Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ (5)


«Ἀπό πάσης ἀνάγκης, θλίψεως καί νόσου καί βλάβης με λύτρωσαι∙ καί τῇ σῇ δυνάμει, ἐν τῇ σκέπῃ σου φύλαξον ἄτρωτον, ἐκ παντός κινδύνου καί ἐξ ἐχθρῶν τῶν πολεμούντων καί μισούντων με, Κόρη πανύμνητε» (ὠδή ε΄ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος).
(Λύτρωσέ με ἀπό κάθε ἀνάγκη, θλίψη καί νόσο καί βλάβη. Καί μέ τή δύναμή Σου, φύλαξέ με κάτω ἀπό τή σκέπη Σου ἄτρωτο ἀπό κάθε κίνδυνο καί ἀπό ἐχθρούς πού μέ πολεμοῦν καί μέ μισοῦν, Κόρη πανύμνητε).

Ὁ βασιλιάς ποιητής γίνεται βαθιά ἀνθρώπινος στό συγκεκριμένο καί ὄχι μόνο τροπάριό του, γι’ αὐτό καί ἐξαιρετικά συμπαθής σέ ὅλους μας. Ἐνῶ γνωρίζει καλά τή θεολογία τοῦ πόνου, ὅτι ὁ πόνος δηλαδή στήν ὀρθόδοξη χριστιανική παράδοση δέν ἔχει μόνο ἀρνητικό χαρακτήρα ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία∙ ἀντιθέτως μέ τά δεδομένα τῆς ἐν Χριστῶ ἀποκάλυψης γίνεται κατά παραχώρηση Κυρίου μέσον προαγωγῆς καί τελείωσης τοῦ ἀνθρώπου: ἄς θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τό τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου στήν καθολική του ἐπιστολή ὅτι μία ἀνάγκη, ἕνας πόνος, μία θεωρούμενη ἀτυχία, ὡς πειρασμός τοῦ βίου, πρέπει νά ἀποτελεῖ πρόκληση χαρᾶς, γιατί δοκιμάζει τήν πίστη καί ἔτσι ὁδηγεῖται ὁ πιστός στήν ὑπομονή καί τήν τελείωσή του («πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, εἰδότες ὅτι τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν, ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καί όλόκληροι ἐν μηδενί λειπόμενοι»)∙ ὅμως, παρ’ ὅλη τή γνώση του αὐτή ἐπιμένει νά ζητάει ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο τή λύτρωσή του ἀπό ὁτιδήποτε τόν ταλαιπωρεῖ στόν κόσμο τοῦτο: ἀνάγκη, θλίψη, νόσο, βλάβη, κινδύνους ἀπό ἐχθρούς. Θέλει δηλαδή ὅ,τι στήν πραγματικότητα θέλουμε καί ζητοῦμε ὅλοι μας: τήν ὑγεία μας ὁλόκληρη, τή σωματική καί τήν ψυχική, κάτι πού τελικῶς τό εὔχεται διακαῶς ἡ Ἐκκλησία μας.  

Γιατί ἀναγνωρίζει κι αὐτός, ὁ ὑμνογράφος, ὅτι εἶναι ἀδύναμος ἄνθρωπος, παρ’ ὅλη τήν κοσμική ἐξουσία του, ἔστω καί τήν περιορισμένη στήν ἐποχή του, κι ἡ ἀδυναμία του αὐτή τόν κάνει νά μή νιώθει καλά στήν ἐπί γῆς πορεία του. Ἴσως μοιάζει κατά τοῦτο καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἐνῶ ἔχει τονίσει σέ ἐπιστολές του, κι ὄχι μία φορά, τό πόσο πράγματι οἱ πειρασμοί τοῦ βίου συνεργοῦν στήν πνευματική μας κατάρτιση, τόσο πού τίς θλίψεις τίς θεωρεῖ καί καύχημά του: «καί καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσι, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονήν κατεργάζεται, ἡ δέ ὑπομονή δοκιμήν, ἡ δέ δοκιμή ἐλπίδα, ἡ δέ ἐλπίς οὐ καταισχύνει», ὅμως σέ δεδομένη στιγμή πού κάποιος σωματικός πόνος τόν ταλαιπωροῦσε ἀφάνταστα στράφηκε πρός τόν Κύριο καί Τόν παρεκάλεσε νά τόν θεραπεύσει, γιά νά εἰσπράξει ὅμως τήν ἀρνητική Του ἀπάντηση: «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου∙ ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται».

