Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΟΙ ''ΠΡΩΤΟΙ'' ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ ΤΑ ΕΝΩΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΩΝ;


Κύριος πρόδρομος και συντελεστής της σύγχρονης οικουμενικής κίνησης (όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα της σελίδος μας), υπήρξε ο “Παγκόσμιος Σύνδεσμος προς προαγωγή της Διεθνούς Φιλίας δια των Εκκλησιών”(Τα στοιχεία που ακολουθούν για τον Παγκόσμιο Σύνδεσμο αντλούνται από: Α. Αλιβιζάτος, Η Οικουμενική Κίνησις και η προσπάθεια τον Amsterdam, Ανατύπωσις εκ του “Ποιμένος”, Μυτιλήνη 1950, σ. Ills.). Για πρώτη φορά στην ιστορία του χριστιανισμού αντιπρόσωποι διάφορων Εκκλησιών από διαφορετικές χώρες συνεργάστηκαν στενά και αποτελεσματικά με σκοπό την εξεύρεση μέσου επίλυσης των διαφορών με βάση την, κατά τη χαρακτηριστική ορολογία της εποχής, “χριστιανική ιδεολογία” και την επικράτηση της ειρήνης μεταξύ των εθνών. Το έργο του Π.Σ. κινούνταν σε δύο επίπεδα, καθώς αποτελούνταν από τα τοπικά Εθνικά Συμβούλια των διαφόρων χωρών και μια διεθνή επιτροπή, οργανώνοντας ετησίως μεγάλες διεθνείς συσκέψεις σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, καθώς και άλλες περιφερειακές μεταξύ των τοπικών Εθνικών Συμβουλίων γειτονικών χωρών. Οι συζητήσεις τους επικεντρώνονταν σε φλέγοντα διεθνή ζητήματα που εξέταζε η τότε νεοσυσταθείσα “Κοινωνία των Εθνών”. Οι αποφάσεις που λαμβάνονταν γνωστοποιούνταν μέσω των τοπικών Εθνικών Συμβουλίων στις κατά τόπους Εκκλησίες, οι οποίες κατέβαλαν προσπάθεια να επηρεάσουν την κυβέρνηση και την κοινή γνώμη της χώρας τους προς την κατεύθυνση της αποδοχής των αποφάσεων, της δημιουργίας ευνοϊκού κλίματος και τελικά της επικράτησης της χριστιανικής “ιδεολογίας” ως μέσου για την επίλυση των προβλημάτων.

Το 1922 κυκλοφορεί το πόνημα του Μητρ. Βιζύης Ανθίμου που περιέχει τα σχετικά με το ημερολογιακό ζήτημα.




Διαβάζουμε:



Μετά από ένα έτος (1923) συγκροτήθηκε το Ελληνικό Εθνικό Συμβούλιο μετά από πρωτοβουλία του καθηγητή Αλιβιζάτου, ο οποίος υπηρέτησε και ως Γ.Γ. του, ενώ ο νεοεκλεγείς (10.3.1923) αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ανέλαβε καθήκοντα επιτίμου προέδρου. Στο Συμβούλιο συμμετείχαν ακόμη οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Δυοβουνιώτης, Γρ. Παπαμιχαήλ και Δ. Μπαλάνος. Από τη μελέτη του αρχείου του Π.Σ.Ε. προκύπτει ότι το Ελληνικό Εθνικό Συμβούλιο όχι μόνον οργανώθηκε συστηματικά, αλλά ανέπτυξε και ανάλογη δράση. (Από τις πρώτες δραστηριότητές του ήταν τον Νοέμβριο του 1923 με πρωτοβουλία του Αθηνών Χρυσοστόμου η ανακήρυξη της Κυριακής πριν από τα Χριστούγεννα ως ημέρας προσευχής για την ειρήνη, 28.11.1923: επιστολή Αλιβιζάτου προς τα αρμόδια όργανα του Π.Σ. Αλιβιζάτος. Dossier W.C.C., Alivisatos, 1923-1957/1.).



Στην εφημερίδα «Σκρίπ» ο γνωστός σε όλους Κ. Ψάχος τoν Μάρτιο του 1928 αναφέρει:


Το 1931 διεξήχθη το Α΄ Συνέδριο των Παλαιοημερολογιτών. Η εφημερίς: «Η Άμυνα των Πατρίων», εδημοσίευσε άρθρο το οποίο μας αναφέρει ότι:






Γιατί όμως οι Ορθόδοξοι έγραφον για ''υποταγή στον Αγγλικανισμό'';

 Διαβάζουμε από τους Καινοτόμους:



Κατά τον 20o αιώνα η συνέχιση των επαφών είχε ακόμη μεγαλύτερα αποτελέσματα, καθώς η συζήτηση περί του κύρους των αγγλικανικών χειροτονιών έδειξε να καταλήγει σε υπό όρους αναγνώριση από την Ορθόδοξη Εκκλησία (Το 1939 η I. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ανέθεσε στη Θ.Σ. του Πανεπιστημίου Αθηνών να μελετήσει το ζήτημα των αγγλικανικών χειροτονιών. Οι εισηγήσεις των καθηγητών Αλιβιζάτου, Μπαλάνου, Μπρατσιώτη, Τρεμπέλα προς την I. Σύνοδο δημοσιεύτηκαν στο “Ε” 17 (1939), στις οποίες, μολονότι, κατέληγαν σε ενθαρρυντικά για την εγγύτητα των δύο Εκκλησιών αποτελέσματα, στο ζήτημα των χειροτονιών θεωρούσαν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ως η μία, αγία, καθολική και αποστολική, δεν μπορεί να αναγνωρίσει τις χειροτονίες οποιασδήποτε άλλης, παρ’ όλα αυτά, υπήρχε η δυνατότητα για “κατ’ οικονομίαν” αναγνώριση σε περίπτωση προσέλευσης χειροτονημένου Αγγλικανού στην Ορθόδοξη Εκκλησία [βλ. Ιω. Καρμίρης, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία II, σ. 1035]. Την παραπάνω θέση υιοθέτησε η I. Σύνοδος κατά την ΟΔ' συνεδρία της στις 21.9.1939, με την επιφύλαξη να επανεξεταστεί το ζήτημα από την Ιεραρχία της Ε.τ.Ε. [βλ. Θ.Α. Στράγκας, Ιστορία Εκκλησίας Ελλάδος εκ πηγών αψευδών, 1817-1967). Οι σχέσεις αυτές συνέβαλαν στη διαμόρφωση των συνθηκών για τη μελλοντική συνάντηση των Εκκλησιών στο πλαίσιο του Π.Σ.Ε. (Η συμμετοχή των ορθοδόξων στο Α' συνέδριο της Ζ.Ε. κρίθηκε ως ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ευνόησε τη θετική ανταπόκριση της Αγγλικανικής και της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας απέναντι στην κίνηση Ζ.Ε. Βλ. Rouse & Neill, History, σ. 548-549. πρβλ. A. Αλιβιζάτος, Η προσπάθεια του Amsterdam, σ. 31.).




ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ






ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΡΙ "ΑΚΥΡΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ"


Προσφάτως, και μέσα από κάποιες αναρτήσεις και σχόλια σε διάφορα ιστολόγια του νέου ημερολογίου, θίχτηκε και η περί "ακύρων Μυστηρίων" θέση των Παλαιοημερολογιτών (όπως αυτή εκφράστηκε κυρίως με τις Εγκυκλίους του 1950 και του 1974), ως το κυριότερο εμπόδιο για την ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Αντιοικουμενιστών του Παλαιού και του Νέου ημερολογίου.

Αφού ενημερώσουμε, για άλλη μια φορά, πως αυτή η άποψη ότι τα Μυστήρια των Νεοημερολογιτών είναι άκυρα, δεν αποτελεί φρόνημα κάθε Παλαιοημερολογίτη, δηλώνουμε πως δεν αποδεχόμαστε την θέση αυτή, δεχόμενοι αντιθέτως την θέση πως για το θέμα της εγκυρότητος των μυστηρίων μόνη αρμόδια να τοποθετηθεί είναι η Εκκλησία συνοδικά τότε που θα καταδικασθεί ο Οικουμενισμός και οι οικουμενιστές.

Από την άλλη όμως υπάρχει και η αντίστοιχη θέση περί "ακύρων Μυστηρίων" των Παλαιοημερολογιτών, όπως αυτή εκφράσθηκε από την κρατούσα Εκκλησία της Ελλάδος:

α. Μέσα από την υπ' αριθμόν 2389/2203 της 16-4-1926 Εγκύκλιο της, περί Ημερολογίου, σύμφωνα με την οποία "αι αποφάσεις της Εκκλησίας είναι απολύτως υποχρεωτικαί, ο δε μη υπακούων, δεν ανήκει πλέον εις αυτήν, στερείται των μέσων της θείας χάριτος, αποσχίζεται και αποκόπτεται αυτής και υπόκειται εις αιωνίαν κόλασιν" (Αρχιμανδρίτου Θεοκλήτου Στράγκα, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία, τόμος β΄, σελ. 1405-1409).

