Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ




ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ'': ΕΥΓΕ ΣΤΟΝ Κ. Ι. ΡΙΖΟ ΔΙΑ ΤΟ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΥΓΧΑΙΡΟΥΜΕ ΔΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΥΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ!

Πτολεμαϊδα 30 Ιουνίου  2016




Προς τον:  Μητροπολίτη  Ι.Μητροπόλεως Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας


Κοιν:           Αρχιμ.Μάξιμο Καραβά, καθηγούμενο Ι.Μ.Αγ.Παρασκευής Μηλοχωρίου
                    Αρχιμ. Ιγνάτιο Καλαϊτζόπουλο ,Ι.Μ.Αγ.Παρασκευής Μηλοχωρίου




ΔΗΛΩΣΗ  ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ




Κύριε Θεόκλητε


Εδώ και δεκαετίες, εσείς και οι υπόλοιποι Επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος, διατηρείτε εκκλη-σιαστική κοινωνία  και αποδίδετε μία «άτιμον τιμήν» στον πατριάρχη ΚΠόλεως κ.Βαρθολομαίο Αρχοντώνη. Έναν άνθρωπο ασπόνδυλο, βλάσφημο  της  Θείας Οικονομίας, των Αγίων Πατέρων, και των Αγίων Συνόδων. Ένα περί-τεχνο αιρετικό κράμα,  που - «γυμνή τη κεφαλή»- ρημάζει τον αμπελώνα του Κυρίου.


            Εδώ και δεκαετίες  εσείς και η Ιεραρχία , τιμάτε  τον κ.Βαρθολομαίο και τον προβάλλετε ως πρότυπο και «ευλογία» για τους πιστούς.  Είναι πλέον βέβαιο  ότι και ο Άρειος να ήταν πατριάρχης, και ο Νεστόριος και Παύλος και ο Βέκκος και ο Μητροφάνης, το ίδιο θα κάνατε,  αφού ο κ. Βαρθολομαίος τους εκπροσωπεί όλους παντί σθένη  ξεθάβοντας τα μελανά τους πτώματα και  λιτανεύοντας τα  στις ψυχές των Ορθοδόξων.


Οι Επίσκοποι και σχεδόν όλος ο Κλήρος, πάσχοντες από άνοια Πίστεως, αναπαύεστε επευλογούντες την επέλαση της νοθείας και διαστρέβλωσης του κηρύγματος του Εσταυρωμένου Χριστού, χάριν των φίλων -λύκων που εισχώρησαν στην Εκκλησία Του. Δεν πήγατε στη Σύνοδο της Κρήτης, αλλα την επομένη πανηγυρίσατε με τον αιρεσιάρχη Βαρθολομαίο στη Βέροια αποδεικνύοντας την συμπόρευση σας –για άλλη μια φορά-με αυτόν. Κοινωνείτε εκκλησιαστικώς, τιμάτε και προβάλλετε κακοδόξους Επισκόπους που σαν αλλόθρησκοι  κηρύττουν βδελυρές  εκκλησιολογίες, ανώμαλες θεολογίες, αλλόκοτες  ερμηνείες  και καινοφανείς αερολογίες.


Συμβάλλετε στην καθιέρωση μιάς άλλης, ολέθριας Πίστης και όχι αυτής που παραλάβατε.         


Γίνατε χειροκροτητές του χειροκροτητή των αντίχριστων.


Μνημονευτές του μνημονευτή των αμνημνεύτων.


Κοινωνοί του κοινωνού των ακοινώνητων.


Γίνατε αδιάφοροι, επειδή αργεί το δικαστήριο και καθυστερούν οι ευθύνες και δεν ήρθε ακόμα ο  Κριτής. Είπατε: «αργεί ο Κύριος μου» [1]και σκορπάτε την περιουσία του –τις ψυχές- που σας εμπιστεύτηκε.


Υποκρίνεστε ότι φροντίζετε το ποίμνιο στις πολλές του ανάγκες, όταν όμως έρχεται η αρκούδα της αίρεσης την αφήνετε να το κατασπαράζει  απολαμβάνοντας την στενή  φιλία σας με τον … αρκουδιάρη.


            Το μαύρο δεν μπορεί  πλέον να ονομάζεται  άσπρο , και το πικρό δεν μπορεί να ονομάζεται γλυκό γιατί έτσι συμφέρει σε  μιά Ιεραρχία απροσδιόριστης Πίστης.




Οι Ιεράρχες, ως άλλοι Βαβυλώνιοι,  αποδέχτηκαν για άλλη μια φορα μιαρά δόγματα. Αναγνώρισαν στην Κρήτη ότι δεν υπάρχουν αιρέσεις και  όλες οι κακοδοξίες καθοδηγούνται από το Άγιο Πνεύμα, όπως κάνανε και πριν χρόνια στο Porto Alegre.


Οικοδομήσατε πύργον και ποιήσατε εαυτοίς όνομα.[2] Οι μεθύωντες τον οίνον της υπερηφανείας. Μας φέρα-τε καινούριο Ευαγγέλιο.


«Εγκαταλείπομεν-αυτήν την Ιεραρχία-, ότι ήγγικεν εις ουρανόν το κρίμα αυτής».[3]


Παύω να σας αναγνωρίζω ως Ποιμένα  και «τρόπων μέτοχο» των Αγίων Αποστόλων -όπως και όλους που κοινωνούν μαζί σας και με  τον διευθυντή της αίρεσης κ. Βαρθολομαίο-  έχοντας την βεβαιότητα  που μου δίνει η Ορθόδοξη Διδαχή  ότι έτσι θα  γλιτώσω από την συναρίθμηση μου με όσους  ο Κύριος, οι Άγιοι  Ομολογητές , οι Σύνοδοι και Ιεροί Κανόνες καταδίκασαν ως κοινωνούντες με τους κακοδόξους.


Διακόπτω κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς που  δικαιώνουν  έργω ή λόγω ή  σιωπηρά  τους  Άρεί-ους, τους  Νεστορίους, τους Ακακίους, τους Μητροφάνηδες,  τους  Βέκκους, τους Καλέκες, και προσχω-ρώ στην Εκκλησία των αποτειχισμένων του Μ. Αθανασίου, του  Αγίου Μελετίου , του Αγίου Ευσταθίου, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου , του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Αγίου Μαξίμου, του Αγίου Μάρκου , του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά.




Σαφή εντολή μας δίνει ο Κύριος μας ότι τα δικά Του πρόβατα δεν πρέπει να ακούν φωνή ξένου ποιμένα άλλα να φεύγουν.[4] Και οι Απόστολοι και οι Σύνοδοι και οι Άγιοι να ξεχωρίσουμε τους εαυτούς μας από τα άτιμα σκεύη [τους ψευδοδιδασκάλους],[5] μας ορίζουν.


«Εὰν ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος οι όντες οφθαλμοὶ της Ἐκκλησίας κακώς αναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αυτοὺς εκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ εστίν άνευ αυτών συναθροίζεσθαι εἰς ευ-κτήριον οίκον, ή µετ΄ αυτοὺς εμβληθήναι ὡς μετὰ Άννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν του πυρός», ερμηνεύει ο Μ.Αθανάσιος.[6]


«Ούτε για λίγη ώρα δεν δεχόμαστε σχέση με αυτούς που κουτσαίνουν στην πίστη..ακόμα κι αν αυτοί μας φαίνονται πολύ γνήσιοι και επίσημοι, εμείς πρέπει να τους σιχαινόμαστε. Όσοι αγαπάμε τον Κύριο», ορίζει ο Μ.Βασίλειος.[7]


«Κάθε κληρικό του οποίου η πίστις, οι λόγοι και τα έργα δεν συμφωνούν με τις διδασκαλίες των Αγίων πατέρων να τον αποστρεφόμεθα και να τον μισούμε ως δαίμονα, έστω κι αν ανασταίνει νεκρούς και κάνει άλλα μύρια θαύματα.»,[8]επιτάσσει ο Άγ. Συμεών.


