Κυριακή 23 Απριλίου 2017

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ Π.Σ.Ε. (9ο ΜΕΡΟΣ)

Η A' Γενική Συνέλευση που συνήλθε το 1948 στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας



Η προετοιμασία της ιδρυτικής Συνέλευσης του Π.Σ.Ε. στο Άμστερνταμ

Στο διάστημα μέχρι την Α' Γ.Σ., όπως ήδη φάνηκε, πραγματοποιήθηκε πλήθος οικουμενικών επαφών, συναντήσεις εκατοντάδων εκκλησιαστικών ηγετών, αλλά και απλών μελών των Εκκλησιών, σεμινάρια και διασκέψεις στο Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bossey, συνεδριάσεις του Τμήματος Μελετών, καθώς και συνέδρια του Τμήματος Νεολαίας, ενώ παράλληλα διεξαγόταν το έργο της διεκκλησιαστικης βοήθειας μέσω του ομώνυμου τμήματος, για την αντιμετώπιση των αναγκών που είχε προκαλέσει ο β' παγκόσμιος πόλεμος [1].  Όλες αυτές οι δραστηριότητες διεύρυναν τον κύκλο των συνεργατών της οικουμενικής κίνησης, ενώ, σημαντική υπήρξε η δραστηριότητα και η προσφορά από την πλευρά της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτών σημαντική θέση κατέχει, όπως σημειώθηκε παραπάνω, η απόφαση του Συμβουλευτικού Συνεδρίου της Ουτρέχτης (1938) για το σχηματισμό Διαχειριστικής Επιτροπής με Γ.Γ. τον Visser’ t Hooft και έργο την προετοιμασία της ιδρυτικής Συνέλευσης του Π.Σ.Ε. [2]. Για τις δύο από τις σημαντικότερες συνεδριάσεις της Επιτροπής στο St. Julians, 31 Ιουλίου-1 Αυγούστου 1946 [3] και στη Γενεύη, 20-23 Ιανουάριου 1948 [4], πρόσκληση απευθύνθηκε και στον καθηγητή Αλιβιζάτο, σε μια προσπάθεια για συμμετοχή και συμβολή των Ορθοδόξων στη λήψη των σχετικών αποφάσεων.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, το Π.Σ.Ε. είχε εργαστεί επίμονα και μεθοδικά για την προσέγγιση των Ορθοδόξων Εκκλησιών και την εξασφάλιση της συμμετοχής τους στην ιδρυτική του Συνέλευση. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την Ε.τ.Ε., αυτή είχε ανταποκριθεί θετικά δια της I. Συνόδου της στην πρόσκληση των ιθυνόντων του Π.Σ.Ε. τόσο προφορικά όσο και με επίσημη επιστολή της. Θετικά επίσης είδαν τη σύγκληση της Α' Γ.Σ. του Π.Σ.Ε. καθηγητές και ιεράρχες της Ε.τ.Ε., οι οποίος σύμφωνα με την υπόσχεση του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού προς τα μέλη της αντιπροσωπείας του υπό ίδρυση Π.Σ.Ε. το 1947, έσπευσαν να συμβάλουν για την προετοιμασία της, αποστέλλοντας μελέτες τους σχετικά με τα θέματα του Άμστερνταμ, αλλά και συμμετέχοντας σε προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις οργανωτικής φύσης, που είχαν ξεκινήσει αρκετό διάστημα πριν την πραγματοποίηση της ιδρυτικής Συνέλευσης.