Ὁπότε καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχουν φορές στή ζωή μας πού εἶναι τέτοιες οἱ θλίψεις, ψυχικές ἤ σωματικές, πού νομίζουμε ὅτι εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεών μας∙ πού ἀρχίζει νά λειτουργεῖ μέσα μας ὁ πιό πονηρός πειρασμός, ὁ πειρασμός τῆς ὀλιγοπιστίας, ὁ ὁποῖος μᾶς προκαλεῖ τή λήθη ὅτι οὐδέποτε ὁ Κύριος θά μᾶς ἀφήσει νά δοκιμαστοῦμε ὑπέρ τίς δυνάμεις μας, ἀλλά θά ἔλθει ἀμέσως ἀρωγός στήν ὅποια δυσκολία μας καί θά μᾶς δώσει μάλιστα καί τή διέξοδο ὥστε νά ὑπερβοῦμε τόν ὅποιο πειρασμό, ὅπως τό σημειώνει ἰδίως ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί πάλι: «οὐκ ἐάσει ὑμᾶς ὁ Θεός πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῶ πειρασμῶ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὐμᾶς ὑπενεγκεῖν». Προφανῶς λοιπόν ὁ ὑμνογράφος ἐν προκειμένῳ, κινούμενος ἀπό «τά νέφη τῶν λυπηρῶν» πού κύκλωσαν τήν καρδιά του καί τόν ἔκαναν νά κινεῖται μέσα στό σκότος τῆς μή καθαρῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας στή ζωή του, φτάνει σ’ αὐτό τό σημεῖο νά ζητάει, ὅπως εἴπαμε,  ἀπό τήν Παναγία «τά πάντα»: τήν ἀπόλυτη ὑγεία του καί τό ἄτρωτο ἀπό κάθε κίνδυνο καί ἐπιβουλή τῶν ὅποιων ἐχθρῶν του.

Ἀλλά τό θαυμαστό εἶναι ὅτι μέσα σ’ αὐτήν τήν παραζάλη τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων, τελικῶς δέν κάμπτεται καί δέν τά χάνει. Γιατί ξέρει ποιά εἶναι ἡ διέξοδος: ἡ καταφυγή στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ καταφυγή δηλαδή στόν Κύριο μέσω τῆς Θεοτόκου. Κι αὐτό εἶναι πού τόν ἐξυψώνει καί τόν σώζει καί τόν καθιστᾶ παραδειγματικό γιά ὅλους τούς πιστούς σημεῖο: ἡ βαθιά ἀγάπη του στήν Παναγία μας καί ἡ ἀπόλυτη πεποίθησή του ὅτι τελικῶς Ἐκείνη θά ἐπέμβει προκειμένου νά τόν λυτρώσει ἀπό ὁτιδήποτε τόν ταλαιπωρεῖ. Σάν τό παιδί πού στρέφεται στούς γονεῖς του ζητώντας τους ἀκόμη καί τά ἀδύνατα, γιατί πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι οἱ γονεῖς του τόν ἀγαποῦν τόσο πού δέν πρόκειται ποτέ νά τοῦ χαλάσουν τό χατίρι.


Γι’ αὐτό καί μᾶς συγκινεῖ βαθιά ὁ ὑμνογράφος μας, ὅπως σημειώσαμε ἀπαρχῆς∙ γιατί φανερώνει τήν πίστη πού ζήτησε ὁ Κύριος νά ἔχουμε, ἄν θέλουμε νά εἰσέλθουμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν πίστη δηλαδή ἑνός παιδιοῦ. «Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Ἡ ὑπερβολή τῶν αἰτημάτων του δείχνει ἀνάγλυφα καί τήν ὑπερβολή τῆς ἀγάπης του γιά τήν Παναγία μας. Κι Ἐκείνη βεβαίως τό ξέρει, τό βλέπει καί συγκινεῖται ὑπερβαλλόντως. Οἱ θαυμαστές ἐπεμβάσεις Της, ἀκόμη καί  σέ περιπτώσεις πού «φαίνεται» ὅτι δέν θά ἔπρεπε, πείθουν γιά τήν παρήγορη αὐτήν πραγματικότητα. 

