Παράλληλα, σχέσεις ανέπτυξε η Εκκλησία της Ελλάδος με την επιτροπή νεολαίας (Youth Commission), της πρόδρομης του Π.Σ.Ε. κίνησης Ζ.Ε. (1920) [1]. Από την πρώτη στιγμή η προσοχή της στράφηκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και γύρω στα 1928 αποφάσισε να οργανώσει συνάντηση με θέμα τη θρησκευτική εκπαίδευση στις βαλκανικές χώρες. Την προετοιμασία της ανέλαβε ο γραμματέας της Visser’ t Hooft, ο οποίος προέβη σε περιοδεία στις χώρες αυτές, ξεκινώντας από την Ελλάδα [2].
Κατά το διάστημα Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1929 ταξίδευε από το Μπρίντεζι στην Κέρκυρα. Εκεί συναντήθηκε με τον μητροπολίτη Κερκύρας και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, Αθηναγόρα, ένθερμο υποστηρικτή της Χ.Α.Ν. και της οικουμενικής κίνησης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Visser’ t Hooft. Η συνάντηση με τον μητροπολίτη αποτέλεσε πηγή αισιοδοξίας για τον Visser’ t Hooft, ο οποίος φαίνεται να πείστηκε ότι η επαναπροσέγγιση Ανατολής-Δύσης δεν είναι ανέφικτη [3].
Την επόμενη χρονιά, το 1930, ο Visser’ t Hooft επισκέφτηκε δυο ακόμη φορές την Ελλάδα, την πρώτη προκειμένου να συμμετάσχει σε διάσκεψη ορθοδόξων εκκλησιαστικών ηγετών [4], που είχε συγκληθεί με πρωτοβουλία του John Mott και θέμα την πολιτική της Χ.Α.Ν. στις βαλκανικές χώρες και τη δεύτερη με αφορμή τη διάσκεψη για τη θρησκευτική εκπαίδευση στις ορθόδοξες χώρες [5], η οποία πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 3-7 Νοεμβρίου 1930 στη Θεσσαλονίκη, υπό την προεδρία του επιχώριου μητροπολίτη Γενναδίου. Συμμετείχαν εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Εκτός από τους εκπροσώπους των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, από την Εκκλησία της Ελλάδος. παρέστησαν, μεταξύ άλλων, ο βοηθός επίσκοπος της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, Απαμείας Βασίλειος Μαγκριώτης, ο θεολόγος Μωραΐτης και ο καθηγητής Α. Αλιβιζάτος, οι οποίοι παρουσίασαν και σχετικές εισηγήσεις [6].
Συμμετείχε επίσης ο π. Άγγελος Νησιώτης, ο οποίος κατέθεσε τις εμπειρίες του από τις “Ορθόδοξες Χριστιανικές Ενώσεις” και το έργο του μεταξύ των νέων [7]. Στο τέλος της διάσκεψης εκδόθηκε αναφορά, η οποία κατατέθηκε σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Κοινή ήταν η εκτίμηση ότι επρόκειτο για μια μικρή, αλλά υψηλή σε ποιότητα διάσκεψη, καθώς συνέβαλε σημαντικά στη γνωριμία των δύο πλευρών και την άρση παρεξηγήσεων, συντελώντας αποφασιστικά στην εξέλιξη και διαμόρφωση της οικουμενικής κίνησης, καθώς και την προετοιμασία του εδάφους για μελλοντικές συνεργασίες. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν οι εκτιμήσεις, στις οποίες προέβη ο Visser’ t Hooft. Ο Visser’ t Hooft έφτασε στο συμπέρασμα ότι πέρα από τη συζήτηση μεταξύ ευρωπαίων και αμερικανών θεολόγων, που απασχολούσε τις Εκκλησίες της Δύσης, χρειαζόταν και ένας αληθινός διάλογος μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης, κάτι που αποτελούσε ζήτημα άμεσης προτεραιότητας για το μέλλον και την υγιή έκφραση της οικ. κίνησης. Ο Visser’ t Hooft έσπευσε να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή, γράφοντας ένα μικρό βιβλίο, προσπαθώντας να δείξει ότι υπήρχε και μιαν άλλη “καθολική” παράδοση διαφορετική από τον Ρωμαιοκαθολικισμό η οποία αναδεικνυόταν σε μία από τις κύριες συνιστώσες της οικουμενικής κίνησης [8].