«Όχι μόνο αν κάποιοι λένε συνολικά αντίθετα πράγματα που ανατρέπουν τα πάντα άλλα  και το πα-ραμικρό αντίθετο να διδάξουν να είναι αναθεματισμένοι», διασαφίζει ο  Ιερός Χρυσόστομος.[9]


«Από αυτούς πρέπει να πεταγόμαστε μακρυά όπως πεταγόμαστε όταν συναντάμε ένα φίδι, και να διακόπτουμε κάθε κοινωνία και να φεύγουμε με όλη μας την δύναμη, ακόμα κι αν μας φαίνονται σεβάσμιοι και πράοι», προειδοποιεί ο Μ.Φώτιος.[10]


 «Ούτε οι προσευχές, ούτε οι ελεημοσύνες, ούτε οι Λειτουργίες, ούτε άλλη αρετή είναι αποδεκτή από τον Θεό άν ο άνθρωπος έχει λανθασμένες αντιλήψεις για τον Θεό»,[11]γιατί ο Θεός φανερώθηκε στον άνθρωπο κι άνθρωπος διαστρέφει  την εικόνα Του εξ΄αιτίας της υπερηφάνειας του.


Λοιπόν, «Έξελθε εξ αυτών ο λαός μου, ίνα μη συγκοινωνήσετε ταίς αμαρτίαις αυτής και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβητε».[12]




Εργαστήκατε αγαπητέ κύριε  Θεόκλητε πάνω από μισό αιώνα για την Εκκλησία και τους ανθρώπους. Πλουτίσατε το καράβι του βίου σας με θεάρεστους θησαυρούς. Ο διάβολος όμως δεν κουρσεύει τα καράβια που κουβαλούν σκουπίδια, άλλα αυτά που κουβαλούνε χρυσάφια και διαμάντια.


Μην σας ξεγελούν τα χειροφιλήματα και οι οσφυοκαμψίες. Εκείνη την φριχτή ώρα δεν θα έχετε απέναντι σας κάποιο Συνοδικό δικαστήριο με φίλους  και συλλειτουργούς στην σύνθεση του, άλλα τα εκατομμύρια των Αγίων Ομολογητών που μαρτύρησαν για αυτά που εσείς  οι Επίσκοποι ξεπουλάτε δωρεάν.




«Τοις κοινωνούσιν εν γνώσει [τοις αιρετικοίς] ανάθεμα».


                                                                                                                         
  Ζ Όικουμενική Σύνοδος






Ιωάννης Ρίζος










[1] Λουκ.ιβ΄48


[2]  Γεν.α΄4


[3]  Ιερ.να΄9


[4] Ιω.ι΄5


[5] Β΄Τιμ.β΄17


[6] P.G. 35, 33.


[7] Όροι κατ΄επιτομή, ερωτ.ριδ΄.


[8] Άγιος Συμεώνο Νέος Θεολόγος, Λόγος ΣΤ΄.


[9] Ερμηνεία εις την Προς Γαλάτας.


[10] Ε.Π.Ε 12, 400, 31


[11] Αγ.Ιωάννου Δαμασκηνού, Ιερά παράλληλα.


[12] Αποκ.ιη΄ 4.

ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο ''ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ''!


ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ'': ΑΝΑΓΝΩΣΑΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟ ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟ ΤΗΣ ΣΥΝΑΞΗΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ. ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΘΥΜΙΣΟΥΜΕ ΤΑ ΕΞΗΣ ΔΙΑ ΑΛΛΗΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ: 

«Οι βαρείς λύκοι, λοιπόν, των αιρέσεων, και, μάλιστα, της λοιμώδους νόσου της οικουμενιστικής παναιρέσεως, δεν εξορκίζονται με έναν χαρτοπόλεμο αντιαιρετικών κειμένων -ανιαρό και ανίερο-, ο οποίος χαρτοπόλεμος, κάθε φορά, πληροφορεί το ποίμνιο, απλώς, τι είναι η αίρεσις και ποια καταστροφικά αποτελέσματα προκαλεί στην ζωή της Εκκλησίας»!

«Γράφετε, σεβαστοί πατέρες, ότι οι οικουμενιστές πατριάρχες και λοιποί, αυτήν την παναίρεση του οικουμενισμού:
«την διδάσκουν "γυμνή τη κεφαλή", την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στήν πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως μέ τούς αιρετικούς, με συμπροσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων και ποιμαντικές συνεργασίες»!


Με το κείμενο αυτό, περιγράφετε κατά λέξη τον ΙΕ΄ κανόνα της πρωτοδευτέρας, ο οποίος σας δίνει το δικαίωμα να διακόψετε το μνημόσυνο των πατριαρχών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων.
Δεν το κάνετε όμως, και δεν θα το κάνετε ποτέ»!


Του ομότιμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής κ. Ιωάννου ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ



ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ



Η «ΣΥΝΟΔΟΣ» ΤΟΥ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ
ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ
Οἱ ἀνησυχίες καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἔκβαση τῶν ἐργασιῶν τῆς λεγόμενης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπαληθεύθηκαν. Ἡ σύναξη αὐτὴ δὲν εἶναι οὔτε σύνοδος οὔτε ἁγία οὔτε μεγάλη.

