Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Ο Άγιος Ραφαήλ,το «ενωτικό» συλλείτουργο στην Αγία Σοφία και τα συλλείτουργα των ημερών μας.

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα

Γράφει ὁ Φώτης Μιχαήλ, ἰατρός

Δεκατρία χρόνια μετά τήν προδοτική ψευτοσύνοδο τῆς Φερράρας, ὁ συνυπογραφείς ἑνωτικός ὅρος ἐφαρμόζεται πλέον καί στήν πράξη: Ἀπεσταλμένοι τοῦ πάπα ἔρχονται στήν Κωνσταντινούπολη καί στίς 12 Δεκεμβρίου 1452 (πέντε μῆνες πρίν ἀπό τήν Ἅλωση) συλλειτουργοῦν μέ τούς δικούς μας μέσα στήν Ἁγιά Σοφιά.
Ἡ ὑβριστική αὐτή ἑνωτική λειτουργία σήμανε καί τό τέλος τῆς χιλιόχρονης Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ προδοσία τῆς Πίστεως, ὅπως μαθαίνουμε ἀπό τά Βιβλία μας τά Ἱερά, ποτέ δέν μένει ἀτιμώρητη. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σηκώθηκε ἀπό τήν Πόλη καί ἀντ’ αὐτῆς ἐγκαταστάθηκε ἡ χατζάρα τοῦ Τούρκου.
Στήν συγκεκριμμένη, ὅμως, ἀποστασία (συλλείτουργο μέ αἱρετικούς), κάποια παλληκάρια τῆς Πίστεώς μας διαμαρτυρήθηκαν καί ἀντέδρασαν σθεναρά. Ἀνάμεσά τους καί ὁ γνωστός σέ ὅλους μας θαυματουργός Ἁγιος τῆς νήσου Λέσβου, ὁ Ἅγιος Ραφαήλ.
Ὁ Ἅγιος Ραφαήλ ἦταν διορισμένος ἀπό τόν ἵδιο τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο ὡς σύμβουλός του καί πρωτόπαπας. Στήν κρίσιμη, ὅμως, ὥρα (τήν ὥρα τοῦ προδοτικοῦ συλλείτουργου) δέν ὑπολόγισε οὔτε ἀξιώματα οὕτε φιλίες αὐτοκρατορικές. Κινούμενος στήν ἴδια ἐκκλησιολογική καί πνευματική γραμμή μέ τόν Γεννάδιο, συμβουλεύει τόν αὐτοκράτορα νά σταματήσουν κάθε σχέση μέ τούς παπικούς. Προτείνει στόν βασιλιᾶ νά ἀγωνιστοῦν γιά τήν σωτηρία τῆς Πόλης καταφεύγοντας ὅχι στήν δῆθεν βοήθεια τοῦ ἀντίχριστου Βατικανοῦ, ἀλλά στήν δοκιμασμένη κραταιά προστασία τῆς Παναγιᾶς μας.
Ὁ Ἅγιος Ραφαήλ, ἐνῷ ἦταν καλεσμένος ἀπό τόν ἵδιο τόν αὐτοκράτορα, δέν πάτησε τό πόδι του στό προδοτικό συλλείτουργο. Στοιχημένος στήν ἁγιοπατερική μας Παράδοση, ἀρνήθηκε νά συμπροσευχηθεῖ μέ τούς ἑνωτικούς λατινόφρονες καί μέ τούς ἐκπροσώπους τοῦ ἀρχιαιρεσιάρχη, δηλαδή τοῦ πάπα. Ὁ βασιλιᾶς, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, ἐξοργίστηκε μέ τήν σθεναρά Ὀρθόδοξη στάση τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ καί ἔδωσε ἀμέσως διαταγή νά ἐξοριστεῖ. Νά πῶς βρέθηκε ὁ Ἅγιός μας στήν Λέσβο, ὅπου καί ἀργότερα μαρτύρησε: Ἐξορισμένος στό νησί γιά τά ἀνόθευτα Ὀρθόδοξα φρονήματά του καί τήν προσήλωσή του στήν Ἁγιοπατερική μας Παράδοση.
Στίς ἡμέρες μας, σέ ἀνάλογες περιπτώσεις, τό ἔμπρακτο παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ ἀποδεικνύεται, δυστυχῶς, ὅτι δέν ἔχει πέραση. Σήμερα, οἱ ἴδιοι ἐκκλησιαστικοί ἀξιωματοῦχοι, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι σεμνύνονται τόν Ἅγιο Ραφαήλ, ὅχι μονάχα δέν ἀντιδροῦν στήν συμπροσευχητική παρουσία καρδιναλίων καί παστόρων μέσα σέ Θεία Λειτουργία στό Φανάρι, στό Κολυμπάρι καί ἀλλαχοῦ ἐν Εὐρώπῃ καί Ἀμερικῇ, ἀλλά τοὐναντίον ἐπιχαίρουν καί καυχῶνται γιά τά προδοτικά τους αὐτά ‘’κατορθώματα’’.
Ἀπόδειξη, τά ἀτελείωτα πάρε-δῶσε μέ τήν πανσπερμία τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀλλοπίστων, ἡ ἐνυπόγραφη ‘’συνοδική’’ ἀναγνώριση τῶν άντιχρίστων ἀποφάσεων τοῦ λεγόμενου παγκοσμίου συμβουλίου ἐκκλησιῶν, τά ἐντατικά μαθήματα ἱερωμένων γιά τήν ἐμπέδωση τῶν ἀποφάσεων τῆς ψευτοσυνόδου τῆς Κρήτης, ἡ μετάλλαξη τῶν περισσοτέρων ἀντιαιρετικῶν γραφείων σέ κέντρα συνεργασίας μέ ‘’ἑτεροδόξους ἀδελφούς’’,  ἡ μετατροπή Ἱερῶν Μονῶν σέ ἄντρα ‘’μεταπατερικῆς θεολογίας’’ καί διδασκαλεῖα ‘’σύγχρονων φιλοσοφικῶν θεωριῶν’’, καί πάνω ἀπ’ ὅλα τό μένος ὅλων αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ἀξιωματούχων ἐναντίον κάθε Ρωμηοῦ ρασοφόρου (παπᾶ ἤ μοναχοῦ), πού δηλώνει ἐλάχιστος μιμητής τοῦ νεοφανοῦς καί θαυματουργοῦ Ἀγίου μας, τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ, τοῦ μαρτυρήσαντος στήν νῆσο Λέσβο.
Ἡ ἀποστασία μας ἀναμφιβόλως ἔχει λάβει τεράστιες διαστάσεις.
Οἱ ὑψηλά ἱστάμενοι, στήν συντριπτική τους πλειονότητα, ὑπηρετοῦν χωρίς συστολή τήν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, εἴτε μέ τήν σιωπή τους εἴτε  μέ τά ἔργα τους. Εἶναι παραλογισμός –γιά νά μήν ποῦμε καθαρή ὑποκρισία- ἀπό τήν μιά μεριά νά διδάσκεις, ὅτι ‘’ἑορτή Ἁγίου ἴσον μίμησις Ἀγίου’’ καί ἀπό τήν ἄλλη νά βάζεις στά ἕξι μέτρα κάθε πιστό (παπά ἤ λαϊκό), πού προσπαθεῖ μέ φιλότιμο νά ἐφαρμόσει τήν Χρυσοστομική παρότρυνσή σου.
Οἱ πιό κάτω (τίμιοι παπάδες καί εὐλαβεῖς μοναχοί), ζῶντας ὑπό καθεστώς ὁμηρίας καί τρομοκρατίας, σιωποῦν περιμένοντας τάχα εὐνοϊκότερες ἡμέρες γιά νά ἀντιδράσουν.
Ἐνῷ οἱ πιστοί, ὡς ἀνεπίσκοποι πλέον, καταλήγουν στήν ἀδιαφορία ἤ στήν σύγχυση.
Θά βγοῦν ἐπιτέλους μπροστά μερικοί Ἐπίσκοποι, μέ ἔψιλον κεφαλαῖο, γιά νά πιάσουν ὄντως σκοπιά, νά φυλάξουν τό ποίμνιο καί νά κρατήσουν ἀνόθευτη τήν πολυτίμητη Ὀρθοδοξία μας; Ἤ θά συνεχίσουμε τόν ἴδιο ἐκκοσμικευμένο (οἰκουμενιστικό) χαβά, περιγράφοντας τά δεινά τοῦ λαοῦ μας ἁπλῶς καί μόνον ὡς ‘’κρίση’‘ καί ’’ἀκραῖα καιρικά φαινόμενα’’, καί ὅχι ὡς θεομηνία καί Θεία Δίκη γιά τά τεκταινόμενα στόν χῶρο τῆς Πίστεως;