Η ιδρυτική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Άμστερνταμ

Η ιδρυτική Συνέλευση του ΓΙ.Σ.Ε. πραγματοποιήθηκε εντέλει στο διάστημα από 22 Αυγούστου έως 4 Σεπτεμβρίου 1948, στο Άμστερνταμ, αποτελώντας τη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη παγχριστιανική συνάντηση της εποχής [5]. Ο κύριος σκοπός της Γ.Σ. ήταν η αποδοχή του Καταστατικού, σύμφωνα με το οποίο γίνονταν δεκτές ως μέλη οι Εκκλησίες που ομολογούσαν τον “Κύριο ημών Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα”, και συνεπώς η οριστική σύσταση του Π.Σ.Ε. [6]. Ακόμη, επρόκειτο να ψηφιστούν οι κανόνες λειτουργίας του και να ληφθούν αποφάσεις για άλλα διοικητικά θέματα. Κύριο θέμα της Συνέλευσης ήταν “Η βουλή του Θεού και η αταξία του ανθρώπου”, το οποίο χαρακτηρίστηκε από την πλευρά της Ε.τ.Ε. ως θέμα θεολογικό και κοινωνικό, δηλωτικό του ηθικοκοινωνικού σκοπού της σύστασης του Συμβουλίου. Τα επί μέρους θέματα είχαν ως εξής: α) η παγκόσμιος Εκκλησία εν τη βουλή του Θεού, β) η μαρτυρία της Εκκλησίας εν τη βουλή του Θεού, γ) η Εκκλησία και η αταξία της κοινωνίας, και δ) η Εκκλησία και η διεθνής αταξία. Όπως σημειώθηκε πιο πάνω, η Ε.τ.Ε. συμμετείχε στην προετοιμασία του κυρίου θέματος της Γ.Σ. του Άμστερνταμ πολύ πριν από τη σύγκλησή της με τη συμβολή συγκεκριμένων θεολόγων της, οπότε το θέμα είχε μελετηθεί επαρκώς και είχαν λάβει γνώση σχετικά οι διάφορες Εκκλησίες.

Η Γ.Σ. στο Άμστερνταμ, περιλάμβανε συνεδριάσεις της ολομέλειας, συνεδριάσεις των Τμημάτων και των Επιτροπών, διαλέξεις, ενώ σημαντική θέση κατείχε και η θεία λατρεία. Σε όλες τις εργασίες της Γ.Σ. έλαβαν μέρος και οι έλληνες αντιπρόσωποι, οι οποίοι κατανεμήθηκαν στις διάφορες επιτροπές, σε μια προσπάθεια να υπάρχει ορθόδοξη εκπροσώπηση σε κάθε μία τουλάχιστον από αυτές. Όσοι από αυτούς είχαν την απαιτούμενη πείρα, γνώση και γλωσσομάθεια μπόρεσαν να λάβουν ενεργά μέρος στις συζητήσεις και, όπου η γνώμη τους εκφράστηκε, έτυχε σεβασμού και προσοχής, καταγράφηκαν οι αντιρρήσεις τους και συζητήθηκαν από τα μέλη των Επιτροπών και της Συνέλευσης.

Επίσης, κατά τη διάρκεια της Γ.Σ. από μέρους των ελλαδιτών θεολόγων εκφράστηκε προβληματισμός για τη θέση και τη στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οικουμενική κίνηση. Συγκεκριμένα, ο Β. Ιωαννίδης παρενέβη με δήλωσή του, εκφράζοντας, μεταξύ άλλων, το πρόβλημα της μη ολοκληρωμένης προετοιμασίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο καθηγητής, ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι α) η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην «Κοινωνία των Εκκλησιών» αποτελεί “καινοφανές γεγονός” στη ζωή της, και ότι β) το Καταστατικό του Συμβουλίου «περιέχει πολλά συζητήσιμα σημεία από απόψεως ορθοδόξου, τά οποία προηγουμένως δέν είχομεν σταθμίση καλώς ούτε ημείς ούτε αι Σύνοδοι ημών», θεώρησε σκόπιμο, μετά από συνεννόηση με τους παρακαθημένους του μητροπολίτες Σάμου και Καβάλας, να διατυπώσει τις επιφυλάξεις της ορθόδοξης αντιπροσωπείας, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και την ευθύνη για την κατάσταση αυτή. Ο καθηγητής εξέθεσε τα προβλήματα που απασχολούσαν τους ορθόδοξους αντιπροσώπους, ότι πρώτον «ή συμμετοχή μας δέν είναι κατά τήν προσήκουσαν αναλογίαν», λόγω της κατάστασης την οποία βιώνουν οι περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες και δεύτερον ότι «αι Ιεραί Σύνοδοι των Εκκλησιών μας δέν έχουν συζητήσει εν ταις λεπτομερείαις όλα τά σπουδαία προβλήματα, τά οποία συζητούνται ενταύθα». Για τους παραπάνω λόγους οι παριστάμενοι στο Άμστερνταμ ορθόδοξοι αντιπρόσωποι συμμετείχαν στις συζητήσεις με την επιφύλαξη ότι «όλαι αι ληφθησόμεναι εδώ αποφάσεις θά υποβληθώσιν εις τάς Συνόδους ημών, διά τήν τελικήν κύρωσίν των» [7].