Δὲν εἶναι σύνοδος, διότι δὲν ἔχει τίποτε κοινὸ μὲ τὶς συνόδους τῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας· διακόπτει τὴν παράδοση τῶν ὀρθοδόξων συνόδων, δὲν ἀποτελεῖ συνέχειά τους, συνιστᾶ συνοδικὴ παρεκτροπὴ καὶ κανονικὴ καινοτομία. Ἡ ἐκκλησιολογικὰ κυνικὴ καὶ προκλητικὴ ὁμολογία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλβανίας ὅτι «δὲν εἶναι ἀντίγραφο τῶν παλαιῶν συνόδων ἀλλὰ ἕνα νέο εἶδος συνόδου», ἐπαινεθεῖσα ἀπὸ τὸν πρωτοστάτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἰκουμενικὸ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸν καὶ πρόεδρο τῆς «Συνόδου», καθιστᾶ ὅλους τοὺς συμμετέχοντες ἀρχιερεῖς, ποὺ τὴν ἀποδέχθηκαν ἀδιαμαρτύρητα, καινοτόμους καὶ παραβάτες τῆς μακραίωνης συνοδικῆς καὶ κανονικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὑποκείμενους στὴν κρίση μιᾶς μελλοντικῆς ἀληθοῦς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.
Ἡ εἰκόνα τῶν συμπροσευχομένων μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους αἱρετικῶν παρατηρητῶν, Μονοφυσιτῶν, Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν καὶ οἱ φιλόφρονες πρὸς αὐτοὺς λόγοι καὶ ἐκδηλώσεις βοοῦν καὶ κραυγάζουν γιὰ τὴν πρωτοφανῆ συνοδικὴ καινοτομία καὶ τὴν εὐθεία προσβολὴ τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Δὲν εἶναι ἁγία, διότι ὁρισμένα σημαντικὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ἐνέκρινε εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ληφθεῖσες διὰ τῶν αἰώνων ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἰδιαίτερα ὡς πρὸς τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν. Δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸν ἑαυτό του· ἄλλοτε νὰ καταδικάζει, στὶς ὄντως ἅγιες συνόδους, τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ ἀναθεματίζει τοὺς αἱρετικούς, καὶ ἄλλοτε, ὅπως στὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης, νὰ τὶς θεωρεῖ ἐκκλησίες. Καὶ ἐπειδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι εὐθές, ἀναλλοίωτο καὶ ἄτρεπτο, διεστραμμένες καὶ ἀλλοιωμένες εἶναι κάποιες ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῆς συνάξεως τοῦ Κολυμπαρίου ποὺ ἔχουν κατεξοχὴν δογματικὸ περιεχόμενο. Δὲν ἐλήφθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀλλ᾽ ἐν ἄλλῳ πνεύματι, σκολιῷ καὶ ἀλλοτρίῳ.
Δὲν εἶναι ἐπίσης μεγάλη ἡ «σύνοδος» γιὰ δύο λόγους. Τὸ μεγαλεῖο ἐν πρώτοις συνδέεται μὲ τὴν θεοσέβεια καὶ τὴν ἁγιότητα. Ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε μεγάλους ὅ-σους Ἁγίους διακρίθηκαν εἴτε στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας εἴτε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα ἢ καὶ στὰ δύο· Μέγας Ἀθανάσιος, Μέγας Κωνσταντῖνος, Μέ-γας Βασίλειος, Μέγας Ἀντώνιος, Μέγας Εὐθύμιος καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἡ «σύνο-δος» τῆς Κρήτης στὴν ὑπεράσπιση τῆς πίστεως ὄχι μόνον δὲν παίρνει μεγάλο βα-θμό, ἀλλὰ ἡ ἐπίδοσή της εἶναι ἀρνητική, κάτω ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀφοῦ δὲν καταπολε-μεῖ, ἀλλὰ ἐκκλησιοποιεῖ τὶς αἱρέσεις.
Εἶναι μικρὴ καὶ γιὰ ἄλλο σημαντικὸ λόγο· ἡ παρουσία ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὶς μεγάλες συνόδους πιστοποιεῖ τὴν διὰ τῶν ποιμένων παρουσία ὅλου τοῦ ποιμνίου, τὴν ἔκφραση τῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς ἡ «σύνοδος» τῆς Κρήτης εἶναι κολοβὴ καὶ ἐλλιπής. Δὲν ἐκλήθησαν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἀλλὰ μικρός, περιορισμένος ἀριθμὸς ἐπισκόπων. Ἑπομένως δὲν ἐκπροσωπεῖται ὅλο τὸ πλήρωμα. Ἀλλὰ καὶ οἱ κληθέντες, βάσει τοῦ ἀπαράδεκτου Κανονισμοῦ, δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα διὰ τῆς ψήφου τους νὰ ἐκφράσουν τὴν συμφωνία ἢ τὴν διαφωνία τους πρὸς τὰ ἀποφασιζόμενα, νὰ ἐκφράσουν τὸ ἐκπροσωπούμενο ποίμνιο. Ἀποτελεῖ μοναδικὴ ἱστορικὴ πρωτοτυπία παπικῆς, ὀλιγαρχικῆς, ἀντισυνοδικῆς ἐμπνεύσεως. Ψηφίζουν ὄχι ὅλοι οἱ παρόντες ἐπίσκοποι, ἀλλὰ ὁ μικρὸς ἀριθμὸς τῶν δεκατεσσάρων (14) προκαθημένων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται οἱονεὶ πάπες ὑπεράνω τῶν συνόδων τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ μικρὴ σύναξη προκαθημένων, γιὰ ἕνα ἄγνωστο καινοφανῆ θεσμό, ποὺ προσβάλλει τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, διότι μεταβάλλει τοὺς προκαθημένους ἀπὸ «πρώτους μεταξὺ ἴσων» (primos inter pares) σέ «πρώτους ἄνευ ἴσων» (primos sine paribus).
Δύο ἀκόμη παράγοντες ἐσμίκρυναν τὴν δῆθεν μεγάλη σύνοδο· ἡ ἀπουσία τεσ-σάρων πατριαρχῶν, προκαθημένων ἰσαρίθμων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ὄχι ἐκ λόγων ἀνάγκης, ὅπως ὑγείας, πολεμικῶν συγκρούσεων καὶ ἄλλων, ἀλλὰ λόγῳ διαφωνιῶν πρὸς τὴν διαδικασία συγκλήσεως, τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας καὶ τῆς Θεματολογίας τῆς συνόδου. Δὲν ἔλαβαν μέρος οἱ αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Ρωσίας, τῆς Βουλγαρίας καὶ τῆς Γεωργίας. Πρὶν νὰ συνέλθει ἡ «σύνοδος» ἔχασε τὸν πανορθόδοξο χαρακτήρα της καὶ πρὸ παντὸς τὴν ἀξιοπιστία τῶν ἀποφάσεών της, διότι οἱ ἀπόντες κατήγγειλαν ἔλλειψη συνοδικότητας, διαφά-νειας καὶ σεβασμοῦ τῶν παραδεδομένων, ἐν ὀλίγοις ἔλλειμμα Ὀρθοδοξίας, καὶ προώθηση προειλημμένων ἀποφάσεων. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια μόνον ἡ ἀπουσία τῶν τεσσάρων αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν ποὺ μικραίνει τὴν «σύνοδο»· περισσότερο ἀπὸ αὐτὸ εἶναι ἡ μὴ ἐκπροσώπηση τοῦ συντριπτικὰ μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ πιστῶν, τῆς πληθυσμιακῆς ὑπεροχῆς τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ δὲν ἐκπροσωπήθηκαν στὴν «σύνοδο».
Ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἀγωνίσθηκε μὲ συνέδρια, ὁμιλίες, συνεντεύξεις καὶ ἀρθογραφία τῶν μελῶν της, συνεργαζόμενη μὲ ὁμόφρο-νες ἐπισκόπους, νὰ ἐνημερώσει τοὺς Ὀρθοδόξους πιστοὺς γιὰ τὴν κακὴ πορεία τῆς «συνόδου», ἰδιαίτερα κατὰ τὴν τελευταία φάση τῆς προετοιμασίας της. Θὰ ἤ-μασταν εὐτυχεῖς, ἂν εἶχε ἀποτραπῆ ἡ σύγκληση αὐτῆς τῆς οἰκουμενιστικῆς συνόδου ἢ ἂν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της κάποιοι προκαθήμενοι ἢ συμμετέχοντες ἀρχιερεῖς ἀγωνίζονταν ἀποφασιστικὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ νὰ ἀπορριφθεῖ ὁλόκληρο τὸ κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», τὸ ὁποῖο νομιμοποιεῖ καὶ θεσμοθετεῖ τὸν Οἰκουμενισμό. Οἱ διορθώσεις καὶ οἱ βελτιώσεις, τὶς ὁποῖες ἐπρότεινε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀκόμη καὶ ἂν ἐγίνοντο συνοδικὰ δεκτές, δὲν ἐπρόκειτο βέβαια νὰ καταστήσουν τὸ κείμενο ὀρθόδοξο καὶ ἀποδεκτό, ἀφοῦ οὔτε τὰ ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων ἐκρίνοντο οὔτε πολὺ περισσότερο ἡ μὲ ἀντορθόδοξους ὅρους συμμετοχή μας στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Ἀντίθετα, μέσα στὸ κείμενο ἐπαινοῦνται καὶ ἐγκωμιάζονται. Ἡ δὲ ὀρθὴ πρόταση τὸ «χριστιανικὲς ἐκκλησίες» νὰ γίνει «χριστιανικὲς κοινότητες» συνάντησε λυσσώδη ἀντίδραση καὶ ἀπορρίφθηκε μὲ ἀνιστόρητες, ἀθεολόγητες, παράλογες, σοφιστικὲς ἀντιπροτάσεις, τὶς ὁποῖες υἱοθέτησε, ἄγνωστο πῶς, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ποὺ δὲν ὑπεστήριξε, ὡς ὄφειλε, τὴν ἀπόφαση τῆς συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος καί ὑπερέβη ἀναιτιολόγητα τὴν ἐξουσιοδότηση, ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ αὐτήν, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐλήφθησαν. Ἀναμένονται οἱ ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις ποὺ ὀφείλουν νὰ δώσουν στὸ Σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τόσο ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅσο καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἑλλαδίτες Ἱεράρχες τῆς «συνόδου» τῆς Κρήτης.
Ἀπὸ τὸ ναυάγιο στὰ θολὰ νερὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν τελευταία στιγμὴ γλύτωσαν, κολυμπώντας ὀρθόδοξα στὸ Κολυμπάρι, οἱ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν ὑπέγραψαν τὸ περιλάλητο κείμενο ἤ διετήρησαν τὶς ἐπιφυλάξεις τους. Πρόκειται, ἀπ’ ὅσα γνωρίζουμε ἕως τώρα, γιὰ τοὺς Μητροπολίτες Μπάτσκας κ. Εἰρηναῖο (ἀπὸ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας), ἀπὸ τὴν ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τοὺς Μητροπολίτες Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιο, Μόρφου κ. Νεόφυτο, Ἀμαθοῦντος κ. Νικόλαο, Λήδρας κ. Ἐπιφάνιο, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπέγραψαν τὸ κείμενο, καὶ Νεαπόλεως κ. Πορφύριο, ὁ ὁποῖος διετήρησε ἐπιφυλάξεις κατὰ τὴν ὑπογραφή, καὶ τὸν Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο (ὁ μόνος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποὺ δὲν ὑπέγραψε). Ἀρκετοὶ ἀκόμη Ἱεράρχες ἄσκησαν ἔντονη κριτικὴ στὸ ἐν λόγῳ κείμενο καὶ διετήρησαν τὶς ἐπιφυλάξεις τους κατὰ τὴν ὑπογραφή του. Ἀποτελοῦν τὴν συνέχεια τῶν ὁμολογητῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς ἐλπίδα καὶ προοπτικὴ πὼς στὸ μέλλον συνοδικὰ καὶ ὀρθόδοξα θὰ ἀπορριφθεῖ ἡ «σύνοδος» τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, ὡς οὐνιτική, οἰκουμενιστικὴ καὶ φιλοπαπική, ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ μία πρώτη ἀποτίμηση· θὰ ἀκολουθήσουν λεπτομερέστερες καὶ ἐμβριθέστερες.
Γιὰ τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν»

Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου
Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου
Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἀρχιμ. Σαράντης Σαράντος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου,
Ἀμαρούσιον Ἀττικῆς
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 
Ἀρχιμ. Γρηγόριος Χατζηνικολάου
Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ἁγίας Τριάδος,
Ἄνω Γατζέας Βόλου
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστη-μίου Θεσσαλονίκης (Σύμβουλος)
Γέρων Εὐστράτιος Ἱερομόναχος
Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγ. Ὄρους

ΕΣΧΑΤΗ ΩΡΑ: Ἡ ἀρχή τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας - Ὁ ἐφησυχασμός



Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμῶνα:

        «Εἰ γάρ μή δι’ ἐγκληματικήν αἰτίαν, ἀλλά δι’ αἳρεσιν χωρίσῃ τις ἑαυτόν ἀπό τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ ἢ τοῦ Μητροπολίτου ἢ τοῦ Πατριάρχου ὡς ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος ἀνερυθριάστως διδάγματά τινα ἀπηλλοτριωμένα τοῦ ὀρθοῦ δόγ­ματος, ὁ τοιοῦτος καί πρό ἐντελοῦς δια­γνώσεως, πολλῷ δέ πλέον καί μετά διά­γνωσιν, ἐάν ἑαυτόν ἀποτειχίσῃ ἢγουν χωρίσῃ ἀπό τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ, οὐ μόνον τιμωρηθή­σεται, ἀλλά καί τιμηθήσεται ὡς ὀρθόδοξος· κ.τ.λ

        Ἡ μετάφραση τοῦ π. Γερασίμου:

«...ἐάν ὃμως ὂχι δι’ ἐγκληματικήν αἰτίαν, ἀλλ’ ὡς εἲπομεν δι’ αἳρεσιν καταδικασθεῖσαν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἢθελε χωρισθῇ τις ἀπό τόν ἀνώτερόν του, ἐκκόπτων τό μνημόσυνον αὐτοῦ, ὃστις ἀνερυθριάστως δι­δάσκει διδάγματα ἀλλότρια τοῦ ὀρθοῦ δόγματος τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τόν τοιοῦτον ἐπιτρέπεται ἐάν θέλῃ νά ἀποχωρισθῇ ἀπό τῆς συγκοινωνίας τοῦ ἀνωτέρου του, καί πρίν ἢ ἐκδοθῇ συνοδική καταδικαστική ἀπόφασις, πολλῷ μᾶλλον καί μετά ταύτην· ὁπότε ὁ τοιοῦτος ὂχι μόνον δέν τιμωρεῖται διά καθαιρέσεως... ἀλλά θά τιμηθῇ μάλιστα κ.τ.λ.». Καί συνεχίζει ἐπεξηγῶν ὁ ἲδιος τόν ἑαυτό του: «τό “ἐάν ἑαυτόν ἀποτειχίσῃ, ἢγουν χωρίσῃ ἀπό τῆς κοινωνίας τοῦ πρώτου αὐτοῦ”, ση­μαίνει τήν προαίρεσιν ἢτοι ἐάν θελήσῃ, καί οὐχί ἐπιβολήν ἐκκοπῆς τοῦ μνη­μοσύνου. Ἑπομένως ἐν περιπτώσει αἱρέσεως ἒνθα ἀφίεται εἰς τήν προαίρεσιν ἑκάστου, ὁ ἀκολουθῶν τόν γενικόν κανόνα ἢτοι ὁ μνημονεύων μέχρις ἐκδόσεως Συνοδικῆς ἀποφάσεως ἐν τάξει εἶναι, καί ὁ ἀποκόπτων τό μνημό­συνον χωρίς νά ἀναμένῃ τήν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας ἢτοι πρίν ἐκδοθῇ ἀπόφασις Συνοδική καί οὖτος ἐν τάξει εἶναι, μάλιστα ὁ τελευταῖος οὖτος καί τιμῆς ἂξιος εἶναι» (οἱ ὑπογραμμίσεις δηλώνουν τήν προσθήκη).      
       Ἀπαντῶντες λέγουμε τοῦτο. Ἑρμηνεύοντες δυνητικά τούς ἱερούς κα­νό­νες οὐδέποτε θά εὑρεθεῖ κάποιος νά διακόψει τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ πρό συνοδικῆς καταδίκης. Οὒτε θά ὑπῆρχαν στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἃγιοι Ὁμολογητές καί Μάρτυρες. Ὁ ἀορίστως ἀναφερόμενος ὡς «γενικός κανόνας» εἶναι ἀνύπαρκτος καί ἀκατανόητος. Μήπως ὀνομάζει ὡς «γενικόν κανόνα» τήν γενικῶς καί ἀδιακρίτως ἐπικοινωνία τῶν περισσοτέρων (συνήθως) μέ τούς αἱρετίζοντες ποιμένες τους;  Ἀλλά ἂς μᾶς ἑρμηνεύσουν παρομοίως καί τόν λόγο τοῦ Κυρίου· «Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκαν­δαλίζει σε, ἒξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ· καλόν σοι ἐστί μονόφθαλμον εἰς τήν ζωήν εἰσελθεῖν, ἢ δύο ὀφθαλμούς ἒχοντα βληθῆναι εἰς τήν γέενναν τοῦ πυ­ρός». Ποῖος νοεῖται ὡς ὀφθαλμός ἐδῶ μᾶς ἑρμηνεύει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος·«Βα­δίζοντες τήν ἀπλανῆ καί ζωηφό­ρον ὁδόν, ὀφθαλμόν μέν ἐκκόψωμεν σκαν­δαλίζοντα, μή τόν αἰσθητόν ἀλλά τόν νοητόν. Οἷον ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύ­τερος οἱ ὂντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφωνται καί σκανδαλί­ζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἐστιν ἂνευ αὐτῶν συνα­θροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ’ αὐτούς ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἂννα καί Καϊάφα εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός».

