Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΟΥΣ, ΚΑΤΑ ΤΑ ΕΤΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑΣ ΤΟΥ (328-373)


(ΠΑΤΗΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ)


1.      Παρά την καταδίκη του Αρείου από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) η αίρεση του με διάφορες μορφές και παραλλαγές βρήκε πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθεί μέσα στην Εκκλησία και αρκετοί Επίσκοποι έγιναν φορείς της, χωρίς όμως να παραδέχονται ότι ακολουθούν τον Άρειο («Ἡμεῖς οὕτε ἀκόλουθοι Ἀρείου γεγόναμενˑ πῶς γὰρ Ἐπίσκοποι ὅντες, ἀκολουθήσωμεν Πρεσβυτέρῳ; Οὕτε ἅλλην τινὰ πίστιν παρὰ τὴν ἑξ ἀρχῆς παραδοθεῖσαν ἐδεξάμεθα», P.G. 26, 720). Όλοι αυτοί οι λεγόμενοι Αρειανόφρονες Επίσκοποι (με τις υποδιαιρέσεις τους σε Ανομοίους, Ομοίους, Πνευματομάχους κλπ.) καταδικάστηκαν από την Εκκλησία με την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο το 381. Όπως θα δούμε, ο Μέγας Αθανάσιος (ο οποίος έζησε προ της Β΄ Οικουμενικής) ΔΕΝ είχε καμία εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, παρόλο που εκείνοι δεν είχαν ακόμη καταδικαστεί!

   2. Σταδιακά οι Αρειανόφρονες, και με την βοήθεια της πολιτικής εξουσίας, άρχισαν να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερους επισκοπικούς θρόνους και έτσι έφθασε η Εκκλησία σε σημείο να έχει πάνω από τους μισούς Επισκόπους της Αρειανόφρονες, ενώ σε πολλές περιοχές υπήρχαν και παραπάνω από ένας Επίσκοποι στην ίδια πόλη, μιας και οι Αρειανόφρονες Αυτοκράτορες (όπως ο Κωνστάντιος) τοποθετούσαν και αναγνώριζαν ομόφρονες Επισκόπους. Στον βίο του Μεγάλου Αθανασίου από τον Μεταφραστή διαβάζουμε τα εξής: «Μίγδην (=ανακατεμένοι) γὰρ ἦσαν οἱ τῶν Ἐκκλησιῶν ἔξαρχοι, ὀνόματι μὲν Χριστιανοὶ καλούμενοι, τῇ δὲ ἐπιμειξίᾳ τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν μηδὲν διαφέροντες. Οὐ σπονδαῖς γὰρ εἰδώλων τὴν παράβασιν ἔπραττον, ἀλλ᾿ ἐν προσχήματι Χριστιανισμοῦ τὸ βλάσφημον Ἀρείου δόγμα κρατύνειν ἐσπούδαζον. Ὁ δὲ βασιλεὺς Κωνστάντιος καὶ ἤδη μὲν πρῶτον συνεκρότει τὴν Ἀρειανὴν δόξαν… προστάξας τοὺς μὴ βουλομένους ὑπογράφει αὐτῇ έξωθεῖσθαι τῶν Ἐκκλησιῶν, καὶ εἰς τοὺς τόπους αὐτῶν ἑτέρους ἀντικαθίστασθαι» (P.G. 25, CCXL).

   3. Αρχικά οι Αρειανόφρονες Επίσκοποι κατάφεραν με σκευωρία να εκδιώξουν από τον επισκοπικό θρόνο της Αντιοχείας τον Άγιο Ευστάθιο, τον μεγαλύτερο υπερασπιστή του «Ομοουσίου». Με κέντρο την Αντιόχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο εκδιώξεως του ετέρου μεγάλου υπερασπιστού του «Ομοουσίου», του Μεγάλου Αθανασίου, Επισκόπου Αλεξανδρείας.

