«ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» Ή ΑΣΚΗΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ;

Αποτέλεσμα εικόνας για γερόντισσα γαβριηλία
 
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

 

Εν Πειραιεί τη 18η Οκτωβρίου 2018

 
  Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα στη ζωή της Εκκλησίας ήταν και είναι η διάκριση μεταξύ γνησίας και νόθης πνευματικότητος. Μελετώντας τα αγιογραφικά κείμενα και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων μας διαπιστώνουμε ότι στη ζωή της Εκκλησίας, ήδη από τα πρώτα βήματά της, από την εποχή των αποστολικών χρόνων, εμφανίστηκε παράλληλα με την γνήσια πνευματικότητα, που είναι  προϊόν και καρπός του αγίου Πνεύματος και μία άλλη «πνευματικότητα», νόθη και κίβδηλη, που εμπνέεται από το σατανά, με σκοπό την παραπλάνηση των πιστών. Όπως μας πληροφορούν οι Πράξεις και οι παύλειες Επιστολές, οι νεοφώτιστοι μετά το βάπτισμά τους ελάμβαναν υπερφυσικά χαρίσματα, έτσι ώστε να γίνεται αισθητή η παρουσία του αγίου Πνεύματος στα μέλη της Εκκλησίας, αλλά και στους εκτός αυτής. Ένα από αυτά τα υπερφυσικά χαρίσματα ήταν και το λεγόμενο χάρισμα της «διακρίσεως των πνευμάτων», για το οποίο κάνει λόγο ο απόστολος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του: «άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δε προφητεία, άλλω δε διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών, άλλω δε ερμηνεία γλωσσών», (12,10). Στους χαρισματούχους αυτούς δηλαδή είχε δοθεί το ειδικό χάρισμα, να μπορούν να διακρίνουν τους αληθινούς προφήτες και διδασκάλους από τους απατεώνες και τα πραγματικά χαρίσματα του αγίου Πνεύματος από τα ψεύτικα, που κρύβουν απατηλά την πλάνη. Το ίδιο πρόβλημα επισημαίνει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος μας παραγγέλλει «δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν» (Α΄ Ιωαν.4,1). Μας προτρέπει δηλαδή να εξετάζομε και να διακρίνομε τους ανθρώπους, που εμφανίζονται εμπνεόμενοι από το άγιο Πνεύμα, εάν πράγματι προέρχονται από τον Θεόν. Εάν μελετήσουμε επίσης τα ασκητικά κείμενα, (Γεροντικό, Ευεργετινός κ.α.), θα συναντήσουμε πάμπολλες διηγήσεις μεγάλων ασκητών, οι οποίοι, επειδή κάποτε υπερηφανεύθηκαν και νόμισαν ότι έφθασαν σε μεγάλα μέτρα αρετής και αγιότητος, παραχώρησε ο Θεός και έπεσαν σε πλάνη και δέχθηκαν δήθεν αποκαλύψεις, οράματα και νόθες πνευματικές εμπειρίες, ως προερχόμενες από τον Θεό, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απάτες και τεχνάσματα των δαιμόνων. Για παράδειγμα, ο Άγιος Ιωάννης  ο Κασσιανός  διηγείται ότι ο αββάς Ήρων, αν και δαπάνησε πενήντα χρόνια σε αυστηρή άσκηση, όμως κάποτε υπερηφανεύτηκε και πίστευσε στους ιδικούς του λογισμούς, χωρίς να τους θέσει υπό την κρίση των πνευματικών του Πατέρων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι εξαπατήθηκε από το διάβολο, ο οποίος εμφανίστηκε σ’ αυτόν ως «άγγελος φωτός» και τον έπεισε να αυτοκτονήσει, πέφτοντας σ’ ένα βαθύ πηγάδι. Κλασικά παραδείγματα νόθης πνευματικότητος στην εποχή μας συναντούμε στις λεγόμενες «χαρισματικές κινήσεις» του προτεσταντικού χώρου, όπως η «Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής» και άλλες ομάδες του αποκρυφιστικού πλέγματος της «Νέας Εποχής», οι οπαδοί των οποίων ισχυρίζονται ότι έλαβαν το χάρισμα της γλωσσολαλιάς, ή άλλα χαρίσματα, κατά παρόμοιο τρόπο, όπως οι άγιοι απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής.
   Ωστόσο το φαινόμενο της νόθης πνευματικότητος δεν απουσιάζει δυστυχώς και από τον Ορθόδοξο εκκλησιαστικό χώρο. Και ακριβώς μια τέτοια περίπτωση, με πολύ πόνο ψυχής και συνοχή καρδίας, ερχόμαστε να επισημάνουμε στην παρούσα ανακοίνωσή μας με σκοπό την έγκαιρη ενημέρωση και προφύλαξη του πιστού λαού του Θεού. Πρόκειται για την μοναχή ονόματι Γαβριηλία Παπαγιάννη (1897-1992), της οποίας τον βίο, τις δήθεν ιεραποστολικές δραστηριότητες και την διδασκαλία δημοσιεύει σε ογκώδες βιβλίο, (500 σελίδων περίπου), κάποια άλλη μοναχή, προφανώς υποτακτική της, ονόματι και αυτή Γαβριηλία με τίτλο: «Η Ασκητική της αγάπης». Το εν λόγω βιβλίο μελέτησε ενδελεχώς ο π. Βασιλειος Σπηλιόπουλος, ο οποίος στη συνέχεια δημοσίευσε μια ευστοχότατη και απόλυτα τεκμηριωμένη κριτική με τίτλο: «Κρίσεις και σχόλια στο περιεχόμενο του βιβλίου ‘Ασκητική της αγάπης’».Την κριτική προλογίζει ο αρχ. π. Σαράντης Σαράντος. Η πνευματική ζημία που προήλθε από την κυκλοφορία του βιβλίου αυτού είναι ανυπολόγιστη, δεδομένου ότι σήμερα διανύει την 13η έκδοσή του και έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε πολλές ενορίες ως εγχειρίδιο κατηχητικών σχολείων. Στις γραμμές που ακολουθούν θα προχωρήσουμε σε ένα σύντομο σχολιασμό του βιβλίου, αφού προηγουμένως παραθέσουμε μερικά βιογραφικά στοιχεία της εν λόγω μοναχής. 