        Προτρέπει λοιπόν φανερά ὁ θεῖος λόγος νά ἐκβάλλω ἐγώ πρωτύτερα τόν σκανδαλίζοντα ὀφθαλμό (εἲτε ἐπίσκοπον, εἲτε πρεσβύτερον). «...ἒξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ». Πῶς ὃμως; Μέ τήν ἀποτείχιση ἢ τήν συνοδική ἀπόφαση; Τήν πρώτη τήν ἀντιλαμβάνομαι γιατί εἶναι πράξη ἐφικτή ὑπ’ ἐμοῦ καί νόμιμη. Τήν δεύτερη δέν τήν ἀντιλαμβάνομαι διότι βέβαια δέν μπορῶ. Ἡ συνοδική ἀπόφαση εἶναι ἒργο τῆς συνόδου τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν θέλησή μου. Νά περιμένω τήν συνοδική ἀπόφαση; Ἀλλά ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ προτρέπει σαφέστατα νά ἀποτειχισθῶ ἂμεσα. Καί ὂχι μόνο. Μέ προτρέπει καί ὑποδεικνύει νά ἐπιλέξω ἀπό τήν ζωή ἢ τήν γέεννα τοῦ πυ­ρός, τό συμφέ­ρον, τό «καλόν». Τί ἀπομένει λοιπόν, ἀφοῦ ὁ ἐπίσκοπός μου ἢ ὁ πρε­σβύτερος μέ σκανδαλίζουν μέ τήν «περί τήν πίστιν κακή ἀναστροφή» τους; Ἢ μήπως τό «ἒξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ» εἶναι καί αὐτό δυνη­τικό; Ὃτι δηλαδή (κατά τόν δεινό μας ἑρμηνευτή), ἐάν δέν ἀποδέχομαι τά αἱρετικά διδάγματα τοῦ ἐπισκόπου, δέν εἶμαι ὑποχρεωμένος νά «ἐκβάλλω αὐτόν» ἀποτειχιζόμενος ἐξ αὐτοῦ; Ἐάν δέν θέλω βέβαια νά βρεθῶ μαζί μέ αὐτόν «εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός», «ὡς μετά  Ἂννα καί Καϊάφα». Ὡς πρός τήν ἐπιλογή μου αὐτή εἶναι ἀλήθεια ὃτι δέν μέ ὑποχρεώνει κανένας. Οὒτε ὁ ἲδιος ὁ Θεός! Τοῦτο εἶναι πού «ἀφίεται εἰς τήν προαίρεσίν μου», ἀλλά βέβαια «πάντα μοι ἒξεστι, ἀλλ’ οὐ πά­ντα συμφέρει». Διότι ἐφ’ ὃσον τό «ἐάν ἑαυτόν ἀποτειχίσῃ» τοῦ Βαλσαμῶνος, «σημαίνει (γιά τόν π. Γεράσιμο) τήν προαίρεσιν ἢτοι ἐάν θελήσῃ, καί οὐχί ἐπιβολήν ἐκκοπῆς τοῦ μνημοσύνου», τότε πῶς συμβιβάζεται τό «ἒξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ» μέ τό «ὁ μνημονεύων μέχρις ἐκδόσεως Συνοδικῆς ἀποφάσεως ἐν τάξει εἶναι» ἢ μέ τό «οὐδαμῶς κα­τακρίνεται» τῶν δυνητικῶν ἑρμηνευτῶν; Ἢ γιά νά εἶμαι πιό σαφής, πῶς συμβιβάζεται τό «ἒξελε αὐτόν κ.τ.λ.» μέ τό «ἐάν θέλῃς μή ἐξέλῃς αὐτόν καί μή βάλῃς ἀπό σοῦ, ἀλλά μήν ἀποδέχεσαι τά αἱρετικά διδάγ­ματα (τοῦ ἐπισκόπου) καί δέν θά κατακριθῇς», πρᾶγμα πού εἶναι ἓνα καί τό αὐτό μέ τήν κα­κο­δαίμονα ρήτρα, «ἂν ἓτερος κληρικός δέν θέλῃ νά παύσῃ τό μνημόσυ­νον, καί χωρίς νά ἀποδέχηται τά αἱρετικά διδάγματα τοῦ ἐπισκόπου... οὐδαμῶς κατακρίνεται»;  Καί ἐάν δέν κατακρίνεται πῶς συμβιβάζεται πάλι αὐτό μέ τό «καλόν σοι ἐστι μονόφθαλμον εἰς τήν ζωήν εἰσελθεῖν ἢ δύο ὀφθαλμούς ἒχοντα βληθῆναι εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός»;  Δηλαδή μαζί μέ τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο;

        Ἀλλά γιά νά τό προχωρήσουμε, τότε γιατί νά μήν ἑρμηνεύονται δυ­νη­τικά καί ἂλλοι κανόνες, ὃπως οἱ με΄, μστ΄, μζ΄, ἀποστολικοί, ἀλλά καί ὃσοι δέν ἀναφέρονται σέ ζητήματα πίστεως; Φαντασθεῖτε πόσα ἀτοπήματα θά ἐπέφερε ἡ κατ’ ἐπιλογήν δυνητική ἑρμηνεία τῶν ἱερῶν κανόνων. Ἐάν δέν ὑπάρχει οὒτε μία Πατερική ἀναφορά περί δυνητικῆς ἑρμηνείας σέ ὁποιονδήποτε κανόνα, ὃπως καί δέν ὑπάρχει, τότε οὒτε καί ὁ ιε΄ εἶναι δυ­νη­τικός. Γιά ἓνα τόσο σοβαρό ζήτημα πού ἀφορᾶ τήν σχέση αἱρετικῶν καί ὀρθοδόξων ἢ ψευδεπισκόπου καί ὑφισταμένων κληρικῶν ἢ λαϊκῶν στό θέμα τῆς κοινωνίας, εἶναι ἀδιανόητο νά μήν εἶχε προ­βλέψει ὁ ἐκκλησιαστικός νομοθέτης, (δηλαδή κάποια Τοπική ἢ Οἰκουμενική σύνοδος), ὃτι οἱ μή ἀποτειχιζόμενοι εἶναι ἀνεύθυνοι. Ἀντιθέτως ὁ «αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μό­νον...», «εἰ τις κληρικός ἢ λαϊκός εἰσέλθοι εἰς συναγω­γήν Ἰουδαίων...», «ὁ δεχό­μενος βάπτισμα αἱρετικῶν...» καί ὃλες οἱ παρό­μοιες παρα­βάσεις, ἒχουν συ­γκεκριμένα ἐπιτίμια στά ὁποῖα δέν ἐμφιλοχωρεῖ καμμία ἀτιμωρησία, ὃπως ἀντινομοθετεῖ οὐτοπικῶς ἡ δυνη­τική ἑρμηνεία. Καί προχω­ρώντας ἒτσι ἡ ἱστορία τῶν οὐτοπιῶν δέν θά τε­λειώσει ποτέ.

         Ὃτι δέ ὁ ιε΄ κανόνας δέν ὁρίζει κάποιο ἐπιτίμιο γιά τούς μή διαστέλ­λο­ντες, ἐξηγεῖται ἀπό τό γεγονός ὃτι ἀναφέρεται μόνο στήν περίπτωση τῶν «δι’ αἳρεσιν» «τῆς πρός τόν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας»ἀποτειχιζομένων, τούς ὁποίους ἀντί τοῦ συνηθισμένου ἐπιτιμίου τῶν κα­νό­νων γιά τίς παραβάσεις, ἐδῶ ἀντίθετα τούς ἐπαινεῖ. Τοῦτο μέ κανένα τρόπο δέν μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ ὃτι ὁ μή ἀποτειχιζόμενος εἶναι ἀνεύθυνος. Ὃταν οἱ κανόνες γιά παράδειγμα ὁρίζουν καθαίρεση γιά τόν μετά αἱρετικῶν συμπροσευ­χόμενο ἐπίσκοπο, εἶναι αὐτονόητο καί τό ὃτι ὁ μνημονεύων αὐτόν (τόν ἐπίσκοπο) ἀμνηστεύει τήν παρανομία του καί ἐκ τούτου γίνε­ται κοινωνός αὐτῆς, ἆρα καί ὑπεύθυνος. Οἱ ὁμολογίες πίστεως διά προσωπικῶν ἐπιστολῶν πρός τόν Πατριάρχη καί οἱ πομπώδεις συ­νεδριακές ἐξαγγελίες κατά τοῦ οἰκουμενισμοῦ, οὐδόλως ἐναρμονίζονται μέ τήν μνημόνευση-κοινωνία τοῦ καταγγελομένου ἐπισκόπου καί μάλιστα ἐξάρχου τῆς παναιρέσεως. Τέτοιες ἐνέργειες οἱ «βαρεῖς λύκοι» (Πράξ. κ΄29) δέν τίς φοβοῦνται. Κατασιγάζουν ὃμως, τίς εὐαίσθητες συνει­δή­σεις στά θέματα τῆς πίστεως, συσσωρεύοντες (ἀλλοίμονο !!!), φοβε­ρές εὐθύνες.

        Ὣστε ἐάν ὁ «ἓτερος κληρικός δέν θέλῃ νά παύσῃ τό μνημόσυνον τοῦ σκαν­δαλίζοντος ἐπισκόπου» ἀναμένων τήν «ὑπό Συνόδου καταδίκην αὐτοῦ», ὂχι μόνο κατακρίνεται ὡς μή ποιήσας φρονίμως τό συμφέρον τῆς ψυχῆς του, ἀλλά διατρέχει δίκην Δαμοκλείου σπάθης τόν μέγα κίνδυνο τῆς αἰωνίου κατακρί­σεως.

