Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ (2)



ΠΡΟΣ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ « ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»


Σχολιασμός  τῶν ἀπαντήσεων τοῦ ἱστολογίου «Ἐν τούτῳ Νίκᾳ»
στίς ἐρωτήσεις πού ἐτέθησαν ἀπό τόν ἱερομόναχο Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ
καί  ἀπάντησις τοῦ ἰδίου εἰς τίς νέες ἐρωτήσεις τοῦ ἱστολογίου αὐτοῦ.



       γαπητοί ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ.
Πιθανόν νά σᾶς λυπήσω μέ αὐτά τά ὁποῖα θά ἀναφέρω, πλήν ὅμως τό θεωρῶ ἀναγκαῖο διά νά ξεκαθαριστοῦν ἐξ ἀρχῆς κάποια πράγματα καί νά τεθῆ ὁ διάλογος αὐτός σέ ὑγιεῖς βάσεις.
 Κατ’ ἀρχάς ἀποδεχθήκατε τόν διά συγκεκριμένων ἐρωτήσεων καί ἀπαντήσεων διάλογο καί μάλιστα ἀναφέρατε εἰσαγωγικά τό ὄντως ἀξιέπαινο «Ευχόμαστε ο διάλογος αυτός να είναι ειλικρινής και να μην διεξάγεται δια να λάβει ο καθείς “στεφάνους νίκης” ή δια να εξουθενώσει τον “αντίπαλο”,  αλλά ειλικρινής διάλογος δια να βρεθούν κοινά σημεία δια κοινό αγώνα!». Καί ὀλίγο κατωτέρω: «Τονίζομε ὅτι οἱ ἀπαντήσεις θά πρέπει νά εἶναι σύντομες καί νά ἀφοροῦν μόνο τά ἐρωτήματα» (ἐδῶ). Αὐτές οἱ ὀρθές τοποθετήσεις σας μοῦ δίδουν τό δικαίωμα νά σᾶς ἐπισημάνω ὅτι  αὐτά, τά ὁποῖα εἰσαγωγικῶς ὑποσχεθήκατε, δέν ἐτηρήσατε στίς ἐν συνεχείᾳ ἀπαντήσεις σας. Συγκεκριμένα ἀναφέρω τά ἑξῆς:
         1. Ἡ πρώτη ἐρώτησι ἀπαιτοῦσε νά ἀπαντήσετε συγκεκριμένα ἄν τό «δυνάμει καί ἐνεργείᾳ» ἰσχύη καί διά τά θέματα τῆς πίστεως. Ἡ ἀπάντησίς σας προφανῶς ἔπρεπε νά εἶναι συγκεκριμένη, ὅπως προαναφέρατε εἰς τήν εἰσαγωγή σας καί μάλιστα κατοχυρωμένη, εἰ δυνατόν, εἰς τήν ἁγία Γραφή τούς ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Ἐσεῖς, ἀντιθέτως καί παραπλανητικῶς, ἀναφέρατε κάποια κείμενα τοῦ πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, τά ὁποῖα ἦσαν ἐμφανέστατα ἐκτός θέματος, διότι ἀφ’ ἑνός μέν δέν μᾶς ἐνδιέφερε ἡ γνώμη του εἰς τήν παρούσα στιγμή καί ἀφ’ ἑτέρου διότι αὐτήν τήν γνώμη ἐκρίναμε, τήν ὁποία ἔχουν σήμερα καί οἱ περισσότεροι τῶν Γ.Ο.Χ.
Ἄν πάλι λάβωμε ὡς ἀπάντησι τά λόγια σας: «Οπότε όπως και εσείς βλέπετε, δεν χρειάζονται ιδιαίτερη ερμηνεία οι λόγοι του! Με λίγα λόγια το ημερολογιακό ζήτημα ήταν μία καινοτομία που εφαρμόσθηκε για άλλους σκοπούς (λειτούργησε ως Δούρειος ίππος)  που ήδη έχουμε αναφέρει και αναλύσει σε παλαιότερα κείμενα-απαντήσεις μας. To ημερολόγιο-εορτολόγιο δεν είναι δόγμα, αλλά άπτεται του δόγματος διότι έθιξε την ενότητα των πιστών και των εκκλησιών. Σήμερα απορούμε το πως υπάρχουν ακόμα υποστηρικτές του Νέου ημερολογίου εφ΄ όσον όλοι πια γνωρίζουν τον λόγο που εφαρμόσθηκε!», δέν λαμβάνομε πάλι οὐδεμία ἀπάντησι τῆς ἐρωτήσεως τήν ὁποία ἐθέσαμε, διότι εἰς τήν ἐρώτησι δέν ἐζητούσατε οὔτε ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, οὔτε ἄν ἦταν καινοτομία τό ἡμερολόγιο, οὔτε ἄν ἐχρησιμοποιήθηκε ὡς δούρειος ἵππος, οὔτε τέλος πάντων ἄν ἔθιξε τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν καί τῶν ἐκκλησιῶν.
      Ἄν τέλος ἐπισυνάψωμε καί τά τελευταῖα λόγια σας: «Το αληθές και ξεκάθαρον ερώτημα μάλλον που θέλετε να κάνετε είναι το εξής· δηλαδή αν το “δυνάμει και ενεργεία” ισχύει σήμερα δια τους ανήκοντας εις την Παναίρεση του Οικουμενισμού», πάλι πέραν τοῦ ὅτι εἶστε ἐκτός θέματος, διότι ἡ ἐρώτησις ἀπαιτοῦσε μία ἀπάντησι, τήν ὁποία  δέν ἔχετε δικαίωμα νά μεταφέρετε σέ ἄλλο θέμα, οὔτε βεβαίως εἶστε παντογνῶστες διά νά γνωρίζετε τούς διαλογισμούς τῶν ἄλλων, ἐπί πλέον ἀστοχεῖτε καί εἰς τόν σκοπό τῆς ἐρωτήσεως, στοχαζόμενοι κάτι τό ὁποῖο προφανῶς σᾶς ἐξυπηρετεῖ, διότι ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἐτέθη ἡ ἐρώτησις, εἶναι ἡ διγλωσσία τήν ὁποία χρησιμοποιεῖτε καί μέ τήν ὁποία δύναστε εὐκόλως νά ἵστασθε καί εἰς τίς δύο ὄχθες τοῦ ποταμοῦ καί νά παίζετε, κατά τό δή λεγόμενο, σέ διπλό ταμπλώ. Τό ἴδιο πράττετε, ὅταν γιά παράδειγμα ἀναφέρετε ὅτι: «τό ἡμερολόγιο -ἑορτολόγιο δέν εἶναι δόγμα, ἀλλά ἅπτεται τοῦ δόγματος», ἤ τό ἐπίσης Σιβυλλικόν ὅτι, τό ἡμερολόγιο δέν εἶναι αἵρεσις, ἀλλά τό  ἡμερολογιακό ἅπτεται τῆς αἱρέσεως.
Ὅλα αὐτά, ἀδελφοί, εἶναι ἡ πρακτική καί τελεία ἐφαρμογή τοῦ «ἥξεις, ἀφήξεις….» καί ἐδῶ ἐντάσσεται τό «δυνάμει καί ἐνεργείᾳ» διά τό ὁποῖο ἐρωτηθήκατε καί τό ὁποῖο, ἄν ἰσχύη, σημαίνει ὅτι ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου δέν εἶναι θέμα πίστεως· καί ἄν πάλι δέν ἰσχύη, σημαίνει ὅτι εἶναι ὄντως θέμα πίστεως, πλήν ὅμως οὔτε ἡ ἁγία Γραφή, οὔτε οἱ ἱεροί Κανόνες, οὔτε οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶπαν τό παραμικρό  δι’ αὐτό, παρά μόνο τό πλαστό σιγγίλιο τοῦ Νεοσκητειώτου μοναχοῦ Ἰακώβου.
         2. Ἡ δεύτερη ἐρώτησι ἀπαιτοῦσε νά ἀπαντήσετε στό ἄν εἶναι πλαστό ἤ ὄχι τό σιγγίλιο τοῦ Νεοσκητιώτου μοναχοῦ Ἰακώβου. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν, σέ προηγούμενο κείμενό σας, ἰσχυριστήκατε ὅτι εἶναι γνήσιο, τώρα θά ἐρχόσαστε σέ ὀξεία ἀντιπαράθεσι μέ τούς ἰδίους τούς Γ.Ο.Χ. καί μάλιστα μέ τήν μεγαλύτερη σήμερα μερίδα των, ἡ ὁποία ὑποστηρίζει τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Διά νά ἀποφύγετε λοιπόν αὐτόν τόν σκόπελο καί νά μή δείξετε ὅτι μάχεσθε μεταξύ σας, ἀλλά ὅτι ὑπάρχει στούς Γ.Ο.Χ. ἑνιαῖο μέτωπο, ἀπαντήσατε, κατά τό δή λεγόμενο, ἄλλα ἀντί ἄλλων. Εἴπατε συγκεκριμένα: «Ἡ διαφωνία μας γιά τό Σιγγίλιο δέν ἀφορᾶ τόσο τό ἄν εἶναι ἤ δέν εἶναι πλαστό, ἀλλά ἄν κατεδικάστη ἤ ὄχι ἡ ἡμερολογιακή καινοτομία».
Ἐδῶ μέ αὐτή σας τήν ἀπάντησι καί τή συνέχειά της, ἡ ὁποία εἶναι ἑρμηνεία καί ἐπεξήγησις αὐτῆς τῆς προτάσεως, (συγγνώμη πού τό ἀναφέρομε), μᾶς ὑποτιμᾶτε μέ τόν χειρότερο τρόπο, διότι μᾶς ἀντιμετωπίζετε ὡς ἀνοήτους καί καθυστερημένους, ἤ ὡς νήπια καί μωρά.  Διότι, ὄχι μόνο δέν ἀπαντᾶτε ἐπί τῆς ἐρωτήσεως διά προφανεῖς λόγους, ἀλλά καί μεταφέρετε πάλι ἀλλοῦ τό θέμα, ὥστε νά δώσετε τήν εἰκόνα καί τήν ἐντύπωσι ὅτι ἀπαντήσατε καί μάλιστα ἀποστομωτικά. Ἔτσι διατηρεῖτε, κατά τό δή λεγόμενο, καί τήν πίτα ὁλόκληρη καί τόν σκύλο χορτᾶτο, δηλαδή καί διατητεῖτε τίς ἀπόψεις σας περί γνησιότητος δῆθεν τοῦ ἐν λόγῳ σιγγιλίου καί δέν ἔρχεσθε σέ ἀντίθεσι μέ τούς Γ.Ο.Χ., οἱ ὁποῖοι δέν συμφωνοῦν μέ τίς ἀπόψεις σας (καί εἶναι ἡ μεγαλύτερη μερίδα) καί, βεβαίως, ἀπαντᾶτε καί σέ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι στήν προκειμένη περίπτωσι ἔχομε τόν ρόλο τῶν πτωχῶν συγγενῶν καί πρέπει νά δείξωμε ἱκανοποιημένοι, διότι ἐλάβαμε ἔστω μία ἀπάντησι.
         3. Ἡ τρίτη ἐρώτησις πού σᾶς ὑποβάλαμε, ἀδελφοί, εἶναι αὐτή ἡ ὁποία ἔμεινε τελείως ἀναπάντητη, δηλαδή εἶναι αὐτή τήν ὁποία ἐτοποθετήσατε κοινῶς εἰς τά ἀζήτητα (ἤ μᾶλλον ἐν προκειμένῳ εἰς τά ἀσυζήτητα). Ἐδῶ ὄντως ἐπιλέξατε ἕνα νέο τρόπο διαλόγου δι’ ἐρωτήσεων καί ἀπαντήσεων, μέ τό νά ἀπαντήσετε δι’ ἐρωτήσεως. Δηλαδή, ἐνῶ ἐμεῖς ἐρωτοῦμε, λαμβάνομε ὡς ἀπάντησι μία ἐρώτησι: «Ποιούς νά ἐννοεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὡς “λοιπούς πατέρες” πού καί αὐτοί δέν ἠθέλησαν νά μεταθέσουν τήν ἰσημερία;».
         Ἀλλά καί ἄν ἔπρεπε νά δοθῆ μία ἑρμηνεία εἰς τά λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου “καί οἱ λοιποί Πατέρες” πάλι ἐσεῖς νομίζω, ἔπρεπε νά τό κάνετε (ἐφ’ ὅσον ἐσεῖς ἐρωτᾶσθε) καί ὄχι ἐμεῖς ἤ ἔστω κάποιος ἄλλος. Ἐμεῖς θά ἐκρίναμε τήν ὀρθότητα τῶν λόγων σας καί τά ἐπιχειρήματά σας, ὅπως κάνομε ἐν προκειμένῳ. Διότι πέραν τοῦ ὅτι δέν ἀπαντᾶτε εἰς τήν ἐρώτησι, ἡ ἰδική μας ἑρμηνεία, προφανῶς, δέν θά σᾶς ἀρέση.
    Ἀκόμη εἶστε ἐκτός θέματος, διότι ἡ ἐρώτησι ἀπαιτοῦσε νά ἀπαντήσετε, διατί δέν συμπεριλήφθησαν εἰς τό Πηδάλιο τοῦ ἁγ. Νικοδήμου οἱ “ἱεροί” Κανόνες μέ τά ἀναθέματα, τά ὁποῖα ἀφοροῦν τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου καί ὄχι, γιατί δέν μετέθεσαν οἱ Πατέρες τήν ἰσημερία, ἐνῶ ἔβλεπαν ὅτι αὐτή εἶχε στήν πρᾶξι μετατεθεῖ.
      Τέλος ἄν ἐπί τοῦ θέματος τούτου θέλετε καί τήν ἰδική μας θέσι καί τοποθέτησι (μιά καί ὁ ἅγιος Νικόδημος δέν ζεῖ εἰς τήν γῆ διά νά τόν ἐρωτήσωμε) ἐπειδή, ἄν καί ἐκτός θέματος, θίγει ὅμως κάποια σημεῖα, τά ὁποῖα ἑκάστη πλευρά δύναται νά τά ἑρμηνεύση κατά τό δοκοῦν, ἀναφέρομε τά ἑξῆς:
Ἡ ἔκφρασις τοῦ ἁγίου «καί οἱ λοιποί Πατέρες» οὐδόλως ὑπονοεῖ τούς πατέρες, οἱ ὁποῖοι συγκρότησαν τίς τρεῖς Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος, ὅπως ἐσεῖς ἐκλαμβάνετε, ἀλλά τούς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί δέν συμμετεῖχαν στίς ἑπόμενες Οἰκουμενικές, τίς ὁποῖες ὁ Ἅγιος ἀναφέρει «…ὅτι καί αἱ Οἰκουμενικαί σύνοδοι ὅπου μετά τήν πρώτη ἔγιναν καί οἱ λοιποί Πατέρες». Δηλαδή τίς ἑπόμενες Οἰκουμενικές Συνόδους καί τούς λοιπούς Πατέρες ὁ ἅγιος τούς
ἐκλαμβάνει ὡς μία ὀντότητα καί τήν γνώμη των σύμφωνο. Ἔπειτα, ὅταν στήν πατερική γραμματεία ὁμιλοῦμε γιά Πατέρες, ἐννοοῦμε σαφῶς τούς Ἁγίους καί τέτοιοι δέν ἀναφέρονται ὅτι ὑπῆρχαν στίς τρεῖς Συνόδους τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος και, ἄρα, ὁ ἅγιος δέν ὁμιλεῖ δι’ αὐτούς. Ἀκόμη οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἀποτελοῦν συλλογική καί ὄχι μεμονωμένη θέσι τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δέ συλλογικές καί συνοδικές ἀποφάσεις δέν δύναται ὡς ἐκ τούτου νά εἶναι «οἱ λοιποί Πατέρες» τούς ὁποίους ἀναφέρει ὁ ἅγιος.
     Τό σημαντικώτερο ὅμως ὅλων εἶναι ὅτι, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ἐν προκειμένῳ ὅτι οἱ Οἰκουμενικές, μετά τήν Α΄, Σύνοδοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν ἠθέλησαν νά μεταθέσουν τήν ἰσημερία ἀπό τήν 21η Μαρτίου, ὅπου τήν ηὗρεν ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Σαφῶς λοιπόν μετάθεσις τῆς ἰσημερίας εἶναι νά τήν ἐτοποθέτουν οἱ Ἅγιοι, ἐφ’ ὅσον αὐτή κατέβαινε στίς 18 π.χ. Μαρτίου ἤ στίς 15 ἐν συνεχείᾳ ἤ στίς 11 κλπ. Δηλαδή  μετάθεσι, ἐννοεῖ ὁ ἅγιος, τήν ἀλλαγή τῆς ἡμερομηνίας τῆς ἰσημερίας, σύμφωνα μέ τά μετέπειτα δεδομένα. Ἄρα λοιπόν ἡ τοποθέτησίς της πάλι εἰς τήν 21η Μαρτίου, εἰς τήν ὁποία τήν ἐτοποθέτησε ἡ Α΄ Οἰκουμενική, μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, σαφῶς δέν ἀπαγορεύεται, διότι δέν πρόκειται περί μεταθέσεως τῆς ἰσημερίας, ἀλλά περί τοποθετήσεως εἰς τήν θέσι τήν ὁποία εἶχε κατά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
     Τέλος ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος, σαφῶς τά συνδέει μέ τό Πάσχα καί ἐκεῖ ἑστιάζει τήν παρανομία τῶν Λατίνων. Αὐτό τό ἀναφέρει καθαρά διά μίαν ἀκόμη φορά ἐν συνεχείᾳ τῶν λόγων τά ὁποῖα ἀναφέρατε ὡς ἑξῆς: «…Μάλιστα δέ καί προξενεῖ ἡ ἀκρίβεια αὕτη εἰς τούς Λατίνους δύο μεγάλας ἀτοπίας, τό νά ἑορτάζουν δηλαδή τό Πάσχα, ἤ μετά Ἰουδαίων, ὅπερ ἐναντίον ἐστίν εἰς τόν παρόντα ἀποστολικόν κανόνα ἤ πρό τῶν Ἰουδαίων». Ἡ ἀλλαγή λοιπόν τοῦ ἑορτολογίου, ἦτο ἡ παρανομία, καί ὄχι τοῦ ἡμερολογίου.
         Ὅλα ὅσα ἀνέφερα, ἀδελφοί, ἐθεώρησα ὅτι εἶναι ἀναγκαῖα διά νά ἐνημερωθοῦν οἱ καλοπροαίρετοι ἀναγνῶστες τῶν δύο ἱστολογίων, τά ὁποῖα ἐδεσμεύθησαν νά δημοσιεύουν τίς ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις, καί νά μήν νομισθῆ ὅτι ἀπαντήσατε ἐπί τῶν ἐρωτήσεων, ἀλλά ὅτι ἁπλῶς ἐδώσατε κάποιες ἀπαντήσεις, ὄχι ὅμως ἐπί τῶν συγκεκριμένων ἐρωτήσεων.
        