ΟΛΑ ΔΙΟΡΘΩΝΟΝΤΑΙ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


Τήν ἐργασία τήν εὐλόγησε ο Θεός καί εἶναι ἀπολύτως λογικό καί φυσικό, ὁ κάθε ἂνθρωπος, νά προσπαθῆ γιά τό καλλίτερο στήν ζωή του καί στόν τρόπο διαβιώσεως τοῦ ἰδίου ἀλλά καί τῆς Οἰκογενείας του.
Ὁ τιμίως ἐργαζόμενος ὁ φιλοπρόοδος ἂνθρωπος, ὁ νοικοκύρης καί ὁ ΜΗ σπάταλος, ἒχει κάθε δικαίωμα νά δημιουργήση, νά κάνη περιουσία καί νά ζῆ κατά τρόπο ἂνετο, ἀρκεῖ νά μή γίνη δοῦλος τοῦ «μαμωνᾶ», νά μή γίνη τό χρῆμα αὐτοσκοπός του καί νά μή «πατᾶ ἐπί πτωμάτων» προκειμένου νά ἀποκτήση ὃλο καί περισσότερα ὑλικά ἀγαθά.
Ὑπάρχει ὃμως καί ἓνας ἂλλος σημαντικός (ἲσως ὁ πλέον σημαντικός) παράγων τόν ὁποῖον ΟΥΔΕΠΟΤΕ πρέπει νά λησμονᾶ ὁ ἂνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ ἐργασία τοῦ ἀποδίδει ἀρκετά ὑλικά ἀγαθά.
Καί εἶναι αὐτός ὁ παράγων, ἡ διαρκής ἐπίγνωσις τοῦ ὃ,τι γύρω του ὑπάρχουν καί ἂνθρωποι ἀναξιοπαθοῦντες, οἱ ὁποῖοι στεροῦνται ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀκόμα καί τῶν στοιχειωδῶν.

Ἐάν στήν δούλεψή του ἒχει ὑπαλλήλους, πρέπει νά βλέπη καθ ἓναν ἐξ αὐτῶν, ὡς συνεργάτη, ὡς συνάδελφό του, ὡς τόν «πλησίον» του.
Ἐπειδή ὁ σύγχρονος κόσμος ἀπεμακρύνθη ἀπό αὐτές τίς ἀρχές, ἐπειδή ὁ «χρυσός» ἒγινε ὁ μόνος ὁδηγός ἀρχόντων καί ἀρχομένων, ἐπειδή κάθε ἒννοια πραγματικῆς Χρριστιανικῆς ἠθικῆς ἒχει ἀπωλεσθεῖ, ἐνεφανίσθη αὐτή ἡ «κρίση», ἡ ὁποία, πρέπει νά σημειωθῆ μέ κάθε τρόπο, ΔΕΝ εἶναι μόνον οἰκονομική ἀλλά ΚΥΡΙΩΣ ΗΘΙΚΗ.
Οἱ ἠθικές ἀξίες, τά ἰδανικά, ὁ ἀνθρωπισμός καί κυρίως ἡ ἐπαφή μέ Τόν Δημιουργό καί Κύριό μας, ἒχουν χαθεῖ.
«Εὐδαιμονισμός», σαρκολατρεία, ἀπληστία, κάθε εἲδους σκοτεινή δραστηριότητα, καταπίεσις τῶν ἀδυνάτων, δημιουργία κλίματος καταναλωτισμοῦ καί γενικῶς ἡ μετά «μανίας» προσκόλλησις στήν ὓλη (σέ κάθε της μορφή) ἒχουν κυριαρχίσει και βασανίζουν τό σύνολον τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ «μαμωνᾶς» ΤΙΜΩΡΕΙ.

