Σταθμό στη διαμόρφωση και εξέλιξη του Π.Σ.Ε. αποτελεί η πρώτη συνεδρίαση
στο διάστημα μετά τον πόλεμο, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη από 21-23
Φεβρουαρίου 1946. Ήταν η πρώτη φορά που ηγέτες των Εκκλησιών, εκτός της
Ρωμαιοκαθολικής, συναντήθηκαν ξανά, επιθυμώντας να συζητήσουν με ειλικρίνεια
για τη διεθνή κατάσταση και να λάβουν αποφάσεις για το μέλλον του Π.Σ.Ε. Από
την ορθόδοξη πλευρά συμμετείχαν ο αρχιεπίσκοπος Θυατείρων Γερμανός και ο Α.
Αλιβιζάτος.
Μία από τις διαπιστώσεις που προβλημάτισε ιδιαίτερα τη συνεδρίαση αφορούσε
στο ότι, ενώ οι ορθόδοξοι ηγέτες συμμετείχαν πλήρως στις εργασίες της Π.Ε. και
άλλες δραστηριότητες του υπό ίδρυση Π.Σ.Ε., εντούτοις οι Ορθόδοξες Εκκλησίες
γνώριζαν ελάχιστα σχετικά, και πολύ λίγες από αυτές είχαν αποδεχτεί πρόσκληση
συμμετοχής σε αυτό. Έτσι, η Π.Ε. ανέθεσε στα αρμόδια όργανά της να προβούν στις
απαραίτητες ενέργειες για προσέγγιση των Ορθοδόξων Εκκλησιών με την ελπίδα ότι
αυτές θα ανταποκριθούν θετικά, ώστε να αποκτήσουν τη θέση που τους ανήκε μέσα
στο Π.Σ.Ε. Το πρώτο που θα έπρεπε να γίνει, σύμφωνα με τα πρακτικά της
συνεδρίασης, ήταν να ενημερωθούν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες για τη φύση του Π.Σ.Ε.,
κάτι που αποτελούσε επιτακτική ανάγκη, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την Εκκλησία της
Ρωσίας. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση των ελληνόφωνων Εκκλησιών, για τις
οποίες προτάθηκε η αποστολής αντιπροσωπείας του Π.Σ.Ε., με σκοπό να καταστεί
σαφές ότι η συμμετοχή τους στο νέο όργανο της οικουμενικής κίνησης ήταν
απολύτως αναγκαία. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη συνεδρίαση αυτή
εκδόθηκε επιστολή-πρόσκληση που απευθυνόταν στις Εκκλησίες για συμμετοχή στο
Π.Σ.Ε., που έφερε τις υπογραφές, μεταξύ άλλων, του Θυατείρων Γερμανού και του
G. Florovsky, καθώς και το σχέδιο- πρόταση για το Καταστατικό του Π.Σ.Ε.
Σύμφωνα με αυτό οι Ορθόδοξες Εκκλησίες θα μοίραζαν όπως εκείνες ήθελαν τις 85
θέσεις που αναλογούσαν σε αυτές στη Γ.Σ. Σε ό,τι αφορούσε τα μέλη της Κ.Ε., τα
τρία από αυτά θα έπρεπε να είναι λαϊκοί.
Την παραπάνω απόφαση της Π.Ε. για την πραγματοποίηση επίσκεψης στις
Ορθόδοξες Εκκλησίες ακολούθησαν εκατέρωθεν συντονισμένες προσπάθειες για την
διοργάνωση και επιτυχία της. Το γεγονός ότι επρόκειτο για ιδέα που είχε
εκφραστεί ήδη από το 1938, ευνόησε τη δημιουργία προϋποθέσεων για την αίσια
έκβασή της. Ο Visser’ t Hooft στράφηκε για μιαν ακόμη φορά στον καθηγητή
Αλιβιζάτο, προσβλέποντας στη συνεργασία του [1].
Έτσι, ο ρόλος που διαδραματίζει ο καθηγητής προσωπικά [2],
αλλά και η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως θα φανεί στη συνέχεια, ως ο συνδετικός
κρίκος μεταξύ Ορθοδοξίας και Π.Σ.Ε. αποδεικνύεται καθοριστικός για την εξέλιξη
των πραγμάτων.