Ἔρχομαι ἐν συνεχείᾳ εἰς τίς ἀπαντήσεις τῶν ἰδικῶν σας ἐρωτήσεων:
         1) Ἀναφέρομε ὅλη τήν πρώτη ἐρώτησί σας, διά νά ἔχουν οἱ ἀναγνῶστες τῶν ἱστολογίων σαφῆ εἰκόνα ὡς πρός τήν ἀπάντησι:
Οι Πατέρες της Συνόδου του 1848 αναφέρουν αναθεματίζοντες εκ νέου την αίρεσιν του Παπισμού: “Το φρικτόν τούτο ανάθεμα, αδελφοί και τέκνα εν Χριστώ αγαπητά, ουκ εκφωνούμεν ημείς σήμερον, αλλ΄ εξεφώνησεν πρώτος ο Σωτήρ ημών”, εξεφώνησεν ο θείος Παύλος» (Εγκυκλίου Ορθοδόξων Πατριαρχών 1848, Μ. 40, 411). Διατί λοιπόν οι Πατέρες να επαναλάβουν το ανάθεμα κατά της Παπικής αιρέσεως εφ΄ όσον ήδη είχε αναθεματισθεί από παλαιότερους Πατέρες και Συνόδους; Πόσο μάλλον όταν τούτο το ανάθεμα το εξεφώνησεν πρώτος ο Σωτήρ ημών αλλά και ο Απόστολος Παύλος κατά τους ιδίους Πατέρες;
         Α. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τοῦ 1848 δέν ἐξεφώνησαν τό ἀνάθεμα κατά τῆς Παπικῆς αἱρέσεως διά νά ἀρχίση νά ἰσχύη αὐτό ἀπό τό 1848, ὡς τάχα νά μή ἦσαν ἤδη ἀναθεματισμένοι οἱ Παπικοί γιὰ τὶς πολλές αἱρέσεις τους καί νά χρειαζόταν τό ἀνάθεμα αὐτῆς τῆς Συνόδου. Οὔτε, ἐπειδή οἱ προηγούμενες Σύνοδοι, μετά τό σχίσμα, ἀνεθεμάτισαν τούς Παπικούς, γι’ αὐτό τό λόγο αὐτοί ἦσαν ἀναθεματισμένοι. Οὔτε ἐπανέλαβαν τό ἀνάθεμα διά νά δώσουν τάχα περισσοτέραν ἰσχύν εἰς αὐτό τό ἀνάθεμα τῶν προηγουμένων Συνόδων. Οὔτε, πολύ περισσότερο, ἐπειδή οἱ Παπικοί, ὡς αἱρετικοί, ἦσαν ἀναθεματισμένοι «δυνάμει», μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου ἔγιναν ἀναθεματισμένοι «ἐνεργείᾳ». Ἀλλά ἀντιθέτως ἡ Σύνοδος τοῦ 1848 διεκήρυξε καί ἐπανέλαβε τὸ ἰσχύον ἀνάθεμα. Καί ἴσχυε, λόγῳ τῆς πτώσεως τῶν Παπικῶν εἰς τίς αἱρέσεις. Δηλαδή τό διεκήρυξαν, ὄχι διά νά τό ἐνεργοποιήσουν, ὡς δῆθεν ἀνενέργητον, ἀλλά διά νά δείξουν πρός τόν λαό ὅτι ἰσχύει καί ὅτι δέν εἶναι ἰδική των ἡ ἀπόφασις, ἀλλά τοῦ Χριστοῦ. Ἐξ ἄλλου, ὅλες οἱ Σύνοδοι ἐπανελάμβαναν τὰ ἀναθέματα τῶν Πατέρων τῶν προηγουμένων Συνόδων.
Β. Ἡ ἐξαγγελία τοῦ ἀναθέματος διά θέματα πίστεως γίνεται ἀπαραιτήτως διά νά δειχθῆ ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου μέ ὅλη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι καί τήν ἁγία Γραφή. Δηλαδή διά τοῦ ἀναθεματισμοῦ τῶν αἱρετικῶν συντιθέμεθα μετά τῶν Ὀρθοδόξων.  Αὐτό τό ἀναφέρει θαυμάσια ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ πολλές περιπτώσεις καί μάλιστα διά τήν μοιχειανική αἵρεσι ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικός κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν ἤ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34,99, σελ. 138)· καθώς ἐπίσης: «ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν οὐ ῥήματι, ἀναθεματίζει» (Φατ. 49,142 σελ. 84).
         Γ.  Ὁ ἀναθεματισμός τῶν αἱρετικῶν γίνεται, ἔστω καί ἄν ἔχη ἐκφωνηθεῖ ἀπό τόν Κύριο καί ἀπό τίς Συνόδους, διά νά προστατευθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν αἵρεσι καί εἰδικά οἱ ἁπλοί καί  μή γνωρίζοντες τά τῆς πίστεως. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἀνάγκη τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν πρέπει νά γίνη διά νά τεθοῦν σέ ἐνέργεια οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά διά τούς λόγους τούς ὁποίους προαναφέραμε. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ ἀποτείχισις δέν γίνεται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι νά καταδικασθῆ ὑπό Συνόδου καί νά γίνη ἐνεργείᾳ ἔκπτωτος ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό αὐτόν ὁ ὁποῖος διά τῆς αἱρέσεως ἔχει ἐκπέσει ἀπό τήν Ἐκκλησία καί εἶναι ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος καί πρό τῆς καταδίκης του ὑπό τῆς Συνόδου και, ἐπίσης, καί πρός τόν σκοπό νά παραμείνουν οἱ ἀποτειχισμένοι διά τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο εἰς τήν Ἐκκλησία.  Ἄν ἴσχυε ὅμως τό «δυνάμει καί ἐνεργείᾳ» καί διά τά θέματα τῆς πίστεως, θά ἔπρεπε πρῶτα νά καταδικασθῆ καί μετά νά γίνη ἡ ἀποτείχισις, ἐπειδή προφανῶς αὐτός ἦτο ἀκόμη μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή κοντολογίς, ἡ αἵρεσις ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ὄχι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου. Δι’ αὐτό καί ὅταν εἶναι ἄδικη ἡ ἀπόφασις αὐτή τῆς Συνόδου δέν ἰσχύει.
     Τέλος, τό ὅτι ἰσχύουν οἱ ἀναθεματισμοί τοῦ Χριστοῦ τό ἀναφέρει πολύ εὔγλωττα καί μέ κάθε ἀκρίβεια ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος τοῦ 1848 ὀλίγο ἀνωτέρω ἀπό τό τμῆμα τῆς ἀποφάσεως τήν ὁποία εἰς τήν ἐρώτησί σας ἀναφέρατε ὡς ἑξῆς: «…καί ὁ τολμῶν ἤ πρᾶξαι ἤ συμβουλεῦσαι ἤ διανοηθῆναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἑκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τό αἰώνιον ἀνάθεμα διά τό βλασφημεῖν εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον κλπ.». Καί ἐπίσης, ὀλίγο κατωτέρω, «Ἅπαντες οὖν οἱ νεωτερίζοντες ἤ αἱρέσει ἤ σχίσματι, ἑκουσίως ἐνεδύθησαν, κατά τόν ψαλμωδόν, “κατάραν ὡς ἱμάτιον”, κἄν τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε Κληρικοί, κἄν τε Λαϊκοί ἔτυχον εἶναι· “κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀνάθεμα ἔστω, εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζηται παρ’ ὅ παρελάβετε”» (Ἰωαν. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, σελ.1002).