β. Μέσα από την Συνεδρία της Ιεραρχίας της στις 3-8-1946 στην οποία αποφασίστηκε πως "πάντα τα Μυστήρια, τα τελούμενα (υπό παλαιοημερολογιτών ιερέων) θεωρούνται άκυρα και μηδέποτε γενόμενα" (αυτόθι, τόμος δ΄, σελ. 2556).

γ. Μέσα από την Εγκύκλιο της 28-7-1948 που αναφέρει πως "οι χειροτονηθέντες υπό των καθηρημένων και αυτοκαλουμένων επισκόπων παλαιοημερολογιτών, προκειμένου να προσέλθωσιν εις τους κόλπους της Εκκλησίας, δέον να γίνωνται δεκτοί διά χειροτονίας" (Aι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, τόμος β΄, σελ. 470-471).

δ. Μέσα από το Πόρισμα της στις 8-11-1958 σύμφωνα με το οποίο: 

"Οι υπό των αυτοκαλουμένων Επισκόπων παλαιοημερολογιτών, δήθεν χειροτονηθέντες, προσερχόμενοι εις την Εκκλησίαν, γίνονται δεκτοί διά χειροτονίας... τους γάμους δέχεται τούτους ως μη τελεσθέντας" (Αρχιμανδρίτου Θεοκλήτου Στράγκα, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία, τόμος ε΄, σελ. 2952-2953). [Στην συζήτηση της ιεραρχίας που επακολούθησε ειπώθηκαν τα εξής: Κοζάνης Διονύσιος: "Αφήκαμεν, Μακαριώτατε και Σεβ. Άγιοι Αδελφοί, εκκρεμές το ζήτημα των υπό παλαιοημερολογιτών ψευδοϊερέων τελεσθέντων γάμων. Εις τα εγκριθέντα πορίσματα αναφέρεται ότι τους εν λόγω γάμους η Εκκλησία δέχεται ως μη τελεσθέντας. Θα προβαίνωμεν λοιπόν εις την επανάληψιν το Μυστηρίου;" Αττικής Ιάκωβος: "Βεβαίως". Αθηνών Θεόκλητος: "Είναι ορθόν και ν' αποφασισθή η επανάληψις του Μυστηρίου, την απόφασιν όμως ημών ταύτην να μη κοινολογήσωμεν" (αυτόθι)].

ε. Μέσα από την Γνωμάτευση της Συνοδικής Επιτροπής επί των Δογματικών και Νομοκανονικών Ζητημάτων του 2006 σύμφωνα με την οποία: "Τα Μυστήρια των Παλαιοημερολογιτών θεωρούνται ως μη γενόμενα και θα πρέπη να επαναλαμβάνωνται εξ υπαρχής" (http://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/dogma/aftoxeires.htm). 

στ. Μέσα από τις εκατοντάδες αναχειροτονίες, αναβαπτίσεις και εν γένει επαναλήψεις Μυστηρίων, που τελέσθηκαν από Παλαιοημερολογίτες, καθώς και μέσα από τις δεκάδες δηλώσεις μεμονωμένων νεοημερολογιτών Ιεραρχών περί "ακύρων Μυστηρίων" των πρώτων.

ζ. Μέσα από τις αμέτρητες πράξεις βίας εναντίον των Παλαιοημερολογιτών, φυλακίσεις, εξορίες, δίκες, ξυλοδαρμούς, αποσχηματισμούς, αφορισμούς, σφραγίσματα ναών, ποδοπάτημα της Θείας Κοινωνίας, ανατροπή επιταφίων, ξύρισμα κληρικών και φόνους, οι οποίες ήταν αποτέλεσμα της περί "ακύρων Μυστηρίων" θεωρίας, και για τις οποίες κατέχουμε ειδικό αρχείο με αποδεικτικά στοιχεία.

Εμείς ως ιστολόγια δηλώνουμε πως δεν αποδεχόμαστε την θέση περί "ακύρων Μυστηρίων", όπως παραπάνω αναφέραμε, και ζητούμε από τους παραπάνω συγγραφείς και τα ιστολόγια του νέου ημερολογίου, να δηλώσουν και εκείνοι την απόρριψη της αντίστοιχης αυτής θέσεως, δηλαδή περί "ακύρων Μυστηρίων" των Παλαιοημερολογιτών, που ακολουθούν Ορθοδόξους Επισκόπους με Αποστολική Διαδοχή, ώστε να αρθεί εκατέρωθεν το πρώτο αυτό εμπόδιο για την ενότητα μεταξύ των Αντιοικουμενιστών του Παλαιού και Νέου Ημερολογίου.

Ιστολόγιο "Κρυφό Σχολειό" (Διαχειριστής και Συνεργάτες)
Ιστολόγιο "Εν Τούτω Νίκα"


Μήνυμα της πέμπτης Συνόδου της Επαρχίας Ράσκας και Πριζρένης στην εξορία - Έκκληση για δημιουργία ενωμένου αντιοικουμενιστικού μετώπου




Μήνυμα της πέμπτης προσευχόμενης, εκκλησιαστικής και λαϊκής Συνόδου στη μονή του Αγίου Νικολάου των Μύρων στη Λόζνιτσα κοντά στο Τσάτσακ το 2017


14-06-2017
Πιστεύομεν … εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν…

Ευσεβή λαέ, αυτά τα λόγια του Ιερού Συμβόλου της Πίστεως, μας κάλεσαν σήμερα σε αυτή την ιερά εκκλησιαστική, λαϊκή και προσευχόμενη Σύνοδο, ώστε να μαρτυρήσουμε την Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως, δηλαδή την μοναδικότητα, την ενότητα και την συνοδικότητα αυτής της Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Πίστη και στο Θεάνθρωπο Χριστό, μέσω της συνοδικής ομολογίας και της προστασίας της Ορθόδοξης Πίστης.

 Η συνοδικότητα στην Ορθόδοξη Πίστη αποτελεί τον ουσιαστικό χαρακτήρα της ίδιας της Εκκλησίας. Η ύπαρξη στην Εκκλησία σημαίνει την ενότητα της Πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Πρωτίστως, την ενότητα της Πίστεως και την ενότητα στην Ορθόδοξη Πίστη, και μόνο τότε την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Η διατήρηση αυτού του είδους της ενότητας στην Πίστη,     μας ενώνει πνευματικά και συναθροίζει, όχι μόνο στη σημερινή Σύνοδο, αλλά επίσης πάντα και παντού.

Η Εκκλησία είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, ακριβώς χάρη στην αμετάβλητη Πίστη στο Θεό και τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Μέσω της μιας και μοναδικής Πίστης στο Χριστό, κι η Εκκλησία παραμένει πάντα μία και μοναδική. Εμείς, συναθροισμένοι σήμερα μαρτυράμε, επιβεβαιώνουμε και διατηρούμε τέτοια εξαιρετικότητα και τέτοια ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συναθροιστήκαμε σήμερα επίσης, στη δύσκολη αυτή στιγμή, για να παρηγορηθούμε με αυτή την κοινή Πίστη, η οποία είναι η δική μας και η δική σας, σύμφωνα με τα λόγια του Αγίου Αποστόλου Παύλου (Ρωμ. 1,12).

