Η ξενική εκμετάλλευση των εθνικών μας πόθων και η πεπλανημένη εντύπωση που έχουμε ορισμένοι Έλληνες νομίζοντας ότι άλλοτε θα μας σώσει η Αμερική και άλλοτε η Ρωσία!.. Η Ελλάδα και γενικότερα όλοι εμείς οι Έλληνες θα πρέπει κάποια στιγμή να το πάρουμε απόφαση και να στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις! Μόνον έτσι μπορούμε να ορθοποδήσουμε και να μην έχουμε ανάγκη κανέναν!..
Η ξενική εκμετάλλευση των εθνικών πόθων.
Η μεταστροφή αυτή του ελληνικού λαού, η οποία επρόκειτο συν τω χρόνω να σταθεροποιηθή και να αποσπάση τελικά την Ελλάδα από την ρωσική επιρροή - την «πατροπαράδοτη» κατά την έκφραση των ιστορικών μας του περασμένου αιώνα - ανησύχησε ιδιαίτερα την τσαρική διπλωματία. Διορατική η καγκελλαρία του αυτοκράτορος Παύλου του Α', αντελήφθη εγκαίρως τον κίνδυνο: θα έχανε ένα από τα εντυπωσιακώτερα πιόνια της, στο παιγνίδι της προς νότον πολιτικής της.
Στην πλατειά σκακιέρα της διεθνούς διπλωματίας του 18ου και 19ου αιώνος, ο Ρώσος χρησιμοποιούσε τους ορθοδόξους πληθυσμούς που βρίσκονταν ενσωματωμένοι, κατακτητικώ δικαιώματι, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως στο συνηθισμένο σκάκι το γνωστό πιόνι «ο τρελλός». Χαρακτηρισμένο κι απ' την ονομασία του το πιόνι αυτό χρησιμοποιείται για αιφνιδιασμούς, πλευροκοπήματα. Είναι ακριβώς ο ρόλος που είχε δώσει η τσαρική διπλωματία στους χριστιανικούς λαούς του σουλτανικού κράτους και κυρίως στον ελληνικό, που διψώντας για ελευθερία παρουσιάζονταν ο πιο ανυπότακτος από τους ραγιάδες λαούς, έτοιμος κάθε στιγμή να ξεσηκωθή και να ορμήση κατά του δυνάστη -ένας μικρός Δαυίδ εναντίον του μουσουλμάνου Γολιάθ.
O ασίγαστος αυτός πόθος για εθνική ανεξαρτησία, που έφθανε κάποτε τα όρια της παράφορος, καθιστούσε τους Έλληνες ορθοδόξους ιδεώδεις για τον ρόλο του «τρελλού», που χρειάζονταν το τσαρικό παιγνίδι. Και τους χρησιμοποιούσε πράγματι για ένα συνεχή εκφοβισμό του Τούρκου και για αντιπερισπασμούς στα νώτα ή στα πλευρά του οθωμανικού κράτους, κάθε φορά που οι ρουσικές στρατιές εξωρμούσαν κατά μέτωπον εναντίον των σουλτανικών στρατευμάτων. Το ότι ο Μόσκοβος, όταν επετύγχανε τον άμεσο σκοπό του, εγκατέλειπε στην μοίρα του τον μικρό αλλά ουσιώδη σύμμαχ του, αποτελούσε απλούστατα έναν από τους κανόνες του αιωνίου παιγνιδιού της διπλωματίας των ισχυρών. Συχνά στο σκάκι θυσιάζεται ο «τρελλός», για να κερδηθή ένας «πύργος». Kαι από την άποψη αυτή το πιόνι «έλληνικόν στοιχείον» υπήρξε στα χέρια του Ρώσου παίκτη ο τραγικώτερος «τρελλός» του τσαρικού ιμπεριαλιστικού παιγνιδιού. Διπλά τρελλός μάλιστα αφού τα αλλεπάλληλα παθήματα του δεν τον έκαναν φρονιμώτερο, ρεαλιστικώτερο, αν θέλετε.
Όταν, λοιπόν, η καγκελλαρία της Αγίας Πετρουπόλεως διαισθάνθηκε ότι με την ορμητική είσοδο της γαλλικής διπλωματίας στον ελληνικό χώρο και την απότομη στροφή προς την Γαλλία, που πραγματοποιούσαν τότε ακριβώς οι δυναμικώτεροι Έλληνες, κινδύνευε να χάση ένα από τα αποτελεσματικώτερα πιόνια της, αντέδρασε γοργά και έντονα. Κινητοποίησε όλα τα όργανα της -τους απειράριθμους προξένους και υπαλλήλους των ρωσικών προξενείων, τόσο της κατεχόμενης Ελλάδος όσο κι ολόκληρης της οθωμανικής αυτοκρατορίας- κι εκάλεσε επίσης σε βοήθεια όλους τους αναρίθμητους τότε «φίλους της Ρωσίας», ανάμεσα στους οποίους οι πιο αφοσιωμένοι και μαχητικώτεροι ήσαν αναμφισβήτητα οι Έλληνες ραγιάδες. Το σύνθημα που εδόθη ήταν να κτυπηθή η γαλλική διείσδυση, διπλωματική είτε ιδεολογική, στον ελληνικό χώρο. Τα αντιπροπαγανδιστικά επιχειρήματα, που εφευρέθηκαν για να καταπολεμηθή η γαλλική προπαγάνδα, ήσαν πολλά.
Τα κυριώτερα: Η Δημοκρατία που ευαγγελίζονται οι Γάλλοι είναι μια φενάκη, κάτω από την οποία δεν κρύβεται παρά η Αναρχία. Δεύτερον: Η πολιτική της Γαλλικής Δημοκρατίας αποβλέπει στην εκμηδένιση όχι μόνον της Ορθοδοξίας, την οποίαν ανέκαθεν επιδιώκει να συντρίψη η Καθολική Εκκλησία, αλλά και της Θρησκείας γενικώτερα, όπως το έδειξαν οι άγριες διώξεις του γαλλικού Κλήρου από τους Ροβεσπιέρους. Τρίτο επιχείρημα, η διαβόητη ανωριμότητα του ελληνικού λαού για την απόκτηση της εθνικής του ανεξαρτησίας.
Ένας λαός αμαθών, είπαν, τον οποίον η Ευρώπη φθάνει να θεωρή σαν ημιβάρβαρο, και αν ακόμα αποκτήση την ελευθερία του δεν θα κατορθώση να σταθεροποιήση και την κρατική του υπόσταση, για την οποία χρειάζεται απαραίτητα ο προηγούμενος σχηματισμός μιας ηγετικής τάξεως, η έστω ομάδος, που θα είναι σε θέση να αναλάβη επιδέξια το έργο της διακυβερνήσεως του απελευθερωμένου λαού. Και για την δημιουργία μιας τέτοιας ομάδος επίλεκτων Ελλήνων προαπαιτείται παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευση μεθοδική και πολύχρονη. Άρα αναστολή των απελευθερωτικών επιδιώξεων του Γένους για ένα μακρό διάστημα, ωσότου «μορφωθή» πρώτα το έθνος.
Αναστολή βολική στην ρωσική διπλωματία, η οποία με παρόμοιες ή ανάλογες παρελκύσεις επεδίωκε εκάστοτε την αναβολή μιας αποφασιστικής ελληνικής επαναστάσεως, με την οποίαν υπήρχαν ελπίδες -αλλά φόβος για την τσαρική διπλωματία- ν' αποκτήσουν την εθνική ελευθερία τους οι ¨Ελληνες. Αλλά ένα ελληνικό κράτος θα ήταν άχρηστο, αν όχι κι επικίνδυνο για το ρωσικό παιγνίδι, για το οποίο χρήσιμος ήταν ο ελληνικός λαός μόνον όσο βρίσκονταν υπό δουλεία και αποτελούσε συνεπώς ένα καλό όπλο για τις προς νότον διπλωματικές εξορμήσεις, αλλά και πολεμικές εφόδους του ομόδοξου Προστάτη όλων των Ορθοδόξων.
Στα ανωτέρω συνθήματα - επιχειρήματα, που χρησιμοποίησε η ρωσική προπαγάνδα για να αποκρούση την αντίστοιχη γαλλική, βλέπουμε όλες τις πολιτικές και εθνικές απόψεις, τις οποίες υπεστήριζε ο Καποδίστριας, κατά την περίοδο εκείνη, και που καθώρισαν την όλη πολιτεία του κατά την πρώτη φάση της σταδιοδρομίας του• και ιδίως κατά την συγκεκριμένη ώρα της θητείας του σαν Γραμματέως της Επικρατείας της «Ρεπούμπλικας των Επτά Νήσων». Γνωρίζουμε, λοιπόν, τώρα τις βαθύτερες πηγές από τις οποίες αντλούσε, ενεπνέετο ή εδανείζετο τις ιδέες του, αυτές που διεκήρυσσε ακόμα και εγγράφως, προσπαθώντας συνάμα να τις εφαρμόση και στην πράξη.
Η μεταστροφή αυτή του ελληνικού λαού, η οποία επρόκειτο συν τω χρόνω να σταθεροποιηθή και να αποσπάση τελικά την Ελλάδα από την ρωσική επιρροή - την «πατροπαράδοτη» κατά την έκφραση των ιστορικών μας του περασμένου αιώνα - ανησύχησε ιδιαίτερα την τσαρική διπλωματία. Διορατική η καγκελλαρία του αυτοκράτορος Παύλου του Α', αντελήφθη εγκαίρως τον κίνδυνο: θα έχανε ένα από τα εντυπωσιακώτερα πιόνια της, στο παιγνίδι της προς νότον πολιτικής της.