Ὃλοι ὃσοι δουλεύουν κάτω ἀπό τίς ἐντολές του, ἒχουν προσωρινά καί ἐφήμερα κέρδη.
Τό ὑπερκαταναλωτικό πνεῦμα πού κυριάρχησε τά τελευταῖα χρόνια, ἒχει ΤΕΡΑΣΤΙΑ εὐθύνη γιά τήν σημερινή δυστυχία πού ὑπάρχει ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ, ἀκόμα καί σἐ χῶρες οἱ ὁποῖες ἐμφανίζονται στά μάτια μας ὡς «ἰσχυρές» καί «κυρίαρχες».

Ούδέποτε παρέμειναν ἐπί μακρόν χωρίς νά καταστραφοῦν κοινωνίες πού ἐστήριξαν τήν ἰσχῦν των εἰς τό χρῆμα, στήν «δύναμη», ἢ στήν ποδηγέτηση ἂλλων λαῶν.
Δέν πρέπει νά κρίνωμε τά πάντα μέ βάση τό «μῆκος» τῆς δικῆς μας παρουσίας ἐπί τῆς γῆς.

Πέρασαν αἰῶνες ἐπί αἰώνων, θά περάσουν αἰῶνες ἐπί αἰώνων καί ἡ ἀνθρωπότητα θά βασανίζεται πάντοτε ἀπό παρόμοιες καταστάσεις, μέ πολύ μικρά διαλείματα, ἐπειδή οἱ σκοτεινές δυνάμεις, μποροῦν νά δημιουργοῦν στά ὓπουλα σχέδιά της, «ὂμορφα περιτυλίγματα» κάτω ἀπό τά ὁποῖα κρύπτεται ἡ δυστυχία καί τελικῶς ἡ ἀπώλεια ψυχῶν, νά πείθουν τούς μή σκεπτομένους πώς πρέπει νά ζοῦν «ἐλεύθερα», νἀ «διασκεδάζουν» καί νά θέτουν τίς ψυχές των «ὑποθήκη» προκειμένου νά ζοῦν μέ τρόπο πού, τελικῶς, τούς ὁδηγεῖ σέ καταστάσεις γεμᾶτες ἀπελπισία καί ἀδιέξοδα.
Βεβαἰως, «μαζί μέ τά ξερά καίγονται καί τά χλωρά», ὃπως λέει ὁ πάνσοφος λαός μας.
Ὑπάρχουν ἂνθρωποι οἱ ὁποῖοι ταλαιπωροῦνται, χωρίς νά πάψουν νά ἐργάζωνται σωστά, χωρίς νά παραβαίνουν ἠθικούς κανόνες καί χωρίς νά ἐργάζωνται μέ τίς εντολές ἢ τά διδάγματα τοῦ μαμωνᾶ.
Ἂνθρωποι οἱ ὁποῖοι δέν πῆραν δάνεια γιά νά πᾶνε …«διακοπές στήν Βιέννη», ἢ γιά νά «ἀγοράσουν μεγάλα αὐτοκίνητα», ἢ γιά νά «ζήσουν μέ τρόπο μέ τόν ὁποῖον θά ἒμπαιναν στό μάτι τοῦ γείτονα»

Ἐμεῖς, οἱ πιό παλιοί, ἒχομε περάσει καταστάσεις πολύ πιό δύσκολες ἀκόμα καί ἀπό τήν σημερινή. Περάσαμε δύσκολα (πολύ δύσκολα) χρόνια, ἀλλά δέν πέσαμε στήν παγίδα τῶν ναρκωτικῶν κ.λπ.
Ἀγανακτίσαμε καί ἐμεῖς μέ τήν συμπεριφορά κάποιων ὑπευθύνων, στενοχωρηθήκαμε ἀλλά βάλαμε τό κεφάλι κάτω καί ἐργαστήκαμε.
Σήμερα, βλέπομε τήν γῆ, τά κοπάδια και τις ψαρόβαρκες νά ἐγκαταλείπωνται καί νά περιμένωμε κάποιον διορισμό τῶν παιδιῶν στό Δημόσιο κ.λπ.

