Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Ἀπαντήσεις ἐπὶ ἐκκλησιολογικῶν ζητημάτων περὶ τῆς ἱερᾶς ἀποτειχίσεως


Τὸ Ἅγιον Ὄρος σιωπᾶ, καὶ σιωπᾶ ἐμφρόνως καὶ διακριτικῶς, ὁμιλώντας ὅταν καὶ ἐφ’ ὅσον χρειάζεται. Ὁ ἁγιορειτικὸς μοναχισμὸς δὲν περιφέρεται ὅποτε καὶ ὅπως τὸ θέλουν κάποιοι, δίκην θεάματος καὶ ἀργόσχολης ἐπιδείξεως γνώσεων, στὸ διαδίκτυο ἤ ὅπου ἀλλοῦ...
Ἤδη ἀπὸ τὴ πρώτη στιγμὴ τῆς εὐλογημένης καὶ διόλου εὔκολης ἀποτειχίσεώς μας, ἐν μέσω ἀκραίων φωνῶν, κατηγοριῶν καὶ λοιδοριῶν ἐκ τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν ἀφελῶν ἤ μὴ συνοδοιπόρων τους, κρατήσαμε εὐθαρσῶς καὶ μὲ κάθε συνέπεια αὐτὰ ποὺ ἐκθέσαμε, ἀρχῆς ἐξ ἀρχῆς, στὴνὉμολογία Πίστεως, δηλαδὴ στὸ κείμενο αὐτῆς τούτης τῆς ἀποτειχίσεώς μας. Ἀρχικῶς ἐπαινεθήκαμε καθολικά, δίχως νὰ εἶναι ὁ στόχος τῶν δράσεών μας αὐτός, ἀπὸ ὅλους ὅσοι συνδέθηκαν μὲ τὴν ἀποτείχιση, αὐτὸ ὅμως στὴν ἀρχή...
Ἡ συνέχεια ἦταν ἡ ἀναμενόμενη: συκοφαντίες, ὕβρεις (ἀκουστήκαν πράγματα ἀνοίκεια γιὰ τὸ μοναχικὸ σχῆμα ἀπὸ πολλούς...), ἐνῶ ἀντιμετωπίσαμε, καὶ συνεχῶς ἀντιμετωπίζουμε, μία ἐκστρατεία λάσπης καὶ ψευδοῦς πληροφόρησης ἀπὸ γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους. Ὅλα αὐτὰ, ἄς σημειωθεῖ, νὰ γὶνονται ἐν μέσω διωγμοῦ ὑπὸ τῶν μοναστηριακῶν διοικήσεων, ποὺ ὡδήγησε πολιοὺς γέροντες ἀλλὰ καὶ νεαρώτερους μοναχοὺς “νὰ πάρουν τό ρασάκι τους καὶ νὰ ἀναχωρήσουν ἐκ τῶν μονῶν τῆς μετανοίας τους”.
Τίποτε ὅμως δὲν φαίνεται νὰ πτοεῖ κάποιους “ἀγωνιστὲς τοῦ πληκτρολογίου”, οἱ ὁποῖοι, ἀνέξοδα καὶ ἐν πλήρει ἀσφαλείᾳ στὰ σπίτια τους, πετοῦν μύδρους, ἐπιτιθέμενοι σὲ ὅποιον ἔχει τὴν ἀτυχία νὰ διαφωνεῖ σὲ κάτι μαζύ τους. Ἡ -ἐπιεικῶς- μετρία θεολογική τους κατάρτηση, προδίδεται ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο καὶ τὸ ὕφος τῶν κειμένων τους, ἐνῶ αὐτοὶ κομπάζουν θεωρώντας ἑαυτοὺς ὡς “θεολόγους”. Οἱ Πατέρες διδάσκουν ποιὲς εἶναι οἱ προϋποθέσεις τοῦ θεολογεῖν, ἄς κάνουν τὸν κόπο οἱ ὑπ’ ὄψιν “ἀγωνιστές”, καθὼς καὶ οἱ ὁπαδοί τους, νὰ τὶς μάθουν...