        Ἡ πράξη τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας διαψεύδει περίτρανα μία τέτοια δυνητική ἑρμηνεία τοῦ κανόνα. Ὁ ἃγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀποτειχίσθηκε ἀπό τούς μονοθελῆτες ἐπισκόπους του, μέ συνέπεια νά διωχθεῖ, νά ἐξορισθεῖ τρεῖς φορές καί τέλος νά ἀποθάνει δύο μῆνες μετά τήν τρίτη ἐξορία στόν Καύκασο. Ὃλα αὐτά τά ἒπαθε πρό συνοδικῆς καταδίκης τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων. Τίθεται ἐδῶ εὐλόγως τό ἀδυσώπητο ἐρώτημα. Γιατί δέν ἀνέμενε τήν συνοδική καταδίκη, ἀφοῦ κατά τούς δυνητικούς ἑρμηνευτές ἦταν στήν προαί­ρεσή του, ὁπότε θά ἦταν «ἐν τάξει» καί «οὐδαμῶς θά κατακρίνονταν»; Γιατί προτίμησε τήν ἀποτείχιση ἡ ὁποία τοῦ στοίχισε τίς φοβερές αὐτές συνέπειες καί τόν θά­νατο; Ἀσφαλῶς δέν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία ὃτι ἀπό τίς φοβερές συ­νέ­πειες, περισσότερο φοβήθηκε τήν Δεσποτική ἀπόφαση, «ἒξελε αὐτόν... καλόν σοι ἐστί μονόφθαλμον εἰς τήν ζωήν εἰσελθεῖν ἢ δύο ὀφθαλμούς ἒχοντα κ.τ.λ.».

        Ὃτι ὁ ιε΄ κανόνας δέν ὑπῆρχε τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Μαξίμου, τοῦτο δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἀντεπιχείρημα, ἀφ’ ἑνός γιατί πάντοτε οἱ Ὁμολογητές Πατέρες ἐφύλασσαν το αὐτό πνεῦμα τοῦ κανόνα σέ πλήρη ἁρμονία μέ τόν λα΄ ἀποστολικό, καί ἀφ’ ἑτέρου γιατί ἐδῶ προβάλλοντες τήν ἐπιτακτική ἀνάγκη γιά ἀποτείχιση πού εἰδοποιεῖ ὁ Δεσποτικός λόγος  «ἒξελε αὐτόν...»,καταρρίπτεται κάθε ἒννοια δυνητικότητας, εἲτε γιά τόν μεταγενέστερο ιε΄ κανόνα, εἲτε τυχόν γιά τόν λα΄ ἀποστολικό. Ἐνῶ οἱ δυ­νητικοί ἑρμηνευτές ἐμμέσως καταργοῦν τήν Δεσποτική ἀπόφαση, γεγο­νός πού συνιστᾶ βλα­σφημία κατά τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
        Ὁ ἃγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός ὂχι μόνο δέν συναθροίζονταν «εἰς εὐκτήριον οἶκον» μέ τούς λατινόφρονες ἐπισκόπους, ἀλλά οὒτε καί σ’ αὐτή τήν κηδεία του δέν ἢθελε νά παραστέκονται. «Δεῖ γάρ παντάπασιν» ἒλεγε, «ἐκείνους εἶναι κεχωρισμένους ἡμῶν, μέχρις ἂν δῷ ὁ Θεός τήν καλήν διόρθωσιν καί εἰρήνην τῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ». Ἂν μή τι ἂλλο ὡς «καλήν διόρθωσιν καί εἰρήνην τῆς Ἐκκλησίας» ἐννοοῦσε, τήν διά συ­νόδου καταδίκη τῶν λατινοφρό­νων ὡς αἰτίων γενικοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν πιστῶν τῆς ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ ἐφησυχασμός 