   Η Γερόντισσα Γαρβιηλία γεννήθηκε  στις 15 Οκτωβρίου του 1897 στην Κωνσταντινούπολη από εύπορους γονείς. «Ήταν το τέταρτο και το τελευταίο παιδί της οικογενείας. Από τα αδέλφια της η μεγάλη, η Βασιλική, ήταν εκείνη που της πρωτομίλησε για τον Θεό. Μαζί με τα παραμύθια που της διάβαζε, της έλεγε ιστορίες από το Ευαγγέλιο και την Παλαιά Διαθήκη». (Ιστ. «Διακόνημα»). Σπούδασε Γεωπονία στην Ελβετία, αλλά είχε αναπτύξει με τα φυτά «μεταφυσική σχέση», αφού «κυριολεκτικά μέχρι το τέλος της ζωής της «μιλούσε» μαζί τους και λες κι έβλεπες κάθε φορά την ανταπόκριση τους» (όπου ανωτ.). Μετά το θάνατο της μητέρας της το 1954 πήγε ως ιεραπόστολος στην Ινδία, την οποία αγάπησε με πάθος. Αλλά, στην αχανή αυτή χώρα, όπου έμεινε 5 χρόνια, εργάστηκε περισσότερο φιλανθρωπικά, παρά ιεραποστολικά, αφού «ποτέ δεν μιλούσε σε άλλους για τον Χριστό, αν δεν της το ζητούσαν οι ίδιοι» (όπου ανωτ.)! Επίσης εκεί γνωρίστηκε και ανέπτυξε φιλίες με την «μητέρα Τερέζα, Sivananda, Baba Amte»(όπου ανωτ.) και γνωστούς γκουρού του Ινδουισμού και του Βουδισμού, τους οποίους μνημονεύει στο σύγγραμμά της η υποτακτική της.       
  Από την μελέτη της κριτικής του π. Βασιλείου και ιδιαιτέρως των αποσπασμάτων του βιβλίου, διαπιστώσαμε ότι στο εν λόγω βιβλίο κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού και του Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, ενώ παράλληλα ακυρώνεται η μοναδικότητα του Θεανδρικού προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Οποίος ισοπεδώνεται και τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τους άλλους αρχηγούς θρησκειών. Παράλληλα μέσω λόγων και πράξεων της Γερόντισσας γίνεται μια έντεχνη και μεθοδική προσπάθεια έμμεσης προβολής των βασικών δογματικών διδασκαλιών του Ινδουϊσμού και του Γκουρουϊσμού και των πρακτικών του.  Σύμφωνα με μια γενική εκτίμηση του συγγραφέως της κριτικής, «το βιβλίο αυτό στοχεύει στην προώθηση του λαϊκού Οικουμενισμού, στην προώθηση δηλαδή ανάμεσα στους απλούς Ορθοδόξους Χριστιανούς, κληρικούς και λαϊκούς, της διδασκαλίας ότι όλες οι θρησκείες κατέχουν μέρος της αληθείας και συνεπώς, όχι μόνο δεν δικαιούμεθα να απορρίπτουμε τις διάφορες διδασκαλίες τους, αλλά έχουμε χρέος ιερό να τις αποδεχθούμε, ώστε να φθάσουμε κάποτε στην επιθυμητή, για τους φορείς αυτής της ιδέας, ένωση όλων των θρησκειών σε μία. Αποτελεί, άρα, πράξη μίσους, φανατισμού η ‘φονταμενταλισμού’, κατά τη μοντέρνα ορολογία, και μισαλλοδοξίας η εμμονή στα δόγματα, τους κανόνες και τις παραδόσεις της Εκκλησίας μας και η απόρριψη των υπολοίπων ομολογιών και δοξασιών, φαινόμενο που, κατά τη συγγραφέα, οφείλεται σε διάφορα κόμπλεξ και φοβίες που μας διακατέχουν», (σελ.4). Ο συγγραφέας της κριτικής, προκειμένου να τεκμηριώσει το παρά πάνω γενικό συμπέρασμα, παραθέτει στη συνέχεια ένα πλήθος περιπτώσεων λόγων και πράξεων της Γερόντισσας, (με πλήθος παραπομπών), που αποδεικνύουν  «την ύπαρξη ενός ανελέητου και νεοεποχίτικου συγκρητισμού, όσο και τις πλάνες των ανατολικών θρησκειών, οι οποίες είναι διάσπαρτες σ’ όλο το βιβλίο, ‘μεταμφιεσμένες’ επιμελώς σε Ορθόδοξη πνευματικότητα», (σελ.4). 
Πιο συγκεκριμένα:
  Γίνεται αναφορά «σε πάμπολλους αλλοθρήσκους και ετεροδόξους φίλους της Γερόντισσας, με τους οποίους διατήρησε σχέσεις σ’  όλη της τη ζωή, χωρίς ωστόσο να τους μεταστρέψει, ή έστω να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια. Αντίθετα, τους θεωρεί συχνά και ως αγίους (π.χ. σελ. 212 και 407) ή υπόδειγμα χριστιανών (σ. 72) και γι’  αυτό συνομιλεί μαζί τους για τον Θεό, (για ποιό Θεό άραγε;)», (σελ.4). 