Στην πλατειά σκακιέρα της διεθνούς διπλωματίας του 18ου και 19ου αιώνος, ο Ρώσος χρησιμοποιούσε τους ορθοδόξους πληθυσμούς που βρίσκονταν ενσωματωμένοι, κατακτητικώ δικαιώματι, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως στο συνηθισμένο σκάκι το γνωστό πιόνι «ο τρελλός». Χαρακτηρισμένο κι απ' την ονομασία του το πιόνι αυτό χρησιμοποιείται για αιφνιδιασμούς, πλευροκοπήματα. Είναι ακριβώς ο ρόλος που είχε δώσει η τσαρική διπλωματία στους χριστιανικούς λαούς του σουλτανικού κράτους και κυρίως στον ελληνικό, που διψώντας για ελευθερία παρουσιάζονταν ο πιο ανυπότακτος από τους ραγιάδες λαούς, έτοιμος κάθε στιγμή να ξεσηκωθή και να ορμήση κατά του δυνάστη -ένας μικρός Δαυίδ εναντίον του μουσουλμάνου Γολιάθ.
O ασίγαστος αυτός πόθος για εθνική ανεξαρτησία, που έφθανε κάποτε τα όρια της παράφορος, καθιστούσε τους Έλληνες ορθοδόξους ιδεώδεις για τον ρόλο του «τρελλού», που χρειάζονταν το τσαρικό παιγνίδι. Και τους χρησιμοποιούσε πράγματι για ένα συνεχή εκφοβισμό του Τούρκου και για αντιπερισπασμούς στα νώτα ή στα πλευρά του οθωμανικού κράτους, κάθε φορά που οι ρουσικές στρατιές εξωρμούσαν κατά μέτωπον εναντίον των σουλτανικών στρατευμάτων. Το ότι ο Μόσκοβος, όταν επετύγχανε τον άμεσο σκοπό του, εγκατέλειπε στην μοίρα του τον μικρό αλλά ουσιώδη σύμμαχ του, αποτελούσε απλούστατα έναν από τους κανόνες του αιωνίου παιγνιδιού της διπλωματίας των ισχυρών. Συχνά στο σκάκι θυσιάζεται ο «τρελλός», για να κερδηθή ένας «πύργος». Kαι από την άποψη αυτή το πιόνι «έλληνικόν στοιχείον» υπήρξε στα χέρια του Ρώσου παίκτη ο τραγικώτερος «τρελλός» του τσαρικού ιμπεριαλιστικού παιγνιδιού. Διπλά τρελλός μάλιστα αφού τα αλλεπάλληλα παθήματα του δεν τον έκαναν φρονιμώτερο, ρεαλιστικώτερο, αν θέλετε.
Όταν, λοιπόν, η καγκελλαρία της Αγίας Πετρουπόλεως διαισθάνθηκε ότι με την ορμητική είσοδο της γαλλικής διπλωματίας στον ελληνικό χώρο και την απότομη στροφή προς την Γαλλία, που πραγματοποιούσαν τότε ακριβώς οι δυναμικώτεροι Έλληνες, κινδύνευε να χάση ένα από τα αποτελεσματικώτερα πιόνια της, αντέδρασε γοργά και έντονα. Κινητοποίησε όλα τα όργανα της -τους απειράριθμους προξένους και υπαλλήλους των ρωσικών προξενείων, τόσο της κατεχόμενης Ελλάδος όσο κι ολόκληρης της οθωμανικής αυτοκρατορίας- κι εκάλεσε επίσης σε βοήθεια όλους τους αναρίθμητους τότε «φίλους της Ρωσίας», ανάμεσα στους οποίους οι πιο αφοσιωμένοι και μαχητικώτεροι ήσαν αναμφισβήτητα οι Έλληνες ραγιάδες. Το σύνθημα που εδόθη ήταν να κτυπηθή η γαλλική διείσδυση, διπλωματική είτε ιδεολογική, στον ελληνικό χώρο. Τα αντιπροπαγανδιστικά επιχειρήματα, που εφευρέθηκαν για να καταπολεμηθή η γαλλική προπαγάνδα, ήσαν πολλά.
Τα κυριώτερα: Η Δημοκρατία που ευαγγελίζονται οι Γάλλοι είναι μια φενάκη, κάτω από την οποία δεν κρύβεται παρά η Αναρχία. Δεύτερον: Η πολιτική της Γαλλικής Δημοκρατίας αποβλέπει στην εκμηδένιση όχι μόνον της Ορθοδοξίας, την οποίαν ανέκαθεν επιδιώκει να συντρίψη η Καθολική Εκκλησία, αλλά και της Θρησκείας γενικώτερα, όπως το έδειξαν οι άγριες διώξεις του γαλλικού Κλήρου από τους Ροβεσπιέρους. Τρίτο επιχείρημα, η διαβόητη ανωριμότητα του ελληνικού λαού για την απόκτηση της εθνικής του ανεξαρτησίας.
Ένας λαός αμαθών, είπαν, τον οποίον η Ευρώπη φθάνει να θεωρή σαν ημιβάρβαρο, και αν ακόμα αποκτήση την ελευθερία του δεν θα κατορθώση να σταθεροποιήση και την κρατική του υπόσταση, για την οποία χρειάζεται απαραίτητα ο προηγούμενος σχηματισμός μιας ηγετικής τάξεως, η έστω ομάδος, που θα είναι σε θέση να αναλάβη επιδέξια το έργο της διακυβερνήσεως του απελευθερωμένου λαού. Και για την δημιουργία μιας τέτοιας ομάδος επίλεκτων Ελλήνων προαπαιτείται παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευση μεθοδική και πολύχρονη. Άρα αναστολή των απελευθερωτικών επιδιώξεων του Γένους για ένα μακρό διάστημα, ωσότου «μορφωθή» πρώτα το έθνος.
Αναστολή βολική στην ρωσική διπλωματία, η οποία με παρόμοιες ή ανάλογες παρελκύσεις επεδίωκε εκάστοτε την αναβολή μιας αποφασιστικής ελληνικής επαναστάσεως, με την οποίαν υπήρχαν ελπίδες -αλλά φόβος για την τσαρική διπλωματία- ν' αποκτήσουν την εθνική ελευθερία τους οι ¨Ελληνες. Αλλά ένα ελληνικό κράτος θα ήταν άχρηστο, αν όχι κι επικίνδυνο για το ρωσικό παιγνίδι, για το οποίο χρήσιμος ήταν ο ελληνικός λαός μόνον όσο βρίσκονταν υπό δουλεία και αποτελούσε συνεπώς ένα καλό όπλο για τις προς νότον διπλωματικές εξορμήσεις, αλλά και πολεμικές εφόδους του ομόδοξου Προστάτη όλων των Ορθοδόξων.
Στα ανωτέρω συνθήματα - επιχειρήματα, που χρησιμοποίησε η ρωσική προπαγάνδα για να αποκρούση την αντίστοιχη γαλλική, βλέπουμε όλες τις πολιτικές και εθνικές απόψεις, τις οποίες υπεστήριζε ο Καποδίστριας, κατά την περίοδο εκείνη, και που καθώρισαν την όλη πολιτεία του κατά την πρώτη φάση της σταδιοδρομίας του• και ιδίως κατά την συγκεκριμένη ώρα της θητείας του σαν Γραμματέως της Επικρατείας της «Ρεπούμπλικας των Επτά Νήσων». Γνωρίζουμε, λοιπόν, τώρα τις βαθύτερες πηγές από τις οποίες αντλούσε, ενεπνέετο ή εδανείζετο τις ιδέες του, αυτές που διεκήρυσσε ακόμα και εγγράφως, προσπαθώντας συνάμα να τις εφαρμόση και στην πράξη.
Προφητεία του Αγίου Ανδρέα του δια τον Χριστόν Σαλού (6ος αιώνας μ.Χ) από τις πολλές που κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα: «Λόγος δε τις φέρεται εισιέναι το γένος των Αγαρηνών και ικανά πλήθη τη μαχαίρα αυτών κατασφάξουσιν, εγώ δε φημί ότι και το Ξανθόν γένος εισελεύσεται, ούτινος προσηγορία πρόκειται εν τω επτά και τω δεκάτω στοιχείω των είκοσι τεσσάρων στοιχείων ανακεφαλαιωμένων, αλλ'εισελεύσεται μεν και τα κώλα των αμαρτωλών επί εδάφους καταστρώσουσιν' ουαί δε αυτοίς από των δύο αρπήκων, ων αι ρομφαίοι αύραι και οξείαι δρέπανοι πυρόλεν θέρει συγκόπτουσαι και εις τα οπίω ου μη ανθυποστρέψουσιν ουκέτι ουδ' ου μη ενταύθα καταλειφθήσονται».
Αλλά στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να ανοίξωμε μία ευρεία παρένθεση, ένα ειδικό κεφάλαιο, στο οποίο να ιστορήσουμε λεπτομερέστερα την ρωσική πολιτική έναντι του ελληνικού Γένους. Χρειάζεται η έκθεση αυτή, για να κατανοήσουμε σαφέστερα πρώτον την ταραχώδη καποδιστριακή περίοδο, οπότε η τσαρική διπλωματία έδωσε την ύστατη μάχη της στον ελληνικό χώρο, κατά την οποίαν και ηττήθη σχεδόν ολοσχερώς, για να μη κατορθώση ποτέ πια να ξανακερδήση το χαμένο έδαφος στον χώρο τούτο. Και δεύτερον, για να αντιληφθούμε με την ίδια σαφήνεια, πως, μετά τον παραμερισμό αυτόν της ρωσικής επιρροής στην Ελλαδα, κατώρθωσε να πάρη την θέση της η γαλλική πρώτα και η αγγλική κατόπιν επιρροή.