Πρόσφατο παράδειγμα, ἡ περιέργως συντονισμένη -χρονικά- ἐπίθεση τῶν κυρίων Ἰωάννου Ρίζου καὶ Παναγιώτου Τελεβάντου ἐναντίον ἡμῶν, ὅπου καὶ αὐτὴ ἡ συμβουλὴ τοῦ Εὐαγγελίου (Μτ. 18, 15-17), βάναυσα παρέμεινε ἀργή... Οἱ θέσεις τῶν κατηγόρων μας σὲ ἄλλα θέματα ταυτίζονται, ἐνῶ σὲ ἄλλα ἀποτελοῦν κυριολεκτικὰ τοὺς ἀντίποδες, καθιστώντας τους... τὰ δύο ἄκρα. Καὶ οἱ δύο ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ἡ, μὲ τὸν ἐνδεδειγμένο τρόπο, συζήτηση ΔΕΝ τοὺς ἐνδιαφέρει, ἁπλᾶ θέλουν νὰ “εἰποῦν τῇ ἐκκλησίᾳ”, συγχέοντας τὸν δημόσιο χῶρο τοῦ διαδικτύου μ’ αὐτήν... Ἡ ὅποια ἀντιδικία μαζύ τους σαφῶς καὶ δὲν ἔχει προσωπικὸ χαρακτῆρα (τοὺς γνωρίζουμε ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καὶ καθόλου), καὶ ἀποτελεῖ εὐκαιρία γιὰ νὰ ἀναδείξουμε εὐρύτερα θεολογικὰ προβλήματα ἐντὸς τοῦ ἀντιοικουμενιστικοῦ χώρου.
Ἐπὶ τῆς οὐσίας, ἔχουμε κατ’ ἀρχὰς νὰ παρατηρήσουμε ὅτι σύνολοι οἱ σήμερον κατηγοροῦντες ἡμᾶς καλοὶ αὐτοὶ ἀδελφοὶ, ἐπαίνεσαν τὴν Ὁμολογία Πίστεως μας, τότε ποὺ εἶχε κυκλοφορήσει (Αὔγουστος 2016), δίχως κἄν νὰ ἔχουν κάνει, ὅπως ἀποδεικνύεται, τὸν κόπο νὰ τὴν ἀναγνώσουν. Συκοφαντούμεθα σήμερα, μὲ τὶς πλέον βαρειὲς κατηγορίες, αὐτὲς τοῦσχίσματος καὶ τῆς αἱρέσεως(!), διότι κάναμε τὸ “λάθος” νὰ ζητοῦμε ἐμπόνως, τόσο δημοσίως ὅσο καὶ προσωπικῶς, τὴν ἐπικέντρωση τῶν προσπαθειῶν τῶν ἀντιοικουμενιστικῶν δυνάμεων ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον στὴν θεολογικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ ἐπάρατου Οἰκουμενισμοῦ, καὶ ὄχι στὴν ἀνακίνηση δευτερευόντων ζητημάτων, καὶ μάλιστα ἐξαιρετικῶς πρώιμα καὶ μὲ λανθασμένο τρόπο (τὴν δημόσια δηλαδή, ἄνευ προσεκτικῆς διαβούλευσης, τοποθέτηση). Ὑπάρχουν πράγματα ποὺ καλὸν εἶναι νὰ τὰ γνωρίζουν ὅλοι, ὑπάρχουν ὅμως καὶ ζητήματα τὰ ὁποῖα ἄνευ τῆς ἐνδεδειγμένης καὶ προσεκτικῆς διαβούλευσης, εἶναι καὶ ἐπικίνδυνο νὰ δημοσιοποιοῦνται. Ἀναφερόμαστε φυσικὰ σὲ θεολογικὰ ζητήματα.
Οἱ παράγοντες οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν, ὅπως πλέον ἀπὸ τὰ γεγονότα καθίσταται σαφές, τὴν προβολὴ καὶ ἐπικράτηση τῶν προσωπικῶν τους ἀπόψεων, ἐμφανίζονται ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς τιμητὲς τῶν πατρικῶν παραδόσεων, ἐν πλήρει ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἁγίους Πατέρες, τῶν ὁποίων ἡ γραμματεία βρίθει προσωπικῶν ἐπιστολῶν γιὰ τὰ οὐσιώδη (ἤ μή) ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦσαν τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Ὁποία ἀντίθεσις μὲ τὴν σημερινὴ διαδικτυακὴ “καταιγίδα” τῶν θεολόγων τοῦ πληκτρολογίου καὶ τῶν δημοσίων τοποθετήσεων...
Ἔστω καὶ μέσω τῶν ἀντιξόων συνθηκῶν ποὺ δημιουργήθηκαν, θὰ ἐπιχειρήσουμε τὴν παρουσίαση τῆς ἀρχῆθεν θεολογικῆς τοποθετήσεώς μας ἐπὶ τῶν ἀνακινηθέντων ζητημάτων, ὑπὸ μορφὴν ἐκθέσεως.


Α’ Ὁ “Ἐντὸς-ἐκτὸς” τῆς Ἐκκλησίας ἀγών

Ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρξαν διαφοροποιήσεις στό ἀκανθῶδες ζήτημα τοῦ ἀγῶνος “ἐντός” ἤ “ἐκτός” τῆς Ἐκκλησίας.