   Γίνεται αναφορά για «τη στενή σχέση της Γερόντισσας με την αίρεση των Κουακέρων», (σελ.5). Οι Κουάκεροι είναι μέλη μιας Χριστιανικής Αντιτριαδικής Ομολογίας που φέρει την ονομασία «Θρησκευτική Κοινωνία των Φίλων» και ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα στην Αγγλία από έναν περιπλανώμενο ιεροκήρυκα, τον Τζορτζ Φοξ. Κατά τον συγγραφέα της κριτικής «το έργο τους, [των Κουακέρων], στη Θεσσαλονίκη διαφημίζεται ως σπουδαίο, ενώ η ίδια, [η Γερόντισσα], κατέχει θέση διευθύντριας στη σχολή τους, αλλά και διδασκάλου του Ευαγγελίου. Ποιός αφελής θα μπορούσε ποτέ να πιστεύσει, πως αν οι απόψεις της και η ερμηνεία που έδιδε στο Ευαγγέλιο δεν ταυτίζονταν απόλυτα μ’ αυτς της αιρέσεως, θα της εμπιστεύονταν τις δύο αναμφισβήτητα πιο ευαίσθητες θέσεις σε τέτοια αντιτριαδική αίρεση; Παράλληλα, δίδεται στον αναγνώστη η εσκεμμένη εντύπωση πως οι Κουάκεροι είναι ομάδα Ορθοδόξων χριστιανών με σπουδαίο μάλιστα έργο και δραστηριότητες, εντύπωση εσφαλμένη και άκρως επικίνδυνη, ακόμα και προσηλυτιστική». 
   Επίσης στο κρινόμενο βιβλίο, (σελ. 50-51), «γίνεται σύγκριση γκουρουϊστικών τεχνικών με Ορθόδοξες απόψεις. Θεωρεί δηλαδή η Γερόντισσα πως στον Ορθόδοξο Μοναχισμό, όπως και στον Ινδουϊστικό, είναι σύνηθες φαινόμενο η προσπάθεια του ασκητού να γίνεται αόρατος από τούς ανθρώπους, πράγμα εντελώς ξένο και άγνωστο στη δική μας ασκητική παράδοση. Στη σελ. 53 συγκρίνεται και η ινδουϊστική με την Ορθόδοξη λατρεία, χωρίς να απουσιάζει από τον κατάλογο των ‘ομοιοτήτων’ και η διαρκής επίκληση του ονόματος του Θεού, που δήθεν υπάρχει και στις δύο λατρείες, με μοναδική διαφορά το όνομα του Θεού, που ο ασκητής επικαλείται. Φυσικά, η διαφορά είναι πολύ πιο ουσιαστική, ενώ έντεχνα περνά και πάλι το μήνυμα ότι όλες οι θρησκείες έχουν την αλήθεια, με μόνη διαφορά το όνομα, που προσδίδουν στο Θείο», (σελ.6). Μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο παραλληλίζονται η νοερά προσευχή με τη γιόγκα και τον διαλογισμό και με έμφαση τονίζονται οι εξωτερικές ομοιότητες μεταξύ των δύο αυτών πρακτικών.    
  Παρά κάτω γίνεται λόγος για την προσκύνηση των τζαμιών και ότι αυτή «δεν αντιβαίνει στο πνεύμα του βιβλίου, αφού οι Μουσουλμάνοι, οι Ινδουϊστές αλλά και οι Εβραίοι έχουν τον Θεό μέσα τους και οδηγούνται από το ίδιο πνεύμα του Θεού, όπως η ίδια η Γαβριηλία υποστηρίζει», (σελ.6). Συγκεκριμένα γράφεται επί λέξει: «Μου έλεγαν πολλές φορές: Γιατί θεωρείς τους Ινδούς σαν δικούς σου, ή τους Μουσουλμάνους, ή τους Εβραίους; Μα γιατί εγώ βλέπω τον ίδιο τον Χριστό μέσα τους, που ίσως συνειδητά δεν τον γνώρισαν ακόμα…Και έβλεπα πολλούς από αυτούς με τις πράξεις τους να κάνουν αυτό που τους οδηγούσε να κάνουν το πνεύμα του Θεού…», (σελ. 325).     
  Παρά κάτω αναφέρει ένα ακόμη παράδειγμα θρησκευτικού συγκρητισμού: Η συγγραφέας του βιβλίου θέλει να περάσει το μήνυμα ότι «εκείνο που σώζει είναι η λιτότητα, η πτωχεία και η στενή οδός, η οποία όμως, συγκεκαλυμμένα παρακάτω, βιώνεται και στα ορθόδοξα μοναστήρια και στα Άσραμ», (σελ. 7). Γράφεται επί λέξει: «Μα το είπε ο Κύριος. Στενή η οδός η άγουσα στην αλήθεια…Και με πήγε με το χέρι του. Και πάλι την άλλη μέρα αλλού και αλλού, στο νοσοκομείο ενός μεγάλου κοινοβίου με μοναχούς, όπου και εκεί ήταν όλα λιτά, όπως στα δικά μας μοναστήρια…» (σελ. 245-246). 
   Παρά κάτω, (σελ.9), επισημαίνει ότι στο βιβλίο (σελ. 288), «παρερμηνεύεται η αγάπη που οφείλουμε προς όλους και προβάλλεται η Γερόντισσα ως ομολογήτρια της πίστεως, ενώ όσοι διαφωνούν ονομάζονται διώκτες της αγάπης» και θεωρούνται ωςφανατικοί, φονταμενταλιστές, φοβισμνοι, άπιστοι, μισαλλόδοξοι κ.λ.π. Προβάλλεται δηλαδή η γνωστή, οικουμενιστικού τύπου αγάπη, εν ονόματι της οποίας αποκρύπτεται η εν Χριστώ αλήθεια, τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με το ψεύδος των θρησκειών του κόσμου, ενώ παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια να έρθουν σε κοινωνία «αγάπης» η αλήθεια με το ψεύδος, το φως με το σκότος, αγνοώντας τον λόγο του αποστόλου: «μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις, τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;», (Β΄ Κορ.6,14). 
