Το έργο του Π.Σ. κινούνταν σε δύο επίπεδα, καθώς αποτελούνταν από τα τοπικά Εθνικά Συμβούλια των διαφόρων χωρών και μια διεθνή επιτροπή [1], οργανώνοντας ετησίως μεγάλες διεθνείς συσκέψεις σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, καθώς και άλλες περιφερειακές μεταξύ των τοπικών Εθνικών Συμβουλίων γειτονικών χωρών. Οι συζητήσεις τους επικεντρώνονταν σε φλέγοντα διεθνή ζητήματα που εξέταζε η τότε νεοσυσταθείσα “Κοινωνία των Εθνών”.
Το Ελληνικό
Εθνικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε το 1923 μετά από πρωτοβουλία του καθηγητή
Αλιβιζάτου, ο οποίος υπηρέτησε και ως Γ.Γ. του [2],
ενώ ο νεοεκλεγείς (10.3.1923) αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος
ανέλαβε καθήκοντα επιτίμου προέδρου [3].
Στο Συμβούλιο συμμετείχαν ακόμη οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ.
Δυοβουνιώτης, Γρ. Παπαμιχαήλ και Δ. Μπαλάνος [4].
Από τη μελέτη του αρχείου του Π.Σ.Ε. προκύπτει ότι το Ελληνικό Εθνικό Συμβούλιο
όχι μόνον οργανώθηκε συστηματικά [5],
αλλά ανέπτυξε και δράση. Από τις πρώτες δραστηριότητές του ήταν το Νοέμβριο του
1923 με πρωτοβουλία του Αθηνών Χρυσοστόμου η ανακήρυξη της Κυριακής πριν από τα
Χριστούγεννα ως ημέρας προσευχής για την ειρήνη [6].
Ειδικότερα ο Α. Αλιβιζάτος ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα σε διεθνές επίπεδο στο
πλαίσιο του Π.Σ. [7].
Η πορεία των
εργασιών του Συνδέσμου διακόπηκε για μιαν ακόμη φορά, λόγω του β' παγκοσμίου
πολέμου [8],
για να συνεχιστεί αμέσως μετά, όταν τα διασωθέντα μέλη του συναντήθηκαν στην
Αγγλία σε μια προσπάθεια για ανασυγκρότησή του και ανασύσταση των Εθνικών
Συμβουλίων του. Σε αυτή τη νέα φάση του Συνδέσμου πρόεδρος εξελέγη ο καθηγητής
Αλιβιζάτος στη θέση του αποθανόντος Λόρδου Dickinson [9].
Λόρδος Dickinson
Η προσπάθεια
διήρκησε τρία χρόνια, στα οποία, όμως, έγινε σαφές ότι η οργάνωση είχε υποστεί
μεγάλη φθορά από τον πόλεμο, και, καθώς είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες για την
ίδρυση του Π.Σ.Ε., κρίθηκε περιττή η ύπαρξη δύο παράλληλων οργανώσεων. Από την
άλλη μεριά, υπήρξε κινητικότητα, με πρωτοβουλία του αμερικανικού Εθνικού
Συμβουλίου, για τη δημιουργία μιας ευρύτερης βάσης συνεργασίας με συμμετοχή
όλων των σημαντικότερων θρησκειών, πράγμα που δεν έγινε δεκτό από τις
ευρωπαϊκές Εκκλησίες και ο Π.Σ. κατέληξε σε διάλυση, επίσημα στις 30 Ιουνίου
του 1948 [10].
Από το αρχείο του Π.Σ.Ε. προκύπτει ότι στις 12 Απριλίου 1948 ο Α. Αλιβιζάτος,
απευθυνόμενος στον Γ.Γ. του Π.Σ., Robert C. Dexter, στη Γενεύη, εξέφραζε και
αυτός τις αμφιβολίες του για το αν ήταν δυνατή η συνέχιση της τοπικής οργάνωσης
στην Ελλάδα [11].