Επίσημα η Π.Ε. απευθύνθηκε προς τις ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες με
επιστολή του Γ.Γ., Visser’ t Hooft, στις 4 Ιουνίου 1946 [3] και
απασχόλησε την I. Σύνοδο σε συνεδρίασή της στις 21 Σεπτεμβρίου 1946. Η συζήτηση
διεξήχθη βάση εμπιστευτικού υπομνήματος, που είχε συντάξει ο καθηγητής
Αλιβιζάτος, και κατέληξε σε απόφαση της I. Συνόδου να προχωρήσει η Ε.τ.Ε. σε
στενότερη και επίσημη συνεργασία με το Π.Σ.Ε. και να υποδεχτεί την επικείμενη
επίσκεψη αντιπροσωπείας του, συζητώντας μαζί της σχετικά με τη μελλοντική
συνεργασία τους. Σχετική συζήτηση πραγματοποιήθηκε και στο πλαίσιο της
Συνοδικής Επιτροπής επί των σχέσεων με τις ξένες Εκκλησίες με αποτελέσματα
ιδιαίτερα ικανοποιητικά για το μέλλον των σχέσεων των δύο πλευρών. Οι παραπάνω
αποφάσεις της Ε.τ.Ε. αναμενόταν να επηρεάσουν καταλυτικά τη στάση των άλλων
ελληνορθόδοξων Εκκλησιών. Εξάλλου, αυτές είχαν ήδη παραλάβει αντίγραφο του
αυστηρά εμπιστευτικού υπομνήματος του Α. Αλιβιζάτου, ενώ ο ίδιος ήταν
επιφορτισμένος, ως εκπρόσωπος της I. Συνόδου της Ε.τ.Ε., με το καθήκον να έλθει
σε επαφή μαζί τους [4]. Οι παραπάνω εξελίξεις
αντιμετωπίστηκαν με ενθουσιασμό και από την πλευρά των ιθυνόντων της Π.Ε. και
αξιολογήθηκαν ως ορόσημο στην ιστορία της οικουμενικής κίνησης. Η θετική
ανταπόκριση της Ε.τ.Ε. [5] κρίθηκε
αποφασιστική για τη στάση και των υπολοίπων ελληνόφωνων Εκκλησιών της Ανατολής,
οι απαντήσεις των οποίων υπήρξαν εντέλει επίσης θετικές [6].
Ενδεικτικό της θετικής διάθεσης, αλλά και της αποφασιστικότητας της
ελλαδικής Εκκλησίας σε ό,τι αφορούσε τη συμμετοχή και συνεργασία της Ορθοδοξίας
με το Π.Σ.Ε. είναι το γεγονός ότι ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός ήταν
έτοιμος να μεσολαβήσει προσωπικά, πραγματοποιώντας ο ίδιος επίσκεψη, παρά τις
δύσκολες καταστάσεις της εποχής, προς τους Πατριάρχες, προκειμένου να
διασαφηνίσει τα πράγματα και να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες αν κάτι
τέτοιο ήταν απαραίτητο. Η οργάνωση της παραπάνω επίσκεψης και γενικότερα οι
σχέσεις με την Ορθόδοξη Εκκλησία αποτέλεσαν για την Π.Ε. ζήτημα άμεσης προτεραιότητας
. Βασικός συνεργάτης από την ορθόδοξη πλευρά υπήρξε ο καθηγητής Αλιβιζάτος, ο
οποίος προέβη σε προτάσεις για το χρόνο και τον τρόπο διεξαγωγής της επίσκεψης,
καθώς και για το διάστημα παραμονής της αντιπροσωπείας στην κάθε Εκκλησία. Μετά
από κοπιώδεις προσπάθειες και προετοιμασίες, η πραγματοποίηση της επίσκεψης
στις ελληνορθόδοξες Εκκλησίες ορίστηκε για το διάστημα από τις 5 Φεβρουάριου
έως τις 4 Μαρτίου 1947 [7], αρχής γενομένης, για πρακτικούς λόγους, από την Αθήνα. Μέλη της
αντιπροσωπείας ορίστηκαν [8] ο σουηδός επίσκοπος Brilioth, ο αγγλικανός επίσκοπος του Worchester
(Αγγλία), ο καθηγητής Αλιβιζάτος, ο βοηθός Γ.Γ. του Π.Σ.Ε. και γραμματέας του
World Council British Office αιδ. Oliver Tomkins, ο καθηγητής της
Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Berkley Divinity School, Ed. Hardy, του οποίου οι
γνώσεις σε ό,τι αφορούσε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες αποτελούσαν μεγάλο πλεονέκτημα
για το έργο της αντιπροσωπείας.
[1] Δεν είναι τυχαίο ότι ο V.’ t
Hooft στέλνει αμέσως στον καθηγ. Αλιβιζάτο αντίγραφα των επιστολών προς τα
τέσσερα Πατριαρχεία της Ανατολής και την Ε.τ.Ε. [για το περιεχόμενο των
επιστολών αυτών, που απεστάλησαν στις 4.6.1946 ßL Γ. Τσέτσης, Η συμβολή
του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σ. 141], επισημαίνοντας ότι οι
απαντήσεις από την πλευρά τους θα πρέπει να ληφθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα
[ßL 6.6.1946: V‘ t Hooft προς Αλιβιζάτο: Dossier W.C.C., Alivisatos, /67).