   Παρά κάτω, (σελ.10),  κάνει λόγο για την αντιστροφή των χριστιανικών όρων,που είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιδεολογίας της Νέας Εποχής και ότι αυτό το φαινόμενο της αντιστροφής το συναντούμε συχνά στο κρινόμενο βιβλίο. Γράφει: «Παίρνουν π.χ. τον όρο προσευχή και τον ταυτίζουν με το περιεχόμενο του όρου διαλογισμός για να ελκύσουν τα ανυποψίαστα θύματά τους ευκολώτερα, κάμπτοντας πιθανούς ενδοιασμούς και παρασύροντας, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς, αφού γίνεται λόγος για χριστιανικές αρετές και μεθόδους. Το φαινόμενο της αντιστροφής είναι πολύ σύνηθες και στο βιβλίο αυτό. Με έξυπνο ομολογουμένως τρόπο, ετοιμάζεται ο αναγνώστης να δεχθεί την ινδουϊστική φιλοσοφία και ζωή, εφόσον μάλιστα παρουσιάζεται ως γνήσια μορφή Ορθοδόξου πνευματικότητος, κατηχείται και σταδιακά μυείται, ακουσίως μάλιστα, σ’ αυτήν και κινδυνεύει να απομακρυνθεί από τη ζωή της Εκκλησίας, ή να παραμείνει τυπικά σ’  αυτή, προσκυνώντας άλλους θεούς, δαίμονες στην πραγματικότητα, που θα αποκτούν αυξανόμενη εξουσία πάνω του, αποξενώνοντάς τον από τη Θεία Χάρη και αμαυρώνοντάς του τον χιτώνα του Βαπτίσματος», (σελ.10).
   Παρά κάτω, (σελ. 13), στο κεφάλαιο περί της ολιστικής θεωρήσεως του κόσμου, που ως γνωστόν αποτελεί βασικό δόγμα της Νέας Εποχής, αποδεικνύει ότι η Γερόντισσα ήταν βαθιά διαποτισμένη από την πεπλανημένη αυτή διδασκαλία. Γράφει: «Ίσως και πάλι φαντάζουν υπερβολικές οι σκέψεις μας σε μερικούς. Αυτοί όμως ας μας εξηγήσουν γιατί η Γερόντισσα μας παροτρύνει: ‘Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ’  όλης της ψυχής και εξ’ όλης της καρδίας σου και εξ’  όλης της διανοίας σου’ και σπεύδει να επεξηγήσει: ‘το σύμπαν δηλαδή’; (σελ. 199). Άρα, κατ’  αυτήν, ταυτίζεται το σύμπαν με τον Θεό, η κτίσις με τον Κτίσαντα, γεγονός που αποδεικνύει την υιοθέτηση εκ μέρους της της ολιστικής θεωρήσεως του κόσμου».
   Για να μην μακρηγορούμε, ο π. Βασίλειος αναφέρει στη συνέχεια πάμπολλες περιπτώσεις από το κρινόμενο βιβλίο, όπου αποδεικνύει ότι η Γερόντισσα προβάλλει ξεκάθαρα νεοεποχίτικες ιδέες και πρακτικές, ως δήθεν Ορθόδοξες, όπως είναι η χορτοφαγία, η γλωσσολαλιά, η Yama, η ανυπαρξία και η νέκρωση, ο διαλογισμός, η θετική σκέψη, η συμπαντική ενέργεια, αλλά και η προβολή πολλών δεισιδαιμονικών πρακτικών. Επιστέγασμα όλων αυτών ο ισχυρισμός της ότι είχε και «ιαματικό χάρισμα», «θεραπεύοντας» με τα χέρια της, τα οποία «έκαιγαν και κοκκίνιζαν τάχα από το Άγιο Πνεύμα». 
  Περαίνοντας την αναφορά μας, θέλουμε να συγχαρούμε τον π. Βασίλειο για την άριστη κριτική παρουσίασή του και να επισημάνουμε στον πιστό λαό του Θεού, ότι το εν λόγω βιβλίο περιέχει πλάνες, που προέρχονται από τον χώρο της παναιρέσεως του Οικουμενισμού με έντονο το στοιχείο του θρησκευτικού συγκρητισμού. Ως εκ τούτου είναι μεγάλος ο κίνδυνος, από ενδεχόμενη ανάγνωσή του, να αλλοιωθεί το Ορθόδοξο φρόνημά των πιστών  και να παρασυρθούν σε συγκρητιστικές θεωρίες και αντιλήψεις, που θα τους οδηγήσουν μακριά από την σωστική αγκαλιά της Εκκλησίας μας, στην οποία, και μόνον, υπάρχει σωτηρία, ενώ έξω από αυτή υπάρχει ο όλεθρος και η καταστροφή. Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα μεγάλος για τους πιστούς εκείνους, που δεν γνωρίζουν επαρκώς την Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας και κατ’ επέκταση, δεν μπορούν να διακρίνουν με σαφήνεια την αλήθεια της Ορθοδοξίας από το ψεύδος της αιρέσεως. Και επειδή σήμερα ο πιστός λαός του Θεού στη μεγάλη πλειοψηφία του παραμένει δυστυχώς, από ραθυμία και αμέλεια,  ακατήχητος και δεν διαθέτει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, γι’ αυτό και δεν συνιστούμε την ανάγνωση του βιβλίου αυτού.  Είναι όντως λυπηρό το γεγονός ότι ο μισόκαλος διάβολος κατορθώνει στις έσχατες και αποκαλυπτικές ημέρες μας να πλανήσει «ει δυνατόν και τους εκλεκτούς»,(Ματθ.24,24), πρόσωπα δηλαδή που προέρχονται από τον χώρο του Μοναχισμού, ο οποίος αποτελεί το καύχημα της Εκκλησίας, ό,τι εκλεκτότερο έχει να παρουσιάσει σήμερα η Εκκλησία. Και ας μην ξεχνούμε ότι τα σκοτεινά κέντρα της «Νέας Εποχής» δεν στοχεύουν να αδειάσουν οι Εκκλησίες, αλλά να είναι γεμάτες με πιστούς, με αλλοιωμένο όμως φρόνημα και με νόθη «πνευματικότητα». 