Για την
ιστορία της οικουμενικής κίνησης στον ελλαδικό χώρο η ίδρυση του Π.Σ. και η
δραστηριοποίηση ελλήνων θεολόγων και κληρικών [12] σε
αυτόν παρουσιάζει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς διαπιστώνεται προθυμία
συμμετοχής σε αυτόν και ανάληψης πρωτοβουλιών. Το γεγονός θα μπορούσε να
εξηγηθεί από τους σκοπούς του Π.Σ., οι οποίοι φαίνεται σε αρκετά σημεία να
είναι συγγενείς προς εκείνους της Πατριαρχικής Εγκυκλίου του 1920 και, συνεπώς,
να ανταποκρίνονται στις περί οικουμενισμού αντιλήψεις των ορθοδόξων θεολόγων.
Η συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην
κίνηση Πίστη και Τάξη
Εμπνευστής
της κίνησης “Πίστη και Τάξη” (Π.Τ.) υπήρξε το λαϊκό μέλος της αμερικανικής
Επισκοπιανής Εκκλησίας Robert Η. Gardiner.
Robert Η. Gardiner.
Η κίνηση
δημιουργήθηκε με προοπτική να αποτελέσει ένα χώρο όπου θα συζητούνται διάφορα
δογματικά ζητήματα και θα καταβάλλεται προσπάθεια με εμπεριστατωμένη μελέτη και
επιστημονική εργασία να βρεθούν λύσεις και διέξοδοι στα προβλήματα που έχουν
δημιουργήσει οι μεταξύ των Εκκλησιών δογματικές διαφορές [13].
Το προπαρασκευαστικό συνέδριο της κίνησης πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη στο
διάστημα από 12 έως 20 Αυγούστου 1920, ενώ το πρώτο συνέδριό της έγινε από 3
έως 21 Αυγούστου 1927 στη Λωζάννη.
Η Εκκλησία
της Ελλάδος υπήρξε από την πρώτη στιγμή ενεργό μέλος της παραπάνω κίνησης,
καθώς εκτίμησε ότι οι σκοποί της «συνεταυτίζοντο μέ τον μύχιον τού
Χριστού πόθον, ... “ίνα πάντες έν ώσι”» (Ιωάνν. 17,20-21) [14].
Για την κίνηση Π.Τ. η Εκκλησία της Ελλάδος ενημερώθηκε από τους ίδιους τους
εμπνευστές της, όταν ο Robert Gardiner, συνοδευόμενος από πολυμελή αντιπροσωπεία,
αποτελούμενη από εξέχοντες κληρικούς της Επισκοπιανής Εκκλησίας της Αμερικής [15] και
επικεφαλής τον επισκοπιανό επίσκοπο Σικάγου Charles Anderson, προέβη από την
πρώτη κιόλας στιγμή σε περιοδεία στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Σκοπός της
αντιπροσωπείας ήταν να ενημερώσει τους επικεφαλής των διαφόρων Εκκλησιών για
τους σκοπούς της κίνησης και τον πόθο της για επανασύνδεση των μελών της
χριστιανικής οικογένειας και επαναφορά της Εκκλησίας “εις την δόξαν της
ενότητος και της αποκαταστάσεως της ... Una Sancta” [16].
Επιπλέον, η αντιπροσωπεία εκόμιζε πρόσκληση του ιδρυτή της κίνησης Π.Τ.,
επισκόπου Charles Brent, για συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο πρώτο
παγκόσμιο προπαρασκευαστικό συνέδριο της κίνησης [17].
Η αντιπροσωπεία ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη στις 6 Μαρτίου 1919, και ο πρώτος
σταθμός της ήταν η Αθήνα και η Εκκλησία της Ελλάδος, η ανταπόκριση της οποίας
αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους στόχους του ταξιδιού της. Κατόπιν, τα
μέλη της επισκέφτηκαν την Κωνσταντινούπολη, Σόφια, Βουκουρέστι, Βελιγράδι, και
πόλεις της Δύσης, έχοντας επαφές με τις ηγεσίες των Εκκλησιών. Η επίσκεψη στην
Ελλάδα είχε προετοιμαστεί μετά από αλληλογραφία που είχε ο καθηγητής Α.