Ο σχηματισμός των πυρήνων των τριών μεγάλων ελληνικών κομμάτων, που ωνομάζονταν απροκάλυπτα «Ρωσσικό», «Γαλλικό» και «Αγγλικό» κόμμα, άρχισε να συντελήται ακριβώς τότε. Ισχυροποιήθηκε η σύστασή τους κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως. Kαι στην τριετία της καποδιστριακής διακυβερνήσεως της χώρας άρχισε ο σκληρότερος αγώνας μεταξύ τους, ο οποίος άλλωστε συνεχίσθηκε οξύτατος και κατά την οθωνική περίοδο και κάπως ηπιώτερος κατά την περίοδο της βασιλείας Γεωργίου του Α'.
Ολόκληρη η ελληνική πολιτική ιστορία του περασμένου αιώνα δεσπόζεται και μάλιστα καταθλιπτικά από τους αγώνες των τριών αυτών κομμάτων, που βρίσκονταν υπό την ανάλογη επιρροή των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, Ρωσίας, Γαλλίας και Αγγλίας. Δεν θα κρίνουμε σωστά τα γεγονότα, συνταρακτικά είτε δευτερεύοντα, τα οποία προτίθεται να ιστόρηση το παρόν έργον, εάν δεν κατέχωμε πλήρως τις πολιτικές επιδιώξεις, καθώς και τους διπλωματικούς ελιγμούς της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας, από την αρχή αμέσως του πρώτου σχηματισμού των ομωνύμων ελληνικών κομματικών παρατάξεων.
Ο σχηματισμός των πυρήνων των τριών μεγάλων ελληνικών κομμάτων, που ωνομάζονταν απροκάλυπτα «Ρωσσικό», «Γαλλικό» και «Αγγλικό» κόμμα, άρχισε να συντελήται ακριβώς τότε. Ισχυροποιήθηκε η σύστασή τους κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως. Kαι στην τριετία της καποδιστριακής διακυβερνήσεως της χώρας άρχισε ο σκληρότερος αγώνας μεταξύ τους, ο οποίος άλλωστε συνεχίσθηκε οξύτατος και κατά την οθωνική περίοδο και κάπως ηπιώτερος κατά την περίοδο της βασιλείας Γεωργίου του Α'.
Ολόκληρη η ελληνική πολιτική ιστορία του περασμένου αιώνα δεσπόζεται και μάλιστα καταθλιπτικά από τους αγώνες των τριών αυτών κομμάτων, που βρίσκονταν υπό την ανάλογη επιρροή των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, Ρωσίας, Γαλλίας και Αγγλίας. Δεν θα κρίνουμε σωστά τα γεγονότα, συνταρακτικά είτε δευτερεύοντα, τα οποία προτίθεται να ιστόρηση το παρόν έργον, εάν δεν κατέχωμε πλήρως τις πολιτικές επιδιώξεις, καθώς και τους διπλωματικούς ελιγμούς της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας, από την αρχή αμέσως του πρώτου σχηματισμού των ομωνύμων ελληνικών κομματικών παρατάξεων.
Καλλιεργούνται εντατικά οι θρύλοι περί «Ξανθού Γένους».
Θα επανέλθουμε τώρα στην ήττα εκείνη του Μεγάλου Πέτρου κατά την πρώτη πολεμική εξόρμηση του εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με στόχο την έξοδο προς τις «θερμές θάλασσες». Απελπισθείς τότε ο Τσάρος ότι θα κατώρθωνε να βγη στον Εύξεινο Πόντο, έστρεψε ευθύς σε λίγο την ανεξάντλητη επεκτατική του βουλιμία προς βορράν και πάλιν. Φυσικά δε ελησμόνησε εκ νέου και τους ραγιάδες και την «τιμήν και ευσπλαχνίαν» που, καθώς τους είχε υποσχεθή, θα εύρισκαν από εκείνον.
Οι υπόδουλοι όμως Έλληνες, καλόπιστοι μέσα στη δυστυχία τους και ακαθοδήγητοι από τους εθνικούς των ηγέτες - ή μάλλον καθοδηγούμενοι από πράκτορες του Τσάρου, καλοπροαίρετους ή και πονηρούς, πληρωμένους με ρωσικό χρήμα - είχαν ήδη αρπαχθή από τις προηγηθείσες υποσχέσεις του Πέτρου. Kαι τότε ξεσπά ένα ψυχικό κίνημα, θα λέγαμε, σ' ολόκληρο τον Ελληνισμο, ο οποίος αρχίζει να πιστεύη ότι «ο Μέγας Πέτρος με τας αηττήτους στρατιάς του θα ενεφανίζετο εντός ολίγου ως άγγελος ελευθερωτής των ομοδόξων του και εκ θεού απεσταλμένος».
Οι Έλληνες, σημειώνει ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός, «ενεθυμήθησαν και πάλιν τους παλαιούς χρησμούς» και «τα ξανθά γένη, άλλοτε εχθρικά και αντίπαλα, έγιναν σύμμαχα». «Από των ημερών του Πέτρου του Μεγάλου - παρατηρεί και ο Ν. Βέης - η ελληνική χρησμολογική φιλολογία στρέφεται πλέον αποκλειστικώς προς τους Ρώσσους. Τα δε ξανθά γένη, τα οποία οι παλαιοί χρησμοί ήθελον πλέον σύμμαχα και φίλα των Ελλήνων, εταυτίζοντο κατά προτίμησιν προς τους Ρώσσους». «Η ομόδοξη Ρωσσία - τονίζει και ο Κ. Δημαράς -για να κρατάη σε αναβρασμό τον Ελληνισμό, καλλιεργεί κατάλληλες ερμηνείες και προκαλεί και την σύνταξη χρησμολογικών κειμένων».
Πρόκειται για τους θρυλικούς εκείνους «χρησμούς», σύμφωνα με τους οποίους οι υπόδουλοι Έλληνες θα απελευθερώνονταν κάποτε από μια μεγάλη Δύναμη που ωνομάζονταν με τον μυστηριακό χαρακτηρισμό «Το Ξανθόν Γένος». Η «προφητεία» αυτή, που είχε πλασθή από τους απελευθερωτικούς ασίγαστους πόθους ενός λαού στενάζοντος υπό τον τραχύτερό δυνάστη, εβαυκάλισε τους δικούς μας ραγιάδες επί γενεές, αιώνες. Και όχι μόνο οι μεγάλες μάζες του Ελληνισμού αλλά και οι «πεπαιδευμένοι» επίστευαν ακλόνητα στην χρησμολογική αυτή επαγγελία.
Η ειρωνεία όμως επί του προκειμένου . είναι ότι το διαθρυλούμενο αυτό «Ξανθό Γένος» άλλαζε κατά καιρούς όχι μόνο εθνικότητα, άλλα και διαθέσεις έναντι του Ελληνισμού. «Τα ξανθά γένη - υπογραμμίζει ο Νικόλαος Πολίτης - άτινα εν τοις παλαιοτέροις χρησμοίς παρίστανται ως εχθρικά προς τους Έλληνας, εν τοις χρησμοίς τούτοις φέρονται ως εξημερωθέντα και σύμμαχα. Εκείνοι μεν αναφέρονται εις τους Νορμανδούς και τα λατινικά έθνη της Δύσεως, οι δε μεταγενέστεροι χρησμοί υπαινίσσονται τους Ρώσσους».
Το ασφαλέστερο πάντως ιστορικό συμπέρασμα είναι ότι «η ταύτισις του ξανθού γένους προς τους Ρώσους εγένετο μεν εν Ρωσσία αλλά προς υποδαύλισιν επαναστατικών τάσεων παρά τοις Έλλησι». Και έγινε με όλη την μεθοδικότητα της τότε τσαρικής προπαγάνδας, στα χρόνια ακριβώς του Μεγάλου Πέτρου και ιδιαιτέρως στην περίοδο που ακολούθησε μετά την ρωσική ήττα στον Προύθο, αφού δηλαδή ο Τσάρος εκείνος είχε πια στρέψει εξ ολοκλήρου την προσοχή του προς βορράν - για το άλλο «παράθυρο προς την θάλασσα» της αυτοκρατορίας του.
Αλλά και όταν απέκτησε εκεί την ποθητή «έξοδο στην Ευρώπη» δια της Βαλτικής και ευρέθη πλέον εις άμεσον και διαρκή επαφήν με οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος, καταλαβών συνάμα μίαν από τας πρώτας θέσεις εις την λεγομένη «Συναυλίαν των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων», δεν ξαναθυμήθηκε ούτε και τότε τους Έλληνες, ομόδοξους, παρά άλλους ομόδοξους, τους Αρμενίους!