Συμμετείχε επίσης ο π. Άγγελος Νησιώτης, ο οποίος κατέθεσε τις εμπειρίες του από τις “Ορθόδοξες Χριστιανικές Ενώσεις” και το έργο του μεταξύ των νέων [7]. Στο τέλος της διάσκεψης εκδόθηκε αναφορά, η οποία κατατέθηκε σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Κοινή ήταν η εκτίμηση ότι επρόκειτο για μια μικρή, αλλά υψηλή σε ποιότητα διάσκεψη, καθώς συνέβαλε σημαντικά στη γνωριμία των δύο πλευρών και την άρση παρεξηγήσεων, συντελώντας αποφασιστικά στην εξέλιξη και διαμόρφωση της οικουμενικής κίνησης, καθώς και την προετοιμασία του εδάφους για μελλοντικές συνεργασίες. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν οι εκτιμήσεις, στις οποίες προέβη ο Visser’ t Hooft. Ο Visser’ t Hooft έφτασε στο συμπέρασμα ότι πέρα από τη συζήτηση μεταξύ ευρωπαίων και αμερικανών θεολόγων, που απασχολούσε τις Εκκλησίες της Δύσης, χρειαζόταν και ένας αληθινός διάλογος μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης, κάτι που αποτελούσε ζήτημα άμεσης προτεραιότητας για το μέλλον και την υγιή έκφραση της οικ. κίνησης. Ο Visser’ t Hooft έσπευσε να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή, γράφοντας ένα μικρό βιβλίο, προσπαθώντας να δείξει ότι υπήρχε και μιαν άλλη “καθολική” παράδοση διαφορετική από τον Ρωμαιοκαθολικισμό η οποία αναδεικνυόταν σε μία από τις κύριες συνιστώσες της οικουμενικής κίνησης [8].
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι δραστηριότητες των κινήσεων της χριστιανικής νεολαίας συνεχίστηκαν, παρά το γεγονός ότι η διάσκεψη των ορθοδόξων ηγετών νεολαίας που προγραμματιζόταν για το 1938 τελικά ματαιώθηκε [9]. Στο μεταξύ οι κινήσεις Ζ.Ε. και Π.Τ. είχαν αποφασίσει τη συνένωσή τους σε έναν οργανισμό, οπότε σχηματίστηκε μια Προσωρινή Επιτροπή (Provisional Committee), προκειμένου να εργαστεί προς την κατεύθυνση αυτή. Λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη του β' παγκοσμίου πολέμου, οι δύο κινήσεις προχώρησαν στην οργάνωση της πρώτης παγκόσμιας διάσκεψης χριστιανικής νεολαίας, στο Άμστερνταμ, στις 24 Ιουλίου-2 Αυγούστου 1939 [10], σε μια προσπάθεια εμπλοκής της νεότερης γενιάς στο έργο τους [11]. Ήταν η τελευταία οικουμενική συνάντηση πριν το ξέσπασμα του β' παγκοσμίου πολέμου [12]. Αισθητή ήταν η συμμετοχή της ορθόδοξης αντιπροσωπείας [13].
Ειδικότερα για την οικουμενική δραστηριότητα μελών της Εκκλησίας της Ελλάδος στο χώρο της νεολαίας στο διάστημα αυτό, σημαντική ήταν η συμβολή των καθηγητών Α. Αλιβιζάτου και Π. Μπρατσιώτη στα επίσημα όργανα των παραπάνω κινήσεων. Ο πρώτος εκλέχθηκε κατά τη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ζ.Ε., στο Cambridge το 1931, μέλος της Επιτροπής Νεολαίας της κίνησης. Ο δεύτερος, με την ευκαιρία της συμμετοχής του στο συνέδριο της Ζ.Ε. στην Οξφόρδη, μετείχε, ύστερα από πρόσκληση του Γ.Γ. της Π.Χ.Φ.Ο. (W.S.C.F.), στις εργασίες του εκτελεστικού συμβουλίου της που συνήλθε στο Farrnbam Castle, στις 30-31 Ιουλίου 1937. Εκεί έκανε εισήγηση σχετικά με την κατάσταση των χριστιανικών φοιτητικών κινήσεων στην Αθήνα [14]. Εξάλλου, ο καθηγητής Μπρατσιώτης στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων και μέχρι το 1947, που έλαβε μέρος στις προπαρασκευαστικές διεργασίες για την ιδρυτική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Άμστερνταμ, είχε συνέχεια την ευθύνη της καθοδήγησης μεγάλου μέρους των κινήσεων χριστιανικής νεολαίας στην Ελλάδα [15].
Ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος προς Προαγωγή της Διεθνούς Φιλίας δια των Εκκλησιών
Κύριος πρόδρομος και συντελεστής της σύγχρονης οικουμενικής κίνησης υπήρξε ο “Παγκόσμιος Σύνδεσμος προς προαγωγή της Διεθνούς Φιλίας δια των Εκκλησιών” [16]. Για πρώτη φορά στην ιστορία του χριστιανισμού αντιπρόσωποι διάφορων Εκκλησιών από διαφορετικές χώρες συνεργάστηκαν στενά και αποτελεσματικά με σκοπό την εξεύρεση μέσου επίλυσης των διαφορών με βάση την, κατά τη χαρακτηριστική ορολογία της εποχής, “χριστιανική ιδεολογία” και την επικράτηση της ειρήνης μεταξύ των εθνών.
Η ιδρυτική σύσκεψη αυτής της παγχριστιανικής φιλειρηνικής κίνησης [17] πραγματοποιήθηκε στην Konstanz της Ελβετίας στις 2 Αυγούστου 1914, κατά τραγική, δηλαδή, συγκυρία, σχεδόν ταυτόχρονα με την έκρηξη του α' παγκοσμίου πολέμου [18], ο οποίος κατέστησε τη συνέχιση των εργασιών αδύνατη. Τα μέλη του Π.Σ. ξαναβρέθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου, κατά το διάστημα 30 Σεπτεμβρίου έως 3 Οκτωβρίου 1919, στο Oud Wassenaar κοντά στη Χάγη, ενώ το συνέδριο του επομένου έτους (15-28 Αυγούστου 1920) πραγματοποιήθηκε στο St. Beatemberg της Ελβετίας [19]. Στο συνέδριο αυτό κλήθηκαν και μετείχαν, για πρώτη φορά στις εργασίες του Π.Σ. [20], αντιπρόσωποι των Ορθοδόξων Εκκλησιών συμπεριλαμβανομένης και της Εκκλησίας της Ελλάδος, που εκπροσωπήθηκε από τον καθηγητή Αλιβιζάτο [21] και τον τότε αρχιμανδρίτη και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Στην πραγματικότητα το συνέδριο αυτό αποτέλεσε το ιδρυτικό του Π.Σ., οπότε και έγινε αποδεκτό το καταστατικό του. Ακόμη, αποτέλεσε την πρώτη αληθινή οικουμενική [22] προσπάθεια μετά τον α' παγκόσμιο πόλεμο, καθώς μετείχαν εκπρόσωποι από όλες σχεδόν τις Εκκλησίες, εξαιρουμένης βέβαια, με δική της επιλογή, της Ρωμαιοκαθολικής [23].
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
[1] Η επιτροπή νεολαίας της Ζ.Ε. ιδρύθηκε το 1925. Βλ. Β. Σταυρίδης, Ιστορία, σ. 48-49.
[2] Σε σχετική αναφορά του εξέφραζε τη διστακτικότητά του για την πραγματοποίηση της διάσκεψης κατά το έτος 1929 και αντ’ αυτού πρότεινε το 1930. Η πρότασή του εξυπηρετούσε καλύτερα το στόχο, καθώς για το 1929 προγραμματιζόταν η περιφερειακή διάσκεψη του Π.Σ. στο Βελιγράδι, όπου και 0α μπορούσε να ανακοινωθεί και να συζητηθεί η μέλλουσα διάσκεψη νέων των Βαλκανίων. Ο επιστολογράφος, που πιθανότατα είναι ο ίδιος ο V. ’t Hooft, εκτιμά ότι χρειάζεται πολύ προσοχή και προετοιμασία και ζητά τη γνώμη και του Α. Αλιβιζάτου. 18.4.1929: αποστολέας άγνωστος προς Αλιβιζάτο: Dossier W.C.C. General Correspondance. Alivisatos, Hamilkar, 1923-1957/2, σ. 2.
[3] W. A. Visser’t Hooft, Memoirs, Geneva 21987, σ. 61
[4] Η πρώτη είχε πραγματοποιηθεί στη Βουλγαρία το 1928, η δεύτερη στην Ελλάδα το 1930, όπως γίνεται λόγος παραπάνω και η τρίτη στη Ρουμανία το 1933. Βλ. Francis House, The Federation, the Ecumenical Movement, and the Eastern Churches, στο “The Student World”, voi. LI, first quarter, 1958, no 1, σ. 15-25 (19).