Αλιβιζάτος με τον R. Gardiner, όταν ο πρώτος κατείχε τη θέση του κυβερνητικού
επιτρόπου στην I. Σύνοδο. Κατά τη διάρκεια της εννιαήμερης παραμονής της στην
Αθήνα, η αντιπροσωπεία είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με εκπροσώπους της
Εκκλησίας, της Πολιτείας και του Πανεπιστημίου και να παρουσιάσει τα σχέδια και
τους σκοπούς για ένα παγκόσμιο συνέδριο της κίνησης Π.Τ. Συγκεκριμένα, έγινε
δεκτή και σε επίσημη συνεδρίαση της I. Συνόδου, η οποία δέχτηκε κατ’ αρχήν τη
συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην κίνηση Π.Τ. Ανέθεσε, μάλιστα, στον
τότε αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο και στον καθηγητή Α. Αλιβιζάτο την
παρακολούθηση της νέας αυτής κίνησης [18].
Ουσιαστικά, η I. Σύνοδος ενέκρινε την ιδέα για τη συγκρότηση του προπαρασκευαστικού
συνεδρίου και αποδέχτηκε την πρόσκληση της αντιπροσωπείας για συμμετοχή σε αυτό [19].
Λίγο πριν την αναχώρησή της από την Ελλάδα επιδόθηκε στον επικεφαλής της, τον
επίσκοπο Σικάγου, επιστολή με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1919, την οποία υπέγραφαν ο
Αθηνών Μελέτιος, ο Φαναριού και Θεσσαλιώτιδος Ευθύμιος, ο Δημητριάδος Γερμανός,
ο Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Αμβρόσιος και ο Γυθίου και Οιτύλου Διονύσιος [20].
Στην επιστολή εκφράζεται αφενός η πεποίθηση της I. Συνόδου για την ιερότητα του
σκοπού του συνεδρίου που επρόκειτο να συγκληθεί και αφετέρου τα συγχαρητήριά
της προς την Επισκοπιανή Εκκλησία της Αμερικής για την πρωτοβουλία της και
δηλώνεται η ετοιμότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος για συμμετοχή [21].
Αξίζει να σημειωθεί, ότι τόσο θετικός ήταν ο Αθηνών Μελέτιος απέναντι σε αυτήν
την προσπάθεια, ώστε ενθάρρυνε τα μέλη της αντιπροσωπείας να επισκεφτούν κατά
το πέρασμά τους από τη Σμύρνη τον μητροπολίτη της Χρυσόστομο. Έγραψε μάλιστα
επιστολή προς τον μητροπολίτη Σμύρνης, συστήνοντας τον επίσκοπο Σικάγου
Anderson και τους συνοδούς του και περιγράφοντας το σκοπό της επίσκεψής τους ως «έκτέλεσιν
έντολής φιλοχρίστου πάνυ καί θεοφιλούς» [22].
Οι λόγοι που ώθησαν στην προσέγγιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν, σύμφωνα με
τις εκτιμήσεις του ίδιου του R. Gardiner, η πεποίθησή τους ότι, βγαίνοντας η
Ανατολική Εκκλησία από την επί αιώνες απομόνωσή της, θα μπορούσε να βοηθήσει τη
χριστιανοσύνη του Δυτικού κόσμου. Ένας δεύτερος λόγος ήταν το ότι προσδοκούσαν
πολλά από τη συμβολή της ελληνικής Ορθοδοξίας, κυρίως του Οικουμενικού
Πατριαρχείου, στην υπόθεση της χριστιανικής ενότητας λόγω της βαρύνουσας θέσης
της. Οπωσδήποτε, στους παραπάνω λόγους θα πρέπει να προστεθεί και η επιθυμία
των πρωτεργατών της Π.Τ. να προσδώσουν οικουμενική διάσταση στο όλο εγχείρημά
τους [23].
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
[3] Ο Αθηνών Χρυσόστομος ήταν
επίσης ένας από τους επίτιμους αντιπροέδρους του Ι1.Σ. Βλ. 28.11.1923: Επιστολή
Α. Αλιβιζάτου προς τα αρμόδια όργανα του Π.Σ. Αλιβιζάτος, στο Dossier W.C.C.,
Alivisatos, 1923-1957/1.
