εκείνη που είχε οραματιστεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν πρότεινε να δημιουργηθεί μια «κοινωνία των εκκλησιών».


Επόμενος σταθμός της ιστορίας του Π.Σ.Ε. είναι η Β' Γενική Συνέλευση στο Έβανστον των Η.Π.Α.το 1954. Πήραν μέρος 502 επίσημοι αντιπρόσωποι από 161 εκκλησίες μέλη. Υπό το πρίσμα της εξαετούς πείρας που αποκτήθηκε από το 1948 η Συνέλευση συνέχισε το προηγούμενο έργο και καθόρισε ακριβέστερα τη φύση και την ουσία του νεοπαγούς οργανισμού. Το κλίμα ήταν βεβαρημένο λόγω του της έντασης του ψυχρού πολέμου, ο οποίος σε διάφορα μέρη είχε γίνει «θερμός» όπως λόγου χάρη στον καταστροφικό πόλεμο της Κορέας, που διαίρεσε τη χώρα. Ενώ στο Άμστερνταμ οι εκκλησίες είχαν εκφράσει την πρόθεση να «παραμείνουν ενωμένες», τώρα στο Έβανστον συμφώνησαν να «αυξηθούν μαζί εν Χριστώ». 
Στη Β' Γενική Συνέλευση αυξάνεται ο αριθμός των Ορθοδόξων Εκκλησιών ή αυτόνομων αρχιεπισκοπών και εκκλησιαστικών ενοτήτων. Ήδη το 1952 γίνεται μέλος του Π.Σ.Ε. το Πατριαρχείο Αντιοχείας. Κατά τη Συνέλευση στο Έβανστον εισχωρούν η ρωσική ορθόδοξη αρχιεπισκοπή στην Αμερική («μετροπόλια») και η αρχιεπισκοπή της εκκλησίας της Αντιοχείας στην ίδια χώρα. 



Έναν απο τους σημαντικότερους σταθμούς στην ιστορία της οικουμενικής κίνησης αποτέλεσε η Γ' Γενική Συνέλευση το 1961 στο Νέο Δελχί των Ινδιών. 197 εκκλησίες αντιπροσωπεύτηκαν από 577 συνέδρους, οι οποίοι ασχολήθηκαν με το κεντρικό θέμα: «Ο Χριστός το φως του κόσμου». Στο Νέο Δελχί το Π.Σ.Ε. μπαίνει σε μια νέα φάση και αποκτά χαρακτήρα οικουμενικό, τόσο από την άποψη της αντιπροσώπευσης, όσο και απο την άποψη των σκοπών. Για πρώτη φορά συνήλθε Γενική Συνέλευση εκτός του δυτικού ημισφαιρίου και σε ένα περιβάλλον που δεν ήταν παραδοσιακά χριστιανικό. 

Στο Νέο Δελχί άνοιξε μια νέα σελίδα στην ιστορία της οικουμενικής κίνησης με τη συγχώνευση του Διεθνούς Ιεραποστολικού Συνεδρίου στο Π.Σ.Ε. Αυτή υπαγορεύθηκε από την πεποίθηση ότι η ιεραποστολή δεν μπορεί να χωριστεί από την αναζήτηση της ενότητας και της ανανέωσης της Εκκλησίας. Έτσι, γίνεται πιο πλήρης η «κοινή αποστολή» των εκκλησιών και καταγράφεται στο Καταστατικό. Η εισδοχή σχεδόν του συνόλου των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Π.Σ.Ε. κατά την Γ' Γενική Συνέλευση είχε μεγάλη σημασία για τη συμμετοχή τους στην οικουμενική κίνηση και έδωσε, μαζί με την εισδοχή πολλών «Νέων Εκκλησιών» του «τρίτου κόσμου», μια νέα οικουμενική διάσταση στο Συμβούλιο και στις εργασίες του.


H Συνέλευση στην Ουψάλα το 1968 αποτέλεσε την μεγαλύτερη, μέχρι τότε, οικουμενική σύναξη του Π.Σ.Ε. Συμμετείχαν 235 εκκλησίες με 704 αντιπροσώπους. Με το θέμα «Ιδού, καινά ποιώ τα πάντα» πραγματεύθηκε την ενότητα, τη δομή και την ανανέωση της εκκλησίας σε σχέση με την ενότητα και την ανανέωση του κόσμου. Αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας νέας φάσης στην ιστορία της οικουμενικής κίνησης, όπου το όραμα μιας ενωμένης εκκλησίας μέσα σε ένα ενωμένο κόσμο απέκτησε μεγάλη σημασία. 