Οὐσιαστικῶς ἐγκαταλείποντας κατὰ μέρος τὸ κύριο ἔργο τῆς κρίσιμης τούτης μετακολυμπάρειας περιόδου, αὐτὸ τοῦ θεολογικοῦ ξεγυμνώματος τῆς ψευδοσυνόδου καὶ τῆς νέας αἱρετικῆς θεολογίας ποὺ παρήχθη ἐκεῖ, κάποιοι κύκλοι (Τελεβάντος κ. ἄ.), ξεκίνησαν εὐθὺς τὴν πολεμικὴ περὶὑποχρεωτικοῦ ἤ δυνητικοῦ χαρακτῆρα τοῦ 15ου κανόνος τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), καὶ τοῦτο στὸ δημόσιο χῶρο τοῦ διαδικτύου, λές καὶ ἡ θεολογία εἶναι ἐλαφρὺ life-style θέμα...
            Τὸ εὐαίσθητο τοῦτο σημεῖο, ἄμεσα συνδεδεμένο μὲ τὴν εὐλογημένη καὶ κανονικῶς ὁρισμένη ἐκκλησιαστικὴ (καὶ ὄχι βεβαίως “προσωπική”) πράξη τῆς ἀποτειχίσεως (ἤτοι διακοπῆς τοῦ μνημοσύνου τοῦ αἱρετικὰ κηρύττοντος ἐπσκόπου), ἄνευ οὐσιαστικῆς μελέτης, πόσον μᾶλλον συζητήσεως, πῆρε σὲ ἐξαιρετικὰ σύντομο διάστημα κεντρικὴ θέση στὶς δημόσιες διαδικτυακὲς “συζητήσεις” καὶ σχολιασμούς, συνήθως καφενιακοῦ τύπου. Κάποιοι δὲν ἐννοοῦν ὅτι ἡ συζήτηση ἐπὶ θεολογικῶν ζητημάτων ἀπαιτεῖ ὄχι μόνον “γνώσεις” ἀλλὰ καὶ κάθαρση μετὰ φόβου Θεοῦ, καθὼς εὔκολο εἶναι κάποιος νὰ ἐκτροχιασθεῖ ἐπὶ ἀπωλείᾳ τῆς σωτηρίας του, ὅσο καὶ αὐτῆς τῶν ὅσων τυχὸν τὸν ἀκολουθήσουν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ὁ ὁλοένα καὶ μεγαλύτερος σκανδαλισμὸς καὶ σύγχυση πολλῶν ἐκ τῶν πιστῶν οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς ἀφήνονται νὰ “ἐνημερώνονται” ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὸ τὶ γράφει ὁ τάδε ἤ δεῖνα σχολιαστὴς τοῦ διαδικτύου... Πάντως φαίνεται ὅτισκοπὸς αὐτῶν τῶν (διαπλεκόμενων) κύκλων εἶναι ἡ διασπορὰ συγχύσεως ἐντὸς τῶν ὀρθοδόξων. Τονίζουμε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ πληροφόρηση περὶ τῶν ἐνεργειῶν τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν θεολογικῶν πλανῶν τους, τὴν ὁποία ἐπαινοῦμε, καὶ ἄλλο ἡ διαπήδησις ἐπὶ καιρίων, στρατηγικοῦ χαρακτῆρα, ζητημάτων, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τοῦ καθενὸς γιὰ νὰ “παίζει” μαζύ τους, ἐπὶ καταστροφῇ τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου. Ὀφείλουμε νὰ ἐπιστήσουμε τὴν προσοχὴ σὲ αὐτὰ τά, ποιμαντικοῦ χαρακτῆρα, ζητήματα, καθὼς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ ἄς μᾶς διαψεύσουν, ΠΟΙΜΑΙΝΕΙ (συμβουλευτικά) καὶ ὄχι ἁπλῶς σὲ ἐνοριακὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ.