[2] Δεν είναι λίγες οι φορές που
ζητάται η -γνωμοδότηση ή μεσολάβησή του για το χειρισμό των σχέσεων του Π.Σ.Ε.
με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Για παράδειγμα, ο καθηγητής υποδεικνύει ότι
παρόμοια επιστολή εκ μέρους της Π.Ε. θα έπρεπε να σταλεί και στην Εκκλησία της
Κύπρου (12.7.1946: Αλιβιζάτος προς το Γ.Γ. του Π.Σ.Ε., Visser ‘t Hooft: Dossier
ό.π. /74).
[3] Βλ. σχετικά Γ. Τσέτσης, Η
συμβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σ. 141.
[4] Ο καθηγητής προσδοκούσε όχι μόνο
τη θερμή και επίσημη εκ μέρους των Εκκλησιών αυτών συνεργασία με το Π.Σ.Ε.,
αλλά και σημαντικές εξελίξεις στη συνέχεια. Επιπλέον, εξέφραζε τη χαρά του,
επειδή είχε το προνόμιο να συμμετέχει στις προσπάθειες -για την πιο σημαντική
και για αιώνες επιθυμητή προσέγγιση Ανατολής-Δύσης. Εκφράζεται με μεγάλο ενθουσιασμό,
θεωρώντας ότι πρόκειται -για αξιοθαύμαστο επίτευγμα, που θα αποτελέσει την αρχή
μεγάλων εξελίξεων προς όλες τις κατευθύνσεις, τόσο εντός όσο και εκτός των
πλαισίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. BL 21.9.1946: Αλιβιζάτος προς το Γ.Γ. του
Π.Σ.Ε.: Dossier ό.π. /85.
[5] Πράγματι, το κείμενο της
απάντησης του αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού απεστάλη στον V.’ t Hooft και
φυλάσσεται, σε μετάφραση στα αγγλικά, στο Αρχείο του Π.Σ.Ε. Φέρει ημερομηνία
5.11.1946 και απευθύνεται στο προεδρείο του “Οικουμενικού Συμβουλίου των
Εκκλησιών”, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής, εκ μέρους του ίδιου του
αρχιεπισκόπου, αλλά και της I. Συνόδου της Ε.τ.Ε. Στην αρχή, ο αρχιεπίσκοπος
επιβεβαιώνει ότι η Ε.τ.Ε. γνωρίζει καλά τα σχετικά με την ίδρυση και τη
δραστηριότητα του Συμβουλίου και για τις κινήσεις Π.Τ., Ζ.Ε., οι οποίες το
συγκροτούν, ήδη από τις απαρχές τους, μέσω των αντιπροσώπων της που
συνεργάστηκαν σε αυτές, κυρίως τον μητροπ. Θυατείρων Γερμανό και τον καθηγ.
Αλιβιζάτο. Ο αρχιεπίσκοπος εκφράζει το σεβασμό του για την θεάρεστη προσπάθεια,
που σκοπό έχει την κατανόηση μεταξύ του χριστιανικού κόσμου και το θρίαμβο του
πραγματικού χριστιανικού πνεύματος. Παράλληλα, δηλώνει τη λύπη του για το
γεγονός ότι, λόγω των περιστάσεων και των αναγκών του πολυβασανισμένου ποιμνίου
της στις οποίες όφειλε να ανταποκριθεί, η Ε.τ.Ε. δεν συμμετείχε όσο Ou
επιθυμούσε στις συνεδριάσεις και τις διασκέψεις της οικ. κίνησης. Παρόμοια, η
Ε.τ.Ε. διαπιστώνει ότι παρά το τέλος του πολέμου, η απελευθέρωση δεν έφερε την
πλήρη αποκατάσταση και την απαλλαγή της ανθρωπότητας από τις δυνάμεις του
κακού, αφού ο άνθρωπος βρισκόταν επί αιώνες μακριά από την αγάπη του Χριστού,
οπότε δεν έχει γνώση της αλήθειας. Γιά το λόγο αυτό κρίνεται απαραίτητο να
γίνει μια συστηματική και συντονισμένη προσπάθεια, στην οποία θα συμμετάσχουν
όλες οι Εκκλησίες του Θεού. Βλέποντας το έργο που ήδη έχει γίνει από τις
αδελφές Εκκλησίες της Δύσης, η Ε.τ.Ε. αποφάσισε, συνεχίζει η επιστολή, να
συνεργαστεί σε αυτήν την προσπάθεια και να συνεισφέρει όσο μπορεί, ώστε όλοι να
συνειδητοποιήσουν το συντομότερο δυνατό την ανάγκη για μεταστροφή της