    4. Το 335 έγινε Σύνοδος στην Τύρο στην οποία προήδρευσε ο Επίσκοπος Αντιοχείας Φλάκιλλος. Η εν Τύρω Σύνοδος προσπάθησε με σκευωρία (παρόμοια με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για τον Άγιο Ευστάθιο) να καταδικάσει τον Μέγα Αθανάσιο, αλλά ο Άγιος κατέρριψε τις συκοφαντίες. Παρόλα αυτά οι Αρειανόφρονες πέτυχαν αρχικά την εξορία του στην Γαλλία, ενώ το 338 με νέα Σύνοδο καθήρεσαν τον Άγιο και στη θέση του στην Αλεξάνδρεια εξέλεξαν αρχικά τον Πιστό και μετέπειτα τον Γρηγόριο (αμφότεροι Αρειανόφρονες). Το ίδιο έτος εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο (ηγέτης των Αρειανοφρόνων) από Νικομηδείας Ευσέβιος. Έτσι την περίοδο εκείνη ο Μέγας Αθανάσιος ήταν ένας «καθηρημένος» και «εκτός Εκκλησίας» Επίσκοπος τον οποίο δεν αναγνώριζε η Πολιτεία και η «επίσημη Εκκλησία» και δεν είχε εκκλησιαστική κοινωνία τουλάχιστον με τρεις πατριαρχικούς θρόνους και δεκάδες επισκοπικούς, στις οποίες υπήρχαν Αρειανόφρονες Επίσκοποι.

   5. Το 341 στην Σύνοδο της Αντιοχείας ανανεώθηκε η «καθαίρεση» του Μεγάλου Αθανασίου. Αξίζει να σημειωθεί πως τους Κανόνες (όχι όμως τους δογματικούς Όρους ή τις αποφάσεις, όπως την «καθαίρεση» του Αγίου) της Συνόδου αυτής η Εκκλησία τους αποδέχτηκε (συμπεριελήφθησαν και στο «Πηδάλιον»), διότι όπως είπαμε οι Αρειανόφρονες Επίσκοποι ήταν ακόμη άκριτοι, ήτοι μη καταδικασμένοι, και επομένως τυπικώς ακόμη έφεραν το αξίωμα του Επισκόπου. Αυτό φανερώνει ξεκάθαρα πως οι Ορθόδοξοι διέκοπταν την εκκλησιαστική κοινωνία με αιρετίζοντες Επισκόπους ακόμη και ΠΡΟΤΟΥ οι τελευταίοι να καταδικαστούν από Σύνοδο. Αντιθέτως διατηρούσαν εκκλησιαστική κοινωνία με ΑΔΙΚΩΣ καθηρημένους.

   6. Το 343 αποφασίστηκε από τους συναυτοκράτορες Ανατολής Κωνστάντιο και Δύσης Κώνστα (τη εισηγήσει του Μεγάλου Αθανασίου) να γίνει Οικουμενική Σύνοδος. Αυτή σχεδιάστηκε να γίνει στην Σαρδική (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας) με την συμμετοχή 170 Επισκόπων (76 Αρειανοφρόνων και 94 Ορθοδόξων). Οι Αρειανόφρονες βλέποντας πως ήταν μειοψηφία αποχώρησαν και η Σύνοδος διασπάστηκε στα δύο. Στην Σαρδική συγκάλεσαν Σύνοδο οι Ορθόδοξοι (με τους οποίους συντάχθηκαν και δύο εκ των Αρειανοφρόνων), ενώ οι Αρειανόφρονες μετέβησαν στην Φιλιππούπολη και συγκάλεσαν Σύνοδο υπό την προεδρία του Αντιοχείας Στεφάνου, στην οποία και πάλι καταδικάστηκε ο Μέγας Αθανάσιος!