[5] V.’t Hooft, Memoirs, σ. 62-64
[6] Γεννάδιος Θεσσαλονίκης, Έκθεση, σ. 109-114
[7] V.’t Hooft, Memoirs, σ. 62-64
[8] Ο τίτλος του βιβλίου κατά την αγγλική μετάφραση είναι Anglo-Catlwlicism Orthodoxy, A Protestant Vien', London, 1933. BL V.’t Hooft, Memoirs.
[9] Rouse & Neill, History, σ. 658.
[10] W. A. Visser’t Hooft, The Genesis of the W.C.C., στο Rouse & Neill, History, σ. 697-724.
[11] W. A. Visser’t Hooft, The Genesis and Formation of the W.C.C., Geneva 1982, σ. 60
[12] Nicolas Zernov, The Eastern Churches and the Ecumenical Movement in the twentieth century, στο Rouse & Neill, History, a. 645-674
[13] Β. Θ. Σταυρίδης, Η ορθόδοξος νεολαία και η οικουμενική κίνησις, στο “Γ.Π.”, τεύχ. Νοεμβρ.- Δκκ. 1956, (Ανάτυπο), σ. 3
[14] Π. Μπρατσιώτης, Περί τα Συνέδρια Οξφόρδης και Εδιμβούργου, Έκθεσις Παναγιώτου Μπρατσιώτου αντιπροσωπεύοντος την Εκκλησία της Ελλάδος εν τοις Συνεδρίοις Οξφόρδης και Εδιμβούργου κατά το θέρος 1937, Αθήναι 1.12.1937 (Την απευθύνει προς την Ιερά Σύνοδο της Ε.τ.Ε. και το επί των Θρησκευμάτων και της Εθνικής Παιδείας Υπουργείον), στο “Ε”, 16 (1938), σ. 75-77 και 83-86 (77).
[15] “During all this time I was busy directing the Christian Youth Movement in Greece and even before the war had close contact with the International Union of Christian Students with its headquarters at Geneva”. Βλ. P. Bratsiotis, The Greek Orthodox Church, 1966, σ. 97.
[16] Τα στοιχεία που ακολουθούν για το Π.Σ. αντλούνται από: Α. Αλιβιζάτος, Η Οικουμενική Κίνησις και η προσπάθεια του Amsterdam, Ανατύπωσις εκ του “Ποιμένος”, Μυτιλήνη 1950, σ. Ills.
[17] Για τις αρχικές προσπάθειες και πρωτοβουλίες που ανάγονται στις αρχές του 1900 βλ. Α. Αλιβιζάτου, Ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος Διεθνούς Φιλίας διά των Εκκλησιών, Αθήναι 1930. Rouse & Neill, History, α. 509εξ. B. Σταυρίδης, Ιστορία, σ. 37-41 (όπου και σχετική βιβλιογραφία). Ans J. van der Bent, World Alliance for Promoting International Friendship through the Churches, λήμμα στο N. Lossky et al (εκδ.) Dictionary of the Ecumenical Movement, Geneva 1991, σ. 1077- 1078.
[18] Η προειδοποίηση του Θεού που δυστυχώς δεν εστάθη άξια σημασίας από τους Πρωτεργάτες των Καινοτομιών.
[19] Βλ. σχετικά Χμ. Παπαδόπουλου, Το εν Μπεάτεμβεργκ Συνέδριον, στο “Εκκλησιαστικός Κήρυξ” 11, 1920. Επίσης, Α. Αλιβιζάτος, Η προσπάθεια του Amsterdam, σ. 11-18.
[20] Vasil Τ. Istavridis, The work of Germanos Strenopoulos in the field of Inter-Orthodox and Inter-Christian relations, στο “E.R.”, vol. XI (1958-59), σ. 291-299 (297)
[21] Ο Α. Αλιβιζάτος υπήρξε μέλος του Συνδέσμου ήδη από το 1914. [Γεμ. Κονιδάμης, Ο Αμίλκας Σ. Αλιβιζάτος (1Η87-1969) εν τη Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, Αθήνα 21969, σ. 23]. Λέγεται μάλιστα ότι ο καθηγητής συμμετείχε και στην Konstanz, όχι όμως ως επίσημος εκπρόσωπος της Ε.τ.Ε. [Βλ. R.G. Stcphanopoulos, A study in recent Greek Orthodox Ecumenical Relations, 1902- 196k, (διό. διατρ.) Boston University Graduate School, 1970, σ. 57].
[22] Οικουμενιστική.