Διότι αυτούς χρειαζόταν τώρα: «Μόλις ετελείωσε τον πόλεμο του Βορρά ο Πέτρος, τον Δεκέμβριο του 1721, έθεσε εις εφαρμογήν την εκτέλεσιν νέου σχεδίου, τον πόλεμον κατά της Περσίας. Εδώ, όπως και εις την περίπτωσιν της Τουρκίας, ο Τσάρος εστηρίχθη εις τους χριστιανούς υπηκόους του Σάχη!» Και εχρησιμοποίησε και εδώ, όπως και στις δικές μας περιπτώσεις, τον Κλήρο:
«Ο Πατριάρχης των Αρμενίων έστειλε στον Πέτρο μια έκκληση από μέρους του αρμενικού λαού ζητώντας την βοήθεια του εναντίον των Περσών». Φυσικά η έκκληση ήταν παραγγελμένη από την «Αγία Πετρούπολη». Και όπως είναι επίσης ευνόητο, ο αρχηγός της Αρμενικής Εκκλησίας είχε λάβει τότε ρητές υποσχέσεις από τον Τσάρο, παρόμοιες με εκείνες που είχε δώσει προ καιρού και στους Έλληνες, ότι δηλαδή θα απελευθέρωνε τον αρμενικό λαό, που στέναζε και τούτος κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Η κατάληξη υπήρξε η γνωστή: Ο Πέτρος ενίκησε σ' αυτόν τον πόλεμο, αλλά οι Αρμένιοι δεν ελευθερώθηκαν - λησμονήθηκαν την επομένη κι όλας της ρωσικής νίκης:
«Η συνοριακή διαρρύθμιση που έγινε το 1724 ανάμεσα στην Ρωσσία και στην Περσία, εξασφάλισε στην πρώτη το μεγαλύτερο μέρος των όσων είχε κατακτήσει δια των όπλων». Και ο λαός των Αρμενιων, των ομόδοξων του ρωσικού λαού, αφέθηκε στο έλεος του Σάχη και του συμμάχου του Σουλτάνου. Και επανελήφθη, φυσικά, η γνωστή τραγωδία που αναφέρεται σε πλείστες σελίδες της ιστορίας με τον στερεότυπο τίτλο: «Σφαγή των Αρμενίων».
Οι οποίοι επλήρωσαν άλλη μια φορά με ποταμό αίματος τον πόθο τους για εθνική ανεξαρτησία αφ' ενός και αφ' ετέρου την φοβερή τους αφέλεια να δώσουν πίστη σε υποσχέσεις ισχυρών, και μάλιστα κρατών με ιμπεριαλιστική «ηθική». Ας σημειωθή εδώ, ότι δεν ήταν αυτή η τελευταία φορά που ο αρμενικός λαός υπέστη την μουσουλμανική μάχαιρα, επειδή εξηγέρθη παρακινημένος από την Ρωσία Παρά τα δεινά του παθήματα, συνέχιζε να πιστεύη εκάστοτε στις υποσχέσεις περί απελευθερώσεώς του από τον ζυγό των Απίστων.
Ενώ οι Ρώσοι, το πολύ που ήσαν διατεθειμένοι να πράξουν υπέρ των Αρμενιων ήταν να τους λυτρώσουν από την τουρκική υποδούλωση, για να τους περάσουν όμως υπό άλλο ζυγό, τον δικό τους - όπως συνέβη. Ανάλογες άλλωστε προθέσεις φαίνεται ότι έτρεφε η τσαρική διπλωματία και προκειμένου περί του ελληνικού λαού. Ένδειξη των μυχίων αυτών διαθέσεων αποτελεί η αδίστακτη διακήρυξη του Ρώσου αρχιστρατήγου Μύνιχ, ότι «οι Έλληνες υπολαμβάνουσιν την αυτοκράτειραν ως νόμιμον αυτών Κυρίαρχον».
Η διακήρυξη αυτή, που έγινε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Πέτρου και συγκεκριμένα επί της βασιλείας της Άννας, όταν πάλι «διεσπάρησαν εις την Τουρκίαν επαναστατικαί προκηρύξεις», που καλούσαν τους ραγιάδες σε εξέγερση, απεκάλυπτε πολλά, μέσα στην ιμπεριαλιστική ιταμότητά της. Απεκάλυπτε κυρίως, ότι και επί τσαρίνας Άννας η ρωσική πολιτική προκειμένου περί των Ελλήνων επεδίωκε τους αυτούς σκοπούς τους οποίους αποδίδει και εις τον Μέγα Πέτρο ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, όταν γράφη: «Είναι αναληθές ότι εκ του κινήματος του Πέτρου του Μεγάλου συνήγετο μάλλον ότι οι χριστιανοί της Ανατολής εκαλούντο εις τα όπλα ίνα απαλλαγέντες της οσμανικής κυριαρχίας υποβληθώσιν εις την ομόδοξον ρωσσικήν».
Αυστηρή όσο και πικρή η διαπίστωση αυτή του εμπνευσμένου συγγραφέα του εθνικού μας βίου, έχει την πρόσθετη αξία ότι προέρχεται από έναν ιστορικό, ο οποίος ανάμεσα από τις σελίδες τού ανεπανάληπτου έργου του εκδηλώνει μια χαρακτηριστική συμπάθεια προς την Ρωσία των Τσάρων. Δεν εννοούμεν ότι η συμπάθεια αυτή εθόλωνε την ιστορική κρίση του Παπαρρηγόπουλου ως το σημείο να δικαιώνη πάντα και παντού την ρωσική πολιτική έναντι του Ελληνισμού, όπως συνέβη αντίθετα στον Καρολίδη με την έκδηλη ρωσοφιλία του, την συχνά απαράδεκτη για έναν ιστορικό που θέλει, και οφείλει, να κρατιέται στην θέση της αντικειμενικής θεωρήσεως του παρελθόντος, όσο είναι βέβαια δυνατό, ανθρωπίνως, να κρατηθή αυτή η ποθητή αντικειμενικότης.
Σημειώνουμε όμως αυτήν την έστω συγκρατημένη απόκλιση του μεγάλου ιστορικού μας υπέρ του ρώσικου παράγοντος, η οποία και του εμπνέει ενίοτε δικαιολογίες, εύκολες, της τσαρικής πολιτείας απέναντι του Γένους μας, και μία υπολανθάνουσα επιείκεια ως προς τις εκάστοτε σκληρές εγκαταλείψεις των προγόνων μας ραγιάδων από μέρους των ανακτοβουλίων της «Αγίας Πετρουπόλεως», για να τονίσουμε την βαρύτητα της ως άνω αυστηρής του κρίσεως. Παρά τον συναισθηματισμό, δηλαδή, με τον οποίον ο Παπαρρηγόπουλος απέβλεπε προς την Ρωσία, καταγγέλλει εν τούτοις τις μύχιες προθέσεις του Μεγάλου Πέτρου, ο οποίος πράγματι απέβλεπε εις το να απαλλάξη ίσως τους Χριστιανούς της Ανατολής από την οθωμανική δουλεία, αλλά για να τους φέρη υπό την ρωσική κυριαρχία.
Μικρή παρένθεση εδώ, για να μην αφεθή αόριστη η διαπίστωση της φιλορωσικής ροπής του επιφανέστερου ιστορικού μας. Η πηγή της πρέπει να αναζητηθή ιδίως εις τα δραματικά γεγονότα που εζούσε πάλι ο Ελληνισμός κατά την περίοδο που ο Παπαρρηγόπουλος συνέθετε το μνημειώδες έργο του.
Από το 1870, οπότε έγραφε τον τελευταίο τόμο της βασικής «Ιστορίας» του, τον τόμο ακριβώς όπου εκτίθεται η παλινδρομική, αλλά και παλίμβουλη ρωσική πολιτική υπέρ ή κατά του ελληνικού Γένους, έως το 1888, όταν διετύπωνε τα «Διδακτικώτερα Πορίσματά» του από την όλην ιστορία του έθνους, ο Ελληνισμός εδοκιμάζετο πάλι σκληρά «από την αναλγησίαν», καθώς διεκηρύσσετο τότε, ενός άλλου ιμπεριαλισμού, του βρεταννικού, που δεν ήταν βέβαια λιγώτερο ιδιοτελής από τον ιμπεριαλισμό των Τσάρων.
Θα επανέλθουμε τώρα στην ήττα εκείνη του Μεγάλου Πέτρου κατά την πρώτη πολεμική εξόρμηση του εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με στόχο την έξοδο προς τις «θερμές θάλασσες». Απελπισθείς τότε ο Τσάρος ότι θα κατώρθωνε να βγη στον Εύξεινο Πόντο, έστρεψε ευθύς σε λίγο την ανεξάντλητη επεκτατική του βουλιμία προς βορράν και πάλιν. Φυσικά δε ελησμόνησε εκ νέου και τους ραγιάδες και την «τιμήν και ευσπλαχνίαν» που, καθώς τους είχε υποσχεθή, θα εύρισκαν από εκείνον.
Οι υπόδουλοι όμως Έλληνες, καλόπιστοι μέσα στη δυστυχία τους και ακαθοδήγητοι από τους εθνικούς των ηγέτες - ή μάλλον καθοδηγούμενοι από πράκτορες του Τσάρου, καλοπροαίρετους ή και πονηρούς, πληρωμένους με ρωσικό χρήμα - είχαν ήδη αρπαχθή από τις προηγηθείσες υποσχέσεις του Πέτρου. Kαι τότε ξεσπά ένα ψυχικό κίνημα, θα λέγαμε, σ' ολόκληρο τον Ελληνισμο, ο οποίος αρχίζει να πιστεύη ότι «ο Μέγας Πέτρος με τας αηττήτους στρατιάς του θα ενεφανίζετο εντός ολίγου ως άγγελος ελευθερωτής των ομοδόξων του και εκ θεού απεσταλμένος».