    7. Παρόλα αυτά ο Αρειανόφρων Κωνστάντιος αποδέχτηκε την επάνοδο του Μεγάλου Αθανασίου στην Αλεξάνδρεια, εξαιτίας των πιέσεων του αδελφού του Κώνστα, ο οποίος ήταν Ορθόδοξος. Ο Άγιος προτού φθάσει στην Αλεξάνδρεια πέρασε από την Αντιόχεια το έτος 346, στην οποία βρισκόταν ο Κωνστάντιος, για να τον συναντήσει, αποφεύγοντας κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με τον τότε Αντιοχείας Λεόντιο. Εκεί διεξήχθη μεταξύ του Αγίου και του Κωνσταντίνου ένας σημαντικός διάλογος. Ο Κωνστάντιος είπε στον Άγιο: «ἐπειδὴ δὲ εἰσὶν ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ τινες τοῦ λαοῦ διακρινόμενοι τὴν πρός σε κοινωνίαν, μίαν ἐν τῇ πόλει ἐκκλησίαν ἔασον ἔχειν αὐτούς» (Σωκράτους Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 67, 256). Του ζήτησε δηλαδή να παραχωρήσει έναν ναό στην Αλεξάνδρεια σε εκείνους που δεν είχαν κοινωνία μαζί του, δηλαδή τους Αρειανόφρονες. Ο Μέγας Αθανάσιος δέχτηκε και ζήτησε να παραχωρήσει και ο αυτοκράτορας έναν ναό στην Αντιόχεια, στους Ορθοδόξους εκείνους που είχαν διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους Αρειανόφρονες Επισκόπους Αντιοχείας («Μίαν γὰρ καὶ αὐτὸς ἐκκλησίαν ἀπονεμηθῆναι ἠξίου καθ' ἑκάστην πόλιν τοῖς διακρινομένοις πρὸς τὴν τῶν Ἀρειανιζόντων κοινωνίαν», αυτόθι), τους αποκαλούμενους «Ευσταθιανούς». Συγκεκριμένα του απάντησε: «Καὶ μάλα, βασιλεῦ, δίκαιον καὶ ἀναγκαῖον τοῖς σοῖς προστάγμασι πείθεσθαι, καὶ οὐκ ἀντερῶ: ἐπεὶ δὲ καὶ ἀνὰ τήνδε τὴν Ἀντιόχειαν πόλιν εἰσὶν οἱ τὴν κοινωνίαν τῶν ἑτεροδόξων ἡμῖν ἀποφεύγοντες, παραπλησίαν αἰτῶ χάριν ὥστε καὶ αὐτοὺς μίαν ἔχειν ἐκκλησίαν καὶ ἀδεῶς ἐν ταύτῃ συνιέναι» (Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 67, 1099). Το ίδιο διαφωτιστικότατη είναι και η μαρτυρία του Σωζομενού, του εκκλησιαστικού ιστορικού της περιόδου εκείνης: «Λεόντιος τότε τὴν ἐπισκοπὴν διεῖπεν. Ὃν ὡς ἑτερόδοξον παρῃτεῖτο Ἀθανάσιος, τοῖς δὲ καλουμένοις Εὐσταθιανοῖς ἐκοινώνει ἐν ἰδιωτῶν οἰκίαις ἐκκλησιάζων» (αυτόθι). Καμία εκκλησιαστική κοινωνία με τον (Αρεινόφρονα μεν, αλλά άκριτο, μη καταδικασμένο υπό Συνόδου) Επίσκοπο Αντιοχείας Λεόντιο, δεν είχε ο Μέγας Αθανάσιος, αντιθέτως κοινωνούσε με τους («σχισματοαιρετικούς» για την επίσημη Εκκλησία) «Ευσταθιανούς», οι οποίοι δεν είχαν ναούς και λειτουργούσαν σε σπίτια! [Μια τέτοια ευλογημένη εμπειρία είχε και ο γράφων μικρός, όταν συμμετείχε σε μια Λειτουργία που έγινε μυστικώς σε σπίτι στις Σπέτσες μετά τον διωγμό του αειμνήστου Γέροντος Χρυσοστόμου Σπύρου, τον οποίο εκδίωξε από τη Μονή του, ο Ύδρας και Σπετσών Ιερόθεος, επειδή ο Γέροντας διέκοψε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί του, λόγω της αιρέσεως του Οικουμενισμού].

     8. Τρία χρόνια μετά την επιστροφή του Μεγάλου Αθανασίου στον επισκοπικό θρόνο της Αλεξανδρείας (Οκτώβριος 346) και συγκεκριμένα στις αρχές του 350 δολοφονήθηκε ο προστάτης του Κώνστας και οι Αρειανόφρονες ξεκίνησαν νέο γύρο αγώνων εναντίον του. Αρχικά με την Σύνοδο του Σιρμίου (351) επανέλαβαν τις παλαιές κατηγορίες εναντίον του, ενώ με τις Συνόδους της Αρελάτης (353) και Μεδιολάνων (355) τον καταδίκασαν εκ νέου! Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος έστειλε στα τέλη του 355 απεσταλμένους να συλλάβουν και να απομακρύνουν τον Μέγα Αθανάσιο, αλλά ο λαός εξεγέρθηκε και ματαίωσε τα σχέδιά του, με αποτέλεσμα ο Κωνστάντιος να στείλει τον στρατό! Στις 9 Φεβρουαρίου 356, σε αγρυπνία που προΐστατο ο Άγιος στο ναό του Αγίου Θεωνά ο αυτοκρατορικός στρατός πολιόρκησε την εκκλησία. Οι στρατιώτες έσπασαν τις πόρτες και ξυλοκόπησαν τους προσευχόμενους [παρόμοιες σκηνές βιώσαν οι παππούδες μας μετά την Ημερολογιακή Καινοτομία του 1924, στον Άγιο Θεράποντα στο Γουδί, στους Αγίους Θεοδώρους Νέας Σμύρνης, στον Άγιο Γεώργιο Παλαιού Φαλήρου κ.α.]. Ο Μέγας Αθανάσιος φυγαδεύτηκε με τη βία, από πνευματικά του παιδιά και ο Αυτοκράτορας διέταξε να συνεχιστεί η καταδίωξή του. Νέος Επίσκοπος Αλεξανδρείας τοποθετήθηκε ο Γεώργιος ο οποίος ενθρονίστηκε στις αρχές του 357. Ο πιστός λαός, που ΔΕΝ κοινωνούσε με τον Γεώργιο, αλλά αναγνώριζε τον Αθανάσιο ως γνήσιο Ποιμενάρχη του, επαναστάτησε και κατάφερε τον Οκτώβριο του 358 να εκδιώξει τον Γεώργιο από την πόλη.