Η Ορθόδοξη Πίστη αποτελεί εκείνη την πνευματική φλόγα ή την πνευματική εστία, όπου θερμαίνουμε τις ψυχές μας, με την οποία ανάβουμε τις λυχνίες του νου μας, ώστε να (φωτισμένοι από το φως της αληθινής γνώσης του Θεού, η οποία περιλαμβάνεται στην Ορθόδοξη Πίστη) διασχίσουμε όλο το σκοτάδι αυτού του κόσμου και να αποκτήσουμε την μακαριότητα της Βασιλείας του Χριστού. Η ύπαρξη σήμερα στο μέτωπο για την προστασία της Ορθόδοξης Πίστεως σημαίνει την ύπαρξη στον τρομερό τόπο. Υποστηριζόμενοι από τη χάρη του Θεού, τηρούμε τη γραμμή προστασίας της Ορθόδοξης Πίστεως επί σειρά ετών, και ειδικά σε αυτόν τον τόπο της ιεράς ορθόδοξης συνάθροισης στο κοινόβιο του Αγίου Νικολάου στη Λόζνιτσα, για πέμπτη κατά σειρά φορά. Σε αυτές τις συναθροίσεις, ως σε μια πνευματική φρουρά, με κάθε προσοχή παρακολουθώντας τα γεγονότα στην Εκκλησία (τα οποία συχνά είναι δραματικά, ακόμη και τραγικά) κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο – προστατεύουμε την Ορθόδοξη Πίστη μέσω της ομολογίας, ενώ καταδικάζουμε τις αιρέσεις και τις ψεύτικες διδασκαλίες. Όλα όσα είναι αρμονικά με την πατερική Πίστη, και τα οποία συμβάλλουν στη δική της ενίσχυση και στη δική της εξάπλωση στη δόξα του Θεού – τα εγκωμιάζουμε, υποστηρίζουμε και ακολουθούμε. Όλα όσα είναι αντίθετα σ’ αυτή την Πίστη, και τα οποία βλάπτουν την Εκκλησία του Χριστού – τα απορρίπτουμε και κατακρίνουμε. Στην ορθόδοξη Πίστη ενισχυόμαστε, και καταδικάζουμε τις αιρέσεις. Εδώ πρώτον, επαναλαμβάνουμε την αγιοπατερική και ορθόδοξη μας θέση σχετικά με τη μεγαλύτερη καταστροφή και την καταδίκη της εποχής μας – την αίρεση του οικουμενισμού, την οποία καταδικάσαμε και αναθεματίσαμε στην πρώτη Σύνοδο εδώ το 2013. Με την ευκαιρία αυτή, θυμίζουμε αυτή μας την πράξη και πάντα και παντού αναθεματίζουμε και απορρίπτουμε την αίρεση του οικουμενισμού ως ψεύτικη διδασκαλία, η οποία είναι ξεκάθαρα αντίθετη στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλαδή αντίθετη στην εκκλησιαστική, συνοδική και αγιοπατερική διδασκαλία και την εκκλησιαστική παράδοση.

Σύμφωνα με αυτή τη στάση, συναθροισμένοι σήμερα κάτω από τον Ουρανό του Θεού, μπροστά στο Θεό, μπροστά στους αγγέλους και μπροστά σε όλους τους Αγίους του Θεού (την αξιότιμη μνήμη των οποίων γιορτάζουμε σήμερα), με ολόκληρη την χριστιανική συνείδηση, δηλαδή με τη βαθιά ορθόδοξη συνείδηση, καταδικάζουμε τη συνάθροιση της Κρήτης που πραγματοποιήθηκε πέρσι το 2016 κατά την εβδομάδα της Πεντηκοστής, εξαιτίας των αιρετικών της αποφάσεων. Εδώ, στην περσινή Σύνοδο, εκ των προτέρων έχουμε προβλέψει τα κακά αποτελέσματα της συνάθροισης της Κρήτης, τα οποία έγιναν στην πραγματικότητα. Διότι, καθώς η κακή (ή καλή) μέρα από το πρωί φαίνεται, ούτω ήταν δυνατόν να προβλεφθεί (βάσει των προσυνοδικών, εξίσου μην ορθοδόξων διασκέψεων) ότι στην Κρήτη θα γίνει μια προσπάθεια επιβολής της αίρεσης του οικουμενισμού στην Εκκλησία με την δικαιολογία της ψεύτικης συνοδικότητας. Πιο λεπτομερή ανάλυση αυτής της αιρετικής συνάντησης και των δικών της μην ορθοδόξων, βλαβερών αποφάσεων, βρίσκεται καθώς στο περσινό συνοδικό Μήνυμα της Λόζνιτσας, ούτω στην επίσημη στάση της Επαρχίας μας για τη συνάθροιση της Κρήτης. Σ’ αυτή τη άτυχη συνάθροιση της Κρήτης, συμμετείχαν οι Προκαθήμενοι των Τοπικών Εκκλησιών, δηλαδή και ο Πατριάρχης Ειρηναίος μαζί με τους υποταγμένους του επισκόπους. Μέσω της συμμετοχής στη συνάθροιση της Κρήτης, όλοι αυτοί έχουν σφραγίσει την αιρετική και οικουμενιστική τους δραστηριότητα, τον αντιεκκλησιαστικό προσανατολισμό, και την πρόθεση να καταπατούν περαιτέρω την Πίστη των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων. Στη συνάθροιση της Κρήτης, άρχισε η πραγματοποίηση των χειρότερων προβλέψεων του Αγίου Πατέρα Ιουστίνου (Πόποβιτς), αυτού του αμείλικτου επικριτή της ανθρωπιστικής και αιρετικής κινήσεως, ονομαζόμενης “οικουμενισμός“. Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι από την Κρήτη, μετά την Πεντηκοστή το 2016, σαν από κάποιο επίκεντρο, εξαπλώθηκε ο πραγματικός πνευματικός σεισμός, που επικίνδυνα τίναξε την Ορθόδοξη Εκκλησία με στόχο να διαταράξει και να καταστρέψει τα δογματικά της θεμέλια. Η κακή οικουμενιστική αναταραχή, από την συνάθροιση της Κρήτης, επεκτείνεται μανιωδώς εντός της Εκκλησίας, ενώ το υπόλοιπο πνευματικά υγιές ορθόδοξο μέρος του συνετού ποιμνίου του Χριστού τώρα όλο και περισσότερο νιώθει τον οικουμενισμό ως ένα ξένο σώμα, το οποίο προσπαθεί όσο πιο βαθιά να διατρυπήσει τον πνευματικό ιστό του μυστηριακού Σώματος της Εκκλησίας, σαν ένα δηλητηριώδες τσίμπημα. Πλήθος ορθοδόξων πιστών μπερδεύτηκε, επειδή η κρητική “συνοδική“ επιβολή της αιρέσεως του οικουμενισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία και η παράβαση της Ορθόδοξης Πίστης, προκαλούν την παράβαση της εκκλησιαστικής ειρήνης και του εκκλησιαστικού συστήματος, την καταπάτηση ολόκληρης της υπόλοιπης εκκλησιαστικής παράδοσης, την εξαφάνιση και τη γελοιοποίηση του ιεραρχικού συστήματος και των πνευματικών αρχόντων – εξαιτίας της δικής τους προδοσίας της Πίστεως. Διότι, η πνευματική βαρύτητα της εκκλησιαστικής εξουσίας προέρχεται από την Ορθοδοξία της. Όταν χάσει την Ορθοδοξία και την πίστη στα Ιερά Ορθόδοξα Δόγματα, η εκκλησιαστική ιεραρχία μεταβάλλεται σε αντιεκκλησιαστική αναρχία, χάνει την βαρύτητά της και το σκοπό ύπαρξης και πράξης, δηλαδή γίνεται αιτία αναρχίας, μεγάλης βλάβης και χάους στην Εκκλησία. Η μην ορθόδοξη συνάθροιση στην Κρήτη αποτελεί τραγικό παράδειγμα και τρομερή μαρτυρία τέτοιας κατάστασης. Η κατάσταση αυτή γίνεται όλο και πιο δραματική, και η προσδοκία ότι όλα αυτά που έχουμε αναφέρει αποτελούν μόνο την αρχή αυτού του αιρετικού και καταστρεπτικού κύματος, που κινήθηκε στην συνάθροιση της Κρήτης, είναι πραγματική.

Παρά τα τραγικά αυτά γεγονότα, παρηγοριόμαστε με τα λόγια του Αγίου Αποστόλου, τα οποία εκπληρώνονται σε αυτές τις δύσκολες μέρες. Σήμερα είμαστε μάρτυρες του γεγονότος ότι, εκεί όπου πλεόνασε η αμαρτία (της αιρέσεως) υπερπερίσσεψε η χάρη (Ρωμ. 5,20) της ομολογίας. Επομένως, το υγιές μέρος του κλήρου, των πιστών και της ιεράς εκκλησιαστκής ιεραρχίας,  οδηγούμενο από την ορθόδοξη του συνείδηση, ξεσηκώθηκε για την προστασία της Ορθόδοξης Πίστεως και εναντίον της αίρεσης του οικουμενισμού και της οικουμενιστικής Ψευδοσυνόδου της Κρήτης. Η οδύνη, την οποία προκάλεσε ο οικουμενιστικός πνευματικός πυρετός της Κρήτης σε κάθε ορθόδοξη ψυχή, διευκολύνει αυτή την αφύπνιση πολλών Ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι με τα σοφά, ιερά, αγιοπατερικά και ορθόδοξα λόγια, σκληρά και με επιχειρήματα, καταδικάζουν την οικουμενιστική αίρεση. Ακόμα περισσότερο χαιρόμαστε, επειδή πολλοί δεν χρησιμοποιούν μόνο λόγια, αλλά σύμφωνα με την κανονική παράδοση της Εκκλησίας διακόπτουν τη λειτουργική και διοικητική κοινωνία με τους προκαθημένους και τους επισκόπους, που γονάτισαν μπροστά στην οικουμενιστική αίρεση, μπροστά στον σημερινό Βάαλ και μπροστά στο Χρυσό Μοσχάρι της σημερινής, αντιχριστιανικής παγκοσμιοποίησης. Οι Ορθόδοξοι διακόπτουν την κοινωνία με τους μην ορθοδόξους ψεύτικους ποιμένες, διότι είναι ενήμεροι για τα εξής – όλοι όσοι παραμένουν στην πνευματική, λειτουργική και διοικητική κοινωνία με τους οικουμενιστές, επίσης φέρουν ευθύνη για την ασεβή πράξη ομολογίας και εξάπλωσης της οικουμενιστικής αίρεσης.

Όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, που καταδικάζουν τον οικουμενισμό και διακόπτουν την κοινωνία (χωρίς αποδοχή του ακραίου σχισματικού προσανατολισμού) με οικουμενιστικούς προκαθημένους, επισκόπους και ιερείς, τους χαιρετούμε εγκάρδια σαν αληθινούς χριστιανικούς αδελφούς και σύμμαχους στο μέτωπο προστασίας της Ορθόδοξης Πίστης. Η αίρεση του οικουμενισμού αμείλικτα επιτίθεται στα ίδια τα θεμέλια της Εκκλησίας, στην εκκλησιαστική ενότητα και την συνοδικότητα, ειδικά στη συνοδικότητα μέσα στην αμετάβλητη Ορθόδοξη Πίστη. Ως εκ τούτου, με κάθε προσοχή και αφοσίωση, προσκαλούμε όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς να διατηρήσουμε την αληθινή ορθόδοξη συνοδικότητα, μέσω της δημιουργίας του ενωμένου μετώπου, στο ομολογητικό ανδραγάθημα προστασίας της Πίστεως μας. Όντας βαθιά ενήμεροι πόση ευθύνη έχουν σήμερα όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, πρέπει να παραμελήσουμε κάθε μηδαμινό πράγμα και όλες τις λεπτομέρειες, που δεν έχουν τον ουσιαστικό δογματικό χαρακτήρα (στην ενδεχόμενη μας διαφωνία). Βλέποντας τον ψιλό στόχο προστασίας και διατήρησης της Πίστεως και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πρέπει να έχουμε όχι μόνο την ενότητα στην Πίστη, αλλά και την ενότητα στη μάχη για την Πίστη. Προσκαλούμε όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς να ενωθούμε γύρω από τον ψηλό και ιερό στόχο διατήρησης της Ορθοδοξίας με βάση τα εξής δύο κριτήρια:

1. η σαφής και αναμφίβολη καταδίκη της αίρεσης του οικουμενισμού

2. η διακοπή της λειτουργικής και διοικητικής κοινωνίας (σύμφωνα με τον ΙΕʹ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως) με τους ψεύτικους ποιμένες της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, οι οποίοι φανερά ή σιωπηρά αποδέχονται και κηρύσσουν την αίρεση του οικουμενισμού

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι περιστάσεις και η κατάσταση διαφοροποιούνται στο ορθόδοξο μέτωπο μεταξύ των Τοπικών μας Εκκλησιών, όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με τρόπο εφαρμογής των δύο αναφερόμενων κριτηρίων και των κατευθυντήριων γραμμών, πρέπει να λυθούν κατά ποιμαντική και χριστιανική συνείδηση όλων των κληρικών και των πιστών, εάν αυτοί δέχονται όλα όσα έχουμε αναφέρει. Δεν πρέπει να δώσουμε χώρο στους εχθρούς της Πίστεως, δεν πρέπει να σπαταλάμε τις δυνάμεις μας και τον καιρό στις φιλονικίες μεταξύ μας – όσον αφορά τις λεπτομέρειες που δεν έχουν δογματικό χαρακτήρα. Αλλά, μέσω της ενότητάς μας στην Ορθόδοξη Πίστη, πρέπει να κατευθύνουμε συνοδικώς όλες τις ικανότητές μας προς τη δημουργία και τη διατήρηση ενότητας στην κοινή μας μάχη για την Πίστη και την Εκκλησία, δηλαδή πρέπει να τηρούμε την ενότητα στα δύο αναφερόμενα κριτήρια – στην καταδίκη της οικουμενιστικής αίρεσης και την διακοπή της κοινωνίας με τους ψεύτικους πνευματικούς ποιμένες (οικουμενιστές), παραμένοντας πάντα εντός της Εκκλησίας, εντός των δογματικών και κανονικών της συνόρων. Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνουμε από την Ιερά αυτή Συνάθροιση σε όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, οι οποίοι τηρούν την πατερική Πίστη.

Εμείς, οι Ορθόδοξοι Σέρβοι, εκτός από την προστασία της Πίστεως, ως ιερότατη μας ευθύνη (κατά την ορθόδοξη μας συνείδηση) νιώθουμε τη διατήρηση και την προστασία την ιερότατη μας περιοχή του Κοσσυφοπεδίου και των Μετοχίων. Επομένως, με την ευκαιρία αυτή, όπως και προηγουμένως, καταδικάζουμε την άτυχη προδοσία της Ιεράς μας Χώρας, πολύ πριν από την αντισυνταγματική και προδοτική συμφωνία των Βρυξελλών (αλλά και περαιτέρω). Καταδικάζουμε και το κάθε καθεστώς – προηγούμενο, τωρινό, και μελλοντικό, το οποίο πράττει την προδοσία αυτή, Θεός φυλάξοι! Με μεγάλη οδύνη, συμπεραίνουμε ότι από το Πατριαρχείο στο Βελιγράδι προδίδεται η Ορθόδοξη Πίστη, ενώ από το πολιτικό καθεστώς στο Βελιγράδι προδίδονται το Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια. Η εκκλησιαστική εξουσία ενώθηκε με την κρατική εξουσία σε μια γενική προδοσία των πολυτιμότατων πνευματικών και υλικών θησαυρών του λαού μας, δηλαδή στην προδοσία της Εκκλησίας μας και της πατρίδας μας. Για αυτό το λόγο, ο σερβικός λαός σήμερα νιώθει τη μεγαλύτερη ντροπή και την τραγωδία, επειδή μπροστά στα δικά μας μάτια βλέπουμε πως τωρινό, κακό, αντιχριστιανικό και αντισερβικό σύνθημα “ειρήνη, ενότητα και συνεργασία“ του Πατριαρχείου στο Βελιγράδι και του κυβερνώντος καθεστώτος, βασίζεται στην προδοσία της Ορθοδοξίας, του Κοσσυφοπεδίου και των Μετοχίων, και ολόκληρης της Σερβίας. Τα φιλοδυτικά καθεστώτα των παγκοσμιοποιητών στο Βελιγράδι μεταβάλλονται, και το κάθε επόμενο καθεστώς πράττει ακόμα μεγαλύτερη προδοσία της Σερβίας και των εθνικών συμφερόντων, ενώ το Πατριαρχείο στο Βελιγράδι σωπαίνοντας “ευλογεί“ όλα αυτά, και γι’ αυτό ανταμείβεται με “τριάντα αργύρια“ από το καθεστώς και τους άλλους παράγοντες της παγκοσμιοποίησης. Είναι τρομερή αυτή η διπλή προδοσία των μεγαλύτερων ιερών θησαυρών αυτού του λαού, δηλαδή της ιεράς Πίστης μας και του ιερού Κοσσυφοπεδίου μας. Αλλά εμείς, συναθροισμένοι εδώ σήμερα, δεν έχουμε τη δύναμη να οδηγήσουμε τους προδότες ενοποιών της Θείας Δικαιοσύνης. Ο Θεός οδηγεί όλα ενοποιών της δικής Του Δικαιοσύνης, και γι’ αυτό, αυτή ονομάζεται Θεία Δικαιοσύνη. Θυμίζουμε ότι ο πνευματικός πατέρας του λαού μας – ο Άγιος Σάββας της Σερβίας, μας άφησε την ιερά και αμετάβλητη Ορθόδοξη Πίστη σαν κληρονομιά, και ότι οι άμεσοι του διάδοχοι, οι Άγιοι Αρχιεπίσκοποι της Σερβίας, είχαν δημιουργήσει την έδρα της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια. Για αυτό, προσκαλούμε όλους τους προδότες της Πίστης και της πατρίδας, καθώς εκείνους που φοράνε ράσα, ούτω εκείνους που κυβερνούν το κράτος (οι οποίοι χωρίς φόβο, ντροπή και δισταγμό καταστρέφουν τον πνευματικό και υλικό θησαυρό του Αγίου Σάββα της Σερβίας) να φέρουν ευθύνη μπροστά στο Θεό, μπροστά στους αγίους μας προγόνους, και μπροστά στην φωτεινή μας ιστορία. Με την ευκαιρία αυτή, τους στέλνουμε τα ίδια τα λόγια, τα οποία έστειλε ο Άγιος Νικόλαος Αχρίδος στους προηγούμενους υπογράφοντες του Κονκορδάτου με το Βατικανό από την προηγούμενη, επίσης “φιλοευρωπαϊκή“ κυβέρνηση: βαρύ είναι το χέρι του Αγίου Σάββα της Σερβίας.

Παραμένοντας στην προσευχόμενη ενότητα στο Θεό, μετά τιμής,

Ο Προκαθήμενος της προσευχόμενης, εκκλησιαστικής και λαϊκής Συνόδου στη Λόζνιτσα κοντά στο Τσάτσακ:


+ ο Επίσκοπος Ράσκας και Πριζρένης στην εξορία   Αρτέμιος
και
+ ο Χωρεπίσκοπος Σταροράσκας και Λόζνιτσας   Νικόλαος
+ ο Χωρεπίσκοπος Νοβόμπρδου και Παννονίας   Μάξιμος
+ ο Χωρεπίσκοπος Μπαραγιέβου και Χβόσνου   Ναούμ
στις 11 Ιουνίου, το έτος 2017 του ελέους του Θεού
  (μετέφρασε στα ελληνικά ο Μάρκο Πεϊκοβιτς)




ΠΗΓΗ: ''AKTINEΣ'

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ Π.Σ.Ε. (10)



 Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΜΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ



Η πρώτη εξαετία (1948-1954)
 Η στάση της Ιεραρχίας της Ε.τ.Ε. απέναντι στο Π.Σ.Ε.


Η Συνέλευση του Άμστερνταμ έδωσε αφορμή για έντονο προβληματισμό στους κόλπους της Ιεραρχίας της Ε.τ.Ε., καθώς το Π.Σ.Ε. αποτελούσε πλέον γεγονός και αυτή καλούνταν να καθορίσει με σαφήνεια τη στάση της απέναντι του. Τόσο οι καθηγητές των Θ.Σ. που πήραν μέρος στη Συνέλευση όσο και οι ιεράρχες επιχειρούν μέσα από δημοσιεύματα στον τύπο και εισηγήσεις προς την I. Σύνοδο να επηρεάσουν την απόφαση της Ιεραρχίας της Ε.τ.Ε. προς την κατεύθυνση είτε της συνέχισης της συμμετοχής και συνεργασίας με το Π.Σ.Ε. είτε της διακοπής της.

Ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζει το γεγονός ότι μέσα από το σχετικό προβληματισμό επανεξετάζονται από την αρχή όλα τα σχετικά με τη συμμετοχή της Ε.τ.Ε στην οικουμενική κίνηση ζητήματα, παρά το γεγονός ότι έχει προηγηθεί μια μακρά περίοδος επαφών και συνεργασίας μαζί της. Στο σημείο αυτό διαπιστώνεται το εξής παράδοξο, ότι ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν η πρώτη που κατέθεσε συγκροτημένο και ολοκληρωμένο σχέδιο για ίδρυση “Κ.τ.Ε.”, τη στιγμή ακριβώς που φαίνεται ότι αυτό βρίσκει ανταπόκριση στη Δυτική Χριστιανοσύνη, δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι χαίρει της ίδιας αποδοχής από το σύνολο των Ορθοδόξων Πατριαρχείων και αυτοκεφάλων Εκκλησιών [1]. Το παράδοξο αυτό δικαιολογείται ως ένα βαθμό από το γεγονός ότι με την ίδρυση του Π.Σ.Ε. αλλάζει η μορφή της οικουμενικής κίνησης, η οποία έως εκείνη τη στιγμή εκφραζόταν μέσα από τις δύο κινήσεις Π.Τ. και Ζ.Ε., με συγκεκριμένες και αυτόνομες θεματικές η καθεμιά. Όπως φάνηκε, έλληνες ιεράρχες και θεολόγοι μετείχαν πριν από την ίδρυση του Π.Σ.Ε. στα συνέδρια των δύο κινήσεων, χωρίς αυτό να προκαλεί αντιδράσεις ή τουλάχιστον έντονα προβλήματα. Αυτό οφειλόταν στο ότι η συμμετοχή στα συνέδρια και στα διοικητικά όργανα της μιας οργάνωσης δεν συνεπαγόταν και συμμετοχή στα αντίστοιχα της άλλης, γεγονός το οποίο δεν τους δημιουργούσε δεσμεύσεις. Αντίθετα, με τη συνένωση των δύο κινήσεων σε έναν οργανισμό, όπως το Π.Σ.Ε. προκύπτει σειρά προβλημάτων, καθώς δημιουργείται η εντύπωση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, συμμετέχοντας αναλαμβάνει εκκλησιαστικές και δογματικές δεσμεύσεις [2]. Η κατάσταση επιδεινώνεται από τη διατύπωση του άρθρου-βάσης, που όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει ένας από τους πρωταγωνιστές της εποχής, ο καθηγητής Κονιδάρης, τη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε: «διά τού καταστατικού τής νέας όργανώσεως μετεβάλλετο ό από τού 1920 μέχρι τού 1948 καθιερωμένος τρόπος σχέσεως προς τούς έτεροδόξους, ήτοι έπαφής προς συζήτησιν των δογματικών (οργ. Faith and Order) καί συνεργασίας καί συμπράξεως εις τά τού Πρακτικού Χριστιανισμού, διά τής συνδέσεως (όχι απλής συμμετοχής) έπί ατελούς βάσεως δογματικής (1ον άρθρον) καί έκκλησιολογικής ακαθορίστου» [3].

Οι σχετικές δυσκολίες είχαν διαφανεί αρκετά νωρίς, καθώς ήδη από το 1938, με αφορμή το Συμβουλευτικό Συνέδριο της Ουτρέχτης, ο ορθόδοξος πρωτεργάτης της οικουμενικής κίνησης, μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανός, είχε επισημάνει ότι δεν υπήρχαν στον ορίζοντα εγγυήσεις για τη συμμετοχή των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στον υπό ίδρυση οργανισμό [4]. Πράγματι, δέκα χρόνια αργότερα εκδηλώθηκαν σε όλες τους τις διαστάσεις οι διαφορετικές εκτιμήσεις τους και σημειώθηκε ρήξη ανάμεσά τους, καθώς η Εκκλησία της Ρωσίας μαζί με άλλες που συμμετείχαν στους εορτασμούς της πεντακοσιοστής επετείου του αυτοκεφάλου της (Μόσχα 8-10 Ιουλίου 1948) κατέληξε στην καταδίκη του Π.Σ.Ε. και σε καυστικά αρνητική στάση απέναντι του, καλώντας τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να μην συμμετέχουν στην ιδρυτική Συνέλευσή του [5]. Έτσι, διαμορφώθηκαν δύο κυρίαρχες γραμμές απέναντι στη νέα μορφή της οικουμενικής κίνησης, μία τελείως αρνητική, από την πλευρά των σλαβικών Εκκλησιών [6], και μια άλλη, θετική, από τις ελληνόφωνες Εκκλησίες. Αυτό σήμαινε ότι η Ε.τ.Ε. αναλάμβανε μαζί με τις Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως και Κύπρου το βάρος της εκπροσώπησης στο Π.Σ.Ε. ολόκληρης της Ορθοδοξίας.

Μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας στην Ελλάδα, οι συχνά αντικρουόμενες εισηγήσεις των μελών της προς την I. Σύνοδο προκαλούν τη λήψη αντικρουόμενων μεταξύ τους αποφάσεων. Συγκεκριμένα, στις 3 Νοεμβρίου 1948 υποβάλλεται στην I. Σύνοδο έκθεση της πλειοψηφίας των μελών της αντιπροσωπείας της Ε.τ.Ε. από τη Συνέλευση στο Άμστερνταμ. Στην έκθεση αυτή καθορίζεται ως μοναδικός σκοπός της οικουμενικής κίνησης η συνεργασία επί πρακτικών ζητημάτων για τη δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου κατά των δυνάμεων που απειλούν τα χριστιανικά ιδεώδη,αποκλείονται οποιεσδήποτε περί ένωσης συζητήσεις μεταξύ των αντιπροσώπων ως ανώφελες και άσκοπες, συνιστάται η αποφυγή επίσημης συμμετοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην επιτροπή Π.Τ. του Π.Σ.Ε. και αντιπροτείνεται η ανεπίσημη συμμετοχή μόνο λαϊκών θεολόγων με αποκλειστικό σκοπό τη γνωστοποίηση της ορθόδοξης διδασκαλίας στους ετεροδόξους.

Κατά τη συνεδρίαση της I. Συνόδου που πραγματοποιήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1948, υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, παρουσιάστηκε μακροσκελές υπόμνημα από το μέλος της αντιπροσωπείας της Ε.τ.Ε. στο Άμστερνταμ, μητροπολίτη Σάμου Ειρηναίο. Μετά από εκτενή συζήτηση, αποφασίστηκε ο ορισμός Συνοδικής Επιτροπής, προκειμένου να μελετήσει το υπόμνημα και να εισηγηθεί σχετικά στην I. Σύνοδο [7]. Στη συνεδρίαση της 24ης Ιουνίου 1949, υπό την προεδρία του νέου αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα, η I. Σύνοδος αποφάσισε τη μη συμμετοχή της στα συνέδρια του Π.Σ.Ε. δι’ αρχιερέων, αλλά διά των καθηγητών των δύο Θ.Σ., Α. Αλιβιζάτου, Π. Μπρατσιώτη και Β. Ιωαννίδη [8]. Σημαντικό ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξε ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος, ο οποίος, εκτός από το προαναφερθέν υπόμνημά του, υπέβαλε στη Σύνοδο και άλλη έκθεση, αποσαφηνιστική εκείνης που ο ίδιος είχε απευθύνει στο Οικ. Πατριαρχείο, η οποία διαβάστηκε κατ’ ιδίαν από τα μέλη της I. Συνόδου [9].

Ο μητροπολίτης Σάμου, χαρακτηρίζοντας το άρθρο-βάση του Π.Σ.Ε. ως «δογματικήν φράσιν, κατ’ αφαίρεσιν της 'Αγίας Τριάδος σχηματισθείσαν», κατέληγε στο ότι «ό όρος τής προσχωρήσεώς μας δέν δύναται να γίνη δεκτός, διότι προδίδει τήν πίστιν μας, τά δόγματά μας, πού είναι διατυποιμένα είς τό Σύμβολον τής πίστεώς μας καί είς τούς δογματικούς όρους των Οικουμενικών Συνόδων» [10]. Ο Φθιώτιδος Αμβρόσιος αντέτεινε ότι το ζήτημα «δέν έξικνείται μέχρι τού πεδίου τής πίστεως καί τού δόγματος είς τά είρημένα συνέδρια», αλλά ο αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων έθεσε τελικά τέρμα στη συζήτηση με το αιτιολογικό ότι «τό άνακινηθέν δέν είναι θέμα προς συζήτησιν έν τή Ιεραρχία καί τοιούτον ζήτημα δέν υπάρχει κάν» [11].

Οι παραπάνω εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο παρακολουθούνται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κάποια ανησυχία από τους οικουμενικούς κύκλους του εξωτερικού [12].  Το Π.Σ.Ε. θορυβήθηκε και επεδίωξε να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την υπέρβαση της, καθώς το διάστημα αυτό ήταν καθοριστικό για την εξέλιξη του Π.Σ.Ε., αλλά και για τη συνεργασία της Ε.τ.Ε. και κατ’ επέκταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την οικουμενική κίνηση. Για το σκοπό αυτό ο ίδιος ο Γ.Γ., Visser’ t Hooft πραγματοποίησε επίσκεψη στην Ελλάδα στο διάστημα μετά τη λήψη της περιοριστικής απόφασης του Ιουνίου 1949, κατά τη διάρκεια της οποίας επικοινώνησε με όλους τους ενδιαφερομένους. Πραγματοποιήθηκε, μάλιστα, σύσκεψη υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Αθηνών, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι υπήρχε διαφωνία ως προς «τήν άντίληψιν καί τήν θέσιν των θεμάτων μεταξύ των θεολόγων καθηγητών τού Πανεπιστημίου λεγομένων συντηρητικών, καΐ τών άλλων τών θεωρουμένων τάχα ως προοδευτικών». Μάλιστα, ο Γ.Γ. ζήτησε από τον κύριο εκπρόσωπο της αντιοικουμενικής τάσης, τον μητροπολίτη Σάμου Ειρηναίο, προσωπική συνάντηση, κατά την οποία ο μητροπολίτης του ανέπτυξε τις απόψεις του, ότι, δηλαδή, η συμπόρευση της Ε.τ.Ε. με το Π.Σ.Ε. στην αναζήτηση της Una Sancta ισοδυναμεί με άρνηση του εαυτού της, το άρθρο-βάση του Συμβουλίου υποκρύπτει άρνηση της Αγίας Τριάδος, γεγονός που καθιστά αδύνατη την συμπαρεδρία σε αυτό ορθοδόξων Ιεραρχών και ότι η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ενιαία και επομένως δεν μπορεί να γίνεται διάκριση σε δόγματα στα οποία συμφωνούν οι Εκκλησίες μεταξύ τους και πρέπει βάσει αυτών να επιχειρείται προσέγγιση, και σε δόγματα στα οποία διαφωνούν και τα οποία πρέπει να παραθεωρούνται [13].

Στο μεταξύ, ανάλογες εξελίξεις σημειώνονται και στο Οικ. Πατριαρχείο, το οποίο, έχοντας λάβει τα υπομνήματα του Θυατείρων, καθώς και εκείνα που υποβλήθηκαν στην I. Σύνοδο της Ε.τ.Ε., τα παρέπεμψε στην ειδική επί των σχέσεων με τις ξένες Εκκλησίες Επιτροπή της I. Συνόδου του [14]. Ακολούθησε η έκδοση εγκυκλίου με ημερομηνία 31 Ιανουάριου 1952, στην οποία ο Οικ. Πατριάρχης Αθηναγόρας, λαμβάνοντας υπόψη τον προβληματισμό που είχε αναπτυχθεί και υιοθετώντας πολλές από τις θέσεις της έκθεσης που η ελλαδική αντιπροσωπεία είχε υποβάλει στην I. Σύνοδο της Ε.τ.Ε., συνιστούσε, μεταξύ άλλων, την αποφυγή εμπλοκής των Ορθοδόξων σε δογματικές συζητήσεις, προβάλλοντας την άποψη ότι η συνεργασία με τους ετεροδόξους θα πρέπει να αφορά μόνο σε πρακτικά ζητήματα. Ακόμη, προέτρεπε τις Εκκλησίες να συστήσουν μόνιμες συνοδικές επιτροπές επί της οικουμενικής κίνησης, προκειμένου να μελετήσουν σε συνεργασία με τους καθηγητές των Θ.Σ. τα σχετικά προβλήματα και να καθορίσουν τη στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας [15]. Η εγκύκλιος αυτή επέτεινε τη σύγχυση που επικρατούσε στους κόλπους της ελλαδικής Ιεραρχίας, καθώς έδωσε αφορμή σε όσους αντιδρούσαν στη συμμετοχή της Ε.τ.Ε. στην οικουμενική κίνηση να σκληρύνουν τη στάση τους.

Επιστρέφοντας στον ελλαδικό χώρο, ένα περίπου μήνα μετά την έκτακτη συνεδρίαση της Ιεραρχίας, νέα Σύνοδος διαφορετικής σύνθεσης [16] από εκείνη της 24ης Ιουνίου 1949, η οποία συνήλθε στις 3 Μαρτίου 1952, ανέτρεψε την προηγούμενη απόφαση για μη συμμετοχή ιεραρχών στο Π.Σ.Ε. και, χωρίς, όπως φαίνεται, να λαμβάνει υπόψη της την πρόσφατη πατριαρχική εγκύκλιο, αποφάσισε να εκπροσωπηθεί η Ε.τ.Ε. στο προσεχές συνέδριο της Π.Τ. στη Λούνδ από τους μητροπολίτες Φθιώτιδος Αμβρόσιο και Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα, και τους καθηγητές Α. Αλιβιζάτο και Ιω. Καρμίρη της Θ.Σ. Αθηνών, και Β. Ιωαννίδη της Σχολής της Θεσσαλονίκης [17]. Ύστερα από πρόταση του Μεσσηνίας Χρυσοστόμου έγινε δεκτό το να τεθεί η νέα απόφαση υπό την έγκριση της Ιεραρχίας. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 13 Μαρτίου 1952, σε νέα έκτακτη συνεδρίαση της I. Συνόδου, αποφασίστηκε και η ίδρυση, προφανώς κατ’ εφαρμογήν της πρόσφατης εγκυκλίου του Οικ. Πατριαρχείου, μόνιμου ειδικού Γραφείου για τις σχέσεις της Ε.τ.Ε. με το Π.Σ.Ε. και ορίστηκε Συνοδική Επιτροπή με έργο την ενασχόληση με ζητήματα σχετικά με το Π.Σ.Ε. και τον τρόπο συμμετοχής σε αυτό. Στην ίδια συνεδρίαση διαβάστηκε έγγραφο του Π.Σ.Ε. σχετικό με τα θέματα που επρόκειτο να συζητηθούν κατά το γ' συνέδριο της Π.Τ. στη Λούνδ [18]. Μέλη της Συνοδικής Επιτροπής ορίστηκαν οι μητροπολίτες Φθιώτιδος Αμβρόσιος (μέλος της Κ.Ε. του Π.Σ.Ε.), Θεσσαλονίκης Παντελεήμων (επίσης μέλος της Κ.Ε.), Σύρου Φιλάρετος και Καλαβρύτων Αγαθόνικος και οι καθηγητές Α. Αλιβιζάτος (μέλος της Κ.Ε.), Ιω. Καρμίρης και Β. Ιωαννίδης.

Η αλλαγή στάσης της I. Συνόδου δεν έμεινε χωρίς αντιδράσεις. Ιεράρχες και καθηγητές της Θ.Σ. Αθηνών επιχειρούν να παρέμβουν στην I. Σύνοδο, προκειμένου να αλλάξει και πάλι η απόφαση. Συγκεκριμένα, ο μητροπολίτης Σάμου Ειρηναίος με νέο υπόμνημά του προς την I. Σύνοδο, την 1η Απριλίου 1952, επανέρχεται στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της 11ης Φεβρουάριου 1952, κατηγορώντας τον αρχιεπίσκοπο ότι δεν επέτρεψε να ακουστεί η φωνή «πεντήκοντα καί πλέον, πλήν δύο ή τριών» ιεραρχών, οι οποίοι «έξεδήλωσαν διά βοής τήν γνώμην των περί μή αποστολής αρχιερέων εις το Οικουμενικόν Συμβούλων των Εκκλησιών». Επίσης, τον κατηγορεί ότι συγκάλεσε εκτάκτως την I. Σύνοδο στις 13.3.1952, για να ληφθεί «έκ συναρπαγής» η απόφαση για την ίδρυση του Γραφείου μελέτης των ζητημάτων που αφορούσαν τις σχέσεις με το Π.Σ.Ε., αποσκοπώντας στην αποστολή αρχιερέων στα συνέδρια και τις Συνελεύσεις του Συμβουλίου [19]. Θεωρεί ότι η συγκεκριμένη απόφαση δεν ήταν ομόφωνη, υποδεικνύοντας ότι το σχετικό με το συνέδριο της Λούνδ έγγραφο του Π.Σ.Ε. θα έπρεπε να έχει επιδοθεί στους αρχιερείς, ώστε να το μελετήσουν και να εκφράσει ο καθένας τη γνώμη του, ώστε να αποδειχθεί αν και κατά πόσο το ενδεχόμενο αποστολής αντιπροσωπείας από ιεράρχες και λαϊκούς καθηγητές της Θεολογίας έβρισκε σύμφωνη την πλειοψηφία της Ιεραρχίας [20]. Τέλος, προειδοποιεί τον αρχιεπίσκοπο ότι «ή φωνή αυτή τής Ιεραρχίας θά έκμηδενίζη τήν έγκυρότητα κάθε αντιθέτου άποφάσεως ώς προς τό ζήτημα τούτο». Τη συμφωνία του με τις θέσεις του μητροπολίτη Ειρηναίου διατύπωνε και ο καθηγητής Κονιδάρης [21], διαφοροποιούμενος μόνο στο σημείο της ίδρυσης του προαναφερθέντος Γραφείου, για το οποίο παραδέχεται ότι ήταν επιβεβλημένη απόφαση, παρ’ όλα αυτά “ατελής”, όπως ατελείς θεωρεί και τις μέχρι εκείνη τη στιγμή σχετικές μελέτες, καθ’ όσον εκκρεμούσε συνέδριο σπουδών, το οποίο θα προετοίμαζε θεολογικώς τις αποφάσεις της Ιεραρχίας σε ό,τι αφορούσε τις σχέσεις με το Π.Σ.Ε..

Ο αρχιεπίσκοπος φροντίζει να μην διακόψει τις σχέσεις της Ε.τ.Ε. με το Π.Σ.Ε. και για το λόγο αυτό στέλνει επιστολή προς το Γραμματέα του συνεδρίου αιδ. Oliver Tomkins, στην οποία αναφέρει τα εξής: «’Επιθυμώ να σάς βεβαιώσω δτι ή απουσία ’Αντιπροσωπείας τής ’Εκκλησίας τής Ελλάδος από τό έν Lund Συνέδριον κατ’ ούδένα τρόπον έχει τήν έννοιαν αλλαγής είς τήν τακτικήν τής Εκκλησίας ήμών ή τής συμμετοχής αυτής, ώς μέλους τού Παγκοσμίου Συνεδρίου των Εκκλησιών καί τών διαφόρων Επιτροπών, είς τάς όποιας έχουν διορισθή μέλη έξ Ελλάδος ουδέ έχει τήν έννοιαν, ότι ή συνεργασία ήμών έχει έλαττωθή. " Εσχομεν μακράν καί αποτελεσματικήν επαφήν μέ τάς συνεργάτιδας ’ Εκκλησίας είς τό Παγκόσμιον Συνέδριον τών ’Εκκλησιών καί διά τών σχέσεων αϋτών έγνωρίσαμεν περισσότερον καί καλλίτερον τάς συνεργάτιδας ’Εκκλησίας, ή δέ Ελληνική Εκκλησία έγινε περισσότερον γνωστή καί απολαύει έκτιμήσεως μεταξύ των πολλών Εκκλησιών μελών αυτού» [22].

Παράλληλα, μεγάλη μερίδα των ιεραρχών φαίνεται να αντιδρά στις φιλοοικουμενικές πρωτοβουλίες του αρχιεπισκόπου, ενώ καθηγητές των Θ.Σ. συνεχίζουν να αρθρογραφούν υπέρ ή κατά της συμμετοχής αυτής. Έτσι, κατά τη συνεδρίαση της I. Συνόδου της 22ας Σεπτεμβρίου 1952, ο αρχιεπίσκοπος αναγκάζεται να ξαναθέσει το θέμα, συνιστώντας τη μελέτη του από όλους του ιεράρχες, ώστε να συζητηθεί ενώπιον της I. Συνόδου της Ιεραρχίας της Ε.τ.Ε. «μόνης αρμόδιας προς λήψιν άποφάσεως έπί τής τηρητέας έναντι τού ζητήματος στάσεως τής καθ’ημάς Εκκλησίας» [23].



[1] Πρβλ. Γερ. Κονιδάρης, ‘ ‘Κοινωνία των Εκκλησιών” (του Amsterdam), σ. 429.
[2] Πρβλ. Ιω. Καλογήρου, Η Ορθόδοξος Εκκλησία εις την Οικουμενικήν Κίνησιν κατά την Πατριαρχικήν Εγκύκλιον Αθηναγόρου A ' (31 Ιανουάριου 1952), (Ανάτυπον εκ του τόμου "Αθηναγόρας Οικουμενικός Πατριάρχης ο Ηπειρώτης”, εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών. Ιωάννινα 1975. σ. 247.
[3] Γερ. Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών (του Amsterdam), σ. 431. Ο καθηγ. Γ. Κονιδάρης δίνει ιδιαίτερη σημασία στη χρήση των όρων “επαφή”, “συμμετοχή”, “σύνδεση”, θέμα για το οποίο θα γίνει ειδικός λόγος παρακάτω.
[4] Θυατείρων Γερμανού, Το εν Ουτρέχτη Συμβουλευτικόν Συνέδριον, σ. 162-163
[5] Βλ. ενδεικτικά Γ. Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών (του Amsterdam), σ. 430, υποσ. 1. [Το συνέδριο καλούσε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να μην συμμετάσχουν στην οικ. κίνηση, υπό την παρούσα μορφή της. Ο καθηγ. Ιωαννίδης αποδίδει τη στάση και τις κατηγορίες στην άγνοια, την έλλειψη ελευθερίας και τη γενικότερη πολιτική κατάσταση των χωρών αυτών, εκφράζοντας επιφυλάξεις για το ποια πραγματικά ήταν η γνώμη του ίδιου του ορθοδόξου πληρώματος της Εκκλησίας αυτής. Προς επίρρωση της θέσης του αυτής παραπέμπει στην περίπτωση των Εκκλησιών των χωρών Πολωνίας. Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Αλβανίας, οι οποίες ενώ πριν τον β' παγκόσμιο πόλεμο συμμετείχαν' ενεργά στην οικ. κίνηση, μετά την αλλαγή των πολιτικών καθεστώτων και το πέρασμά τους στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, άλλαξαν στάση και ήταν αυτές που υπέγραψαν την απόφαση του συνεδρίου της Μόσχας. Βλ. Basil Ioannidis, The Orthodox Church at Evanston, Issues confronting the 1954 World Council Assembly-IV, 18 Νοεμ. 1953, σ. 1321-1323 (1322)] Β. Σταυρίδης, ' Ιστορία τής Οικουμενικής Κινήσεως, Αθήνα 1964, σ. 73-74. Για τους λόγους βλ. επίσης, Γ. Τσέτσης, Οικουμενικά Ανάλεκτα, σ. 26-27],
[6] Με τη γραμμή αυτή συντάχθηκαν στο συγκεκριμένο συνέδριο και οι Εκκλησίες Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας, αν και αρχικά είχαν δηλώσει συμμετοχή στη Συνέλευση του Άμστερνταμ [βλ. Β. Σταυρίδης, Ιστορία, σ. 74],
[7] Μέλη της Επιτροπής ορίστηκαν οι: Σάμου Ειρηναίος, ο Σερρών Κωνσταντίνος, ο Μαντινείας Προκόπιος (μετέπειτα Κορινθίας), ο Ζακύνθου Χρυσόστομος και ο Αττικής Ιάκωβος. Βλ. Γερ. Κονιδάρης, ό.π., σ. 431, υποσ. 4).
[8] Τη Σύνοδο αποτελούσαν, εκτός από τους μητροπολίτες-μέλη της Συνοδικής Επιτροπής (Σάμου. Σερρών, Μαντινείας, Ζακύνθου και Αττικής), και οι: Ξάνθης Ιωακείμ, Αλεξανδρουπόλεως Ιωακείμ. Διδυμοτείχου Ιωακείμ, Ελασσόνος Καλλίνικος, Τρίκκης και Σταγών Χερουβείμ, Ηλείας Γερμανός. Φωκίδος Αθανάσιος, ενώ ήταν παρών και ο Βασιλικός Επίτροπος καθηγ. της Δογματικής και Συμβολικής Ιωάννης Καρμίρης. Βλ. Γ . Κονιδάρης, ό.π., σ. 431-432, υποσ. 4.
[9] Σάμου Ειρηναίος, 'Εκθεσις περί της έν ’Αμστερνταμ Γενικής Συνελεύσεως τού Οικουμενικού Συμβουλίου των Εκκλησιών, ’Αθήναι 1950, στο Του ιδίου. Μείγματα I. σ. 67-"0 (70).
[10] Παρενθετικά αξίζει να σημειωθεί ότι είναι χαρακτηριστική η σύμπτωση ότι. όταν 40 χρόνια αργότερα τέθηκε ζήτημα εκκλησιαστικής περιουσίας από το Νόμο 1700/87, η Ε.τ.Ε. κατέφυγε για βοήθεια στο Π.Σ.Ε., τη συμμετοχή της στο οποίο ο μητρ. Ειρηναίος θεωρούσε ολέθρια για την ίδια.
[11] Θεόκλ. Στράγκας, ’Εκκλησίας Έλλάδος Ιστορία εκ  Πηγών αψευδών 1917-1967, τόμ. Δ', 1972, σ. 2688-2689. Βλ. Report of Η.b. the Archbishop to the general Assembly of the Ierarchy of the Church of Greece, Dossier 280(495) A, 2/28.
[12] Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το Π.Σ.Ε. παρακολουθεί με ενδιαφέρον και ανησυχία τα όσα συμβαίνουν στον ελλαδικό χώρο, όπως προκύπτει από το κείμενο της ομιλίας του αρχιεπισκόπου προς την Ιεραρχία της Ε.τ.Ε., το οποίο είναι μεταφρασμένο στα αγγλικά που βρίσκεται στο αρχείο του Π.Σ.Ε. και αναφέρεται στα όσα διαδραματίστηκαν κατά την τελευταία συνεδρίαση της Ιεραρχίας [βλ. ό.π.].
[13] Ειρηναίου Σάμου, Περί τό Χριστιανικόν Συνέδριον του Άμστερνταμ, Δύο Υπομνήματα, στο Του ιδίου, Μελετήματα I, σ. 95-119 (114-115).
[14] Τα παραπάνω προκύπτουν από τη μελέτη του Γ . Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών ' ' (του Amsterdam), σ. 197-198 (197).
[15] Για το κείμενο της εγκυκλίου του 1952 βλ. Β. Σταυρίδης, Ιστορία, σ. 131-134.
[16] Τη νέα Σύνοδο αποτελούσαν οι μητροπολίτες Κασσανδρείας Καλλίνικος, Εδέσσης Παντελεήμων (μετέπειτα Θεσσαλονίκης), Μαρωνείας Βασίλειος, Πολυανής και Κιλκισίου Ιωακείμ, Παραμυθίας Δωρόθεος (μετέπειτα Τρίκκης), Ιερισσού και Αγίου Όρους (μετέπειτα Εδέσσης) Διονύσιος. Αργολίδος Χρυσόστομος, Καρυστίας Ανανίας, Παροναξίας Αμβρόσιος, Κέρκυρας Μεθόδιος Ναυπακτίας Χριστόφορος και Μεσσηνίας Χρυσόστομος. Βλ. Γ. Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών” (του Amsterdam), σ.431- 432, υποσ. 4.
[17] Από αυτούς παραιτήθηκαν ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων για λόγους “ήττονος σημασίας” και ο I. Καρμίρης επικαλούμενος λόγους αρχής, τους οποίους εξέθεσε στην I. Σύνοδο. Βλ. Γ. Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών ’’ (του Amsterdam), σ. 431-432, υποσ. 4.
[18] Σάμου Ειρηναίος, Ή ’Ορθόδοξος Εκκλησία καί τό Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών, στο “Εν” Ζ71952, τ. 138/25.6.1952, σ. 132-133, (132).
[19] Γ . Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών ’’ (του Amsterdam), σ. 434.
[20] Σάμου Ειρηναίου, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλων των Εκκλησιών, στο “Εν” Ζ71952, τ. 138/25.6.1952, σ. 132-133 (132).
[21] Ο ο Γερ. Κονιδάρης παραθέτει σε εκτενές άρθρο του αποσπάσματα από το υπόμνημα του μητροπολίτη Ειρηναίου. Βλ. Γ . Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών'’ (του Amsterdam), σ. 434-435. Χαρακτηριστικό της αντίδρασης του καθηγ. Κονιδάρη προς τη στάση της I. Συνόδου είναι το γεγονός ότι δεν διστάζει στο παραπάνω άρθρο του να αφήσει υπονοούμενα για πολιτικές δεσμεύσεις τόσο του Οικ. Πατριαρχείου όσο και της Ε.τ.Ε. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στις δηλώσεις του Πατριάρχη Αντιόχειας Αλεξάνδρου Γ' στην εφημερίδα Πράβδα της Μόσχας, που αναδημοσιεύτηκαν στο “Ε” [29/1952, σ. 105, από τη στήλη Εκκλησία Αντιόχειας, επίσημοι δηλώσεις της Α.Θ.Μ. του Πατριάρχου Αντιόχειας. Εν τω επισήμω “Περιοδικό του Πατριαρχείου Μόσχας, αρ. 9, Σεπτέμβριος 1951, σ. 4-6], Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πατριάρχη Αντιόχειας, που απορρέουν από πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, η Ε.τ.Ε. δεν πρόκειται να εκδηλωθεί υπέρ του έργου της ειρήνης λόγω των δωρεών που λαμβάνει κάθε χρονιά από τους αμερικάνους. Στο ίδιο δημοσίευμα ο Αλέξανδρος Γ' εκφράζει την πεποίθησή του ότι. ούτε ο Οικ. Πατριάρχης Αθηναγόρας θα εκφραστεί υπέρ της ειρήνης, μολονότι την επιθυμεί, διότι “έλαβε τόν πατριαρχικόν θρόνον τη βοήθεια των αμερικανικών κυβερνητικών κύκλων”. Οι προβλέψεις επεκτείνονται και στον τομέα των σχέσεων με το Βατικανό, απέναντι στο οποίο θα είναι επίσης θετικός ο πατριαρχικός θρόνος, μολονότι αυτό είναι ένας εκ των πρωτοβούλων του πολέμου.
[22] Γ . Κονιδάρης, “Κοινωνία των Εκκλησιών ” (του Amsterdam), σ. 193-194.