 

       Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών




Ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας



Με μεγάλο πόνο η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας πληροφορήθηκε το από της 11ης Σεπτεμβρίου 2018 ανακοινωθέν του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί: ανανέωσης της αποφάσεως «χορήγησις αὐτοκεφαλίας είς την Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας», ανασύστασης στο Κιέβο «Σταυροπήγιον» Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, «ἀποκαταστήσις εἰς τόν ἀρχιερατικόν ἤ ἱερατικόν βαθμόν» των αρχηγών του ουκρανικού σχίσματος και των συν αυτούς και τους «πιστούς αὐτῶν εἰς ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν», άρσεως «τής ἰσχύως» του Συνοδικού Γράμματος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1686 σχετικά με την παραχώρηση της Ιεράς Μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας.
Αυτές τις άνομες αποφάσεις η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως έλαβε μονομερώς, αγνοώντας τις κλήσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, του πληρώματος της  Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, καθώς και των κατά τόπους Ορθοδόξων αδελφών Εκκλησίων, των Προκαθημένων τους και των Αρχιερέων προς πανορθόδοξη συζήτηση επί του θέματος.
Η κοινωνία μετά των εισερχομένων εις σχίσμα, πολύ δε περισσότερο με τους αφορισμένους από την ίδια την Εκκλησία εξομοιώνεται με την συμμετοχή στο σχίσμα και αυστηρά καταδικάζεται από τους Κανόνες της Αγίας Εκκλησίας: «Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας» (B´ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Τοπικῆς Συνόδου,  Ι´ και ΙΑ´ Ἀποστολικοὶ Κανόνες).
Η απόφαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί «ἀποκαταστάσεως» κανονικής υπόστασης και επαναφορά σε εκκλησιαστική κοινωνία του αφορισμένου από την Εκκλησία πρώην Μητροπολίτου Φιλαρέτου Ντενισένκο, αγνοεί μια σειρά ληφθέντων αποφάσεων των Ιερών Συνόδων της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας, των οποίων η νομιμότητα δεν υφίσταται αμφιβολία.
Σύμφωνα με την απόφαση της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας γενομένης στο Χάρκοβο στις 27 Μαΐου 1992 ο Μητροπολίτης Φιλάρετος Ντενισένκο λόγω μη πληρώσεως των όρκων που έδωσε μπροστά στο Σταυρό και στο Ιερό Ευαγγέλιο κατά την διάρκεια της συνεδριάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας εκθρονίστηκε από την καθέδρα του Κιεβού και του απαγορεύτηκε η άσκηση των λειτουργικών του καθηκόντων.
Η Ιερά Συνόδος της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας με την από 11η Ιουνίου 1992 απόφασή της επικύρωσε τα πρακτικά της Συνόδου στο Χάρκοβο και καθαίρεσαι τον Φιλάρετο Ντενισένκο από το αξίωμά του με τις ακόλουθες καταγγελίες: «Σκληρή και επηρμένη συμπεριφορά προς τον υπό επίβλεψή του κλήρο, επιβολή και εκβιασμό (Προς Τίτον Ἐπιστολή 1, 7-8, ΚΖ´ Ἀποστολικός Κανόνας), πρόκληση σκανδάλου στους πιστούς με την συμπεριφορά του και την προσωπική του ζωή (Κατά Ματθαίον 18, 7, Γ´ Κανών Α´ Οἰκουμενικὴς Συνόδου, Ε´ Κανών Δ´ Οἰκουμενικὴς Συνόδου), επιορκία (ΚΕ´ Ἀποστολικός Κανόνας), δημόσια συκοφαντία και βλασφημία εναντίον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (ΣΤ´ Κανών Β´ Οἰκουμενικὴς Σύνοδου), τέλεσις των Αχράντων Μυστηρίων καθώς και χειροτονιών των κληρικών στην κατάσταση αργίας (ΚΗ´ Ἀποστολικός Κανόνας), δημιουργία σχίσματος στην Εκκλησία (Κανών ΙΕ´ της Πρωτοδευτέρα Σύνοδος)». Ως εκ τούτου, όλες οι χειροτονίες που τέλεσε ο Φιλάρετος και οι εκκλησιαστικές ποινές που έπραξε ευρισκόμενος υπό την ποινή της αργίας από τη 27η Μαΐου του 1992 υφίστανται άκυρες.
Παρόλο που υπήρξαν επανειλημμένες κλήσεις προς μετάνοια, ο Φιλάρετος μετά την καθαίρεση συνέχισε την σχισματική του δραστηριότητα ακόμα και στις δικαιοδοσίες των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ως εκ τούτου η σεπτή Ιεραρχία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας το 1997 με απόφασή της τον αναθεμάτισε.
Οι ως άνω αποφάσεις έγιναν δεκτές από όλες τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες συμπεριλαμβανομένης και της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας. Συγκεκριμένα ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίος στην απάντηση του γράμματος του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μόσχας και πασών των Ρωσσιών κ. κ. Αλέξιου Β´ στις 26 Αυγούστου 1992  με αφορμή την εκθρόνιση του Μητροπολίτου Κιέβου Φιλαρέτου έγραφε: «Η καθ’ ἠμάς Ἀγία του Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία είς το ακέραιον την ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότα τῆς ὑφ´ Ὑμας Ἀγιωτάτης Εκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τα Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ».