   9. Όπως παρατηρούμε (βλ. Πίνακα), το 358 ο Μέγας Αθανάσιος ΔΕΝ κοινωνούσε με ΚΑΜΙΑ επίσημη Εκκλησία στον κόσμο, διότι όλοι οι Προκαθήμενοί τους ήταν Αρειανόφρονες, ενώ η πλειοψηφία των Ορθοδόξων Επισκόπων ήταν στην εξορία!

  10. Το 361 ο νέος Αυτοκράτορας Ιουλιανός, οπαδός της εθνικής θρησκείας, με διάταγμά του όρισε την επιστροφή των εξορίστων Επισκόπων, αλλά άφησε και τους αιρετίζοντες στην θέση τους, με σκοπό να δημιουργηθούν έριδες, μάχες και σύγχυση, ώστε να υπάρχει σκανδαλισμός και επιστροφή του λαού στην ειδωλολατρεία.

    11. Το 362 δημιουργείται στην Αντιόχεια το γνωστό Σχίσμα μεταξύ των Ορθοδόξων που έχουν πλέον δύο Επισκόπους, τον Άγιο Μελέτιο και τον Παυλίνο. Ο Μέγας Αθανάσιος κοινωνεί με τον Παυλίνο, διότι έχει την εσφαλμένη εντύπωση πως ο Μελέτιος είναι Αρειανόφρονας. [Τελικά ο Μέγας Βασίλειος με πολύ κόπο θα καταφέρει να πείσει τον Μέγα Αθανάσιο, ότι ο Άγιος Μελέτιος είναι Ορθόδοξος, αλλά λίγο προτού να υπάρξει εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ τους ο Μέγας Αθανάσιος θα κοιμηθεί].

  12. Το 365 διατάσσεται από τον Αρειανόφρονα Αυτοκράτορα Ουάλη, νέα εξορία του Αγίου, αλλά μπροστά στην επανάσταση του λαού, ο Αυτοκράτορας αναγκάζεται να την ανακαλέσει και το 366 ο Άγιος επιστρέφει από την τελευταία εξορία του. Προσπάθεια των Αρειανοφρόνων το επόμενο έτος να τοποθετήσουν τον Αρειανόφρονα Λούκιο, ως Επίσκοπο Αλεξανδρείας, δεν ευδοκίμησε. 

   13. Στις 2 Μαΐου 373 (Ιουλιανό Ημερολόγιο) κοιμήθηκε ο Μέγας αυτός Ομολογητής και Αγωνιστής Άγιος Αθανάσιος. Είναι δε λίαν επίκαιρη και η, συμπεριληφθείσα στο «Πηδάλιον», επιστολή του προς τον Ρουφιανιανό. Αξίζει να μελετηθεί και να αξιολογηθεί, διότι πραγματεύεται το ζήτημα της κατάκριτης εκκλησιαστικής κοινωνίας των Ορθοδόξων μετά των αιρετιζόντων και τον τρόπο θεραπείας αυτής. Κλείνοντας πρέπει να ειπωθεί πως ειλικρινά αξίζει να εντρυφήσει κανείς στην αφορώσα την μεταξύ των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων Εκκλησιαστική Ιστορία (μία περίοδο που έχει ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ κοινά με την εποχή μας), διότι θα λάβει σημαντικότατα διδάγματα.

Νικόλαος Μάννης

ΠΗΓΕΣ
MIGNE, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ, ΤΟΜ. 25 και 67
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ
ΖΑΧΑΡΙΑ ΜΑΘΑ, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΕΞΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ, ΠΗΔΑΛΙΟΝ
(Η ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ PDF ΕΔΩ: https://drive.google.com/file/d/0B3tuH122XTsxT2IzS044aVFnVzA/view )