Ἐπιστολὴ Ϛ΄ περὶ Ἡμερολογίου



Ἀγαπητέ μου κ. Μάννη.
Μὲ μεγάλη προσπάθεια σοῦ γράφω αὐτὲς τὶς γραμμὲς ἀφοῦ μάλιστα ὁ χρόνος τρέχει καὶ τὸ θέμα ποὺ διάλεξα δὲν πρέπει νὰ χάσῃ τὴν ἐπι­καιρότητά του. Ἰδιαίτερος λόγος εἶναι ἡ ἀνάγκη νὰ δώσουμε, οἱ ὀρθό­δοξοι Χριστιανοί, ἀπάντησι σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς κατηγοροῦν ὅτι ἑορ­τάζουμε τὸ Ἅγιο Πάσχα κατὰ παράβασι τῶν διορισμῶν τῆς Νικαίας.
Αὐτοὶ βέβαια ποὺ μᾶς κατηγοροῦν, φαίνεται πὼς δὲν ἔχουν κανένα σεβασμὸ στοὺς Κανόνες τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων, ἀφοῦ διαρκῶς προ­βάλλουν ὡς παράδειγμα τοὺς παραβάτες τῶν θείων Κανόνων, ὅμως ἐμεῖς πρέπει καὶ νὰ ἀπολογηθοῦμε γιὰ τὸ σεβασμό μας στοὺς γραπτοὺς καὶ ἀγράφους νόμους τῆς  ἀμωμήτου καὶ ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκ­κλησίας.
Θὰ μοῦ πῇς τώρα· ἂν τοὺς ἀπαντήσῃς θὰ σταματήσουν νὰ μᾶς κατη­γοροῦν; Σοῦ ἀπαντῶ λοιπὸν· κατηγορηματικὰ Ὄχι, δὲν θὰ σταμα­τήσουν νὰ μᾶς κατηγοροῦν. Ὅμως ἐγὼ δὲν ἀπευθύνομαι σ’ αὐτούς· δὲν κάνω αὐτὸν τὸν κόπο καὶ νὰ πᾶνε χαμένα τὰ λόγια μου. Ἀπευθύνομαι στοὺς Ὀρθοδόξους ἀδελφούς μας, εἴτε αὐτοὶ ἀκολουθοῦν τὸ Νέο εἴτε ἀκο­λουθοῦν τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, καὶ ἴσως προβλη­ματίζονται μὲ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦν ἢ αὐτὰ ποὺ διαβάζουν.
Σὲ προηγούμενη λοιπὸν ἐπιστολὴ  κ. Μάννη εἴχαμε ἀναφερθεῖ στὴν πληροφορία ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Ἅγιος Ἀβρόσιος ὅτι, ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶχε θεσπίσει γιὰ τὸν προσδιοριασμὸ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Ὀρθοδόξου Πάσχα τὸν δεκαεννεαετῆ Κύκλο τοῦ Μέτωνος.
Μὲ τὸν Κύκλο αὐτὸν λοιπὸν θὰ ἀσχοληθοῦμε ὀλίγον σήμερον· καὶ θὰ ἐρευ­νήσουμε τὰ κείμενα ἑνὸς μεγάλου θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος ἐγνώριζε ἀπὸ ὅτι φαίνεται, καὶ μάλιστα ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τοὺς διορισμοὺς τῆς Νικαίας, καὶ συνέταξε δικό του Κανόνιο, ἀπόλυτα σύμφωνο μὲ τὸ Κανόνιο ποὺ χρησιμοποιεῖ μέχρι σήμερα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος καὶ Μάρτυς εἶναι ὁ ἅγιος Μάξιμος. Εἶναι ὅμως δύσκολο νὰ ὁμιλήσῃ κανεὶς γιὰ αὐτὸν τὸν Ὁμολογητὴ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως χωρὶς νὰ ἀναφερθοῦν οἱ ἀγῶνές του, οἱ θυσίες του καὶ ἡ ἀταλάντευτη μέχρι Μαρτυρίου ὁμολογία του. Ἂς εἶναι.
Αὐτὸς λοιπὸν  ὁ Ὁμολογητὴς ἀνακεφαλαιώνει ὅλες τὶς ἀπαντήσεις ποὺ ζητοῦν οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ σχετι­κὰ μὲ τὸν Πασχάλιο Κανόνα, στὸ «αἰώνιον Πασχά­λιον» ποὺ συνέταξε. Ἡ ἐργασία αὐτὴ τοῦ ἁγίου Μαξίμου κυκλοφορήθηκε στὴν Ἀλεξάν­δρεια περὶ τὰ μέσα τοῦ 7ου αἰῶνος (641 μ.Χ). Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Ἅγιος βρέθηκε σὲ ἀπέραντη μοναξιὰ μετὰ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Σωφρονίου καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ σχεδὸν ἐπικράτησι τοῦ μονοθελη­τισμοῦ στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἐπιστρέ­φον­τας ἀπὸ τὴν Συρία στὴ Μονή του στὴν Καρθαγένη, πέρασε ἀπὸ τὴν Ἀλε­ξάνδρεια καὶ φρόντισε νὰ κυκλο­φορηθῇ ἡ ἐργασία του γιὰ τὸ «αἰώνιον Πάσχάλιον».
Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπό­σπα­σμα μιᾶς ἐπι­στολῆς ποὺ ἔ­στειλε τὸν ἴδιο χρόνο (ἔτη λα΄ τῆς Βασιλείας Ἡρακλεί­ου) σὲ ἕνα Πατρίκιο ὀνό­ματι Πέτρῳ.
Γιὰ νὰ γίνουν ὅμως πιὸ εὔκολα κατανοητὰ τὰ γραφόμενα ἀπὸ τὸν ἅγιο Μάξιμο πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι:
Τὸ ἡλιακὸ ἔτος, καθορίζεται ἀπὸ τὸν ἡλιακὸ δρόμο. Αὐτὸ τὸ ἔτος εἶναι τὸ γνωστό μας Ἡμερο­λογιακὸ  ἔτος. Ἔχουμε ὅμως καὶ τὸ σε­ληνιακὸ ἔτος ποὺ ἄρχίζει πάντοτε μὲ Νέα Σελήνη. Τὰ σεληνιακὰ ἔτη ἔχουν ἄλλοτε 12 καὶ ἄλλοτε 13 σεληνιακοὺς μῆνες. Τὰ σεληνιακὰ ἔτη 12 μηνῶν ­λέγονται κοινὰ καὶ ὅσα ἔχουν 13 μῆνες  λέγονται ἐμβόλιμα διὰ τὴν παρεμβολὴ τοῦ (ἐμβολίμου) 13ου σελη­νιακοῦ μηνός.
Νὰ παρατηρήσουμε τώρα ὅτι, ἡ διάρκεια 12 συνοδικῶν (σεληνιακῶν δηλαδὴ) μηνῶν εἶναι μικρότερη τοῦ ἡμερολογιακοῦ ἔτους κατὰ 11 ἡμέρες περίπου, ἐνῶ ἡ διάρκεια 13 σεληνιακῶν μηνῶν εἶναι μεγα­λύτερη τοῦ ἡμερολογιακοῦ ἔτους κατὰ 19 περίπου ἡμέρες. Αὐτὸ τί σημαίνει;
Ὅτι, ἂν κάποια φορὰ ἄρχισε τὴν ἴδια ἡμέρα ἕνα ἡλιακὸ καὶ ἕνα σεληνιακὸ ἔτος (κοινὴ δηλαδὴ πρωτοχρονιά), ὅταν  ἡ σελήνη θὰ ἔχῃ συμπληρώσει 12 συνοδικὲς περιφορὲς δὲν θὰ ἔχῃ συμπλη­ρωθεῖ ἀκόμη ἕνα ἡλιακὸ ἔτος ἀλλὰ λείπονται γιὰ τὴν συμπλήρωσί του 11 ἡμέρες. Ἂν λοιπὸν ἐκεῖνο τὸ σεληνιακὸ ἔτος εἶναι κοινό,(ἔ­χῃ 12 σε­ληνιακοὺς μῆνες), ἡ νεομηνία τοῦ πρώτου σελη­νι­ακοῦ μηνὸς τοῦ ἑπο­μένου σεληνιακοῦ ἔτους θὰ γίνῃ 11 ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν νεομηνία τοῦ ἡλιακοῦ (Ἡμερολογια­κοῦ) ἔτους. Ἂν πάλι τὸ σελη­νιακὸ ἔτος εἶναι ἐμβόλιμο (δηλ. ἔχει 13 σελη­νια­κοὺς μῆνες) ἡ διάρκεια τῶν 13 σεληνιακῶν μηνῶν εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν διάρκεια τοῦ ἡλιακοῦ ἔτους κατὰ 19 ἡμέρες, ὥστε ὁ πρῶτος μῆνας τοῦ νέου σεληνιακοῦ ἔτους θὰ φθάσῃ 19 ἡμέρες μετὰ τὴν πρωτο­χρο­νιὰ τοῦ ἡμερολο­γιακοῦ (ἡλι­ακοῦ) ἔτους.
Τὰ σεληνιακὰ λοιπὸν ἔτη δὲν ἀρχίζουν σὲ σταθερὴ ἡμερο­μηνία ὅπως τὰ ἡλιακά· ὅμως συμβαίνει κάτι θαυμαστό. Ὅλες οἱ νεομηνίες τῶν σεληνι­ακῶν ἐτῶν εἴτε αὐτὰ εἶναι κοινὰ εἴτε εἶναι ἐμβόλιμα βρίσκονται σὲ ἕνα διάστημα ἑνὸς μηνός· τὸν μῆνα δὲ αὐτὸν ἡ Γραφὴ τὸν ὀνομάζει  «ἀρχὴ μηνῶν»[1], γιατὶ ἔχει μέσα του τὶς νεομηνίες ὅλων τῶν σελη­νιακῶν ἐτῶν.
Ἐπίσης συνολικὰ μετὰ ἀπὸ 19 ἡμερολογιακὰ ἔτη ἐπανέρχονται  οἱ ἴδιες νουμηνίες τῶν σεληνιακῶν ἐτῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐπαναλαμβανό­μενη περίοδος τῶν 19 ἐτῶν λέγεται Μετώνειος Κύκλος καὶ αὐτὸν τὸν Μετώνειο Κύκλο έθέσπισε ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Κύκλο ἀπορρέουν οἱ διορισμοὶ τῆς Νικαίας.
Τὸ πρωτότυπο κείμενο (ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Μαξίμου) θὰ τὸ θέσουμε στὴν Ὑποσημείωσι καὶ θὰ ἐπιχειρήσουμε μιὰ ἐλεύθερη ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ Μάρτυρος.
 «Περὶ τῆς κατὰ τὸ νομικὸν Πάσχα ὑπερ­βάσε­ως, καὶ τῆς κατὰ Χρι­στὸν τελετῆς, ἐκ ποίας αὕτη, καὶ μέχρι ποίας ἡμέρας κανονίζεται» [2] .