Ὁ Ποιητής Ἑλύτης ἒγραψε πώς «ἐάν κάποιος διαλύση τήν Ἑλλάδα. θα ἀπομείνουν, μιά ἑλιά, ἓνα ἀμπέλι καί μιά βάρκα, πρᾶγμα πού σημαίνει πώς μέ μιά ἑλιά, ἓνα ἀμπέλι καί μιά βάρκα, μποροῦμε νά τήν ξαναφτιάξωμε».
Ἂς σκεφθοῦμε αὐτά τά λογια.
Κρύβουν ἀλήθειες πού δέν πρέπει νά λησμονοῦμε.
Καί κυρίως, δέν πρέπει νά λησμονοῦμε, πώς Ὁ Κύριός μας δέν μᾶς θέλει ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΥΣ.
Ἐλπίδα στόν Θεό, σκληρή δουλειά στήν πρωτογενῆ μας παραγωγή καί ΨΗΛΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ.

ΟΛΑ διορθώνονται, ἐκτός ἀπό τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς.
Καί μή νομισθῆ πώς ΔΕΝ ἀντιλαμβανόμεθα τήν δυστυχία πού ὑπάρχει γύρω μας. Ὃλοι «στό ἲδιο καζάνι βράζομε».
Ὃμως, ΟΛΑ διορθώνονται ὃταν ὑπάρξη ΕΛΠΙΔΑ, ὃταν ἀντιδροῦμε μέ ΛΟΓΙΚΗ καί ὃταν ΔΕΝ πάψωμε νά ΕΛΠΙΖΩΜΕ.
Οἱ πρόγονοί μας, πού καί ἐκεῖνοι εἶχαν ἀντιμετωπίσει πολλές φορές ῍ιδιες καί πιό σκληρές κρίσεις, μᾶς στέλνουν τό μήνυμα, «δεν φθάνει νά ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά πρέπει νά ένεργοῦμε καί ἐμεῖς».

Ἡ μεγάλη, ἡ τεράστια δυσχέρεια, εὑρίσκεται εἰς τά νέα παιδιά.
Καί γιά τοῦτο φταίει ἡ γενιά πού τά μεγάλωσε μέ ὑπερπροσφορά ἀγαθῶν καί μέ συμβουλές «σπούδασε παιδί μου γιά νά σέ βάλλω στό Δημόσιο», μέ κύριο γνώμονα τήν «ἢσσονα προσπάθεια» καί μέ τό παράδειγμά της μέ τό ὁποῖο ἐδίδαξε τά παιδιά της «μή γίνεσαι κορόϊδο και δουλεύης ἀλλά νά εἶσαι..καπάτσος»…!
Γιά τόν λόγο αὐτό τά νεαρά ἂτομα, ὂχι μόνον ξεστρατίζουν σέ ἐπικίνδυνες λύσεις (ναρκωτικά κ.λπ.) ἀλλά καί ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν νά δουλέψουν στήν γῆ, στό κοπάδι ἢ στήν βάρκα.

ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΤΑ ΠΑΔΙΑ.
Ὃσο γιά τό ἂν οἱ πλούσιοι εἶναι καταδικασμένοι σέ ἀπώλεια καί οἱ πτωχοί θά «σωθοῦν», ὲπιτρέψτε μου νά ἐπαναλάβω, πώς Ὁ Ἲδιος Ὁ Κύριος, ἒδωσε τον νοῦ καί τά «τάλαντα» (ταλέντα θά λέγαμε σήμερα) ἐπιβραβεύοντας τόν ἐργασθέντα καί ἀξιοποιήσαντα αὐτά πού τοῦ ἒδωσε, ἀλλά παραλλήλως μᾶς ἐδίδαξε τό «ο ἒχων δύο χιτῶνας νά δίδη τόν ἓναν», θέλων νά σημειώση μέ τόν συνδυασμό τῶν συμβουλῶν του, τήν μή ὓπαρξη ἀπληστίας καί τό διαρκές μας ἐνδιαφέρον γιά τόν ἀτυχήσαντα ἀδελφόν μας.



π. Ευθύμιος Μπαρδάκας