Είχαμε αναφέρει και παλαιότερα ότι:
«Το να σκέπτεται δέ κανείς συμβουλευόμενος μόνον την κεφαλήν του πρός τα εκκλησιαστικά ζητήματα....τότε ασφαλώς ούτος προτεσταντίζει.... ».
Γνωρίζαμε βεβαίως ότι θεμελιώδης πρακτική των διαφόρων χριστιανικών αιρέσεων αποτελεί η διαστροφή του νοήματος των αγιογραφικών χωρίων και η κατανόησή τους εκτός των συμφραζομένων και της ευρύτερης νοηματικής τους συνάφειας. Τέτοιου είδους πρακτικές τις συνδυάζουν με την μόνιμη επωδό, ότι οι ισχυρισμοί τους είναι η άποψη της Αγ. Γραφής. Επισημαίνει σχετικά ο Ι. Χρυσόστομος γι' αυτό: «Ου τοίνυν αρκεί το ειπείν, ότι εν τη Γραφή γέγραπται, αλλά χρη και την ακολουθίαν αναγνώναι πάσαν, επεί ει μέλλοιμεν διακόπτειν την προς άλληλα συνέχειαν αυτών και συγγένειαν, πολλά τεχθήσονται πονηρά δόγματα» (PG 56,156)
Στην ίδια συνάφεια επισημαίνει πάλι: «Ου’ δει απλώς τας των Γραφών ρήσεις παραφέρειν, ουδέ εκκόπτοντας της ακολουθίας, ουδέ της συγγενείας αποσπώντας, ουδέ έρημα και γυμνά τα ρήματα της των επομένων ή προλαβόντων βοηθείας λαμβάνοντας συκοφαντείν απλώς και επηρεάζειν» (ΡG 56,158).
Ο κάθε αιρετικός που παρουσιάζει τις πλάνες του ως απόψεις της Αγ. Γραφής θεωρείται κατά τον Ι. Χρυσόστομο ως «ο δόγματα φρικτά και απόρρητα λυμηνάμενος» (PG 61, 622-623). Την αλήθεια αυτή την κάνει πιο σαφή με ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αναφέρει: «Καθάπερ γαρ εν τοις βασιλικοίς νομίσμασιν ο μικρόν του χαρακτήρος περικόψας, όλον το νόμισμα κίβδηλο ειργάσατο, ούτω και ο της υγιούς πίστεως και το βραχύτατον ανατρέψας, τω παντί λυμαίνεται» (PG 61, 622 ).
Καθώς απουσιάζουν απ’ αυτούς οι πνευματικές προϋποθέσεις ορθής ερμηνείας, οι διάφοροι αιρετικοί παρουσιάζουν ως διδασκαλία της Αγ. Γραφής «τη των οικίων λογισμών ασθενεία» (PG 59, 146). Πως επιτυγχάνεται αυτό; Με το «διεστραμμένως απαγγέλειν τα εν ταις Γραφαίς κείμενα, ή προστιθέντας ή υφαιρούντας». Αποτέλεσμα αυτών των αιρετικών πρακτικών είναι το «επιζοφούν την αλήθεια» (PG 56, 156) και «Τη αληθεία αεί παρεισάγειν την πλάνην πολλά επιχρωννύντα αυτή τα ομοιώματα, ώστε ευκόλως κλέψαι τους ευεξαπατήτους». (PG 58, 475).
Ο Ι. Χρυσόστομος έχει αναφερθεί επίσης και στα διάφορα προσωπεία τα οποία χρησιμοποιούν οι αιρετικοί. Συνήθως αποκρύπτουν την πραγματική τους ταυτότητα και παραπληροφορούν, παρότι επικαλούνται την Αγ. Γραφή. Με τον ρεαλισμό που τον διακρίνει επισημαίνει: «Παρά μεν την αρχήν συσκιάζουσιν εαυτούς, επειδάν δε πολλήν λάβωσι την παρρησίαν και λόγου τις αυτοίς μεταδώ τότε τον ιόν εκχέουσιν» (PG 58, 477). Και αλλού: «Εργάζονται μεν γαρ, αλλ’ ανασπώσι τα πεφυτευμένα. Επειδή γαρ ίσασιν, ότι ετέρως ουκ αν γένοιντο ευπαράδεκτοι, το προσωπείον λαβόντες της αληθείας, ούτω το δράμα της πλάνης υποκρίνονται. (. . . ). Σχήμα μόνον αυτοίς, η δορά του προβάτου επίκειται». (PG 61, 563). Το προσωπείο, όμως, δεν δηλώνει ειλικρίνεια αλλά δόλο και μεθόδευση.