Γράφει λοπὸν ὁ ἅγιος Μάξιμος στὸν Πατρίκιον Πέτρον: «Πρέπει δὲ νὰ σοῦ ἐπισημάνω  καὶ τὸν μῆνα ποὺ ἔχει μέσα του τὶς νεομηνίες τοῦ πρώτου μηνὸς τῶν σεληνι­ακῶν ἐτῶν· αὐτὸν τὸν μῆνα τὸν ὀνομάζουν μερικοί Πασχάλιο μῆνα. Ἂν λοιπὸν λάβουμε ὑπ’ ὄψι πρῶτον ὅτι ὁ σελη­νι­ακὸς μῆνας ἔχει διάρκεια περίπου 29 ἡμερῶν καὶ δεύτερον ὅτι ὅταν συμπλη­ρωθοῦν 12 σεληνιακοὶ μῆνες ὑπολοί­πονται ἀκόμη ἄλλες 11 ἡμέρες προκειμένου νὰ συμπλη­ρωθῇ τὸ ἡμερολογιακὸ (ἡλιακὸ) ἔτος, θὰ φθάσουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι:
Ὅλες οἱ νουμηνίες τοῦ πρώτου μηνὸς τῶν σεληνι­ακῶν ἐ­τῶν βρίσκονται μέσα στὸ διάστημα ἀπὸ 8 Μαρτίου μέχρι 5 Ἀπριλίου. Καὶ τὸ διάστημα μεταξὺ τῶν δύο παραπάνω ἡμερομηνιῶν εἶναι διάστημα ἑνὸς μηνὸς.
Ἂν τώρα ἀναβιβάσουμε κατὰ 13 ἡμέρες τὴν ἡμερομηνία  κάθε νουμη­νίας τοῦ πρώτου μηνὸς τῶν σεληνι­ακῶν ἐτῶν, θὰ βροῦμε τὶς ἡμερομη­νίες τῶν Πανσε­ληνιακῶν ἡμερῶν στὶς ὁποῖες οἱ Ἑβραῖοι ἑόρταζαν τὸ κατ’ αὐτοὺς Πάσχα. Καὶ θὰ βροῦμε πὼς αὐτὲς οἱ Πανσελη­νιακὲς ἡμέρες βρίσκονται μεταξὺ τῆς 21ης Μαρτίου καὶ τῆς 18ης Ἀπριλίου. Καὶ τὸ μεταξύ τους διάστημα εἶναι πάλι 29 ἡμέρες, δη­λαδὴ ἕνας σεληνιακὸς μῆνας.
Ἡ μικρότερη ἡμερομηνία παρατηρεῖται στὸ 16ο ἔτος τοῦ 19ετοῦς κύκλου, ἡ δὲ μεγαλύτερη στὸ 8ο ἔτος τοῦ Κύκλου.
Καὶ ἐμεῖς ποὺ ἀξιωθήκαμε νὰ ἑορτάζουμε τὸ κατὰ Χρι­στὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν Πάσχα τῆς Χάριτος ἐν ‘‘ἀζύμοις εἰλι­κρινείας’’ ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὸ ἑορ­τάζου­με  τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ μετὰ τὸ Νομικὸ Πάσχα.
Ἔτσι· ὅταν συμπέσῃ ἡ κατώτερη ἡμερομηνία τοῦ Νο­μικοῦ Πάσχα ποὺ εἶναι ἡ 21η Μαρτίου, καὶ τύχῃ καὶ ἡμέρα Σαββάτου ἑορτάζουμε καὶ ἐμεῖς τὸ κατὰ Χριστὸν Πάσχα τὴν ἑπομένη ἀμέσως ἡμέρα δηλαδὴ στὶς 22 Μαρτίου (ἐπειδὴ εἶναι στὴ περίπτωσι αὐτὴ Κυριακή). Ὅταν πάλι τὸ Νομι­κὸ Πάσχα πέσῃ στὴν ἀνώτερη ἡμερομηνία 18 Ἀπρι­λίου, καὶ τύχῃ καὶ ἡμέρα Κυριακή, τότε ἑορτάζουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ ποὺ θὰ εἶναι τὴν 25η Ἀπριλίου καὶ θὰ εἶναι ἡ ἀνώτερη ἡμερομηνία τοῦ Χριστι­ανικοῦ Πάσχα. Ἔτσι τὸ Χριστιανικὸ Πάσχα ἑορτά­ζεται στὶς 35 ἡμέρες ἀπὸ τὴν 22α Μαρτίου μέχρι τὴν 25η Ἀπρι­λίου. Καὶ ἑορ­τάζομε τὸ κατὰ Χριστὸν Πάσχα οὔτε ἀναβαί­νοντες πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν 25η Ἀπριλίου, οὔτε καταβαίνοντες πιὸ κάτω ἀπὸ τὴν 22α Μαρτίου διότι αὐτὰ τὰ ὅρια  ὑπάρ­χουν στὴν ἐκκλησιαστικὴ νομοθεσία καὶ παράδοσι· «διὰ τὴν ἐν ταύταις»  (ταῖς ἡμερομηνίαις) «καὶ εἴσω τούτων δεδομένην ἡμῖν ἐκκλησιαστικὴν νομοθεσίαν τε καὶ παράδοσιν».
Αὐτὴ εἶναι, λέγει ὁ θεῖος Μάξιμος, ἡ ἐκκλησιαστικὴ νομοθεσία· αὐτὴ εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις.
Ποιὸς μπορεῖ αὐτὰ νὰ τὰ παραβιάσει;
Μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια ὁ Ἅγιος Μάξιμος σημειώνει ὅτι τὸ νομικὸ Πάσχα καταβαίνει μέχρι τὴν 21η Μαρτίου καὶ ἀναβαίνει μέχρι τὴν 18η Ἀπριλίου. Ἔτσι λοιπὸν:
Τὸ Νομικὸ Πάσχα ἑορτάζεται ἀπὸ 21 Μαρτίου Μέχρι 18 Ἀπριλίου.
Τὸ Χριστιανικὸ Πάσχα ἑορτάζεται ἀπὸ 22 Μαρτίου μέχρι 25 Ἀπριλίου.
Αὐτὰ τὰ ὅρια τὰ ὁρίζει ἡ ἐκκλησιαστικὴ νομοθεσία καὶ παράδοσις.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει τὰ παραπάνω τρεῖς αἰῶνες μετὰ τὴν συγκρότησι τῆς Α΄ Οἰκου­μενικῆς Συνόδου. Τότε ὅμως ἡ  ἀστρονομικὴ ἰσημερία συνέβαινε στὶς 18 Μαρτίου.