         2) Ἀναφέρω τήν δεύτερη ἐρώτησί σας, ὅπως ἐτέθη, διά νά γίνη κατανοητή καί ἡ ἀπάντησις:
«Ο Άγιος Νικόδημος δεν αναφέρει ούτε την Η΄ επί Μεγάλου Φωτίου Σύνοδο αλλά ούτε και την Θ΄ οι οποίες μάλιστα περιέχουν σημαντικότατες αποφάσεις! Μήπως πρέπει και οι φιλοοικουμενιστές να υιοθετήσουν το λεγόμενό σας λέγοντας ως επιχείρημα ότι δεν αναφέρονται οι δύο Σύνοδοι ούτε έστω ακροθιγώς, ούτε καν υπονοούνται στο Πηδάλιο από τον Άγιο; Γιατί ο Άγιος δεν αναφέρει τις τόσο σημαντικές αυτές Συνόδους που μάλιστα έχουν Οικουμενικό κύρος;».
         Ἐδῶ ἔγινε κάποια παρανόησις, ἀδελφοί, διότι τήν ἐπί ἁγίου Φωτίου Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τήν ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος μετά ἀκριβῶς τήν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο, ὡς τήν «ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ συστᾶσα Σύνοδο». Ἀναφέρει στά προλεγόμενα τήν συγκρότησί της, τούς ἐκπροσώπους τῶν Πατριαρχῶν, χρονολογία συστάσεως, ὅτι ἐπεκύρωσε τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο κλπ. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει καί τούς τρεῖς ἱερούς Κανόνες τούς ὁποίους ἐξέδωσε καί τήν ἑρμηνεία των. Ἀναφέρει ἐπίσης στήν ὑποσημείωσι ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅτι ἐνῶ ἐξεκίνησε καί συνεκροτήθη ὡς Οἰκουμενική καί μάλιστα ὡς Η΄ Οἰκουμενική τήν ὠνόμασε ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός στή Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, τελικῶς κατετάγη ὡς τοπική, ἐπειδή δέν ἐξέδωσε ὅρο δογματικό, ὅπως συνέβη μέ τίς ἄλλες οἰκουμενικές Συνόδους.
    Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν λεγομένην Θ΄ Οἰκουμενική δέν τήν ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος εἰς τό Πηδάλιον, διότι αὐτή ἡ Σύνοδος δέν ἐξέδωσε ἱερούς Κανόνες. Τέτοιες Σύνοδοι Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖες συνεκροτήθησαν καί κατεδίκασαν αἱρέσεις καί αἱρετικούς, εἶναι πολλές, καί δέν ἀναφέρονται εἰς τό Πηδάλιον, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι δέν ἐξέδωσαν ἱερούς Κανόνες. Διότι Πηδάλιον, ὁ ἅγιος, δέν ὠνόμασε τίς Συνόδους, ἀλλά τούς ἱερούς Κανόνες τούς ὁποίους αὐτές ἐξέδωσαν. Αὐτό φαίνεται καθαρά εἰς τόν τίτλο τόν ὁποῖο ἔθεσε ὁ ἅγιος «Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι Ἅπαντες οἱ Ἱεροί καί Θεῖοι Κανόνες τῶν Ἁγίων Πανευφήμων Ἀποστόλων κλπ».
      Εἰς τήν περίπτωσι ὅμως τῶν Συνόδων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος ἔχομε Κανόνες καί μάλιστα, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, μέ ἀναθέματα. Ἐπί πλέον Κανόνες, οἱ ὁποῖοι νομοθετοῦν κάτι πρωτόγνωρο, διά τό ὁποῖο δέν εἶχαν ὁμιλήσει οἱ προηγούμενες Σύνοδοι καί ἔπρεπε, ὡς ἐκ τούτου, νά ἀναφερθοῦν εἰς τό Πηδάλιο διά νά προστατευθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι.  Νομίζω λοιπόν ὅτι οἱ ἰσχυρισμοί σας καί οἱ παραλληλισμοί μέ τίς Συνόδους, ἐπί ἁγίου Φωτίου τό 879 καί ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, εἶναι ἄνευ ἐρείσματος καί ἐτέθησαν διά νά δικαιολογηθῆ ἡ ἀπουσία τῶν Κανόνων τῶν Συνόδων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος ἀπό τό Πηδάλιο.
Ἐπί πλέον, παραδόξως, οὔτε ὁ Ἰ. Καρμίρης, οὔτε ὁ π. Ἰωάν. Ρωμανίδης ἀναφέρουν κάτι δι’ αὐτές τίς Συνόδους στά ἀντίστοιχα ἔργα των «Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καί ἀσφαλῶς δέν τό κάνουν διά νά χαρισθοῦν εἰς τούς Παπικούς ἤ τούς Οἰκουμενιστές, διότι ἀναφέρουν ἄλλες Συνόδους καί τίς ἀποφάσεις των, οἱ ὁποῖες εἶναι καταπέλτες ἐναντίον τῶν Παπικῶν, τῶν Προτεσταντῶν κλπ. ὅπως π.χ. οἱ Σύνοδοι τοῦ 1838, τοῦ 1848 κλπ.
        
3) Ἀναφέρω τήν 3η ἐρώτησι διά νά κατανοηθῆ ἡ ἀπάντησις ἀπό τούς ἀναγνῶστες:
«Πως ανέχεσθε και γιατί ακολουθείτε έως και σήμερα ένα ημερολόγιο-εορτολόγιο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως το “πρώτο βήμα” προς την “ποθητήν Κοινωνίαν των Εκκλησιών”, όπως οι ίδιοι “'Οικουμενιστές” τότε ομολογούσαν;».
     Εἰς τήν ἐρώτησι αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως ἀξιόλογος καί σημαντική καί δύναται ἐπί πλέον, ἐφ’ ὅσον δοθοῦν ἐξηγήσεις, κατατεθοῦν ἐνστάσεις κλπ. νά γίνη αἰτία κατανοήσεως καί προσεγγίσεως τῶν διϊσταμένων ἀπόψεων, ἔχω νά ἀναφέρω τά ἑξῆς:
         Κατ’ ἀρχάς γίνεται μία συγκεκριμένη παρανόησις ἐκ μέρους τῶν Γ.Ο.Χ. (πιστεύω ἠθελημένη καί μέ συγκεκριμένο σκοπό) νά ταυτισθῆ τό ἡμερολόγιο μέ τό ἑορτολόγιο καί βλέπω εἰς τήν ἐρώτησι τήν ὁποία μοῦ ὑποβάλατε ἀδελφοί, νά χρησιμοποιῆτε τήν ἴδια γραμμή καί τακτική. Ἐγώ πιστεύω ὅτι αὐτά σαφῶς ξεχωρίζουν τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο καί κάθε συσχέτισις καί ταύτισις, ἀποσκοπεῖ σέ παραπληροφόρησι καί ἀποδοχή λανθασμένων ἀπόψεων. Καί ἀναφέρω ἐπί τούτου συγκεκριμένα τά ἑξῆς:
         Τό ἡμερολόγιο ἀσχολεῖται μέ τόν χρόνο καί τοποθετεῖται μέσα στόν ἐνιαύσιο κύκλο, ὥστε νά τόν διαιρῆ σέ μῆνες, ἑβδομάδες, ἡμέρες, ὧρες κλπ. Τό ἑορτολόγιο πάλι ἔχει ὡς ἀντικείμενο τίς ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας καί τοποθετεῖται μέσα στό ἡμερολόγιο, ὥστε νά ἐπαναλαμβάνονται, καθ’ ἡμέρα, ἤ καθ’ ἑβδομάδα, ἤ ἐτησίως κλπ. οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές καί προσευχές πρός διδασκαλία, λατρεία κλπ. τῶν πιστῶν. Τό ἑορτολόγιο, ἐπί πλέον (κινητῶν καί ἀκινήτων ἑορτῶν), δύναται νά προσαρμοσθῆ σέ ὁποιοδήποτε ἡμερολόγιο, ἐφ’ ὅσον ὁ ἐνιαύσιος κύκλος εἶναι ἕνας καί ὁ αὐτός σέ ὅλα τά ἡμερολόγια καί ἐφ’ ὅσον ὁ σκοπός του εἶναι ἡ ἐπισήμανσις καί ὑπενθύμισις τῶν ἐκκλησιαστικῶν γεγονότων μέσα στόν ἐνιαύσιο κύκλο.  Ἡ προσαρμογή τοῦ ἑορτολογίου σέ ὅλα τά ἡμερολόγια τό κάνει σαφῶς νά διαφέρη καί νά μήν ταυτίζεται μέ αὐτά.
       Θά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, τό ὁποῖο, πιστεύω, δύναται νά δώση μία πρακτική εἰκόνα πρός κατανόησι τοῦ θέματος καί τῶν σαφῶς διακριτῶν ὁρίων μεταξύ ἡμερολογίου καί ἑορτολογίου. Ἔχομε ἕνα ρολόϊ (παραδοσιακό, μέ τούς δεῖκτες καί τούς ἀριθμούς στήν περιφέρεια τοῦ κύκλου) τό ὁποῖο δέν μᾶς προσδιορίζει τίς ὧρες καί τά λεπτά, ὡς συνήθως, ἀλλά στήν περιφέρεια εἶναι καταγεγραμμένος, ἀντί τῶν ὡρῶν καί λεπτῶν, ὅλος ὁ ἐνιαύσιος κύκλος, δηλαδή οἱ 365 ἤ 366 ἡμέρες τοῦ χρόνου. Ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο βασικούς δεῖκτες μετακινεῖται προσδιορίζοντας τίς ἡμέρες καί ὁ δεύτερος μετακινεῖται ἀργά προσδιορίζοντας τά ἔτη. Ὅλα λοιπόν τά ἡμερολόγια ἀντιπροσωπεύουν καί ἀπεικονίζουν τούς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ καί προσδιορίζουν καί καταμετροῦν τόν χρόνο στόν ἐνιαύσιο κύκλο. Τό ἑορτολόγιο ὅμως δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τούς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ, ἀλλά εἶναι τοποθετημένο στήν περιφέρεια καί μᾶς προσδιορίζει καί ὑπενθυμίζει τήν κάθε ἡμέρα ἤ καί ὥρα, ποῖο γεγονός ἐκκλησιαστικό θά ἐνθυμηθοῦμε, θά τιμήσωμε, θά ἑορτάσωμε κλπ.
Ἄν ὑποθέσωμε πάλι ὅτι οἱ δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ὑποθέσαμε ἀρχικά, ἀντιστοιχοῦν στό ἡμερολόγιο, μετροῦν λανθασμένα τόν χρόνο καί δέν ἀνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα (ἰσημερίες, ἐποχές κλπ.) καί θελήσωμε νά διορθώσωμε τό λάθος, θά τοποθετήσωμε τούς δεῖκτες στήν πραγματική των θέσι, ὥστε νά ἀνταποκρίνωνται ἀληθῶς εἰς τόν εὑρισκόμενο στήν περιφέρεια ἐνιαύσιο κύκλο. Τό ἑορτολόγιο ὅμως εἰς τήν περίπτωσι αὐτῆς τῆς διορθώσεως, οὔτε θίγεται, οὔτε μεταβάλλεται, οὔτε ἔχει οὐδεμία ἐπίπτωσι ἀπό αὐτήν τήν ἀλλαγή καί διόρθωσι. Καί φυσικά δέν δύναται νά ἔχη κάποια ἐπίπτωσι εἰς τήν περίπτωσι αὐτή, διότι δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ τούς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ, ἤ μᾶλλον ἔχει τήν σχέσι τήν ὁποία ἔχουν οἱ δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ὡς πρός τούς ἀριθμούς οἱ ὁποῖοι εἶναι καταγεγραμμένοι στήν περιφέρεια. Τό ἑορτολόγιο δύναται νά θιχθῆ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν διόρθωσι τοῦ ἡμερολογίου, ἄν π.χ. τό μετακινήσω στήν περιφέρεια ἤ ὅλο μαζί ἤ κάποια σημεῖα του, ὅπως ἔκαναν οἱ Παπικοί καί ἄλλαξαν τό ἑορτολόγιό τους μαζί μέ τό ἡμερολόγιο καί στίς ἀκίνητες ἀλλά κυρίως στίς κινητές ἑορτές. Ἄν λοιπόν διορθώσω τό ἡμερολόγιο, ἐπειδή προσδιορίζει λανθασμένα τόν χρόνο, χωρίς νά πειράξω τό ἑορτολόγιο, νομίζω δέν ὑπάρχει κανένα, ἀπολύτως κανένα πρόβλημα. Ἄν πάλι προσδώσω ἱερότητα στό ἡμερολόγιο, νομίζω ὅτι εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι σφάλλω καίρια εἰς τήν εὐσέβεια, ὅπως θά ἔσφαλα ἄν, γιά παράδειγμα, προσέδιδα ἱερότητα στό ξύλο τῆς εἰκόνας, ἀσχέτως δηλαδή μέ τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο, γεγονός κλπ.
     Ὅλα αὐτά, ἀδελφοί τά ἔγραψα καί τά ἐπεσήμανα, ἐπειδή οἱ Γ.Ο.Χ. λανθασμένως ἤ καί σκοπίμως, ταυτίζουν αὐτά τά δύο τόσο διακριτά καί ἀνεξάρτητα πράγματα καί εἶναι ἕνα ἀπό τά σημεῖα τῆς ἀντιπαραθέσεώς μας, γιά τά ὁποῖα, ἀνεξαρτήτως ἀπό τίς ἐρωτοαποκρίσεις, θά ἤθελα ἐπί τοῦ θέματος τούτου τήν ἄποψί σας. Ἡ ἰδική μου ἄποψις ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι εἰς τήν περίπτωσι τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου, οὐδόλως ἐθίχθη τό ἑορτολόγιο, οὔτε στίς ἀκίνητες, οὔτε πολύ περισσότερο στίς κινητές ἑορτές.  Ἄρα λοιπόν εἶναι λάθος ὁ ἰσχυρισμός σας ὅτι ἀκολουθῶ ἄλλο «ἡμερολόγιο-ἑορτολόγιο», τό ὁποῖο ἀναφέρετε εἰς τήν τρίτη ἐρώτησι.  Τό ἀληθές εἶναι ὅτι ἀκολουθῶ ἄλλο ἡμερολόγιο, ἀλλά τό ἴδιο ἑορτολόγιο, τό ὁποῖο ὑπῆρχε καί διεμορφώθη διαχρονικά εἰς τήν Ἐκκλησία, χωρίς νά ἀλλάξη μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, ὅπως προανέφερα, ἀπολύτως τίποτε εἰς τό ἑορτολόγιο.
         Συνεχίζοντας τήν ἀπάντησι τῆς τρίτης ἐρωτήσεως ἀναφέρω τά ἑξῆς, ἐξηγῶντας τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἀκολουθῶ τό Νέο Ἡμερολόγιο καί ἐφ’ ὅσον σαφῶς τό διεχώρισα ἀπό τό ἑορτολόγιο.
      1. Ἀκολουθῶ τό Νέο Ἡμερολόγιο, διότι στήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀπό τῆς ἀλλαγῆς του διεστράφη καί ἐκακοποιήθη, τρόπον τινα, ἀπό τούς Γ.Ο.Χ. μέ τήν δογματοποίησί του, τήν ταύτησί του μέ τό ἑορτολόγιο, τήν ἱερότητα τήν ὁποία τοῦ προσέδωσαν, μέ τούς μύθους πού περιέπλεξαν ὅτι δῆθεν τό ἐθέσπισε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος κλπ.
         2. Ἀκολουθῶ τό Νέο Ἡμερολόγιο διότι, αὐτό καθ’ ἑαυτό, δέν μᾶς προσεγγίζει μέ τούς αἱρετικούς, ὅπως ἀπεδείχθη ἀπό τήν πορεία τῆς ἀλλαγῆς του μέχρι τώρα καί, ὅπως ἀποδεικνύεται σαφῶς ἀπό τούς πέντε (5) καί πλέον αἰῶνες μετά τό σχίσμα μέ τούς Παπικούς, (συγκεκριμένα ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1054 ἕως τό 1580) πού ὑπῆρχε σαφῶς διαχωρισμός ἐκκλησιαστικός Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἐνῶ συγχρόνως ὑπῆρχε τό ἴδιο ἡμερολόγιο καί κυρίως τό ἴδιο ἑορτολόγιο κινητῶν καί ἀκινήτων ἑορτῶν.
         3. Ἀκολουθῶ τό Νέο Ἡμερολόγιο διότι, ἐπειδή δέν ἀποτελεῖ θέμα πίστεως, οὔτε μέ βλάπτει ὡς πρός τήν εὐσέβεια, μέ βοηθᾶ συγχρόνως νά μήν χρησιμοποιῶ δύο ἡμερολόγια (ἄλλο για τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί ἄλλο γιά τήν πολιτική, καθημερινή κλπ.), τό ὁποῖο ἀναγκάζονται νά κάνουν οἱ ἀκολουθοῦντες τό Π. Ἡμερολόγιο.
         4. Ἀκολουθῶ τό Ν. Ἡμερολόγιο διά νά μήν δώσω ἀφορμή πρός κατηγορία εἰς τούς Οἰκουμενιστές καί διά τοῦ ἡμερολογίου παραπλανήσουν τόν λαό ὅτι ἀνήκω στά σχίσματα τοῦ Π. Ἡμερολογίου στίς παρατάξεις κλπ. Ἐπειδή, καλῶς ἤ κακῶς, ἔτσι ἔχει ἐπικρατήσει νά θεωρῆται σήμερα τό Π. Ἡμερολόγιο.
         5. Ἀκολουθῶ τό Ν. Ἡμερολόγιο, ἐπειδή σήμερα αὐτό βοηθᾶ τόν λαό στήν ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι, συνδυαζόμενο μέ τήν καθημερινή του ζωή καί μέ τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας.  Ἄν δηλαδή ἀκολουθοῦσα τό Π. Ἡμερολόγιο θά ἤμουν ὑποχρεωμένος νά τό ἀπαιτήσω καί ἀπό τούς πιστούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖο ἀποτειχίζονται ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί, τοιουτοτρόπως, θά ἐδυσκόλευα ἀφάνταστα τήν ἀποτείχισί των σέ σημεῖο, πιστεύω, ἀκυρώσεώς της. Διότι οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν αἵρεσι εἶναι ὅλοι οἱ ἀκολουθοῦντες σήμερα τό Ν. Ἡμερολόγιο και, πρακτικά, ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου θά ἦτο μᾶλλον δυσκολότερη παρά ἡ ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι.
         6. Ἀκολουθῶ, τέλος, τό Ν. Ἡμερολόγιο διά νά καταδείξω καί ἀποδείξω ἐμπράκτως ὅτι αὐτό δέν ἀποτελεῖ θέμα πίστεως, οὔτε μέ βλάπτει εἰς τό ἐλάχιστο εἰς τήν εὐσέβεια, ἐφ’ ὅσον διώκομαι ἀπό τούς Οἰκουμενιστάς τοῦ Ν. Ἡμερολογίου καί προσέτι κατηγοροῦμαι ἀπό τούς ἀκολουθοῦντας τό Π. Ἡμερολόγιο. Διά νά καταδείξω ἐμπράκτως, ἐπί πλέον, ὅτι ἡ προσέγγισις σήμερα καί ἕνωσις τῶν Ὀρθοδόξων δέν πρέπει νά συσχετισθῆ μέ κάποιο ἡμερολόγιο, ἐφ’ ὅσον οἱ Οἰκουμενιστές μέ κακό σκοπό τό ἄλλαξαν καί οἱ Γ.Ο.Χ. τό ἐκακοποίησαν σέ σημεῖο πλάνης καί αἱρέσεως, ἀλλά μέ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διά τούς ἀκολουθοῦντας τό Ν. Ἡμερολόγιο καί τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τίς Συνόδους καί τά σχίσματα διά τούς τοῦ Π. Ἡμερολογίου.
         Ἄν ἀδελφοί, σέ αὐτά τά ὁποῖα ἔγραψα κάπου ἔσφαλα ἤ ἤμουν ἐκτός θέματος κλπ., σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ τό ἐπισημάνετε, ὅπως ἔκανα κι ἐγώ εἰς τίς δικές σας ἀπαντήσεις καί, τέλος πάντων, νά κρίνετε καί κατακρίνετε ἐλεύθερα καί δημόσια μέ Ὀρθόδοξα κριτήρια τίς θέσεις μου.
        