Για πρώτη φορά στην ιστορία του Π.Σ.Ε. αντιπροσωπεύθηκε σύσσωμη η Ορθοδοξία, παρά την απουσία της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η ανησυχία και το ενδιαφέρov του επιτελείου του Π.Σ.Ε. για την κατάσταση στην Ελλάδα μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 και την επιβολή της δικτατορίας, θεωρήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο «σκανδαλώδης ανάμιξη» στα εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδας και μποϊκοτάρισε τη Συνέλευση. Ωστόσο η παρουσία της Ορθοδοξίας στη Συνέλευση ήταν επιβλητική, χωρίς συναισθήματα μειονεξίας, από τα οποία διακατέχονταν μέχρι τότε ενώπιον του μεγάλου αριθμού των προτεσταντών. 

Για πρώτη φορά εξελέγη ορθόδοξος ιεράρχης αντιπρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε. Για πρώτη φορά ορθόδοξος επίσκοπος εκφώνησε την ομιλία πάνω στο κύριο θέμα της Συνέλευσης. Για πρώτη φορά στην Ουψάλα οι ορθόδοξοι δεν κατέθεσαν χωριστή δήλωση, όπως γινόταν μέχρι τότε.


To 1975 συγκαλείται η Ε' Γενική Συνέλευση στο Ναϊρόμπι της Κένυας με κεντρικό θέμα «Ο Χριστός ελευθερώνει και ενώνει». Συμμετείχαν 285 εκκλησίες μέλη, από τις οποίες σχεδόν οι μισές προέρχονταν από το νότιο ημισφαίριο. Αυτή η Συνέλευση χαρακτηρίστηκε ως «Συνέλευση της παγίωσης» με την έννοια οτι δεν έφερε καμία νέα ιδέα στο χώρο της οικουμενικής κίνησης, αλλά κινήθηκε στις προτεραιότητες που είχαν τεθεί στην Ουψάλα. Η παρουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών ήταν επιτυχέστερη από τις προηγούμενες Γενικές Συνελεύσεις, επειδή έγινε με μεγαλύτερη προετοιμασία των ορθοδόξων εκπροσώπων. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη, ότι στη Συνέλευση, ο καθηγητής Νίκος Νησιώτης εξελέγη πρόεδρος της επιτροπής «Πίστη και Τάξη». 


Κομβικό σημείο στην ιστορία του Π.Σ.Ε. αποτέλεσε η ΣΤ' Γενική Συνέλευση στο Βανκούβερ του Καναδά. Σε αυτή συγκλίνουν στόχοι και προγράμματα από τα πρώτα στάδια της ιστορίας του Συμβουλίου και ταυτόχρονα ξεκινάει μια νέα κοινή πορεία των Εκκλησιών προς την ενότητα της εκκλησίας και την ανανέωση της ανθρωπότητας. Η Συνέλευση συγκέντρωσε τα αποτελέσματα της 35χρονης πορείας του Συμβουλίου, έβγαλε συμπεράσματα και πήρε αποφάσεις, η σημασία των οποίων, όπως αποδείχθηκε, ξεπέρασε τα άμεσα χρονικά όρια που τέθηκαν ως την επόμενη Γενική Συνέλευση. 
Μετά την ΣΤ' Γενική Συνέλευση στο Βανκούβερ οι επόμενες τρεις μέχρι το 2006 Συνελεύσεις θα γίνουν κάτω από πολύ διαφορετικές περιστάσεις. 

Η Η ' Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. συγκλήθηκε στη Χαράρε της Ζιμπάμπουε το 1998 και εκπροσωπήθηκαν 336 εκκλησίες μέλη από 966 αντιπροσώπους. Το κεντρικό θέμα ήταν: «Στραφείτε    προς τον Θεό και χαίρετε ελπίζοντες». 

Η Συνέλευση στη Χαράρε συνέπιπτε με την 50η επέτειο από την ίδρυση του Π.Σ.Ε. και γι΄ αυτό ένα από τα βασικά αντικείμενα προβληματισμού ήταν η χάραξη της περαιτέρω πορείας του και η επαναδιατύπωση του ρόλου του στα πλαίσια της οικουμενικής κίνησης κατά τον 21ο αιώνα. Αυτό ήταν το θέμα της οκταετούς μελέτης «Προς μία κοινή αντίληψη και ένα κοινό οραματισμό περί του Π.Σ.Ε.». Η μελέτη έγινε αποδεκτή από τη Συνέλευση ως βασικό κείμενο για περαιτέρω επεξεργασία. 