Οι Έλληνες, σημειώνει ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός, «ενεθυμήθησαν και πάλιν τους παλαιούς χρησμούς» και «τα ξανθά γένη, άλλοτε εχθρικά και αντίπαλα, έγιναν σύμμαχα». «Από των ημερών του Πέτρου του Μεγάλου - παρατηρεί και ο Ν. Βέης - η ελληνική χρησμολογική φιλολογία στρέφεται πλέον αποκλειστικώς προς τους Ρώσσους. Τα δε ξανθά γένη, τα οποία οι παλαιοί χρησμοί ήθελον πλέον σύμμαχα και φίλα των Ελλήνων, εταυτίζοντο κατά προτίμησιν προς τους Ρώσσους». «Η ομόδοξη Ρωσσία - τονίζει και ο Κ. Δημαράς -για να κρατάη σε αναβρασμό τον Ελληνισμό, καλλιεργεί κατάλληλες ερμηνείες και προκαλεί και την σύνταξη χρησμολογικών κειμένων».
Πρόκειται για τους θρυλικούς εκείνους «χρησμούς», σύμφωνα με τους οποίους οι υπόδουλοι Έλληνες θα απελευθερώνονταν κάποτε από μια μεγάλη Δύναμη που ωνομάζονταν με τον μυστηριακό χαρακτηρισμό «Το Ξανθόν Γένος». Η «προφητεία» αυτή, που είχε πλασθή από τους απελευθερωτικούς ασίγαστους πόθους ενός λαού στενάζοντος υπό τον τραχύτερό δυνάστη, εβαυκάλισε τους δικούς μας ραγιάδες επί γενεές, αιώνες. Και όχι μόνο οι μεγάλες μάζες του Ελληνισμού αλλά και οι «πεπαιδευμένοι» επίστευαν ακλόνητα στην χρησμολογική αυτή επαγγελία.
Η ειρωνεία όμως επί του προκειμένου . είναι ότι το διαθρυλούμενο αυτό «Ξανθό Γένος» άλλαζε κατά καιρούς όχι μόνο εθνικότητα, άλλα και διαθέσεις έναντι του Ελληνισμού. «Τα ξανθά γένη - υπογραμμίζει ο Νικόλαος Πολίτης - άτινα εν τοις παλαιοτέροις χρησμοίς παρίστανται ως εχθρικά προς τους Έλληνας, εν τοις χρησμοίς τούτοις φέρονται ως εξημερωθέντα και σύμμαχα. Εκείνοι μεν αναφέρονται εις τους Νορμανδούς και τα λατινικά έθνη της Δύσεως, οι δε μεταγενέστεροι χρησμοί υπαινίσσονται τους Ρώσσους».
Το ασφαλέστερο πάντως ιστορικό συμπέρασμα είναι ότι «η ταύτισις του ξανθού γένους προς τους Ρώσους εγένετο μεν εν Ρωσσία αλλά προς υποδαύλισιν επαναστατικών τάσεων παρά τοις Έλλησι». Και έγινε με όλη την μεθοδικότητα της τότε τσαρικής προπαγάνδας, στα χρόνια ακριβώς του Μεγάλου Πέτρου και ιδιαιτέρως στην περίοδο που ακολούθησε μετά την ρωσική ήττα στον Προύθο, αφού δηλαδή ο Τσάρος εκείνος είχε πια στρέψει εξ ολοκλήρου την προσοχή του προς βορράν - για το άλλο «παράθυρο προς την θάλασσα» της αυτοκρατορίας του.
Αλλά και όταν απέκτησε εκεί την ποθητή «έξοδο στην Ευρώπη» δια της Βαλτικής και ευρέθη πλέον εις άμεσον και διαρκή επαφήν με οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κράτος, καταλαβών συνάμα μίαν από τας πρώτας θέσεις εις την λεγομένη «Συναυλίαν των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων», δεν ξαναθυμήθηκε ούτε και τότε τους Έλληνες, ομόδοξους, παρά άλλους ομόδοξους, τους Αρμενίους!
Διότι αυτούς χρειαζόταν τώρα: «Μόλις ετελείωσε τον πόλεμο του Βορρά ο Πέτρος, τον Δεκέμβριο του 1721, έθεσε εις εφαρμογήν την εκτέλεσιν νέου σχεδίου, τον πόλεμον κατά της Περσίας. Εδώ, όπως και εις την περίπτωσιν της Τουρκίας, ο Τσάρος εστηρίχθη εις τους χριστιανούς υπηκόους του Σάχη!» Και εχρησιμοποίησε και εδώ, όπως και στις δικές μας περιπτώσεις, τον Κλήρο:
«Ο Πατριάρχης των Αρμενίων έστειλε στον Πέτρο μια έκκληση από μέρους του αρμενικού λαού ζητώντας την βοήθεια του εναντίον των Περσών». Φυσικά η έκκληση ήταν παραγγελμένη από την «Αγία Πετρούπολη». Και όπως είναι επίσης ευνόητο, ο αρχηγός της Αρμενικής Εκκλησίας είχε λάβει τότε ρητές υποσχέσεις από τον Τσάρο, παρόμοιες με εκείνες που είχε δώσει προ καιρού και στους Έλληνες, ότι δηλαδή θα απελευθέρωνε τον αρμενικό λαό, που στέναζε και τούτος κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Η κατάληξη υπήρξε η γνωστή: Ο Πέτρος ενίκησε σ' αυτόν τον πόλεμο, αλλά οι Αρμένιοι δεν ελευθερώθηκαν - λησμονήθηκαν την επομένη κι όλας της ρωσικής νίκης:
«Η συνοριακή διαρρύθμιση που έγινε το 1724 ανάμεσα στην Ρωσσία και στην Περσία, εξασφάλισε στην πρώτη το μεγαλύτερο μέρος των όσων είχε κατακτήσει δια των όπλων». Και ο λαός των Αρμενιων, των ομόδοξων του ρωσικού λαού, αφέθηκε στο έλεος του Σάχη και του συμμάχου του Σουλτάνου. Και επανελήφθη, φυσικά, η γνωστή τραγωδία που αναφέρεται σε πλείστες σελίδες της ιστορίας με τον στερεότυπο τίτλο: «Σφαγή των Αρμενίων».
Οι οποίοι επλήρωσαν άλλη μια φορά με ποταμό αίματος τον πόθο τους για εθνική ανεξαρτησία αφ' ενός και αφ' ετέρου την φοβερή τους αφέλεια να δώσουν πίστη σε υποσχέσεις ισχυρών, και μάλιστα κρατών με ιμπεριαλιστική «ηθική». Ας σημειωθή εδώ, ότι δεν ήταν αυτή η τελευταία φορά που ο αρμενικός λαός υπέστη την μουσουλμανική μάχαιρα, επειδή εξηγέρθη παρακινημένος από την Ρωσία Παρά τα δεινά του παθήματα, συνέχιζε να πιστεύη εκάστοτε στις υποσχέσεις περί απελευθερώσεώς του από τον ζυγό των Απίστων.
Ενώ οι Ρώσοι, το πολύ που ήσαν διατεθειμένοι να πράξουν υπέρ των Αρμενιων ήταν να τους λυτρώσουν από την τουρκική υποδούλωση, για να τους περάσουν όμως υπό άλλο ζυγό, τον δικό τους - όπως συνέβη. Ανάλογες άλλωστε προθέσεις φαίνεται ότι έτρεφε η τσαρική διπλωματία και προκειμένου περί του ελληνικού λαού. Ένδειξη των μυχίων αυτών διαθέσεων αποτελεί η αδίστακτη διακήρυξη του Ρώσου αρχιστρατήγου Μύνιχ, ότι «οι Έλληνες υπολαμβάνουσιν την αυτοκράτειραν ως νόμιμον αυτών Κυρίαρχον».
Η διακήρυξη αυτή, που έγινε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Μεγάλου Πέτρου και συγκεκριμένα επί της βασιλείας της Άννας, όταν πάλι «διεσπάρησαν εις την Τουρκίαν επαναστατικαί προκηρύξεις», που καλούσαν τους ραγιάδες σε εξέγερση, απεκάλυπτε πολλά, μέσα στην ιμπεριαλιστική ιταμότητά της. Απεκάλυπτε κυρίως, ότι και επί τσαρίνας Άννας η ρωσική πολιτική προκειμένου περί των Ελλήνων επεδίωκε τους αυτούς σκοπούς τους οποίους αποδίδει και εις τον Μέγα Πέτρο ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, όταν γράφη: «Είναι αναληθές ότι εκ του κινήματος του Πέτρου του Μεγάλου συνήγετο μάλλον ότι οι χριστιανοί της Ανατολής εκαλούντο εις τα όπλα ίνα απαλλαγέντες της οσμανικής κυριαρχίας υποβληθώσιν εις την ομόδοξον ρωσσικήν».
Αυστηρή όσο και πικρή η διαπίστωση αυτή του εμπνευσμένου συγγραφέα του εθνικού μας βίου, έχει την πρόσθετη αξία ότι προέρχεται από έναν ιστορικό, ο οποίος ανάμεσα από τις σελίδες τού ανεπανάληπτου έργου του εκδηλώνει μια χαρακτηριστική συμπάθεια προς την Ρωσία των Τσάρων. Δεν εννοούμεν ότι η συμπάθεια αυτή εθόλωνε την ιστορική κρίση του Παπαρρηγόπουλου ως το σημείο να δικαιώνη πάντα και παντού την ρωσική πολιτική έναντι του Ελληνισμού, όπως συνέβη αντίθετα στον Καρολίδη με την έκδηλη ρωσοφιλία του, την συχνά απαράδεκτη για έναν ιστορικό που θέλει, και οφείλει, να κρατιέται στην θέση της αντικειμενικής θεωρήσεως του παρελθόντος, όσο είναι βέβαια δυνατό, ανθρωπίνως, να κρατηθή αυτή η ποθητή αντικειμενικότης.