[4] Αργότερα σημειώνονται
αλλαγές στη σύνθεση των μελών τού Ελληνικού Εθνικού Συμβουλίου και έτσι το
Δεκέμβριο του 1930 αναγράφονται ως: επίτιμος πρόεδρος ο Αθηνών Χρυσόστομος,
πρόεδρος ο Γρ. Παπαμιχαήλ, γεν. γραμματεύς ο Α. Αλιβιζάτος, ταμίας ο Κων.
Δυοβουνιώτης, και μέλος ο Δ. Μπαλάνος. Βλ. 20.12.1930: Α. Αλιβιζάτος προς Mr.
Steele: Αλιβιζάτος. Dossier W.C.C. Alivisatos, 1923-1957/5 (πρόκειται για
επιστολή που αφορά στην αποστολή διευθύνσεων διαφόρων μητροπολιτών της Ελλάδας,
Κύπρου και άλλων ανατολικών ή μεσανατολικών χωρών, για τις οποίες είχε
ενδιαφερθεί ο Steele). Το έτος 1931 η σύνθεση του Ελληνικού Εθνικού Συμβουλίου
είναι η ίδια όπως παραπάνω: 18.8.1931: Α. Αλιβιζάτος προς Dr Atkinson: Dossier
W.C.C. Alivisatos,, 1923-1957/10.
[5] Είχε ιδρύσει γραφείο, το
οποίο είχε την έδρα του στην οδό Βουλής 27, είχαν τυπωθεί κόλλες αλληλογραφίας
με το λογότυπο του Ελληνικού Εθνικού Συμβουλίου, τις χώρες-μέλη, καθώς και τα
πρόσωπα που συγκροτούσαν το προεδρείο του Π.Σ. Βλ. ενδεικτικά ό.π.
[6] 28.11.1923: επιστολή
Αλιβιζάτου προς τα αρμόδια όργανα του Π.Σ. Αλιβιζάτος. Dossier W.C.C.,
Alivisatos, 1923-1957/1.
[7] Καθίσταται μέλος του
Διοικητικού Συμβουλίου του Π.Σ. [12.6.1929: άγνωστος αποστολέας προς Α.
Αλιβιζάτο: Dossier W.C.C., Alivisatos, 1923-1957/3], αναλαμβάνει καθήκοντα
επίτιμου γραμματέα [20.12.1930: Α. Αλιβιζάτος προς Mr. Steele: Dossier ό.π./5],
μετέχει σε διεθνείς διασκέψεις [18.8.1931: Α. Αλιβιζάτος προς Atkinson: ό.π./10,
28.6.1933: Α. Αλιβιζάτος προς H.L. Henriod (Γ.Γ.): ό.π./17, 20.8.1933: Α.
Αλιβιζάτος προς H.L. Henriod: ό.π. /18| κ.ά.
[12] Συμμετοχή σε κάποιες από
τις συνεδριάσεις είχε και η σύζυγος του καθηγ. Α. Αλιβιζάτου, όπως σε εκείνη
της Management Committee του Π.Σ. κατά την εποχή που θα πραγματοποιούνταν και
το συνέδριο της Οξφόρδης. Μάλιστα η σύζυγός του θα αναπλήρωνε στην ίδια
επιτροπή τον καθηγ. Παπαμιχαήλ (βλ. 15.6.1937: Henriod προς Α. Αλιβιζάτο:
Dossier W.C.C., Alivisatos, 1923- 1957/37). Λίγο αργότερα, ο καθηγητής και η
σύζυγός του προσκαλούνται στη συνεδρίαση της Management Committee του Π.Σ., που
επρόκειτο να γίνει στη Γενεύη από 11-16 Αυγούστου 1939, έτος που είναι και το
ιωβηλαίο του Π.Σ. Ο Π.Σ. δεν έχει λάβει καμία αναφορά από μέρους του ελληνικού
συμβουλίου τη χρονιά αυτή (βλ. 17.7.1939: Assistant Secretary προς À.
Αλιβιζάτο: ό.π./40). Είναι πάντως γεγονός ότι η σύζυγος του Α. Αλιβιζάτου
συνόδευε τον καθηγητή στα ταξίδια του αυτά έχοντας και η ίδια κάποια ανάμιξη
στην οικουμενική κίνηση. Έτσι προκύπτει και από άλλη επιστολή, που στέλνει ο
V.’t Hooft στον Α. Αλιβιζάτο προκειμένου να τον συλλυπηθεί για το θάνατο της
συζύγου του (βλ. 29.1.1940: W.A. V.’t Hooft προς Α. Αλιβιζάτο: ό.π./41).