Η Θ' Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. πραγματοποιήθηκε το 2006 στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας και εκπροσωπήθηκαν 348 εκκλησίες από 120 χώρες. Η Θ' Συνέλευση βρίσκεται σε συνέχεια με τις άλλες Γενικές Συνελεύσεις του Π.Σ.Ε.
To θέμα που επελέγη για να εκφράσει τις προσδοκίες και τις προκλήσεις εκείνη τη χρονική περίοδο είχε σκόπιμα - όπως και το θέμα στο Παγκόσμιο Ιεραποστολικό Συνέδριο που συνήλθε στην Αθήνα ένα χρόνο πριν τη Γενική Συνέλευση - τη μορφή προσευχής: «Θεέ, με τη χάρη σου, μεταμόρφωσε τον κόσμο». 
Στη διαδικασία συμπορεύτηκαν το Π.Σ.Ε., ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος Μεταρρυθμισμένων Εκκλησιών (WARC) και η Παγκόσμια Λουθηρανική Ομοσπονδία (LWF). Τα πορίσματα μιας σειράς συνδιασκέψεων και μελετών για την οικονομική παγκοσμιοποίηση, στις οποίες μετείχαν όχι μόνο θεολόγοι, αλλά και οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι, αποτέλεσαν το υλικό για τη σύνταξη ενός κειμένου που ονομάστηκε «AGAPE» (Alternative Globalization Addressing People and Earth), «Εναλλακτική παγκοσμιοποίηση στην υπηρεσία των ανθρώπων και της γης». Το ακρωνύμιο που σχηματίζεται από την παραπάνω φράση στα αγγλικά συγκεκριμενοποιεί την ελληνική σημασία του όρου «αγάπη» και περικλείει και την έννοια της αλληλεγγύης. To κείμενο «AGAPE» συνιστά μια προσπάθεια να συγκεντρώσει και να καταστήσει γόνιμο ο,τι η «οικουμενική οικογένεια» έχει παραγάγει στο παρελθόν και παράγει σήμερα όσον αφορά στην οικονομική παγκοσμιοποίηση.
Απαύγασμα της όλης προσπάθειας που συντόνισε η Κεντρική Επιτροπή του Π.Σ.Ε. αποτέλεσε το κείμενο «AGAPE - κλήση για αγάπη και δράση» (AGAPECall - A Call to Love and Action) που κατατέθηκε στη Θ' Γενική Συνέλευση του Πόρτο Αλέγκρε. Πρόκειται για μια κλήση σε ένα οικουμενικό όραμα ζωής με δίκαιες και αγαπητικές σχέσεις μέσω της αναζήτησης εναλλακτικών απαντήσεων στο σημερινό οικονομικό σύστημα. 
Η Συνέλευση χαιρέτησε μια «Δήλωση για την Εκκλησιολογία» με τίτλο: «κληθήκαμε να είμαστε η μία εκκλησία. Πρόσκληση προς τις εκκλησίες να ανανεώσουν τη δέσμευση τους για την αναζήτηση της ενότητας και να εμβαθύνουν στο διάλογο». To κείμενο στηρίζεται σε δηλώσεις προηγούμενων Γενικών Συνελεύσεων, ιδίως στη δήλωση  της Καμπέρρας (1991) για την Ενότητα της Εκκλησίας ως κοινωνίας». O μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας) καταγράφει αυτή την πραγματικότητα ως εξής: «καμία χριστιανική εκκλησία δεν μπορεί πλέον να δράσει ή να μιλήσει ή ακόμη και να σκεφτεί και να διαλεχθεί τολμώ επίσης να πω και να αποφασίσει σε απομόνωση». Συναφώς ο καθηγητής Ιωάννης Πέτρου επισημαίνει ότι το καίριο ερώτημα σήμερα, σε καιρό παγκοσμιοποίησης, δεν μπορεί να τίθεται με την προοπτική ποιος πολιτισμός έχει δίκαιο ή ποια εκκλησία είναι πιο ορθή, αλλά τι έχουν να πουν οι εκκλησίες και τι μπορούν να κάνουν για τον άνθρωπο, για τις σχέσεις του με τον Θεό και τους άλλους ανθρώπους, για τα προβλήματα του, για τον κόσμο. «Για να απαντήσει όμως κανείς θετικά στο ερώτημα αυτό», υπογραμμίζει με έμφαση, «πρέπει να ξεπεράσει το σύνδρομο του μοναδικού δρόμου»

Πρίν παρουσιάσουμε τις συνελεύσεις του Π.Σ.Ε. σε ένα σύντομο βίντεο, πρόσφατα κάποιος Οικουμενιστής κληρικός της Γερμανίας ανέφερε ότι:

«Πρέπει να καταλάβουν κάποτε όλοι όσοι ασχολούνται με αυτόν τον «Οικουμενισμό» ότι αυτοί τον έχουν δημιουργήσει και πρόκειται για κάτι που μόνο στη φαντασία τους υπάρχει. Γι’ αυτό και ο αγώνας στον οποίο έχουν επιδοθεί αποτελεί σκιαμαχία». 