Επιπλέον, έντονη δυσαρέσκεια προκλήθηκε σε μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας εξαιτίας κάποιων ατυχών περιστατικών που σημειώθηκαν στο Άμστερνταμ. Για ορισμένους η δυσαρέσκεια αυτή ήταν στιγμιαία, ενώ για κάποιους  άλλους έμελλε να βαρύνει στην κρίση τους και να συμβάλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της στάσης τους απέναντι στο Π.Σ.Ε. Ένα τέτοιο περιστατικό υπήρξε κατά τη διάρκεια της εναρκτήριας θρησκευτικής τελετής η κατά αλφαβητική σειρά “παρέλασις” όλων των επισήμων αντιπροσώπων των Εκκλησιών με κατεύθυνση τις προκαθορισμένες θέσεις τους εντός του ναού [8], η οποία ερμηνεύτηκε από ορισμένους ως προσβολή της αρχιερατικής αξιοπρέπειας των ιεραρχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας [9]. Επιπλέον, αντιδράσεις προκάλεσε το ότι ο χώρος στον οποίο πραγματοποιήθηκε η τελετή δεν είχε κανένα σημάδι που να μαρτυρεί ότι πρόκειται για χριστιανικό ναό [10]. Τέλος, ενόχληση προκάλεσε και το γεγονός ότι η «εν τη εκκλ. πομπή τοποθέτησις των εκπροσώπων της κεφαλής της Ορθοδοξίας εις τό Tr. “Turquie”», κάτι όμως που μάλλον δικαιολογημένα συνέβη, δεδομένου ότι, ανεξάρτητα από την εθνική αυτοσυνειδησία των μελών της πατριαρχικής αντιπροσωπείας, η έδρα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στο γεωγραφικό χώρο που σήμερα ανήκει στην Τουρκία. Για τις επιπτώσεις των δύο πρώτων περιστατικών στη μελλοντική στάση συγκεκριμένων ελλήνων αντιπροσώπων απέναντι στο Π.Σ.Ε. θα γίνει αναλυτικά λόγος στο κεφάλαιο σχετικά με το θεολογικό προβληματισμό κατά την πρώτη εξαετία του Συμβουλίου. Παρ’ όλα αυτά, οι παραπάνω δεν ήταν οι μοναδικές εκτιμήσεις. Συγκεκριμένα, το περιστατικό της κατ’ αλφαβητική σειρά κατάταξης των αντιπροσώπων των Εκκλησιών ερμηνεύτηκε από άλλους κύκλους, θεολογικούς και εκκλησιαστικούς, της Ε.τ.Ε. με τελείως διαφορετική διάθεση. Συγκεκριμένα παρατηρήθηκε ότι «εξένισεν ημάς τούς Ορθοδόξους ειθισμένους εις αυστηράν ιεραρχικήν τάξιν, αλλ’ εκεί ουδέν ηδύνατο νά γίνη καί έπρεπε νά συμμορφωθώμν πρός τά ήθη των άλλων Εκκλησιών, μή δημιουργούντες από της πρώτης ημέρας ζητήματα... τάξεως», τα οποία θα χαρακτηρίσει τελικά ως «λίαν επουσιώδη καί άνευ σημασίας». Οι εκφραστές της άποψης αυτής προτίμησαν να αξιολογήσουν το γεγονός ως ενδεικτικό της « ισοτιμίας των Εκκλησιών», καθώς το αλφάβητο ήταν εκείνο που όριζε τη σειρά, καταλήγοντας με μια διάθεση μεγαλοθυμίας ότι η τελετή υπήρξε «μεγαλοπρεπής καί συγκινητική» [11].