[13] Πρβλ. Α. Αλιβιζάτος, Σύγχρονοι
ενωτικαί προσπάθειαι, σ. 4-5. Επίσης ο ίδιος είχε γράψει επιστολή προς
τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο αναφέροντας τα εξής:
«Προς τον αξιώτατον πατέρα, Χρυσόστομον Παπαδόπουλο Αρχιμανδρίτην, διευθυντήν της ιεράς Ριζαρείου Σχολής Αθήνων
Αξιότιμε Πάτερ,
Έδοξέ μοι καλόν ν’ αρχίσω τούτο το γράμμα προς υμάς
μετά των λέξεων του Αγίου Κλήμεντος του πρώτου, εν τη πρώτη του επιστολή προς
Κορινθίους·«Προσπέσωμεν τω Δεσπότη και κλαύσωμεν ικετεύοντες αυτόν, όπως ίλεως
γενόμενος επικαταλλαγή ημίν και επί την σεμνήν της φιλαδελφείας ημών αγνήν
αγωγήν αποκαταστήση ημάς». Όλα γαρ τα φοβερά δυστυχήματα α εν τω παρόντι καιρώ
η πεπολιτισμένη Ευρώπη υποφέρει, εν τη λήθη των θείων του Σωτήρος ημών εντολών
την εαυτών ρίζαν τε και αιτίαν ευρίσκουσιν. Ανάγκη λοιπόν όλαι αι Εκκλησία εν
τη οικουμένη το του Ιησού Χριστού βασίλειον αυξάνουσαι, και τον Ιησούν Χριστόν
ως τον ενσαρκωθέντα Θεόν και τον μονογενή Υιόν του Πατρός προσκυνούσαι, να
συνεργάζωνται και τας παλαιάς των εαυτών διχονοιών αποβάλλουσαι, την ειρήνην τε
και την ομόνοιαν εν τω του Ιησού Χριστού ποιμνίω πάλιν εγείρειν πειρώσιν.
Ταύτην την επιθυμίαν της των Εκκλησιών ενώσεως
ανελουμένη η Επισκοπική Αμερικανική Εκκλησίας, η μετά της μεγίστης σεμνότητος
αγαπώσα τας αγίας και αποστολικάς της Ανατολής Εκκλησίας, εν τη πλήρει των
εαυτής μέλων συνελεύσει, τυχούση εν τω μηνί του Οκτωβρίου 1910, απεφάσισε να
προσκαλέση όλας τας χριστιανικάς Εκκλησίας εις οικουμενικήν τινα συνομιλίαν,
όπως εν τω πνεύματι της του Ιησού Χριστού φιλαδελφείας τα αιτιάματα της των
Εκκλησιών διαχωρίσεως ακριβώς εξετάζωσί τε και αναιρώσιν. Ως γαρ γράφει ο άγιος
Κλήμης, «αγάπη σχίσμα ουκ έχει, αγάπη ου στασιάζει, αγάπη πάντα ποεί εν
ομονοία». Ταύτα σκοπούντες, προσκαλούμεν και υμάς, αξιότιμε Πάτερ, να την
ημετέραν συνεργασίαν ημίν ευχαρίσητε. Εγνώκαμεν γαρ την δεινοτάτην υμών
επιστήμην, ιδίως όσον αφορά την εκκλησιαστικήν της Ανατολής ιστορίαν, και
εγνώκαμεν δη και υμάς ως θερμότατον φίλον της αδελφικής των Εκκλησιών ενώσεως
υπό της θείου του Ιησού Χριστού εξουσίας. Στέλλομεν λοιπόν προς υμάς τα αγγλικά
βιβλιάρια τα εκδοθέντα υπό της συνελεύσεως της Επισκοπικής Αμερικανικής
Εκκλησίας, και ελπίζομεν ότι εκ της διαγνώσεως αυτών τα φρονήματά τε και τους
σκοπούς ημών πληρέστατα καταλάβητε. Καρπεράν επίσης τρέφομεν ελπίδα ότι διά
τινών σημειώσεων εν τοις περιοδικοίς, ων περίφημος υπάρχετε συνεργάτης, το μέγα
παραλαμβανόμενον της ημετέρας Εκκλησίας γνωστόν ποιήσητε. Τοιουτοτρόπως τα της
φιλίας αισθήματα, τα οποία την τε Επισκοπικήν Αμερικανικήν Εκκλησίαν και τας
Ορθοδόξους της Ανατολής Εκκλησίας ευνοία συνάπτουσιν, αναμφιβόλως ισχυρότερα
γενήσονται, και ευκαίρως αρίστους θ’ αποφέρωσι καρπούς. Μετά των ενθερμοτάτων
εκφράσεων της ημετέρας ευγνωμοσύνης τε και φιλίας.