Θά θέσω τέλος καί ἐγώ τρεῖς ἐρωτήσεις εἰς τίς ὁποῖες, σύμφωνα μέ τόν τρόπο πού ἐπιλέξαμε νά διεξαχθῆ αὐτός ὁ διάλογος μεταξύ μας, πρέπει νά ἀπαντήσετε.
        
1η Ἐρώτησις:
  Θέλομε νά μᾶς πῆτε ἐν καιρῷ αἱρέσεως (π.χ. αἵρεσις Οἰκουμενισμοῦ) τί, ἡ Ἁγ. Γραφή, οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀπαιτοῦν καί ἐπιβάλλουν διά νά παραμείνη κάποιος ὡς ὀργανικό μέλος εἰς τήν Ἐκκλησία.
       Θέλομε ἐπί τούτου νά ἐπισημάνωμε ὅτι ἐν καιρῷ αἱρέσεως δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ γνῶμες συγχρόνων θεολόγων καί κληρικῶν,  εἴτε τοῦ Παλαιοῦ εἴτε τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἀλλά ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρωτίστως, τῶν ἱερῶν Κανόνων ἑπομένως καί τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀκολούθως.
         Ὡς ἐκ τούτου πρέπει νά ἐπισημάνωμε μέ βάσι τά ἀνωτέρω, ἄν γιά νά ἀνήκω ἐν καιρῷ αἱρέσεως στήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀρκετή ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς ἤ πρέπει ὁπωσδήποτε νά κάνω καί ἄλλα πράγματα (π.χ. νά ἀλλάξω τό ἡμερολόγιο, νά ἐνταχθῶ σέ μία Σύνοδο τοῦ Παλαιοῦ κλπ.).
         Ἡ δεύτερη καί τρίτη παράγραφος ἐτέθησαν διά νά σᾶς βοηθήσουν ἀδελφοί, νά μήν διολισθήσετε ἀπό τό θέμα, ὅπως συνέβη μέ τίς προηγούμενες ἐρωτήσεις.
        
2η  Ἐρώτησις:
   Ἐφ’ ὅσον ἀποτειχισθῆ κάποιος ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θέλομε νά μᾶς ἀναφέρετε μέ ποίους θά ἔχη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, μέ ὅλους δηλαδή τούς ἀποτειχισμένους ἤ μέ κάποια μερίδα ἀπό αὐτούς (π.χ. αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τό Π. Ἡμερολόγιο, ἤ αὐτούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐντεταγμένοι σέ κάποια Σύνοδο τοῦ Π. Ἡμερολογίου); Ἐννοεῖται ὅτι ἡ ἀπάντησίς σας θά ἀφορᾶ τήν σημερινή διαμορφωμένη ἐκκλησιαστική κατάστασι. Καί πάλι ἡ ἀπάντησίς σας θέλομε νά ἑδράζεται σέ κοινή ἀποδεκτή διδασκαλία (Ἁγία Γραφή, ἱερούς Κανόνες, Ἁγίους Πατέρες), διότι ἐν προκειμένῳ οἱ ὑπόλοιπες θέσεις καί διδασκαλίες δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν.
        
3η Ἐρώτησις:
     Θέλομε νά μᾶς ἀναφέρετε σέ ποία διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων στηρίζεται ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως ὕπαρξις καί λειτουργία τῶν Συνόδων τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου.
         Ἄν δηλαδή ὑπάρχη τέτοια διδασκαλία, ὁπότε ἡ ὕπαρξις καί λειτουργία τῶν Συνόδων εἶναι κατοχυρωμένη, κάθε ἕνας ὁ ὁποῖος ἀποτειχίζεται ἀπό τήν αἵρεσι, ὀφείλει συγχρόνως νά ἐνταχθῆ σέ κάποια Σύνοδο, διά νά εἶναι ἀσφαλής καί σωστή ἡ ἀποτείχισίς του.
         Ἄν, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, δέν ὑπάρχη τέτοια διδασκαλία, εἶναι παράνομος ἡ ὕπαρξις καί λειτουργία τῶν Συνόδων τοῦ Π. Ἡμερολογίου καί ὡς ἐκ τούτου ἐπισφαλής ἡ παραμονή τῶν πιστῶν εἰς αὐτές.
         Θέλω τέλος, νά σᾶς ἀναφέρω ἀδελφοί τοῦ ἱστολογίου «Ἐν Τούτῳ Νίκα», ὅτι ἐφ’ ὅσον μᾶς ἀποστείλετε τόν σχολιασμό σας εἰς τίς ἰδικές μας ἀπαντήσεις, καθώς καί τίς νέες σας ἐρωτήσεις, οἱ ἀπαντήσεις μας στά νέα κείμενά σας, θά σᾶς ἀποσταλοῦν, Θεοῦ θέλοντος, μετά τό Πάσχα, λόγῳ ἀνειλημένων ὑποχρεώσεων (ἐξομολογήσεως, λειτουργικῶν καθηκόντων κλπ.).
         Εὐχόμενος τά βέλτιστα διά τήν κατ’ ἄμφω ὑγεία,
        
Σᾶς χαιρετῶ μέ τήν ἐν Κυρίῳ ἀγάπη.

                                  Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης: Δήλωση Διακοπῆς Μνημοσύνου





Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
18ο χλμ. Θεσσαλονίκης-Περαίας
570 19 Ν. Ἐπιβάται
ΤΗΛ.: 23920.24865 FAX: 23920.27402
Θεσσαλονίκη 03.03.2017


Παναγιώτατον
Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης
κ. Ἄνθιμον
Ἐνταῦθα