Μετὰ τὶς ὀφειλόμενες τοῦτες ἐξηγήσεις, ἀπαντοῦμε ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴνὉμολογία Πίστεώς μας ξεκαθαρίσαμε ὄτι:

“ ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἀγώνας τὸν ὁποῖον ἀναλαμβάνουμε γίνεται πρωτίστως γιὰ λόγους σωτηριολογικῆς φύσεως, ἐμμένοντες πιστοὶ στὴν ἐκκλησιολογία τῆς ὀρθοδόξου πατερικῆς παραδόσεως, καὶ ἕνεκα τούτου, ἐντὸς τοῦ Σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δὲν προβαίνουμε εἰς σύστασιν ἑτέρας “ἐκκλησίας”, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, οὔτε προσχωροῦμε σὲ κάποια παλαιοημερολογητικὴ ἐπισκοπικὴ παράταξη. Μένοντας πιστοὶ εἰς τὸ Σύμβολον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, παραμένουμε ἁπλᾶ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ καὶ ὁμολογοῦμε τὴν διαχρονικὴ ἁγιοπατερικὴ σωτήριο ἀλήθεια ποὺ παραλάβαμε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Καταδικάζουμε καὶ ἀναθεματίζουμε τὴν Παναίρεση τοῦ Διαχριστιανικοῦ, Διαθρησκειακοῦ, Συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθὼς καὶ τὶς ἀποφάσεις τῆς λεγομένης ΑκΜΣ. Ὅ,τι ἄλλο κυκλοφορήσει εἰς βάρος μας, θὰ ἀποτελεῖ κατάπτυστη συκοφαντία.

Ἑπομένως ἡ Τελεβάντια κακόνοια ὅτι -δῆθεν- ἐξήλθαμε τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἄλλοι Νοβατιανοί(!), καθιστάμενοι ἔτσι σχισματικοί, παίρνει ἀπάντηση ἀπὸ τὸ ἀνωτέρω χωρίο. Οἱ ἱεροὶ Κανόνες, εἶτε ἀρέσει σὲ κάποιους εἶτε ὄχι, εἶναι ὑποχρεωτικοί κάτι ποὺ εἰς τοὺς ἐπαΐοντας ἦταν γνωστὸ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, τότε ποὺ μᾶς ἐπαινοῦσαν, τὸ ἐπαναλάβαμε δὲ καὶ στὴν ἐπιτυχημένη ἡμερίδα τοῦ Ὡραιοκάστρου. Δὲν εἶμαστε ἐμεῖς κ. Τελεβάντε ποὺ ἀλλάξαμε ἀπόψεις ἐπὶ τοῦ ζητήματος, ἄλλοι εἶναι, ψᾶξτε νὰ τοὺς βρεῖτε... Τώρα ἀναφορικῶς μὲ τὴν τελεβάντια διάγνωση περὶ τοῦ ἐάν εἶναι τρεῖς ἤ ὀκτὼ οἱ αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, (ἀλήθεια πόσοι εἶναι στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐρωτοῦμε τὸν κύπριο κ. Τελεβάντο...), τὸ ἀφήνουμε στὴν κρίση τῶν ἐχόντων γνώση τῶν γεγονότων μετὰ τὸ Κολυμπάρι, πιστῶν. Νὰ θυμήσουμε ἐν παρόδῳ, στὴν πρὸ ἡμερῶν ψηφοφορία πρὸς πλήρωσιν δὺο ἐπισκοπικῶν θρόνων, τὶς 34 ψήφους (τῶν “ὀρθοδόξων” κατὰ Τελεβάντο), ποὺ ἔλαβε ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου, πρωτοσύγγελος τῆς Ἱ.Μ. Δημητριάδος, γνωστῆς γιὰ τοὺς “ὁμολογιακούς” της ἀγῶνες... Πῶς θὰ ἐννοήσουμε αὐτὲς τὶς ψήφους (ὄχι ὅτι οἱ ὑπόλοιποι 42 εἶναι καλύτεροι...), ὡς ὀρθοδόξων ἤ οἰκουμενιστῶν;
Ἐάν ἐξαιρέσουμε δὲ ἕναν μοναχὸ καὶ ἕναν κληρικὸ (κεκοιμημένοι ἀμφότεροι), οἱ ὁποῖοι ἄνευ προσφυγῆς στὴν κανονικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, κάνοντας χρήση λογικοφανῶν ἐπιχειρημάτων (ταυτίζοντας, ἀντιμεθοδολογικά, ἔννοιες κατὰ τὸ σχῆμα τῆς ὁμωνυμίας), καὶ ἐξάγοντας ἄκυρα ἀπὸ λογικῆς ἀπόψεως συμπεράσματα, ἡ Ἐκκλησία διαχρονικὰ κατανοεῖ τοὺς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι θεσπισθέντας ἱεροὺς Κανόνες ὡςὑποχρεωτικούς. Τὸ δὲ ἐπιχείρημα περὶ τῆς διαφορᾶς κανόνων βάσει τῆς ὑπάρξεως ἐπιτιμίου ἤ μή, τό ἀκυρώνει αὐτὸς τοῦτος ὁ ἱερὸς Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἤδη στὰ εἰσαγωγικά του σχόλια στὸ Πηδάλιο (Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀστήρ, 1957, σελ. ιθ’). Τέλος νὰ σημειώσουμε τὴν ἀναφορὰ τοῦ ὁσ. Νικοδήμου στὴν σχετικὴ συμφωνία μετὰ τῶν λοιπῶν ἱερῶν Κανόνων τοῦ 15ου κανόνος τῆς Α’-Β’ συνόδου, ὅπου ἀναφέρει τὸν β’ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ συνόδου (στὸν ὁποῖον παραπέμπουν καὶ οἱ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς ἐπὶ λατινόφρονος πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου), ποὺ ἐν ὁλίγοις ὁρίζει ὅτι ὅποιος κοινωνεῖ πρὸς τοὺς ἀκοινωνήτους, ὁμοίως νὰ καθίσταται ἀκοινώνητος. Ἡλίου φαεινότερον λοιπὸν τὸ ποιὸς ἀκολουθεῖ τοὺς Πατέρες καὶ τὴν διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ποιὸς νέες ἀμάρτυρες διδασκαλίες.