Στο από 7η Απριλίου 1997 γράμμα του Παναγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. κ. Βαρθολομαίου προς τον Αγιώτατον Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσσιών κ. κ. Αλέξιον Β´ σχετικά με την επιβολή του αναθέματος στον Φιλάρετο Ντενισένκο σημειώνεται: «Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὠς ἄνω ἀποφάσεως, ἀνεκοινωσάμεθα ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ᾽ ἡμας Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί προετρεψάμεθα αὐτήν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικήν κοινωνίαν ἔχη τοὐντεῦθεν μετά τῶν εἰρημένων». Σήμερα, μετά από δυο δεκαετίες, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για πολιτικούς λόγους άλλαξε την στάση του.
Στην απόφασή του να αποκαταστήσει τους πρωτεργάτες του σχίσματος και να «κανονικοποιήσει» την ιεραρχία τους, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως αναφέρεται σε ανύπαρκτα «κανονικά προνόμια τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ὅπως δέχηται ἐκκλήτους προσφυγάς ἀρχιερέων καί ἄλλων κληρικῶν ἐκ πασῶν τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν». Οι αξιώσεις αυτής της μορφής, οι οποίες διεκδικούνται τώρα από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ποτέ δεν είχαν την πλήρη υποστήριξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτές δεν βασίζονται στους Ιερούς Κανόνες και ευθέως εναντιώνονται σε αυτούς και συγκεκριμένα στο ΙΕ´ Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἐπί τισίν ἐγκλήμασι κατηγορηθείς, κριθείη ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἐπισκόπων, πάντες τε σύμφωνοι μίαν κατ᾽ αὐτοῦ ἐξενέγκοιεν ψῆφον, τοῦτον μηκέτι παρ᾽ ἑτέροις δικάζεσθαι, ἀλλὰ μένειν βεβαίαν τὴν σύμφωνον τῶν ἐπὶ τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων ἀπόφασιν», – καθώς αυτές διαψεύδονται και από την πρακτική των αποφάσεων των Αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και από τις ερμηνείες των κορυφαίων βυζαντινών κανονιολόγων και αυτών μεταγενέστερης εποχής.
Όπως ο Ιωάννης Ζωναράς σημειώνει: «Οὐ γάρ πάντων δέ τῶν μητροπολιτῶν πάντως ὁ Κωνσταντινουπόλεως καθιεῖται δικαστής, ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ. Οὐ γάρ δή καί τούς τῆς Συρίας μητροπολίτας, ἤ τούς τῆς Παλαιστίνης, καί Φοινίκης, ἤ τούς τῆς Αἰγύπτου, ἄκοντας ἑλκύσει δικάσασθαι παρ᾿ αὐτῷ. ἀλλ᾿ οἱ μέν τῆς Συρίας, τῷ τῆς Ἀντιοχείας ὑπόκεινται φόρῳ, οἱ δέ τῆς Παλαιστίνης, τῷ τοῦ Ἱεροσολύμων, οἱ δέ τῆς Αἰγύπτου, παρά τῷ Ἀλεξανδρείας δικάσονται, παρ᾿ ᾧ καί χειροτονοῦνται, καί οἷς περ ὑπόκεινται».
Για την επαναφορά στην κοινωνία καταδικασμένου σε ξένη Τοπική Εκκλησία αναφέρεται ο ΚΗ´ Κανών της εν Καρθαγένῃ Συνόδου: «Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς… δεχθῶσιν κοινωνίαν». Για το ίδιο θέμα γίνεται αναφορά στην επιστολή αυτής της Συνόδου προς τον Πάπα Ρώμης Κελεστίνον: «Μὴ οὖν οἱ ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐπαρχίᾳ ἀπὸ τῆς κοινωνίας ἀναρτηθέντες παρὰ τῆς σῆς ἁγιωσύνης, σπουδαίως, καὶ καθὼς μὴ χρή, φανῶσιν ἀποκαθιστάμενοι τῇ κοινωνίᾳ… ἁτιναδήποτε πράγματα ἀναφυῶσι, ταῦτα ἐν τοῖς ἰδίοις ὀφείλειν περατοῦσθαι τόποις».
Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Πηδάλιό» του, το οποίο αποτελεί κορυφαία  πηγή του εκκλησιαστικο-κανονικού δικαίου της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ερμηνεύει το Θ´ Κανόνα της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου απορρίπτοντας την σύνθετη ερμηνεία περί του δικαιώματος της Κωνσταντινουπόλεως στην εξέταση εκκλήτου από άλλες Εκκλησίες: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς Διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ…» Απαριθμώντας ολόκληρη σειρά επιχειρημάτων υπέρ αυτής της ερμηνείας, παραπέμποντας στην διεργασία των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, ο Όσιος συμπέραινε: «Ἤδη δέ ἐπειδή ἡ Σύνοδος καί ὁ Ἔξαρχος τῆς διοικήσεως δέν ἐνεργεῖ, ὁ Κωνσταντινουπόλεώς ἐστι Κριτής πρῶτος καί μόνος καί ἔσχατος τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ Μητροπολιτῶν, οὐ μήν δέ καί τῶν ὑποκειμένων τοῖς λοιποῖς Πατριάρχαις. Μόνη γάρ ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι ὁ ἔσχατος καί κοινότατος Κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν, ὡς εἴπομεν, καί ἄλλος οὐδείς».  Εκ του άνωθεν προκύπτει πως η Σύνοδος της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας δεν κατέχει το κανονικό δικαίωμα για την ακύρωση δικαστικών αποφάσεων εκδιδόντων υπό της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Οικειοποίηση της αρμοδιότητας ακύρωσης των δικαστικών και μη αποφάσεων των υπολοίπων Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών – αποτελεί μέρος από την νεοεμφανιζόμενη ψευδή διδασκαλία,  η οποία κηρύσσεται σήμερα από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως καθώς αποδίδει στον Πατριάρχη της τα δικαιώματα του «πρώτου άνευ ίσων» (primus sine paribus) στην παγκόσμια δικαιοδοσία.