Θέμα: Δήλωση Διακοπῆς Μνημοσύνου


Παναγιώτατε,
Μετὰ λύπης, ἀλλὰ καὶ πολλῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, ἐπιθυμῶ διὰ τοῦ παρόντος νὰ σᾶς γνωστοποιήσω ὅτι, ἀκολουθώντας τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση στὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, διακόπτω τὴ μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, γιατὶ σεῖς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνεπίσκοποί σας ἐγκαταλείψατε αὐτὴν τὴν θεία Παράδοση καὶ εὑρίσκεσθε ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Ἡ θεάρεστη καὶ ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἐπαινούμενη αὐτὴ ἐνέργεια συμβολικὰ θὰ γίνει τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας (05.03.2017), ὁπότε ἑορτά-ζουμε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ διαβάζουμε τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας» μὲ τὰ ἀναθέματα ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ὥστε νὰ δηλώσουμε καὶ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Θείας Λατρείας ὅτι καταδικάζουμε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀπορρίπτουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὶς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καὶ ἀποδέχθηκε τὸν συγκρητιστικὸ καὶ καταστροφικὸ Οἰκουμενισμό.
1. Εἰκονομαχία καὶ Οἰκουμενισμός
Μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ περίπου χρόνια ποὺ ἐπιτρέψαμε τὸ νέφος τῶν αἱρέσεων νὰ θολώνει καὶ νὰ σκοτεινιάζει τὸν καταγάλανο οὐρανὸ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, νὰ διαιρεῖ καὶ νὰ σχίζει τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα, νὰ διασπᾶ τὴν ἀδιάσπαστη ἀκολουθία καὶ διαδοχὴ τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, τώρα μὲ τὴ Χάρη καὶ συνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν θεοδιδάκτων καὶ θεοφωτίστων Ἁγίων Πατέρων θὰ συντελέσουμε μὲ τὴν θερμὴ ὀρθόδοξη Ὁμολογία μας, νὰ διαλυθεῖ τὸ νέφος τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως διαλύθηκε τὸ νέφος τῆς Εἰκο-νομαχίας, ἡ ὁποία ταλαιπώρησε καὶ τότε τὴν Ἐκκλησία περισσότερο ἀπὸ ἕνα αἰώνα. Ἐμεῖς κάνουμε τὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ ἄλλους Πατέρες, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ἄντεξαν τὴν σκοτεινιὰ καὶ βγῆκαν ἤδη στὸ ξέφωτο, ὅπως ἔκαναν γιὰ τὴν Εἰκονομαχία καὶ οἱ μοναχοὶ τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, καὶ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ἀναστήσει καὶ θὰ ἀναδείξει ὁ Θεός, ὅπως καὶ τότε, πατριάρχας καὶ ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸν νέον θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῶν νέων κρυφῶν καὶ ἐπικίνδυνων δυνάμεων τοῦ σκότους.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ἄστοχη ἡ σύγκριση Εἰκονομαχίας καὶ Οἰκουμε-νισμοῦ προλαβαίνουμε ἐδῶ νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι χειρότερος κατὰ πολὺ τῆς Εἰκονομαχίας, διότι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων σοβαρῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων, ἀπορρίπτει τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων στὸν χῶρο τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ προσβάλλει καὶ ὑποτιμᾶ τὸ ὑπέρτιμο καὶ μοναδικὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὴν τιμὴ τῶν λοιπῶν Ἁγίων. Μὲ αὐτοὺς τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἁγιομάχους, τοὺς ἐχθροὺς τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων, συναγελαζόμαστε καὶ συνυπάρχουμε μέσα στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἐξευτελίζοντες τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ μεταβάλλοντάς την ἀπὸ «στύλο καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας»[1], ἀπὸ Νύμφη Χριστοῦ καὶ Σῶμα Χριστοῦ[2], σὲ ἰσάξια καὶ ἰσότιμη μὲ τὴν πιὸ μικρὴ καὶ ἄθλια προτεσταντικὴ αἵρεση[3]. Καὶ μόνο αὐτὸ ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀπορρίψουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἐπαινεῖ τὸ προτεσταντικὸ αὐτὸ συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων καὶ συνιστᾶ νὰ ἐξακολουθήσουμε τὴν συμμετοχή μας σ᾽ αὐτὸ καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ τῆς Ἐκκλησίας.
2. Ἐπὶ δεκαετίες ἀποδοκιμάζεται ὁ Οἰκουμενισμός
Δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε ὅσα ἀντικανονικά, ἀντορθόδοξα, ἀντιπατερικά, ἀντισυνοδικὰ συνέβησαν καὶ συμβαίνουν στὶς σχέσεις μας μὲ τὶς παλαιὲς καὶ τὶς νέες αἱρέσεις, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ εἶχαν ὁδηγήσει σὲ καθαιρέσεις τοὺς παραβάτες τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ Παραδόσεων καὶ σὲ συνοδικὴ καταδίκη τους. Ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες Ἅγιοι Γέροντες, ὁμολογητές, ἀρχιερεῖς καὶ λοιποὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοί, σοφοὶ καὶ νουνεχεῖς καθηγηταὶ καὶ μεγάλο μέρος τοῦ ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἰδιαίτερα τὸ Ἅγιον Ὄρος, ζητοῦσαν καὶ ζητοῦν νὰ ἀποχωρήσουμε ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ αἱρέσεων, καὶ νὰ καταδικά-σουμε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἀξιεπαίνως τὸ ἔπραξαν οἱ ἐκκλησίες Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας. Ἀκόμη καὶ πρόσφατα τὸ θέμα αὐτὸ ταράσσει τὶς συνειδήσεις ὅσων γνωρίζουν τὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς ἐκκλησιο-λο­γικῆς ἐκτροπῆς.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἐκφράζοντας αὐτὴν τὴν μακροχρόνια ἀνησυχία καὶ ἀγωνία, συνέταξε καὶ ἐκυκλοφόρησε τὸ 2009 τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἕνα ἱστορικὸ ὄντως κείμενο, ποὺ τὸ ὑπέγραψαν εὐάριθμοι ἀρχιερεῖς, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες πιστῶν, στὸ ὁποῖο οἱ τίτλοι τῶν σχετικῶν ἑνοτήτων λέγουν τὰ ἑξῆς: 1) Φυλάττουμε ἀμετακίνη-τα καὶ ἀπαραχάρακτα ὅσα οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ Πατέρες θέσπισαν. 2) Διακηρύσσουμε ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι μήτρα αἱρέσεων καὶ πλανῶν.3) Τὰ ἴδια ἰσχύουν, σὲ μεγαλύτερο βαθμό, γιὰ τὸν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ὡς τέκνο τοῦ Παπισμοῦ κληρονόμησε πολλὲς αἱρέσεις, προσέ-θεσε δὲ πολὺ περισσότερες. 4) Ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἡ ἐκ μέρους τους ἀποκήρυξη τῆς πλάνης καὶ ἡ μετάνοια, ὥστε νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ ἕνωση καὶ εἰρήνη· ἕνωση μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι μὲ τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση. 5) Ἐφ᾽ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν στὴν πλάνη, ἀποφεύγουμε τὴν μετ᾽ αὐτῶν κοινωνία, ἰδιαίτερα τὶς συμπροσευχές. 6) Μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία εἶχε σταθερὰ καὶ ἀμετάβλητα ἀπορριπτικὴ καὶ καταδικαστικὴ στάση ἔναντι ὅλων τῶν αἱρέσεων. 7) Ὁ διαχριστιανικὸς συγκρητισμὸς ποὺ υἱοθέτησε καὶ ἐνεθάρρυνε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρῶτο, διευρύνθηκε τώρα καὶ σὲ διαθρη-σκειακὸ συγκρητισμό, ὁ ὁποῖος ἐξισώνει ὅλες τὶς θρησκεῖες μὲ τὴν μοναδικὴ θεόθεν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ θεοσέβεια καὶ ζωή. 8) Ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε ὅτι μόνον ἐν τῷ Χριστῷ ὑπάρχει ἡ δυνατότης σωτηρίας. Οἱ θρησκεῖες τοῦ κόσμου καὶ οἱ αἱρέσεις ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. 9) Ὑπάρχουν βέβαια καὶ συλλογικὲς εὐθύνες, καὶ κυρίως τῶν οἰκουμενιστικῶν φρονημάτων Ἱεραρχῶν καὶ Θεολόγων μας, ἀπέ-ναντι στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα καὶ στὸ ποίμνιό τους[4].
3. Γιατί ἐπιταχύνθηκε ἡ σύγκληση τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης;
Ἡ ἀντιοικουμενιστικὴ αὐτὴ καὶ ἀντιαιρετικὴ ἐνέργεια συνετάραξε τοὺς κατευθύνοντες τὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἔβλεπαν νὰ ἀφυπνίζονται οἱ ὀρθόδοξες συνειδήσεις καὶ νὰ κινδυνεύει τὸ ἀντίχριστο ὅραμά τους «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», ὄχι μὲ τὴν Ἀλήθεια ἀλλὰ μὲ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνη. Ἔπρεπε ἀπέναντι τοῦ πλήθους τῶν Ὀρθοδόξων, τὸ ὁποῖο αὐτοὶ δὲν διέθε-ταν, νὰ ἀντιτάξουν, ὡς κατέχοντες τοὺς θρόνους, τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, μία τυπικὰ καὶ ἐξωτερικὰ νομιμοφανῆ σύνοδο ἐπισκόπων, ἡ ὁποία θὰ θεσμοθετοῦσε καὶ θὰ ἐπικύρωνε, θὰ νομιμοποιοῦσε τὸν Οἰκουμενισμό. Ἔτσι προέκυψε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἔντεχνα καὶ κρυφὰ μετήλ-λαξε τὴν καλὴ καὶ ἀπαραίτητη πορεία πρὸς μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, σὲ μία οἰκουμενιστικὴ καὶ αἱρετίζουσα ψευδοσύνοδο. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ὑπενθυμίζουμε τὴν αἰφνίδια ἐπιτάχυνση στὴν προετοιμασία τῆς «Συνόδου» ἀπὸ τὸ 2009 καὶ τὸν ὁρισμὸ «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» γιὰ νὰ ἀναθεωρήσει δῆθεν καὶ ἐπικαιροποιήσει τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, στὴν οὐσία ὅμως νὰ τὰ ἀλλοιώσει καὶ νὰ τὰ μεταλλάξει πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν προσδο-κώμενη καὶ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι μία μεταλλαγμένη οἰκουμενιστικὴ καὶ αἱρετίζουσα ψευδοσύνοδος[5].
Προσπαθήσαμε πολλοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, νὰ ἀποτρέψουμε τὴν σύγκλησή της, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν κατορθώθηκε. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀνάγκη νὰ στηριχθεῖ ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ τόσο ἀποφασισμένοι οἱ ἐμπλεκόμενοι, ὥστε δὲν ἐλογάριασαν τὶς ἀγωνίες καὶ ἀνησυχίες ποὺ ἐκφράζονταν πολλαχόθεν, ὅπως π.χ. στὴν μεγάλη Ἡμερίδα ποὺ συνδιοργάνωσαν στὸν Πειραιᾶ, τὴνΤετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὴν κατάμεστη αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» τοῦ Σταδίου Εἰρήνης καὶ Φιλίας, οἱ Ἱερὲς Μητροπόλεις Πειραιῶς, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, Γλυφάδας, Κυθήρων καὶ ἡ Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν. Δὲν τοὺς συνεκράτησε οὔτε ἡ ἀπουσία τοῦ μεγαλυτέρου μέρους τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὴν ἀπουσία τεσσάρων ἐκκλησιῶν (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας), ἡ ὁποία ἀκύρωνε τόν πανορθόδοξο χαρακτήρα τῆς «Συνόδου» καὶ προεμήνυε ἀναστατώσεις καὶ διαιρέσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ἔσχιζαν καὶ διαιροῦσαν τὴν Ἐκκλησία πρὸς χάριν τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση. Ἦταν τόσο καλὰ ὀργανωμένη ἡ συνοδικὴ κατοχύ-ρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε ὅλες οἱ προσπάθειες ποὺ κατέβαλαν οἱ ἐκπρόσωποι κάποιων ἐκκλησιῶν νὰ διορθωθοῦν καὶ νὰ βελτιωθοῦν τὰ κείμενα ἔπεφταν στὸ κενό. Ἐκπλήσσεται κανείς, ὅταν διαβάσει τὰ «Πρακτι-κὰ - Κείμενα» τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζὺ 10-17 Ὀκτωβρίου 2015), ἡ ὁποία τελικῶς ἐνέκρινε τὰ κείμενα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπικυρώσει ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Ἕνα ἀόρατο διευθυντήριο εἶχε φροντίσει μὲ ἕνα ἀπαράδεκτο καὶ πρωτοφανῆ κανονισμὸ λειτουργίας νὰ ἑτοιμάσει προσυνοδικὰ κείμενα οἰκουμενιστικά, τῶν ὁποίων ἡ ἔγκριση ἦταν ἐξασφαλισμένη. Καὶ αὐτὸ διότι, ἔστω καὶ ἕνας μόνον ἐκπρόσωπος τῆς οἰκουμενιστικῆς παρέας νὰ διαφωνοῦσε, ὅταν μὲ κάποια πρόταση διορθώσεως ἐθίγοντο τὰ οἰκουμενιστικὰ δόγματα, ἡ πρόταση δὲν γινόταν δεκτή, καὶ τὸ οἰκουμενιστικὸ κείμενο παρέμενε ἀλώβητο καὶ ἄθικτο. Μήπως τὸ ἴδιο δὲν ἔγινε καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λειτουργίας τῆς «Συνόδου» στὴν Κρήτη; Τί ἀπέγιναν οἱ περισσότερες καὶ οὐσιώδεις προτάσεις βελτιώσεως ποὺ ὑπέβαλαν ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἄλλες ἐκκλησίες, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μεμονωμένοι ἀρχιερεῖς; Κάποιος ἀπὸ τοὺς Ἡρακλεῖς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαφωνοῦσε καὶ ἡ πρόταση ἡ ὀρθόδοξη πεταγόταν στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων.
4. Ὁ Οἰκουμενισμὸς νομιμοποιεῖται καὶ εἰσάγεται στὴν Ἐκκλησία.
Ἔτσι ὁ πολεμούμενος προηγουμένως Οἰκουμενισμὸς καὶ καταδικαζόμε-νος ἀπὸ τὴν ἀγρυπνοῦσα ὀρθόδοξη συνείδηση, ἔχει ἀποκτήσει γιὰ πρώτη φορὰ συνοδικὴ κατοχύρωση, ἡ ὁποία βέβαια ἀλλάσσει ὁλοκληρωτικά τὸ ἐκκλησιολογικὸ τοπίο καὶ θέτει ὅλους πρὸ τῶν εὐθυνῶν μας. Δὲν εἶναι ἴδια ἡ κατάσταση πρὶν ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν. «Δὲν εἶναι ὁ περσινὸς καιρὸς ὁ φετεινὸς χειμώνας», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 μπροστὰ στὴν ἐπικίνδυνη στρατιὰ τοῦ Δράμαλη. Μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια προσπαθοῦν οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς «Συνόδου» νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιο-λόγητα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν διαθέτουν θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ καλύ-ψουν τὰ θεολογικὰ καὶ κανονικὰ ἀτοπήματα, ὑβρίζουν, συκοφαντοῦν καὶ διώκουν ὅσους ἀντιδροῦμε, ἐξωτερικεύοντας τὴν ἐσωτερική τους σύγχυση καὶ ἐμπάθεια.