Καταληκτικὰ ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ σχετικισμοῦστὴν κατανόηση τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως, κατὰ τὰ πρότυπα τῆς οἰκουμενιστικῆς θεολογίας, κάτι ποὺ μαρτυρεῖ τὴν αἰχμαλωσία τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας σὲ ἀλλότριες πρὸς τὴν ὀρθοδοξία ἀρχὲς (καθὼς καὶ ὅσων θεολογοῦν ἔχοντας “δανεισθεῖ” ἀξιωματικὲς ἀρχὲς ἀπ’ αὐτήν), μὲ συνακόλουθη συνέπεια νὰ πολεμεῖται ἡ αἵρεσις κάνοντας χρήση (καί) αἱρετικῶν ὅπλων. Φυσικὰ δὲν λέμε ὅτι πάντες ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν (κάθε) Τελεβάντο, ἀνεπιγνώστως ὡς πρὸς τὶς θεολογικὲς συνέπειες, εἶναι αἱρετικοῦ φρονήματος, πλὴν καλὸν εἶναι νὰ μελετήσουν προσεκτικὰ σύνολη τὴν ἱερὰ Παράδοση καὶ μετὰ νὰ ἀποφασίσουν.


Β’ Περὶ “παλαιοῦ” ἡμερολογίου

Ὅπως μαρτυρεῖ σωρία οἰκουμενιστικῶν πηγῶν, ἡ ἀλλαγὴ ἡμερολογίου ἀποτέλεσε στρατηγικοῦ χαρακτῆρα ἀπόφαση τῶν πρώιμων οἰκουμενιστῶν, πρὸς ἐξυπηρέτησιν τοῦ ὁράματός τους γιὰ τὴν πανθρησκεία. Ἐπ’ αὐτοῦ οὐδεὶς ποὺ θέλει νὰ λέγεται ὀρθόδοξος ΔΕΝ διαφωνεῖ. Οἱ μαρτυρίες ἐκ τῶν πηγῶν ἔχουν παρουσιασθεῖ ἐξαντλητικὰ ἀπὸ πολλούς, δὲν εἶναι ἀνάγκη ἐδῶ νὰ τὶς ἐπαναλάβουμε, ἀρκεῖ κάποιος ν’ ἀνατρέξει, σὺν τοῖς ἄλλοις, καὶ στὴν εἰσήγηση τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση στὴν ἡμερίδα τῆς Ἱ.Μ. Πειραιῶς πρὶν τὸ Κολυμπάρι.
Τὸ ἡμερολογιακὸ ἔσχισε de facto τὴν Ἐκκλησία (ἐννούμενο ἐδῶ ὡς χωρισμὸς τῶν ὀρθοδόξων μεταξύ τους), γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ τὰ γεγονότα τοῦ μασονικῆς ἔμπνευσης “συνεδρίου” τοῦ Μεταξάκη, ὅσο καὶ αὐτῶν τοῦ 1924, ἀποφασίσθηκε τὸ ζήτημα νὰ λυθεῖ τελεσιδίκως στὴν σχεδιαζόμενη -τότε- οἰκουμενικὴ Σύνοδο (ὅπως π.χ. συμφωνήθηκε καὶ καταγράφηκε στὰ -ἐκδοθέντα προσφάτως- πρακτικὰ τοῦ πανορθοδόξου συνεδρίου τοῦ 1930 ἐν Ἁγίῳ Ὄρει).