Ας δούμε λοιπόν τούτην την σκιαμαχία, τούτο το αποκύημα της φαντασίας μας εις την πράξη!



ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ Π.Σ.Ε.



Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


Παναγιώτατε,
Άγιοι Αδελφοί,
Δεν θεωρώ μειονέκτημα το ότι, μιλώντας ύστερα από πολλούς Αδελφούς, είμαι αναγκασμένος να επαναλάβω πολλά, τα οποία έχουν ηδη προλεχθεί. Είναι έκτακτο και εξόχως μεγάλο το γεγονός που βιώνουμε και είναι, ως εκ τούτου, ανάγκη, επαναλαμβάνοντας τη σημασία του και εκφράζοντας τη χαρά μας, να πείσουμε και τους εαυτούς μας και τον κόσμο ολόκληρο για τις διαστάσεις και τα αναμενόμενα αποτελέσματά του.
Ύστερα από πολλούς αιώνες εσωστρέφειας, η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται και πάλι συνηθροισμένη σε Σύνοδο, σε μια συν-οδοιπορία για αντιμετώπιση των πιεστικών προβλημάτων του κόσμου.
Οι ιστορικοί μετασχηματισμοί, που συνέβησαν από τον 8ο αιώνα μέχρι σήμερα και που τραυμάτισαν βαριά όλες τις Εκκλησίες της πρώτης χιλιετίας, οι κοινωνικές, επιστημονικές και οικονομικές αλλαγές, που επιταχύνθηκαν τους τελευταίους αιώνες, η έκρηξη των μέσων επικοινωνίας και η ταχύτατη διάδοση γνώσεων και ιδεολογιών στην ηλεκτρονική εποχή μας, η μετανάστευση από τον Νότο στον Βορρά, που παρατηρείται στις μέρες μας, τα τόσα προβλήματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους, μάς ωθούν προς κίνηση και δράση, προς ανάληψη των ευθυνών μας. Η Ορθοδοξία οφείλει να ακούσει και να καταλάβει τα προβλήματα αυτά και να προτείνει διεξόδους ζωής στα αδιέξοδα των καιρών.
Έφτασε, λοιπόν, ο καιρός που θα πρέπει να αναμετρηθούμε με τα μέγιστα. Ευρισκόμενοι, κατά πρόνοια Θεού, σε μέρος Αποστολοβάδιστο, εδώ όπου ο μέγας Παύλος, μαζί με τον Τίτο, ευαγγελίστηκαν τον Χριστό, συνεχίζουμε την ιερά Ιστορία πάνω στα ίδια τα αποτυπώματά της.
Η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, είναι πραγματικότητα! Η απουσία κάποιων τοπικών Εκκλησιών δεν μειώνει τη σημασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.Τόσο τα θέματα όσο και τα κείμενα της Συνόδου είχαν συζητηθεί και εγκριθεί ομόφωνα από τις αντιπροσωπείες των Ορθοδόξων Εκκλησιών και τους Προκαθημένους τους, το ίδιο και η σύγκληση της Συνόδου. Η σημερινή απουσία τους δεν έχει σχέση με τα θέματα και την ουσία των συζητήσεων, αλλά οφείλεται κατα την άποψη μου σε επικοινωνιακούς ή εσωτερικούς των συγκεκριμένων Εκκλησιών λόγους. Για μας το γεγονός παραμένει εξόχως σημαντικό και κορυφαίο στη ζωή της Εκκλησίας. Μπορούμε, και παρά τις απουσίες αυτές να πούμε ότι, «Νῦν τὰ ἀνήκουστα ἠκούσθη».
Η εκπλήρωση του ονείρου μέσα στο οποίο λικνιζόταν ο Ορθόδοξος λαός του Θεού και τρεφόταν η ελπίδα του, χαροποιεί κάθε Ορθόδοξο και, κατά κύριο λόγο, εμάς τους ποιμένες. Γιατί δεν τονώνει μόνο τις διορθόδοξες σχέσεις, αλλά και προβάλλει αξιόπιστη τη μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα σύγχρονα πιεστικά προβλήματα του ανθρώπου και του κόσμου.
Όσο και αν η σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι έργο συλλογικό, όχι μόνον ημών των ζώντων αλλά και των προαπελθόντων πατέρων και αδελφών ημών, οι οποίοι, κατά παραχώρηση Θεού, θα συμμετέχουν στη χαρά μας, οφείλουμε, από την αρχή, να ομολογήσουμε ότι ιθύνων νους και οδηγών εγκέφαλος της όλης προσπάθειας κατέστη η Α.Θ.Π., ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος.