Ἐμεῖς, ἐκτὸς ἀπὸ προσωπικὰ κείμενα κριτικῆς καὶ ἀπορρίψεως τῆς «Συνόδου» μετὰ τὴν πραγματοποίησή της, συμμετείχαμε ὡς μέλη τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» στὴν σύνταξη καὶ κυκλο-φόρηση ἐνημερωτικῶν κειμένων, ὥστε νὰ ἐνημερωθεῖ τὸ συνήθως ἀπληρο-φόρητο καὶ ἀκατήχητο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἀμέσως μετὰ τὴν λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» κυκλοφορήσαμε τὸ κείμενο «Ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης καὶ ἡ σύμπλευσή της μὲ τὸν Οἰκουμενισμό», στὸ ὁποῖο καὶ μόνο ἀπὸ τὸν τίτλοφαίνεται ὅτι θεωροῦμε τὴν «Σύνοδο» ὄχι ὡς ὀρθόδοξη ἀλλὰ ὡς οἰκουμενιστική[6]. Λίγο ἀργότερα κυκλοφορήσαμε ἐκτενέ-στερο κείμενο μὲ τίτλο «Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ - Ὁμολογία γιὰ τὴν “Σύνοδο” τῆς Κρήτης», τὸ ὁποῖο ὑπεγράφη ἀπὸ χιλιάδες κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, καὶ τὸ ὁποῖο διαιρεῖται στὶς ἑξῆς ἑνότητες: 1. Ἡ «Σύνοδος» καταστρέφει τὴν ἑνότητα καὶ προκαλεῖ διαιρέσεις. 2. Τίποτε κοινὸ μὲ τὶς ὀρθόδοξες συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Οἰκουμενιστικὴ σύνοδος· 3. Εἰσάγει αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία. 4. Θὰ ἐπικυρωθεῖ ἡ «Σύνοδος» ἀπὸ τὴν Ἑλλαδικὴ Ἱεραρχία; Διακοπὴ μνημοσύνου 5. Ὁ Οἰκουμενισμὸς τῆς Πανθρησκείας εἰσάγεται καὶ στὰ σχολεῖα[7].
Ἐπισκεφθήκαμε ἐπίσης, κάποια μέλη τῆς Συνάξεως, μετὰ ἀπὸ πρόσ-κληση τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, τὶς ὀρθόδοξες χῶρες τῆς Βουλ-γαρίας, Ρουμανίας, Μολδαβίας, Γεωργίας, συμπροβληματισθήκαμε γιὰ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καὶ παρουσιάσαμε τὶς δικές μας ἐκτιμήσεις. Στὴν Μολδαβία μάλιστα σὲ ὀργανωθεῖσα «στρογγυλὴ τράπεζα» στὶς29 Ἰουνίου 2016, ἀμέσως μετὰ τὴν λήξη τῆς «Συνόδου» καταθέσαμε κοινὸ κείμενο ποὺ ἑτοιμάσθηκε μὲ συμβολὲς τοῦ γράφοντος, τοῦ καθηγητοῦΔημ. Τσελεγγίδη καὶ τοῦ μοναχοῦ π. Σεραφεὶμ μὲ τίτλο «Ἀποτίμηση τῶν ἀποφάσεων τῆς “Συνόδου” τῆς Κρήτης», στὸ ὁποῖο λέγαμε ὅτι ἡ «Σύνοδος» διέψευσε τὶς προσδοκίες τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύνοδος, δὲν ἐπέλυσε σπουδαῖα ποιμαντικὰ προβλήμα-τα, ὅπως τὸ τοῦ Ἡμερολογίου, οὔτε κατεδίκασε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ· ἀντίθετα τὴν νομιμοποίησε καὶ τὴν ὑποστήριξε καὶ προέβη σὲ ἄμικτη μείξη Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεων. Διετύπωσε ἐπίσης αἱρετικὴ ἐκκλη-σιολογία καὶ διέσπασε τὴν διαχρονικὴ στὴν Πίστη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς «Συνόδου» μεταφέρει τὸν Οἰκουμενισμὸ μέσα στὴν Ἐκκλη-σία καὶ δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀποσιώπηση ἢ ἡ ἀπόκρυψη τῶν ἀποφάσεών της, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται ἡ συνοδικὴ καταδίκη τους. Σημειώναμε ἐπίσης ὅτι ἡ μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων «ἐπ᾽ ἐκκλησίαις» δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη, ἀλλὰ συναρτᾶται πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη τους καὶ δείχνει ὅτι ὁ μνημονευόμενος καὶ οἱ μνημονεύοντες ἔχουν τὴν ἴδια πίστη[8].
5. Ἐλπίζαμε νὰ ἀντιδράσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ διαψευσθήκαμε. Ἄλλη Φερράρα-Φλωρεντία.
Ὅσοι ἀνήκουμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐλπίζαμε ὅτι ἡ εἰκοσιπενταμελὴς (25) ἀντιπροσωπία της, ἔχουσα ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, θὰ τηροῦσε τὶς ὁμόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016, οἱ ὁποῖες ἔδιδαν ὀρθόδοξη κατεύθυνση στὸ βασικὸ κείμενο τῆς «Συνόδου»,«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», καὶ θὰ ἀνέπαυαν τὶς συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν. Δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ ἀσκηθεῖσες πιέσεις, ὅπως κατήγγειλε ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος, μέλος τῆς ἀντιπροσωπίας, ἐγκαταλείφθηκαν οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, ὑπανεχώρησαν ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ τὸ σύνολο τῆς ἀντιπροσωπίας, πλὴν τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου, καὶ ὄχι μόνο κατέστησαν ὑπεύθυνοι ἀ-νυπακοῆς καὶ ἀπειθαρχίας σὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις, καὶ γι᾽ αὐτὸ ὑπόλογοι, ἀλλὰ ἐπανέλαβαν τὴν δουλοπρέπεια καὶ δειλία ὅσων ἔλαβαν μέρος στὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῶν πιέσεων ὑπέγρα-ψαν τὰ φιλοπαπικὰ κείμενα τότε, ὅπως τώρα στὴν Κρήτη τὰ φιλοοικουμε-νιστικά. Τουλάχιστον τότε, ὅταν ἐπέστρεψαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐλεύθεροι ἀπὸ πιέσεις, ὡμολόγησαν τὴν ἐνοχή τους μπροστὰ στὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ποὺ τοὺς ἀποδοκίμαζε καὶ εἶπαν τὰ γνωστά: «Τὸ χέρι αὐτὸ ὑπέγραψε, ἂς κοπεῖ· ἡ γλώσσα ὡμολόγησε, ἂς ἐκριζωθεῖ»[9].
Τώρα ὄχι μόνον δὲν ἔδειξαν παρόμοια μεταμέλεια ὅσοι ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδο», ἀλλὰ κατάφεραν νὰ πείσουν ὅλα σχεδὸν τὰ μέλη τῆς Ἱεραρχίας, ὄχι μόνο νὰ μὴ τοὺς ἐγκαλέσουν γιὰ τὴν φιλοαιρετικὴ στάση τους στὴν Κρήτη, ἀλλὰ νὰ θεωρήσουν οἱ περισσότεροι ὡς καλῶς καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ληφθεῖσες τὶς ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις, καὶ ἁπλῶς στὴν τελευταία Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας (23-24 Νοεμβρίου 2016) νὰ γίνει μία συζήτηση καὶ ἐνημέρωση γιὰ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, μὲ δεδομένη, ὄχι ἀμφισβητούμενη, τὴν ἀποδοχή της. Καὶ τὸ ἀποκορύφωμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἀντιπατερικῆς στάσεως τῆς Ἱεραρχίας, στὴν πλειονότητα τῶν μελῶν της, ποὺ δείχνει ὁλοφάνερα τὴν θετικὴ ἀποτίμηση τῆς ψευδοσυνόδου καὶ γκρεμίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες καὶ τερματίζει τὴν ἀναβολὴ καὶ ἀναμονὴ γιὰ τὶς δικές μας ἱεροκανονικὲς καὶ ὀρθόδοξες ἀποφάσεις, ἦταν τὸ κείμενο τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου «Πρὸς τὸν Λαό», ποὺ ἀποσκοποῦσε δῆθεν στὴν ἐνημέρωση τοῦ λαοῦ. Εἶναι ἕνα κείμενο ντροπῆς καὶ ψεύδους, μνημεῖο παραπληροφόρησης καὶ παραπλάνησης τοῦ λαοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖο τολμοῦν καὶ λέγουν ὁλοφάνερα ψεύδη, διότι γνωρίζουν ὅτι, ὅπως τὸν ἄφησαν ἀδίδακτο καὶ ἀκατήχητο, θὰ τοὺς πιστεύσει ὡς ποιμένες ὅτι λέγουν τὴν ἀλήθεια. Εἶναι νὰ ἀπορεῖ κανεὶς πῶς ὅλα ξαφνικὰ ἔγιναν ὡραῖα καὶ καλά. Ποιό μαγικὸ χέρι ἄγγιξε τὰ ἀμφισβητούμενα πρὸ τῆς Συνόδου κείμενα καὶ τὰ μετέβαλε σὲ ὀρθόδοξα καὶ πατερικά; Μήπως ἔγινε λόγος στὴν «Σύνοδο»γιὰ τὴν παλαιὰ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ τὶς νέες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ὑπάρχει κάπου στὰ κείμενα ἡ λέξη αἵρεση; Ἀποτιμῶνται καὶ κρίνονται τὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ αἱρέσεις καὶ πλάνες; Προβληματίζονται γιὰ τὴ συμμετοχή μας στὸ λεγόμενο «Παγκό-σμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ αἱρέσεων; Ἀντιμετωπίζεται τὸ φλέγον θέμα τοῦ Παλαιοῦ καὶ Νέου Ἡμερολογίου, ποὺ τραυματίζει ἀπὸ τὸ 1924 τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Γιατί δὲν ἔλαβαν μέρος οἱ τέσσερις ἐκκλησίες, Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν; Ὑπῆρξε στὴν ἱστορία ἄλλο παράδειγμα συνόδου, ποὺ νὰ μὴν ὑπογράφουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι παρὰ μόνον οἱ προκαθήμενοι, ποὺ νὰ μὴ μετέχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, καὶ νὰ καταστρέφεται ἔτσι ἡ βασικὴ ἐκκλησιολογικὴ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι μόνον πρὸς τοὺς ἱεραρχικὰ κατωτέρους τους προβάλλουν τὰ προνόμια τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ, ἐνῶ τὰ λησμονοῦν πρὸ τῶν ἰσοβάθμων τους ἀξιωματούχων;
Ἀκόμη καὶ στὸ κείμενο τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀπορριπτικὸ καὶ καταδικαστικὸ τῆς «Συνόδου», διατηρεῖται κάποιο ἴχνος ἀξιοπρεπείας καὶ συνεπείας πρὸς τὰ πρὸ τῆς «Συνόδου» ὑποστηριζόμενα, διότι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ θετικὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου», βλέπουν καὶ πολλὰ ἀρνητικά. Στὸ κείμενο «Πρὸς τὸν Λαό» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅλα εἶναι ὡραῖα καὶ καλά· τίποτε ἀρνητικό. Σημειώνουμε βέβαια γιὰ τὴν ἁγιορειτικὴ θέση, ποὺ δὲν ἐκφράζει τὸ σύνολο τῶν Ἁγιορειτῶν, ὅτι σὲ συνοδικὰ κείμενα ὅλα πρέπει νὰ εἶναι θετικά· καὶ τὸ πιὸ μικρὸ ἀρνητικὸ καταστρέφει ὅλο τὸ κείμενο, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν ἡ ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος· μικρὴ σταγόνα δηλητηρίου καθιστᾶ ἐπικίνδυνο ὅλο τὸ νερὸ ποὺ ὑπάρχει σὲ ἕνα ποτήρι. Καὶ ὅπως λέγειὁ Ἁγιορείτης Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, «ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ οὐκ ἔστι μικρὸν τὸ παραμικρόν»[10]. Ἴσως γι᾽ αὐτὸ ὁ συντάκτης ἢ οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου «Πρὸς τὸν Λαό» τὰ εἶδαν ὅλα ὄμορφα καὶ ὡραῖα, ψευδόμενοι ὅμως, πλα-νῶντες καὶ πλανώμενοι. Δὲν μποροῦμε ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε τὰ θεολογι-κὰ καὶ ἱεροκανονικὰ ἀτοπήματα τῆς ψευδοσυνόδου· ἁπλῶς τὰ ὑπαινιχθή-καμε· καλὴ καὶ ἀντικειμενικὴ εἰκόνα βλέπει κανεὶς στὸ νέο διπλὸ τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας» (Ἰούλιος – Δεκέμβριος 2016), στὸ ὁποῖο σὲ τέσσερις ἑνότη-τες παρουσιάζουμε μεγάλο μέρος, ὄχι τὸ σύνολο, τῶν κειμένων ποὺ καταδι-κάζουν τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης: Α´ Κείμενα Ἐκκλησιῶν. Β´ Κείμενα Ἀρχιερέων. Γ´ Κείμενα λοιπῶν Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν καὶ Δ´ Κείμενα Λαϊκῶν.
6. Τί δέον γενέσθαι; Διακοπὴ Μνημοσύνου.
Καὶ τώρα ποῦ βρισκόμαστε; Τί δέον γενέσθαι; Θὰ ἀφήσουμε τὴν ἀσθένεια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ λυμαίνεται τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Ἤδη ἔχει προσβάλει ἀπὸ καιρὸ μεγάλο μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καὶ τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης μὲ πρωταγωνιστὴ στὴ διάδοση τῆς νόσου τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Δικαιολογημένα οἱ Ἁγιορεῖτες καὶ κάποιοι ἀρχιε-ρεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀθηναγόρα κατὰ τὰ ἔτη 1969-1972, τὸ ὁποῖο καλῇ τῇ πίστει ἐπανέλαβαν τὸ 1973 μὲ τὴν ἄνοδο στὸ θρόνο τοῦ σεμνοῦ καὶ ταπεινοῦ Δημητρίου, διαψευσθέντες ὅμως, διότι καὶ αὐτὸς ἀκολούθησε τὰ βήματα τοῦ προκατό-χου του. Ὁ σημερινὸς οἰκουμενικὸς πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ξεπέρασε τοὺς προκατόχους του σὲ αἱρετικὰ καὶ ἀντορθόδοξα τολμήματα. Φρίττει καὶ ἰλιγγιᾶ κανείς, ὅταν ἀναγινώσκει αἱρετικὲς δηλώσεις του ἢ στὴν πράξη ἱεροκανονικὲς παραβάσεις μὲ συμπροσευχὲς καὶ ἄλλα. Δὲν παραλείψαμε ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» νὰ ἐπισημάνουμε κάποιες ἐκκλησιολογικὲς πλάνες του σὲ εἰδικὸ τεῦχος ποὺ κυκλοφορήσαμε μὲ τίτλο «Ἡ νέα Ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου». Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ προεδρεῖο καὶ τὰ μέλη τῆς «Συνάξεως», τὸ ὑπέ-γραψαν καὶ οἱ σεβασμιώτατοι ἀρχιερεῖς, Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος, Πειραιῶς Σεραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς, Γόρτυνος Ἱερεμίας, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες Ὀρθοδόξων πιστῶν[11].
Ὅ,τι ὅμως καὶ ἂν ἔλεγαν καὶ ἔπρατταν ὁ πατριάρχης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν προσωπικές τους γνῶμες, δὲν εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικύρωση. Ἀδυ-νατοῦσαν νὰ τὶς παρουσιάσουν ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν ψευ-δοσύνοδο τῆς Κρήτης αὐτὸ ἔχει ἀνατραπῆ. Στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο αὐθεν-τίας καὶ περιφανείας, ἐπ᾽ ὄρους ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου, στὸ συνοδικὸ ἐπίπε-δο, οἱ αἱρέσεις γαυριοῦν καὶ καυχῶνται ὅτι εἶναι ἐκκλησίες, ὁ διαχριστια-νικὸς καὶ διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμὸς τοῦ Ἀντιχρίστου, τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας θρονιάστηκε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, τὰ κελεύσματα τῆς συνόδου δια-βάστηκαν μέσα στοὺς ναοὺς καὶ διανεμήθηκαν ἀπὸ χέρια ἐπισκόπων καὶ ἱερέων.
Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ στὶς σκῆτες καὶ στὰ κελλιά, ἀφοῦ εἶδαν ὅτι ἡ ἐπίσημη Ἁγιορειτικὴ Κοινότητα σιωπᾶ καὶ συμπορεύεται, διέκοψαν ἤδη τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, ἀκολουθοῦντες τὴν σταθερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων. Δὲν ἄντεχε ἡ συνείδησή τους νὰ μνημονεύουν τὸ ὄνομα τοῦ Βαρθολομαίου ὡς ἀρχιεπι-σκόπου στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ νὰ δηλώνουν μὲ αὐτὸ ὅτι ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, ὅτι συμφωνοῦν μὲ τὰ αἱρετικά του φρονήματα καὶ μὲ τὴν ψευδο-σύνοδο τῆς Κρήτης.
7. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου εἶναι νὰ ὀρθοδοξεῖ, νὰ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.
Ἀσφαλῶς εἶναι σημαντικὴ καὶ ἐπιφανὴς ἡ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὅλοι τὴν σεβόμεθα καὶ τὴν ἀναγνωρίζουμε, καὶ δὲν χρειά-ζεται νὰ μᾶς ἀραδιάζουν οἱ οἰκουμενιστὲς γνωστὰ κείμενα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Ὅλα αὐτὰ ἰσχύουν ὑπὸ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ὀρθοδοξεῖ, ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀλη-θείας, ὅτι δὲν κηρύσσει αἵρεση. Ὅταν κηρύσσει αἵρεση, διακόπτουμε κάθε σχέση μαζί του καὶ κοινωνία καὶ δὲν τὸν μνημονεύουμε στὶς ἱερὲς ἀκολου-θίες. Ἂς ξεκολλήσουν κάποιοι ἀπὸ τὴν καινοτομία τοῦ ἐπισκοποκεντρι-σμοῦ· τὰ μυστήρια τελοῦνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ὄχι στὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου, κατὰ τὴν ἀμάρτυρη καὶ βλάσφημη ζηζιούλια ἐκκλησιολογία. Δὲν ὑπάρχει ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ὑπακοῆς στὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο· ὑπάρχει κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, ὅπως δείξαμε μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, στὸ ὁμώνυμο βιβλίο μας ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια[12]. Ἂν συνέβαινε τὸ ἀντίθετο, δὲν θὰ ὑπῆρ-χε σήμερα ἡ Ἐκκλησία, διότι οἱ κατὰ καιροὺς αἱρετικοὶ πατριάρχες, ἐπίσκο-ποι καὶ λοιποὶ κληρικοὶ θὰ εἶχαν ἐπιβάλει μὲ τόσες αἱρετικὲς συνόδους ποὺ συνεκάλεσαν, μὲ τὴν βοήθεια μάλιστα αἱρετικῶν αὐτοκρατόρων, τὴν αἵρε-ση, καὶ θὰ ἐθριάμβευε τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἐπιθυμοῦν ὅσοι καὶ σήμερα διώκουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐπικρίνουν τοὺς δῆθεν ἀνυπάκουους καὶ ἀπείθαρχους κληρικούς; Ἂς ξαναδιαβάσουν προσε-κτικὰ τοὺς δύο Κανόνες τὸν 31ο Ἀποστολικὸ καὶ τὸν 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, καὶ ἂς μὴ ἐπικαλοῦνται ἄσχετους κανόνες, ἀποδεικνύοντες καὶ τὴν θεολογική τους ἀμάθεια. Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης καὶ ὅσοι τὴν ὑποστηρίζουν φανερὰ καὶ ἀπροκάλυπτα, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ἐμπίπτουν στὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας. Σὲ αὐτὸν ἀντὶ νὰ τιμωροῦνται, ἐπαινοῦνταν καὶ τιμῶνται οἱ ἱερεῖς ποὺ διακόπτουν τὸ μνημόσυνο τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου[13].