Στὴν Ἀλεξάνδρεια βρισκόταν τότε ὁ Ἅγιος Μάξιμος. Τότε κυκλοφο­ρήθηκε καὶ τὸ αἰώνιο Πασχάλιο ποὺ εἶχε συν­τάξει ὁ ἴδιος. Δὲν ἐγνώρι­ζε ἆραγε τὴν ἡμερομηνία τῆς ἀστρονομικικῆς ἰσημερίας; Δὲν ἐγνώριζε τὴν ἀπόκλισι τοῦ Κύκλου τοῦ Μέτωνος ἀπὸ τὴν ἀστρονομικὴ ἀκρίβεια; Γιατί  στὸ Κανόνιό του θεωρεῖ ὡς ἰσημερία τὴν 21η Μαρτίου καὶ ὄχι τὴν 18η Μαρτίου καὶ γιατὶ χρησιμοποιεῖ τὸν Κύκλο τοῦ Μέτωνος;
Μᾶς τὸ δικαιολόγησε προηγουμένως. «Ἑορτάζομε τὸ κατὰ Χριστὸν Πάσχα οὔτε ἀναβαίνοντες πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν 25η Ἀπριλίου, οὔτε καταβαίνοντες πιὸ κάτω ἀπὸ τὴν 22α Μαρτίου».
Αὐτὰ τὰ ὅρια τὰ ὁρίζει ἡ ἐκκλησιαστικὴ νομοθεσία καὶ παράδοσις. Καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμερομηνία τῆς Ἰσημερίας παραβιάζει αὐτὰ τὰ ὅρια καὶ μᾶς κάνει παραβάτες τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ καὶ μόνο τὸ κείμενο δίδει κατηγορηματικὴ ἀπάν­τησι σ’ αὐτοὺς ποὺ ἰσχυρίζονται εἴτε ὅτι δὲν ὑπάρ­χουν ἀποφάσεις ἢ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἑορτάζουν παραβαίνοντες τὶς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γιατὶ τὸ κείμενο αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου εἶναι ἀκριβῶς τὸ Κανόνιο τοῦ Πάσχα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Νὰ δοῦμε καὶ κάτι ποὺ δὲν διέλαθε τὴν προσοχὴ τοῦ μεγάλου ὀρθοδόξου θεολόγου.
Οἱ νουμηνίες τῶν συνοδικῶν μηνῶν τοῦ Πάσχα βρίσκονται στὸ διάστημα ἀπὸ 8 Μαρτίου μέχρι 5 Ἀπριλίου, - διάστημα μιᾶς συνοδικῆς περιφορᾶς - τὸ ὁποῖο διάστημα λέγει ἡ παλαιὰ Διαθήκη: «ἀρχὴ μηνῶν».
Εἰς τὸν Ἑσπερινὸ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου κ. Μάννη, στὰ πολλὰ Ἀναγνώσματα ποὺ διαβάζει ἡ Ἐκκλησία μας, κάτι θὰ διαβάσῃς καὶ ἐσύ, ψάλτης εἶσαι. Στὸ Γ΄ λοιπὸν Ἀνάγνωσμα (εἰς τὴν Ἔξοδον) καθορίζει ὁ Θεὸς τὴν ἡμερομηνία τοῦ Νομικοῦ Πάσχα. Λέγει ὁ Θεὸς στὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἀαρών· «Ὁ μὴν οὗτος ἀρχὴ μηνῶν πρῶτός ἐστιν ἐν τοῖς μησὶ τοῦ ἐνιαυτοῦ».
Ὣ, ἅγιε Μάξιμε, ὁποῦ ζοῦσες στὴ Γῆ καὶ ὁ νοῦς σου ἦταν στὸν Οὐρανό· γιατί αὐτὸν τὸν μῆνα «τὸν εἵσω ἑαυτοῦ τὰς τῶν ὅλων τῆς σελήνης ἐτῶν νεομηνίας κεκτημένον· ὅν διὰ τοῦτο καὶ τινες Πα­σχάλιον ὀνο­μάζουσι» τὸν ὀνομάζει ἡ Γραφὴ «ἀρχὴ μηνῶν»·  γιατὶ τὸν ὀνομάζουν Πασχάλιο μῆνα;
Θὰ μᾶς ἀπαντήσει ὁ θεῖος  Χρυσόστομος[3]: «Ὁ μὴν ἀρχὴ μηνῶν. Καὶ διατὶ ὁ τοῦ Πάσχα μὴν πρῶτός ἐστιν ἐν τοῖς μησὶ τοῦ ἐνιαυτοῦ; Ὁ μὲν οὖν ἀπόρρητος Ἑβραίων λόγος τοῦτόν φησι τὸν και­ρὸν εἶ­ναι, ἐν ᾧ ὁ τῶν και­ρῶν Κύριος καὶ δημι­ουργὸς Θεὸς τότε ἐδημι­ούργησε τὸ πᾶν· καὶ τοῦτο εἶναι τῆς κτίσεως τὸ πρῶτον ἄν­θος, τοῦ κόσμου τὸ κάλλος... [...]. καὶ μᾶλλον πεπίστευκα, διὰ τὴν τοῦ Πάσχα πνευμα­τικὴν ἑορτήν, ἀρχὴν καὶ κεφαλήν, καὶ πρώτην ἡγεμο­νίαν ἅπαν­­τος τοῦ χρόνου νενομίσθαι τόνδε τὸν μῆνα τοῦ Πάσχα, ἐν ᾦ τὸ μέγα τοῦτο τελε­σι­ουργεῖται μυστήριον· ἵν’ ὡς ὁ Κύριος τῶν πάν­των νοη­τῶν τε καὶ ἀοράτων πρωτόγονός ἐστι καὶ πρωτότοκος ἀπ’ ἀρχῆς, οὕτω καὶ ὅδε ὁ μήν, ὁ τὴν ἱερὰν τετιμημένος τελετήν, πρῶτος γεγένηται τοῦ ἐνιαυ­τοῦ, καὶ παντὸς αἰῶνος ἀρχή. Ἐνιαυτὸς δὲ οὖτος, ὃν ἡ θεία Γραφὴ βοᾷ· Κη­ρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν».
Αὐτὰ ὅμως ἂς μᾶς τὰ διασαφήσουν καὶ μᾶς τὰ σχολιάσουν οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι.
Καλὴ Ἀνάστασι.