Ο Παναγιώτατος έδωσε μορφή και κατεύθυνση στις πολύχρονες προσπάθειες, ρίχνοντας τις πολλαπλές και φυγόκεντρες, πολλάκις, τάσεις στην αποτελεσματική και σωτήρια κοίτη τους. Στο ψηφιδωτό της προετοιμασίας και σύγκλησης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου κάθε Εκκλησία, κάθε Προκαθήμενος και κάθε Ιεράρχης, έχουν τη θέση τους. Στο κέντρο, όμως, δεσπόζει η επιβλητική μορφή του Παναγιωτάτου. Ένας μεγάλος Άνθρωπος σε μια μεγάλη ώρα της Ιστορίας! Σας ευχαριστούμε Παναγιώτατε.
Κατά την επίσημη και πλήρη πολλαπλών συγκινήσεων στιγμή αυτή, στρέφοντας το βλέμμα προς τα πίσω συνειδητοποιούμε τις δυσκολίες, τους υφάλους και τους σκοπέλους, που αντιμετωπίσαμε στην πολύχρονη προετοιμασία της Συνόδου, τις συμπληγάδες πέτρες μέσα από τις οποίες πέρασαν οι προσπάθειές μας.
Παρόλο που όλοι οι Ορθόδοξοι καταλαβαίναμε ότι μια τέτοια Σύνοδος ήταν απαραίτητη για να φωτίσει, διά του Ευαγγελίου, τα μείζονα προβλήματα ενός κόσμου, που βρίσκεται κάτω από συνεχείς αλλαγές και να αναμετρηθεί με τις καινούργιες προκλήσεις της κοινωνίας, εν τούτοις μια σειρά δυσκολιών απειλούσε να ματαιώσει τη σύγκλησή της.
Οι ενδοορθόδοξοι ανταγωνισμοί, λόγω του εθνοφυλετισμού, ήταν κατά τη γνώμη μου, ο πρώτος λόγος που διήρκεσε τόσο καιρό η προετοιμασία της Συνόδου. Ο εθνοφυλετισμός είναι εκείνος που δεν άφησε να φτάσουν στη Σύνοδό μας το ζήτημα του Αυτοκεφάλου και των Διπτύχων˙ και είναι επίσης η αιτία για την όχι και τόσο κανονική λύση που δόθηκε στο θέμα της Διασποράς. Στην εποχή μας, που οι εθνικοί φραγμοί καταργούνται ο ένας μετά τον άλλο, οι Ορθόδοξοι όχι μόνο αυτοαναιρούμαστε αλλά και αυτογελοιοποιούμαστε καθιστώντας το έθνος καταστατικό στοιχείο της εκκλησιολογίας μας και της εκκλησιαστικής μας ταυτότητας.
Οι φονταμενταλιστικές ομάδες, οι φανατικοί, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται και θεολόγοι και ιεράρχες, και οι οποίοι δρουν λίγο – πολύ παντού στον ορθόδοξο κόσμο σήμερα, συνιστούν έναν εξίσου σοβαρό λόγο, όχι μόνο για τη χρονική καθυστέρηση της σύγκλησης, αλλά και για τον επαπειληθέντα κίνδυνο ματαίωσης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Η αντίθεση των ομάδων αυτών σε κάθε ιδέα προσέγγισης των άλλων Χριστιανών έμμεσα επηρέασε και τις τοπικές μας Συνόδους, που επιχείρησαν και επιχειρούν ακατάσχετες τροπολογίες στα κείμενα και στους όρους των εγγράφων που ετοιμάστηκαν από τις Προσυνοδικές Διασκέψεις. Δεν έχουμε αυταπάτες. Για τις ομάδες αυτές, εμείς όλοι βρισκόμαστε μέσα στην αίρεση και στην αποστασία.
Ούτε άγνωστες, ούτε και πρωτόγνωρες στην Εκκλησία είναι αυτές οι καταστάσεις. Ο αγρός της Εκκλησίας παράγει και ζιζάνια που έσπειρε ο εχθρός. Η Εκκλησία θα ζει έτσι, μέχρι τη συντέλεια των αιώνων.