«Αυτή η ερμηνεία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως των προνομίων και των αρμοδιοτήτων έγκειται σε απόλυτη αντίθεση με την μακραίωνη Κανονική Παράδοση, στην οποία βασίζεται η ύπαρξη τόσο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας όσο και των άλλων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών», – προειδοποίησε η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ρωσίας το 2008 στο ανακοινωθέν της «Περί ενότητας της Εκκλησίας».
Στο προαναφερθέν ανακοινωθέν η Σύνοδος κάλεσε την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως «έως της πανορθοδόξου εξετάσεως των αναφερομένων καινοτομιών να κρατήσει επιφυλακτικότητα και να αποφύγει τις πράξεις που μπορούν να οδηγήσουν στην διάσπαση της ενότητας της Ορθοδοξίας. Συγκεκριμένα αυτό σχετίζεται με την απόπειρα επανεξέτασης των Κανονικών δικαιοδοσιών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών».
Το Συνοδικό Γράμμα του 1686 το οποίο επικυρώνει την ανάθεση της Μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας και  καθυπογράφεται από τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Διονύσιο Δ´ και από την Ιερά Σύνοδο της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας δεν επίκειται σε αναθεώρηση. Η απόφαση για την άρση του Γράμματος είναι κανονιολογικά απαράδεκτη. Διαφορετικά, θα υπήρχε η δυνατότητα κατάργησης οποιουδήποτε εγγράφου, στο οποίο συγκεκριμενοποιούνται η Κανονική δικαιοδοσία και τα όρια Τοπικής Εκκλησίας – ανεξαρτήτως της αρχαιότητάς του, του κύρους του, και της πανεκκλησιαστικής αποδοχής του.
Στο ίδιο Γράμμα και στα επισυναπτόμενα αυτού έγγραφα τίποτα δεν αναγράφεται για την προσωρινή ανάθεση της Μητρόπολης Κιέβου υπό την επίβλεψη του Πατριαρχείου Μόσχας, άλλα και ούτε πως αυτό το Γράμμα μπορεί να ακυρωθεί. Η απόπειρα Ιεραρχών του  Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, υπό πολιτικά και ιδιοτελή συμφέροντα, να επανεξετάσει μετά από τριακόσια χρόνια την ειλημμένη απόφαση, εναντιώνεται στο πνεύμα των Ιερών Κανόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίοι δεν επιτρέπουν την αναθεώρηση των καθιερωμένων και μη αμφισβητήσιμων στο διάβα του χρόνου Εκκλησιαστικών συνόρων. Σύμφωνα με τον ΡΚΓ´ (ΡΚΘ´) Κανόνα της εν Καρθαγένῃ Συνόδου : «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα, ἐάν τις μετὰ τοὺς νόμους, τόπον τινὰ πρὸς τὴν καθολικὴν ἑνότητα μεταστρέψῃ, καὶ τοῦτον ἐπὶ τριετίαν μηδενὸς ἀναζητοῦντος κατάσχῃ, τοῦ λοιποῦ παρ᾽ αὐτοῦ μὴ ἀναζητηθῇ, ἐὰν μέντοι ἐντὸς τῆς αὐτῆς τριετίας ὑπῆρχεν ἐπίσκοπος ὁ ὀφειλῶν ἀναζητῆσαι, καὶ ἡσύχασεν».
Επιπλέον και ο ΙΖ´ Κανών της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει περίοδο τριάντα ετών προθεσμίας για τυχόν Συνοδική επανεξέταση διαφωνίας ακόμη και πάνω σε θέμα δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών κοινοτήτων: «Τὰς καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἀγροικικὰς παροικίας, ἢ ἐγχωρίους, μένειν ἀπαρασαλεύτους παρὰ τοῖς κατέχουσιν αὐτὰς ἐπισκόποις, καὶ μάλιστα εἰ τριακονταετῆ χρόνον ταύτας ἀβιάστως διακατέχοντες ᾠκονόμησαν».
Πως είναι δυνατόν ακύρωση ισχύουσας απόφασης τριών αιώνων; Αυτό θα σήμαινε απόπειρα παραγραφής, «ως μη γενομένης» όλης της επικείμενης ιστορικής ανάπτυξης της εκκλησιαστικής ζωής.   Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σαν να μην θέλει να κατανοήσει ότι η εν Κιέβω Μητρόπολη του έτους 1686, περί της επιστροφής της οποίας υπό την δικαιοδοσία του γίνεται τώρα λόγος, είχε ουσιαστικά πολύ μικρότερα όρια σε σχέση με τα σημερινά της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η Μητρόπολη Κιέβου στις μέρες μας περιλαμβάνει την πόλη του Κιέβου και μερικά προάστιά της. Πλήθος Επαρχιών της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας απλώνονται στην ανατολική και νότια πλευρά της χώρας, ιδρύθηκαν και αναπτυχθήκαν υπό την δικαιοδοσία της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ρωσίας, και φυσικά είναι καρπός της στην μακραίωνη ιεραποστολική και ποιμαντική της δραστηριότητα. Η τωρινή πράξη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί απόπειρα υποκλοπής τινός μήποτε  ανήκοντος αυτού.