[1] Ἔξ. ΙΒ΄, 1.
[2] «Δεῖ δὲ κατὰ τὸ ἀκόλουθον ἐπι­σημήνασθαι καὶ αὐτὸν τὸν μῆνα τὸν εἵσω ἑαυτοῦ τὰς τῶν ὅλων τῆς σελήνης ἐτῶν νεομηνίας κεκτημένον· ὅν διὰ τοῦτο καὶ τινες Πασχάλιον ὀνο­μάζουσι· πόθεν οὗτος τὴν ἀρχὴν ἔχει, καὶ ποῦ τὸ τέλος. Φαμὲν οὖν, ὡς τὴν μὲν ἀρχὴν ἔχει, κατὰ τὴν τοῦ Μαρτίου μηνὸς η΄, τὸ δὲ τέλος κατὰ τὴν τοῦ Ἀπριλίου ε΄. Ἐξ ἐκείνης γὰρ μέχρι ταύτης μὴν ὑπάρ­χει σελήνης ὁλόκληρος, τοὐτέστι κθ΄ ἡμέραι. Διὰ τοσούτων γὰρ ἀνίασι καὶ κατίασι τὰ ταύτης ἔτη κατὰ τὴν αὐτῶν νεομηνίαν ἔκ τε τῆς τῶν ια΄. ἡμερῶν ἐκλείψεως, καὶ τῆς τῶν λ΄ πάλιν ἐμβολῆς καὶ προσθήκης. Οὕτω δὲ καὶ αἱ ἐκ τῶν νεομηνιῶν αὖθις προαγόμεναι τεσσαρεσ­και­δεκαταῖαι, καθ’ ἅς Ἑβραίοις τὸ Πάσχα τελεῖται, κατὰ τὸν ἴσον ἐπαι­ρό­μεναι καὶ καθιέμεναι τρόπον, τὴν μὲν ἀρχὴν ἔχουσι κατὰ τὴν εἰκάδα πρώτην τοῦ Μαρτίου, τὸ δὲ τέλος κατὰ τὴν Ἀπριλίου ιη΄. Ἀπ’ ἐκείνης γὰρ ἕως ταύτης κθ΄ πάλιν ἡμέ­ραι τυγχάνουσιν.  Ἀπ’ ἐκείνης γὰρ ἕως ταύτης κθ΄πάλιν ἡμέραι τυγχάνουσιν.
Ἔστι δὲ τὸ τὴν κατωτέραν πασῶν τῶν νεομηνιῶν νεομηνίαν τεσσαρεσκαιδεκάτην ποιούμενον ἔτος σελήνης τὸ ἓξ καὶ δέκατον· τὸ δὲ τὴν ἀνωτέραν τὸ η΄. Διόπερ ἡμεῖς οἱ κατὰ χάριν ἐν «ἀζύμοις εἰλι­κρι­νείας» τὸ κατὰ Χρι­στὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν ἠξιωμένοι Πάσχα τελεῖν, ὡς μίαν μόνην ὑπερ­βαίνοντες ἡμέραν, ὅτε Σαββάτῳ φθάνουσαν ἴδοιμεν τὴν εἰκάδα πρώτην τοῦ Μαρτίου μηνός, καθ’ ἣν συν­αντᾷ καὶ ἡ ιδ΄. τοῦ φέγγους· καὶ ὡς πάλιν ζ΄. ἡμέρας ἡ­νί­­κα Κυριακῆς γινομένην εὕρω­μεν τὴν τοῦ Ἀπρι­λίου μηνὸς ιη΄· εἰς ἣν ὁμοίως καὶ ἡ καθ’ Ἑβραί­ους ιδ΄ τελεῖται πρώτου μηνὸς· ἐν λ΄ καὶ  ε΄ ταῖς πάσαις ἡμέραις (τοσαῦται γὰρ αἱ ἀπὸ εἰκάδος δευτέρας Μαρτίου, μὲχρι εἰκάδος πέμ­πτης Ἀπριλίου τυγχάνουσι)· κανονιζόμεθα τὸ σωτήριον Πάσχα τελεῖν· οὔτε ἐκείνην ὑποκατα­βαίνον­τες, οὔτε μὴν ταύτην ὑπερανα­βαί­νοντες· διὰ τὴν ἐν ταύταις καὶ εἵσω τούτων δεδομένην μὴν ἐκκλησι­αστικὴν νομοθεσίαν τε καὶ παράδοσιν. Ἡμῖν μὲν οὖν αἵ τε νεομηνίαι καὶ τεσσαρεσ­καιδεκαταῖαι τῶν τῆς σελήνης ἐτῶν ἐντεῦ­θεν καὶ οὕτω ψηφίζονται».  P. G. 19 Στήλη 1232  Β.
[3] P G τόμος 59, Στήλη 739-740.




ΤΡΙΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ



«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτής, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, τόν μόνον εὐλογητόν τῶν Πατέρων, Θεόν καί ὑπερένδοξον» (ὠδή ζ΄ κανόνος ἀναστάσεως). 
(Γιορτάζουμε τή νέκρωση τοῦ θανάτου, τό γκρέμισμα τοῦ Ἅδη, τήν ἀπαρχή ἑνός ἄλλου τρόπου ζωῆς, δηλαδή τῆς αἰώνιας ζωῆς, καί σκιρτώντας ἀπό χαρά ὑμνολογοῦμε τόν αἴτιο τῆς γιορτῆς αὐτῆς, πού εἶναι ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων μας, ὀ ὑπερένδοξος Θεός).
Ἕνα ἀπό τά πιό γνωστά καί ἀγαπημένα τροπάρια τοῦ ἀναστάσιμου κανόνα ὁ παραπάνω ὕμνος, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀμεσότητας τῶν ἐννοιῶν του, ἀλλά καί λόγω τῆς ἰδιαίρετης ἀγάπης πού ἔτρεφε γι’ αὐτόν ὁ ἅγιος Γέροντας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης - ὅλοι γνωρίζουν τόν διάλογο πού διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ ὁσίου καί τοῦ μακαριστοῦ καθηγητῆ τῆς καρδιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γιώργου Παπαζάχου ἀκριβῶς πάνω στό τροπάριο αὐτό. Τί μᾶς λέει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος καί μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός; Καλούμαστε νά ὑμνολογήσουμε καί νά δοξολογήσουμε τόν μόνο δυνατό καί ὑπερένδοξο Θεό μας, τόν μόνο πού εὐλογήθηκε καί προφητεύτηκε ἀπό τούς Πατριάρχες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, διότι μέ τήν Ἀνάστασή Του πρῶτον∙ νέκρωσε τόν θάνατο καί γκρέμισε τό βασίλειο τοῦ Ἅδη – γιορτάζουμε τόν... θάνατο τοῦ θανάτου. Θάνατος δηλαδή δέν ὑφίσταται πιά, ἀφότου Ἐκεῖνος πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς εἰσῆλθε στά ἄδυτά του καί σ’ αὐτό πού ὀνομάζουμε Ἅδη. Ὁ θάνατος πού ἦλθε ὡς ἐπιγέννημα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου λόγω τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ - ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν θάνατο, ἀντιθέτως ἡ ἀθανασία ἦταν ἡ προοπτική τοῦ ἀνθρώπου – καταργήθηκε καί ἀφανίστηκε. Καί μπορεῖ νά ὑφίσταται καί μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀλλά μόνο μέ τή βιολογική του διάσταση ἄχρι καιροῦ: τοῦ καιροῦ τῆς Δευτέρας Του παρουσίας, ἡ ὁποία δυνάμει ἀποτελεῖ γεγονός τῆς κάθε στιγμῆς! Τά ἔσχατα μέ τόν Χριστό ἔτσι κι ἀλλιῶς ἔχουν εἰσέλθει στήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί ὁ πιστός ζεῖ μέ τήν προσμονή καί τή λαχτάρα αὐτή: «ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ»! «Μαράν ἀθά». Δεύτερον∙ ἡ κατάργηση καί ἡ καταπάτηση τοῦ θανάτου ἔφερε ἕναν ἄλλον τρόπο πιά ζωῆς γιά τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ἡ αἰωνιότητα, γιά τήν πίστη μας, δέν κατανοεῖται μέ τή διάσταση τῆς ἀτέρμονης καταστάσεως πού ἀκολουθεῖ τό ὅριο τοῦ βιολογικοῦ θανάτου∙ κυρίως κατανοεῖται ὡς ἡ ζωή πού ξεκινᾶ ἀπό τήν ὥρα πού ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στόν Χριστό καί σχετίζεται ἐμπειρικά μαζί Του, μέσα στό ζωντανό σῶμα Του τήν Ἐκκλησία. Τό ἀποκάλυψε ὁ Ἴδιος: «Αὔτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνο ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Ἡ γνώση τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἀποκάλυψε, γνώση ὄχι νοησιαρχική ἀλλά ἐν ἀγάπῃ ἐμπειρική, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, αὐτό εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, καί συνεπῶς οἱ ἀπαρχές τῆς ζωῆς αὐτῆς βρίσκονται στό ἐδῶ καί στό τώρα, γιά νά συνεχιστεῖ καί στή συνέχεια τῆς ζωῆς αὐτῆς, μετά τό βιολογικό τέλος μας. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἔχει κατανοήσει ὅτι διά τῆς ἀνιδιοτελοῦς κατά τό πρότυπο τοῦ Κυρίου ἀγάπης πορεύεται πιά στόν κόσμο τοῦτο, ζεῖ ἤδη τήν αἰώνια ζωή καί γεύεται τούς καρπούς της ὡς χαρά, ὡς εἰρήνη, ὡς μακροθυμία, ὡς πίστη, ὡς πραότητα, ὡς ἐγκράτεια κλπ. Γι’ αὐτό πιά καί δέν ὑφίσταται ὁ φόβος τοῦ θανάτου – τί φόβος νά ὑπάρχει ἐκεῖ πού δέν ὑφίσταται τό αἴτιό του, ὅταν μάλιστα ἔχει καταποθεῖ αὐτό ἀπό τήν ἴδια τή ζωή; Μέ τόν Κύριο ἀποκαλύφθηκε περίτρανα ὅτι ἡ μόνη ὄντως πραγματικότητα εἶναι ἡ ζωή, καί μάλιστα ὡς Ζωή Ἐκείνου. Αὐτήν τή ζωή βλέπουμε ὄχι σέ ἐμᾶς δυστυχῶς τούς μαλθακούς καί χλιαρούς χριστιανούς, ἀλλά στούς ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τά πρότυπά μας καί τή διαρκή πρόκληση γιά τή μετάνοιά μας, σάν τόν ἅγιο Πορφύριο πού μνημονεύσαμε, ὁ ὁποῖος ἀκριβῶς ἐπέμενε στή λέξη «σκιρτῶντες». Ὅταν ζεῖς ἀληθινά τήν Ἀνάσταση, ὅταν συνειδητοποιεῖς τό τί ἔφερε ὁ Χριστός στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τότε τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνεις εἶναι νά νιώθεις τά σκιρτήματα τῆς χαρᾶς, τά ὁποῖα ἐκεῖνος, ὁ ὅσιος Γέροντας, τά παρομοίαζε μέ τά χαρούμενα πηδήματα τῶν μικρῶν κατσικιῶν ὅταν βρίσκουν τήν τροφή τους καί εἶναι κοντά στή μάνα τους. Πρόκειται γιά τά σκιρτήματα, νομίζουμε, πού λένε πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τό ζωντανό νερό πού δίνει ὁ Χριστός στίς καρδιές τῶν πιστῶν Του, κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσή του: «Ὅποιος πιεῖ ἀπό τό νερό πού ἐγώ θά τοῦ δώσω, θά γίνει αὐτό μέσα στήν ὕπαρξή του πηγή πού θά ἀναβλύζει τήν αἰώνια ζωή». Μακάρι ὁ Κύριος καί οἱ ἅγιοί μας νά μᾶς δίνουν αὐτόν τόν προσανατολισμό στή ζωή μας, ὥστε ἔστω καί ἐπ’ ἐλάχιστον νά αἰσθανθοῦμε τά σκιρτήματα τῆς λυτρωτικῆς παρουσίας Του!  

ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΡΙΧΝΟΥΝ ΤΟΥΦΕΚΙΑ ΤΗΝ ΛΑΜΠΡΗ




Τώρα λοιπόν, αδελφοί μου Χριστιανοί, σας βαστά η ψυχή σας, αντί να ευχαριστήτε και να δοξάζετε τον γλυκύτατο Ιησού Χριστό, τον Θεό και Πατέρα και Πλάστη σας, εσείς να τον ατιμάζετε και να τον υβρίζετε με τα διαβολικά έργα που κάνετε τις ημέρες της Ανάστα­σής Του; Αυτός να πάθη τόσα και τόσα, για να θανατώση την αμαρτί­α, και εσείς πάλι να την ζωντανεύετε; Αυτός να αναστηθή, για να σας αναστήση από τα κακά, και εσείς πάλι να γκρεμίζεσθε σε αυτά; 


Και πότε; Σε εκείνες τις ίδιες ημέρες που αυτός σας ανέστησε. Ω μεγάλη αχαριστία! Ω ανήκουστη σκληροκαρδία των Χριστιανών! Εσείς που όλη την αγία Τεσσαρακοστή και την Μεγάλη Εβδομάδα σηκώνετε τα χέρια σας και προσεύχεσθε και τον σταυρό σας κάνετε, και όταν έλθη το Πάσχα, τολμάτε πλέον τα χέρια αυτά να τα κάνετε όργανα της α­μαρτίας και να παίζετε λύρες και ντέφια και άλλα διαβολικά παιχνίδια; Εσείς που με την γλώσσα αυτή και τα χείλη σας κοινωνείτε το Σώ­μα και το Αίμα του Χριστού και ψάλλετε τόσα πνευματικά και θεϊκά άσματα την ημέρα του Πάσχα, και έπειτα με αυτήν την ίδια την γλώσ­σα και χείλη να τραγουδάτε και να λέτε πορνικά και διαβολικά τραγούδια; 


Εσείς που με τα πόδια σας στέκεσθε στον Ναό του Θεού και κάνετε μετάνοιες και κλίνοντας τα γόνατα σας προσκυνείτε τον παν­τοκράτορα Θεό, και όταν έρχεται η Λαμπρή, σας βαστά η καρδιά να κτυπάτε τα ίδια τα πόδια σας; Να πηδάτε σαν τους τράγους; Να χορεύ­ετε σαν τρελλοί και δαιμονισμένοι; Και με τις άτακτες αυτές κινήσεις σας να προσκυνήτε τον διάβολο; Εσείς τέλος πάντων γίνεσθε ναός του Θεού και του Αγίου Πνεύματος στις άγιες ημέρες της Τεσσαρακοστής και του Πάσχα και εσείς οι ίδιοι πάλι να γίνεστε ναός του διαβόλου και των πονηρών πνευμάτων με τα σατανικά παιχνίδια και με τους χο­ρούς και τα τραγούδια; Αυτά είναι πράγματα, που δεν ταιριάζουν· εί­ναι πράξεις, που δεν σμίγουν, διότι ποιά ένωσι έχει το φως με το σκο­τάδι; Ο διάβολος με τον Χριστό; 


Ο ναός του Θεού με τον ναό των ειδώ­λων; Καθώς λέει ο Παύλος· «Μην κάνετε αταίριαστους δεσμούς με απί­στους. Γιατί ποιά σχέσι μπορεί να έχη η δικαιοσύνη με την ανομία; Ή τί κοινό υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι;» (Β’ Κορ. 6, 14). Καθώς λοιπόν λέμε ότι κατά το Πάσχα και τις ημέρες της Λαμπρής δεν πρέπει οι Χριστιανοί να παίζουν παιχνίδια και να χορεύουν και να τραγουδούν, έτσι παρομοίως λέμε ότι δεν πρέπει τις ημέρες του Πάσχα να ρίχνουν οι Χριστιανοί τουφέκια ή πιστόλια ή μάσκουλα και άλλα όμοια πυροβόλα. 


Διότι ο αναστημένος Χριστός, όχι μόνο δεν τα χρειάζεται αυτά, αλλά απεναντίας τα μισεί και τα αποστρέφεται· α) δι­ότι από αυτά τραυματίζονται πολλοί άνθρωποι, πολλές φορές μάλιστα και σκοτώνονται· β) διότι αυτά με τον θόρυβό τους δεν αφήνουν τους Χριστιανούς να ακούσουν την ακολουθία και τα πνευματικά τροπάρι­α και τα άσματα της αναστάσεως. Και αν κατά τα παλιά χρόνια υπήρ­χε το μπαρούτι και αυτά τα πυροβόλα όπλα και τα έριχναν οι Χριστιανοί κατά το Πάσχα, είναι βέβαιο πως όλοι οι άγιοι και θείοι Πατέρες θα έγραφαν σχετικά με αυτά και θα αγωνίζονταν να σταματήσουν μία τέτοια κακή και εθνική συνήθεια. 


Διότι των εθνικών είναι αυτή η συνή­θεια να ρίχνουν με αυτά κατά τις γιορτές τους και όχι των Χριστια­νών· διότι των Χριστιανών συνήθεια είναι να κτυπούν μόνο τις ιερές καμπάνες και τα σήμαντρα και να ψάλλουν το Χριστός Ανέστη και τα άλλα χαροποιά άσματα της αγίας Αναστάσεως.



Πηγή: «Χρηστοήθεια των Χριστιανών», Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Λόγος Β’, 
Μεταφραστής: Βενέδικτος Ιερομόναχος Αγιορείτης, 
Εκδότης: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, Έτος έκδοσης: 2010