[1] Second Assembly of the W.C.C. Northwestern University, Evanston, Illinois, U.S.A., 1954. The First Six Years 19-18-1954. A Report of the Central Committee, of the W.C.C. on the activities of the Departments and Secretariats of the Council, W.C.C. 17, Route de Malagnou, Geneva (Switzerland), σ. 8-9.

[2] Θυατείρων Γερμανού, To εν Ουτρέχτη], σ. 162-163. Επίσης, Visser’ t Hooft, The Genesis, Rouse & Neill, History, σ. 694ες (705).

[3] Για τη συνεδρίαση της Διαχειριστικής Επιτροπής στο St. Julians, 31 Ιουλίου-1 Αυγούστου 1946 βλ. τις επιστολές: α) 6.6.1946: V. ‘t Hooft προς A. Αλιβιζάτο, β) 12.7.1946: Αλιβιζάτος προς το Γ.Γ. του Π.Σ.Ε., V. ‘t Hooft και γ) 22.7.1946: V. ‘t Hooft προς Αλιβιζάτο στο Dossier W.C.C., Alivisatos, /67, 74 και 73 αντίστοιχα. Στις παραπάνω επιστολές ο V.’ t Hooft. δηλώνει στον καθηγ. Αλιβιζάτο ότι η συμμετοχή του είναι απαραίτητη, λόγω της απουσίας του καθηγ. Zankov, αλλά και της σπουδαιότητας της συγκεκριμένης συνεδρίασης για την ορθόδοξη πλευρά, καθώς αυτή επρόκειτο να ασχοληθεί με το ζήτημα των σχέσεων του νέου σχήματος με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και την προσέγγισή τους.

[4] Η συνεδρίαση αυτή θα κατέληγε σε αποφάσεις σχετικές για την πραγματοποίηση της Γ.Σ. του Άμστερνταμ. Στο πλαίσιο αυτό επρόκειτο να συνεδριάσουν οι υποεπιτροπές επί του Τύπου, Λατρείας, Προγράμματος, Καταστατικού, Οικονομικών. Στις 21.1 όλα τα μέλη θα συνεδρίαζαν με την Committee for Arrangements for the Assembly. Στις 22.1 Οα συμμετείχαν όλοι σε συζήτηση εφ’ όλης της ύλης επί των προτάσεων σχετικά με την πολιτική και το προσωπικό του Π.Σ.Ε., που θα υποβάλλονταν στη Συνέλευση. Στις 23.1 άλλα ζητήματα που είχαν μείνει ως εκκρεμότητες θα συζητιούνταν. Ο V.’ t Hooft τονίζει ότι η επιτυχία της Γ.Σ. θα εξαρτιόταν κατά πολύ από τη δουλειά που θα διεξάγονταν κατά τις 4 αυτές ημέρες. Άλλη συνεδρίαση όπου θα βρίσκονταν οι ηγέτες του Π.Σ.Ε. προβλέπονταν να είναι εκείνη της Provisional Committee μια ή δυο ημέρες πριν τη Συνέλευση και για αυτό το λόγο κρίνονταν απαραίτητη η παρουσία όσο το δυνατόν περισσότερων αντιπροσώπων στη συνεδρίαση του Ιανουάριου. Βλ. W.A. V.’ t  Hooft, To the members of the Provisional Committee, of the Administrative Committee and of the Committee for Arrangements for the Assembly, 25.9.1947: Dossier W.C.C., Alivisatos, /114.

[5] Α. Αλιβιζάτος, Η προσπάθεια του Amsterdam, σ. 3.

[6] ό.π., σ. 39, 34. Β. Σταυρίδου, Ιστορία της ..., σ. 76.