Η Πράξη του έτους 1686 οριστικοποιεί την καταναγκαστική διαίρεση της περιόδου διακοσίων ετών εντός της μακραίωνης ιστορίας της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία παρά των εναλλασσόμενων πολιτικών καταστάσεων παρέμεινε στην αυτοσυνείδησή της ενιαία. Μετά την επανένωση της Εκκλησίας της Ρωσίας το 1686, στην διάρκεια περισσοτέρων των τριακοσίων ετών, κανείς δεν προέβαλε αμφιβολία ότι οι ορθόδοξοι της Ουκρανίας αποτελούν ποίμνιο της Ρωσικής Εκκλησίας και όχι του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Και σήμερα παρόλες τις επιδράσεις των εξωτερικών αντιεκκλησιαστικών δυνάμεων, αυτό το πολλών εκατομμυρίων ποίμνιο τιμά την ενότητα της πασών των Ρωσιών Εκκλησίας και φυλάττει την πιστότητά του σε αυτήν.
Η πρόθεση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να ορίσει το μέλλον της Κανονικής Εκκλησίας της Ουκρανίας χωρίς την συγκατάθεσή της συνιστά αντικανονική επιβουλή σε ξένα εκκλησιαστικά όρια. Ο Κανών λέγει: «Ὥστε μηδένα τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ, ἢ γοῦν τῶν πρὸ αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν ἀλλ᾿ εἰ καί τις κατέλαβε, καὶ ὑφ´ἑαυτὸν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι· ἵνα μὴ τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται, μηδὲ λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν κατὰ μικρὸν ἀπολέσαντες, ἣν ἡμῖν ἐδωρήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πάντων ἀνθρώπων ἐλευθερωτής» (Η´ Κανών της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου).
Υπ᾽ αυτόν τον Κανόνα αναιρείται ακόμη και η απόφαση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως περί εγκαθιδρύσεως «Σταυροπηγίου» στο Κίεβο, με την σύμφωνη γνώμη των πολιτικών αρχών, άνευ όμως ενημερώσεως και συγκατάθεσης της Κανονικής Ιεραρχίας της εν Ουκρανία Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υποκριτικά καλυπτόμενο υπό την επιδίωξη της αποκαταστάσεως της ενότητας της Ορθοδοξίας της Ουκρανίας, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως  με τις δικές του ασύνετες και πολιτικά υποκινούμενες αποφάσεις οδηγεί σε μεγαλύτερη διάρηξη και εμβάθυνση των παθημάτων της Κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Αποδοχή σε κοινωνία του σχισματικού και αναθεματισμένου από άλλη Τοπική Εκκλησία ατόμου με όλους τους υπ᾽ αυτού χειροτονημένους «επισκόπους» και «κληρικούς», επιβολή σε ξένα κανονικά όρια, απόπειρα απόταξης από τα ιστορικά πεπραγμένα – όλα αυτά οδηγούν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εκτός ορίων κανονικότητας, και προς μεγάλη μας θλίψη κάνει αδύνατη την συνέχιση ευχαριστιακής κοινωνίας με τους Ιεράρχες του, τους κληρικούς του και τους πιστούς.
Από σήμερα και έως της ακύρωσης από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως των ειλημμένων υπ᾽ αυτού αντικανονικών αποφάσεων, για όλους τους κληρικούς της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας καθίσταται αδύνατον η συλλειτουργία με κληρικούς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και για τους λαϊκούς ακόμη η συμμετοχή στα υπ᾽ αυτών τελούμενα Άχραντα Μυστήρια. Η προσχώρηση Αρχιερέων και Ιερέων από την Κανονική Εκκλησία στους σχισματικούς ή ευχαριστιακή κοινωνία μαζί τους συνιστά κανονικό έγκλημα και επισύρει σε αντίστοιχες ποινές.
Με θλίψη ενθυμούμεν την πρόρρηση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού περί των χρόνων πλάνης και παθών των χριστιανών: «Καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν (Κατά Ματθαίον 24.12)».
Στην κατάσταση της βαθιάς υπονόμευσης των βάσεων των διορθοδόξων σχέσεων και της εξολοκλήρου απαξίωσης της χιλιετούς παράδοσης του εκκλησιαστικό-κανονιολογικού δικαίου, η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας θεωρεί καθήκον της να προβεί στην προστασία των θεμελιωδών αρχών της Ορθοδοξίας, στην προστασία της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, που υποκαθίστανται από νέες και ξένες διδασκαλίες περί της οικουμενικής κυριαρχίας του πρώτου εκ των Προκαθημένων.
Καλούμε τους Προκαθημένους και τις Ιερές Συνόδους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στην αξιολόγηση των προαναφερθέντων αντικανονικών πράξεων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και στην κοινή αναζήτηση της εξόδου από την βαθιά κρίση, που διασχίζει το σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Εκφράζουμε πλήρη υποστήριξη στον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ. Ονούφριον και σε όλο το πλήρωμα της εν Ουκρανία Ορθοδόξου Εκκλησίας σε αυτή την δύσκολη για αυτήν περίοδο. Προσευχόμαστε δε για την ενδυνάμωση των πιστών της τέκνων στην γενναία υπεράσπιση της αλήθειας και της ενότητας της κανονικής Εκκλησίας στην Ουκρανία.
Παρακαλούμεν τους Αρχιποίμενας, τους Κληρικούς, τους Μονάζοντες και τους Λαϊκούς όλης της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας να αυξήσουν τις προσευχές τους για τους ομοπίστους αδελφούς μας στην Ουκρανία.
Η Σκέπη της Υπεραγίας Επουρανίου Βασιλίσσης, των Οσίων Πατέρων της Λαύρας του Κιέβου, του Οσίου Ιώβ του Ποτσάεφ, των Νεομαρτύρων, των Ομολογητών και πάντων των Αγίων της Εκκλησίας της Ρωσίας, να είναι μετά πάντων ημών.