Ὃσοι τοὐλάχιστον διαφεύγουν τήν δυνητική πλεκτάνητό μόνοἐπιχείρημα πού φέρουν (καί τό λέγουν δεκαετίες τώρα), εἶναι τό «οὓπωκαιρός ἐστιν» μέ τό πρόσχημα ὃτι πρέπει νά ἐνημερωθεῖ κατάλληλα ὁ λαόςκαί ὓστερα νά γίνει ἡ ἀποτείχιση ἀπό τούς ψευδοποιμένεςτοῦ οἰκουμενισμοῦ γιά νά μή δημιουργηθεῖλέγουνσχίσμα στήν Ἐκκλησία.
        Ἀλλά εἶναι ἀπορίας ἂξιο πῶς δέν ἀντιλαμβάνονται ὃτι τοῦτο εἶναι μίαἀπάτη καί ὑποβολιμιαῖο τέχνασμα πρός διαρκῆ ἀναβολή τῆς καλῆςὁμολογίαςὋτι εἶναι ἀνώφελο νά περιμένουν νά πληροφορηθεῖ ἡπλειοψηφία τοῦ λαοῦγιατί ὁ πλεῖστος λαός (ἐκτός ὀλίγων ἐξαιρέσεωνσέτέτοιου εἲδους ἐκκλησιαστικές κι­νήσεις πάντοτε θά πε­ριμένει τούςἡγήτορεςΠῶς ἐπίσης δέν ἀντιλαμβάνονται ὃτι τό «οὓπω και­ρός ἐστιν»,ὃσον ἀφορᾶ τήν Μοναδικότητα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ ὁποία κατέχειτόν θη­σαυρό τῆς ἀληθείαςἐπειδή ἀμφισβητεῖται ἀπροκάλυπτα πλέονδένἒχει κα­νένα Κανονικό ἒρεισμα ἒστω καί «κατ’ ἂκραν οἰκονομίαν»; Τίπερισσότερο πε­ριμένουν νά δοῦνκαί ἓως πότε θά ψευτοθεραπεύουν τήντύψη τῆς συνειδήσεώς τους μέ τόν «χαρτοπόλεμο»;
        Ἀλλά ποιός ἀμφιβάλλει στούς ἰσχυρισμούς τους ὃτι τό ἰδανικώτεροεἶναι νά προχωρήσει στήν ἀποτείχιση σύσσωμοςκλῆρος καί λαόςἰδιαίτεραὃλοι οἱ ἐπίσκοποιΜόνο ἒτσι θά ἀποφευχθοῦν οἱ δυσχερεῖς συνέπειες πούσυνήθως ἐπακολουθοῦν μετά ἀπό μία τέτοια ἀληθινή ὁμολογίαΜήπωςὃμως ἡ ἐπιχειρηματολογία γιά τό «ἂχρι καιροῦ» ἢ τήν δυνητικότητακρύβειμία λανθάνουσα δειλία ἀπέναντι στίς συνέπειες αὐτέςΟἱ ἃγιοι πατέρεςὃμως ἐπισημαίνουν ὃτι « ἀληθής πίστις ἀγνοεῖ τήν δειλίαν».
        Γιά νά εἲμαστε εἰλικρινεῖς, ὀρθώτερο εἶναι νά ποῦμε ὃτι γνωρίζουν τί πρέπει νά πράξουν, γνωρίζουν τίς δυσχερεῖς συνέπειες, γνωρίζουν ὃτι καί τό «οὓπω καιρός ἐστιν» εἶναι καταφύγιο ψευδοαπολογίας. Δέν γνωρίζουν ὃμως «τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα». Διά τοῦτο καί μόνο θά ἒπρεπε νά σπεύσουν πρῶτοι καί νά εἶναι βέ­βαιοι ὃτι οἱ εὐσεβεῖς καί καλοπροαίρετοι πιστοί θά τούς ἀκολουθήσουν. Γιά τούς ἀδιάφορους «χριστιανούς» δέν ἰσχύει οὒτε ἡ ἐνημέρωση, οὒτε τά ἒργα. Γι’ αὐτό κατά συντριπτική πλειοψη­φία δέν θά τούς ἀκολουθήσουν. Πολ­λοί δέ καί θά τούς πολεμήσουν. Περί τοῦ κλήρου ἐπίσης, ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μᾶς ὁδηγεῖ στή διαπίστωση ὃτι τοὐλάχι-στον μέχρι τήν καταδίκη τοῦ οἰκουμενισμοῦ, οἱ περισσότεροι θά ἀκολου-θήσουν τούς κα­τέχοντες τούς θρόνους, ὃποιοι καί ἂν εἶναι.
        Ἑπομένως σφάλλουν μεγάλως ὃσοι λέγουν ὃτι πρέπει νά πληροφορηθοῦν οἱ πιστοί καί μετά νά προχωρήσουν ὃλοι μαζί, κλῆρος καί λαός, στήν ἀποτείχιση. Πρός ἀποφυγή παρεξηγήσεων, δέν ἀρνούμαστε τά θετικά μιᾶς προσπαθείας γιά ἐνημέρωση, πλήν ὃμως τά ἀναφέραμε αὐτά γιατί πιστεύουμε ὃτι οἱ ἐνδιαφερόμενοι πιστοί εἶναι ἐνημερωμένοι καί ἀναμένουν πλέον νά δοῦν ἒργα, ἀπό τούς ποιμέ­νες, τούς ἡγουμένους, τούς θεολόγους, μάλιστα τούς Ἁγιορεῖτες μονα­χούς.
        Τέλος γιά τό ἐπιχείρημα ὃτι μέ τήν ἀποτείχιση ἐπέρχεται «σχίσμα» στήν Ἐκκλησία, ἒχουμε νά ποῦμε ὃτι ὁπωσδήποτε δέν ἐνέχονται. Ὁ ἲδιος ὁ ιε΄ κα­νόνας συντάχθηκε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, γιά νά ἀπαντήσει στούς τότε δυτικούς καί δυτι­κίζοντες (φιλενωτικούς) ἐπισκόπους πού κατηγοροῦσαν τούς ἀνατολικούς, ὃτι ἒσχιζαν τήν Ἐκκλησία. Διότι πῶς εἶναι δυνατόν ὁ κανόνας ἀφ’ ἑνός μέν, νά ἐπαινεῖ τούς «ἑαυτούς διαστέλλοντες» ἀπό τῆς «πρός τόν πρόεδρον κοινω­νίας», τοῦ «τήν αἳρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος», καί συγχρόνως νά τούς θεωρεῖ ὑπεύθυνους περί τοῦ σχίσματος;
        Νά διευκρινίσουμε ὃμως καί αὐτό πού ἀναφέραμε στό Β’ μέρος τῆς ἑνότητας ΕΣΧΑΤΗ ΩΡΑ, ὃτι οἱ μή ἀποτειχιζόμενοι ἐάν δέν δημιουργοῦν, τοὐλάχιστον ἑδραιώνουν σχίσματα. Ποιά εἶναι τά σχίσματα καί οἱ μερι­σμοί στά ὁποῖα ἀναφέρεται ὁ ιε΄ κανόνας ἀπό τά ὁποῖα οἱ ἀποτειχιζόμενοι σπουδάζουν νά ἐλευθερώσουν τήν Ἐκκλησία; Ἐπίσης πῶς νοεῖται τό ἀναφερόμενο γιά τούς ἀποτειχιζομένους ὃτι «...οὐ σχί­σματι τήν Ἐκκλησίαν κατέτεμον», δεδομέ­νου καί πάλιν ὃτι φαίνεται νά γίνεται πράγματι κατατομή καί κατά ἀλήθειαν σχίσμα;
        Ἀληθῶς ἡ φαινομένη ἀκεραιότητα τῆς διοικητικῆς καί συνοδικῆς δομῆς τῆς κρατούσης Ἐκκλησίας ἀπό τό ἓνα μέρος, καί τό ὁρατό «σχίσμα» τῶν ἐνισταμένων ἀπό τό ἂλλο, ἒγιναν ἀφορμή καί αἰτία γιά μία παρανόηση ἡ ὁποία ἒπαιξε κα­θοριστικό ρόλο γιά τό σημερινό κατά­ντημα τῆς κοινωνίας τῆς οἰκουμενιστικῆς ἀποστασίας, ἀλλά καί τοῦ ἐφησυχασμοῦ.
        Οἱ ἑρμηνευτές ὃμως τοῦ ιε’ κανόνα δέν ἒδωσαν καμμία βαρύτητα στήν ἀκεραιότητα τῆς συνοδικῆς καί διοικητικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας, παρά μόνο στήν ἀπόκλιση ἐκ τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέ­ρων· ὃπως σαφῶς διαλαμβάνει καί ὁ κανόνας. Ἀποκαλοῦν καί αὐτοί τούς ἀποκλίνοντες ἐπισκόπους, ψευδοδιδασκάλους καί ψευδεπισκόπους γιατί ἀποσχίζονται ἐκ τῆς ἑνιαίας ὀρθοδόξου ἀληθείας, διδάσκοντες «τήν αἳρεσιν δημοσίᾳ», καί ἀσφαλῶς τοῦτο συνιστᾶ θεω­ρητικό σχίσμα, τό ὁποῖο ἐάν δέν ἀποκατασταθεῖ στή βάση τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, θά ἐπιφέρει ἀργά ἢ γρήγορα καί τό πραγματικό σχίσμα, μᾶλλον σχίσματα. Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές ὑπενθυμίζουμε τό μεγάλο σχίσμα τῆς ἀνατολικῆς καί δυτικῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ἒλαβε τήν ἀρχή ἀπό τήν αἱρετική καί βλά­σφημη διδασκαλία τοῦ filioque, θεωρητικά στήν ἀρχή καί πρα­κτικά καί τελεσίδικα ἀργότερα. Ἀκριβῶς αὐτό εἶχαν κατά νοῦν ὁ Μέγας φώτιος καί οἱ συνοδικοί πατέρες τῆς ΑΒ΄ οἰκουμενικῆς συνό­δου, οἱ ὁποῖοι ὃπως προαναφέραμε συνέταξαν τόν προκείμενο κανόνα.
        Ἑπομένως ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ψευδοδιδασκάλουςὑποσκάπτει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἑνότητα κατά κύριον λόγο, συ­νίσταται στήν καθολική ἀποδοχή τῶν δογμάτων τῆς ἀληθείας, μή ἐπιδεχόμενη ξένα καί ἀλλότρια διδάγματα ἀπό τήν ἱερά Παράδοση. Ἒτσι ἒβλεπε τά πράγματα καί ὁ πολύς ἃγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὃταν ἒγραφε γιά τούς κοινωνοῦντες τήν αἳρεση ὃτι· «...οἱ δέ, εἰ καί τοῖς λογι-σμοῖς οὐ κατεποντίσθη­σαν, ὃμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυ­νται» (1), καί δέν ἧταν καθόλου ὑπερβολικός.
        Ἐνῶ τό φαινόμενο «σχίσμα» τῶν ἀποτειχιζομένων, ὃχι μόνο δέν ὑποσκάπτει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὂχι μόνο δέν εἶναι κατακριτέο, ἀλλά εὒκολα κατανοεῖ κανείς πλέον μετά τήν ἒκθεση τῶν παραπάνω ἐξηγήσεων, γιατί ὃλοι οἱ ἑρμηνευτές τό θεωροῦν ἐπαινετό καί σωτήριο.
        Πι­στεύουμε ὃτι «ἡ ὣρα ἢδη παρῆλθεν» καί ὃτι τό «οὓπω καιρός» δέν ἒχει θέση σή­μερα. Ἀλλά οὒτε καί εἶχε ποτέ θέση ὃταν κηρύσσονταν ἀπρο-κάλυπτα ἡ αἳρεση. «Στενά» λοιπόν «πανταχόθεν σφόδρα» γιά τούς λέγοντες τό «οὓπω καιρός ἐστιν» καί ματαία καί ψυχοφθόρος γι’ αὐτούς ἡ ἀναμονή μέχρι νά ἐνημερωθοῦν ὃλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί.
        Μᾶς εἶναι ἀδύνατο ὃμως νά ἀντιπαρέλθουμε μία σχετικά πρόσφατη δήλωση τοῦ Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ἀπό ἓνα σχόλιο στήν εἰσήγηση ἐν ὂψει τῆς Μεγάλης Συνόδου, τοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στις 29-8-2015 πρός τούς ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Γιά τόν ἀκατάσχετο κατήφορο τοῦ Πατριάρχου, ὃσοι παρακολουθοῦν τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα, καί γνωρίζουν, καί δέν ἐκπλήσσονται πλέον. Γιά δέ τήν δήλωση τοῦ Πειραιῶς, κυριολεκτικά πέσαμε ἀπό τά σύννεφα. Ἒτσι ἀναγκάζεται κανείς νά ἀναθεωρήσει πρόσωπα καί πράγματα στά ὁποῖα εἶχε ἐναποθέσει κάποιες ἐλπίδες. Ἡ δήλωση  εἶναι ἡ ἑξῆς:
        «Τό θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μεταξύ Ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων, πού πρόκειται νά ἐξετάσει ἡ Μεγάλη Σύνοδος, εἶναι κολοσσιαίας σημασίας, διότι μία σύνοδος, ὃπως τήν προσδιορίζει ὁ Παναγιώτατος, μέ οἰκουμενιστικές προδιαγραφές καί προϋποθέσεις, δέν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί συγκεκριμένως τῆς Ἁγίας Α’ Οἰκου-μενικῆς Συνόδου τῶν ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων. Ἂν αὐτό συμβεῖ, τότε νά προετοιμαζόμεθα γιά νέο παλαιοημερολογητικό σχίσμα, πού θά ἒχει δυστυχῶς καί κανονική θεμελίωση. (ὑπογρ. ἡμ.)
        Δέν μποροῦμε νά ὑποθέσουμε κάτι ἂλλο παρά μόνον ὁ,τι, ὁ  Πειραιῶς εἶναι συνειδητά ταγμένος στήν ὑπηρεσία τοῦ «νά κατασιγάζει τούς δικαιολογημένους φόβους» τῶν καλοπροαιρέτων πιστῶν. Νά τί γράφει ἡ Καθηγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων σέ κάποια ἐπιστολή της πρός τόν ἲδιο. «Ἡ παρέμβαση ἑνός Ἱεράρχου, καί μάλιστα τοῦ δικοῦ Σας ἐγνωσμένου κύρους, ἒχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, διότι κατασιγάζει τούς δικαιολογημένους φόβους, μέ τήν αἲσθηση ὃτι οἱ ταγοί τῆς Ἐκκλησίας καί φύλακες τῆς Ἀληθείας ἀγρυπνοῦν...».  Βαυκαλίζεται ὃτι ἒτσι ὑπηρετεῖ τήν Ἐκκλησία ἐνῶ οὐσιαστικά καταφέρεται κατά τῆς Ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας καί γίνεται ἒτσι ὁ καλύτερος συνήγορος τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Κρίνοντες αὐτόν μέ βάση τά διαλαμβανόμενα περί ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, ἐντάσσεται στούς «ἐν γνώσει», κατ᾿ ἀπόλυτη ἒννοια, κοινωνοῦντες τήν αἳρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, μέ ὃσες ἀρνητικές πνευματικές προεκτάσεις συνεπάγεται αὐτό. Τι ἒχει νά φοβηθεῖ ὁ οἰκουμενισμός ἀπό τέτοιους Ἱεράρχες; Πράγματι ἂλλα τά λόγια καί ἂλλο ἡ πράξη. Ἀείμνηστε Κορναράκη πόσο δίκαιο εἶχες !
        Βέβαια ἀπευχόμεθα τήν δημιουργία ἑνός νέου παλαιοημερολογητικοῦ σχίσματος, ἐννοοῦμε νέας παρατάξεως (2), ἀκριβῶς διότι ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα, ἐάν ἐπιτευχθεῖ, ὂχι μόνο δικαιώνει τίς ἀνησυχίες τῶν ἢδη ἐνισταμένων ἀπό τό 1924, καί ὡς ἐκ τούτου δέν ὑφίσταται ἀνασύσταση νεοενισταμένων, ἀλλά «δυστυχῶς» γιά τόν Πειραιῶς ἡ de facto καί ἐμφανέστατη πλέον «Κανονική θεμελίωση» τῶν παλαιοημ/τῶν (ἀφοῦ προσπέρασε ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ τήν ἀντικανονικότητα τῆς ἡμερολογιακῆς ἀλλαγῆς) θά τοῦ γίνει μεγάλος πονοκέφαλος. Τώρα τό πῶς μποροῦν νά συνυπάρχουν καί νά συμβιβάζονται οἱ ὃροι «σχίσμα» (ὃπως τό ἐννοεῖ) καί«Κανονική θεμελίωση», μόνο ὃποιος δέν θέλει νά δεῖ τήν ἀλήθεια κατάματα, δέν μπορεῖ νά κατανοήσει. Διότι ὃταν οἱ Κανόνες καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν γιά ἑπαινετό καί σωτήριο «σχίσμα» ἀποτειχιζομένων, αὐτοί κωφεύουν. Περιττεύει δέ νά ἀναφέρουμε ὃτι ἐάν δέν ὑπῆρχαν οἱ ἐνιστάμενοι παλαιοημ/τες, ὡς ἂλλη τροχοπέδη, ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα, καί ὂχι μόνο, θά εἶχε συντελεσθεῖ πρό πολλοῦ.