Τὸ σχίσμα δὲν ἀντιμετωπίσθηκε εἰσέτι συνοδικά σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο (καθότι πλέον ὑφίσταται σὲ ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ υἱοθέτησαν τὸ “Νέο”), καὶ μετὰ τὶς ἐξελίξεις τοῦ Κολυμπαρίου μᾶλλον πᾶμε καὶ γιὰ ἀλλαγὴ πασχαλίου... Οὐδέποτε τέθηκε, ἀπὸ τοὺς σοβαροὺς τουλάχιστον, ὅτι ἡ καινοτομία εἶναι οἱ 13 ἡμέρες, ἀλλὰ ἡ λειτουργικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ εἰσέλθουμε στὸν λαβύρινθο τῶν ἀντεγκλήσεων ἐπὶ τοῦ ζητήματος, ὄχι μόνον διότι δὲν εἶναι τῆς παρούσης, ἀλλὰ διότι βαθειά μας πεποίθηση εἶναι ὅτι τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου συνδέεται μὲ τὸ ὅλο πρόβλημα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἑπομένως ὀφείλει νὰ ἀντιμετωπισθεῖ στὴ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ὀρθόδοξηοἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Εἶχαν ἤ ὄχι δίκιο οἱ πιστοὶ ποὺ ἀποτειχίστηκαν τὸ 1924 ἀπὸ τὴν καινοτομοῦσα ἱεραρχία, (καὶ ὄχι βεβαίως ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὅπως ὑποστηρίζουν διάφοροι ἐπισκοποκεντρικοὶ ζηζιουλιστές); Στὸ βαθμὸ ποὺ ἀποτειχίστηκαν ἕνεκεν καινοτομίας περὶ τὴν Παράδοση (δηλ. τὸν λειτουργικὸ χαρακτῆρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, ποὺ φυσικὰ καὶ συνδέεται μὲ τὸ ἑορτολόγιο), ἔπραξαν ὀρθῶς, ἐφ’ ὅσον παρέμεναν στὰ “ὄρια” ποὺ καθορίζει ὁ 15ος κανὼν τῆς Α’-Β’ Συνόδου.
Τὰ προβλήματα ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν σταδιακὴ ὑπερίσχυση τῆς “σκληρῆς” μερίδος ἐντὸς τῶν παλαιοημερολογιτῶν (ὅπως χλευαστικῶς τοὺς ἀποκαλοῦσαν), ἕνεκεν βεβαίως καὶ τοῦ ἀγρίου καὶ ἀληθινὰ διοκλητιάνιουδιωγμοῦ ποὺ ἐξαπέλυσε ἐναντίον τους ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ὁ καὶ ἀρχιτέκτονας τῆς, μὲ δόλιο τρόπο, ἀλλαγῆς ὡς κατήγγειλαν τότε συγκεκριμένοι εὐλαβεῖς συνοδικοὶ ἀρχιερεῖς.
Ἡ ἕως καὶ ποδοπάτησις(!) τιμίων δώρων ὑπὸ τῶν διωκτικῶν ἀρχῶν, τὰξυρίσματα τῶν ἱερέων, οἱ ἐξορίες (π.χ. ἁγιορειτῶν), ὁ φόνος (Αἰκατερίνη Ρούτη) κ.λπ. ὡδήγησαν -σὺν τοῖς ἄλλοις- στὴν υἱοθέτηση (ὑπὸ τῆς μειοψηφίας), τῆς -λανθασμένης- θεωρήσεως περὶ ἀκύρων μυστηρίων τοῦ “Νέου”. Τὸ πάθος καὶ ἡ πόλωση ἔπνιξε τὶς νηφάλιες φωνὲς καὶ στὶς δύο μερίδες, νέου καὶ παλαιοῦ, μὲ καταστροφικὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπόφαση δημιουργίας ἱεραρχίας ὑπὸ τῶν Γ.Ο.Χ. καὶ οἱ χειροτονίες ἐπισκόπων, ἀπετέλεσε τὸ τελικὸ πλῆγμα τῆς ὅλης ὑποθέσεως. Ἔκτοτε τὰ σχίσματα καὶ ἡ διάσπαση τῶν Γ.Ο.Χ. ἀποτελεῖ τὴν θλιβερὴ παρακαταθήκη ἑνὸς κατ’ ἀρχὰς τιμίου ἀγῶνα...