8. Δὲν πρέπει νὰ λέμε ψέμματα μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ὡς πρὸς τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ πρὸ τῆς «Συνόδου» ἦταν δικαιολογημένη ἡ διακοπὴ μνημοσύνου, πολὺ περισσότερο μετὰ ἀπὸ αὐ-τήν, διότι αὐτὸς ἦταν ὁ πρωτουργὸς καὶ πρωτεργάτης. Εἶναι συγκλονιστικὸ καὶ ἀκαταμάχητο τὸ ἐπιχείρημα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλαν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ψευδοένωση τῆς Λυὼν (1273) τοὺς ἐπίεζε νὰ μνημονεύουν στὴν Θ. Λειτουργία τὸ ὄνομα τοῦ πάπα. Ἀποκρούοντες αὐτὴν τὴν ἀπαίτηση ἀντιτείνουν: Πῶς εἶναι δυνατόν, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς συνιστᾶ οὔτε στὸν δρόμο νὰ χαιρετοῦμε τοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ τοὺς δεχόμαστε σὲ κοινὲς οἰκίες, ἐμεῖς νὰ τοὺς εἰσάγουμε μέσα στοὺς ναούς, ὅταν στὴν φρικτὴ καὶ μυστικὴ τράπεζα θύεται καὶ σφαγιάζεται ἀθύτως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Μόνον ἀπὸ τὸν Ἅδη θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπορεύεται φωνὴ ποὺ μνημονεύει τὸν ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν πάπα. Ἂν ὁ ἁπλὸς χαιρετισμὸς τῶν αἱρετικῶν μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἱρέσεως, πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν φωνητικὰ ἰσχυρὴ μνημόνευσή του, ὅταν τελοῦνται τὰ θεῖα καὶ φρικτὰ μυστήρια; Καὶ ἂν ὁ Χριστός, ὁ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης κείμενος, εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς θὰ δεχθεῖ τὸ μεγάλοψεῦδος, τὸ νὰ συμπαραθέτουμε τὸν πάπα ὡς ὀρθόδοξο πατριάρχη μὲ τοὺς λοιποὺς ὀρθοδόξους πατριάρχες; Τὴν ὥρα τῶν φρικτῶν μυστηρίων θὰ παίζουμε θέατρο καὶ θὰ παρουσιάζουμε τὸ ἀνύπαρκτο ὡς ὑπαρκτό, τὴν αἵρεση ὡς Ὀρθοδοξία; Πῶς θὰ τὰ ἀνεχθεῖ αὐτὰ ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ καὶ δὲν θὰ διακόψει τὴν κοινωνία πρὸς αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουν καὶ δὲν θὰ τοὺς θεωρήσει ὡς καπήλους καὶ ἐκμεταλλευτὲς τῶν θείων;[14] Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐξηγοῦν γιὰ ποιό λόγο μνημονεύουμε τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ γίνεται, ὄχι γιατὶ χωρὶς τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως δὲν ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο, κατὰ τὴν σφαλερὴ γνώμη μερικῶν συγχρόνων, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανεῖ ἡ «τέλεια συγκοινωνία», ἡ ταυτότητα πίστεως τοῦ μνημονεύοντος καὶ τοῦ μνημονευομένου. Ἀναφέρουν μάλιστα καὶ τὴν ἐξήγηση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἱερουργὸς ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως γιὰ νὰ δείξει ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὸν προϊστάμενό του, ὅτι ἔχει τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτὸν καὶ ὅτι εἶναι διάδοχος τῶν θείων μυστηρίων[15].
Ὀρθῶς, λοιπόν, καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν Παράδο-ση τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἁγιορεῖτες διέκοψαν παλαιὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐπισκό-που τους, τοῦ Ἀθηναγόρα, καὶ οἱ σημερινοὶ κελλιῶτες τὸ μνημόσυνο τοῦ Βαρθολομαίου. Ὀρθῶς ἐπίσης ἔπραξαν τὸ 1970 οἱ τρεῖς ἀρχιερεῖς τῶν «Νέων Χωρῶν», δηλαδὴ οἱ μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος, Φλωρίνης Αὐγουστῖνος καὶ Παραμυθίας Παῦλος, ποὺ διέκοψαν ἐπίσης τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, χωρὶς νὰ ἐλεγχθοῦν ἢ νὰ ἐπιτιμηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τότε. Τώρα τρέμουν καὶ δειλιοῦν καὶ δὲν θέλουν οὔτε νὰ ἀκούσουν τὴν λέξη Διακοπὴ Μνημοσύνου ἢ Ἀποτείχιση, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Βαρθολομαῖος ὑπερέβη ὅλα τὰ ἐκκλησιολογικὰ ὅρια καὶ εἰσήγαγε μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἰσήγαγε τὸν πάπα καὶ ἄλλους αἱρετικοὺς μέσα στὸ θυσιαστήριο τὴν ὥρα τῆς Ἐπιτελέσεως τῆς Θείας Μυσταγωγίας.
9. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου ἐπεκτείνεται καὶ στοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Μέχρι τώρα ἤμασταν ἐπιφυλακτικοὶ ὡς πρὸς τὴ διακοπὴ τοῦ μνημοσύ-νου τῶν ἐπισκόπων τῶν «Νέων Χωρῶν» ποὺ μνημονεύουν τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο στὴν Θεία Λειτουργία· θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ τὸ εἶχαν διακόψει πολὺ πρὸ τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης μὲ βάση τὰ «γυμνῇ τῇ κεφα-λῇ» λεγόμενα καὶ πραττόμενά του. Καὶ ἀνεχόμασταν νὰ ψεύδεται ὁ ἐπίσκοπός μας πρὸ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ πατριάρχης ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας λέγοντας στὴν ἐκφώνηση: «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καὶ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Τουλάχιστον κατὰ τὸ ἥμισυ ἡ ἐκφώνηση ἦταν ἀληθής, διότι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλη-σίας τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες ἀντιδροῦσε στὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τοῦ Φαναρίου, καὶ οἱ ἱεράρχες στὴν πλειονότητά τους ἦσαν ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέχρι καὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, τοῦ ὁποίου εἶναι γνωστὴ ἡ κατηγορηματικὴ ρήση ὅτι «ὁ παπισμὸς δὲν εἶναι ἐκκλησία». Τώρα ὅμως μετὰ τὴν θετικὴ ἀποτί-μηση καὶ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἀπὸ τὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, μὲ τὸ ψευδέστατο κείμενο «Πρὸς τὸ Λαό», ἡ ἐκφώνηση ψεύδεται καὶ γιὰ τὸν πατριάρχη καὶ γιὰ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, διότι πλέον ἀμφότεροι δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀκόμη καὶ οἱ ἱερεῖς τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος, ὅπου οἱ ἀρχιερεῖς μνημονεύουν μόνο τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἔχουν τὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, διότι δὲν ἀντέχειἡ ἱερατική τους συνείδηση νὰ τὸν ἀκούουν νὰ ψεύδεταιμέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ λέγει,«Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Πολὺ περισσότερο δικαιοῦνται νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο ὅσων ἐπισκόπων ἔχουν οἱ ἴδιοι αἱρετικὰ - οἰκουμενιστικὰ φρονήματα, καὶ στὴν παλαιὰἙλλάδα καὶ στὶς λεγόμενες «Νέες Χῶρες», καὶ διδάσκουν, λόγου χάριν, ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι Ἐκκλησία μὲ Χάρη, Μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή.
Τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἔχουν ἐμφανῶς ὀρθόδοξο φρόνημα καί δὲν συμφωνοῦν μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἀλλὰ γιὰ λόγους ποὺ αὐτοὶ θεωροῦν σοβαροὺς ἐξακολουθοῦν νὰ μνημονεύουν τὸν πατριάρχη καὶ τὴν σύνοδο δέν τοὺς κατακρίνουμε. Τοὺςπαρακαλοῦμε νὰ σκεφθοῦν τὴν ἐξάπλωση καὶ κυριαρχία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ νὰ ἐπιτελέσουν τὸ ποιμαντικό τους χρέος· περιμένουμε καὶ τὴν δική τους ἐπαινετὴ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ Πατέρες ἀντίδραση. Ἡ ὁποιαδήποτε οἰκονομίαδὲν παραβλάπτει τὴν ἀκρίβεια καί ἔχει προσωρινὸ χαρακτήρα[16].
10.Ὁλοφάνερα οἰκουμενιστὴς ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἐμπίπτει στὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας.
Στὴν κατηγορία τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων ἀνήκετε ὁλοφάνερα καὶ σεῖς, Παναγιώτατε μητροπολίτα Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμε, ὅπως σᾶς ἐξήγησα πρὸ ἡμερῶν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ σᾶς ἔστειλα, ἀπαντώντας στὴν «πατρική» καὶ «νουθετήρια» ἐπιστολή σας, μὲ τὴν ὁποία μοῦ συνιστούσατε νὰ παύσω νὰ ὁμιλῶ γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ γιὰ τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης, γιατὶ ἀναστατώνω δῆθεν τὶς συνειδήσεις τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιβεβαιώσατε ὁλοφάνερα «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τὴν οἰκουμενιστική σας ταυτότητα μὲ τὴν ἐγκωμιαστικὴ ἀποδοχὴ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης κατὰ τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στὶς 23-24 Νοεμβρίου τοῦ 2016, καὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ διαβασθεῖ καὶ νὰ διανεμηθεῖ στοὺς Ἱεροὺς Ναούς τῆς Μητροπόλεώς σας τὸ ψευδέστατο κείμενο «Πρὸς τὸν Λαό». Ὅση προσπάθεια καὶ ἂν καταβάλλετε, σεῖς καὶ οἱ ἄλλοι οἰκουμενισταὶ ἐπίσκοποι, νὰ ἐξωραΐσετε τὴν ψευδοσύνοδο, δὲν πρόκειται νὰ τὸ ἐπιτύχετε, διότι αὐτὴ δὲν εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύνοδος, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀληθῆ μαρτυρία τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται μὲ πλῆθος κειμένων στὸ τελευταῖο διπλὸ τεῦχος τῆς Θεοδρομίας (Ἰούλιος – Δεκέμβριος 2016), τὸ ὁποῖο σᾶς ἀποστείλαμε.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐμπίπτετε σὲ ὅσα περὶ ἐπισκόπων ποὺ κηρύσσουν αἵρε-ση διαλαμβάνει ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), συνοψίζοντας τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, γι᾽ αὐτὸ δια-κόπτω τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας κατὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες συμβο-λικὰἀπὸ σήμερα Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἀνέχεται ἡ ἱερατική μου συνείδηση ἡ μὲν Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων Συνόδων νὰ καταδικάζει σήμερα ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς εἰκονομάχους, σεῖς ὅμως νὰ ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καὶ νὰ συναποτελεῖτε μὲ τοὺς εἰκονομάχους Προτεστάντες τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν». Μνημονεύοντας τὸ ὄνομά σας δηλώνω ὅτι εἶμαι καὶ ἐγὼ οἰκουμενιστής, ὅτι ἔχω τὴν ἴδια πίστη μὲ σᾶς καὶ ψεύδομαι ἐνώπιον τῆς Ἀληθείας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ θύοντος καὶ θυομένου ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπως ψεύδεσθε τώρα καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐπίσκοποι παλαιᾶς καὶ νέας Ἑλλάδος ἰσχυριζόμενοι ἐκφώνως ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.
Θὰ χαρῶ πολύ, ἄν, ἐφαρμόζοντας καὶ σεῖς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἰδιαίτερα τὸν 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας, ἐπαινέσετε ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς εὐσε-βείας ἢ τουλάχιστον μὲ ἀφήσετε νὰ ἐπιτελῶ τὸ λειτουργικὸ καὶ διδακτικό μου ἔργο στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἔτσι ἔπραξε ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὅταν οἱ Ἁγιορεῖτες τοῦ ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο, καὶ ἔτσι ἔπραξε καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τοὺς τρεῖς μνημο-νευθέντες μητροπολίτες. Δὲν ἔλαβαν κανένα μέτρο ἐναντίον τους, καὶ ἔτσι ἀποφεύχθηκαν οἱ διαιρέσεις, ποὺ θὰ εἶχαν ἀποφευχθῆ ἄν, μετὰ τὴν μεταρρύθμιση τοῦ Ἡμερολογίου, ἡ Ἐκκλησία ἄφηνε ὅσους ἤθελαν νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παλαιὸ Ἡμερολόγιο μέσα στοὺς κόλπους της, ὅπως ἄφησε καὶ πολλὲς τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἂν ἀρχίσετε τὶς διώξεις, σεῖς θὰ εἶσθε παραβάτης τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ δημιουργὸς σχισματικῶν καταστάσεων. Ἐγὼ δὲν θὰ προκαλέσω σχίσμα, διότι δὲν θὰ προσχωρήσω σὲ σχισματικὴ ὁμάδα, οὔτε θὰ μνημονεύω ἄλλον ἐπίσκοπο. Θὰ ἀναμένω μετὰ καλῶν ἐλπίδων νὰ ἐπαναλάβω τὸ μνημόσυνό σας, ὅταν δημοσίως καὶ «ἐπ᾽ ἐκκλησίαις» καταδικάσετε τὶς αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀπορρίψετε τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης. Ἂν παραμείνετε στὰ φιλοπαπικὰ καὶ οἰκουμενιστικά σας φρονήματα, δὲν θέλω τοῦ λοιποῦ νὰ ἔχω καμμία κοινωνία μαζί σας, ἀκολουθώντας τὸν ἄτλαντα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν Ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος συνοψίζοντας τὴν συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἔλεγε ὅτι «ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας, ὅλες οἱ σύνοδοι καὶ ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς παρακινοῦν νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μαζί τους»[17]. Συνιστοῦσε νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς λατινόφρονες, ἀντίστοιχους τῶν σημερινῶν οἰκουμε-νιστῶν, ὅπως φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὰ φίδια[18]. Εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν λατινόφρονα πατριάρχη καὶ τοὺς ὁμοίους του τόσο προσεγγίζει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ ὅταν χωρίζεται ἀπὸ αὐτούς, ἑνώνεται μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ Θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας[19].
Ἐγὼ ὡς μικρὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος ἔπραξα τὸ καθῆκον μου. Εὔχομαι καὶ σεῖς ὡς μεγαλοποιμένας νὰ πράξετε ὅ,τι σᾶς φωτίσει ὁ Θεός.