 
                                              
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
«Εἰς τήν φράσιν ὃτι ὁ Κανών ἒχει δυνητικόν καί ὂχι ὑποχρεωτικόν χαρακτῆρα, ὑπάρχουν τρία σφάλματα: ἓν θεολογικόν, ὃτι ὁ Κανών εἶναι δῆθεν δυνητικός, τό ὁποῖον ἒχει ἀποδειχθῆ ὃτι εἶναι πρωτίστως σφάλμα κατανόησης τοῦ κανόνος· ἓν λεκτικόν, διότι ἡ φράσις στερεῖται συγκεκριμένου νοήματος· καί ἓν λογικόν, καθότι...» οἱ δυνητικοί νεοπατέρες «ἀπό τήν μίαν πλευράν ἀποκαλοῦν τούς Ὀρθοδόξους τοῦ π.ἑ. “σχισματι­κούς” καί ἀπό τήν ἂλλη ἀναφέρονται εἰς τό “δυνητικόν” τοῦ Κανόνος. Ἐφόσον,» γράφουν καί λέγουν ὃτι δέν τούς «καλύπτει ὁ ΙΕ΄ Κανών τῆς Α΄καί Β΄ Συνόδου, ἐννοοῦντες προφανῶς ὃτι δέν κη­ρύσσεται καμμία κατεγνωσμένη αἳρεσις, τί νόημα ἒχει νά συνεχί­ζουν μέ τήν ἀντιθετικήν πρότασιν ὃτι “ἒχει δυνητικόν καί ὂχι ὑποχρεωτικόν χαρακτῆρα;”»

( Ὀρθοδοξία πολεμουμένη. Θεοδωρήτου Ἱερ/χου. σελ.55.)  

(1)  Θεοδώρου Στουδίτου. «Ἐπιστολαί». Ἑλληνική Πατρολογία Migne. Τόμος 99ος – 1164Α.
(2)  Γιά τόν παραταξιασμό τῶν παλαιοημ/τῶν ἒχουμε νά ποῦμε ὁτι, προῆλθε κυρίως ἀπό τήν ἀκραία θέση πού φρονοῦσαν καί φρονοῦν πολλοί ὁτι τά μυστήρια τῶν νεοημ/τῶν εἶναι ἂκυρα. Εἰδικά ἡ πρώτη παράταξη τῶν Ματθαιϊκῶν ἀποσχίσθηκε ἀπό τόν ἃγιο πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομο ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο. Πράγματι ἡ πλάνη αὐτή ὑπῆρξε ἡ «ἀχίλλειος πτέρνα» τοῦ παλαιοημερολογητισμοῦ καί ἐξ αἰτίας της ἀμαυρώθηκε ὁ δίκαιος ἀγώνας του καί ἒτσι ἡ ἒνστασή του κατά τῆς ἑορτολογικῆς μεταρρυθμίσεως, δέν ἀπέδωσε τούς ἐκκλησιολογικούς καρπούς πού ὑπόσχονταν. Περί τοῦ θέματος τούτου ὃμως θά ἐπανέλθουμε.               
 
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
 
Δ.Μ.



ΠΗΓΗ: ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ



ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