Σημειώνουμε όμως αυτήν την έστω συγκρατημένη απόκλιση του μεγάλου ιστορικού μας υπέρ του ρώσικου παράγοντος, η οποία και του εμπνέει ενίοτε δικαιολογίες, εύκολες, της τσαρικής πολιτείας απέναντι του Γένους μας, και μία υπολανθάνουσα επιείκεια ως προς τις εκάστοτε σκληρές εγκαταλείψεις των προγόνων μας ραγιάδων από μέρους των ανακτοβουλίων της «Αγίας Πετρουπόλεως», για να τονίσουμε την βαρύτητα της ως άνω αυστηρής του κρίσεως. Παρά τον συναισθηματισμό, δηλαδή, με τον οποίον ο Παπαρρηγόπουλος απέβλεπε προς την Ρωσία, καταγγέλλει εν τούτοις τις μύχιες προθέσεις του Μεγάλου Πέτρου, ο οποίος πράγματι απέβλεπε εις το να απαλλάξη ίσως τους Χριστιανούς της Ανατολής από την οθωμανική δουλεία, αλλά για να τους φέρη υπό την ρωσική κυριαρχία.
Μικρή παρένθεση εδώ, για να μην αφεθή αόριστη η διαπίστωση της φιλορωσικής ροπής του επιφανέστερου ιστορικού μας. Η πηγή της πρέπει να αναζητηθή ιδίως εις τα δραματικά γεγονότα που εζούσε πάλι ο Ελληνισμός κατά την περίοδο που ο Παπαρρηγόπουλος συνέθετε το μνημειώδες έργο του.
Από το 1870, οπότε έγραφε τον τελευταίο τόμο της βασικής «Ιστορίας» του, τον τόμο ακριβώς όπου εκτίθεται η παλινδρομική, αλλά και παλίμβουλη ρωσική πολιτική υπέρ ή κατά του ελληνικού Γένους, έως το 1888, όταν διετύπωνε τα «Διδακτικώτερα Πορίσματά» του από την όλην ιστορία του έθνους, ο Ελληνισμός εδοκιμάζετο πάλι σκληρά «από την αναλγησίαν», καθώς διεκηρύσσετο τότε, ενός άλλου ιμπεριαλισμού, του βρεταννικού, που δεν ήταν βέβαια λιγώτερο ιδιοτελής από τον ιμπεριαλισμό των Τσάρων.
Παροδική αγγλοφιλία και επιστροφή στην πατροπαράδοτη ρωσοφιλία.
Κατά την διάρκεια της εικοσαετίας που καθωρίσαμε, η Αγγλία υπήρξε εκ συστήματος αντίθετη σε κάθε ικανοποίηση των εθνικών μας διεκδικήσεων. Η ισχυρότερη, τότε, Δύναμη του κόσμου και κυρίαρχος ιδίως του Μεσογειακού χώρου, μπορούσε να επιβάλη απόλυτα, στην περιοχή αυτή τουλάχιστον, το ιμπεριαλιστικό της πρόγραμμα, που ακριβώς προέβλεπε την «διατήρηση» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η μάλλον των υπολοίπων του άλλοτε μεγίστου Κράτους του Σουλτάνου, και συνεπώς να επιβάλη την απόρριψη των ελληνικών αιτήσεων προ του δικαστηρίου των ισχυρών της γης, για μια επανόρθωση της κατάφωρης αδικίας που είχε διαπράξει η ίδια, μαζί με την Ρωσία και την Γαλλία, κατά τον αρχικό καθορισμό των ορίων του ελληνικού κράτους.
Οι απορρίψεις αυτές, επανειλημμένες και απότομες, είχαν καλλιεργήσει στους Έλληνες της γενεάς εκείνης ένα βουβό αντιαγγλικό αίσθημα, που γίνονταν μάλιστα εντονώτερο από το γεγονός ότι με την εκθρόνιση του Όθωνος οι προγονοί μας είχαν στηρίξει πολλές ελπίδες στην Μεγάλη Βρεταννία. Η έξωση του βασιλέως εκείνου είχε προωθηθή με βάση αυτές τις ελπίδες. Kαι η πανηγυρική αποδοχή του Γεωργίου του Α,' τον οποίον «είχεν εξεύρει», αν όχι εκλέξει, για βασιλέα μας η Αγγλία, ωφείλονταν επίσης στις ίδιες προσδοκίες του ελληνικού λαού.
Οι σκληρές όμως διαψεύσεις που επακολούθησαν διέλυσαν το παροδικό ρεύμα αγγλοφιλίας των Ελλήνων, που άλλωστε δεν είχε ρίζες στο παρελθόν, και έστρεψε πάλι τις ελληνικές συμπάθειες προς την «ομόδοξη» χώρα του βορρά, παρ' ό,τι ήταν πια εμφανές ότι η Ρωσία είχε στρέψει από καιρό τους ιμπεριαλιστικούς υπολογισμούς της στους Σλαύους γείτονες μας.
Η ψυχολογική αυτή επαναστροφή, που ήταν όμως μάλλον μία αντίδραση στην ανθελληνική πολιτική της Αγγλίας παρά μία θερμή αναπροσήλωση στους Ρώσους, επηρέασε τις σκέψεις πολλών επιφανών Ελλήνων, ακόμα και εκείνων που διέθεταν πολιτική οξυδέρκεια. Σε ανάλογο βαθμό επέδρασε και επί της ιστορικής σκέψεως του Παπαρρηγόπουλου. Η εθνική απόγνωση των χρόνων εκείνων, την οποίαν εζούσε ο ίδιος δραματικώτερα από κάθε άλλον, θα πρέπει να προκάλεσε ωρισμένες αλλοιώσεις, αμβλύνσεις, στην κοφτερή κρίση του έτη των ιστορικών γεγονότων, ακόμα και του παρελθόντος.
Εξ άλλου υπήρχε κι ένα προσωπικό συναισθηματικό στοιχείο, ικανό να συμβάλη στην επιρροή αυτή. Και δεν εννοούμε διόλου την στενή συνάφεια του Παπαρρηγόπουλου με την βασίλισσα Όλγα, η οποία αμέσως μόλις ήλθε από την Ρωσία εκάλεσε τον ιστορικό και του εζήτησε να της διδάξη την βυζαντινή μας ιστορία, και ιδίως το τμήμα της που εδικαίωνε, εμμέσως, τους ισχυρισμούς των τσάρων ότι ήσαν οι ουσιαστικοί κληρονόμοι του Βυζαντίου.
Η βασιλική εκείνη πρόσκληση θα εκολάκευε βέβαια τον άνθρωπο αλλά και τον καθηγητή Παπαρρηγόπουλο, πολύ περισσότερο μάλιστα εφ' όσον και αργότερα, όταν πάλι ο ιστορικός εκλήθη να διδάξη την βυζαντινή ιστορία μας στον Διάδοχο Κωνσταντίνο, η βασίλισσα Όλγα παρακολουθούσε τα μαθήματα αυτά, που γίνονταν στο ανάκτορο του Τατοΐου, καθισμένη πλάϊ στον γυιό της, σαν καλή μαθήτρια και «μαγευμένη» τόσο πολύ από την γλαφυρότητα των λόγων του Παπαρρηγόπουλου, ώστε να περνά «η τεταγμένη ώρα» χωρίς να το καταλάβουν ούτε ο ιστορικός ούτε η βασίλισσα. Η οποία και έλεγε: «Πως περνά η ώρα, κύριε Παπαρρηγόπουλε, όταν σας ακούη τις ομιλούντα».
Αλλα όσο κι αν εκολάκευσαν, τυχόν, τον άνθρωπον οι φιλοφρονήσεις αυτές της βασίλισσας και Μεγάλης Δούκισσας της Ρωσίας - η οποία πάντως δεν απέφευγε να κερδίζη φιλίες υπέρ της πρώτης πατρίδας της - δεν επηρέαζαν όμως και τον ιστορικό, και μάλιστα ιστορικό της υψηλοφροσύνης του Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος επιτελούσε αληθινά το έργον του με συνείδηση σχεδόν ενός ιεροφάντου. Άλλο, λοιπόν, ψυχολογικό κίνητρο εννοούσαμε ως πηγήν κάποιου συναισθηματισμού του έναντι της Ρωσίας.
Τούτο: Προσφυγόπουλο τραγικό κατά την έκρηξη της Ελληνικης 'Επαναστασεως και απειλούμενο με θάνατο από τους αποθηριωμένους Τούρκους, οι οποίοι είχαν απαγχονίσει και τον πατέρα του, στις τρομερές εκείνες σφαγές του Πάσχα του 1821, ο μέλλων ιστορικός της Ελλάδος ευρήκε ασφαλές άσυλο στην Ρωσία και εσπούδασε μάλιστα ως υπότροφος του Τσάρου Αλεξάνδρου του Α' στο περίφημο Λύκειο Ρισελιέ της Οδησσού, όπου και άλλοι Έλληνες προσφυγόπαιδες, απορφανισμένοι, εξεπαιδεύθησαν τότε με έξοδα του ρωσικού κράτους. Και στο Λύκειο εκείνο ήταν που για πρώτη φορά εφάνη, διεπιστώθη, το μέγα ιστορικό τάλαντο του Παπαρρηγόπουλου.