Μὲ σεβασμὸ στὴν ἀρχιερωσύνη σας
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης


[1].Α´ Τιμ. 3, 15.
[2].Α´ Κορ. 12, 27. Ἐφ. 1, 23 καὶ Ἐφ. κεφ. 4 καὶ 5.
[3]. Βλ. Ἀπολογία πατριάρχου Ἰωσὴφ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγον, ἐν V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec de l’ Union de Lyon 1273-1277), Paris 1976, σ. 289: «Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία, ἣν ἑαυτῷ νύμφην “ἄμωμον” καὶ ἀμίαντον ἐμνηστεύσατο, φυλάξασθε ἀπὸ τοῦ μιάσματος τούτου, παρακαλῶ, τοῦ τῶν Ἰταλῶν· μὴ προσάψωμεν ἑαυτοῖς τὸν ἐκ τούτου μιασμόν, καὶ ἀποστραφῆ ἡμᾶς ὁ τῶν ψυχῶν νυμφίος καὶ αἰωνίως καταισχυνώμεθα. “Μὴ δῶμεν τόπον τῷ διαβόλῳ”». Ὁ πατριάρχης Ἰωσὴφ εἶναι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑορτάζει στὶς 30 Ὀκτωβρίου.
[4]. Συναξη Ορθοδοξων Κληρικων και Μοναχων, Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009.
[5]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», Θεοδρομία 17 (2015) 3-9. Τοῦ αὐτοῦ, «Ποιός καὶ γιατί ἄλλαξε τὸν χαρακτήρα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου;», Θεοδρομία 17 (2015) 602-628. Τὰ ἴδια ἄρθρα καὶ στὸ βιβλίο τοῦ ἰδίου, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε; ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 49-94.
[6]. Βλ. τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 474-477.
[7]. Τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 478-487.
[8]. Τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 495-502.
[9]. Δουκα, Ἱστορία Βυζαντινὴ 31, PG 157, 1013: «Ἀλλὰ πῶς ἡ δεξιὰ αὕτη ὑπέγραψεν; ἔλεγον. Κοπήτω· ἡ γλῶττα ὡμολόγησεν ἐκριζούσθω».
[10]. Ἁγίου Γρηγοριου Παλαμα, Λόγος Α´, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Πρόλογος, ἐν Π. Χρηστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1962, τόμος Α´, σελ. 24.
[11]. Τὸ κείμενο καὶ εἰς Θεοδρομία 16 (2014) 557-570.
[12]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, Θεσσαλο-νίκη 2006.
[13]. Κανὼν 31ος Ἁγίων Ἀποστόλων: Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγει, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος. Τύραννοςγάρ ἐστιν· ὡσαύτως δὲν καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται, οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόπου, γινέσθω». Κανὼν 15ος Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Τὰ ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ σχίσμα ποιούντων, καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττον-τος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανο-νικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺςτῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδα-σκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
[14].Ἐπιστολὴ ὁμολογητικὴ τῶν Ἁγιορειτῶν πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ Παλαιολόγον, ἐν V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 397-399.
[15]. Αὐτόθι, σελ. 399: «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο· γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, “δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴν καὶ ὅτι κοινωνὸς αὐτοῦ τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος”». Θεοδωρου ἐπισκόπου Ἀνδίδων, Προθεωρία κεφαλαι-ώδης περὶ τῶν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων 32, PG 140, 460-461: «Εἶτα ἡ ἐκφώνησις· Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν· ἀφ᾽ ἧς δείκνυται ὑποταγὴ ἡ πρὸς τὸ ὑπερέχον καὶ ὅτι τούτου μνημονευομένου τοῦ ἀρχιερέως κοινωνός ἐστι καὶ ὁ προσφέρων τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῶν μυστηρίων διάδοχος, ἀλλ᾽ οὐχὶ καινὸς τις μύστης ἢ εὑρετὴς τῶν παρ᾽ αὐτοῦ προσφερομένων συμβόλων».
[16]Βλ. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Θεοκτίστῳ Μαγίστρω, Ἐπιστολὴ Ι. ΚΔ, PG 99, 984: «Καὶ τοῦτο δεδιδάγμεθα, ἐν μὲν τοῖς Ἀποστόλοις παρὰ τοῦ Παύλου ἁγνισαμένου καὶ περιτεμόντος τὸν Τιμόθεον· ἐν δὲ τοῖς Πατράσι παρὰ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου προσηκαμένου τὸ λῆμμα τοῦ Οὐάλεντος καὶ ὑποσιωπήσαντος πρὸς καιρὸν τὴν Θεὸς φωνὴν γυμνὴν ἐπὶ τοῦ Πνεύματος. Ἀλλ᾽ οὔτε ὁ Παῦλος ἔμεινεν ἁγνιζόμενος, οὔτε Βασίλειος προσηκάμενος ἔτι τὸ τοῦ Οὐάλεντος δῶρον καὶ μὴ κηρύττων Θεὸν τὸ Πνεῦμα. Τοὐναντίον μὲν οὖν ἀμφότεροι ὑπὲρ ἑκατέρων θανάτους αἱρησάμενοι φαίνονται. Οὕτω τις ἐκ τοῦ αἰῶνος οἰκονομῶν οὐ διέσφαλται τοῦ καλοῦ· θᾶττον γὰρ ἐπεδράξαντο ὃ μικρὸν ἐνέλιπον. Ὡς ἐπὶ τοῦ οἰακοστρόφου, ὑπανέντος μικρὸν τὸ πηδάλιον, διὰ τὴν ἀντιπνεύσασαν καταιγίδα. Ἑτέρως δὲ διενεχθεὶς διήμαρτε τοῦ σκοποῦ· ἀντὶ οἰκονομίας παράβασιν τελέσας». Ναυκρατίῳ τέκνῳ, Ἐπιστολὴ Ι, ΜΘ, PG 99, 1088: «Ἃ μέχρι τινὸς καιροῦ γινόμενα, οὐδὲν ἔχει τὸ μεπτόν, οὐδὲ τὸ κατὰ τι ἀπηχὲς καὶ ἔκνομον· ὑφειμένον δ᾽ οὖν ὅμως καὶ οὐκ ἄγαν ἀκριβές. Τοῦτο γὰρ οἰκονομία ἡ πρὸς καιρόν».
[17].Μαρκου Ευγενικου, Ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως ἐκτεθεῖσα ἐν Φλωρεντίᾳ 5, Patrolo-gia Orientalis 17, 442: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστα-σθαι».
[18].Τοῦ αὐτοῦ, Ἐγκύκλιος τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Χριστια-νοῖς 6, ἐν Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολι-κῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 19602, τόμος Α´, σελ. 427: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως, ὡς αὐτοὺς ἐκείνους ἢ κακείνων πολλῷ χείρονας, ὡς χριστοκαπήλους καὶ χριστεμ-πόρους».


[19].Τοῦ αὐτοῦ, Λόγοι ἐν τῇ τελευτῇ αὐτοῦ, Patrologia Orientalis 17, 485: «Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, καί, ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς Ἁγίοις Πατράσι καὶ Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας».