Οι πιο σκληρoί μάλιστα πολέμιοι του Π.Σ.Ε., στην προσπάθειά
τους να ενισχύσουν τα εκκλησιολογικά τους επιχειρήματα δεν διστάζουν να
προχωρήσουν και στο παράδοξο της ταύτισης της Γ.Σ. του Π.Σ.Ε. με τις
Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι είναι
αδύνατη η συμμετοχή της Ορθοδοξίας σε μια τέτοια Συνέλευση, η οποία
«εμφανίζεται ώς Οικουμενική Σύνοδος τού προτεσταντικού κόσμου πάσης ομολογίας
καί πάσης αποχρώσεως με βάσιν τον Κύριον Ίησούν ώς Θεόν καί Σωτήρα άπεψιλωμένον
από τής Αγίας Τριάδος» [1].
Μια τέτοια συμμετοχή αποτελεί κατά την άποψή τους άρνηση της αλήθειας ότι η
Ορθόδοξη είναι η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία [2].
Στον αγώνα για τη διακοπή της συμμετοχής της Ε.τ.Ε. στο
Π.Σ.Ε. γίνεται συχνά επίκληση και της στάσης της Ρώμης, ως της πλέον
ενδεδειγμένης και κατά πολύ σοφότερης από εκείνη που υιοθέτησε η Ορθόδοξη
Εκκλησία [3].
Κάποια υποχώρηση στη στάση του Βατικανού απέναντι στο Π.Σ.Ε., στην οποία
αναφέρονται δημοσιεύματα στο περιοδικό “Ε”, κατά την περίοδο του 1950,
ερμηνεύονται από την αντιοικουμενική μερίδα ως εσκεμμένη προσπάθεια «διά νά
γεννηθή καί παρ’ ήμίν άτμόσφαιρα εύκολωτέρου προσανατολισμού προς αυτήν» (ενν.
την οικουμενική κίνηση) [4].
Γενικό, πάντως, χαρακτηριστικό της αντιοικουμενικής επιχειρηματολογίας είναι η
θέση ότι η συμμετοχή της Ε.τ.Ε. στο Π.Σ.Ε. ισοδυναμεί με προδοσία της πίστης
και των δογμάτων [5].
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενόψει του γ' συνεδρίου της Π.Τ. στη Λούνδ,
κατά την οποία εξαπολύονται από την αντιοικουμενική μερίδα έμμεσες πλην σαφείς
προειδοποιήσεις προς όσους ιεράρχες επρόκειτο να συμμετάσουν ως αντιπρόσωποι
της Ε.τ.Ε., ότι «κινδυνεύουν νά καταστούν υπόλογοι άπέναντι τής Ιεραρχίας» για
συμμετοχή σε συνέδριο «κινούμενον έξω τής ’Ορθοδόξου πίστεως» [6]
και να υποστούν την οργή του λαού, ο οποίος θα ξεσηκωνόταν, όπως είχε συμβεί
στην περίπτωση των ευαγγελικών (της απόπειρας για μετάφραση της ΚΔ στη
δημοτική), μόλις αντιλαμβανόταν ότι «ή υπόθεσις αυτή θίγει τήν πίστιν των
Πατέρων του».
Παράλληλα, η αντιοικουμενική μερίδα διαβλέπει ότι ο χειρισμός
των οικουμενικών θεμάτων από τον αρχιεπίσκοπο ή την I. Σύνοδο και όχι από την
Ιεραρχία αποτελεί πλήγμα και υποβάθμιση του θεσμού του συνοδικού συστήματος, με
συνέπεια την αποδυνάμωση της Ε.τ.Ε. έναντι της Πολιτείας [7].
Ο σχετικός με το οριστικό ή μη της απόφασης της I. Συνόδου να
συμμετάσχει στον οικουμενικό διάλογο προβληματισμός προκαλεί την αντίδραση των
φιλοοικουμενιστών, οι οποίοι αποδίδουν την έγερση τέτοιων ζητημάτων σε άγνοια,
παρανόηση, αλλά και ασυνέπεια εκ μέρους ορισμένων από τα μέλη της
αντιπροσωπείας στο Άμστερνταμ. Τονίζουν ότι η απόφαση της συμμετοχής είναι
οριστική, αφού η Ε.τ.Ε. «έχει ήδη άποφανθή θετικώς καί ρητώς καί επισημότατα,
έγγράφοις καί προφορικώς, έξ άποφάσεως τής 'I. Συνόδου κατά το παρελθόν έτος.
Αύτή δέ ή αποστολή τής πλήρους αντιπροσωπείας (αριθμού μάλιστα αντιπροσώπων,
τόν οποίον, υπέρ τον αρχικώς καθορισθέντα, αύτή ή I Σύνοδος έζήτησεν άπό τήν
έδώ έλθούσαν αντιπροσωπείαν τού Οικουμενικού Συμβουλίου) ύπήρξεν ή
έπισημοποίησις τής οριστικής της αποδοχής τής θέσεώς της ώς μέλους τού
Συμβουλίου. Οί αντιπρόσωποί της παρεκάθησαν έν τή Συνελεύσει ουχί ώς ξένοι
Επισκέπται ή Παρατηρηταί, άλλ’ ώς ισότιμα προς τά λοιπά μέλη τών αντιπροσωπειών
τών άλλων Εκκλησιών» [8].
Εξάλλου, στην ίδρυση του Π.Σ.Ε.
είχε συμβάλει καθοριστικά η Ορθόδοξη Εκκλησία [9] με
την έκδοση της γνωστής εγκυκλίου του 1920 [10].
Γι’ αυτό, η ανάκληση της απόφασης συμμετοχής στο Π.Σ.Ε. θα συνιστούσε
“παλινωδία”, που θα εμφάνιζε την Ε.τ.Ε. στα μάτια των άλλων Εκκλησιών ως
ασυνεπή ή ότι έχει αδυναμία συνεργασίας με άλλες χριστιανικές Εκκλησίες [11].
Σοβαρές αντιδράσεις προκάλεσε το επιχείρημα της αντιοικουμενικής
μερίδας σε ό,τι αφορούσε την ελληνική ονομασία του νέου οργανισμού ως "‘Κοινωνία
των Εκκλησιών”. Τον όρο εισήγαγε πρώτο το Οικ. Πατριαρχείο. Συνεπώς, “αν ... υπήρξεν
εσφαλμένη η χρήσις του τίτλου, το σφάλμα ανήκει εις την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως,
ήτις ωνόμασεν ούτω την προταθείσαν υπ’ αυτής συνεργασίαν επί ενδιαφερόντων τας Εκκλησίας
προβλημάτων” [12].
Οι ίδιοι έλεγον ότι δεν επρόκειτο για “Κοινωνία Εκκλησιών” με την κανονική ορθόδοξη
έννοια της φράσης, αλλά περί “Συμβουλίου”, “σώμα διασκεπτικόν και συμβουλευτικόν,
εκπροσωπούν τας Εκκλησίας εκείνος, αι οποίαι αποδέχονται την βάσιν αυτού, ότι ο
Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι Θεός Σωτήρ” και αρμοδιότητα τη σύγκληση συνεδρίων
με σκοπό την ανταλλαγή σκέψεων και συζήτηση θεμάτων που ενδιαφέρουν το χριστιανικό
κόσμο” [13]. Κατά
συνέπεια, θεωρήθηκε ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες “ουδένα κανονικόν λόγον έχουσιν,
όπως κατ’ αρχήν μη μετάσχωσι” [14]. Πάντως
και η πλευρά των φιλοοικουμενιστών αντιλαμβανόταν ότι ο όρος Κ.τ.Ε. δημιουργούσε
προβλήματα [15].
Για το λόγο αυτό κρίθηκε σκόπιμη η αντικατάστασή του με ονομασία τέτοια που να ανταποκρίνεται
στην περιορισμένη αποστολή και δικαιοδοσία του νέου θεσμικού οργάνου της οικουμενικής
κίνησης και δηλωτική της αρμοδιότητά του «νά συζητήση κοινά των Εκκλησιών προβλήματα
καί μάλιστα κοινωνικά καί πρακτικά, ως καί τήν ύπόθεσιν των Εκκλησιών άλλα διά τής
έν αύτή Επιτροπής “Πίστεως καί Τάξεως”» [16]. Ακολούθησε
η υιοθέτηση της ονομασίας “Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών”, η οποία λίγο αργότερα
υποχώρησε έναντι της “Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών”, λόγω της απουσίας της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από αυτό.
[1]
Σάμου Ειρηναίος, Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών, στο “Εν” Ζ71952, τ. 138,
25.6.1952, σ. 132-133 (133).
[2]
“Δέν είναι δυνατόν νά
αποδεχθώμεν συγχρόνως δύο εκκλησιαστικά Καταστατικά μέ διάφορον περιεχόμενον. Ή
ζώμεν εντός του Καταστατικού των Οικουμενικών Συνόδων διακρατούντες τά δόγματά
των καί τούς ιερούς Κανόνας των ..., οπότε αδυνατούμεν νά προσυπογράψωμεν τό
Καταστατικόν του Οικουμενικού Συμβουλίου των Εκκλησιών μέ τήν αντιτριαδικήν
δογματικήν του βάσιν, ή μετέχομεν εις αυτό καί ψηφίζομεν καί παρεδρεύομεν καί
εις τάς Επίτροπός πρός εκτέλεσιν των αποφάσεων της Γενικής Συνελεύσεως”. Εδω η
αναφορά γίνεται για τον Φθιώτιδος Αμβρόσιο και τον καθηγ. Αλιβιζάτο και τη
στάση τους το 1948 στο Άμστερνταμ, “οπότε θέτομεν εν αμφιβάλω τά κεφάλαια της
ορθοδόξου πίστεώς μας καί τή δογματικήν μας παράδοσιν”. Βλ. Σάμου Ειρηναίος. Η
Ορθόδοξος Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλων των Εκκλησιών, στο “Εν” Ζ71952, τ.
137/5.6.1952. σ. 117-118 (118).
[3]
Βλ. ενδεικτικά Ζακύνθου
Χρυσοστόμος, Πέριξ ενός ζωτικού ζητήματος της Εκκλησίας, στο “Εν”
Ζ71952. τ. 136/15.5.1952, σ. 100.
[4]
Σάμου Ειρηναίος, Περί τό
Χριστιανικόν Συνέδριον του Άμστερνταμ, Δύο Υπομνήματα, 1951 στο Του ιδίου, Μελετήματα
I, σ. 95-119 (116).
[5]
Θ. Στράγκας, τόμ. Δ', σ. 2688-9
[6]
Σάμου Ειρηναίος, Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον των Εκκλησιών, στο "Εν” Ζ71952. τ.
139/15.7.1952, σ. 149-150, σ. 149.
[7]
«Αποψιλούμενη η εκτελεστική
εξουσία της Εκκλησίας από τό κύρος της Συνόδου, μικράς ή μείζονος, ως είναι τό
σώμα της Ιεραρχίας, εξασθενίζει επικινδύνως καί κινδυνεύει νά αντιμετωπίζεται
όχι μέ τήν προσήκουσαν ευλάβειαν από μέρους της πολιτικής ηγεσίας της Χώρας,
καί τούτο δύναται νά αποβή εις βάρος των γενικωτέρων συμφερόντων της
Εκκλησίας». Βλ. Σάμου Ειρηναίου, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και το Οικ. Συμβούλιον
των Εκκλησιών, σ. 166.
[8]
Α. Αλιβιζάτος, Η προσπάθεια
του Amsterdam, σ. 49-50. Την ίδια άποψη υποστηρίζει και ο μητροπ. Εδέσσης
και Πέλλης και μέλος της Κ.Ε. του Π.Σ.Ε. Παντελεήμων Παπαγεωργίου. Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά δηλώνει σε χειρόγραφη επιστολή του, Ça το γεγονός ότι η Ε.τ.Ε. έγινε πλήρες μέλος του Οργανισμού ως προσωπική του επιτυχία: ‘'This year I have to spend most of
my time in Athens as a member of the Holy Synod, where I was so happy to gain a
decision that the Church of Greece is fully a member of the W.C.C.” [βλ. 12.12.1950: προσωπική χειρόγραφη
επιστολή του μητροπολίτη προς τον R. Tobias: Greece I, 5/25). Αλλά και ο καθηγ.
Ιωαννίδης εκτιμά ότι η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην οικουμενική
κίνηση είναι πλέον γεγονός καί μεγάλης σημασίας για τόσο για την οικουμενική
κίνηση όσο και για την Ε.τ.Ε. (βλ. Β. Ιωαννίδης, ίνα ώμεν ομού μάρτυρές Του.
σ. 4).
[9] Β. Ioannidis, The Orthodox Church at Evanston, 1953,
σ. 1321-1323
(1321).
[10]
Β. Ιωαννίδης, Ἰνα ώμεν ομού
μάρτυρές Του, σ. 6.
[11]
Α. Αλιβιζάτος, Η
προσπάθεια του Άμστερνταμ, σ. 51. Ας σημειωθεί ότι κάτι παρόμοιο
λέγεται σε δημοσίευμα στο “Ch.C.”, όπου γίνεται λόγος για “infallibility
complex” των ελλήνων αντιπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. The
Greeks - In or Out?, στο
“Ch.C.”, 14.9.1949, σ.
1062-1063 (1063).
[12]
Βλ. Θυατείρων Γερμανού, Εξ
αφορμής του συνεδρίου του Αμστελλοδάμου, σ. 122-123.
[13]
ό.π. Επίσης, Εδέσσης και Πέλλης
Παντελεήμων, Κοινωνία Εκκλησιών, σ. 123-124.
[14]
Εδέσσης και Πέλλης Παντελεήμων, Κοινωνία
Εκκλησιών, σ. 123-124. Επίσης. Θυατείρων Γερμανού, Εξ αφορμής του
συνεδρίου του Αμστελοδάμου, σ. 122-123
[15]
Β. Ιωαννίδης, Το εν Αμστελοδάμω,
σ. 17.
[16]
Ο καθηγ. Ιωαννίδης πρότεινε την
ονομασία “παγκόσμιος Εκκλησιαστική Χριστιανική Επιτροπή”. Βλ. Β. Ιωαννίδης, Το
εν Αμστελοδάμω, σ. 17, υποσ. 1.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