Αναμνήσεις δε και αισθήματα ευγνωμοσύνης όπως τα ανωτέρω, όταν ριζώνουν στην ψυχή ενός εφήβου, εξακολουθούν βέβαια να τον συνοδεύουν σε όλη την ζωή του. Kα! στα συναισθήματα αυτά πρέπει να αποδώσουμε ένα μέρος της φιλορωσικής κριτικής του ιστορικού, η οποία πάντως δεν έφθασε ποτέ την ανάλογη ρωσοφιλία του Καρολίδη, ο όποιος από αντιαγγλισμό ή αν θέλετε αντιβενιζελισμό έμμονο όσο και φανατικό, φθάνει συχνά σε όλα τα ιστορικά του έργα να δικαιώνη όχι μόνο την εν γένει ρωσική πολιτική απέναντι της 'Ελλαδος, άλλα και αυτή την καϊζερική.
Κατά την διάρκεια της εικοσαετίας που καθωρίσαμε, η Αγγλία υπήρξε εκ συστήματος αντίθετη σε κάθε ικανοποίηση των εθνικών μας διεκδικήσεων. Η ισχυρότερη, τότε, Δύναμη του κόσμου και κυρίαρχος ιδίως του Μεσογειακού χώρου, μπορούσε να επιβάλη απόλυτα, στην περιοχή αυτή τουλάχιστον, το ιμπεριαλιστικό της πρόγραμμα, που ακριβώς προέβλεπε την «διατήρηση» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η μάλλον των υπολοίπων του άλλοτε μεγίστου Κράτους του Σουλτάνου, και συνεπώς να επιβάλη την απόρριψη των ελληνικών αιτήσεων προ του δικαστηρίου των ισχυρών της γης, για μια επανόρθωση της κατάφωρης αδικίας που είχε διαπράξει η ίδια, μαζί με την Ρωσία και την Γαλλία, κατά τον αρχικό καθορισμό των ορίων του ελληνικού κράτους.
Οι απορρίψεις αυτές, επανειλημμένες και απότομες, είχαν καλλιεργήσει στους Έλληνες της γενεάς εκείνης ένα βουβό αντιαγγλικό αίσθημα, που γίνονταν μάλιστα εντονώτερο από το γεγονός ότι με την εκθρόνιση του Όθωνος οι προγονοί μας είχαν στηρίξει πολλές ελπίδες στην Μεγάλη Βρεταννία. Η έξωση του βασιλέως εκείνου είχε προωθηθή με βάση αυτές τις ελπίδες. Kαι η πανηγυρική αποδοχή του Γεωργίου του Α,' τον οποίον «είχεν εξεύρει», αν όχι εκλέξει, για βασιλέα μας η Αγγλία, ωφείλονταν επίσης στις ίδιες προσδοκίες του ελληνικού λαού.
Οι σκληρές όμως διαψεύσεις που επακολούθησαν διέλυσαν το παροδικό ρεύμα αγγλοφιλίας των Ελλήνων, που άλλωστε δεν είχε ρίζες στο παρελθόν, και έστρεψε πάλι τις ελληνικές συμπάθειες προς την «ομόδοξη» χώρα του βορρά, παρ' ό,τι ήταν πια εμφανές ότι η Ρωσία είχε στρέψει από καιρό τους ιμπεριαλιστικούς υπολογισμούς της στους Σλαύους γείτονες μας.
Η ψυχολογική αυτή επαναστροφή, που ήταν όμως μάλλον μία αντίδραση στην ανθελληνική πολιτική της Αγγλίας παρά μία θερμή αναπροσήλωση στους Ρώσους, επηρέασε τις σκέψεις πολλών επιφανών Ελλήνων, ακόμα και εκείνων που διέθεταν πολιτική οξυδέρκεια. Σε ανάλογο βαθμό επέδρασε και επί της ιστορικής σκέψεως του Παπαρρηγόπουλου. Η εθνική απόγνωση των χρόνων εκείνων, την οποίαν εζούσε ο ίδιος δραματικώτερα από κάθε άλλον, θα πρέπει να προκάλεσε ωρισμένες αλλοιώσεις, αμβλύνσεις, στην κοφτερή κρίση του έτη των ιστορικών γεγονότων, ακόμα και του παρελθόντος.
Εξ άλλου υπήρχε κι ένα προσωπικό συναισθηματικό στοιχείο, ικανό να συμβάλη στην επιρροή αυτή. Και δεν εννοούμε διόλου την στενή συνάφεια του Παπαρρηγόπουλου με την βασίλισσα Όλγα, η οποία αμέσως μόλις ήλθε από την Ρωσία εκάλεσε τον ιστορικό και του εζήτησε να της διδάξη την βυζαντινή μας ιστορία, και ιδίως το τμήμα της που εδικαίωνε, εμμέσως, τους ισχυρισμούς των τσάρων ότι ήσαν οι ουσιαστικοί κληρονόμοι του Βυζαντίου.
Η βασιλική εκείνη πρόσκληση θα εκολάκευε βέβαια τον άνθρωπο αλλά και τον καθηγητή Παπαρρηγόπουλο, πολύ περισσότερο μάλιστα εφ' όσον και αργότερα, όταν πάλι ο ιστορικός εκλήθη να διδάξη την βυζαντινή ιστορία μας στον Διάδοχο Κωνσταντίνο, η βασίλισσα Όλγα παρακολουθούσε τα μαθήματα αυτά, που γίνονταν στο ανάκτορο του Τατοΐου, καθισμένη πλάϊ στον γυιό της, σαν καλή μαθήτρια και «μαγευμένη» τόσο πολύ από την γλαφυρότητα των λόγων του Παπαρρηγόπουλου, ώστε να περνά «η τεταγμένη ώρα» χωρίς να το καταλάβουν ούτε ο ιστορικός ούτε η βασίλισσα. Η οποία και έλεγε: «Πως περνά η ώρα, κύριε Παπαρρηγόπουλε, όταν σας ακούη τις ομιλούντα».
Αλλα όσο κι αν εκολάκευσαν, τυχόν, τον άνθρωπον οι φιλοφρονήσεις αυτές της βασίλισσας και Μεγάλης Δούκισσας της Ρωσίας - η οποία πάντως δεν απέφευγε να κερδίζη φιλίες υπέρ της πρώτης πατρίδας της - δεν επηρέαζαν όμως και τον ιστορικό, και μάλιστα ιστορικό της υψηλοφροσύνης του Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος επιτελούσε αληθινά το έργον του με συνείδηση σχεδόν ενός ιεροφάντου. Άλλο, λοιπόν, ψυχολογικό κίνητρο εννοούσαμε ως πηγήν κάποιου συναισθηματισμού του έναντι της Ρωσίας.
Τούτο: Προσφυγόπουλο τραγικό κατά την έκρηξη της Ελληνικης 'Επαναστασεως και απειλούμενο με θάνατο από τους αποθηριωμένους Τούρκους, οι οποίοι είχαν απαγχονίσει και τον πατέρα του, στις τρομερές εκείνες σφαγές του Πάσχα του 1821, ο μέλλων ιστορικός της Ελλάδος ευρήκε ασφαλές άσυλο στην Ρωσία και εσπούδασε μάλιστα ως υπότροφος του Τσάρου Αλεξάνδρου του Α' στο περίφημο Λύκειο Ρισελιέ της Οδησσού, όπου και άλλοι Έλληνες προσφυγόπαιδες, απορφανισμένοι, εξεπαιδεύθησαν τότε με έξοδα του ρωσικού κράτους. Και στο Λύκειο εκείνο ήταν που για πρώτη φορά εφάνη, διεπιστώθη, το μέγα ιστορικό τάλαντο του Παπαρρηγόπουλου.
Αναμνήσεις δε και αισθήματα ευγνωμοσύνης όπως τα ανωτέρω, όταν ριζώνουν στην ψυχή ενός εφήβου, εξακολουθούν βέβαια να τον συνοδεύουν σε όλη την ζωή του. Kα! στα συναισθήματα αυτά πρέπει να αποδώσουμε ένα μέρος της φιλορωσικής κριτικής του ιστορικού, η οποία πάντως δεν έφθασε ποτέ την ανάλογη ρωσοφιλία του Καρολίδη, ο όποιος από αντιαγγλισμό ή αν θέλετε αντιβενιζελισμό έμμονο όσο και φανατικό, φθάνει συχνά σε όλα τα ιστορικά του έργα να δικαιώνη όχι μόνο την εν γένει ρωσική πολιτική απέναντι της 'Ελλαδος, άλλα και αυτή την καϊζερική.
Η Ρωσία λησμονεί σχεδόν τους ραγιάδες επί σαράντα χρόνια.
Ας επανέλθουμε όμως στην βασική κρίση του Παπαρρηγόπουλου περί των τότε επιδιώξεων του Μεγάλου Πέτρου, ως προς τον υπόδουλο Ελληνισμό, για να προσθέσουμε ότι τις διαπιστώσεις του δικού μας ιστορικού, ότι δηλαδή ο Τσάρος εκείνος απέβλεπε κατά βάθος σε μια διαδοχική υποδούλωση των Χριστιανών της Ανατολής, τις προσεπικυρώνουν και άλλοι ιστορικοί, ξένοι, μεταξύ των οποίων και οι οκτώ σοβιετικοί, οι οποίοι υπό την διεύθυνση του Β. Π. Ποτέμκιν συνέγραψαν το συλλογικό έργο «Ιστορία της Διπλωματίας».
Ας επανέλθουμε όμως στην βασική κρίση του Παπαρρηγόπουλου περί των τότε επιδιώξεων του Μεγάλου Πέτρου, ως προς τον υπόδουλο Ελληνισμό, για να προσθέσουμε ότι τις διαπιστώσεις του δικού μας ιστορικού, ότι δηλαδή ο Τσάρος εκείνος απέβλεπε κατά βάθος σε μια διαδοχική υποδούλωση των Χριστιανών της Ανατολής, τις προσεπικυρώνουν και άλλοι ιστορικοί, ξένοι, μεταξύ των οποίων και οι οκτώ σοβιετικοί, οι οποίοι υπό την διεύθυνση του Β. Π. Ποτέμκιν συνέγραψαν το συλλογικό έργο «Ιστορία της Διπλωματίας».
Λάμπρος Κατσώνης. Αρνούμενος να υπακούσει στις διαταγές των ανωτέρων του κατέφυγε στη Μάνη, όπου άρχισε να οργανώνει επαναστατικό κίνημα. Εν τω μεταξύ είχε υπογραφεί η Συνθήκη του Ιασίου (1792), με την οποία η Τουρκία και η Ρωσία συμφιλιώθηκαν. Τότε, τον Μάιο του 1792, εξέδωσε το μανιφέστο "Φανέρωσις του εξοχότατου χιλιάρχου και ιππέος Λάμπρου Κατσώνη", με το οποίο διαμαρτυρόταν για την ρωσοτουρκική ειρήνη, κατηγορώντας τη ρωσική πολιτική, η οποία είχε αγνοήσει τους Έλληνες και τον αγώνα τους για ανεξαρτησία. Συνέπεια αυτού ήταν η Μεγάλη Αικατερίνη να του αφαιρέσει τον βαθμό και να του απαγορεύσει να κάνει χρήση της ρωσικής σημαίας.
Τους σκοπούς του Μεγάλου Πέτρου δεν τους υπηρέτησαν αποτελεσματικά εκείνοι που τον διαδέχθηκαν. Η Αικατερίνη η Α', ο Πέτρος ο Β', η Τσαρίνα Άννα, ο Ίβάν ο ΣΤ', η Ελισάβετ και τέλος ο Πέτρος ο Γ', οι όποιοι εβασίλευσαν από του θανάτου του Μεγάλου Πέτρου (1725) μέχρι της ανόδου στον θρόνο (1762) της Αικατερίνης της Β', της Μεγάλης, δεν κατώρθωσαν να προωθήσουν σημαντικά τα επεκτατικά προς νότον σχέδια που είχε καταστρώσει ο μεγαλεπήβολος εκείνος αυτοκράτωρ. Και συνεπώς δεν εχρειάσθηκαν τους ραγιάδες Έλληνες, ούτε επίσης και τους αρμενικούς ορθόδοξους πληθυσμούς των τουρκοκρατούμενων περιοχών, τις οποίες επωφθαλμιούσε ο τσαρικός ιμπεριαλισμός.
Ανίκανοι οι ως άνω τσάροι και τσαρίνες, ή περιπλεγμένοι σε άλλα κρίσιμα ζητήματα εξωτερικά αλλά προπαντός εσωτερικά - ιδίως στις αιματηρές εκείνες αυλικές συνωμοσίες, που ξεσπούσαν αδιάκοπα εναντίον του εκάστοτε αυτοκράτορος - άφησαν την οθωμανική αυτοκρατορία κάπως ήσυχη.
Μόνο σε κάποια στιγμή η Τσαρίνα Άννα, όπως είδαμε, διέσπειρε δια του αρχιστρατήγου της Μύνιχ επαναστατικές προκηρύξεις στην Τουρκία, που καλούσαν τους «ομόδοξους» Χριστιανούς και κατ' εξοχήν Έλληνες να πάρουν τα όπλα και να κτυπήσουν τον «άπιστο» δυνάστη τους.
Αλλά η ρωσική αυτή παρόρμηση είχε στενώτατο και παροδικό στρατηγικό χαρακτήρα, απέβλεπε μόνο σε πολεμικό αντιπερισπασμό της στιγμής και, τέλος, ήταν και κυνικώτατη, στο πνεύμα και στο γράμμα της, εφ' όσον αδίστακτα έλεγαν οι προκηρύξεις εκείνες ότι οι Ελληνες θεωρούν την αυτοκράτειρα της Ρωσίας «ως νόμιμον αυτών κυρίαρχον». Με τέτοιες ιταμές διακηρύξεις κανένας Έλληνας δεν μπορούσε βέβαια να εξαπατηθή και να ξεσηκωθή.
Εικοσιπέντε όμως χρόνια αργότερα οι ωμές αποκαλύψεις που υπήρχαν στα τσαρικά τούτα μανιφέστα του Μύνιχ λησμονήθηκαν ξανά από τους σκλαβωμένους Έλληνες. Είτε επειδή ο πόθος τους για ελευθερία τους παραζάλιζε ως το σημείο ώστε και εξαπατούμενοι να εξακολουθούν να δίνουν πίστη σ' αυτούς που τους παραπλανούσαν, είτε επειδή η ελληνική γενεά του 1738 δεν βρισκόταν πια στην ζωή ή στην δράση, κατά το έτος 1766, όταν ήλθε από την «Αγια Ρωσία» το νέο εγερτήριο σύνθημα, το γεγονός είναι ότι τον μοιραίο τούτο χρόνο οι ραγιάδες της Ελλάδος πέφτουν πάλι θύματα μιας γενικής, την φορά αυτή, παραισθήσεως, ότι επί τέλους έφθασε, φθάνει, κατεβαίνει ο «Μόσκοβος» να τους λυτρώση από τα δεσμά τους (…)*.
Ανίκανοι οι ως άνω τσάροι και τσαρίνες, ή περιπλεγμένοι σε άλλα κρίσιμα ζητήματα εξωτερικά αλλά προπαντός εσωτερικά - ιδίως στις αιματηρές εκείνες αυλικές συνωμοσίες, που ξεσπούσαν αδιάκοπα εναντίον του εκάστοτε αυτοκράτορος - άφησαν την οθωμανική αυτοκρατορία κάπως ήσυχη.
Μόνο σε κάποια στιγμή η Τσαρίνα Άννα, όπως είδαμε, διέσπειρε δια του αρχιστρατήγου της Μύνιχ επαναστατικές προκηρύξεις στην Τουρκία, που καλούσαν τους «ομόδοξους» Χριστιανούς και κατ' εξοχήν Έλληνες να πάρουν τα όπλα και να κτυπήσουν τον «άπιστο» δυνάστη τους.
Αλλά η ρωσική αυτή παρόρμηση είχε στενώτατο και παροδικό στρατηγικό χαρακτήρα, απέβλεπε μόνο σε πολεμικό αντιπερισπασμό της στιγμής και, τέλος, ήταν και κυνικώτατη, στο πνεύμα και στο γράμμα της, εφ' όσον αδίστακτα έλεγαν οι προκηρύξεις εκείνες ότι οι Ελληνες θεωρούν την αυτοκράτειρα της Ρωσίας «ως νόμιμον αυτών κυρίαρχον». Με τέτοιες ιταμές διακηρύξεις κανένας Έλληνας δεν μπορούσε βέβαια να εξαπατηθή και να ξεσηκωθή.
Εικοσιπέντε όμως χρόνια αργότερα οι ωμές αποκαλύψεις που υπήρχαν στα τσαρικά τούτα μανιφέστα του Μύνιχ λησμονήθηκαν ξανά από τους σκλαβωμένους Έλληνες. Είτε επειδή ο πόθος τους για ελευθερία τους παραζάλιζε ως το σημείο ώστε και εξαπατούμενοι να εξακολουθούν να δίνουν πίστη σ' αυτούς που τους παραπλανούσαν, είτε επειδή η ελληνική γενεά του 1738 δεν βρισκόταν πια στην ζωή ή στην δράση, κατά το έτος 1766, όταν ήλθε από την «Αγια Ρωσία» το νέο εγερτήριο σύνθημα, το γεγονός είναι ότι τον μοιραίο τούτο χρόνο οι ραγιάδες της Ελλάδος πέφτουν πάλι θύματα μιας γενικής, την φορά αυτή, παραισθήσεως, ότι επί τέλους έφθασε, φθάνει, κατεβαίνει ο «Μόσκοβος» να τους λυτρώση από τα δεσμά τους (…)*.
Δίδαγμα: Ούτε η Αμερική ούτε η Ρωσία πρόκειται να βοηθήσουν την Ελλάδα διότι στην πολιτική δεν υπάρχουν συναισθήματα, παρά μονάχα συμφέροντα και μόνο συμφέροντα. Η Ελλάδα και γενικότερα όλοι εμείς οι Έλληνες θα πρέπει κάποια στιγμή να το πάρουμε απόφαση και να στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις, όπως έκαναν οι Ήρωες του 1821 και έκαναν την Επανάσταση. Μόνον έτσι μπορούμε να ορθοποδήσουμε και να μην έχουμε ανάγκη κανέναν!..
*ΠΗΓΗ: ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΡΟΥΣΣΟΥ: «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»