[7] Β. Ιωαννίδης, Το εν Αμστελοδάμω, σ. 16. Σάμου Ειρηναίος, Έκθεσις, σ. 73. Αρκετά χρόνια αργότερα (8 Μαΐου 1957) ο μητροπολίτης επανέρχεται στο συγκεκριμένο περιστατικό συμπληρώνοντας ότι ο Αλιβιζάτος “είχε δοκιμάσει αγανάκτησιν” για την παρέμβαση και τις επιφυλακτικές δηλώσεις του καθηγ. Ιωαννίδη, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι ενέκριναν την επιφύλαξη του Ιωαννίδη και αποφάσισαν να καταρτίσουν “τύπον Δηλώσεως επιφυλάςεως απέναντι του έργου της Συνελεύσεως” [βλ. Σάμου Ειρηναίος, Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία φως εκπολιτιστικής καθοδηγήσεως, 1957, στο Του ιδίου, Μελετήματα I, σ. 193-207 (203)].

[8] Σάμου Ειρηναίος, Έκθεσις, στο Του ιδίου, Μελετήματα I, σ. 71-92, (89). Επίσης, Γ. Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών” (του Amsterdam), σ. 57 και Ρ. Bratsiotis, The Greek Orthodox Church, σ. 93.

[9] Σάμου Ειρηναίος, Έκθεσις, στο Του ιδίου, Μελετήματα I, σ. 71-92, (89). Χαρακτηριστικής ήταν η αντίδραση του καθηγ. Κονιδάρη, ο οποίος υπέδειξε στον μητροπολίτη Σάμου ότι “σείς οι Ιεράρχαι δεν έχετε θέσιν εις τοιαύτας τελετάς” [βλ. Γ. Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών” (του Amsterdam), σ. 57],

[10] Σάμου Ειρηναίος, Έκθεσις, στο Του ιδίου, Μελετήματα I, σ. 71-92 (89). [Τα σχετικά με την τελετή έναρξης, την προσευχή κτλ. περιγράφει ο καθηγ. Ιωαννίδης, χωρίς όμως να φαίνεται ότι έχει ενοχληθεί ο ίδιος από το περιστατικό. Βλ. Β. Ιωαννίδης, Το εν Αμστελοδάμω, σ. 12-13],

ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΕΣ (4)


O Διόσκορος διετέλεσε Πατριάρχης Αλεξανδρείας (444-451) και διάδοχος του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Αγίου Κυρίλλου Α΄ (412-444) , διαφέρων όμως τούτου και ως προς την πίστιν και ως προς τον βίον. 
Ο Διόσκορος ήτο αιρετικός Μονοφυσίτης. Ούτος κατεδίωκε τους συγγενείς και φίλους του Αγίου Κυρίλλου, απεχθανόμενος κυρίως προς: 


(Πρακτικών Δ΄ Οικουμενικης Συνόδου, Mansi, 6, 1008)

αναφἐρει ο Διάκονος Αλεξανδρείας Θεόδωρος προς την Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον. Το αυτό αναφέρει προς την αυτήν Οικουμενικήν Σύνοδον και ο Πρεσβύτερος Αλεξανδρείας Αθανάσιος, γράφων ότι ο Διόσκορος: 

(Ένθ΄ ανωτ. Mansi, 6, 1024)

H κατηγορία αυτή των  Αλεξανδρέων τούτων απεδείχθη αληθής εν τη Δ΄ Οικουμενική Συνόδω, ένθα ανεγνώσθησαν και τα πρακτικά της εν Εφέσω ληστρικής Συνόδου του Διοσκόρου του έτους 449 αλλά και της Ορθοδόξου εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 448.

Οι αιρεσιάρχαι Ευτυχής και Διόσκορος: 


(Ζωναρά και Βαλσαμώνος, Σ.Ι.Κ. 2, 216)


Ευτυχής και Διόσκορος, γράφει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μ. Φώτιος:

(Μ. Φωτίου, PG. 102, 641)


Λέγει η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος: 








(A΄ Κανόνος ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου)


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ



ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