Εξάλλου είναι γνωστές και δεν θα πρέπει να παραβλέπονται και οι ταλαιπωρίες που υπέστησαν, στα χρόνια της προετοιμασίας, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες. Το 1964 σηματοδοτεί τον τελευταίο, μέχρι στιγμής, μεγάλο διωγμό των Ορθοδόξων στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, που ήταν συνέχεια εκείνων του 1922 και του 1955˙ το 1974 τον εκπατρισμό, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, του Ορθοδόξου στοιχείου στη δική μας Εκκλησία˙ τα τελευταία χρόνια, το μαρτύριο των παλαιφάτων Πατριαρχείων της Μέσης Ανατολής˙ ολόκληρος σχεδόν ο 20ός αιώνας τις ταλαιπωρίες κάτω από το κομμουνιστικό καθεστώς των πλείστων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Όλες αυτές οι ταλαιπωρίες είχαν, ασφαλώς, τον αρνητικό αντίκτυπό τους στην ετοιμασία τόσο ως προς τον χρόνο όσο και ως προς τα θέματα της Συνόδου.
Και, ακόμα, η αλλαγή των δομών και του σημειοσυστήματος των Ορθοδόξων κοινωνιών δυσχέρανε κατά πολύ το έργο μας. Οι Ορθόδοξες κοινωνίες από αγροτικές και ποιμενικές έγιναν σταδιακά αστικές και βιομηχανικές. Οι μεταναστεύσεις, τόσο οι εσωτερικές όσο και οι εξωτερικές,ανέτρεψαν την κοινωνική και πολιτιστική συνοχή των πληθυσμών. Το διαδίκτυο και τα άλλα Μ.Μ.Ε.αμφισβήτησαν τη μοναδικότητα της Ορθόδοξης διδασκαλίας και οδήγησαν πολλούς σε απομάκρυνση από αυτή. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τα προβλήματα του ανθρώπου αλλάζουν συνεχώς μορφή και οι προτεραιότητες μεταβάλλονται, πράγμα που οδηγούσε συχνά σε αμφισβήτηση της αξίας, ή της αποτελεσματικότητας των θεμάτων με τα οποία θα ασχολείτο η Σύνοδος.
Και το κυριότερο: μιλούμε για «την καθ’ ημάς Ανατολήν», τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής και σκέψης, τις αξίες, τις παραδόσεις και τα ιδανικά μας. Πώς μπορούμε, όμως, να διακριθούμε ως προς το ήθος και τις παραδόσεις μας, όταν υιοθετήσαμε όλοι έναν Δυτικόφερτο πολιτισμό και έναν Δυτικό τρόπο ζωής; Η μισή Ορθοδοξία είναι σήμερα μέρος της πολιτισμικής Ευρώπης, οι χώρες μας είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου κυριαρχεί η Δυτική έκφραση του Χριστιανισμού. Πόσο εύκολο είναι να εκφράσουμε τα πιστεύω μας με ένα σύστημα σήμανσης αντίθετο των αξιών μας;
Δόξα τῷ Θεῷ ὅμως! Οι δυσκολίες και οι ταλαιπωρίες είναι σήμερα παρελθόν. Και ευρισκόμενοι ήδη εν Συνόδω, δοξολογούμε τον Θεό που μας οδήγησε «εἰς τὴν ὥραν ταύτην».
Είναι φυσικό,(η Τεχνολογία παρέχει αυτή τη δυνατότητα), όλος ο κόσμος να’ χει στραμμένο το βλέμμα του αυτές τις μέρες σ’ εμάς, προσμένοντας έναν λόγο ζωής, έναν λόγο ουσίας, που να απευθύνεται προς όλους. Ιδιαίτερα τώρα, που η κρίση του Δυτικού κόσμου αποχριστιανίζει τον ίδιο τον χριστιανισμό,γινομαστε προσδοκία ελπίδος. Τα γεγονότα προσδιορίζουν τη δική μας ευθύνη, πιέζοντας μας να μη χρονοτριβούμε σε εσωτερικά προβλήματα της Ορθοδοξίας. Στα μάτια του σύγχρονου κόσμου, που υψώνοντας τις κεραίες του ζητά απεγνωσμένα σήμα ζωής και προοπτική σωτηρίας, θα μοιάσουμε με τους υιούς Ζεβεδαίου, αν εξακολουθήσουμε να ερίζουμε για δίπτυχα και πρωτεία, για τα επουσιώδη της ζωής.
Είναι σίγουρο πως ο κόσμος, παρακολουθώντας μας, επιζητεί να μάθει τι το αποτελεσματικό έχει να πει η Ορθοδοξία για τα προβλήματα και τις ανησυχίες των σημερινών ανθρώπων. Καλούμαστε να αποδείξουμε την ικανότητά μας να συλλαμβάνουμε τα μηνύματα των καιρών.
Πρώτιστα, όμως, ο Ορθόδοξος κόσμος αναμένει από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο την έμπρακτη έκφραση της ενότητας της Ορθοδοξίας απέναντι σ’ αυτά τα προβλήματα, καθώς και την ενιαία θέση της στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο. Και είναι, νομίζω, τεράστια ευθύνη όλων να αποφύγουμε τον τραυματισμό αυτής της ενότητας. Όταν εμείς δεν μπορούμε να ιεραρχούμε σωστά τις αξίες, να βλέπουμε τα σπουδαία και να τα διακρίνουμε από τα δευτερεύοντα και επουσιώδη, πώς το κάλεσμα μας προς τον λαό για ανύψωση από τα γήινα προς τα πνευματικά θα βρει ανταπόκριση; Σκοπός, λοιπόν, της Συνόδου θα πρέπει να είναι η ίαση των πληγών, των διαιρέσεων και δυσλειτουργιών, και η δημιουργία του πλαισίου για ενιαία φωνή στο σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Είμαι βέβαιος ότι όλοι συνειδητοποιούμε ότι εξίσου σημαντικός σκοπός της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι η προβολή των πνευματικών θησαυρών της Ορθοδοξίας σε όλους εκείνους που βρίσκονται πέραν των ορίων της, με σκοπό την προετοιμασία του δρόμου που οδηγεί στην ενότητα. Ταυτόχρονα, έχοντας την πεποίθηση, την οποία και αναφανδόν διακηρύττουμε, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, επαναβεβαιώνουμε ότι πρωταρχική προσπάθεια και μέλημά μας, σε όλους τους διαλόγους, είναι η προσφορά της Ορθόδοξης διδασκαλίας και εμπειρίας στους άλλους χριστιανούς.
Το Ορθόδοξο πλήρωμά μας αναμένει από τη Σύνοδο να στρέψει την προσοχή της και προς τις Ορθόδοξες κοινωνίες, που βυθίζονται καθημερινά και περισσότερο στη διαφθορά. Να αναζητήσει τα αίτια και να προβάλει τρόπους θεραπείας. Να εκφράσει το ήθος και τις αξίες της Εκκλησίας, ως αποτελεσματικά μέσα καταπολέμησης της διαφθοράς. Να προβάλει τη μετεξέλιξη των πνευματικών αξιών σε δημόσιες αξίες και να προσδώσει στη λειτουργική της διάσταση και μιαν ηθική διάσταση.
Δεν είναι λίγα, ούτε καταφρονητέα τα μηνύματα που αναμένεται να εκπέμψει η Σύνοδός μας. Αναγνωρίζεται, ωστόσο, από όλους ότι κάπου υστερήσαμε χρονικά στην προετοιμασία και αυτή η καθυστέρηση έχει τον αντίκτυπό της και στα αποτελέσματα της Συνόδου. Τα τόσα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε, και που εξέτειναν σε πολυχρόνια την προετοιμασία, οδήγησαν, κατά την ορολογία του μακαριστού Χαλκηδόνος Μελίτωνος, ώστε τα προβλήματα της χθες να υπερκερασθούν όχι από τα προβλήματα της σήμερον, ούτε της αύριον αλλά της μεθαύριον. Ο κόσμος του 1961 ή του 1986 δεν υπάρχει πια. Στη θέση του γεννήθηκε ένας άλλος κόσμος, πιο περίπλοκος. Μπροστά μας προβάλλουν μεν τα παντοτινά υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, αλλά και άλλα θέματα, όπως το περιβάλλον, η βιοηθική, τα ναρκωτικά, οι τεχνικές της πληροφόρησης, η οικονομία που έχει παρεκτραπεί. Ένας νέος τρόπος ζωής που στηρίζεται στην κατανάλωση και στον ατομισμό αντικατέστησε τον διαχρονικό Ορθόδοξο τρόπο ζωής με τη λιτότητα του βίου και την επιδίωξη της αρετής. Ο άνθρωπος σήμερα ζει μιαν τραγωδία. Πάνω στα πιο άστατα πράγματα της ζωής προσπαθεί να οικοδομήσει την ευτυχία του.
Η νοοτροπία του πολιτισμού μας οδηγεί σήμερα πολλούς στην εκμετάλλευση όχι μόνο του συνανθρώπου αλλά και στην υπερεκμετάλλευση της φύσης, στην καταστροφή του ίδιου του περιβάλλοντος, με τελικό αποτέλεσμα την απουσία βαθύτερου νοήματος ζωής. Όπως, προσφυώς, έχει λεχθεί, πίσω από τη γεωκτονία ευρίσκεται η πνευματική αυτοκτονία του σύγχρονου ανθρώπου, πίσω από το ρημαγμένο περιβάλλον υπάρχει το ρημαγμένο ανθρώπινο είναι.
Μπορεί, επομένως, να είναι ανάγκη να λύσουμε με την παρούσα Σύνοδο ζητήματα κανονικής οργάνωσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν θα πρέπει, όμως, να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι τα προβλήματα αυτά απασχολούν το ποίμνιό μας ή, πολύ περισσότερο, ότι ενδιαφέρουν τους άλλους Χριστιανούς. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, με την εμπειρία που αποκτήσαμε, να προχωρήσουμε γρήγορα σε μια νέα Μεγάλη Σύνοδο που να ασχοληθεί επισταμένως με τα προβλήματα της Οικολογίας, της Βιοηθικής, της μη σύμμετρης ανάπτυξης των υλικών και πνευματικών αξιών, της απουσίας από τον σύγχρονο κόσμο νοήματος ζωής. Να δώσει ελπίδα στον παραπαίοντα κόσμο. Ένα χρονικό διάστημα 3-5 ετών νομίζω πως είναι αρκετό γι’ αυτό τον σκοπό. Μια τέτοια νέα Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος θα πρέπει να έχει επί πλέον ως στόχο της τη δημιουργία διόδου εισδοχής των Ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως έκαναν και οι Οικουμενικές Σύνοδοι της πρώτης χιλιετίας, και δημιουργία προϋποθέσεων επηρεασμού, τόσο με την ιεραποστολή όσο και με άλλους τρόπους, εκ μέρους της, του υπόλοιπου κόσμου. Χρησιμοποιώντας τους όρους της Φυσικής: να κρατήσει την Ορθοδοξία ανοικτή για ώσμωση με τους Ετεροδόξους και διάχυση με τους Ετεροθρήσκους. Να μελετήσει, επίσης, μεταρρυθμίσεις που δεν επηρεάζουν τον πυρήνα της πίστης και τα δόγματα της Εκκλησίας και που αναφέρονται σε ζητήματα πρακτικά, ηθικά, κανονικά σ’ έναν κόσμο που μεταβάλλεται συνεχώς, ως προς τις δομές και τις λειτουργίες του. Το περίβλημα μπορεί να αλλάξει, κάνοντας πιο προσιτό στον άνθρωπο το περιεχόμενο της Ορθόδοξης πίστης μας.
Όσο κι αν οι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί από το θέλημα του Θεού, όσο κι αν η κοινωνία μας έχει εκκοσμικευθεί, ο κόσμος παραμένει πάντα το αντικείμενο της Πρόνοιας τού Θεού. Είναι η δημιουργία του που έχει να επιτελέσει ένα σκοπό. Και εμείς, η Εκκλησία, οφείλουμε να συμπαριστάμεθα και να καθοδηγούμε αυτόν τον κόσμο προς εκπλήρωση του θελήματος του Θεού. Δεν περατώνεται, λοιπόν, ούτε και μειώνεται η ευθύνη μας με την Αγία και Μεγάλη αυτή Σύνοδο. Αντίθετα μάλιστα. Εκτιμώντας τις προσδοκίες του λαού θα πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για να εκφράσουμε το θέλημα του Θεού στις συντεταγμένες του καιρού μας, φωτίζοντας τον δρόμο των ανθρώπων μέσα στα ποικίλα αδιέξοδα της ζωής.
Δοξάζοντας και πάλι τον Θεό, ευχαριστούμε βαθύτατα πρώτα εσάς Παναγιώτατε, για την όλη μέριμνά Σας, για τη σύγκληση και την ομαλή λειτουργία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, στα όρια της δικαιοδοσίας Σας, και ύστερα τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο και την ιεραρχία της Κρήτης, για τους πολλούς κόπους και τις ποικίλες μέριμνες που έχουν επιφορτισθεί.
Ευχόμαστε πλούσιο τον φωτισμό του Θεού σ’ όλους μας για να’ ναι πλούσιο και το έργο που θα παράξουμε.