Ἡ θέση μας εἶναι ὅτι ἕως τὸ 1935 (ἔτος δημιουργίας τῆς πρώτης συνόδου τῶν Γ.Ο.Χ.), ἡ ἀποτείχισις τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν ἦταν κανονικῶς ὀρθὴ καὶ πρέπουσα, καὶ ἐντὸς τοῦ πλαισίου ποὺ καθορίζει ὁ 15ος τῆς Α’-Β’.Δὲν ἰσχύει τὸ ἴδιο ὅμως μετὰ τὸ 1935. Οἱ αἰτιάσεις τῶν Γ.Ο.Χ. γιὰ τὴν ἀνάγκη ὑπάρξεως “ἱεραρχίας” δὲν πείθουν, ἐκτὸς καὶ ἄν ὄντως εἶναι ἄκυρα τὰ μυστήρια τοῦ Νέου (ὤ τῆς βλασφημίας). Οἱ καλοπροαίρετοι Γ.Ο.Χ. δὲν κατανοοῦν ὅτι ἡ ὕπαρξις “συνόδων” αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει: ἄκυρα μυστήρια αὐτοῦ μὲ τὸν ὁποῖον δὲν κοινωνεῖς. Ἀποτείχισις πλέον -ἄς μᾶς συγχωρήσουν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ παλαιοῦ- δὲν ὑπάρχει πλέον σ’ αὐτούς, ἀφοῦ δὲν ἔχουν ἀποτειχισθεῖ ἀπὸ τὸν καινοτόμο ἐπίσκοπό τους, ἀλλὰ ἔχουν πλέον κάποιον δικό τους.
Ποιὰ εἶναι ἡ ἐκκλησιολογικὴ ὑπόστασις τῶν Γ.Ο.Χ.; Κάποιοι νεοημερολογίτες φανατικοὶ “Γ.Ο.Χ.” (πλέον ὑπάρχουν καὶ τέτοιοι!), θεωροῦν ἄκυρα τὰ μυστήρια τῶν παλαιοημερολογιτῶν Γ.Ο.Χ (ἔνιοι δὲ ἐξ αὐτῶν θεωροῦν καὶ τὰ τῶν νεοημερολογιτῶν)., ἀφοῦ ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴν “Ἐκκλησία”. Τὸ ἐάν ἡ “Ἐκκλησία” (ταυτίζοντας -ζηζιουλικά- τὸ ὅλον τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἱεραρχία της), εἶναι καινοτόμος δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει (ὅπως καὶ τοὺς οἰκουμενιστὲς π.χ. μὲ τὸν “ἁγιώτατο πάπα” κ.λπ.). Δὲν μποροῦν ὅμως οἱ καινοτόμοι νὰ κρίνουν τοὺς ἀκαινοτομήτους! Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ καθιστᾶ τὴν Ὀρθόδοξο οἰκουμενικὴ Συνόδο ἀναγκαία, ἡ ἐπίλυσις δηλαδὴ ὅλων τῶν συναφῶν πρὸς τὸν Οἰκουμενισμὸ προβλημάτων. Γεγονὸς πάντως εἶναι ὅτι ἅπαντες οἱ ΓΟΧικοὶ “ἐπίσκοποι” καὶ αὐτοὶ εἶναι πλέον ὑπόλογοι ἐνώπιον τῆς Ὀρθοδόξου οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ θὰ τὴν συγκαλέσουν θὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ θὰ “ἐπιστρέψουν”, λόγω τῆς κλιμάκωσης τοῦ ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος, ἐκ τῶν ἐπισήμων ἱεραρχιῶν τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἔγινε καὶ στὴ περίπτωση τῆς 7ης οἰκουμενικῆς Συνόδου. Μόνον τότε θὰ καταδικασθεῖ τελεσιδίκως ἡ αἵρεσις καὶ θὰ συζητηθοῦν τὰ περὶ μυστηρίων ζητήματα.Ἕως τότε δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται (ἐάν ἔχουμε τὸν στοιχειώδη φόβο Θεοῦ, καὶ δὲν θέλουμε νὰ βλασφημοῦμε), νὰ κηρύττουμε πρὸ συνοδικῆς διαγνώμηςἄκυρα μυστήρια σὲ Νέο ἤ Παλαιό.
Ἐδῶ ὀφείλουμε νὰ ξεκαθαρίσουμε ὅτι ἡ ἄποψη περὶ ἀκύρων μυστηρίων, (εἴτε ἀπὸ παλαιοημερολογῖτες, εἴτε ἀπὸ νεοημερολογῖτες, εἴτε ἀπὸ “ἀποτειχισμένους”), συνδέεται μὲ τὴν θεώρηση περὶ αὐτομάτου ἀπωλείας τῆς χάριτος, ἡ ὁποία δὲν ἀνήκει στὴν ὀρθόδοξη κανονικὴ Παράδοση ἀλλὰ στὴν παπική, ὅπου ἤδη ἀπὸ τὸν 13ο αἰῶνα καταγράφεται ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῆς νέας παπικῆς ἐκκλησιολογίας, ἐχούσης θεμέλιο τὴν φραγκικὴ ἀντίληψη (ἐν ἀντιθέσει πρὸς αὐτὴν τῆς βυζαντινῆς παποσύνης) περὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου. Ἡ ὑπ’ ὄψιν θεώρηση (στὰ λατινικὰ Latae sententiae), ἡ ὁποία παραμένει καὶ στὸν νέο ἀναθεωρημένο κώδικα τῶν (παπικῶν) κανόνων τοῦ 1983, ἀναπτύσσεται στοὺς κανόνες 1321-1330. Συμφώνως πρὸς αὐτὴν ΔΕΝ χρειάζεται ἐπισκοπικὴ σύνοδος γιὰ ὁρισμένη κατηγορία ἁμαρτιῶν, στὶς ὁποῖες ἀνήκει καὶ ἡ αἵρεσις, ἀλλὰ αὐτομάτως αἴρεται ἡ χάρις, ποὺ στὴν περίπτωση κληρικοῦ σημαίνει τὴν αὐτόματη καθαίρεσή του. Ὁ ὁσ. Νικόδημος ἀντιτιθέμενος σὲ μία τέτοια θεώρηση σχολίασε ὅτι μόνον ἐπισκοπικὴ σύνοδος μπορεῖ νὰ καθαιρέσει, καθὼς οἱ κανόνες δὲν ἐνεργοῦν “μόνοι τους” (ὅ.π. Πηδάλιον, ὑποσ. 2 στὸν γ’ ἀποστολικὸ κανόνα, σελ. 4-5).
Ὁ λειτουργὼν εἰς τοὺς διωκωμένους παλιοημερολογῖτες, κρυφὰ καὶ σὲ ἀπόμερα ἐκκλησάκια, ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς ἤ οἱ δὺο ἐπιστραφέντες, χειροτονηθέντες δὲ εἰς τὸ “Παλαιόν”, ἐπίσκοποι εἰς τὸ “Νέο” (ἄνευ οὐδεμίας ἀναχειροτονήσεως ἤ καὶ χειροθεσίας, ἀντιθέτως μὲ τὴν πρακτικὴ τοῦ βλασφήμου αἱρεσιάρχου Βαρθολομαίου), Πολύκαρπος Λιώσης καὶΧριστοφόρος Χατζῆς, οἱ ὁποῖοι ἐκοιμήθησαν ἐν ἐνεργείᾳ μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἄς συνετίσουν καὶ συγκρατήσουν κάποιους “βασιλικοτέρους τοῦ Βασιλέως”...


Ἐπίλογος

Ἀφορμῆς γενομένης ἐκ τοῦ σάλου ποὺ προεκάλεσαν οἱ Τελεβάντος-Ρῖζος, καταθέσαμε στοὺς ἀγωνιῶντες πιστούς, ξεκάθαρα τὶς θέσεις μας. Ἡ κλιμάκωση τοῦ ἀγῶνος εἶναι πάντοτε τὸ ζητούμενο, καθὼς καὶ ἡ θεολογικὴ ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως, καὶ ὄχι τὰ ἔγκυρα-ἄκυρα κ.λπ. ζητήματα. Ἄς ἀφήσουμε τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου οἰκουμενικῆς Συνόδου νὰ ἀποφασίσουν, αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ εἶναι καὶ οἱ μόνοι ἁρμόδιοι. Ὁ σάλος ποὺ ἐπιχειρεῖται, φυσικὰ καὶ ἐξυπηρετεῖ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ ἀπομακρύνει τὴν χαρμόσυνο ἡμέρα τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου. Ἄς μὴν κάνουμε τὴν χάρη στοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως νὰ ἐπιχαίρουν μὲ ἀθεολόγητες θέσεις ἤ διασπαστικὲς κινήσεις τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος.


Συντακτικὴ Ἐπιτροπὴ Ἁγιορειτῶν Πατέρων

Γέρων Σάββας Λαυριώτης
Ἱερομόναχος Χαρίτων Ἁγιορείτης
Μοναχὸς Ἐπιφάνιος Καψαλιώτης




ὑ.γ. Οἱ ἀπόψεις τοῦ μοναχοῦ Μακαρίου Κουτλουμουσιανοῦ ἐκφράζουν ἀποκλειστικῶς αὐτὸν, ἑπομένως ἄς μὴν μᾶς συσχετίζουν διόλου μὲ ὅσα λέγει (ἄκυρα μυστήρια κ.λπ.) ἤ πράττει.