Γραμματεύς
Robert H. Gardiner
[15] Τα μέλη της αντιπροσωπείας,
η οποία ξεκίνησε από Νέα Υόρκη στις 6 Μαρτίου 1919, ήταν ο επίσκοπος Σικάγου
και επικεφαλής της αντιπροσωπείας C.P. Anderson, του Οχάιο Boyd Vincent, του
Fond du Lac r.H. Weller, o Dr E.L. Parsons (αργότερα επίσκοπος Σαν Φραντσίσκο),
και ο Dr Β.Τ. Rogers - όλοι της Επισκοπιανής Εκκλησίας. Rouse & Neill, History, σ. 414. Πρβλ. V. Τ.
Istavridis, The work of Germanos ..., ό.π., σ. 291-299 (293). Ο π. Γ. Τσέτσης αναφέρει ότι υπήρχε
και ένα ακόμη μέλος στην αντιπροσωπεία που υπηρετούσε και ως γραμματέας της. ο
Ralph W. Brown. (Β>_ Γ. Τσέτσης, Η συμβολή ..., ο.π., σ.
56).
[17] Γ. Τσέτσης, Η
συμβολή της Εκκλησίας Κύπρου εις την ίδρυσιν του Παγκοσμίου Συμβουλίου των
Εκκλησιών, Ανάτυπον εκ του περιοδικού “Απ. Βαρνάβας”, Λευκωσία 1976,
σ. 4
[18] Α. Αλιβιζάτος, Η
προσπάθεια του Amsterdam, σ.21. Olivie Rousseau, In Memoriam, Un
jtrand oecumenist: le Professeur H. S. Alivisatos, στο “Irenikon”, vol. 42
(1969), σ. 523-531 (524- 525), τα στοιχεία αντλεί ο αρθρογράφος από επιστολή
του καθηγ. Α. Αλιβιζάτου προφανώς προε τον ίδιο.
[19] The World Conference for the consideration of questions
touching Faith and Order, σ. 5, παρά Γ. Τσέτση, Η συμβολή, ό.π., σ. 58.
[20] Για το κείμενο της
επιστολής βλ. Rouse & Neill, History, σ. 414-415. Το
γεγονός αναφέρεται και από τον π. Γ. Τσέτση, Η συμβολή, ό.π., σ.
58.
[21] Rouse & Neill, History, σ.
414-415. [Το γεγονός της αποδοχής της πρότασης από πλευράς Ε.τ.Ε.
επαναλαμβάνεται και στο κείμενο της Δήλωσης των Ορθοδόξων στο συνέδριο της
Λωζάννης, το 1927: «Εις τήν πρόσκλησιν της ’Οργανωτικής Επιτροπής τού Συνεδρίου
“περί Πίστεως καί Διοικήσεως”, ή ’Ορθόδοξος ’Εκκλησία προθύμως άπαντήσασα προ
έπταετίας ήδη έστειλεν αντιπροσώπους των έπί μέρους Εκκλησιών αυτής κατά τήν
προκαταρκτικήν αυτού εν Γενεύη συνέλευσιν τω 1920». (Βλ. Β. Σταυρίδης, Ιστορία, σ.
134)].
[22] Μελέτιος Αθηνών προς
Σμύρνης Χρυσόστομο, 28.3.1919, βλ. Αρχείο “Πίστις και Τάξις”, φάκελλος
Chrysostomos of Smyrna, παρά Γ. Τσέτση, Η συμβολή..., ό.π., σ.
59.
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