Εμείς προτιμούμε τους κρυστάλλινους λόγους των Αγίων Πατέρων:
(ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ε.Π.Ε. 10)
Βλέπουμε ὅτι ἐδῶ ὁ Κύριος μᾶς παρουσιάζει τό τί θά γίνη μές στόν κόσμον αὐτόν ἀπό τήν στιγμή πού θ’ ἀρχίση νά σπείρεται ὁ λόγος ὁ δικός Του.
Θά ἀρχίσουν νά ὑπάρχουν οἱ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι, οἱ εὐλαβεῖς, οἱ πιστοί ἄνθρωποι, οἱ υἱοί τῆς Βασιλείας· θά συνυπάρχουν ὅμως καί οἱ υἱοί τοῦ πονηροῦ, οἱ ὁποῖοι κι αὐτοί θά μποῦνε μέσα στήν Ἐκκλησία, στό αὐτό χωράφι. Θά μποῦνε καί αὐτοί μέσα στήν Ἐκκλησία καί θά δημιουργοῦν προβλήματα, θά δημιουργοῦν ἀντιθέσεις καί ὀξύτητες.και όχι το να τους ''ερμηνεύουμε'' παρερμηνεύοντάς τους:
Υ.Γ. Μερικοί που ''ερμηνεύουν'' παρερμηνεύοντας, θα πρέπει να μάθουν το που οφείλεται αυτό.
«Είναι παρατηρημένο, ότι πολλά από τα καλά, δεν φαίνονται ως καλά και σωστά σε ανθρώπους που δεν έχουν σωστή κρίση. Από αυτή τη λαθεμένη κρίση βγάζουν πολλοί συμπεράσματα. Αλλά και το μέλι φαίνεται σε μερικούς πικρό, επειδή χάλασε η γεύση τους από κάποια αρρώστια. Έτσι πάλι ένα μάτι με κακή όραση πολλά από τα γύρω πράγματα δε βλέπει, ενώ φαντάζεται άλλα που δεν υπάρχουν. Κάτι ανάλογο γίνεται συχνά και με το νόημα των λόγων, όταν αυτός που τους κρίνει είναι κατώτερος διανοητικά από το περιεχόμενο του κειμένου που διαβάζει. Για το λόγο αυτό πρέπει και αυτός που γράφει και αυτός που κρίνει τα γραμμένα να έχουν σχεδόν την ίδια μόρφωση. Όπως αυτός που δεν ξέρει γεωπονία δεν μπορεί να κρίνει τα γεωργικά έργα και όπως αυτός που δεν κατέχει τη μουσική παιδεία δεν μπορεί να διακρίνει πότε τα διάφορα μουσικά κομμάτια έχουν σωστό μέλος ή όχι, πως μπορεί να θέλει κανείς να γίνεται έτσι αμέσως κριτής των λόγων, όταν δεν έχει να παρουσιάσει δάσκαλο που τον δίδαξε ή να αναφέρει τον χρόνο που σπούδασε ή κι όταν πάλι δεν έχει ούτε πολύ ούτε λίγο ιδέα γύρω από το λόγο; Το ίδιο πράγμα βλέπω και για τους λόγους του Πνεύματος, ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται στον καθένα να εξετάζει τα λεγόμενα, παρά μόνο σ΄ αυτόν που έχει το πνεύμα της διακρίσεως...» (Μ. Βασιλείου, Επιστολαί 204, 5/ΒΕΠΕΣ 55, 236, 13).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