ανθρωπότητας στο δρόμο του Θεού. Αναγνωρίζεται ότι οι δυνάμεις της Ε.τ.Ε. είναι
ίσως περιορισμένες και η πνευματική συνεισφορά της πιθανώς αδύναμη, αλλά από τη
στιγμή που διαθέτει τον πολύτιμο θησαυρό της αληθινής πίστης και της μακραίωνης
και πλούσιας παράδοσής της σε ό,τι αφορά την πίστη και την εκκλησιαστική ζωή,
είναι πεισμένη ότι θα μπορέσει να προσφέρει πολλά για την αφύπνιση του
χριστιανικού πνεύματος, της αμοιβαίας κατανόησης και της ενότητας, σύμφωνα με
τη θέληση του Κυρίου. Στο κυρίαρχο αυτό και επιτακτικό καθήκον των Εκκλησιών
του Θεού η Ε.τ.Ε. δεν θα ήθελε να μείνει πίσω και γι’ αυτό, ο αρχιεπίσκοπος
καταλήγει, ότι θα συνεργαστεί στενότερα με το Π.Σ.Ε. Ακόμη, θα δεχτεί θερμά
τους εκπροσώπους του και θα συζητήσει μαζί τους για τον τρόπο και το βαθμό
συνεργασίας της Ε.τ.Ε. με το Π.Σ.Ε. και για την προώθηση των σκοπών που
αναφέρθηκαν παραπάνω. Βλ. 5.11.1946:
Damascenos, Archbishop of Athens, President of the Holy Synod, προς The Presidency, The Oecumenical Council of
Churches in Geneva (σε αγγλική μετφρ.): Dossier Orth. 33, 4/31.
[6] Στην αποστολή τους σημειώθηκε
καθυστέρηση, καθώς μέχρι το φθινόπωρο του 1946 δεν είχαν φτάσει στον αποστολέα
τους, εκτός από εκείνη του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειάς. Και σε αυτό το σημείο
ζητήθηκε η συμβολή του καθηγ. Αλιβιζάτου, να γνωμοδοτήσει, αν θα έπρεπε να
σταλούν και νέες επιστολές από τον V.’ t Hooft, και να μεσολαβήσει, ώστε να
διαπιστώσει τι συμβαίνει [βλ. 26.9.1946: V.’ t Hooft προς Αλιβιζάτο: Dossier
W.C.C., Alivisatos, /83). Ο καθηγητής δραστηριοποιήθηκε άμεσα, στέλνοντας
τηλεγραφήματα προς τις Εκκλησίες αυτές και συζητώντας σχετικά με τον
αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, ο οποίος προσφέρθηκε να μεσολαβήσει προσωπικά
προς τους Πατριάρχες (βλ. 3.11.1946: Αλιβιζάτος προς V.’ t Hooft: Dossier
W.C.C., Alivisatos, /89). Τελικά, ο λόγος για την καθυστέρηση των απαντήσεων
από την πλευρά των Εκκλησιών αυτών δεν ήταν η απροθυμία, αλλά οι χαρακτηριστικά
αργοί ρυθμοί εξέλιξης των πραγμάτων στην Ανατολή (βλ. 13.11.1946: Αλιβιζάτος
προς V.’ t Hooft: Dossier W.C.C., Alivisatos, /84).
[7] Γ. Τσέτσης, Η συμβολή της Εκκλησίας Κύπρου εις την ίδρυσιν
του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, Ανάτυπον εκ του περιοδικού
“Απ. Βαρνάβας”, Λευκωσία 1976, σ. 7.
[8] Τα μέλη όρισε η Διαχειριστική
Επιτροπή της Π.Ε. κατά τη συνεδρίασή της στο Horsham τον Αύγουστο του 1946. Βλ σχετικά την έκθεση που υπέβαλαν τα μέλη της αντιπροσωπείας προς την Π.Ε. [(Report to the Provisional Committee of the
Delegation to the Orthodox and Eastern Churches of Greece and the Near
East-February 5th to March -Ith, 1947, σ. l(To κείμενο φέρει την ένδειξη: Private circulation only) στο Dossier της Γενικής Γραμματείας αριθ. 262.5.281], η οποία παρουσιάστηκε κατά την δ' συνεδρίασή της το 1947 και συμπεριελήφθη στα πρακτικά (βλ Minutes and Reports of the Meeting of the
Provisional Committee of W.C.C., Buck Hill Falls, Penn., April 1947, W.C.C.
Route lie Malagnou 17 Geneve, Switzerland, σ. 104).
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